Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
Περίληψη:
Αναίρεση κατά βουλεύματος, για κακουργηματική απάτη, από κοινού. Επίκληση λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει.
Αριθμός 1260/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ορισθέντα με την 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1504/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ3.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 2.8.2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1585/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 130/12.3.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, τις από 2-8-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων α) Χ2 και β) Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 1504/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσες, εκθέτω τα εξής: Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθησαν κατ'ουσίαν οι εφέσεις των αναιρεσειόντων, κατά του υπ'αριθμ. 2706/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη τούτο, διά του οποίου αυτοί παραπέμπονται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθούν δι'απάτη από κοινού, εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ιδιαιτέρως μεγάλη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ). Προβάλλουν δε αυτοί, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την έλλειψη νομίμου βάσεως και την υπέρβαση εξουσίας.
Επειδή, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρου 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, δια το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα και όταν αυτό δεν έχει δικές τους σκέψεις, αλλά αναφέρεται, ακόμη και εξ ολοκλήρου, στις σκέψεις της ενσωματωμένης στο βούλευμα εισαγγελικής προτάσεως, εφ'όσον βέβαια αυτή πληροί τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος (ΑΠ 66/2007).
Ως προς τα αποδεικτικά μέσα τα οποία ελήφθησαν υπ'όψη από το συμβούλιο, για την παραπεμπτική κρίση του, αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα από αυτά. Πρέπει όμως να υπάρχη βεβεβαιότης ότι το συμβούλιο έλαβε υπ'όψη και συνεξετίμησε το σύνολο τούτων και όχι μόνο μερικά από αυτά, το δε γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπ'όψη τα άλλα (ΑΠ 1946/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/531, ΑΠ 685/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/233). Και δεν ιδρύουν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ή η ενδεικτική αναφορά μερικών από αυτές, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως εκάστου αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, αφού στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του συμβουλίου (βλ. ΑΠ 23/2007). Περαιτέρω, ως προκύπτει εκ της διατάξεως του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όχι μόνο όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εδέχθη ότι προέκυψαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, εκ του λόγου ότι στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 114/2004, ΑΠ 418/1999, εις ΠΧ/Ν'/41). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δέχεται, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, κατ' είδος προσδιορισμένα, προέκυψαν τα διαλαμβανόμενα στην εισαγγελική πρόταση πραγματικά περιστατικά, ως εξής, κατά τα ουσιώδη μέρη: Ο εγκαλών Ψ1, μόνιμος κάτοικος ..... Ηλείας, όπου διατηρεί από πολλών ετών κρεοπωλείο, το έτος 1998 γνώρισε -μέσω του γιου του Ψ -τον τρίτο κατηγορούμενο Χ3, που διέμενε τότε κατά περιόδους στο γειτονικό χωριό ....., αν και κατοικούσε μονίμως στο .... Αττικής. Ο εν λόγω κατηγορούμενος δημιούργησε την εντύπωση στον γιό Ψ , αλλά και στον ίδιο τον εγκαλούντα, ότι διέθετε ιδιαίτερα ικανές χρηματοοικονομικές γνώσεις και μπορούσε να τους συμβουλεύσει και να τους υποδείξει επιτυχείς (κερδοφόρες) επενδύσεις στην κεφαλαιαγορά. Στις αρχές Νοεμβρίου του έτους 1999 στην Αθήνα, ο κατηγορούμενος Χ3 ανέφερε στον εγκαλούντα, μέσω του γιου του , ότι ήταν υπό ίδρυση εταιρεία (διαχείρισης χαρτοφυλακίων κινητών αξιών) με την επωνυμία MARFIN PREMIUM ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΕΙΟΥ" και διακριτικό τίτλο "MARFIN PREMIUM ΑΕΕΧ" . Η εταιρεία αυτή επρόκειτο να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, ως θυγατρική της ήδη εισηγμένης εταιρείας "MARFIN ΑΕΠΕΥ". Πρότεινε, λοιπόν, στον εγκαλούντα να συμμετάσχει στη νεοϊδρυόμενη εταιρεία ως ιδρυτικός μέτοχος, δεδομένου ότι επρόκειτο για εξαιρετικά κερδοφόρα επένδυση, αφού μετά την εισαγωγή της εταιρείας στο Χ.Α.Α. η αξία των μετοχών της θα σημείωνε μεγάλη άνοδο. Για τη συμμετοχή αυτή απαιτείτο η καταβολή κεφαλαίου τουλάχιστον 100.000.000 δραχμών για την αγορά ίσης αξίας μετοχών. Ο εγκαλών - με την παρότρυνση και του γιου του -αποδέχθηκε αμέσως και πρόθυμα την πρόταση. Τότε, ο κατηγορούμενος Χ3 για πρώτη φορά ανέφερε ότι πέραν του κεφαλαίου θα απαιτείτο και κάποιο επιπλέον χρηματικό ποσό ως ''μίζα'' για τη συμμετοχή στη νεοϊδρυόμενη εταιρεία. Σε συνάντηση που επακολούθησε στην Αθήνα (περιοχή ....) μεταξύ των πατέρα και γιου Ψ και του εν λόγω κατηγορούμενου, ο τελευταίος εξέφρασε αμφιβολίες για τη δυνατότητα συμμετοχής του εγκαλούντα στην νεοϊδρυόμενη εταιρεία και προσδιόρισε το επιπλέον ποσό ("μίζα") σε 30.000.000 δραχμές . Το ποσό αυτό απαιτείτο -σύμφωνα με τις παραστάσεις του κατηγορουμένου -διότι η προθεσμία για τη δήλωση συμμετοχής στη σύσταση της εταιρείας είχε παρέλθει αλλά και διότι υπήρχαν επενδυτές που διέθεταν πολύ μεγαλύτερα συμμετοχικά κεφάλαια και ως εκ τούτου προηγούντο. Έτσι το εν λόγω επιπλέον χρηματικό ποσό ήταν- σύμφωνα με τον κατηγορούμενο- απαραίτητο ''για να λαδωθούν τα γρανάζια και για να δεχθούν τα στελέχη της εταιρείας τη συμμετοχή (του εγκαλούντα) σ'αυτήν". Ως το πρόσωπο, εξάλλου, που θα διαχειριζόταν το επιπλέον χρηματικό ποσό για το συγκεκριμένο σκοπό ανέφερε την ήδη πρώτη κατηγορουμένη, Χ1, που διέθετε τις σχετικές γνωριμίες. Σημειώνεται ότι όντως η τελευταία γνώριζε προσωπικά από το έτος 1990 τον βασικό ιδρυτικό μέτοχο της υπό σύσταση εταιρείας και πρόεδρο της "μητρικής" εταιρείας, Γ1, δικηγόρο Αθηνών ".
Στις 16-11-1999 ο εγκαλών και ο γιος του συναντήθηκαν στην Αθήνα (περιοχή ....) με τον Χ3 και τον σύζυγο της Χ1, Χ2 (ήδη δεύτερο κατ/νο). Κατά τη συνάντηση, σε σχετική ερώτηση του εγκαλούντα προς τον Χ2, ο τελευταίος επιβεβαίωσε ότι πράγματι ήταν απαραίτητη η καταβολή του επιπλέον ποσού των 30.000.000 δραχμών, ως "μίζα" προς στελέχη της εταιρείας, ώστε να γίνει δεκτή η συμμετοχή του διότι είχε λήξει η προθεσμία για τις δηλώσεις συμμετοχών. Στη συνέχεια όλοι μαζί μετέβησαν στα γραφεία της "μητρικής" εταιρείας MARFIN ΑΕΠΕΥ", επί της λεωφόρου Κηφισίας αρ.44, όπου ο εγκαλών υπέγραψε σχετικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο έγγραφο, με το οποίο εξουσιοδοτούσε τον ως άνω Γ1 να υπογράψει αντ' αυτού (ως ιδρυτικού μετόχου) την οικεία πράξη συστάσεως της νεοϊδρυόμενης εταιρείας.
Στις 19-11-1999 ο εγκαλών και ο γιος του συναντήθηκαν εκ νέου στην Αθήνα (περιοχή ..... ) με τους Χ3 και Χ2, καθώς και με την Χ1, με σκοπό την καταβολή από τον εγκαλούντα των προαναφερθέντων χρηματικών ποσών. Κατά την συνάντηση που πραγματοποιήθηκε σε καφετέρια της περιοχής ο εγκαλών, απευθυνόμενος στην Χ1 και τον σύζυγο της, επιχείρησε να μειώσει το ύψος του επιπλέον χρηματικού ποσού (30.000.000 δρχ.) . Όμως αυτοί ήταν κατηγορηματικοί ότι το εν λόγω ποσό ήταν εξ ολοκλήρου απαραίτητο για να δοθεί ως "μίζα" στους αρμόδιους για τη σύσταση της εταιρείας ώστε να γίνει δεκτή η συμμετοχή του, δεδομένου ότι η σχετική προθεσμία είχε παρέλθει. Ακολούθως, όλοι μαζί μετέβησαν στο παρακείμενο κατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας, όπου ο εγκαλών -όντας πεπεισμένος ότι για να συμμετάσχει ως ιδρυτικός μέτοχος στην υπό σύσταση εταιρεία, έπρεπε να καταβάλει το προαναφερθέν χρηματικό ποσό για τον ως άνω σκοπό, επειδή είχε παρέλθει η προθεσμία δήλωσης συμμετοχής- ανέλαβε από τον υπ'αριθμ. ...... λογαριασμό καταθέσεων που διατηρούσε στην εν λόγω Τράπεζα, συνολικό χρηματικό ποσό 130.000.000 δραχμών. Από τα χρήματα αυτά, 100.000.000 δραχμές κατέθεσε στον οικείο λογαριασμό που είχε ανοιγεί στην εν λόγω Τράπεζα για την κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου της υπό σύσταση εταιρείας και 30.000.000 δραχμές παρέδωσε σε μετρητά στους Χ1 και Χ2.Μετά πάροδο κάποιων μηνών απεστάλησαν στον εγκαλούντα η από ..... πράξη σύστασης της εταιρείας "MARFIN PREMIUM ΑΕΕΧ" και το καταστατικό της. Τότε αυτός διαπίστωσε ότι πολλοί από τους ιδρυτικούς μετόχους είχαν υπογράψει τα σχετικά πληρεξούσια έγγραφα για τη συμμετοχή τους μετά τις 16-11-1999 και άρχισε να υποψιάζεται ότι απατηλώς οι κατηγορούμενοι του είχαν αποσπάσει το ποσό των 30.000.000 δρχ. υπό το πρόσχημα της λήξεως της προθεσμίας συμμετοχής. Αρχικά απευθύνθηκε στον Χ3, ο οποίος με υπεκφυγές του απάντησε ότι ενδεχομένως και οι άλλοι εκπρόθεσμοι μέτοχοι είχαν καταβάλει "μίζες". Στη συνέχεια ο εγκαλών επεδίωξε και κατάφερε να επικοινωνήσει με τον Γ1, από τον οποίο πληροφορήθηκε την όλη αλήθεια. Ότι, δηλαδή, για κανένα από τους μετόχους της νέας εταιρείας -ούτε για τον εγκαλούντα-υπήρξε πρόβλημα συμμετοχής τους σ'αυτήν λόγω προθεσμιών και μάλιστα ότι τότε αναζητούντο υποψήφιοι ιδρυτικοί μέτοχοι για την κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας.
Μετά από αυτά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αναφερόμενο στην εισαγγελική πρόταση, η οποία δέχεται ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων, δια την αποδιδομένη σ'αυτούς ανωτέρω αξιόποινη πράξη, απέρριψε τις εφέσεις αυτών και επεκύρωσε το ως άνω παραπεμπτικό πρωτόδικο βούλευμα. Με τις παραδοχές αυτές, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την πρόταση αυτή, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Επίσης, τούτο εφήρμοσε ορθώς τις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και δεν παρεβίασε αυτές ούτε εκ πλαγίου, έτσι δε, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, εκ της μνείας στην εισαγγελική πρόταση, μεταξύ των συνεκτιμηθέντων αποδεικτικών στοιχείων, των μαρτυρικών καταθέσεων, αδιακρίτως, προκύπτει ότι ελήφθησαν υπ' όψη και εξετιμήθησαν οι καταθέσεις όλων των εξετασθέντων μαρτύρων (κατηγορίας και υπερασπίσεως) και, επομένως, ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμος. Επίσης, αβάσιμος είναι ο ισχυρισμός αυτών, περί αντιφατικών παραδοχών, εν σχέσει προς τις παραστάσεις ψευδών γεγονότων ως αληθών, από αυτούς (αναιρεσείοντες) προς τον εγκαλούντα, αφού από το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν προκύπτει τούτο. Τέλος, και ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, ότι το Συμβούλιο αρκέσθηκε σε "λιγότερα" των "σοβαρών ενδείξεων ενοχής" στοιχεία, διά την παραπομπή των στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος, αφού αυτοί παραπέμπονται με την παραδοχή ότι υπάρχουν "επαρκείς" ενδείξεις ενοχής των (άρθρ. 313 Κ.Π.Δ.). Υπό τα δεδομένα αυτά, οι προβαλλόμενοι αναιρετικοί λόγοι, εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β', δ', στ' ΚΠΔ είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Οι δε λοιπές αιτιάσεις, δια των οποίων πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, είναι απαράδεκτες. Κατ'ακολουθία, πρέπει να απορριφθούν οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω
Να απορριφθούν οι από 2-8-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των α) Χ2 και β) Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 1504/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.
Αθήναι 27 Δεκεμβρίου 2007Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες με αριθμό 168/2-8-2007, και 169/2-8-2007 αιτήσεις αναιρέσεως, των: α) Χ2 και, β) Χ1, κατά του υπ' αριθμό 1504/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο, απορρίφθηκαν κατ' ουσία οι εφέσεις των ήδη αναιρεσειόντων, και επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα, και με το οποίο παραπέμφθηκαν οι ως άνω αναιρεσείοντες, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν για την πράξη της κακουργηματικής απάτης από κοινού, από την οποία η ζημία που προκλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, το δε περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ με την επιβαρυντική περίσταση, ότι ήταν εντολοδόχοι και το υπεξαιρεθέν ποσό υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, (άρθρο 386 παρ.1 β-α και 3 εδ. β του Π.Κ), έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, (άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ). Γι' αυτό, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά τους, συνεκδικαζόμενες, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη εξ υπαρχής την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε, συντρεχόντων και των λοιπών όρων, θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξ άλλου, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 386 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με άρθρο 1 παρ.11 του ν. 2408/1996, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και β) αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση της παρ. 3, ορίσθηκε ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αφαιρέθηκε δηλαδή η επιβαρυντική περίσταση του ιδιαίτερα επικίνδυνου δράστη. Η διάταξη όμως αυτή αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από τις 3 Ιουνίου 1999 (άρθρο 55 του ίδιου νόμου) και ορίζει ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών(73.000) ευρώ. Η διάταξη αυτή είναι ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο μόνο στην περίπτωση που το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία δεν υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 ευρώ), οπότε η πράξη, και αν ακόμη έχει τελεσθεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, φέρει χαρακτήρα πλημμελήματος, όπως επίσης είναι ευνοϊκότερη αν το συνολικό ποσό, χωρίς τη συνδρομή της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης, δεν υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ). Αν όμως το ποσό του οφέλους ή της ζημίας είναι ανώτερο των 5.000.000 δραχμών και συντρέχουν οι ανωτέρω επιβαρυντικές περιστάσεις ή είναι απλώς ανώτερο των 25.000.000 δραχμών η πράξη της απάτης έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και με τη νεότερη διάταξη. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις μαρτύρων, τα έγγραφα, σε συνδυασμό με την απολογία των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο εγκαλών Ψ1, μόνιμος κάτοικος ...... Ηλείας, όπου διατηρεί από πολλών ετών κρεοπωλείο, το έτος 1998 γνώρισε -μέσω του γιου του Ψ -τον τρίτο κατηγορούμενο Χ3, που διέμενε τότε κατά περιόδους στο γειτονικό χωριό ...., αν και κατοικούσε μονίμως στο ..... Αττικής. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, δημιούργησε την εντύπωση στον γιό Ψ, αλλά και στον ίδιο τον εγκαλούντα, ότι διέθετε ιδιαίτερα ικανές χρηματοοικονομικές γνώσεις και μπορούσε να τους συμβουλεύσει και να τους υποδείξει επιτυχείς (κερδοφόρες) επενδύσεις στην κεφαλαιαγορά. Στις αρχές Νοεμβρίου του έτους 1999 στην Αθήνα, ο κατηγορούμενος Χ3 ανέφερε στον εγκαλούντα, μέσω του γιου του , ότι ήταν υπό ίδρυση εταιρεία (διαχείρισης χαρτοφυλακίων κινητών αξιών) με την επωνυμία MARFIN PREMIUM ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΕΙΟΥ" και διακριτικό τίτλο "MARFIN PREMIUM ΑΕΕΧ". Η εταιρεία αυτή επρόκειτο να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, ως θυγατρική της ήδη εισηγμένης εταιρείας "MARFIN ΑΕΠΕΥ". Πρότεινε, λοιπόν, στον εγκαλούντα να συμμετάσχει στη νεοϊδρυόμενη εταιρεία ως ιδρυτικός μέτοχος, δεδομένου ότι επρόκειτο για εξαιρετικά κερδοφόρα επένδυση, αφού μετά την εισαγωγή της εταιρείας στο Χ.Α.Α., η αξία των μετοχών της θα σημείωνε μεγάλη άνοδο. Για τη συμμετοχή αυτή απαιτείτο η καταβολή κεφαλαίου τουλάχιστον 100.000.000 δραχμών, για την αγορά ίσης αξίας μετοχών. Ο εγκαλών - με την παρότρυνση και του γιου του -αποδέχθηκε αμέσως και πρόθυμα την πρόταση. Τότε, ο κατηγορούμενος Χ3 για πρώτη φορά ανέφερε ότι πέραν του κεφαλαίου θα απαιτείτο και κάποιο επιπλέον χρηματικό ποσό ως ''μίζα'' για τη συμμετοχή στη νεοϊδρυόμενη εταιρεία. Σε συνάντηση που επακολούθησε στην Αθήνα (περιοχή .....), μεταξύ των πατέρα και γιου Ψ και του εν λόγω κατηγορούμενου, ο τελευταίος εξέφρασε αμφιβολίες για τη δυνατότητα συμμετοχής του εγκαλούντα στην νεοϊδρυόμενη εταιρεία, και προσδιόρισε το επιπλέον ποσό ("μίζα") σε 30.000.000 δραχμές. Το ποσό αυτό απαιτείτο -σύμφωνα με τις παραστάσεις του κατηγορουμένου -διότι η προθεσμία για τη δήλωση συμμετοχής στη σύσταση της εταιρείας, είχε παρέλθει αλλά και διότι υπήρχαν επενδυτές, που διέθεταν πολύ μεγαλύτερα συμμετοχικά κεφάλαια και ως εκ τούτου προηγούντο. Έτσι, το εν λόγω επιπλέον χρηματικό ποσό ήταν- σύμφωνα με τον κατηγορούμενο- απαραίτητο ''για να λαδωθούν τα γρανάζια και για να δεχθούν τα στελέχη της εταιρείας τη συμμετοχή (του εγκαλούντα) σ'αυτήν". Ως το πρόσωπο, εξάλλου, που θα διαχειριζόταν το επιπλέον χρηματικό ποσό για το συγκεκριμένο σκοπό ανέφερε την ήδη πρώτη κατηγορουμένη, Χ1, που διέθετε τις σχετικές γνωριμίες. Σημειώνεται ότι όντως η τελευταία γνώριζε προσωπικά από το έτος 1990 τον βασικό ιδρυτικό μέτοχο της υπό σύσταση εταιρείας και πρόεδρο της "μητρικής" εταιρείας, Γ1, δικηγόρο Αθηνών".
Στις 16-11-1999, ο εγκαλών και ο γιος του συναντήθηκαν στην Αθήνα (περιοχή ....., με τον Χ3 και τον σύζυγο της Χ1, Χ2 (ήδη δεύτερο κατ/νο). Κατά τη συνάντηση, σε σχετική ερώτηση του εγκαλούντα προς τον Χ2, ο τελευταίος επιβεβαίωσε, ότι πράγματι ήταν απαραίτητη η καταβολή του επιπλέον ποσού των 30.000.000 δραχμών, ως "μίζα", προς στελέχη της εταιρείας, ώστε να γίνει δεκτή η συμμετοχή του διότι είχε λήξει η προθεσμία για τις δηλώσεις συμμετοχών. Στη συνέχεια όλοι μαζί μετέβησαν στα γραφεία της "μητρικής" εταιρείας MARFIN ΑΕΠΕΥ", επί της λεωφόρου Κηφισίας αρ. 44, όπου ο εγκαλών υπέγραψε σχετικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο έγγραφο, με το οποίο εξουσιοδοτούσε τον ως άνω Γ1 να υπογράψει αντ' αυτού (ως ιδρυτικού μετόχου) την οικεία πράξη συστάσεως της νεοϊδρυόμενης εταιρείας.
Στις 19-11-1999 ο εγκαλών και ο γιος του συναντήθηκαν εκ νέου στην Αθήνα (περιοχή ....), με τους Χ3 και Χ2, καθώς και με την Χ1, με σκοπό την καταβολή από τον εγκαλούντα των προαναφερθέντων χρηματικών ποσών. Κατά την συνάντηση που πραγματοποιήθηκε σε καφετέρια της περιοχής ο εγκαλών, απευθυνόμενος στην Χ1 και τον σύζυγο της, επιχείρησε να μειώσει το ύψος του επιπλέον χρηματικού ποσού (30.000.000 δρχ.). Όμως, αυτοί ήταν κατηγορηματικοί ότι το εν λόγω ποσό ήταν εξ ολοκλήρου απαραίτητο για να δοθεί ως "μίζα" στους αρμόδιους για τη σύσταση της εταιρείας, ώστε να γίνει δεκτή η συμμετοχή του, δεδομένου ότι η σχετική προθεσμία είχε παρέλθει. Ακολούθως, όλοι μαζί μετέβησαν στο παρακείμενο κατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας, όπου ο εγκαλών, όντας πεπεισμένος ότι για να συμμετάσχει ως ιδρυτικός μέτοχος στην υπό σύσταση εταιρεία, έπρεπε να καταβάλει το προαναφερθέν χρηματικό ποσό, για τον ως άνω σκοπό, επειδή είχε παρέλθει η προθεσμία δήλωσης συμμετοχής- ανέλαβε από τον υπ' αριθμ. ...... λογαριασμό καταθέσεων, που διατηρούσε στην εν λόγω Τράπεζα, συνολικό χρηματικό ποσό 130.000.000 δραχμών. Από τα χρήματα αυτά, 100.000.000 δραχμές κατέθεσε στον οικείο λογαριασμό που είχε ανοιγεί στην εν λόγω Τράπεζα, για την κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου της υπό σύσταση εταιρείας και 30.000.000 δραχμές παρέδωσε σε μετρητά στους Χ1 και Χ2.
Μετά πάροδο κάποιων μηνών απεστάλησαν στον εγκαλούντα η από ...... πράξη σύστασης της εταιρείας "MARFIN PREMIUM ΑΕΕΧ" και το καταστατικό της. Τότε, αυτός διαπίστωσε ότι πολλοί από τους ιδρυτικούς μετόχους, είχαν υπογράψει τα σχετικά πληρεξούσια έγγραφα για τη συμμετοχή τους μετά τις 16-11-1999 και άρχισε να υποψιάζεται, ότι απατηλώς οι κατηγορούμενοι του είχαν αποσπάσει το ποσό των 30.000.000 δρχ., υπό το πρόσχημα της λήξεως της προθεσμίας συμμετοχής. Αρχικά απευθύνθηκε στον Χ3, ο οποίος με υπεκφυγές του απάντησε ότι ενδεχομένως και οι άλλοι εκπρόθεσμοι μέτοχοι είχαν καταβάλει "μίζες". Στη συνέχεια, ο εγκαλών επεδίωξε και κατάφερε να επικοινωνήσει με τον Γ1, από τον οποίο πληροφορήθηκε την όλη αλήθεια. Ότι, δηλαδή, για κανένα από τους μετόχους της νέας εταιρείας -ούτε για τον εγκαλούντα-υπήρξε πρόβλημα συμμετοχής τους σ'αυτήν λόγω προθεσμιών και μάλιστα ότι τότε αναζητούντο υποψήφιοι ιδρυτικοί μέτοχοι για την κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας".
Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος των αναιρεσειόντων- κατηγορουμένων, και, επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, και, με το οποίο τους παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για Κακουργήματα) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν, ως υπαίτιοι απάτης σε βαθμό κακουργήματος, από την οποία το συνολικό όφελος που επιδίωξαν και αντίστοιχα η συνολική περιουσιακή ζημία που προξένησαν, υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, διέλαβε την επιβαλλόμενη, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο αυτοί παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο, επίσης δε, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 386 παρ.1β-α και 3 περ. β του Π.Κ, όπως η παρ.3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, τις οποίες σωστά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις.
Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, (άρθρο 484 παρ.1 περ. β και δ του Κ.Π.Δ), είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Ειδικότερα, εκτίθεται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με πληρότητα και σαφήνεια, ότι το Συμβούλιο εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και αναφέρει λεπτομερώς και αναλυτικά με ποιο τρόπο οι αναιρεσείοντες, από κοινού, στις αρχές του μηνός Νοεμβρίου του έτους 1999, παρέστησαν ψευδώς στον εγκαλούντα, ότι προκειμένου να καταστεί δυνατή η συμμετοχή του, στην υπό σύσταση εταιρεία με την επωνυμία " MARFIN PREMIUM ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΕΙΟΥ Α.Ε.Ε.Χ", έπρεπε, πέραν της εταιρικής του εισφοράς από 100.000.000 δρχ, να καταβάλει επί πλέον, το ποσό των 30.000.000 δρχ, προκειμένου να δικαιολογηθεί η εκπρόθεσμη δήλωση συμμετοχής του, και το οποίο, ποσό ήταν αναγκαίο, σύμφωνα με τις ψευδείς διαβεβαιώσεις τους, ώστε να διευκολυνθεί η συμμετοχή του, με την προηγούμενη οικονομική υποστήριξη των στελεχών της υπό σύσταση εταιρείας, στα οποία θα καταβάλλονταν το ως άνω ποσό των 30.000.000 δρχ, όπως επίσης, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι ψευδώς οι αναιρεσείοντες παρέστησαν στον εγκαλούντα, ότι είχε παρέλθει η προθεσμία για τη δήλωση συμμετοχής του. Περαιτέρω, αιτιολογείται η παραδοχή του βουλεύματος, ότι εξαιτίας αυτών των ψευδών παραστάσεων από μέρους των αναιρεσειόντων, παραπλανήθηκε ο εγκαλών, ο οποίος, αφού, πείστηκε στις ως άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις τους, τους κατέβαλε, το επί πλέον ποσό των 30.000.000 δρχ, ή 88.041,09 ευρώ, ποσό που αυτοί εισέπραξαν, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία του εγκαλούντος, και το οποίο, σε καμία περίπτωση δεν θα τους κατέβαλε ο εγκαλών, εάν δεν τον διαβεβαίωναν ψευδώς, για τα παραπάνω περιστατικά. Επιπρόσθετα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφέρεται και στο υποκειμενικό στοιχείο του κοινού δόλου των αναιρεσειόντων, οι οποίοι αν και γνώριζαν ότι ενώ είχε παρέλθει η προθεσμία, για τη δήλωση συμμετοχής του εγκαλούντος, στην υπό σύσταση ως άνω εταιρεία, παρόλα αυτά, όχι μόνο τον διαβεβαίωσαν ψευδώς περί του αντιθέτου, αλλά και ότι το ποσό των 30.000.000 δρχ, που τους κατέβαλε, πρόκειται να διατεθεί σε στελέχη της εταιρείας, τα οποία και θα παρέκαμπταν κάθε εμπόδιο, ώστε η συμμετοχή του στην υπό σύσταση εταιρεία, να είναι πλέον εφικτή. Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι των αιτήσεων αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, και 386 παρ.1β-α, και 3 περ.β του ΠΚ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς και η αίτησή του στο σύνολό της. Απορριπτομένης της αιτήσεως, πρέπει οι αναιρεσείοντες να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ), τα οποία θα επιβληθούν χωριστά για τον καθένα απ' αυτούς.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις, με αριθμούς 168/2-8-2007 και 169/2-8-2007, αιτήσεις, α) της Χ1 και β) Χ2, για αναίρεση του υπ' αριθμό 1504/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Επιβάλλει σε βάρος ενός εκάστου των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ