Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νομιμοποίηση εσόδων.
Περίληψη:
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από υπάλληλο κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση, που ζητούσε και ελάμβανε για τον εαυτό του για να προβαίνει σε ενέργειες μελλοντικές αντίθετες στα καθήκοντά του, και ειδικότερα για να προβαίνει συστηματικά σε εισαγωγή στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών του Υπουργείου αιτήσεων κρατουμένων σε διάφορες φυλακές της χώρας για μεταγωγή των κατά παράβαση της σειράς προτεραιότητας και τα κατέθετε σε λογαριασμούς του ιδίου και της συζύγου του σε τράπεζες, προκειμένου να δημιουργήσει συνθήκες συγκαλύψεως της εγκληματικής του δραστηριότητας από την οποία προέρχονταν. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως κατά παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών. Αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καθόσον επαρκώς αιτιολογούνται με παράθεση των περιστατικών που προέκυψαν ότι έναντι δώρων και χρημάτων που ελάμβανε από άτομα που έρχονταν σε επικοινωνία μαζί του ως αρμοδίου υπαλλήλου στο Τμήμα Σωφρονιστικής Μεταχείρισης Ενηλίκων προωθούσε προς ικανοποίηση αιτήματα κρατουμένων κατά παράβαση της σειράς προτεραιότητας των υποβαλλομένων στην άνω υπηρεσία αιτήσεων και κατέθετε τα χρήματα αυτά σε αναφερόμενους λογαριασμούς τραπεζών, δικαιούχοι των οποίων ήταν ο ίδιος και η σύζυγός του, προς συγκάλυψη της κατ' εξακολούθηση παθητικής δωροδοκίας του, χωρίς να στηριχθεί το Συμβούλιο Εφετών μόνο στην αδυναμία του αναιρεσείοντος να δικαιολογήσει την προέλευση του συνόλου των κατατεθέντων χρηματικών ποσών. Απορρίπτει αίτηση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1925/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Χατζίκου (κωλυομένου του Εισαγγελέα) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Σ. του Ζ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 759/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Μαΐου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 790/2010.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Χατζίκος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη με αριθμό 287/23-9-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι. Eισάγω στο Συμβούλιό Σας, σύμφωνα με το ά. 485 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., την 65/25-5-2010 αίτηση αναιρέσεως του Α. Ζ. Σ. κατοίκου ... (...), η οποία ασκήθηκε για λογαριασμό του από τον δικηγόρο Πειραιώς Φιλ. Φίλια σύμφωνα με την από 18-5-2010 εξουσιοδότηση του που προσκόμισε, κατά του 759/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:
ΙΙ. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 3086/2008 βούλευμά του παρέπεμψε τον ήδη αναιρεσείοντα Α. Σ. στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα (α. 1 παρ. 1α, στ! , αιζ !, 2 εδαφ. α! β! του Ν. 2331/1995, όπως η παρ. αιζ προστ. με το α. 2 παρ. 16 του Ν. 2479/1997 και 2 παρ. 2, 13 εδαφ. στ!, 98 και 235 του Π.Κ.). Κατά του βουλεύματος αυτού αυτός άσκησε έφεση η οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη με το 907/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Εφετών ο κατηγορούμενος άσκησε αναίρεση η οποία έγινε δεκτή με την 2035/2009 απόφαση σε Συμβούλιο του Αρείου Πάγου που παρέπεμψε την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο με διαφορετική σύνθεση. Το βούλευμα αυτό αναιρέθηκε για έλλειψη αιτιολογίας επειδή σ' αυτό " ... α) δεν εξατομικεύονται κατά τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις τα στοιχεία του βασικού εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας που του αποδίδεται κατ' εξακολούθηση, από την οποία, κατά την κατηγορία, προέρχονται τα νομιμοποιούμενα με τις διαδοχικές τραπεζικές καταθέσεις χρήματα, β) δεν διευκρινίζεται αν τα χρήματα που ελάμβανε ως δώρα ή ανταλλάγματα εξυπηρετήσεων ο κατηγορούμενος, υπάλληλος στη Διεύθυνση Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων κρατουμένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, από αγνώστους κατάδικους, τουλάχιστον από 3-3-2000 και μετά, που ισχύει ο νέος ν. 2808/2000, που κατατέθηκαν σε τραπεζικούς του λογαριασμούς, δόθηκαν σε αυτόν από κρατουμένους σε διάφορες φυλακές της Ελλάδος, προκειμένου να προβεί αυτός σε μελλοντική ενέργεια και θετική παρέμβαση προς όφελος διαφόρων αιτημάτων των κρατουμένων ή για ήδη τελειωμένη ενέργεια και μεσολάβηση αυτού, οπότε και δε στοιχειοθετείται αντικειμενικά με τον άνω νόμο το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας, γ) δεν διευκρινίζεται αν οι αποδιδόμενες ενέργειες του κατηγορουμένου υπαλλήλου υπέρ διαφόρων κρατουμένων βρίσκονται εντός του κύκλου των καθηκόντων της υπηρεσίας του στο Υπουργείο Δικαιοσύνης που υπηρετούσε ή τελέσθηκαν ή υποσχέθηκαν υπ' αυτού ότι θα τελεσθούν επ' ευκαιρία της υπηρεσιακής του δράσεως και με την εξάσκηση της υπηρεσιακής του επιρροής σε άλλους υπαλλήλους του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή σε υπαλλήλους σωφρονιστικών καταστημάτων, δ) ουδόλως αιτιολογείται η τέλεση του άνω εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων, κατ' επάγγελμα, όπως παραπέμπεται, κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. στ του ΠΚ. και δη εκτός από την εκτιθέμενη στο άνω αιτιολογικό επανειλημμένη τέλεση της παθητικής δωροδοκίας και κατάθεσης χρημάτων σε λογαριασμούς του για νομιμοποίηση, από 6-5-1997 έως και Οκτώβριο του 2001, δεν αναφέρεται αν προκύπτει και σκοπός του κατηγορουμένου υπαλλήλου για πορισμό εισοδήματος ". Το Συμβούλιο Εφετών επανήλθε και με το 759/2010 βούλευμά του: α) απέρριψε ως αβάσιμη την έφεση του κατηγορουμένου κατά του πρωτοβαθμίου βουλεύματος και β) επικύρωσε το πρωτοβάθμιο βούλευμα. Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε: α) στον κατηγο-ρούμενο στις 14-5-2010 με θυροκόλληση, όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς Σ. Χ. και β) στον αντίκλητο δικηγόρο του Φιλ. Φίλια στις 20-5-2010, όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό της ίδιας δικαστικής επιμελήτριας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς, και αυτός στις 25-5-2010 εμπρόθεσμα, δηλ. εντός της προβλεπόμενης δεκαήμερης προθεσμίας από την επίδοση (α. 473 παρ. 1 του ΚΠΔ ), άσκησε την παραπάνω αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών με την οποία ζητάει την αναίρεσή του για έλλειψη αιτιολογίας (α. 484 παρ. 1 δ ! του Κ.Π.Δ.). Επειδή η αίτηση αυτή αναιρέσεως είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και παραδεκτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί στην ουσία της.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με το α. 235 του ΠΚ, τιμωρείται με την προβλεπόμενη απ' αυτό ποινή ο υπάλληλος, ο οποίος κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει άμεσα ή με την μεσολάβηση τρίτου για τον εαυτό του ή για τρίτο ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη, που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σ' αυτά. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται ο υπάλληλος (α. 13 εδ. α' και 263 Α' του ΠΚ ), εκτός των άλλων, : α) να ζητά ή να λαμβάνει δώρα ή ανταλλάγματα, που δεν αρμόζουν σε αυτόν, για μελλοντική ενέργεια ή παράλειψή του και β) η ενέργεια ή παράλειψή του να περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και να ανάγεται στην υπηρεσία του ή να αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του. Έτσι το έγκλημα αυτό δεν τελείται από υπάλληλο που χρησιμοποιεί την υπηρεσιακή του επιρροή σε άλλο υπάλληλο που είναι αρμόδιος να προβεί σε κάποια υπηρεσιακή ενέργεια (ΑΠ 675/07 ΠΧ! 2008.151, ΑΠ 15/2002 ΠΧ! 2002.817 , ΑΠ 544/2000 ΠΧ! 2000.987 ). Τέλος, σύμφωνα με το α. 2 του Ν.2802/3-3-2000 με το οποίο αντ. το α.235 του Π.Κ., η παθητική δωροδοκία του υπαλλήλου στοιχειοθετείται μόνο για τις μελλοντικές ενέργειες ή παραλείψεις αυτού ενώ η δωροδοκία αυτού για τελειωμένες πράξεις ή παραλείψεις του δεν είναι αξιόποινη πράξη (ΑΠ160/06 ΠΧ! 2006.721). Ήδη μετά το α. 2 παρ. 1 του Ν. 3666/2008, που αντ. και πάλι το α. 235 του ΠΚ, παθητική δωροδοκία υπάρχει και για τις τελειωμένες πράξεις η παραλείψεις του υπαλλήλου. Εξάλλου σύμφωνα με το ά. 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995 "Για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες", όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3424/2005, "με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα έτη τιμωρείται όποιος, από κερδοσκοπία ή για να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή για να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής". Στην εγκληματική δραστηριότητα της παραπάνω ρύθμισης περιλαμβάνεται, τόσο σύμφωνα με το α. 1 παρ. α' εδ. αιζ' του ίδιου νόμου, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 16 του ν. 2479/1997 και αναριθμήθηκε με το α. 6 παρ. 1 του ν. 2696/1998 , όσο και σύμφωνα με το α. 2 παρ. 1 του ν. 3424/2005 που αντ. Το α. 1 παρ. α' του ν. 2331/1995, και η παθητική δωροδοκία. Υποκείμενο του εγκλήματος αυτού της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, όπως π.χ. της κατάθεσης χρημάτων σε τράπεζα, μπορεί να είναι και ο αυτουργός του βασικού εγκλήματος, όπως π.χ. της παθητικής δωροδοκίας. Έτσι τα δύο αυτά εγκλήματα συρρέουν αληθώς μεταξύ τους επειδή αποτελούνται από διαφορετικά στοιχεία και προστατεύουν διαφορετικά έννομα αγαθά (ΑΠ 2035/2009, ΑΠ 924/2009, ΑΠ 1646/2008). Η παραγραφή του βασικού εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας, που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, δεν έχει καμιά έννομη συνέπεια στην συγκρότηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' επάγγελμα σύμφωνα με α. 3 παρ. 1 στοιχείο δ' εδ. τελευταίο του ν. 3424/2005. Τέλος για την παραπομπή για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα δεν πρέπει να βασίζεται μόνο στην αδυναμία του δράστη να δικαιολογήσει την κατοχή ή την κατάθεση στο όνομά του από άγνωστο καταθέτη συγκεκριμένων κάθε φορά χρηματικών ποσών ( ΑΠ 219/07 , ΑΠ 351/03 ,ΑΠ 372/02 , ΑΠ 1206/86 ).
Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (ΑΠ 1073/2006, ΑΠ 1560/2002 ΠΧ' 2003.536, ΑΠ 1011/2000 ΠΧ' 2001.244). Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 474/2004 ΠΧ! 2005. 152, ΑΠ 151/2002 ΠΧ! 2002.884 ). Τέλος για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό αιτιολογημένη εισαγγελική πρόταση (Ολ. ΑΠ 1227/79 ΠΧ! 1980.53, ΑΠ 1071/2005 ΠΧ! 2006.134 , ΑΠ 1464/2003 ΠΧ! 2004.409).
ΙV. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του με πλήρη αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέα δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα υπόλοιπα έγγραφα, προέκυψαν τα ακόλουθα ουσιώδη και κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Το Τμήμα Σωφρονιστικής Μεταχείρισης Ενηλίκων της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων Κρατουμένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κατά το έτος 2000, είχε ως αντικείμενο τις μεταγωγές κρατουμένων για κάθε αιτία, πλην αυτών που ελάμβαναν χώρα για λόγους υγείας. Στο εν λόγω Τμήμα υπηρετούσε από πολλών ετών και δη από το έτος 1991 ως υπάλληλος ο εκκαλών κατηγορούμενος Α. Σ.. Ούτος χειριζόταν τις συνήθεις μεταγωγές κρατουμένων, ήτοι τις μεταγωγές που ελάμβαναν χώρα μετά από αίτηση των κρατουμένων και οι οποίες διέρχονταν μέσω της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τις δε έκτακτες μεταγωγές, ήτοι τις έχουσες κατεπείγοντα χαρακτήρα, που αποφασίζονταν από το Υπουργείο και δη από τον Γενικό Γραμματέα για λόγους ασφαλείας ή τάξεως, με μεταγενέστερη έγκριση της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών, χειρίζονταν οι υπάλληλοι Α. Σ. (εκκαλών κατηγορούμενος) και Ν. Π.. Ο εκκαλών κατηγορούμενος Α. Σ. ασκούσε καθήκοντα γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών και με την ιδιότητά του αυτή διακινούσε τις μεταγωγές των κρατουμένων, εισήγαγε τις αιτήσεις στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών και καθόριζε την σειρά εισαγωγής αυτών. Περί τα τέλη Ιανουαρίου του έτους 2000, ο Διευθυντής της Εξωτερικής Φρουράς Φυλακών Ι. Ξ., έλαβε τηλεφώνημα από τον Διευθυντή Ασφαλείας Αττικής, ο οποίος ανέφερε πως σύμφωνα με πληροφορίες που είχαν περιέλθει στην Υπηρεσία του, κάποιος υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης με μικρό όνομα Θ., διευκόλυνε κρατουμένους φυλακών, σε θέματα μεταγωγών. Αμέσως ο Ι. Ξ. ενημέρωσε τον Ι. Σ., Τμηματάρχη της ανωτέρω Διεύθυνσης, ο οποίος υποπτεύθηκε τον Α. Σ., ως τον «Θ.», που διευκόλυνε κρατουμένους σε θέματα μεταγωγών. Ο Ι. Ξ. επισκέφθηκε και την Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής, όπου τον πληροφόρησαν πως στην "πιάτσα" των κακοποιών είχε ευρέως διαδοθεί ότι από μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρχε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης άτομο ονόματι Θ. το οποίο διευκόλυνε τους κρατουμένους σε θέματα μεταγωγών. Μετά ταύτα ούτος ενημέρωσε εκ νέου τον Ι. Σ. καθώς και την Κ. Μ., αναπληρώτρια Γενικού Διευθυντού Σωφρονιστικής του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ακολούθως ενημερώθηκε ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου και ο Υπουργός, ο δε Α. Σ. κατά μήνα Ιανουάριο του έτους 2000 μετακινήθηκε σε άλλη Διεύθυνση του Υπουργείου. Προ της μετακινήσεως του ανωτέρω σε άλλη Διεύθυνση, κρατούμενοι και δικηγόροι είχαν επανειλημμένα τηλεφωνήσει στην Κ. Μ., παραπονούμενοι διότι αιτήσεις κρατουμένων σε διάφορες φυλακές της χώρας, για μεταγωγή καθυστερούσαν να εισαχθούν στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών, η δε Κ. Μ. είχε διαπιστώσει πως δεν ετηρείτο απόλυτη χρονολογική σειρά από τον αρμόδιο εισαγωγής των αιτήσεων Α. Σ., χωρίς καμία υπηρεσιακή δικαιολογία. Περαιτέρω, ο Ι. Ξ., μετά από τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον Διευθυντή της φυλακής Αλικαρνασσού Ε. Ψ., πληροφορήθηκε πως οι κρατούμενοι επληροφορούντο, προφανώς από κάποιον στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το περιεχόμενο εγγράφων που ούτος έστελνε στο Υπουργείο με FAX, ζητώντας μεταγωγές κρατουμένων για λόγους ασφαλείας και τάξεως. Ο Α. Σ. κατά τον χρόνο που υπηρετούσε στο Τμήμα Σωφρονιστικής Μεταχείρισης Ενηλίκων της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων Κρατουμένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, και ασκούσε καθήκοντα Γραμματέως της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών, παρέτεινε συχνάκις την παραμονή του στο γραφείο επί πολλές ώρες μετά τη λήξη του ωραρίου εργασίας, χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο, λαμβανομένου υπ' όψιν του είδους της υπηρεσιακής του απασχολήσεως και του μεγέθους αυτής. Ωσαύτως ούτος μιλούσε επί πολλές ώρες στο σταθερό υπηρεσιακό τηλέφωνο, ή στο δικό του κινητό τοιούτο, το οποίο άλλαζε συχνά, περιφερόμενος στους διαδρόμους, ή εισερχόμενος σε διάφορα γραφεία κενά προσωπικού, συνομιλούσε δε απευθείας με κρατουμένους και συνεννοούταν για τα θέματα τους. Δεχόταν επίσης στην Υπηρεσία του διάφορα δώρα, όπως πολυτελή καλάθια με λουλούδια, ποτά, γλυκά. Τον επισκέπτονταν στην υπηρεσία διάφοροι που ενδιαφέρονταν για κρατουμένους και ενώπιον των συναδέλφων του, ζητούσαν να του μιλήσουν ιδιαιτέρως. Ο συνάδελφός του Ν. Π. είχε πληροφορηθεί από σωφρονιστικούς υπαλλήλους της Φυλακής Κορυδαλλού αλλά και του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού, ένθα ο πατέρας του υπηρετούσε ως διευθυντής, ότι στις φυλακές είχε ευρέως διαδοθεί πως ο Α. Σ. διεκπεραίωνε μεταγωγές κρατουμένων έναντι χρηματικής συναλλαγής. Αλλά και μετά την μετακίνησή του σε άλλη Διεύθυνση, η οποία έλαβε χώρα σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, κατά μήνα Ιανουάριο του έτους 2000, ούτος εξακολουθούσε να ενδιαφέρεται για τις μεταγωγές των κρατουμένων και ενοχλούσε τους αρμοδίους υπαλλήλους, οι οποίοι προκειμένου να τον αποφύγουν έφθασαν στο σημείο να κλειδώνουν τα γραφεία τους, ενώ διάφοροι τους τηλεφωνούσαν και τους πρότειναν οικονομικά ανταλλάγματα προκειμένου να προωθηθούν αιτήσεις μεταγωγής. Ηλικιωμένη τσιγγάνα επισκέφθηκε το Τμήμα ζητώντας διάφορες εξυπηρετήσεις για τον κρατούμενο υιό της και ισχυρίστηκε ότι μέχρι τότε τις εξυπηρετήσεις αυτές τις ικανοποιούσε ο Θ., τον οποίο απεκάλεσε "Μπαλαμό" δηλαδή "αγαπητό". Περί ώρα 10.00' της 22-3-2000, ήτοι μετά την μετακίνηση του Α. Σ. από την ανωτέρω Διεύθυνση, η αλλοδαπή, υπήκοος Αλβανίας Ζ. V. μετέβη σε γραφείο της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Πολιτικής του Υπουργείου Δικαιοσύνης και επεχείρησε να δωροδοκήσει τον ως άνω αναφερόμενο υπάλληλο Ν. Π., αφήνοντας στο γραφείο του το χρηματικό ποσό των 50.000 δραχμών, τυλιγμένο σε λευκή κόλλα χάρτου, προκειμένου ο κρατούμενος της Φυλακής Χανίων R. K. να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης από την Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών και να μεταφερθεί στην Φυλακή Θεσσαλονίκης. Την προηγουμένη ημέρα (21-3-2000) ο Ν. Π. είχε λάβει ένα τηλεφώνημα από την ανωτέρω Ζ. V., η οποία ζητούσε φορτικά να τον δει στο γραφείο του στο Υπουργείο και τον ρώτησε πώς μπορούσε ο αδελφός της R. K., ο οποίος εκρατείτο στην Φυλακή Χανίων, να μεταχθεί σε άλλη φυλακή. Η ανωτέρω, στις 22-3-2000, συνελήφθη και οδηγήθηκε στο αυτόφωρο όπου καταδικάστηκε. Κατά την ενώπιον του δικαστηρίου διαδικασία ισχυρίστηκε ότι ενήργησε για λογαριασμό κάποιου ονόματι "Χάρη", ο οποίος και θα ενεργούσε προκειμένου να πραγματοποιηθεί η μεταγωγή. Εκτός όμως της αιθούσης, ο εργοδότης του συζύγου της έκανε λόγο ενώπιον των Ι. Σ. και Ν. Π., για άτομο με μικρό όνομα "Σάκης" και όχι "Χάρης", το οποίο και θα ενεργούσε για να πραγματοποιηθεί η μεταγωγή. Στις 22-3-2000, δηλαδή την ημέρα που η συλληφθείσα Ζ. V. επισκέφθηκε τον Ν. Π. και επεχείρησε να τον δωροδοκήσει, δεν υπήρχε γραμμένη στο οικείο βιβλίο αίτηση μεταγωγής του παραπάνω κρατουμένου. Ο Ι. Σ. επικοινώνησε μετά ταύτα με τον διευθυντή Φυλακής Χανίων Ε. Π., ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι δεν είχε υποβληθεί αίτηση μεταγωγής από τον ως άνω αναφερόμενο κρατούμενο. Την επομένη όμως ημέρα(23-3-2000) ο Ι. Σ. διαπίστωσε ότι στα εισερχόμενα στην Διεύθυνση έγγραφα, υπήρχε τοιαύτη αίτηση, προορισμένη να εισαχθεί στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών. Ο Ι. Σ. μετά την διαπίστωση αυτή επικοινώνησε εκ νέου με τον διευθυντή Φυλακής Χανίων Ε. Π., ο οποίος ισχυρίστηκε ότι με τα ζητήματα των μεταγωγών, ασχολούταν η υπάλληλος της Γραμματείας της Φυλακής Σ. Σ.. Η τελευταία, είχε πολύ συχνές, τηλεφωνικές συνομιλίες με τον Α. Σ., κατά τον χρόνο που αυτός υπηρετούσε στο Τμήμα Σωφρονιστικής Μεταχείρισης Ενηλίκων της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων Κρατουμένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τον είχε επισκεφθεί στο γραφείο του και είχε πολύωρες και συχνές τηλεφωνικές επαφές μαζί του. Η αίτηση του ανωτέρω κρατουμένου για μεταγωγή είχε υποβληθεί στις 7-3-2000, άπαντα τα συνοδεύοντα την αίτηση αυτή έγγραφα έφεραν επίσης την ίδια ημερομηνία, η δε αναγκαία για την μεταγωγή εισήγηση του Συμβουλίου της Φυλακής δεν έφερε την υπογραφή του Διευθυντή Ε. Π.. Ο εκκαλών κατηγορούμενος Α. Σ., κατά τον χρόνο που υπηρετούσε στο Τμήμα Σωφρονιστικής Μεταχείρισης Ενηλίκων της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων Κρατουμένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, και δη από το τέλος του έτους 1997 και εντεύθεν, είχε συχνή τηλεφωνική επαφή με τον κρατούμενο της Φυλακής Αλικαρνασσού Κ. Χ., τον οποίο αποκαλούσε χαϊδευτικά "Κοκό", καθώς και με την αδελφή αυτού Ε.. Είχε δε ζητήσει από τον Διευθυντή της Φυλακής Αλικαρνασσού Ν. Ψ. να βοηθήσει τον Χ. και να τον τοποθετήσει σε εργασία.Στις 24-11-1997 ο κρατούμενος Τ., φίλος του Χ., απέστειλε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης έγγραφο, με το οποίο ζητούσε να καταθέσει υπέρ αυτού στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ένθα θα εισαγόταν αίτησή του για απόλυση υπό όρο, ο Α. Σ.. Η αίτηση του εν λόγω κρατουμένου, δεν πρωτοκολλήθηκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, αλλά βρέθηκε στα χέρια του Α. Σ., ο οποίος συνέταξε ιδιόγραφο ευνοϊκό υπόμνημα για τον κρατούμενο αυτόν, το οποίο και απέστειλε στην Φυλακή όπου εκρατείτο, με την ένδειξη να παραδοθεί σε αυτόν, αφού προηγουμένως υφήρπασε την υπογραφή της Διευθύντριας Π. Σ. επί του διαβιβαστικού εγγράφου, διαβεβαιώνοντας αυτήν ότι το ιδιόχειρο υπόμνημα αφορούσε δήθεν την περίπτωση αναμείξεως του ονόματός του στην μεταγωγή του κρατουμένου Μ.. Ο κρατούμενος Τ., έκανε χρήση του ιδιογράφου ευνοϊκού υπομνήματος στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Ο Α. Σ. κατά το έτος 1997 ερχόταν σε τακτική τηλεφωνική επικοινωνία με τον κρατούμενο Τ. όσο και με συγγενείς αυτού και συζητούσε τόσον υπηρεσιακά όσον και εξωυπηρεσιακά θέματα. Περαιτέρω, η Κεντρική επιτροπή Μεταγωγών κατά το έτος 1998 απεφάσισε την μεταγωγή του κρατουμένου βαρυποινίτη Μ., από τις Αγροτικές Φυλακές Τίρυνθας, στην ΚΑΥΦ Κορυδαλλού, προκειμένου να εργασθεί στο Αρτοποιείο αυτής. Ο δε Α. Σ., με την ιδιότητα του Γραμματέως της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών, συνέταξε αντίγραφο της ως άνω αποφάσεως το οποίο και απέστειλε στην ΚΑΥΦ Κορυδαλλού, στο οποίο όμως δεν ανέφερε την ένδειξη να εργασθεί στο αρτοποιείο, αλλά ανέγραψε την ένδειξη για εργασία γενικώς, εις τρόπον ώστε να είναι δυνατή η απασχόληση του κρατουμένου αυτού και εκτός αρτοποιείου(εξωτερικός κρατούμενος για διανομή άρτου), επί πλέον δε έθεσε επί του εγγράφου αυτού την δική του υπογραφή και εμερίμνησε να υπογραφεί αυτό μόνον από τον Γενικό Διευθυντή και όχι και από την διευθύντρια του Τμήματος Σ. Π. και τον Τμηματάρχη Ι. Σ., ενόψει του γεγονότος ότι ο εν λόγω κρατούμενος ήτο βαρυποινίτης και οι τελευταίοι θα εκδήλωναν αντιρρήσεις σχετικά με την εκτέλεση της μεταγωγής αυτής. Ο εν λόγω κρατούμενος, αμέσως μετά την μεταγωγή του στην ΚΑΥΦ Κορυδαλλού, απέδρασε, αφού προηγουμένως ο Διευθυντής της Φυλακής είχε ζητήσει την μεταγωγή του σε άλλη φυλακή λόγω της επικινδυνότητάς του. Ο Α. Σ. εμερίμνησε ο ίδιος για την βεβαίωση της χρηματικής ποινής του κρατουμένου C. Ι., μεταβάς στην οικεία Δ.Ο.Υ. στις 29-12-2009, αφού απουσίασε επί πολλές ώρες από το γραφείο του, κατά δε το διάστημα της απουσίας του εστάλη στο γραφείο του, στο όνομα του, ένα πολυτελέστατο καλάθι, με ποτά, λουλούδια και σοκολάτες. Στην Αγροτική Φυλακή Τίρυνθας εκρατείτο ο Γ. Λ., ο οποίος κατά το διάστημα της κρατήσεώς του και της εργασίας του εκτός φυλακής, κατά τον κανονισμό αυτής, είχε διαπράξει σωρεία εγκληματικών πράξεων, για τον λόγο δε αυτό είχε διαταχθεί η μεταγωγή του στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων με την 1907/22-1-1999 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η μεταγωγή όμως αυτή μέχρι τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2000 δεν είχε εκτελεσθεί, καίτοι δεν είχε ανακληθεί, ο δε διευθυντής της Φυλακής Γ. Σ., ερωτηθείς από τον Ι. Σ. για τους λόγους της μη εκτελέσεως της μεταγωγής, ισχυρίστηκε αρχικώς ότι είχαν εκλείψει οι λόγοι αυτής, κατόπιν όμως αποκάλυψε ότι για την παραμονή του εν λόγω κρατουμένου στην Φυλακή Τίρυνθας, ενδιαφερόταν ο Α. Σ.. Για τον κρατούμενο στην Αγροτική Φυλακή Κασσάνδρας, T., ο Α. Σ., μετά την μετακίνηση του σε άλλη Διεύθυνση του Υπουργείου, ζήτησε από την υπάλληλο Π. Γ., να τηλεφωνήσει στον Διευθυντή της Φυλακής αυτής και να του ζητήσει να ενταχθεί ο εν λόγω κρατούμενος στο πρόγραμμα ξυλογλυπτικής.Ωσαύτως, ο Α. Σ., μετά την μετακίνηση του σε άλλη Διεύθυνση του Υπουργείου, επέδειξε ενδιαφέρον για τον Τούρκο κρατούμενο E. K., ο οποίος είχε καταδικασθεί για παραβάσεις του περί ναρκωτικών νόμου και ο οποίος είχε υποβάλει αιτήσεις για την μεταφορά του στην Τουρκία, προκειμένου να συνεχισθεί εκεί η έκτιση της ποινής του. Για τον ίδιο κρατούμενο τηλεφωνούσε στο Υπουργείο και η αδελφή του κρατουμένου Χ.. Ενδιαφέρθηκε επίσης ο Α. Σ., μετά την απομάκρυνσή του από το Τμήμα Σωφρονιστικής Μεταχείρισης Ενηλίκων της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων Κρατουμένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, και για τους κρατουμένους Β.B., S.B. C. ή G. L. ή L.. Για την συμπεριφορά του Α. Σ. κατά τον χρόνο που ούτος υπηρετούσε στο Τμήμα Σωφρονι-στικής Μεταχείρισης Ενηλίκων της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων Κρατουμένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, διενεργήθηκε Ένορκη Διοικητική Εξέταση από τον Αντιπρόεδρο του Ν.Σ.Κ. Γ. Π. και συντάχθηκε η από 28-2-2001 έκθεση, η οποία διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών με το Ε.Π. 238/5-4-2001 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, και επί τη βάσει αυτής, παραγγέλθηκε αρχικώς η διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, δυνάμει της Δ01/1243/ 17-4-2001 παραγγελίας του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών προς το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, προκειμένου να διερευνηθεί το ενδεχόμενο παραβάσεως των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. 2331/1995 τόσον εκ μέρους του Α. Σ., όσον και εκ μέρους των συγγενικών του προσώπων. Εις τα πλαίσια της προκαταρκτικής εξετάσεως, το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος ζήτησε, επί τη βάσει της διατάξεως του άρθρου 4 του Ν. 2331/1995, από διάφορα Τραπεζικά Ιδρύματα πληροφορίες σχετικές με την τήρηση σε αυτά λογαριασμών από τον Α. Σ., την σύζυγό του και τα συγγενικά του πρόσωπα και διαπιστώθηκε ότι ούτος και η σύζυγος του ήσαν δικαιούχοι λογαριασμών σε διάφορες Τράπεζες, από δε την επισταμένη ανάλυση των λογαριασμών αυτών και την σύγκριση των σχετικών ποσών με τα αντίστοιχα δηλωθέντα εισοδήματα και τις μηνιαίες αποδοχές τους, προέκυψε η ύπαρξη ανακολουθίας. Ειδικότερα διαπιστώθηκε η τήρηση των κάτωθι λογαριασμών, στους οποίους κατά τα επίμαχα έτη 1997, 1998, 1999, 2000 και 2001, κατά τα οποία και έλαβαν χώρα οι ως άνω περιγραφόμενες ενέργειες του Α. Σ., κατατέθηκαν χρηματικά ποσά ανερχόμενα συνολικά σε 40.000.000 περίπου δραχμές(πάντως όχι πλέον των 50.000.000 δραχμών): α) ... της Εμπορικής Τράπεζας, β) ... της Τράπεζας EUROBANK, γ) ... της Τράπεζας EUROBANK, δ) ... της Τράπεζας EUROBANK, ε) ... της Τράπεζας EUROBANK, στ) ... της Τράπεζας EUROBANK, και ζ) ... της Τράπεζας CITI BANK. Είχαν δε κατατεθεί τα εξής χρηματικά ποσά: α) Στον λογαριασμό ... της Τράπεζας CITI BANK: 1. Στις 14-5-1997 χρηματικό ποσό 25.000 δραχμών, 2) στις 14-5-1997 χρηματικό ποσό 200.000 δραχμών, 3) στις 4-6-1997 ποσό 40.000 δραχμών, 4) στις 18-6-1997 ποσό 200.000 δραχμών, 5) στις 14-7-1997 ποσό 100.000 δραχμών, 6) στις 18-8-1997 ποσό 60.000 δραχμών, 7) στις 2-12-1997 ποσό 130.000 δραχμών, 8) στις 10-2-1998 ποσό 180.000 δραχμών, 9) στις 16-3-1998 ποσό 90.000 δραχμών, 10) στις 20-3-1998 ποσό 70.000 δραχμών, 11) στις 18-5-1998 ποσό 50.000 δραχμών, 12) στις 2-6-1998 ποσό 60.000 δραχμών, 13) στις 2-7-1998 ποσό 100.000 δραχμών, 14) στις 6-8-1998 ποσό 150.000 δραχμών, 15) στις 14-8-1998 ποσό 10.000 δραχμών, 16) στις 9-9-1998 ποσό 50.000 δραχμών, 17) στις 14-9-1998 ποσό 50.000 δραχμών, 18) στις 10-11-1998 ποσό 55.000 δραχμών στις 14-12-1998 ποσό 55.000 δραχμών. 19) Στις 14-12-1998 ποσό 55.000 δραχμών. β) Στον λογαριασμό ... της Εμπορικής Τράπεζας: 1) Στις 21-4-1998 ποσό 55.000 δραχμών, 2)στις 18-5-1998 ποσό 52.000 δραχμών, 3) στις 17-6-1998 ποσό 60.000 δραχμών, 4) στις 8-7-1998 ποσό 800.000 δραχμών, 5) στις 18-9-1998 ποσό 100.000 δραχμών, 6) στις 8-12-1998 ποσό 700.000 δραχμών, 7) στις 17-12-1998 ποσό 200.000 δραχμών, 8) στις 21-12-1998 ποσό 50.000 δραχμών, 9) στις 20-1-1999 ποσό 150.000 δραχμών, 10) στις 2-3-1999 ποσό 600.000 δραχμών.
γ) Στο λογαριασμό ... της Τράπεζας EUROBANK,(κοινό μετά της συζύγου του Ε. Κ.): 1) στις 8-3-1999 ποσό 1.200.000 δραχμών, 2) στις 20-5-1999 ποσό 300.000 δραχμών, 3) στις 22-11-1999 ποσό 200.000 δραχμών, στις 30-5-2000 ποσό 700.000 δραχμών, 5) στις 21-12-2000 ποσό 100.000 δραχμών, στις 30-8-2000 ποσό 1.200.000 δραχμών.
δ) Στον λογαριασμό ... της Τράπεζας EUROBANK: 1) Στις 12-6-1997 ποσό 2.900.000 δραχμών, 2) στις 30-6-1997 ποσό 1.800.000 δραχμών, 3) στις 8-7-1997 ποσό 1.000.000 δραχμών, 4) στις 18-8-1997 ποσό 1.800.000 δραχμών, 5) στις 4-11-1997 ποσό 850.000 δραχμών, 6) στις 13-11-1997 ποσό 450.000 δραχμών, 7) στις 2-12-1997 ποσό 200.000 δραχμών, 8) στις 5-1-1998 ποσό 150.000 δραχμών, 9) στις 11-12-1998 ποσό 1.600.000 δραχμών, 10) στις 3-4-1998 ποσό 800.000 δραχμών, 11) στις 14-5-1998 ποσό 500.000 δραχμών, 12) στις 18-5-1998 ποσό 300.000 δραχμών, 13) στις 5-6-1998 ποσό 60.000 δραχμών, 14) στις 10-7-1998 ποσό 800.000 δραχμών, 15) στις 14-7-1998 ποσό 150.000 δραχμών, 16) στις 23-7-1998 ποσό 100.000 δραχμών, 17) στις 5-8-1998 ποσό 50.000 δραχμών, 18) στις 11-9-1998 ποσό 160.000 δραχμών, 19) στις 18-9-1998 ποσό 100.000 δραχμών, 20) στις 2-11-1998 ποσό 130.000 δραχμών, 21) στις 9-11-1998 ποσό 300.000 δραχμών, 22) στις 2-12-1998 ποσό 280.000 δραχμών, 23) στις 21-12-1998 ποσό 150.000 δραχμών, 24) στις 27-1-1998 ποσό 300.000 δραχμών, 25) στις 3-2-1999 ποσό 3.000.000 δραχμών, 26) στις 23-2-1999 ποσό 100.000 δραχμών, 27) την 1-3-1999 ποσό 250.000 δραχμών, 28) στις 10-3-1999 ποσό 150.000 δραχμών, 29) στις 16-3-1999 ποσό 100.000 δραχμών, 30) στις 13-4-1999 ποσό 300.000 δραχμών, 31) στις 19-4-1999 ποσό 200.000 δραχμών, 32) στις 27-5-1999 ποσό 150.000 δραχμών, 33) στις 2-6-1999 ποσό 50.000 δραχμών, 34) στις 4-6-1999 ποσό 150.000 δραχμών, 35) στις 23-6-1999 ποσό 200.000 δραχμών, 36) στις 28-6-1999 ποσό 140.000 δραχμών, 37) στις 16-7-1999 ποσό 150.000 δραχμών, 38) στις 23-7-1999 ποσό 50.000 δραχμών, 39) στις 2-8-1999 ποσό 1.300.000 δραχμών, 40) στις 11-8-1999 ποσό 1.000.000 δραχμών, 41) στις 16-8-1999 ποσό 100.000 δραχμών, 42) στις 17-9-1999 ποσό 150.000 δραχμών, 43) στις 20-9-1999 ποσό 400.000 δραχμών.
ε) Στον λογαριασμό ... της Τράπεζας EUROBANK: Ι) Στις 5-11-1999 ποσό 220.000 δραχμών, 2) στις 19-11-1999 ποσό 650.000 δραχμών, 3) στις 29-11-1999 ποσό 250.000 δραχμών, 4) την 1-12-1999 ποσό 100.000 δραχμών, 5) στις 7-12-1999 ποσό 180.000 δραχμών, 6) στις 17-12-1999 ποσό 50.000 δραχμών, 7) στις 24-1-2000 ποσό 100.000 δραχμών, 8) στις 27-1-2000 ποσό 50.000 δραχμών, 9) στις 31-1-2000 ποσό 200.000 δραχμών, 10) στις 7-2-2000 ποσό 80.000 δραχμών, 11) στις 6-3-2000 ποσό 1.000.000 δραχμών, 12) στις 15-3-2000 ποσό 30.000 δραχμών, 13) στις 21-3-2000 ποσό 1.350.000 δραχμών, 14) στις 23-3-2000 ποσό 835.000 δραχμών, 15) στις 24-3-2000 ποσό 100.000 δραχμών, 16) στις 28-3-2000 ποσό 100.000 δραχμών, 17) στις 5-4-2000 ποσό 40.000 δραχμών, 18) στις 25-4-2000 ποσό 180.000 δραχμών, 19) στις 9-5-2000 ποσό 50.000 δραχμών, 20) στις 1-6-2000 ποσό 50.000 δραχμών, 21) στις 24-7-2000 ποσό 600.000 δραχμών, 22) στις 31-7-2000 ποσό 120.000 δραχμών, 23) στις 15-9-2000 ποσό 50.000 δραχμών, 24) στις 6-10-2000 ποσό 50.000 δραχμών, 25) στις 21-11-2000 ποσό 530.000 δραχμών, 26) στις 8-1-2001 ποσό 50.000 δραχμών, 27) στις 16-1-2001 ποσό 350.000 δραχμών, 28) στις 16-2-2001 ποσό 260.000 δραχμών, 29) στις 15-3-2001 ποσό 350.000 δραχμών, 30) στις 20-3-2001 ποσό 150.000 δραχμών, 31) στις 26-4-2001 ποσό 40.000 δραχμών, 32) στις 27-4-2001 ποσό 350.000 δραχμών, 33) στις 11-6-2001 ποσό 120.000 δραχμών, 34) στις 5-7-2001 ποσό 130.000 δραχμών, 35) στις 30-8-2001 ποσό 150.000 δραχμών, 36) στις 12-9-2001 ποσό 200.000 δραχμών, 37) στις 13-9-2001 ποσό 200.000 δραχμών, 38) στις 4-10-2001 ποσό 80.000 δραχμών.
στ) Στον λογαριασμό ... της Τράπεζας EUROBANK, 30.000 δραχμές τον Ιούνιο του 1999, 25.000 δραχμές τον Ιούλιο του 1999, 125.000 δραχμές τον Αύγουστο του 1999, 25.000 δραχμές τον Σεπτέμβριο του 1999, 50.000 δραχμές τον Οκτώβριο του 1999, 25.000 δραχμές κατά μήνα από Σεπτέμβριο του έτους 1999 μέχρι τον Αύγουστο του έτους 2000, 25.000 δραχμές κατά μήνα από τον Οκτώβριο του έτους 2000, μέχρι τον Ιούλιο του έτους 2001, 25.000 δραχμές τον Σεπτέμβριο του έτους 2001, 25.000 δραχμές τον Οκτώβριο του έτους 2001, 45.000 δραχμές τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2000 και 75.000 δραχμές τον μήνα Αύγουστο του 2001. Μετά ταύτα με την Δ01/1243/6-3-2002 παραγγελία του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών προς τον Ανακριτή του 11ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, ασκήθηκε κατά του Α. Σ. ποινική δίωξη για την αξιόποινο πράξη της νομιμοποίησης εγκληματικών εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση (άρθρ. 98 ΠΚ και 1παρ.1α, στ, αιζ, 2 εδ.α, β του Ν. 2331/1995, όπως η παρ. αιζ προστέθ. με το άρθρο 2 παρ. 16 του Ν. 2479/97) και εις τα πλαίσια της κυρίας ανακρίσεως με την 103/2002 διάταξη του ανακριτού του 11ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά τη διάταξη του άρθρου 5παρ.1 και 2 του Ν. 2331/1995, διατάχθηκε η απαγόρευση της κίνησης των ως άνω λογαριασμών, εξαιρουμένης της καταθέσεως των ποσών της εν γένει μισθοδοσίας του κατηγορουμένου εκκαλούντος που κατατίθενται στον λογαριασμό ... της Τράπεζας EUROBANK. Δεν ασκήθηκε όμως ποινική δίωξη για την πράξη της παθητικής δωροδοκίας.
Εν προκειμένω κατά του εκκαλούντος κατηγορουμένου προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για την αξιόποινο πράξη της νομιμοποίησης εγκληματικών εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση, για την οποία διώκεται. Ο εν λόγω κατηγορούμενος κατά το χρονικό, διάστημα από τον μήνα Μάιο του έτους 1997 μέχρι τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2000, οπότε και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα μετακινήθηκε από το Τμήμα Σωφρονιστικής Μεταχείρισης Ενηλίκων της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων Κρατουμένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τέλεσε εξακολουθητικά το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας, ήτοι ζητούσε και ελάμβανε άμεσα για τον εαυτό του χρήματα, προκειμένου να προβαίνει σε ενέργειες αντίθετες στα καθήκοντά του, και συγκεκριμένα προκειμένου να προβαίνει σε συστηματική εισαγωγή στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών του Υπουργείου Δικαιοσύνης αιτήσεων κρατουμένων σε διάφορες φυλακές της χώρας για μεταγωγή αυτών, κατά παραβίαση της σχετικής σειράς προτεραιότητας. Τα χρήματα ο εκκαλών κατηγορούμενος τα ελάμβανε προκειμένου να προβαίνει σε μελλοντικές ενέργειες, ήτοι στην εισαγωγή των αιτήσεων στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών. Για την εξακολουθητική αυτή ενέργειά του, την αντικείμενη στα καθήκοντά του, έλαβε ούτος τα παραπάνω χρηματικά ποσά, τα οποία και κατέθεσε στις παραπάνω τράπεζες, προκειμένου να δημιουργήσει συνθήκες συγκαλύψεως της εγκληματικής δραστηριότητος από την οποία προήλθαν τα χρηματικά αυτά ποσά. Απαίτησε επίσης και έλαβε χρήματα τα οποία και νομιμοποίησε κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, προκειμένου να επικοινωνεί με διευθυντές φυλακών και να ζητά να έχουν ευνοϊκή μεταχείριση κρατούμενοι (να τοποθετούνται σε θέσεις εργασίας στις δικαστικές φυλακές όπως στις περιπτώσεις των κρατουμένων Τ., Χ., Λ., Τ.), ως και να διεκπεραιώνει άλλες υποθέσεις κρατουμένων (βεβαιώσεις χρηματικών ποινών, μεταφοράς αλλοδαπών κρατουμένων προς έκτιση της ποινής των σε άλλη χώρα), σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Οι ενέργειες ήσαν αντίθετες προς τα καθήκοντα του ως υπαλλήλου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τα οποία συνίσταντο στον χειρισμό των συνήθων και εκτάκτων μεταγωγών κρατουμένων και την εισαγωγή των αιτήσεων στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών. Περαιτέρω ο εκκαλών κατηγορούμενος διατείνεται ότι τα παραπάνω χρηματικά ποσά δεν προέρχονται από κατ' εξακολούθηση παθητική δωροδοκία, αλλά από δωρεά από τον πεθερό του, ο οποίος δυνάμει του 488/1990 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Μυκόνου Νικολάου Παπαϊωάννου, πώλησε ακίνητο στην περιοχή χώρας Μυκόνου, από δε την πώληση αυτή εισέπραξε το ποσό των 20.000.000 δραχμών και από το ποσό αυτό κατέβαλε στην σύζυγο του κατηγορουμένου 2.900.000 δραχμές κατά το έτος 1997, αιτία δωρεάς. Προέρχονται επίσης, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου από μίσθωση ακινήτων, των οποίων είναι συγκύριος κατά 25% μετά των αδελφών του Μ. και Α. και της μητέρας του Φ., και τα οποία κατά τα έτη 1997, 1998, 1999 και 2000 απέφεραν συνολικό κοινό εισόδημα, 711.000, 756.000, 778.000 και 861.000 αντιστοίχως. Προέρχονται επίσης από τον μισθό του(260.000-300.000 δραχμές μηνιαίως κατά τα έτη 1997-2001), από διάφορες αποζημιώσεις που εισέπραξε από την Υπηρεσία του (629.191 δραχμές το έτος 1999 και 233.528 το έτος 2000), επιστροφές από ασφαλιστικά ταμεία (1.075.451 δραχμές), δάνεια συνολικού χρηματικού ποσού 8.500.000 δραχμών, τα οποία ούτος έλαβε κατά τα έτη 1997 και 1998 (από την Τράπεζα CITIBANK ποσό 1.300.000 δραχμών και 900.000 δραχμών αντιστοίχως), από την Τράπεζα EUROBANK 2.000.000 δραχμών, από την Τράπεζα CITIBANK ποσό 1.000.000 δραχμών το έτος 2001, από την EUROBANK VISA ποσό 800.000 δραχμών από το 1999 μέχρι στις 23-4-2002, από το Ταμείο Αρωγής το έτος 2000 ποσό 1.100.000 δραχμών, από το Ταμείο Νομικών το έτος 2001 ποσό 1.400.000 δραχμών. Αθροιζόμενα όμως τα χρηματικά αυτά ποσά υπολείπονται κατά πολύ ταυ συνολικού χρηματικού ποσού των 40.000.000 δραχμών περίπου, το οποίο βρέθηκε κατατεθειμένο στους ως άνω αναφερόμενους λογαριασμούς και τα οποία προέρχονται από την παράνομη πράξη της κατ' εξακολούθηση παθητικής δωροδοκίας. Η επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής καθώς και η υποδομή την οποία είχε διαμορφώσει ο κατηγορούμενος, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως (εξακολουθητική δημιουργία συνθηκών συγκαλύψεως της παρανόμου δραστηριότητος με την κατάθεση σε διαφόρους χρηματικούς λογαριασμούς των ποσών των προερχομένων από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας), καταδεικνύει ότι ούτος έδρασε κατ' επάγγελμα, προς πορισμό σημαντικού εισοδήματος. Κατά συνέπεια ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα έκρινε ότι προκύπτουν κατά του εκκαλούντος αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες διώκεται και παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για την ως άνω πράξη και πρέπει να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα και ως προς λοιπές διατάξεις του, να διαταχθεί η εκτέλεση αυτού και να απορριφθεί η έφεση ως προς την ουσία της, τα δε έξοδα της ποινικής διαδικασίας ποσού 220,00 ευρώ να επιβληθούν σε βάρος του ως άνω αναφερομένου εκκαλούντος". Το βούλευμα αυτό του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει: α) με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση β) τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά γ) τις αποχρώσες ενδείξεις ενοχής που δικαιολογούν την παραπομπή στο ακροατήριο και δ) τις σκέψεις με τις οποίες έχει υπαγάγει ορθά τα πραγματικά αυτά περιστατικά στις διατάξεις του Ν. 2331/1995 χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε πλαγίως. Συγκεκριμένα αναφέρει: α) τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που είχε ο αναιρεσείων ως υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης β) τις αντίθετες με τα καθήκοντά του ενέργειες ώστε να εξυπηρετήσει διάφορους συγκεκριμένους και άγνωστους κρατούμενους σε διάφορες φυλακές της χώρας γ) την λήψη εκ μέρους του διαφόρων ποσών από τους παραπάνω κρατούμενους ή τους συγγενείς του για τις μελλοντικές του ενέργειες υπέρ των συμφερόντων τους δ) την συνδρομή στο πρόσωπό του της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως (πολλές καταβολές σημαντικών ποσών για μεγάλο χρονικό διάστημα - πολλοί τραπεζιτικοί λογαριασμοί) και ε) την πρόθεσή του από την επιλήψιμη αυτή δραστηριότητα να έχει μόνιμο και σταθερό εισόδημα. Ακόμα το Συμβούλιο ορθώς δέχεται ότι: α) οι πράξεις της παθητικής δωροδοκίας δεν μπορούσαν να υπαχθούν στις διατάξεις του Ν. 1608/1950 επειδή το όφελος από αυτές δεν υπερέβαινε τα 50.000.000 δρχ. και β) η παραγραφή των πράξεων της παθητικής δωροδοκίας δεν επηρεάζει το έγκλημα της νομιμοποίησης των εσόδων από αυτή. Τέλος το Συμβούλιο Εφετών απαντά αιτιολογημένα και στον ισχυρισμό του αναιρεσείοντα ότι τα ποσά που είχαν κατατεθεί στους τραπεζιτικούς λογαριασμούς προέρχονταν από νόμιμη δραστηριότητα (προίκα - μισθώματα), ενώ ο ισχυρισμός του ότι η κρίση του αυτή είναι εσφαλμένη ανάγεται στην ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων και δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για την αναίρεση του βουλεύματος αυτού ( ΑΠ 1610/2003 , ΑΠ 90/2000 , ΑΠ 43/1999). Με βάση τα δεδομένα αυτά η αίτηση αυτή αναιρέσεως του κατηγορουμένου είναι αβάσιμη και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν σ' αυτόν τα δικαστικά έξοδα (α. 583 παρ. 1, όπως αντ. από το α. 55 παρ. 1 του Ν. 3160/2003, σε συνδ. με το α. 3 παρ. 3 του Ν. 773/1977 και την 58553/19/28-6-2006 Α.Υ. Οικονομικών και Δικαιοσύνης) .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η 65/25-5-2010 αίτηση αναιρέσεως του Α. Ζ. Σ. κατοίκου ... (...) κατά του 759/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Β) Να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 22 Σεπτεμβρίου 2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κατσιρώδης
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Έλλειψη της κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Πολ.Δ. απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την προανάκριση και την κυρία ανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεώς του όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Ποιν.Δ. (Ολ. ΑΠ 1/2005). Δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεως, η παράλειψη αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον σ' αυτές τις περιπτώσεις, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση περί τα πράγματα του δικαστικού συμβουλίου. Η επιβαλλόμενη από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και το συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση, με σαφήνεια και πληρότητα, προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995 "περί προλήψεως και καταστολής της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες" με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία, που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Η εγκληματική όμως αυτή δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται παρεμπιπτόντως δεν πρέπει να εικάζεται ή να πιθανολογείται, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς, ακόμη και αν συνίσταται στην παράβαση του άρθρου 235 Π.Κ. (παθητική δωροδοκία). Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής. Κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, σύμφωνα με το άρθρο 13 περ. στ' του Π.Κ., όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για τον πορισμό εισοδήματος. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1, που προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ν. 3424/2005, η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, της παραγράφου αυτής. Εάν το βασικό έγκλημα τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, ο ανωτέρω υπαίτιος ή τρίτος τιμωρείται για το αδίκημα της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Αν χώρησε καταδίκη του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή κατ' αυτού ή τρίτου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψε από αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για τη διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Στην περίπτωση επιβολής διαφορετικών ποινών σε δύο ή περισσότερους υπαιτίους για το ίδιο βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή του κάθε υπαιτίου για το αδίκημα της νομιμοποιήσεως εσόδων που προέκυψαν από αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την υψηλότερη ποινή που επιβλήθηκε κατά του υπαιτίου για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Στην περίπτωση δε που τρίτος διέπραξε το έγκλημα νομιμοποιήσεως εσόδων ή συμμετείχε σε αυτό, η ποινή που του επιβάλλεται για το αδίκημα αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την υψηλότερη ποινή που επιβλήθηκε κατά του υπαιτίου για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Σε περίπτωση εξαλείψεως του αξιοποίνου ή απαλλαγής του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, αν αυτό τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος, αίρεται το αξιόποινο ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος για τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 στοιχ. β. Η πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα στην οποία αναφέρεται ο ν. 2331/1995 αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από βαριάς συνήθως μορφής εγκληματικές δραστηριότητες μέσω διαδικασίας με την οποία αποκρύπτεται η ύπαρξη είτε η παράνομη πηγή είτε η παράνομη χρήση εσόδων, τα οποία στη συνέχεια παρουσιάζονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η προέλευσή τους να εμφανίζεται ως νόμιμη. Πρέπει να έχει προηγηθεί άλλη εγκληματική δραστηριότητα για να υπάρχει νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και τούτο έχει την έννοια ότι δημιουργείται σχέση μεταξύ της κυρίας πράξεως (βασικού εγκλήματος) και της επομένης πράξεως, στην κύρια δε πράξη υπάγονται τα εγκλήματα τα οποία περιοριστικώς αναφέρονται στο άρθρο 1 του ν. 2331/1995. Από τη γραμματική διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995, σαφώς συνάγεται ότι αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με το δράστη του επομένου εγκλήματος της νομιμοποιήσεως των εσόδων αυτών, μόνο στην περίπτωση της παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα. Ο νομοθέτης με την αναφορά σε παροχή συνδρομής σε πρόσωπο ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα εννοεί τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι το ενεργητικό υποκείμενο μιας εκ των πράξεων του άρθρου 1 του ν. 2331/1995, με συνέπεια σ' αυτήν την περίπτωση να αποκλείεται ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον υπαίτιο του επομένου αξιοποίνου εγκλήματος της νομιμοποιήσεως των εσόδων αυτών. Από αυτό συνάγεται ότι, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, αφού ο νόμος δεν διακρίνει και, επιπλέον, χρησιμοποιεί την έκφραση "όποιος", ενεργητικό υποκείμενο του αδικήματος του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο αυτουργός ενός από τα βασικά εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 του νόμου αυτού. Τούτο, καθόσον, τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 του ν. 2331/1995 αδικήματα, τελούν σε πραγματική συρροή με τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 του ιδίου νόμου αδικήματα και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 αξιόποινες ενέργειες αποτελούν μη τιμωρητές ύστερες πράξεις όταν μάλιστα αυτές τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, ενώ πολλές βασικές αξιόποινες πράξεις τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος. Δεν τίθεται θέμα επικουρικότητας των προβλεπομένων από τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2331/1995 αδικημάτων σε σχέση με τα αδικήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του νόμου αυτού. Δεν πρόκειται περί τελέσεως του ιδίου αδικήματος υπό πλείονες μορφές συμμετοχής αλλά περί τελέσεως δύο αυθύπαρκτων, διακρινομένων μεταξύ τους, αδικημάτων, καθένα από τα οποία συγκροτείται από ιδιαίτερα στοιχεία. Ούτε απορροφάται το αδίκημα που προβλέπεται από το άρθρο 2 του ν. 2331/1995 από αδίκημα του άρθρου 1 του νόμου αυτού, καθόσον δεν υπάρχει ενότητα της μεταγενέστερης πράξεως προς την προηγούμενη υπό την έννοια της εξασφαλίσεως ή χρησιμοποιήσεως, με την ύστερη πράξη, του κτηθέντος με την προηγούμενη πράξη άνευ άλλης προσβολής εννόμων αγαθών του ιδίου προσώπου ή άλλων ή του κοινωνικού συνόλου, έτσι ώστε η εφαρμογή της διατάξεως που προβλέπει την προγενέστερη πράξη να καλύπτει την όλη απαξία της εγκληματικής δράσεως του υπαιτίου. Ο δράστης της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα που τελέσθηκε μέχρι 13-12-2005 (εν όψει του άρθρου 2 παρ. 1 Π.Κ.), πρέπει να ενεργεί από κερδοσκοπία ή με σκοπό συγκαλύψεως της αληθινής προελεύσεως της περιουσίας ή με σκοπό την αρωγή, δια συνδρομής, σε πρόσωπο που εμπλέκεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αρκεί δε κατά την διάπραξη διαζευκτικώς είτε κερδοσκοπία είτε σκοπός συγκαλύψεως, είτε τέτοιος συνδρομής. Δεν αρκεί μόνη η απόκτηση κατοχής ή χρήση περιουσίας εν γνώσει, κατά τον χρόνο κτήσεως, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες όπως ορίζει ρητά το άρθρο 1 εδ. β' μετά το ν. 3424/2005. Λόγω της αυτοτέλειας της αδίκου πράξεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα έναντι της προγενέστερης πράξεως δηλαδή του βασικού εγκλήματος (πλην της περιπτώσεως του άρθρου 2 παρ. 1 στοιχ. δ' εδάφιο τελευταίο, όπως ισχύει μετά το ν. 3424/2005) είναι αδιάφορο αν το βασικό έγκλημα έχει υποκύψει σε παραγραφή και μάλιστα μετά την τέλεση της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων. Αρκεί το βασικό έγκλημα να περιλαμβάνεται σε αυτά που ανήκουν στην εγκληματική δραστηριότητα χωρίς να απαιτείται ο δράστης αυτής να είναι και τιμωρητέος γι' αυτό, καθόσον ο νόμος απαιτεί τέλεση εγκλήματος όχι όμως και καταδίκη του υπαιτίου και η ποινή επιβάλλεται για την πράξη της νομιμοποιήσεως εσόδων και όχι για την πράξη που συνιστά την εγκληματική δραστηριότητα. Στην εγκληματική δραστηριότητα που ρυθμίζεται από το ν. 2331/1995 περιλαμβάνεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. α' εδάφιο αιζ' αυτού του νόμου, που προσετέθη με το άρθρο 2 παρ. 16 του ν. 2479/1997 (και αναριθμήθηκε με το άρθρο έκτο παρ. 1 του ν. 2696/1998) και το προβλεπόμενο και τιμωρούμενο από τις διατάξεις του άρθρου 235 του Π.Κ. έγκλημα της δωροδοκίας. Με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3424/2005 αντικαταστάθηκε η διάταξη του άρθρου 1 παρ. α του ν. 2331/1995, όπως είχε τροποποιηθεί και αντί του εδαφ. αιζ' τέθηκε στοιχείο δδ'. Στη νέα αυτή διάταξη αναφέρεται ομοίως ότι στις εγκληματικές δραστηριότητες συμπεριλαμβάνεται η παθητική δωροδοκία του άρθρου 235 Π.Κ.. Αλλά και κατά το άρθρο 3 παρ. γ' του ν. 3691/2008 "πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις" η παθητική δωροδοκία αναφέρεται ως έγκλημα περιλαμβανόμενο στις εγκληματικές δραστηριότητες. Πριν την αντικατάστασή του από 3-3-2000 με το άρθρο 2 του ν. 2802/2000 το άρθρο 235 Π.Κ. είχε αντικατασταθεί με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 1235/1972 και όριζε ότι τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος που απαιτεί ή δέχεται ή προσφέρεται να δεχθεί δώρα ή άλλα ανταλλάγματα που δεν δικαιούται ή την υπόσχεση τέτοιων δώρων ή ανταλλαγμάτων για ενέργεια ή παράλειψή του μελλοντικά ή ήδη τελειωμένη η οποία είναι αντίθετη στα καθήκοντά του ή ανάγεται στην υπηρεσία του. Μετά την αντικατάστασή του κατά τα ανωτέρω το ίδιο άρθρο 235 όριζε ότι τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος, ο οποίος κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με την μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο ωφελήματα οποιασδήποτε φύσεως ή δέχεται υπόσχεση τούτων προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος του άρθρου 235 Π.Κ. μετά την αντικατάστασή του κατά τα ανωτέρω από 3-3-2000 και έπειτα και πριν την αντικατάστασή του εκ νέου με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3666/2008, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδαφ. α' και 263α Π.Κ., απαιτείται τα δώρα ή ανταλλάγματα να δίδονται ή να υπάρχει η περί δόσεως αυτών υπόσχεση, για μελλοντική μη τελειωμένη ενέργεια ή παράλειψή του, χωρίς να ενδιαφέρει αν πραγματοποιήθηκε ή όχι η μέλλουσα αυτή ενέργεια ή αν αυτός σκοπούσε σπουδαίως να εκτελέσει των εν λόγω ενέργεια. Ωφελήματα δε μπορεί να είναι και κάθε χαριστική παροχή υλικής ή μη φύσεως, επί της οποίας (παροχής) δεν έχει ο δράστης υπάλληλος καμία νόμιμη αξίωση. Επί πλέον η ενέργεια ή παράλειψη του δράστη πρέπει να περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και να ανάγεται στην υπηρεσία του ή να αντίκειται στα καθήκοντά του, τα οριζόμενα ή προκύπτοντα από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του.
Συνεπώς μετά την 3-3-2000 και μέχρι την εκ νέου αντικατάστασή του με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3666/2008, η προβλεπόμενη από το άρθρο 235 Π.Κ. αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας υπαλλήλου, στοιχειοθετείτο μόνο για μελλοντικές ενέργειες ή παραλείψεις αυτού και δεν κατελάμβανε παροχές προς τον υπάλληλο για ήδη τελειωμένη ενέργεια ή παράλειψή του ως προς τις οποίες ήταν ανέλεγκτη η πράξη. Η παραγραφή του βασικού εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας, που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, δεν έχει καμία έννομη συνέπεια στη συγκρότηση του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' επάγγελμα σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Η παραπομπή για το έγκλημα της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα πρέπει να βασίζεται σε επαρκείς ενδείξεις ως προς τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως και δεν αρκεί μόνον η αδυναμία του δράστη να δικαιολογήσει την κατοχή συγκεκριμένου χρηματικού ποσού ή την κατάθεσή του σε τραπεζικό λογαριασμό του συγκεκριμένου χρηματικού ποσού. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, το οποίο εκδόθηκε μετ' αναίρεση, με την 2035/2009 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου σε συμβούλιο, του προηγουμένου 907/2009 βουλεύματος του ιδίου Συμβουλίου Εφετών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο 759/2010 βούλευμά του πρόταση του εισαγγελέα εφετών Αθηνών και στο αναφερόμενο σ' αυτή συλλεγέν από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση αποδεικτικό υλικό [καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, (πλην αυτών του εκκαλούντος κατηγορουμένου κατά την προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση και την Ένορκη Διοικητική Εξέταση), έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία σε συνδυασμό με την απολογία και τα υπομνήματα του κατηγορουμένου], καθώς και στο περιεχόμενο της εφέσεώς του και τα έγγραφα που συνοδεύουν αυτήν, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το Τμήμα Σωφρονιστικής Μεταχειρίσεως Ενηλίκων της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων Κρατουμένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κατά το έτος 2000, είχε ως αντικείμενο τις μεταγωγές κρατουμένων για κάθε αιτία, πλην αυτών που γίνονταν για λόγους υγείας. Στο εν λόγω Τμήμα υπηρετούσε από πολλών ετών και δη από το έτος 1991 ως υπάλληλος ο εκκαλών κατηγορούμενος Α. Σ.. Αυτός χειριζόταν τις συνήθεις μεταγωγές κρατουμένων, ήτοι τις μεταγωγές που γίνονταν κατόπιν αιτήσεως των κρατουμένων και οι οποίες διέρχονταν μέσω της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Τις έχουσες κατεπείγοντα χαρακτήρα έκτακτες μεταγωγές που αποφασίζονταν από τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης για λόγους ασφαλείας ή τάξεως, με μεταγενέστερη έγκριση της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών, χειρίζονταν οι υπάλληλοι Α. Σ. (εκκαλών κατηγορούμενος) και Ν. Π.. Ο εκκαλών κατηγορούμενος ασκούσε καθήκοντα γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών και με την ιδιότητά του αυτή διακινούσε τις μεταγωγές των κρατουμένων, εισήγαγε τις αιτήσεις στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών και καθόριζε τη σειρά εισαγωγής αυτών. Στα τέλη Ιανουαρίου 2000, ο Διευθυντής της εξωτερικής Φρουράς Φυλακών Ι. Ξ., έλαβε τηλεφώνημα από τον Διευθυντή Ασφαλείας Αττικής, ο οποίος ανέφερε πως σύμφωνα με πληροφορίες που είχαν περιέλθει στην Υπηρεσία του, κάποιος υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης με μικρό όνομα Θ., διευκόλυνε κρατουμένους φυλακών, σε θέματα μεταγωγών. Αμέσως ο Ι. Ξ. ενημέρωσε τον Ι. Σ., Τμηματάρχη της ανωτέρω διευθύνσεως, ο οποίος υποπτεύθηκε τον Α. Σ. ως τον «Θ.», που διευκόλυνε κρατουμένους σε θέματα μεταγωγών. Ο Ι. Ξ. επισκέφθηκε και την Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής, όπου τον πληροφόρησαν πως στην "πιάτσα" των κακοποιών είχε ευρέως διαδοθεί ότι από μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρχε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης άτομο ονόματι Θ. το οποίο διευκόλυνε τους κρατουμένους σε θέματα μεταγωγών. Μετά ταύτα ούτος ενημέρωσε εκ νέου τον Ι. Σ. καθώς και την Κ. Μ., αναπληρώτρια Γενικού Διευθυντού Σωφρονιστικής του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ακολούθως ενημερώθηκε ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου και ο Υπουργός, ο δε Α. Σ. κατά μήνα Ιανουάριο του έτους 2000 μετακινήθηκε σε άλλη Διεύθυνση του Υπουργείου. Προ της μετακινήσεως του ανωτέρω σε άλλη Διεύθυνση, κρατούμενοι και δικηγόροι είχαν επανειλημμένα τηλεφωνήσει στην Κ. Μ., παραπονούμενοι διότι αιτήσεις κρατουμένων σε διάφορες φυλακές της χώρας, για μεταγωγή καθυστερούσαν να εισαχθούν στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών, η δε Κ. Μ. είχε διαπιστώσει πως δεν ετηρείτο απόλυτη χρονολογική σειρά από τον αρμόδιο εισαγωγής των αιτήσεων Α. Σ., χωρίς καμία υπηρεσιακή δικαιολογία. Περαιτέρω, ο Ι. Ξ., μετά από τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον Διευθυντή της φυλακής Αλικαρνασσού Ε. Ψ., πληροφορήθηκε πως οι κρατούμενοι επληροφορούντο, προφανώς από κάποιον στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το περιεχόμενο εγγράφων που ούτος έστελνε στο Υπουργείο με FAX, ζητώντας μεταγωγές κρατουμένων για λόγους ασφαλείας και τάξεως. Ο Α. Σ. κατά τον χρόνο που υπηρετούσε στο Τμήμα Σωφρονιστικής Μεταχείρισης Ενηλίκων της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων Κρατουμένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, και ασκούσε καθήκοντα Γραμματέως της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών, παρέτεινε συχνάκις την παραμονή του στο γραφείο επί πολλές ώρες μετά τη λήξη του ωραρίου εργασίας, χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο, λαμβανομένου υπ' όψιν του είδους της υπηρεσιακής του απασχολήσεως και του μεγέθους αυτής. Ωσαύτως ούτος μιλούσε επί πολλές ώρες στο σταθερό υπηρεσιακό τηλέφωνο, ή στο δικό του κινητό τοιούτο, το οποίο άλλαζε συχνά, περιφερόμενος στους διαδρόμους, ή εισερχόμενος σε διάφορα γραφεία κενά προσωπικού, συνομιλούσε δε απευθείας με κρατουμένους και συνεννοούταν για τα θέματά τους. Δεχόταν επίσης στην Υπηρεσία του διάφορα δώρα, όπως πολυτελή καλάθια με λουλούδια, ποτά, γλυκά. Τον επισκέπτονταν στην υπηρεσία διάφοροι που ενδιαφέρονταν για κρατουμένους και ενώπιον των συναδέλφων του, ζητούσαν να του μιλήσουν ιδιαιτέρως. Ο συνάδελφός του Ν. Π. είχε πληροφορηθεί από σωφρονιστικούς υπαλλήλους της Φυλακής Κορυδαλλού αλλά και του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού, ένθα ο πατέρας του υπηρετούσε ως διευθυντής, ότι στις φυλακές είχε ευρέως διαδοθεί πως ο Α. Σ. διεκπεραίωνε μεταγωγές κρατουμένων έναντι χρηματικής συναλλαγής. Αλλά και μετά την μετακίνησή του σε άλλη Διεύθυνση, η οποία έλαβε χώρα σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, κατά μήνα Ιανουάριο του έτους 2000, ούτος εξακολουθούσε να ενδιαφέρεται για τις μεταγωγές των κρατουμένων και ενοχλούσε τους αρμοδίους υπαλλήλους, οι οποίοι προκειμένου να τον αποφύγουν έφθασαν στο σημείο να κλειδώνουν τα γραφεία τους, ενώ διάφοροι τους τηλεφωνούσαν και τους πρότειναν οικονομικά ανταλλάγματα προκειμένου να προωθηθούν αιτήσεις μεταγωγής. Ηλικιωμένη τσιγγάνα επισκέφθηκε το Τμήμα ζητώντας διάφορες εξυπηρετήσεις για τον κρατούμενο υιό της και ισχυρίστηκε ότι μέχρι τότε τις εξυπηρετήσεις αυτές τις ικανοποιούσε ο Θ., τον οποίο απεκάλεσε "Μπαλαμό" δηλαδή "αγαπητό". Περί ώρα 10.00' της 22-3-2000, ήτοι μετά την μετακίνηση του Α. Σ. από την ανωτέρω Διεύθυνση, η αλλοδαπή, υπήκοος Αλβανίας Ζ. V. μετέβη σε γραφείο της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Πολιτικής του Υπουργείου Δικαιοσύνης και επεχείρησε να δωροδοκήσει τον ως άνω αναφερόμενο υπάλληλο Ν. Π., αφήνοντας στο γραφείο του το χρηματικό ποσό των 50.000 δραχμών, τυλιγμένο σε λευκή κόλλα χάρτου, προκειμένου ο κρατούμενος της Φυλακής Χανίων R. K. να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης από την Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών και να μεταφερθεί στην Φυλακή Θεσσαλονίκης. Την προηγουμένη ημέρα (21-3-2000) ο Ν. Π. είχε λάβει ένα τηλεφώνημα από την ανωτέρω Ζ. V., η οποία ζητούσε φορτικά να τον δει στο γραφείο του στο Υπουργείο και τον ρώτησε πώς μπορούσε ο αδελφός της R. K., ο οποίος εκρατείτο στην Φυλακή Χανίων, να μεταχθεί σε άλλη φυλακή. Η ανωτέρω, στις 22-3-2000, συνελήφθη και οδηγήθηκε στο αυτόφωρο όπου καταδικάστηκε. Κατά την ενώπιον του δικαστηρίου διαδικασία ισχυρίστηκε ότι ενήργησε για λογαριασμό κάποιου ονόματι "Χάρη", ο οποίος και θα ενεργούσε προκειμένου να πραγματοποιηθεί η μεταγωγή. Εκτός όμως της αιθούσης, ο εργοδότης του συζύγου της έκανε λόγο ενώπιον των Ι. Σ. και Ν. Π., για άτομο με μικρό όνομα "Σάκης" και όχι "Χάρης", το οποίο και θα ενεργούσε για να πραγματοποιηθεί η μεταγωγή. Στις 22-3-2000, δηλαδή την ημέρα που η συλληφθείσα Ζ. V. επισκέφθηκε τον Ν. Π. και επεχείρησε να τον δωροδοκήσει, δεν υπήρχε γραμμένη στο οικείο βιβλίο αίτηση μεταγωγής του παραπάνω κρατουμένου. Ο Ι. Σ. επικοινώνησε μετά ταύτα με τον διευθυντή Φυλακής Χανίων Ε. Π., ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι δεν είχε υποβληθεί αίτηση μεταγωγής από τον ως άνω αναφερόμενο κρατούμενο. Την επομένη όμως ημέρα (23-3-2000) ο Ι. Σ. διαπίστωσε ότι στα εισερχόμενα στην Διεύθυνση έγγραφα, υπήρχε τοιαύτη αίτηση, προορισμένη να εισαχθεί στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών. Ο Ι. Σ. μετά την διαπίστωση αυτή επικοινώνησε εκ νέου με τον διευθυντή Φυλακής Χανίων Ε. Π., ο οποίος ισχυρίστηκε ότι με τα ζητήματα των μεταγωγών, ασχολούταν η υπάλληλος της Γραμματείας της Φυλακής Σ. Σ.. Η τελευταία, είχε πολύ συχνές, τηλεφωνικές συνομιλίες με τον Α. Σ., κατά τον χρόνο που αυτός υπηρετούσε στο Τμήμα Σωφρονιστικής Μεταχείρισης Ενηλίκων της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων Κρατουμένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τον είχε επισκεφθεί στο γραφείο του και είχε πολύωρες και συχνές τηλεφωνικές επαφές μαζί του. Η αίτηση του ανωτέρω κρατουμένου για μεταγωγή είχε υποβληθεί στις 7-3-2000, άπαντα τα συνοδεύοντα την αίτηση αυτή έγγραφα έφεραν επίσης την ίδια ημερομηνία, η δε αναγκαία για την μεταγωγή εισήγηση του Συμβουλίου της Φυλακής δεν έφερε την υπογραφή του Διευθυντή Ε. Π.. Ο εκκαλών κατηγορούμενος Α. Σ., κατά τον χρόνο που υπηρετούσε στο Τμήμα Σωφρονιστικής Μεταχείρισης Ενηλίκων της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων Κρατουμένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, και δη από το τέλος του έτους 1997 και εντεύθεν, είχε συχνή τηλεφωνική επαφή με τον κρατούμενο της Φυλακής Αλικαρνασσού Κ. Χ., τον οποίο αποκαλούσε χαϊδευτικά "Κοκό", καθώς και με την αδελφή αυτού Ε.. Είχε δε ζητήσει από τον Διευθυντή της Φυλακής Αλικαρνασσού Ν. Ψ. να βοηθήσει τον Χ. και να τον τοποθετήσει σε εργασία. Στις 24-11-1997 ο κρατούμενος Τ., φίλος του Χ.υ, απέστειλε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης έγγραφο, με το οποίο ζητούσε να καταθέσει υπέρ αυτού στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ένθα θα εισαγόταν αίτησή του για απόλυση υπό όρο, ο Α. Σ.. Η αίτηση του εν λόγω κρατουμένου, δεν πρωτοκολλήθηκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, αλλά βρέ-θηκε στα χέρια του Α. Σ., ο οποίος συνέταξε ιδιόγραφο ευνοϊκό υπόμνημα για τον κρατούμενο αυτόν, το οποίο και απέστειλε στην Φυλακή όπου εκρατείτο, με την ένδειξη να παραδοθεί σε αυτόν, αφού προηγουμένως υφήρπασε την υπογραφή της Διευθύντριας Π. Σ. επί του διαβιβαστικού εγγράφου, διαβεβαιώνοντας αυτήν ότι το ιδιόχειρο υπόμνημα αφορούσε δήθεν την περίπτωση αναμείξεως του ονόματός του στην μεταγωγή του κρατουμένου ΜΙΖΑΜΙΔΗ. Ο κρατούμενος Τ., έκανε χρήση του ιδιογράφου ευνοϊκού υπομνήματος στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραι-ώς. Ο Α. Σ. κατά το έτος 1997 ερχόταν σε τακτική τηλεφωνική επικοινωνία με τον κρατούμενο Τ. όσο και με συγγενείς αυτού και συζητούσε τόσον υπηρεσιακά όσον και εξωυπηρεσιακά θέματα. Περαιτέρω, η Κεντρική επιτροπή Μεταγωγών κατά το έτος 1998 απεφάσισε την μεταγωγή του κρατουμένου βαρυποινίτη Μ., από τις Αγροτικές Φυλακές Τίρυνθας, στην ΚΑΥΦ Κορυδαλλού, προκειμένου να εργασθεί στο Αρτοποιείο αυτής. Ο δε Α. Σ., με την ιδιότητα του Γραμματέως της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών, συνέταξε αντίγραφο της ως άνω αποφάσεως το οποίο και απέστειλε στην ΚΑΥΦ Κορυδαλλού, στο οποίο όμως δεν ανέφερε την ένδειξη να εργασθεί στο αρτοποιείο, αλλά ανέγραψε την ένδειξη για εργασία γενικώς, εις τρόπον ώστε να είναι δυνατή η απασχόληση του κρατουμένου αυτού και εκτός αρτοποιείου(εξωτερικός κρατούμενος για διανομή άρτου), επί πλέον δε έθεσε επί του εγγράφου αυτού την δική του υπογραφή και εμερίμνησε να υπογραφεί αυτό μόνον από τον Γενικό Διευθυντή και όχι και από την διευθύντρια του Τμήματος Σ. Π. και τον Τμηματάρχη Ι. Σ., ενόψει του γεγονότος ότι ο εν λόγω κρατούμενος ήτο βαρυποινίτης και οι τελευταίοι θα εκδήλωναν αντιρρήσεις σχετικά με την εκτέλεση της μεταγωγής αυτής. Ο εν λόγω κρατούμενος, αμέσως μετά την μεταγωγή του στην ΚΑΥΦ Κορυδαλλού, απέδρασε, αφού προηγουμένως ο Διευθυντής της Φυλακής είχε ζητήσει την μεταγωγή του σε άλλη φυλακή λόγω της επικινδυνότητάς του. Ο Α. Σ. εμερίμνησε ο ίδιος για την βεβαίωση της χρηματικής ποινής του κρατουμένου C. Ι., μεταβάς στην οικεία Δ.Ο.Υ. στις 29-12-2009 (η ορθή χρονολογία πρέπει να είναι 29-12-1999), αφού απουσίασε επί πολλές ώρες από το γραφείο του, κατά δε το διάστημα της απουσίας του εστάλη στο γραφείο του, στο όνομα του, ένα πολυτελέστατο καλάθι, με ποτά, λουλούδια και σοκολάτες. Στην Αγροτική Φυλακή Τίρυνθας εκρατείτο ο Γ. Λ., ο οποίος κατά το διάστημα της κρατήσεώς του και της εργασίας του εκτός φυλακής, κατά τον κανονισμό αυτής, είχε διαπράξει σωρεία εγκληματικών πράξεων, για τον λόγο δε αυτό είχε διαταχθεί η μεταγωγή του στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων με την 1907/22-1-1999 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η μεταγωγή όμως αυτή μέχρι τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2000 δεν είχε εκτελεσθεί, καίτοι δεν είχε ανακληθεί, ο δε διευθυντής της Φυλακής Γ. Σ., ερωτηθείς από τον Ι. Σ. για τους λόγους της μη εκτελέσεως της μεταγωγής, ισχυρίστηκε αρχικώς ότι είχαν εκλείψει οι λόγοι αυτής, κατόπιν όμως αποκάλυψε ότι για την παραμονή του εν λόγω κρατουμένου στην Φυλακή Τίρυνθας, ενδιαφερόταν ο Α. Σ.. Για τον κρατούμενο στην Αγροτική Φυλακή Κασσάνδρας, Τ., ο Α. Σ., μετά την μετακίνηση του σε άλλη Διεύθυνση του Υπουργείου, ζήτησε από την υπάλληλο Π. Γ., να τηλεφωνήσει στον Διευθυντή της Φυλακής αυτής και να του ζητήσει να ενταχθεί ο εν λόγω κρατούμενος στο πρόγραμμα ξυλογλυπτικής. Ωσαύτως, ο Α. Σ., μετά την μετακίνηση του σε άλλη Διεύθυνση του Υπουργείου, επέδειξε ενδιαφέρον για τον Τούρκο κρατούμενο E. K., ο οποίος είχε καταδικασθεί για παραβάσεις του περί ναρκωτικών νόμου και ο οποίος είχε υποβάλει αιτήσεις για την μεταφορά του στην Τουρκία, προκειμένου να συνεχισθεί εκεί η έκτιση της ποινής του. Για τον ίδιο κρατούμενο τηλεφωνούσε στο Υπουργείο και η αδελφή του κρατουμένου Χ.. Ενδιαφέρθηκε επίσης ο Α. Σ., μετά την απομάκρυνσή του από το Τμήμα Σωφρονιστικής Μεταχείρισης Ενηλίκων της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων Κρατουμένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, και για τους κρατουμένους Β. B., S. B., C. ή G. L. ή L.. Για την συμπεριφορά του Α. Σ. κατά τον χρόνο που ούτος υπηρετούσε στο Τμήμα Σωφρονιστικής Μεταχείρισης Ενηλίκων της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων Κρατουμένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, διενεργήθηκε Ένορκη Διοικητική Εξέταση από τον Αντιπρόεδρο του Ν.Σ.Κ. Γ. Π. και συντάχθηκε η από 28-2-2001 έκθεση, η οποία διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών με το Ε.Π. 238/5-4-2001 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, και επί τη βάσει αυτής, παραγγέλθηκε αρχικώς η διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, δυνάμει της Δ01/1243/ 17-4-2001 παραγγελίας του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών προς το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, προκειμένου να διερευνηθεί το ενδεχόμενο παραβάσεως των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. 2331/1995 τόσον εκ μέρους του Α. Σ., όσον και εκ μέρους των συγγενικών του προσώπων. Εις τα πλαίσια της προκαταρκτικής εξετάσεως, το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος ζήτησε, επί τη βάσει της διατάξεως του άρθρου 4 του Ν. 2331/1995, από διάφορα Τραπεζικά Ιδρύματα πληροφορίες σχετικές με την τήρηση σε αυτά λογαριασμών από τον Α. Σ., την σύζυγό του και τα συγγενικά του πρόσωπα και διαπιστώθηκε ότι ούτος και η σύζυγος του ήσαν δικαιούχοι λογαριασμών σε διάφορες Τράπεζες, από δε την επισταμένη ανάλυση των λογαριασμών αυτών και την σύγκριση των σχετικών ποσών με τα αντίστοιχα δηλωθέντα εισοδήματα και τις μηνιαίες αποδοχές τους, προέκυψε η ύπαρξη ανακολουθίας. Ειδικότερα διαπιστώθηκε η τήρηση των κάτωθι λογαριασμών, στους οποίους κατά τα επίμαχα έτη 1997, 1998, 1999, 2000 και 2001, κατά τα οποία και έλαβαν χώρα οι ως άνω περιγραφόμενες ενέργειες του Α. Σ., κατατέθηκαν χρηματικά ποσά ανερχόμενα συνολικά σε 40.000.000 περίπου δραχμές(πάντως όχι πλέον των 50.000.000 δραχμών): α) ... της Εμπορικής Τράπεζας, β) ... της Τράπεζας EUROBANK, γ) ... της Τράπεζας EUROBANK, δ) ... της Τράπεζας EUROBANK, ε) ... της Τράπεζας EUROBANK, στ) ... της Τράπεζας EUROBANK, και ζ) ... της Τράπεζας CITI BANK. Είχαν δε κατατεθεί τα εξής χρηματικά ποσά: α) Στον λογαριασμό ... της Τράπεζας CITIBANK: 1. Στις 14-5-1997 χρηματικό ποσό 25.000 δραχμών, 2) στις 14-5-1997 χρηματικό ποσό 200.000 δραχμών, 3) στις 4-6-1997 ποσό 40.000 δραχμών, 4) στις 18-6-1997 ποσό 200.000 δραχμών, 5) στις 14-7-1997 ποσό 100.000 δραχμών, 6) στις 18-8-1997 ποσό 60.000 δραχμών, 7) στις 2-12-1997 ποσό 130.000 δραχμών, 8) στις 10-2-1998 ποσό 180.000 δραχμών, 9) στις 16-3-1998 ποσό 90.000 δραχμών, 10) στις 20-3-1998 ποσό 70.000 δραχμών, 11) στις 18-5-1998 ποσό 50.000 δραχμών, 12) στις 2-6-1998 ποσό 60.000 δραχμών, 13) στις 2-7-1998 ποσό 100.000 δραχμών, 14) στις 6-8-1998 ποσό 150.000 δραχμών, 15) στις 14-8-1998 ποσό 10.000 δραχμών, 16) στις 9-9-1998 ποσό 50.000 δραχμών, 17) στις 14-9-1998 ποσό 50.000 δραχμών, 18) στις 10-11-1998 ποσό 55.000 δραχμών στις 14-12-1998 ποσό 55.000 δραχμών. 19) Στις 14-12-1998 ποσό 55.000 δραχμών. β) Στον λογαριασμό ... της Εμπορικής Τράπεζας: 1) Στις 21-4-1998 ποσό 55.000 δραχμών, 2)στις 18-5-1998 ποσό 52.000 δραχμών, 3) στις 17-6-1998 ποσό 60.000 δραχμών, 4) στις 8-7-1998 ποσό 800.000 δραχμών, 5) στις 18-9-1998 ποσό 100.000 δραχμών, 6) στις 8-12-1998 ποσό 700.000 δραχμών, 7) στις 17-12-1998 ποσό 200.000 δραχμών, 8) στις 21-12-1998 ποσό 50.000 δραχμών, 9) στις 20-1-1999 ποσό 150.000 δραχμών, 10) στις 2-3-1999 ποσό 600.000 δραχμών.
γ) Στο λογαριασμό ... της Τράπεζας EUROBANK, (κοινό μετά της συζύγου του Ε. Κ.): 1) στις 8-3-1999 ποσό 1.200.000 δραχμών, 2) στις 20-5-1999 ποσό 300.000 δραχμών, 3) στις 22-11-1999 ποσό 200.000 δραχμών, στις 30-5-2000 ποσό 700.000 δραχμών, 5) στις 21-12-2000 ποσό 100.000 δραχμών, στις 30-8-2000 ποσό 1.200.000 δραχμών.
δ) Στον λογαριασμό ... της Τράπεζας EUROBANK: 1) Στις 12-6-1997 ποσό 2.900.000 δραχμών, 2) στις 30-6-1997 ποσό 1.800.000 δραχμών, 3) στις 8-7-1997 ποσό 1.000.000 δραχμών, 4) στις 18-8-1997 ποσό 1.800.000 δραχμών, 5) στις 4-11-1997 ποσό 850.000 δραχμών, 6) στις 13-11-1997 ποσό 450.000 δραχμών, 7) στις 2-12-1997 ποσό 200.000 δραχμών, 8) στις 5-1-1998 ποσό 150.000 δραχμών, 9) στις 11-12-1998 ποσό 1.600.000 δραχμών, 10) στις 3-4-1998 ποσό 800.000 δραχμών, 11) στις 14-5-1998 ποσό 500.000 δραχμών, 12) στις 18-5-1998 ποσό 300.000 δραχμών, 13) στις 5-6-1998 ποσό 60.000 δραχμών, 14) στις 10-7-1998 ποσό 800.000 δραχμών, 15) στις 14-7-1998 ποσό 150.000 δραχμών, 16) στις 23-7-1998 ποσό 100.000 δραχμών, 17) στις 5-8-1998 ποσό 50.000 δραχμών, 18) στις 11-9-1998 ποσό 160.000 δραχμών, 19) στις 18-9-1998 ποσό 100.000 δραχμών, 20) στις 2-11-1998 ποσό 130.000 δραχμών, 21) στις 9-11-1998 ποσό 300.000 δραχμών, 22) στις 2-12-1998 ποσό 280.000 δραχμών, 23) στις 21-12-1998 ποσό 150.000 δραχμών, 24) στις 27-1-1998 ποσό 300.000 δραχμών, 25) στις 3-2-1999 ποσό 3.000.000 δραχμών, 26) στις 23-2-1999 ποσό 100.000 δραχμών, 27) την 1-3-1999 ποσό 250.000 δραχμών, 28) στις 10-3-1999 ποσό 150.000 δραχμών, 29) στις 16-3-1999 ποσό 100.000 δραχμών, 30) στις 13-4-1999 ποσό 300.000 δραχμών, 31) στις 19-4-1999 ποσό 200.000 δραχμών, 32) στις 27-5-1999 ποσό 150.000 δραχμών, 33) στις 2-6-1999 ποσό 50.000 δραχμών, 34) στις 4-6-1999 ποσό 150.000 δραχμών, 35) στις 23-6-1999 ποσό 200.000 δραχμών, 36) στις 28-6-1999 ποσό 140.000 δραχμών, 37) στις 16-7-1999 ποσό 150.000 δραχμών, 38) στις 23-7-1999 ποσό 50.000 δραχμών, 39) στις 2-8-1999 ποσό 1.300.000 δραχμών, 40) στις 11-8-1999 ποσό 1.000.000 δραχμών, 41) στις 16-8-1999 ποσό 100.000 δραχμών, 42) στις 17-9-1999 ποσό 150.000 δραχμών, 43) στις 20-9-1999 ποσό 400.000 δραχμών.
ε) Στον λογαριασμό ... της Τράπεζας EUROBANK: Ι) Στις 5-11-1999 ποσό 220.000 δραχμών, 2) στις 19-11-1999 ποσό 650.000 δραχμών, 3) στις 29-11-1999 ποσό 250.000 δραχμών, 4) την 1-12-1999 ποσό 100.000 δραχμών, 5) στις 7-12-1999 ποσό 180.000 δραχμών, 6) στις 17-12-1999 ποσό 50.000 δραχμών, 7) στις 24-1-2000 ποσό 100.000 δραχμών, 8) στις 27-1-2000 ποσό 50.000 δραχμών, 9) στις 31-1-2000 ποσό 200.000 δραχμών, 10) στις 7-2-2000 ποσό 80.000 δραχμών, 11) στις 6-3-2000 ποσό 1.000.000 δραχμών, 12) στις 15-3-2000 ποσό 30.000 δραχμών, 13) στις 21-3-2000 ποσό 1.350.000 δραχμών, 14) στις 23-3-2000 ποσό 835.000 δραχμών, 15) στις 24-3-2000 ποσό 100.000 δραχμών, 16) στις 28-3-2000 ποσό 100.000 δραχμών, 17) στις 5-4-2000 ποσό 40.000 δραχμών, 18) στις 25-4-2000 ποσό 180.000 δραχμών, 19) στις 9-5-2000 ποσό 50.000 δραχμών, 20) στις 1-6-2000 ποσό 50.000 δραχμών, 21) στις 24-7-2000 ποσό 600.000 δραχμών, 22) στις 31-7-2000 ποσό 120.000 δραχμών, 23) στις 15-9-2000 ποσό 50.000 δραχμών, 24) στις 6-10-2000 ποσό 50.000 δραχμών, 25) στις 21-11-2000 ποσό 530.000 δραχμών, 26) στις 8-1-2001 ποσό 50.000 δραχμών, 27) στις 16-1-2001 ποσό 350.000 δραχμών, 28) στις 16-2-2001 ποσό 260.000 δραχμών, 29) στις 15-3-2001 ποσό 350.000 δραχμών, 30) στις 20-3-2001 ποσό 150.000 δραχμών, 31) στις 26-4-2001 ποσό 40.000 δραχμών, 32) στις 27-4-2001 ποσό 350.000 δραχμών, 33) στις 11-6-2001 ποσό 120.000 δραχμών, 34) στις 5-7-2001 ποσό 130.000 δραχμών, 35) στις 30-8-2001 ποσό 150.000 δραχμών, 36) στις 12-9-2001 ποσό 200.000 δραχμών, 37) στις 13-9-2001 ποσό 200.000 δραχμών, 38) στις 4-10-2001 ποσό 80.000 δραχμών.
στ) Στον λογαριασμό ... της Τράπεζας EUROBANK, 30.000 δραχμές τον Ιούνιο του 1999, 25.000 δραχμές τον Ιούλιο του 1999, 125.000 δραχμές τον Αύγουστο του 1999, 25.000 δραχμές τον Σεπτέμβριο του 1999, 50.000 δραχμές τον Οκτώβριο του 1999, 25.000 δραχμές κατά μήνα από Σεπτέμβριο του έτους 1999 μέχρι τον Αύγουστο του έτους 2000, 25.000 δραχμές κατά μήνα από τον Οκτώβριο του έτους 2000, μέχρι τον Ιούλιο του έτους 2001, 25.000 δραχμές τον Σεπτέμβριο του έτους 2001, 25.000 δραχμές τον Οκτώβριο του έτους 2001, 45.000 δραχμές τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2000 και 75.000 δραχμές τον μήνα Αύγουστο του 2001. Μετά ταύτα με την Δ01/1243/6-3-2002 παραγγελία του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών προς τον Ανακριτή του 11ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, ασκήθηκε κατά του Α. Σ. ποινική δίωξη για την αξιόποινο πράξη της νομιμοποίησης εγκληματικών εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση (άρθρ. 98 ΠΚ και 1παρ.1α, στ, αιζ, 2 εδ.α, β του Ν. 2331/1995, όπως η παρ. αιζ προστέθ. με το άρθρο 2 παρ. 16 του Ν. 2479/97) και εις τα πλαίσια της κυρίας ανακρίσεως με την 103/2002 διάταξη του ανακριτού του 11ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά τη διάταξη του άρθρου 5παρ.1 και 2 του Ν. 2331/1995, διατάχθηκε η απαγόρευση της κίνησης των ως άνω λογαριασμών, εξαιρουμένης της καταθέσεως των ποσών της εν γένει μισθοδοσίας του κατηγορουμένου εκκαλούντος που κατατίθενται στον λογαριασμό ... της Τράπεζας EUROBANK. Δεν ασκήθηκε όμως ποινική δίωξη για την πράξη της παθητικής δωροδοκίας.
Εν προκειμένω κατά του εκκαλούντος κατηγορουμένου προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για την αξιόποινο πράξη της νομιμοποίησης εγκληματικών εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση, για την οποία διώκεται. Ο εν λόγω κατηγορούμενος κατά το χρονικό, διάστημα από τον μήνα Μάιο του έτους 1997 μέχρι τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2000, οπότε και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα μετακινήθηκε από το Τμήμα Σωφρονιστικής Μεταχείρισης Ενηλίκων της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων Κρατουμένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τέλεσε εξακολουθητικά το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας, ήτοι ζητούσε και ελάμβανε άμεσα για τον εαυτό του χρήματα, προκειμένου να προβαίνει σε ενέργειες αντίθετες στα καθήκοντά του, και συγκεκριμένα προκειμένου να προβαίνει σε συστηματική εισαγωγή στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών του Υπουργείου Δικαιοσύνης αιτήσεων κρατουμένων σε διάφορες φυλακές της χώρας για μεταγωγή αυτών, κατά παραβίαση της σχετικής σειράς προτεραιότητας. Τα χρήματα ο εκκαλών κατηγορούμενος τα ελάμβανε προκειμένου να προβαίνει σε μελλοντικές ενέργειες, ήτοι στην εισαγωγή των αιτήσεων στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών. Για την εξακολουθητική αυτή ενέργειά του, την αντικείμενη στα καθήκοντά του, έλαβε ούτος τα παραπάνω χρηματικά ποσά, τα οποία και κατέθεσε στις παραπάνω τράπεζες, προκειμένου να δημιουργήσει συνθήκες συγκαλύψεως της εγκληματικής δραστηριότητος από την οποία προήλθαν τα χρηματικά αυτά ποσά. Απαίτησε επίσης και έλαβε χρήματα τα οποία και νομιμοποίησε κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, προκειμένου να επικοινωνεί με διευθυντές φυλακών και να ζητά να έχουν ευνοϊκή μεταχείριση κρατούμενοι (να τοποθετούνται σε θέσεις εργασίας στις δικαστικές φυλακές όπως στις περιπτώσεις των κρατουμένων Τ., Χ., Λ.,Τ.), ως και να διεκπεραιώνει άλλες υποθέσεις κρατουμένων (βεβαιώσεις χρηματικών ποινών, μεταφοράς αλλοδαπών κρατουμένων προς έκτιση της ποινής των σε άλλη χώρα), σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Οι ενέργειες ήσαν αντίθετες προς τα καθήκοντα του ως υπαλλήλου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τα οποία συνίσταντο στον χειρισμό των συνήθων και εκτάκτων μεταγωγών κρατουμένων και την εισαγωγή των αιτήσεων στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών. Περαιτέρω ο εκκαλών κατηγορούμενος διατείνεται ότι τα παραπάνω χρηματικά ποσά δεν προέρχονται από κατ' εξακολούθηση παθητική δωροδοκία, αλλά από δωρεά από τον πεθερό του, ο οποίος δυνάμει του 488/1990 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Μυκόνου Νικολάου Παπαϊωάννου, πώλησε ακίνητο στην περιοχή χώρας Μυκόνου, από δε την πώληση αυτή εισέπραξε το ποσό των 20.000.000 δραχμών και από το ποσό αυτό κατέβαλε στην σύζυγο του κατηγορουμένου 2.900.000 δραχμές κατά το έτος 1997, αιτία δωρεάς. Προέρχονται επίσης, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου από μίσθωση ακινήτων, των οποίων είναι συγκύριος κατά 25% μετά των αδελφών του Μ. και Α. και της μητέρας του Φ., και τα οποία κατά τα έτη 1997, 1998, 1999 και 2000 απέφεραν συνολικό κοινό εισόδημα, 711.000, 756.000, 778.000 και 861.000 αντιστοίχως. Προέρχονται επίσης από τον μισθό του (260.000-300.000 δραχμές μηνιαίως κατά τα έτη 1997-2001), από διάφορες αποζημιώσεις που εισέπραξε από την Υπηρεσία του (629.191 δραχμές το έτος 1999 και 233.528 το έτος 2000), επιστροφές από ασφαλιστικά ταμεία (1.075.451 δραχμές), δάνεια συνολικού χρηματικού ποσού 8.500.000 δραχμών, τα οποία ούτος έλαβε κατά τα έτη 1997 και 1998 (από την Τράπεζα CITIBANK ποσό 1.300.000 δραχμών και 900.000 δραχμών αντιστοίχως), από την Τράπεζα EUROBANK 2.000.000 δραχμών, από την Τράπεζα CITIBANK ποσό 1.000.000 δραχμών το έτος 2001, από την EUROBANK VISA ποσό 800.000 δραχμών από το 1999 μέχρι στις 23-4-2002, από το Ταμείο Αρωγής το έτος 2000 ποσό 1.100.000 δραχμών, από το Ταμείο Νομικών το έτος 2001 ποσό 1.400.000 δραχμών. Αθροιζόμενα όμως τα χρηματικά αυτά ποσά υπολείπονται κατά πολύ ταυ συνολικού χρηματικού ποσού των 40.000.000 δραχμών περίπου, το οποίο βρέθηκε κατατεθειμένο στους ως άνω αναφερόμενους λογαριασμούς και τα οποία προέρχονται από την παράνομη πράξη της κατ' εξακολούθηση παθητικής δωροδοκίας. Η επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής καθώς και η υποδομή την οποία είχε διαμορφώσει ο κατηγορούμενος, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως (εξακολουθητική δημιουργία συνθηκών συγκαλύψεως της παρανόμου δραστηριότητος με την κατάθεση σε διαφόρους χρηματικούς λογαριασμούς των ποσών των προερχομένων από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας), καταδεικνύει ότι ούτος έδρασε κατ' επάγγελμα, προς πορισμό σημαντικού εισοδήματος. Κατά συνέπεια, το εκκαλούμενο βούλευμα ορθώς έκρινε ότι προκύπτουν κατά του εκκαλούντος αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες διώκεται και παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για την ως άνω πράξη και πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν η έφεσή του κατά του 3086/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών".
Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, που απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά του πρωτοβαθμίου παραπεμπτικού βουλεύματος, διέλαβε, την κατά τα προαναφερθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση για το οποίο παραπέμπεται ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών, που προέκυψαν από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 13 στ, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 98 του Π.Κ., 1 παρ. 1α στοιχείο αιζ, (όπως προστέθηκε το εδάφιο αιζ με το άρθρο 2 παρ. 16 ν. 2479/1997), 2 παρ. 1 εδάφια β-α του ν. 2331/1995, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή κατ' άλλον τρόπο. Ειδικότερα αιτιολογούνται οι παραδοχές του βουλεύματος για τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες του ήδη αναιρεσείοντος όσο υπηρετούσε αυτός, από το Μάιο 1997 έως τον μήνα Ιανουάριο 2000, στο Τμήμα Σωφρονιστικής Μεταχείρισης Ενηλίκων της Διευθύνσεως Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Παρατίθενται ακόμη στο προσβαλλόμενο βούλευμα περιστατικά σχετικά με το ότι ο αναιρεσείων κατά το διάστημα που ήταν υπάλληλος στο άνω Τμήμα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, προς εξυπηρέτηση διαφόρων κρατουμένων σε φυλακές της χώρας, ενήργησε είτε για να μεταφερθούν σε άλλη φυλακή, από εκείνη στην οποία μέχρι τότε εκρατούντο, είτε για να τους ανατεθούν συγκεκριμένες εργασίες που διευκόλυνε την έξοδό τους από την φυλακή, είτε για να μην εκτελεσθεί απόφαση περί μεταγωγής των σε άλλη φυλακή, είτε για να προωθήσει διατυπώσεις που έπρεπε να τηρηθούν προκειμένου να καταστεί δυνατή η υφ' όρο απόλυσή τους. Αιτιολογείται επιπλέον ότι ο αναιρεσείων προερχόταν ως υπάλληλος στο ανωτέρω Τμήμα Σωφρονιστικής Μεταχείρισης Ενηλίκων εξακολουθητικώς στην εισαγωγή στην κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών του Υπουργείου Δικαιοσύνης αιτήσεων κρατουμένων όσον αφορά στην ικανοποίηση αιτημάτων τους κατά παραβίαση της σειράς προτεραιότητας που έπρεπε να τηρείται σε σχέση με τις υποβαλλόμενες αιτήσεις. Παρατίθενται ακόμη στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών περιστατικά από τα οποία δέχθηκε ότι προέκυπτε ότι ο αναιρεσείων, από άτομα που έρχονταν σε επικοινωνία μαζί του για εξυπηρέτηση αιτημάτων κρατουμένων σε διάφορες φυλακές της χώρας, ελάμβανε δώρα και χρήματα για να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνταν ώστε να ικανοποιούνται τα αιτήματα αυτών. Κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος χρήματα ως δώρα ή ως αντάλλαγμα ελάμβανε ο ήδη αναιρεσείων και κατά το διάστημα που υπηρετούσε στο Τμήμα Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων Κρατουμένων του Υπουργείου Δικαιοσύνης για μελλοντικές ενέργειες και παρεμβάσεις του να προωθεί εκτός σειράς προτεραιότητα αιτήματα κρατουμένων σε φυλακές της χώρας για μεταγωγή των και ότι τα χρήματα αυτά τα κατέθετε στη συνέχεια στους λογαριασμούς καταθέσεως που ετηρούντο στην Τράπεζα CITI BANK, στην Εμπορική Τράπεζα και στην Τράπεζα EUROBANK δικαιούχος των οποίων ήταν ο ίδιος και σε έναν από αυτούς που ήταν κοινός ήταν συνδικαιούχοι ο ίδιος και η σύζυγός του με σκοπό να συγκαλύψει την προέλευση των κατατεθειμένων ποσών από την εγκληματική δραστηριότητα της κατ' εξακολούθηση παθητικής δωροδοκίας με τη γνώση και θέληση τελέσεως των πράξεων αυτών. Περαιτέρω αιτιολογημένα απορρίφθηκαν από το Συμβούλιο Εφετών οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος για την προέλευση των κατατεθέντων στους άνω λογαριασμούς χρημάτων από άλλες αναφερόμενες από αυτόν πηγές εσόδων του ιδίου και της συζύγου του κατά το διάστημα από το έτος 1997 μέχρι τον Απρίλιο έτους 2002. Σύμφωνα με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και αναφέρει στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν αποτέλεσε. Κριτήριο απορρίψεως των ως άνω ισχυρισμών του αναιρεσείοντος περί του ότι από νόμιμες πηγές και δραστηριότητες πορίσθηκε τα χρήματα που κατατέθηκαν στους αναφερόμενους τραπεζικούς λογαριασμούς αποκλειστικώς η αδυναμία του να δικαιολογήσει την προέλευση του συνόλου των κατατεθέντων ποσών στους παραπάνω τραπεζικούς λογαριασμούς. Παρατίθενται επίσης στο προσβαλλόμενο βούλευμα πραγματικά περιστατικά από τα οποία εξειδικεύεται η κατ' επάγγελμα τέλεση της αξιοποίνου πράξεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες που αποδίδεται στον ήδη αναιρεσείοντα όπως οι επί ικανό χρονικό διάστημα πολλαπλές καταβολές σημαντικών χρηματικών ποσών σε έξι τραπεζικούς λογαριασμούς, σε έναν από τους οποίους κατατίθεντο και οι μισθοί από την υπηρεσία του και προκύπτει ο σκοπός του να πορίζεται εισόδημα. Γίνεται, τέλος, δεκτό από το Συμβούλιο Εφετών ότι δεν ασκούσε ουδεμία επιρροή ως προς την πράξη για την οποία έκρινε ότι έπρεπε να παραπεμφθεί ο ήδη αναιρεσείων, για να δικασθεί στο ακροατήριο, η μη άσκηση ποινικής διώξεως εναντίον του και η λόγω παραγραφής εξάλειψη του αξιόποινου για την πλημμεληματικού χαρακτήρα πράξη της παθητικής δωροδοκίας, που είναι από αυτές που τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Επομένως, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος με τις οποίες προσάπτεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς το ουσιώδες για τη θεμελίωση της αποδιδόμενης σ' αυτόν αξιοποίνου πράξεως ζήτημα της προελεύσεως από το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας των ποσών που κατατέθηκαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς των οποίων ήταν δικαιούχος, είναι απορριπτέες και ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως είναι αβάσιμος. Κατά το μέρος δε με το οποίο, υπό την επίκληση της ίδιας ελλείψεως επαρκούς αιτιολογίας αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα συναγωγή διαφορετικού συμπεράσματος ως εκ της μη υπάρξεως, κατά τους ισχυρισμούς του, αποδείξεων από τις οποίες να δικαιολογείται η παραδοχή διαπράξεως του βασικού εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας, ως στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, είναι απορριπτέες οι σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, καθόσον αποδίδεται σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων και έτσι προσβάλλεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου ως προς τις συγκεκριμένες παραδοχές που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει έτερος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25 Μαΐου 2010 αίτηση του Α. Σ. του Ζ. για αναίρεση του με αριθμό 759/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 1 Δεκεμβρίου 2010.
Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 8 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ