Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 841 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας.




Περίληψη:
Αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρ. 19 παρ. 1 και 4 του Ν.2523/1997). Α) Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως (2ος) για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και για υπέρβαση εξουσίας (καταδίκασε για πράξη που είχε παραγραφεί). Β) Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής ως άνω διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 Ν. 2523/1997 τίθεται ως αφετηρία της παραγραφής η τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσης προσφυγής κλπ, δεν προκύπτει ότι για το έγκλημα του άρθρου 19, για το οποίο τίθεται διαφορετική προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής διώξεως, ο νόμος άφησε ηθελημένα αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του εγκλήματος αυτού, ώστε να ισχύσουν επ' αυτού οι διατάξεις του γενικού μέρους του ποινικού κώδικα των άρθρων 17, 111 και 112 κατά τις οποίες η παραγραφή επί πλημμελημάτων είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα τελέσεως τους, δηλαδή από την ημέρα που ο δράστης ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Εξάλλου με το άρθρο 2 παρ. 8 του Ν. 2954/2001 προστέθηκε στην ως άνω παρ. 10 του άρθρου 21 του Ν. 2523/1997 δεύτερο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπιστώσεως του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεωρήσεως του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που ενήργησε τον έλεγχο". Η τελευταία αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη για το δράστη της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 19 από εκείνη που, κατά τα ανωτέρω, ίσχυε προηγουμένως, σύμφωνα με την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της προσφυγής που ασκήθηκε και επί μη ασκήσεως προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο ενάρξεως αυτής και επομένως εφαρμόζεται κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του, την 2.11.2001. Απορρίπτεται ο 1ος λόγος αναίρεσης.




Αριθμός 841/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Ματέλλα, περί αναιρέσεως της 11103/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Δέσποινα Γάκη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1377/09.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 19 παρ. 1 και 4 του Ν. 2523/1997, υπό την ισχύ του οποίου φέρεται τελεσθείσα η εν προκειμένω φοροδιαφυγή, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 40 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή του φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών, εικονικό δε είναι το στοιχείο που εκδίδεται, εκτός άλλων περιπτώσεων, για συναλλαγή ανύπαρκτη, στο σύνολό της ή εν μέρει. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 21 παρ. 10 του ίδιου ως άνω Ν. 2523/1997 "η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή, σε περίπτωση μη ασκήσεως προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της". Η τελευταία αυτή διάταξη για το χρόνο ενάρξεως της παραγραφής, εφόσον δεν κάνει διάκριση, κατελάμβανε και τα εγκλήματα του ως άνω άρθρου 19, μολονότι η ποινική δίωξη γι' αυτά ησκείτο άμεσα, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά, (σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 3 του Ν. 2523/1997, όπως το εν λόγω εδάφιο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 πα. 3 του Ν. 2753/1999) και δεν είχε ως προϋπόθεση την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής και επί μη ασκήσεως προσφυγής την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της προς τούτο νόμιμης προθεσμίας, όπως επί των εγκλημάτων των άρθρων 17 και 18 του ίδιου νόμου. Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής ως άνω διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 τίθεται ως αφετηρία της παραγραφής η τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσης προσφυγής κ.λ.π., δεν προκύπτει ότι για το έγκλημα του άρθρου 19, για το οποίο τίθεται διαφορετική προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής διώξεως, ο νόμος άφησε ηθελημένα αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του εγκλήματος αυτού, ώστε να ισχύσουν επ' αυτού οι διατάξεις του γενικού μέρους του ποινικού κώδικα των άρθρων 17, 111 και 112 κατά τις οποίες η παραγραφή επί πλημμελημάτων είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα τελέσεώς τους, δηλαδή από την ημέρα που ο δράστης ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Εξάλλου με το άρθρο 2 παρ. 8 του Ν. 2954/2001 προστέθηκε στην ως άνω παραγ. 10 του άρθρου 21 του Ν. 2523/1997 δεύτερο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπιστώσεως του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεωρήσεως του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που ενήργησε τον έλεγχο". Η τελευταία αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη για το δράστη της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 19 από εκείνη που, κατά τα ανωτέρω, ίσχυε προηγουμένως, σύμφωνα με την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της προσφυγής που ασκήθηκε και επί μη ασκήσεως προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο ενάρξεως αυτής και επομένως εφαρμόζεται κατά το άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του, την 2.11.2001. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν έχει εκ του νόμου, τούτο δε συντρέχει, πέραν των περιπτώσεων που ενδεικτικώς αναφέρονται στην ως άνω διάταξη, και όταν το δικαστήριο, ενώ το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφθηκε με παραγραφή, δεν παύει την ασκηθείσα ποινική δίωξη αλλά επιβάλλει για την παραγραφείσα πράξη ποινή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης 11103/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης με την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων σε δεύτερο βαθμό, κατά πλειοψηφία, για αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση, ο συνήγορος τούτου προέβαλε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι οι πράξεις του ως άνω κατ' εξακολούθηση εγκλήματος που φέρονται τελεσθείσες την 21.5.2001 και 19.10.2001 έχουν παραγραφεί, καθόσον από τους εν λόγω χρόνους μέχρι τη συζήτηση της υποθέσεως κατ' έφεση, την 17.6.2009, είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των οκτώ ετών, ήτοι ο χρόνος των πέντε ετών της παραγραφής της και των τριών ετών της αναστολής της παραγραφής αυτής. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία διέλαβε σχετικώς, μετά την παράθεση νομικών σκέψεων ομοίων προς τις ανωτέρω εκτεθείσες ως προς το χρόνο ενάρξεως της παραγραφής του συγκεκριμένου εγκλήματος, τα εξής: "αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τον αυτοτελή ισχυρισμό περί παραγραφής που προέβαλε ο κατηγορούμενος, από τη με αριθμό 222 έκθεση ελέγχου, που έχει συνταχθεί για την κρινόμενη υπόθεση από την Περιφερειακή Διεύθυνση Κεντρικής Μακεδονίας της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, θεωρήθηκε από τον Αναπληρωτή Προϊστάμενο της Υπηρεσίας αυτής στις 17-2-2006 και συνεπώς, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, έκτοτε αρχίζει η παραγραφή του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο αδικήματος, με αποτέλεσμα να μην τίθεται ζήτημα παραγραφής αυτού, ενόψει του χρόνου επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος, ο οποίος προέκυψε ότι είναι στις 4-12-2006, από την επίδοση του οποίου ανεστάλη η παραγραφή. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί παραγραφής του αδικήματος που του αποδίδεται πρέπει ν'απορριφθεί".
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας αναφορικά με τη χρονική αφετηρία της πενταετούς παραγραφής του εγκλήματος της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, που είναι εκείνη της χρονολογίας θεωρήσεως του πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, για την οποία δέχθηκε περαιτέρω ότι έλαβε χώρα την 17.2.2006, κατ' ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που προπαρατέθηκαν απέρριψε τον περί παραγραφής ισχυρισμό, ενώ οι άνω διατάξεις του ν. 2954/2001 δεν αντίκεινται στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως διατείνεται ο αναιρεσείων και συνεπώς, με το να προχωρήσει το Δικαστήριο στην συζήτηση της υποθέσεως και να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα για τις δύο ως άνω μερικότερες πράξεις που κατηγορείτο, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, όπως αντιθέτως υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, ο οποίος, μετά ταύτα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως θεμελιώνει και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 11103/2009 απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης που την εξέδωσε, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, σχετικά με την κατηγορία, ότι από τα αναφερόμενα κατ'είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα εξής: "αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, στη Θεσσαλονίκη, την 21-5-2001 και 19-10-2001, με πρόθεση παρείχε στο Λ συνδρομή κατά την τέλεση από αυτόν της πράξης της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι οΛ ήρθε σε επαφή με τον κατηγορούμενο, που ήταν ασφαλιστικός πράκτορας, μέσω του Ω και τον έπεισε να του επιτρέψει να χρησιμοποιήσει ο ίδιος Λ και ο τελευταίος Ω το όνομα του, προκειμένου να πραγματοποιήσουν φορολογική έναρξη σε ατομική επιχείρηση με την επωνυμία Χ ΑΦΜ ... και με αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας εμπόριο ενδυμάτων, η οποία όμως επιχείρηση δεν είχε πραγματική δραστηριότητα, αλλά έγινε αποκλειστικά και μόνο για την έκδοση και αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, αφού αυτά αφορούσαν συναλλαγές που ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν, ενέργεια για την οποία ο κατηγορούμενος θα ελάμβανε ως αμοιβή περί τις 500.000 μηνιαίως, χωρίς να ασχολείται με την επιχείρηση αυτή. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος παρείχε στον Ω την πληρεξουσιότητα να ασκεί αυτός τις δραστηριότητες της ως άνω εταιρίας. Έτσι, κατόπιν οδηγιών του Λ, ο Ω συνήψε σύμβαση μίσθωσης με τον ..., δυνάμει της οποίας μίσθωσε ένα κατάστημα στη ... , όπου θα φαινόταν ότι ήταν η έδρα της ως άνω ατομικής επιχείρησης του κατηγορουμένου και εισέπραττε από τις Τράπεζες τις επιστροφές ΦΠΑ που προέκυπταν από τις ενδοκοινοτικές παραδόσεις αγαθών, οι οποίες περιλαμβάνονταν σε φορολογικά στοιχεία και ήταν εικονικές, καθώς ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν, λόγω μη πραγματικής υπόστασης της ως άνω ατομικής επιχείρησης του κατηγορουμένου, στην οποία, άλλωστε, κατά τον έλεγχο από την οικεία ΔΟΥ δεν βρέθηκαν στοιχεία και βιβλία. Στα πλαίσια της ως άνω δραστηριότητας, ο Λ, ο οποίος στην πραγματικότητα ασκούσε τη διαχείριση της επιχείρησης αυτής, ως υποκρυπτόμενο πρόσωπο, αποδέχθηκε, έλαβε και καταχώρησε στα οικεία βιβλία της ως άνω επιχείρησης φορολογικά στοιχεία από την εταιρία "... και Σία ΕΕ", η οποία είχε προέλθει από μετατροπή της εταιρίας με την επωνυμία "... και Σία ΕΕ" και φερόταν να εδρεύει στην ..., στην οδό ..., όπου δεν υφίστανται κτίσμα και συγκεκριμένα: α) το με αριθμό ... τιμολόγιο πώλησης 600 φορεμάτων από μαλλί 50% αντί 55.600 δραχμών έκαστο και συνολικής αξίας 33.360.000 δραχμών, πλέον ΦΠΑ 6.004.800 δρχ. και συνολικά 39.923.400 δρχ. και β) το με αριθμό ... δελτίο αποστολής - τιμολόγιο πώλησης 5.740 τεμαχίων "set for woman 100% cotton", αντί 5.910 δραχμών έκαστο και συνολικής αξίας 33.923.400 δραχμών, πλέον ΦΠΑ 6.106.212 δρχ. και συνολικά 40.029.612 δρχ., ενώ γνώριζε τόσο ο Λ όσο και ο παρών κατηγορούμενος ότι τα ως άνω στοιχεία ήταν εικονικά, αφού αφορούσαν ανύπαρκτη συναλλαγή, ενόψει και του ότι η ατομική επιχείρηση του κατηγορουμένου δεν είχε πραγματική υπόσταση και ως εκ τούτου τη δυνατότητα αγοράς και εμπορίας των εμπορευμάτων που αναφέρονται σ'αυτά. Ο δε κατηγορούμενος παρείχε στο Λ άμεση συνεργεία κατά την τέλεση της ως άνω πράξης, ήτοι της αποδοχής και καταχώρησης των ως άνω εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθόσον ενώ γνώριζε το σκοπό για τον οποίο θα λειτουργούσε η ως άνω επιχείρηση, δέχθηκε να γίνει έναρξη αυτής στην αρμόδια ΔΟΥ στο πρόσωπο του και με τον τρόπο αυτό παρείχε την απαιτούμενη άμεση βοήθεια για τη λειτουργία της και μάλιστα με αμοιβή, όπως προαναφέρθηκε. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης αυτής" Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφήρμοσε, των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ.1, 46 παρ. 1 β ΠΚ και 19 και 21 του Ν. 2523/1997, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δε στερείται νόμιμης βάσεως. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες αφού : α) με το να δεχθεί το Δικαστήριο της ουσίας ότι ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων προέβη σε έναρξη ατομικής επιχειρήσεως εμπορίας ενδυμάτων, χωρίς πρόθεση πραγματικής δραστηριότητας, αποκλειστικά και μόνο για έκδοση και αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων και δη τιμολογίων, παρέχοντας έτσι, αντί μηνιαίας αμοιβής, άμεση συνδρομή στον υποκρυπτόμενο πραγματικό διαχειριστή της επιχειρήσεώς του Λ και δεν είχε καμία επαγγελματική συνεργασία με την εκδότρια εταιρεία των δύο εικονικών τιμολογίων, που αφορούσαν ανύπαρκτη συναλλαγή και αποδέχθηκε τελικά ο Λ, αιτιολόγησε αρκούντως το στοιχείο της εκ μέρους του κατηγορουμένου γνώσεως της εικονικότητας των εν λόγω φορολογικών στοιχείων και τελέσεως της πράξεως άμεσης συνέργειας σε αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων εκ μέρους του Λ, αδιαφόρου όντος του ότι πράγματι υποκρυπτόμενοι και ουσιαστικοί διαχειριστές της επιχειρήσεώς του και δράστες της φοροδιαφυγής, με κάρπωση επιστρεφομένου ΦΠΑ από ανύπαρκτες συναλλαγές, ήταν ο Λ και άλλα πρόσωπα - μέλη κυκλώματος φοροδιαφυγής, β) η αναγραφή στα πρακτικά ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου ζήτησε να κηρυχθεί ο πελάτης του ένοχος απλής συνέργειας στην πράξη αποδοχής, ενώ τέτοιο αίτημα ουδέποτε υποβλήθηκε, δε συνιστά λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, ούτε άλλωστε προσβάλλονται τα πρακτικά για πλαστότητα, γ) η κατά τον αναιρεσείοντα αντίθεση μεταξύ της καταθέσεως των μαρτύρων ... σχετικά με τους υποκρυπτόμενους πραγματικούς διαχειριστές της επιχειρήσεως του κατηγορουμένου και τη συμμετοχή ή μη αυτού στις συγκεκριμένες παράνομες συναλλαγές και των παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως περί γνώσεως και συμμετοχής του κατηγορουμένου ως άμεσου συνεργού στις εικονικές συναλλαγές εκδόσεως και αποδοχής τιμολογίων από ανύπαρκτες αγοραπωλησίες ενδυμάτων, έναντι μηνιαίας αμοιβής, δεν αποτελεί αναιρετική πλημμέλεια με την έννοια της αντιφάσεως και εντεύθεν της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 40 παρ.3 του Ν. 3220/2004, που ορίζει ότι η ποινική δίωξη ασκείται αποκλειστικά κατά του πραγματικά υπόχρεου που υποκρύπτεται και όχι κατά του φερόμενου εκδότη ή αποδέκτη συναλλασσόμενου, αλλά πλήττει την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Άλλωστε, ως αντίφαση ή ασάφεια, η οποία συνεπάγεται έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως, νοείται η προκύπτουσα είτε μεταξύ των εκτιθεμένων στο σκεπτικό της αποφάσεως είτε μεταξύ των τελευταίων και εκείνων που αναφέρονται στο διατακτικό και όχι η τυχόν αντίθεση ορισμένων αποδεικτικών μέσων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αποφάσεως, η οποία ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Επομένως, οι αντίθετοι προς τ' ανωτέρω λόγοι της αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα .(άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς εναγόντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 40/24-9-2009 αίτηση του Χ περί αναιρέσεως της 11103/2009 αποφάσεως Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Απριλίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή