Θέμα
Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Βούλευμα παραπεμπτικό.
Περίληψη:
Για το ορισμένο του αναιρετικού λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος πρέπει να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή. Δεν ελέγχεται αναιρετικά η υπό του δικαστικού συμβουλίου εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και εν προκειμένω η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, που διατάχθηκε από τον Ανακριτή. Απορρίπτει.
Αριθμός 1218/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια και Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο (ο οποίος ορίσθηκε με την υπ'αριθμ. 30/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ. 75/2008 αντίστοιχη Πράξη),Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγ-γελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη προσωρινά κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Τρίπολης, περί αναιρέσεως του με αριθμό 414/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Απριλίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 713/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 216/23.4.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το αρθρ. 485 § 1 Κ.Π.Δ. την παραδεκτώς, κατά τις συνδεδυασμένες διατάξεις των αρθρ. 465§1, 474, 482§1 στοιχ. α' και 484§1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., αίτησιν αναιρέσεως, ασκηθείσαν υπό του κατηγορουμένου Χ1 δια του πληρεξουσίου του Δικηγόρου, κατά του υπ'αριθ. 414/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, που εξεδόθη κατόπιν Εφέσεως του κατά του υπ'αριθ. 5/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Εδέσσης και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Εδέσσης με το υπ'αριθ. 5/2008 βούλευμά του, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο εις το ακροατήριο του, κατά την περιφέρεια του Εφετείου Θεσσαλονίκης, Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις: α)της ασέλγειας με ανήλικο έναντι αμοιβής από δράστη που δρα κατά συνήθεια, κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση και β)της Μαγνητοσκόπησης μη δημοσίων πράξεων τρίτων κατά συρροή και κατ' εξακολούθησιν (αρθρ. 94§1 98§1, 351Α§ §1, εδ. α', β' και 2 και 3704§2 εδ. α'Π.Κ.). Κατά του ως άνω βουλεύματος ησκήθη η υπ'αριθ. 1/31-3-2008 έφεση του κατηγορουμένου επί της οποίας εξεδόθη το προσβαλλόμενο βούλευμα δια του οποίου απερρίφθη κατ' ουσίαν η παραπάνω έφεσις και επεκυρώθη το εκκαλούμενο ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως ησκήθη νομοτύπως και εμπροθέσμως δια δηλώσεως του Πληρεξουσίου Δικηγόρου του κατηγορουμένου ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέως του Εφετείου Θεσσαλονίκης και περιέχει συγκεκριμένο λόγο αναίρεσις και δη της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρθρ. 484 § 1 εδ. Δ' Κ.Π.Δ.) και επομένως πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσίαν. II) Σύμφωνα με την διάταξη του αρθρ. 34 Π.Κ. "η πράξη δεν καταλογίζεται στην δράστη αν, όταν την διέπραξε λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνειδήσεως, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψη του για το άδικο αυτό". Υπό τον όρο "νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών" νοούνται όλες οι μορφές παραφροσύνης ή φρενοβλάβειας ή ολιγοφρένειας (ψυχώσεις, ψυχοπάθειες, νευρώσεις), ενώ στην έννοια της "διατάραξης της συνείδησης" συγκαταλέγονται όλες οι ψυχικές διαταραχές που δεν πηγάζουν από παθολογικά αίτια του εγκεφάλου, αλλά εμφανίζονται σε κατ'αρχήν ψυχικώς υγιή άτομα και είναι εξ ορισμού παροδικές (π.χ. μέθη, ύπνου, υπνοβασία, πανικός). Νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών προκαλούν, πλην άλλων, οι ψυχώσεις, οι οποίες διακρίνονται σε τοξικές ψυχώσεις (π.χ. σε αλκοολική ψύχωση), σε οργανικές ή εξωγενείς ψυχώσεις, οφειλόμενες σε οργανικές βλάβες του εγκεφάλου (π.χ. όγκοι, κακοήθεις νεοπλασίες, τραυματικές κακώσεις του εγκεφάλου, αρτηριοσκλήρυνση, επιληψία) και σε ενδογενείς ή λειτουργικές ψυχώσεις, των οποίων η σωματική αιτία δεν είναι ειδικά εντοπισμένη, όπως είναι ιδίως η μανιοκαταθλιπτική ψύχωση και η σχιζοφρένεια (ηβηφρενική, κατατονική και σχιζοφρενική ψύχωση παρανοϊκού τύπου με κύριο χαρακτηριστικό τις ψευδαισθήσεις και τις παραληρητικές ιδέες, οι οποίες, όπως είναι αυτονόητο, θα πρέπει να υφίστανται κατά τον χρόνο της τέλεσης της αξιόποινης πράξης από τον δράστη. Τέλος κατά την διάταξη του αρθρ. 36 Π.Κ. "αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο αρθρ. 34 δεν έχει εκλείψει εντελώς, εμειώθη όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (αρθρ. 83 Π.Κ.). Η διάταξη αυτή δεν καθιερώνει μια τρίτη αυτόνομη κατηγορία ανάμεσα στην ικανότητα και την ανικανότητα για καταλογισμό, αλλά αποτελεί μια ιδιαίτερη, ειδική μορφή της ικανότητας για καταλογισμό, μέσω της οποίας λαμβάνεται υπόψιν το γεγονός ότι και στον ικανό για καταλογισμό δράστη μπορεί να είναι ευκολότερο ή δυσκολότερο να επιτύχει την αναμενόμενη (και απαιτούμενη) από το δίκαιο αντίληψη του αδίκου, καθώς και την αντίστοιχη ποδηγέτηση της συμπεριφοράς του.
Συνεπώς, ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό δεν σημαίνει ότι ο δράστης μόνον εν μέρει είχε την ικανότητα για διάκριση του αδίκου ή ότι θα μπορούσε να κυριαρχηθεί μόνο μέχρις ενός ορισμένου βαθμού. Τουναντίον είναι ικανός για καταλογισμό, αφού θα μπορούσε να είχε διακρίνει το άδικο και να ελέγξει την συμπεριφορά του, καταβάλλοντος όμως γι' αυτό σημαντικά μεγαλύτερη προσπάθεια πνεύματος και βούλησης από ό,τι ο πλήρως ικανός για καταλογισμό (Α.Π. 542/1988 Ποιν.Χρον. ΛΗ" σελ. 702, Α.Π. 449/96 Ποιν.Χρ. ΜΖ' σελ. 69, Α.Π. 664/1991 Ποιν.Χρον. ΜΑ' σελ. 1147, Κοτσαλή: Η ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό Ποινικά 32, 1990 σελ. 2, Μαγκάκη Ποιν.Δίκαιο Γεν. Μέρος σελ. 299). Περαιτέρω η κατά το Σύνταγμα (άρθρ. 93 §3) και τον Κ.Π.Δ. (άρθρ.139) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος ή της δικαστικής απόφασης πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή τους ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητος προς καταλογισμό ή την μείωση αυτής, καθώς και στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο ήτοι με όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την θεμελίωση του. Εξάλλου κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης, που καθιερώνεται με το άρθρ. 177 Κ.Π.Δ. η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων δεν δεσμεύει τον ποινικό δικαστή ο οποίος μόνον όταν δεν αποδέχεται τα προκύψαντα, από αυτήν, συμπεράσματα, πρέπει να αιτιολογεί την αντίθετη πεποίθηση του, στηριζόμενος σε αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά, που αποκλείουν εκείνα τα οποία οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Μάλιστα δε η πραγματογνωμοσύνη που διατάσσεται κατά το άρθρ. 183 Κ.Π.Δ., υπό προϋποθέσεις από ανακριτικό υπάλληλο ή από το Δικαστήριο^ αυτεπαγγέλτως, ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του Εισαγγελέα και προσδιορίζεται από το άρθρ. 178 Κ.Π.Δ., ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, πρέπει για την δημιουργία βεβαιότητος ότι το Συμβούλιο ή το Δικαστήριο την έλαβε υπ'όψιν του (μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα), να μνημονεύεται στην αιτιολογία μεταξύ των αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 1884/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ' σελ. 519, Α.Π. 1483/2003 Ποιν.Χρ. ΝΔ' σελ. 421). Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, όπως από αυτό προκύπτει, μετά από εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει κατ' είδος, δι' αναφοράς του εις την ενσωματωθείσαν εις αυτό εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής εις το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, εδέχθη, ανελέγκτως ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "... Από το αποδεικτικό υλικό που νομότυπα συγκεντρώθηκε, αρχικά από την αστυνομική προανάκριση και μετέπειτα από την κύρια ανάκριση και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και τα υπάρχοντα στην δικογραφία έγγραφα, σε συνδυασμό με την από ........ έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης των ψυχιάτρων ........ και ....... και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τις προεκτεθείσες κατηγορίες για τις οποίες το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Έδεσσας παρέπεμψε τον εκκαλούντα εις το ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο 2006 μέχρι τον Αύγουστο 2006, σε μη εξακριβωμένες ημερομηνίες, αφού παρελάμβανε τον ανήλικο Γ1, ο οποίος είχε γεννηθεί την 22-8-1997 και συνεπώς δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του, από την Νομαρχία της Έδεσσας ή από το 3° Δημοτικό Σχολείο Έδεσσας, τον επιβίβαζε εις το υπ' αριθ. κυκλ. ....... Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητο του, τον οδηγούσε στην περιοχή "........" της Έδεσσας και αφού στάθμευε το αυτοκίνητο του, τον υποχρέωνε να παρακολουθήσει μία ταινία ερωτικού περιεχομένου σε ένα φορητό dvd player που έβγαζε από το πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του, έβγαζε το γεννητικό του όργανο από το παντελόνι του και άρχισε να το θωπεύει, στην συνέχεια έβγαζε το παντελόνι και το εσώρουχο του ανηλίκου και θώπευε και το δικό του γεννητικό όργανο, έβαζε τον ανήλικο να ξαπλώσει μπρούμυτα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του, ξάπλωνε από πάνω του και εισήγαγε το σε στύση ευρισκόμενο πέος του στον πρωκτό του ανηλίκου μέχρι να εκσπερματώσει και στην συνέχεια του έδινε το χρηματικό ποσό των 5 ευρώ και τον μετέφερε με το αυτοκίνητο του μέχρι την Νομαρχία Έδεσσας, όπου τον άφηνε. Κάποιες ημερομηνίες του παραπάνω χρονικού διαστήματος ο Χ1 επανελάμβανε τις πιο πάνω πράξεις του δύο φορές την ημέρα, ήτοι στις 12,00 το μεσημέρι και στις 18,00, δίνοντας στον ανήλικο Γ1 κάθε φορά εξ αυτών το χρηματικό ποσό των 5 ευρώ. Σε ανεξακρίβωτες ημερομηνίες του χρονικού διαστήματος των τελευταίων επτά ή οκτώ μηνών, πριν την σύλληψη του, που έλαβε χώρα στις 3-1-2007, τουλάχιστον 20 φορές, αφού επιβίβαζε εις το υπ'αριθ. κυκλ......- αυτοκίνητο του τον ανήλικο Γ2, που είχε γεννηθεί την 18-4-1997 και συνεπώς δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του, τον οδηγούσε στην περιοχή "......." της Έδεσσας, όπου στάθμευε το αυτοκίνητο του και αφού τον υπεχρέωνε να παρακολουθήσει μία ταινία ερωτικού περιεχομένου σε ένα φορητό dvd player που έβγαζε από το πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του, του ζητούσε να βγάλει τα ρούχα του, έβγαζε και ο ίδιος το παντελόνι του και το εσώρουχο του, ζητούσε από τον ανήλικο να ξαπλώσει μπρούμυτα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και έθετε το σε στύση ευρισκόμενο γεννητικό του όργανο στον πρωκτό του, μέχρι που εκσπερμάτωνε, στην συνέχεια δε του έδινε μικρά χρηματικά ποσά 3-5 ευρώ και τον μετέφερε στο σπίτι του. Στις 2-1-2007, αφού τηλεφώνησε στον πατέρα του ανωτέρω ανηλίκου τον Γ3, πέρασε από το σπίτι του στις 20,00 μ.μ. παρέλαβε τον πιο πάνω ανήλικο Γ2 και αφού τον επιβίβασε στο αυτοκίνητο του τον μετέφερε στην ανωτέρω ερημική τοποθεσία που τον οδηγούσε και τις άλλες φορές, στάθμευσε το αυτοκίνητο του, πήγε στο πίσω κάθισμα αυτού, αυνανίσθηκε και στην συνέχεια ζήτησε από τον Γ2 να βγάλει τα ρούχα του, πράγμα που ο τελευταίος έπραξε και στην συνέχεια του ζήτησε να καθίσει επάνω του και έθεσε το σε στύση ευρισκόμενο πέος του στον πρωκτό του ανηλίκου μέχρι που εκσπερμάτωσε, ακολούθως δε του έδωσε το χρηματικό ποσό των 5 ευρώ και τον μετέφερε στο σπίτι του. Κατά το χρονικό διάστημα του μηνός Απριλίου του έτους 2006 μέχρι του μηνός Οκτωβρίου 2006, σε μη εξακριβωμένες ημερομηνίες (σχεδόν κάθε ημέρα) αφού επιβίβαζε στο υπ' αριθ. κυκλ. ........ Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητο του τον ανήλικο Γ2, που είχε γεννηθεί την 13-5-1994 και συνεπώς είχε συμπληρώσει τα δέκα όχι όμως και τα δέκα πέντε έτη της ηλικίας του, τον οδηγούσε στην περιοχή "......", της Έδεσσας, όπου εστάθμευε το αυτοκίνητο του και αφού τον υπεχρέωνε να παρακολουθήσει μία ταινία ερωτικού περιεχομένου σε ένα φορητό dvd player που έβγαζε από το πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του, έβγαζε το γεννητικό του όργανο από το παντελόνι του και άρχιζε να το θωπεύει, στην συνέχεια έβγαζε το παντελόνι του και το εσώρουχο του ανηλίκου και θώπευε και το δικό του γεννητικό όργανο και στη συνέχεια τον θώπευε σε όλο του το σώμα, ακολούθως δε ξάπλωνε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου έβαζε τον ανήλικο να καθίσει επάνω του και έθετε το σε στύση ευρισκόμενο πέος του στον πρωκτό του, μέχρι που εκσπερμάτωνε, του έδινε στην συνέχεια μικρά χρηματικά ποσά 2-5 ευρώ. Την τελευταία φορά δε αφού οδήγησε τον πιο πάνω ανήλικο στην ανωτέρω τοποθεσία τον έβαλε να ξαπλώσει μπρούμυτα και μετά έθεσε το σε στύση ευρισκόμενο πέος του στον πρωκτό του. Σε μη εξακριβωμένη ημερομηνία του Φεβρουαρίου του έτους 2004 αφού επιβίβασε εις το υπ'αριθ.κυκλ. ...... Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητο του τον ανήλικο Γ4, που είχε γεννηθεί την 6-4-1995 και συνεπώς δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του, τον οδήγησε στην περιοχή ..... της Έδεσσας και ενώ οδηγούσε το προαναφερόμενο αυτοκίνητο του, έβαλε τον ανήλικο να καθίσει επάνω του και κουνούσε τη λεκάνη του με σκοπό να ικανοποιήσει έτσι την γενετήσια επιθυμία του, στις ερωτήσεις δε του ανηλίκου, που δεν είχε αντιληφθεί για ποιόν λόγο συμπεριφερόταν έτσι, απάντησε ότι έψαχνε κάτι στις τσέπες του, ενώ στη συνέχεια επέστρεψαν στην....... και την επόμενη ημέρα του έδωσε το χρηματικό ποσό των 2 ευρώ. Κατά το χρονικό διάστημα του μηνός Φεβρουαρίου 2004 μέχρι του Φεβρουαρίου 2005, σε μη εξακριβωμένες ημερομηνίες, τουλάχιστον 50 φορές, αφού επιβίβαζε εις το υπ'αριθ. κυκλ.........Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητο του τον ανήλικο Γ4, που είχε γεννηθεί την 6-4-2995 και συνεπώς δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του, τον οδηγούσε σε ερημικές τοποθεσίες πλησίον της Έδεσσας, τον έβαζε να καθίσει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, του ζητούσε με φορτικότητα να βγάλει το παντελόνι του, πράγμα που ο ανήλικος έπραττε γιατί φοβόταν, έβαζε τον πιο πάνω ανήλικο να ξαπλώσει μπρούμυτα και στην συνέχεια ξάπλωνε και αυτός από πάνω του, έθετε το σε στύση ευρισκόμενο γεννητικό του όργανο στον πρωκτό του ανηλίκου, παρά τις αντιδράσεις του τελευταίου, ο οποίος αισθανόταν πόνο, και στην συνέχεια του έδινε μικρά χρηματικά ποσά από 2 έως 10 ευρώ, κάποιες φορές δε του έδινε και δώρα και ειδικότερα ένα μπουφάν, ένα ποδήλατο, μία μπλούζα, ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια και διάφορα παιχνίδια, όπως ένα επιτραπέζιο φιδάκι και ένα γκρινιάρη. Κατά το χρονικό διάστημα του μηνός Ιανουαρίου 2003 μέχρι τον Φεβρουάριο 2003 σε μη εξακριβωμένες ημερομηνίες, αφού επιβίβαζε στο υπ'αριθ.κυκλ. ...... Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητό του τον ανήλικο Γ5, που είχε γεννηθεί την 21-4-1990 και συνεπώς είχε συμπληρώσει το δέκατο όχι όμως και το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του, τον οδηγούσε σε αγροτική περιοχή του δημοτικού διαμερίσματος ...... Έδεσσας, στάθμευσε εκεί το αυτοκίνητο του, ζητούσε από τον ανήλικο να βγάλει το παντελόνι του και το εσώρουχο του και αφού κατέβαζε και αυτός το παντελόνι του, θώπευε το γεννητικό μόριο του ανηλίκου και ταυτόχρονα αυνανιζόταν μέχρι που εκσπερμάτωνε, στην συνέχεια δε του έδινε μικρά χρηματικά ποσά 2-3 ευρώ. Κατά το χρονικό διάστημα του μηνός Μαρτίου 2003 μέχρι τον Μάρτιο του έτους 2004, δέκα έως 25 φορές, σε μη εξακριβωμένες ημερομηνίες, αφού επιβίβαζε στο υπ'αριθ. κυκλ. ...... Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητο του τον ανήλικο Γ5, που είχε γεννηθεί την 21-4-1990 και συνεπώς είχε συμπληρώσει το δέκατο όχι όμως και το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του, τον οδηγούσε σε αγροτική περιοχή του δημοτικού διαμερίσματος .... Έδεσσας, στάθμευσε εκεί το αυτοκίνητο του, πήγαινε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του μαζί με τον ανήλικο και αφού έβγαζαν τα παντελόνια και τα εσώρουχα τους, ζητούσε από τον ανήλικο να ξαπλώσει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και έθετε το σε στύση ευρισκόμενο γεννητικό του όργανο στον πρωκτό του ανηλίκου, μέχρι που εκσπερμάτωνε, ακολούθως δε του έδωσε την πρώτη φορά το χρηματικό ποσό των 100 ευρώ και τις υπόλοιπες φορές μικρά χρηματικά ποσά 3 έως 5 ευρώ. Με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος μαγνητοσκόπησε μη δημόσιες πράξεις τρίτων. Συγκεκριμένα: στην περιοχή "........" της Έδεσσας, σε μη εξακριβωμένες ημερομηνίες του χρονικού διαστήματος από τον Ιανουάριο 2006 μέχρι τον Αύγουστο του έτους 2006 με μία βιντεοκάμερα μάρκας .... μαγνητοσκοπούσε τις ασελγείς πράξεις που τελούσε στον ανήλικο Γ1, γεννηθέντα την 22-8-1997, εντός του υπ'αριθ.κυκλ...... Ε.Ι.Χ. αυτοκινήτου του, όπως περιγράφονται στα παραπάνω. Κατά το χρονικό διάστημα του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2004 μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2005 σε μη εξακριβωμένες ημερομηνίες, στην περιοχή ..... της Έδεσσας και σε άλλες ερημικές τοποθεσίες πλησίον της ....... με μία βιντεοκάμερα μάρκας ... μαγνητοσκοπούσε τις ασελγείς πράξεις που τελούσε στον ανήλικο Γ4, γεννηθένα στην 6-4-1995, εντός του υπ'αριθ. κυκλ......... Ε.Ι.Χ. αυτοκινήτου, όπως περιγράφονται παραπάνω, και επί πλέον μία από τις παραπάνω ημερομηνίες, αφού υπεχρέωσε τον προαναφερόμενο ανήλικο να βγάλει το παντελόνι του και το εσώρουχο του και να σκύψει μαγνητοσκόπησε τον πρωκτό του και τα γεννητικά του όργανα. Ο κατηγορούμενος στην απολογία του τόσον ενώπιον των αστυνομικών του Τ.Α. Έδεσσας όσον και ενώπιον της Ανακρίτριας Έδεσσας ομολογεί την επιθυμία που είχε από μικρός να έχει ερωτικές σχέσεις με άτομα του ιδίου με αυτόν φύλου. Στην πρώτη από τις ανωτέρω απολογίες του ο κατηγορούμενος ομολογεί τις ασελγείς πράξεις που τέλεσε σε βάρος του Γ1 καθώς και το ότι δύο ή τρεις φορές κατέγραψε αυτές με βιντεοκάμερα, όταν όμως ο πατέρας του τελευταίου άρχισε να τον εκβιάζει ζητώντας του χρήματα έκαψε τις κασέτες που περιείχαν τα σχετικά βίντεο. Στην ίδια απολογία του ο Χ1 ομολογεί και τις ασελγείς πράξεις που τέλεσε σε βάρος του Γ2, προσδιορίζοντας όμως ότι για τελευταία φορά ασέλγησε σε βάρος του μία εβδομάδα και όχι μία ημέρα πριν την σύλληψη του. Αναφέρει επίσης ότι αρκετές φορές είχε βοηθήσει οικονομικά τον πατέρα αυτού Γ3, όχι όμως για να του παραδώσει αυτός τα παιδιά του, αλλά επειδή γνωριζόταν από παλαιότερα. Στην από 5-1-2007 απολογία του ενώπιον της Ανακρίτριας Έδεσσας ομολογεί και τις ασελγείς πράξεις που τέλεσε σε βάρος και του Γ2, επαναλαμβάνοντας ότι είχε βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια του, τονίζοντας ότι ο πατέρας του Γ3 ποτέ δεν του ζήτησε χρήματα και ότι ενώ γνώριζε ότι ο ίδιος έβγαινε με τα παιδιά του, το πιθανότερο είναι ότι δεν γνώριζε για τις ασελγείς πράξεις που ο ίδιος τελούσε μαζί του. 'Αλλωστε ο ίδιος, όπως εξάλλου επιβεβαιώνουν και οι δύο ανήλικοι, Γ7 και Γ2, τους ζητούσε να μην πουν τίποτε σε κανέναν για τις "σχέσεις" τους. Στην από 28-6-2007 απολογία του ενώπιον της Ανακρίτριας Έδεσσας ο κατηγορούμενος αρνείται ότι γνωρίζει τους ανηλίκους Γ4 και Γ5 και ισχυρίζεται ότι όσα περιέχονται στις καταθέσεις των δύο αυτών ανηλίκων περί τελέσεως από τον ίδιο ασελγών πράξεων σε βάρος τους είναι ψευδή, πλην όμως οι ισχυρισμοί του διαψεύδονται πλήρως από τις καταθέσεις των δύο ανηλίκων, οι οποίοι επαναλαμβάνουν ους ισχυρισμούς τους τόσον στις καταθέσεις τους ενώπιον των αστυνομικών του Τ.Α. Έδεσσας, όσον και στις καταθέσεις τους ενώπιον της Ανακρίτριας Έδεσσας, δεν προκύπτει δε εκ της δικογραφίας να υπάρχει στα πρόσωπα τους οποιοδήποτε κίνητρο να ψεύδονται σε βάρος του κατηγορουμένου. Μάλιστα ο Γ5 και η μητέρα του Γ6 δηλώνουν ρητά στις καταθέσεις τους ότι δεν επιθυμούν να δικασθεί ο κατηγορούμενος για τις ασελγείς πράξεις που τέλεσε σε βάρος του πρώτου εξ αυτών, προκειμένου έτσι να διασωθεί η τιμή και η υπόληψη του.
Συνεπώς θα ήταν εντελώς αντίθετο με την κοινή λογική να τον κατηγορούν άδικα επικαλούμενοι ψευδή γεγονότα, τα οποία θεωρούν ότι και για τους ίδιους είναι υποτιμητικό το ότι συνέβησαν. Ο κατηγορούμενος αρνείται επίσης στην από 28-6-2007 απολογία του ενώπιον της Ανακρίτριας Έδεσσας το ότι βιντεοσκοπούσε τα πιο πάνω ανήλικα παιδιά κατ την διάρκεια των ασελγών πράξεων που τελούσε σε βάρος τους. Αυτό είναι αληθές όσον αφορά τους ανηλίκους Γ7, Γ2 και Γ5, οι οποίοι σε κανένα σημείο των καταθέσεων τους δεν αναφέρουν κάτι σχετικό. Όσον αφορά όμως του ανηλίκους Γ1 και Γ4 ο ισχυρισμός του αυτός διαψεύδεται πλήρως από τις καταθέσεις των τελευταίων, καθόσον αυτοί με την αφέλεια της παιδικής τους ηλικίας περιγράφουν στις καταθέσεις τους πως ο κατηγορούμενος βιντεοσκοπούσε τις σκηνές των ασελγών πράξεων που τελούσε σε βάρος τους. Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε, ο ίδιος ο κατηγορούμενος, ομολογεί στην απολογία του ενώπιον των Αστυνομικών του Τ.Α. Έδεσσας ότι βιντεοσκοπούσε τον Γ1, λέγοντας επί λέξει "... μία ή δύο φορές εγώ κατέγραψα με βιντεοκάμερα την ερωτική πράξη που είχα με τον Γ1...", πράγμα που δήλωσε και προφορικά στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν, όπως προκύπτει από την από ...... κατάθεση το αστυνομικού, ......, ο οποίος καταθέτει ότι "... εκεί αβίαστα και αυθόρμητα ομολόγησε τις πράξεις του. Μάλιστα είπε ότι ορισμένες φορές βιντεοσκοπούσε τους ανήλικους με τους οποίους ασελγούσε και στην συνέχεια έβλεπε μόνος του τις σκηνές που τράβηξε και αυνανίζονταν με αποτέλεσμα να αυτοϊκανοποιείται". Εξάλλου, όπως και πιο πάνω αναφέρεται, ο Χ1 παρέδωσε στην αστυνομία την βιντεοκάμερά του, την οποία και ανεγνώρισαν τα ανήλικα θύματα του. Ο κατηγορούμενος τέλεσε όλες τις πράξεις που παραπάνω περιγράφονται έχοντας πλήρη επίγνωση του αδίκου αυτών, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνεται αφ'ενός από την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη που συνέταξαν οι ψυχίατροι ....... και ........ στην οποία αναφέρεται ότι "... Από την ψυχιατρική εξέταση του κατηγορουμένου προκύπτει ότι ούτος δεν εμφανίζει ψυχική διαταραχή που να αποκλείει ή να περιορίζει την χρήση του λογικού, πράγμα που αποδέχεται και ο ίδιος. Επίσης δεν αναφέρει ουδέν στοιχείο ενδεικτικό οργανικότητας των διαταραχών της συμπεριφοράς ούτε της επήρειας αλκοόλ ή τοξικών ουσιών. Η παρεκκλίνουσα σεξουαλική του συμπεριφορά είναι στα πλαίσια αμφιφυλικής σεξουαλικής προτίμησης με προεξάρχουσα 15 την φιλομόφυλη συνιστώσα και μάλλον μη δυστονικής προς το εγώ... ο σεξουαλικός προσανατολισμός του εαυτού δεν πρέπει να θεωρείται ως διαταραχή ...." και αφ'ετέρου ότι από όλα τα πιο πάνω ανήλικα παιδιά ζητούσε κάθε φορά που συνευρισκόταν μαζί τους "να μην πουν τίποτα σε κανένα", προφανώς γιατί γνώριζε ότι οι πράξεις του ήταν αξιόποινες και αν γινόταν γνωστές στην αστυνομία θα τον οδηγούσαν στην φυλακή, όπως και έγινε τελικά. Αναφορικά με τον λόγο εφέσεως με τον οποίο ο εκκαλών πλήττει το προσβαλλόμενο βούλευμα διότι το Δικαστικό Συμβούλιο παρέλειψε να αποφανθεί επί του αιτήματος του για διενέργεια συμπληρωματικής πραγματογνωμοσύνης, πρέπει να αναφερθεί ότι η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης απέκειτο στην απόλυτη κρίση του Συμβουλίου, η αναιτιολόγητη δε απόρριψη εκ μέρους του, ρητώς ή σιωπηρώς, του αιτήματος για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης δεν συνεπάγεται ακυρότητα. Εξάλλου, κατά την κρίση του Συμβουλίου δεν απαιτείται να διαταχθεί συμπληρωματική ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη διότι η διενεργηθείσα από τους ως άνω πραγματογνώμονες δεν κρίνεται ελλιπής, όπως αβάσιμα διατείνεται ο εκκαλών κατηγορούμενος με την κρινόμενη έφεση του, αφού με αυτήν δίδονται απαντήσεις στα θέματα που τέθηκαν με την υπ'αριθ. 22/2007 Διάταξη της Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Εδέσσης, έστω και αν δεν είναι διατυπωμένες με τον ίδιο τρόπο που είναι στην άνω Διάταξη, καθόσον πέρα από το "Συμπέρασμα" των άνω πραγματογνωμόνων που διατυπώνεται στο τέλος της έκθεσης τους, το περιεχόμενο του οποίου αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα και στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση, στο κεφάλαιο της "Σχόλια για την συνέντευξη" αναφέρεται: "... Σχετικά με τα τεθέντα από την κυρία Ανακρίτρια ερωτήματα επισημαίνονται τα εξής: ουδόλως αναφέρονται ή διαπιστούνται μείζονα ψυχιατρικά συμπτώματα υποδηλούντα την μειωμένη ή ελλειμματική αντίληψη της πραγματικότητας, την ανεξέλεγκτη παρορμητική συμπεριφορά (αυτό προκύπτει εμμέσως από τον τρόπο οργάνωσης της ζωής τους, την ενασχόληση με τον αθλητισμό, η οποία προϋποθέτει πειθαρχημένο χαρακτήρα...". Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την κατά τα άνω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική θεμελίωση των εγκλημάτων για τα οποία παρεπέμφθη ο κατηγορούμενος εις το ακροατήριο του αρμοδίου ως άνω Δικαστηρίου, αποδεχόμενον την ορθότητα και την αντικειμενικότητα των πορισμάτων της ψυχιατρικής έρευνας τα οποία δεν αναιρούνται από τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας, εκ των οποίων σαφώς προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατά τον χρόνο τέλεσης των παραπάνω πράξεων δεν έπασχε από νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών ή της συνείδησης του με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνεται τον άδικο χαρακτήρα των παραπάνω πράξεων ή και αν το αντελαμβάνετο να μην μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίθεση του αυτή. Ειδικότερον από κανένα αποδεικτικό μέσον δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων είχε εκδηλώσει κάποια ψυχική νόσο και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να αποκλείει ή να μειώνει την ικανότητα προς καταλογισμό. Εξάλλου, μόνο όταν το δικαστήριο ή το Συμβούλιο δεν αποδέχεται το συμπέρασμα της διεξαχθείσης πραγματογνωμοσύνης οφείλει να αιτιολογήσει ειδικά την αντίθετη άποψη του. Έτσι, μετά από τα παραπάνω συμπεράσματα της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνη, το Συμβούλιο Εφετών ορθώς δεν προσδιόρισε το περιεχόμενο των όρων "ημιδομημένος χαρακτήρας" και "ψυχοτραυματικός ρόλος" του αναιρεσείοντος αφού αυτοί αναφέρονται εις τον προηγούμενον χρόνον της ζωής του, και δεν ασκούν οποιαδήποτε επιρροή ως προς την ικανότητά του προς καταλογισμό τους οποίους απλώς διετύπωσαν στην έκθεσιν των οι πραγματογνώμονες υπό την μορφήν σχολίων και οι οποίοι ουδόλως ελήφθησαν υπ'όψιν προκειμένου να καταλήξουν εις το προαναφερόμενο συμπέρασμα των. Κατά συνέπεια, οι αντίθετες αιτιάσεις του σχετικού λόγου της υπό κρίσιν αιτήσεως αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος είναι αβάσιμες και ως τοιαύτες πρέπει να απορριφθούν, ενώ κατά τα λοιπά και δη κατά το μέρος που αναφέρονται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου για τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη, ότι προέκυψαν από την ανάκριση, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Επομένως πρέπει να απορριφθεί η αίτηση και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί η με αριθ. 8/16-4-2008 αίτησις αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθ. 414/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και Να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήναι τη 23-4-2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης".
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1 και 484 παρ. 1 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η έκθεση, που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά βουλεύματος πρέπει να περιέχει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τους λόγους για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο, διότι, διαφορετικά, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ειδικότερα, για το ορισμένο του λόγου αναιρέσεως, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιές είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία του βουλεύματος ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτού ή ποιά αποδεικτικά μέσα δεν ελήφθησαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν απ' το δικαστικό συμβούλιο (Ολ.ΑΠ 2/2002). Εξάλλου, η εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ανάγεται στην περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και του δικαστικού συμβουλίου (άρθρο 177 ΚΠοινΔ), η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πλήττεται το 414/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσίαν έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του 5/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Έδεσσας, το οποίο παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του κατά την περιφέρεια του Εφετείου Θεσσαλονίκης, αρμοδίως ορισθησομένου, Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις α) της ασέλγειας με ανήλικο έναντι αμοιβής από δράστη που δρά κατά συνήθεια, κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση και β) της μαγνητοσκοπήσεως μη δημοσίων πράξεων τρίτων κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, από τον έχοντα ειδική προς τούτο εξουσιοδότηση δικηγόρο Θεσσαλονίκης Νικόλαο Διαλυνά, η οποία περιέχεται στην .... έκθεση του ανωτέρω Γραμματέα. Με την αίτηση αυτή προβάλλεται ως λόγος αναιρέσεως ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα "στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και το άρθρο 139 ΚΠοινΔ", χωρίς να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή σε ποιό ή ποιά συγκεκριμένα κεφάλαια της αιτιολογίας του, η οποία αφορά στις δύο ως άνω αξιόποινες πράξεις, υφίσταται η έλλειψη αυτή, ούτε και σε τί συνίσταται. Αντ' αυτού, αφού παρατίθενται αιτιάσεις κατά της επάρκειας της από ...... εκθέσεως ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης των ψυχιάτρων ..... και ......., που διορίσθηκαν από την Ανακρίτρια Έδεσσας, και δια των αιτιάσεων αυτών πλήττεται, εμμέσως, κατ' εκτίμηση, ως εσφαλμένη, η μη ελεγχόμενη αναιρετικώς, κατά τα προεκτεθέντα, εκτίμηση από το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης του αποδεικτικού αυτού μέσου, γίνεται ακολούθως μόνον παραπομπή σε σελίδες του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ως εξής, κατά λέξη και στίξη: "ενόψει των εκτεθέντων (εννοούνται οι ως άνω αιτιάσεις) τα όσα αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης (σελ. 12ο φύλλο, οπίσθια υπ' αριθ. 24 σελίδα, 4ος στίχος έως 13ο φύλλο, εμπρόσθια υπ' αριθ. 25 σελίδα, στίχος 2ος στίχος) συνιστούν ελλιπή και ανεπαρκή αιτιολογία και ως εκ τούτου καθιστούν το ως άνω βούλευμα αναιρετέο". Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, πρέπει να απορριφθεί, συνακολούθως δε να απορριφθεί η ένδικη αίτηση, η οποία δεν περιέχει άλλο λόγο αναιρέσεως, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16 Απριλίου 2008 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως του 414/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαΐου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ