Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 490 / 2022    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 490/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου - Μωρέση, Μυρσίνη Παπαχίου και Γεώργιο Καλαμαρίδη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 9 Νοεμβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ζ. Τ. του Μ., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παύλο Γιωγιό, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Σ. του Α., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μάριο Ξανθόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-3-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Έδεσσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 29/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 1850/2018 του Μονομελούς Εφετείου .... Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 19-10-2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 19-10-2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθμ. 1850/2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου ..., με την οποία απορρίφθηκε η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθμ. 29/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει δεκτή η από 12-3-2011 αγωγή του αναιρεσιβλήτου, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη-αναιρεσείουσα να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ, το οποίο της είχε δώσει ως προκαταβολή για την πώληση ενός αυτοκινήτου και από την οποία πώληση τελικά αυτός υπαναχώρησε λόγω υπαιτιότητας της εναγομένης. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι κατά συνέπεια παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Από τη διάταξη του άρθρου 402 ΑΚ προκύπτει ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης μπορεί να δοθεί αρραβώνας, ο οποίος σκοπεί στην κάλυψη της ζημίας στην περίπτωση υπαίτιας ματαίωσης της σύμβασης, διαφέρει δε από την προκαταβολή, την οποία σκοπούσαν τα μέρη κατά την κατάρτιση της σύμβασης. Την προκαταβολή κάνει ο ένας εκ των συμβαλλομένων προς τον άλλον όχι προς κάλυψη της ζημίας, αλλά έναντι της παροχής και σε εγγύηση αυτής. Οι βασικές διαφορές μεταξύ προκαταβολής και αρραβώνα που δίνεται κατά την κατάρτιση της κύριας σύμβασης είναι οι ακόλουθες: α) η προκαταβολή τελεί υπό τη νομική αίρεση της δημιουργίας στο μέλλον ενοχής και όχι υπό την αίρεση της μη εκπλήρωσης της κύριας ενοχής, όπως ο αρραβώνας και β) σε περίπτωση εξόδου της νομικής αίρεσης, η προκαταβολή αναζητείται (άρθρ. 904 ΑΚ), ενώ η τύχη του αρραβώνα ρυθμίζεται ειδικά από το άρθρο 403 ΑΚ. Για τη διάκριση του αρραβώνα και της προκαταβολής βασικά κριτήρια είναι: α) ο χαρακτηρισμός του αρραβώνα πρέπει να είναι αναμφίβολος και για το λόγο αυτό, σε περίπτωση αμφιβολίας, πρόκειται για προκαταβολή και β) ο αρραβώνας δίνεται ρητά προς ενίσχυση της σύμβασης, ενώ η προκαταβολή ενόψει και μόνο των υποχρεώσεων ορισμένης σύμβασης. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 3, του άρθρου 2 παρ. 1 έως 3 και του άρθρου 6 παρ. 1α' του ν. 722/1977 "περί απλουστεύσεως της διαδικασίας χορηγήσεως των αδειών κυκλοφορίας και μεταβιβάσεως της κυριότητος των αυτοκινήτων οχημάτων και άλλων τινών διατάξεων", η μεταβίβαση της κυριότητας επιβατηγών αυτοκινήτων, με πράξη εν ζωή, ενεργείται, προκειμένου μεν για τα άνευ αριθμού (αδείας) κυκλοφορίας αυτοκίνητα, με απλή πράξη των μερών, που αναγράφεται με μέριμνα και με ευθύνη αυτών επί των πιστοποιητικών του τελωνείου ή του κατασκευαστού ή του Ο.Δ.Δ.Υ. (κατά τις διακρίσεις της παρ. 1 του άρθρου 1 του ανωτέρω ν. 722/1977), εφόσον έχει βεβαιωθεί προηγουμένως από τον Οικονομικό Έφορο επί του πιστοποιητικού ότι καταβλήθηκαν οι πάσης φύσεως οικονομικές επιβαρύνσεις, προκειμένου δε για τα επιβατηγά, επίσης ιδ. χρήσεως, αυτοκίνητα, που είναι εφοδιασμένα με άδεια κυκλοφορία, η οποία (άδεια κυκλοφορίας) αποτελεί και τον τίτλο κυριότητας και χορηγείται όταν πρόκειται να μεταβιβασθεί η κυριότητα, σύμφωνα με τα εν άρθρο 13 του ανωτέρω νόμου οριζόμενα, σε αντικατάσταση της παλαιού τύπου άδειας, επίσης με απλή πράξη των μερών, που αναγράφεται με μέριμνα και με ευθύνη αυτών στη σχετική θέση της αδείας, εφόσον προηγουμένως έχει βεβαιωθεί πάνω σ' αυτήν, από τον αρμόδιο Οικονομικό Έφορο, ότι καταβλήθηκαν οι πάσης φύσεως οικονομικές επιβαρύνσεις. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η ενοχική σύμβαση με την οποία σκοπείται η μεταβίβαση επιβατηγού αυτοκινήτου δεν υπόκειται σε κάποιο τύπο, εγκύρως δε συνάπτεται και προφορικά ακόμη. Όμως η εμπράγματη σύμβαση για τη μεταβίβαση της κυριότητας επιβατηγών επίσης αυτοκινήτων, που έχουν εφοδιασθεί με άδεια κυκλοφορίας, υποβάλλεται στον τύπο της καταχωρήσεως αυτής επί της άδειας κυκλοφορίας, με μέριμνα των συμβαλλομένων, εφόσον προηγουμένως έχει βεβαιωθεί από τον Οικονομικό Έφορο ότι καταβλήθηκαν τα βαρύνοντα το αυτοκίνητο τέλη κυκλοφορίας και οι λοιπές επ' αυτού οικονομικές επιβαρύνσεις (ΑΠ 1332/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα διατείνεται με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης και κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, ότι ο ενάγων-αναιρεσίλβητος ομολόγησε με την αγωγή του ότι είχε καταρτισθεί μεταξύ τους η σύμβαση πώλησης του αυτοκινήτου προς αυτόν και ότι απέμενε η πραγματοποίηση της τυπικής και έγγραφης μεταβίβασης του αυτοκινήτου στην αρμόδια Δ/νση Συγκοινωνιών της Νομαρχίας .... Ότι με καταρτισμένη τη σύμβαση πώλησης του αυτοκινήτου, σύμφωνα με την ομολογία του αναιρεσιβλήτου, είναι προφανές ότι το ποσό των 20.000 ευρώ που καταβλήθηκε στην ίδια από τον αναιρεσίβλητο, καταβλήθηκε όχι ενόψει ενοχής που θα δημιουργούνταν στο μέλλον, αλλά για την ισχυροποίηση της ήδη καταρτισθείσας σύμβασης και για το σκοπό της εκπλήρωσης των ενοχών που εκατέρωθεν αναλήφθηκαν και ότι επομένως το ποσό των 20.000 ευρώ αποτελούσε αρραβώνα και όχι προκαταβολή του συμφωνηθέντος τιμήματος της πώλησης. Με την επίκληση δε των περιστατικών αυτών και με δεδομένο ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι το ποσό των 20.000 ευρώ δόθηκε ως προκαταβολή και όχι ως αρραβώνας, μέμφεται την απόφαση ότι παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 559 αρ. 11 και 12 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 352 ιδίου Κώδικα, καθώς αγνόησε την ανωτέρω ομολογία του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου, που αποτελούσε πλήρη απόδειξη εναντίον του, ενώ παράλληλα παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι έγιναν δεκτά κατά την ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου τα ακόλουθα: ?Στις 28-7-2009 στη ..., ο ενάγων συμφώνησε προφορικά με την εναγομένη να αγοράσει από την τελευταία ένα μεταχειρισμένο ΙΧΕ αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής MERCEDES, τύπου Ε220 CDI, αντί τιμήματος 45.000 ευρώ. Για την πραγματοποίηση της μεταβίβασης του αυτοκινήτου και της παράδοσής του στον αγοραστή έπρεπε να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες ταξινόμησης αυτού στην Ελλάδα, ενόψει του ότι το εν λόγω αυτοκίνητο έφερε γερμανικές πινακίδες και το τέλος ταξινόμησης ανερχόμενο στο ποσό των 13.250 ευρώ, θα κατέβαλε ο ενάγων. Η διαδικασία μεταβίβασης του αυτοκινήτου στον τελευταίο θα ελάμβανε χώρα μετά τις 18-11-2009, καθόσον η εναγομένη, η οποία αγόρασε το αυτοκίνητο από τη ... και το έφερε στην Ελλάδα το Μάιο του 200, δεν μπορούσε να το μεταβιβάσει σε τρίτο για χρονικό διάστημα έξι μηνών, σύμφωνα με τις διατάξεις της κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας. Ο ενάγων δεν επιθυμούσε να επιβαρυνθεί με τα τέλη κυκλοφορίας του έτους 2009 και συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων, όπως η διαδικασία της μεταβίβασης και η παράδοση του οχήματος λάβει χώρα στις αρχές Ιανουαρίου του έτους 2010. Στο πλαίσιο της ανωτέρω συμφωνίας, ο ενάγων κατέβαλε στην εναγομένη στις 29-7-2009, ως προκαταβολή έναντι του τιμήματος, το ποσό των 20.000 ευρώ. Η εναγομένη όμως ενώ συμφώνησε ότι η μεταβίβαση του αυτοκινήτου έπρεπε να γίνει κατά τον προαναφερθέντα χρόνο, δεν επέστρεψε από τη ... όπου είχε μεταβεί προ μηνών, παρά μόνο στις αρχές Μαρτίου 2010. Καθ' όλο το αυτό διάστημα το αυτοκίνητο παρέμενε σταθμευμένο έξω από το κατάστημα του μάρτυρα της εναγομένης, στο ..., όπως ο ίδιος κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Στις 7 Μαρτίου 2010 οι διάδικοι μετέβησαν στο Τελωνείο ... για τη διεκπεραίωση των διαδικασιών εισαγωγής του αυτοκινήτου, τον καθορισμό και την κοστολόγηση των προβλεπόμενων επιβαρύνσεων. Εκεί τους πληροφόρησε ο αρμόδιος υπάλληλος του τελωνείου ότι λίγες ημέρες πριν, επιβλήθηκε στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα φόρος πολυτελείας ενώ αυξήθηκαν τα τέλη ταξινόμησης, σύμφωνα με το διάταξη του άρθρου 4 παρ. 20 του Ν. 3833/2010, με συνέπεια να καλείται ο ενάγων να καταβάλει, πέραν του ως άνω προϋπολογισθέντος ποσού των 13.250 ευρώ επί πλέον και ποσό 10.600 ευρώ, το οποίο δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να το καταβάλει και συνακόλουθα η αγορά του αυτοκινήτου καθίστατο παντελώς ασύμφορη γι' αυτόν, εξαιτίας της υπερημερίας της εναγομένης. Για το λόγο αυτό δήλωσε στην τελευταία ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση της πώλησης, η οποία ματαιώθηκε από υπαιτιότητα της εναγομένης, εφόσον αυτή δεν επέστρεψε στην Ελλάδα κατά τα συμφωνηθέντα, τον Ιανουάριο του έτους 2010, ώστε να πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση του αυτοκινήτου στον ενάγοντα, για την οποία ήταν αναγκαία η παρουσία της στην Ελλάδα ή ο εφοδιασμός τρίτου προσώπου με σχετική πληρεξουσιότητα πράγμα που δεν έπραξε η εναγομένη. Ενόψει των ανωτέρω ανακύπτει νόμιμο δικαίωμα του ενάγοντος, όπως αναζητήσει το καταβληθέν ως άνω ποσό κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις και δη επειδή δεν επακολούθησε η αιτία, για την οποία εχώρησε η προκαταβολή. Ο ισχυρισμός της εναγομένης που προβάλλεται με το σχετικό λόγο της έφεσής της ότι το προκαταβληθέν από τον ενάγοντα ποσό των 20.000 ευρώ είχε το χαρακτήρα αρραβώνα, ο οποίος απωλέσθη γι' αυτόν λόγω της υπαίτιας μη εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων υποχρεώσεών του, πρέπει να απορριφθεί, όπως και ο σχετικός λόγος της έφεσης, καθόσον τέτοια συμφωνία των μερών ουδόλως προέκυψε ότι καταρτίστηκε. Εξ άλλου, τόσο ο μάρτυρας του ενάγοντος, όσο και αυτός της εναγομένης κατέθεσαν ότι το ως άνω ποσό δόθηκε ως προκαταβολή?. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση της εναγομένης-αναιρεσείουσας και επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου. Από τις παραδοχές αυτές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και δέχθηκε τις περιεχόμενες στην αγωγή ομολογίες του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου για την κατάρτιση της άτυπης ενοχικής σύμβασης πώλησης του αυτοκινήτου της αναιρεσείουσας, που έλαβε χώρα στις 28-7-2009, ενώ δέχθηκε περαιτέρω ότι στα πλαίσια της ειδικότερης συμφωνίας των διαδίκων ότι η διαδικασία της μεταβίβασης και η παράδοση του οχήματος να γίνει στις αρχές Ιανουαρίου του έτους 2010, ο αναιρεσίβλητος κατέβαλε στην εναγομένη-αναιρεσείουσα στις 29-7-2009, ως προκαταβολή έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος των 45.000 ευρώ, το ποσό των 20.000 ευρώ. Δέχθηκε, δηλαδή, με άλλα λόγια ότι η καταβολή του ποσού των 20.000 ευρώ αφορούσε τη μέλλουσα να συντελεστεί εμπράγματη σύμβαση της μεταβίβασης και παράδοσης του αυτοκινήτου, με την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών εισαγωγής του αυτοκινήτου στο Τελωνείο ..., οπότε κατά τη συμφωνία τους, ο αναιρεσίβλητος θα εξοφλούσε ολοσχερώς το συμφωνηθέν τίμημα της πώλησης, η οποία εμπράγματη σύμβαση σαφώς αντιδιαστέλλεται, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες νομικές σκέψεις, από την ενοχική σύμβαση της πώλησης του αυτοκινήτου. Κατά συνέπεια, όσα αντίθετα υποστηρίζει κατά τα ανωτέρω η αναιρεσείουσα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 20 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 1348/2017).
Εν προκειμένω, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης, αιτιάται η αναιρεσείουσα το Εφετείο για πλημμέλειες από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, υποστηρίζοντας, ειδικότερα, ότι με την προσβαλλόμενη απόφασή του παραμόρφωσε το περιεχόμενο των εξής εγγράφων: 1) την με ... Άδεια Διακίνησης Οχημάτων του Α' Τελωνείου ..., από την οποία αποδεικνύεται ότι μετά την υπαναχώρηση του αναιρεσιβλήτου από την πώληση, το αυτοκίνητο επανεξήχθη στη ... με αποστολέα τον ίδιο και 2) το από 15-4-2010 Συνοδευτικό Μεταφοράς Αυτοκινήτου (CMR) στη ..., που εξέδωσε η μεταφορική εταιρεία ..., στο οποίο ως φορτωτής του αυτοκινήτου και αποστολέας φέρεται και πάλι ο αναιρεσίβλητος, με παραλήπτρια την ίδια. Ότι από το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών αποδεικνύεται χωρίς αμφιβολία ότι κύριος του αυτοκινήτου ήταν ο αναιρεσίβλητος και ότι το όχημα βρισκόταν στην κατοχή του. Ότι μάλιστα, με δεδομένο ότι από την αποδεικτική διαδικασία δεν προέκυψε παράδοση του αυτοκινήτου σε χρόνο μετά την καταβολή των 20.000 ευρώ, δηλαδή από τον Ιούλιο του 2009 έως και τον Απρίλιο του 2010, προκύπτει ότι τα ως άνω έγγραφα αποδεικνύουν τον ισχυρισμό της περί παράδοσης του οχήματος στον αναιρεσίβλητο ταυτόχρονα με την καταβολή του ανωτέρω ποσού, δηλαδή με την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης ήδη τον Ιούλιο του 2009 και ότι συνεπώς το καταβληθέν ποσό αποτελεί αρραβώνα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν. Ότι με αυτά τα δεδομένα, το δικαστήριο της ουσίας δεχόμενο με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι δήθεν η μεταβίβαση δεν είχε συντελεστεί τον Ιούλιο του 2009 και συνεπώς το καταβληθέν ποσό δεν αποτελεί αρραβώνα αλλά προκαταβολή, παραμόρφωσε το περιεχόμενο των ανωτέρω εγγράφων, υποπίπτοντας έτσι στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον από τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σαφώς προκύπτει, ότι για να καταλήξει το Εφετείο στην προαναφερόμενη αποδεικτική κρίση του, συνεκτίμησε τα παραπάνω έγγραφα με τις λοιπές αποδείξεις και δεν στηρίχτηκε αποκλειστικά ή προεχόντως στα έγγραφα αυτά. Σε κάθε δε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα με το πρόσχημα της παραβίασης του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, βάλλει κατά της αναιρετικά ανέλεγκτης (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) κρίσης του Εφετείου ότι το αυτοκίνητο, μετά τη συμφωνία της πώλησης, δεν παραδόθηκε στην κατοχή του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου, αλλά παρέμενε σταθμευμένο έξω από το κατάστημα του μάρτυρα της εναγομένης-αναιρεσείουσας, στο .... Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 12 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης για παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, όταν το δικαστήριο της ουσίας κατά την εκτίμηση των αποδείξεων αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη απόδειξης μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που δεσμευτικά γι' αυτά καθορίζει ο νόμος. Δεν ιδρύεται όμως ο λόγος αυτός αναίρεσης στην περίπτωση που το δικαστήριο, εκτιμώντας, όπως δικαιούται, τις αποδείξεις, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα που κατά το νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία, γιατί η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΑΠ 200/2018, ΑΠ 775/2017).
Εν προκειμένω, με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης, η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι το Εφετείο δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο των ανωτέρω εγγράφων ως προς το πραγματικό γεγονός της μετάστασης της κυριότητας του αυτοκινήτου από την ίδια στον αναιρεσίβλητο τον Ιούλιο του 2009, το Δικαστήριο της ουσίας, συνεκτιμώντας τα έγγραφα αυτά με τις καταθέσεις των μαρτύρων, θεμελίωσε τη δικαστική του κρίση σχετικά με τη σύναψη ή μη της μεταβίβασης του αυτοκινήτου στις καταθέσεις των μαρτύρων, παρά το γεγονός ότι το αποδεικτικό πόρισμα των ως άνω εγγράφων είναι εκ διαμέτρου αντίθετο, παραβιάζοντας έτσι τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων και υποπίπτοντας στην παράβαση του άρθρου 559 αρ. 12 ΚΠολΔ. Πλην, όμως, το Εφετείο δεν προσέδωσε στα ανωτέρω αναφερόμενα έγγραφα μικρότερη αποδεικτική δύναμη, αλλά τα συνεκτίμησε ελεύθερα και σε συνδυασμό με τις καταθέσεις των μαρτύρων, σύμφωνα με τον κανόνα που προβλέπει η διάταξη του άρθρ. 340 ΚΠολΔ, και συνακόλουθα, δεν ελέγχεται αναιρετικά η ως άνω εκτίμησή του. Κατόπιν τούτου ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Διδάγματα της κοινής πείρας είναι γενικές αρχές, που επαγωγικά συνάγονται από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, από τη συμμετοχή στις συναλλαγές και από τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει πλέον κοινό κτήμα. Κατά την έννοια αυτή, χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο της ουσίας για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή για την εκτίμηση της αξίας και των αποδεικτικών μέσων, που με επίκληση νόμιμα προσκομίστηκαν. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μόνον, όμως, αν αφορά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης, ενώ, αντίθετα, ανέλεγκτη αναιρετικά είναι η παράβαση των διδαγμάτων αυτών κατά την ερμηνεία των δικαιοπραξιών ή την εκτίμηση των αποδείξεων και τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, που εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Για να είναι δε ορισμένος ο σχετικός, περί παραβίασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας, λόγος αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται ποια συγκεκριμένα διδάγματα παραβιάστηκαν, ο κανόνας δικαίου, στην εξειδίκευση του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκαν, ενώ έπρεπε ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα και σε τι συνίσταται η παραβίαση (ΑΠ 1348/2017, ΑΠ 1552/2013). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα διατείνεται με το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης ότι το Εφετείο έσφαλε ως προ τη μη λήψη υπόψη των συναλλακτικών ηθών και των διδαγμάτων της κοινής πείρας προκειμένου να διαπιστώσει αν το καταβληθέν ποσό των 20.000 ευρώ δόθηκε ως αρραβώνας ή ως προκαταβολή. Ότι, ειδικότερα, αποτελεί δίδαγμα κοινής πείρας ότι αν ο αναιρεσίβλητος κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό ως προκαταβολή, θα ζητούσε αυτονόητα μία απόδειξή της ότι οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 25.000 ευρώ, ώστε να αποφύγει τον κίνδυνο να ισχυριστεί στη συνέχεια η ίδια ότι δεν συμφωνήθηκε ως τίμημα το ποσό των 45.000 ευρώ, αλλά μεγαλύτερο. Ότι, επίσης, τα συναλλακτικά ήθη δεν λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο και ενόψει του γεγονότος ότι η ίδια, προκειμένου να επιστρέψει στη ..., όπου είναι η μόνιμη εγκατάστασή της, άφησε στον άγνωστό της αναιρεσίβλητο τα κλειδιά ενός πολυτελέστατου αυτοκινήτου, που παρέμενε στην Ελλάδα, οπότε δεν θα ήταν αρκετό για την ίδια μία συμφωνία για μέλλουσα να λάβει χώρα πώληση, αλλά σε ήδη καταρτισμένη και επομένως, με βεβαιότητα δεν θα αξίωνε απλά μέρος του τιμήματος ως προκαταβολή, αλλά θα ζητούσε, όπως και έπραξε, να της καταβληθεί αρραβώνας ικανός, ώστε να αποτρέψει τον αντίδικό της να αθετήσει τις υποχρεώσεις του. Υπό τα περιστατικά αυτά, ισχυρίζεται ότι το Εφετείο, παραλείποντας να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. β' ΚΠολΔ. Ωστόσο, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον για τη θεμελίωσή του δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ποιος είναι ο κανόνας δικαίου στην εξειδίκευση του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκαν τα διδάγματα της κοινής πείρας, αν και έπρεπε να χρησιμοποιηθούν και σε τι συνίσταται ειδικότερα η παραβίαση. Σε κάθε δε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος επίσης ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι, από τη στιγμή που η αναιρεσείουσα δεν συνδέει τα διδάγματα της κοινής πείρας με παράβαση νόμου, βάλει ουσιαστικά κατά της ανέλεγκτης περί τις αποδείξεις κρίση του Εφετείου (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Με το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου της αναίρεσης, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια της παράβασης του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς, ενώ διαπίστωσε έστω και εμμέσως αμφιβολία σχετικά με το δήλωση βούλησης των δικαιοπρακτούντων, δηλαδή της ιδίας ως πωλήτριας και του αναιρεσείοντος ως αγοραστή, αναφέροντας συγκεκριμένα στην απόφασή του επί λέξει "...προκρίνεται δε σε περίπτωση αμφιβολίας η επιεικέστερη λύση, ότι δηλαδή το δοθέν είναι προκαταβολή και όχι αρραβώνας", δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ώστε να συμπληρώσει ή να ερμηνεύσει τη δήλωση αυτή. Ότι επί πλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης βάσης κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, καθώς, παρά την ως άνω αναφορά περί αμφιβολίας, τελικά δεν διευκρινίζεται σ' αυτήν αν στη δικαιοπραξία υπάρχει ή όχι κενό ή ασάφεια και εντεύθεν ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας της. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση και συνεπώς ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, η ανωτέρω αναφερόμενη φράση της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχεται στη μείζονα πρόταση του περιεχόμενου σ' αυτήν νομικού συλλογισμού, δηλαδή στη νομική ανάλυση της διάταξης του άρθρου 402 ΑΚ και στις προϋποθέσεις εφαρμογής του, στην οποία προέβη το Εφετείο, και όχι στη ελάσσονα πρόταση της απόφασης, από τις αιτιολογίες της οποίας, όπως αυτές εκτέθηκαν ανωτέρω, δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας διαπίστωσε κενό ή αμφιβολία ως προς τις δηλώσεις βούλησης των συμβληθέντων διαδίκων. Με το έκτο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης, η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι το Εφετείο θεμελίωσε το χαρακτηρισμό του δοθέντος ποσού των 20.000 ευρώ ως προκαταβολή και όχι ως αρραβώνα στην κρίση του ότι η σύμβαση πώλησης δήθεν επρόκειτο να καταρτισθεί και όχι ότι καταρτίσθηκε και ότι στη συνέχεια δέχθηκε, τελείως αντιφατικά, ότι ο αγοραστής υπαναχώρησε από τη σύμβαση πώλησης, υποπίπτοντας έτσι στην παράβαση του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ. Πλην όμως, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω αναφερόμενες αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο δέχθηκε εξ αρχής ότι καταρτίστηκε άτυπη σύμβαση πώλησης του αυτοκινήτου της αναιρεσείουσας, από την οποία στη συνέχεια υπαναχώρησε ο αναιρεσίβλητος, περιέχοντας έτσι στην απόφασή του σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες για το αποδεικτικό του πόρισμα.
Συνεπώς, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερομένους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Διαφορετικά ο λόγος αναίρεσης απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως αόριστος χωρίς να είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση των στοιχείων που λείπουν με παραπομπή σε άλλα έγγραφα. Γενικά, για να είναι ορισμένος ένας λόγος αναίρεσης δεν αρκεί η απλή μνεία του αριθμού του άρθρου 559 ΚΠολΔ που προβλέπει το σχετικό λόγο, ούτε η επανάληψη του κειμένου της σχετικής διάταξης χωρίς να προσδιορίζονται τα αναγκαία στοιχεία που σύμφωνα με αυτήν, απαιτούνται για να στοιχειοθετεί ο συγκεκριμένος λόγος αναίρεσης. Ειδικότερα, ως προς τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο ισχυρισμός, δηλαδή τα συγκροτούντα αυτόν πραγματικά περιστατικά όπως προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας και να καθορίζεται ο νόμιμος τρόπος προβολής του στο πρωτοβάθμιο και της επαναφοράς του στο δευτεροβάθμιο όταν η υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Και στις δύο περιπτώσεις (της παρά το νόμο λήψης ή μη λήψης υπόψη) πρέπει να αναφέρεται ποια επίδραση ασκούσε στην έκβαση της δίκης ο ισχυρισμός (ΑΠ 932/2014, ΑΠ 748/2013). Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 342 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι ο οφειλέτης δεν καθίσταται υπερήμερος εάν η καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε γεγονός, για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη, προκύπτει ότι γεγονός επαγόμενο την απαλλαγή του οφειλέτη είναι και εκείνο που οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη του ίδιου του δανειστή όπως η άρνηση του δανειστή να συμπράξει προς εκτέλεση της παροχής. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση και το βάρος της αποδείξεώς της έχει ο οφειλέτης (ΑΠ 692/2020, ΑΠ 1327/2014, ΑΠ 1443/1984).
Εν προκειμένω, με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναίρεσης, η αναιρεσείουσα, με την επίκληση της παράβασης του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, διατείνεται ότι, προς απόκρουση της υπαιτιότητάς της, προέβαλε με τις προτάσεις της στο Εφετείο τον ισχυρισμό ότι δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα για την μη εκπλήρωση των εκ της πωλήσεως υποχρεώσεών του διότι επέδειξε και μάλιστα εγκαίρως κάθε επιμέλεια προκειμένου να ολοκληρωθεί και η τυπική διαδικασία μεταβίβασης του αυτοκινήτου στον αναιρεσίβλητο, αποστέλλοντας σε αυτόν από τη ... το από 8-1-2010 συμφωνητικό μεταβίβασης αυτοκινήτου. Ότι τον ισχυρισμό της αυτό δεν έλαβε υπόψη του το Εφετείο, παρά το γεγονός ότι ασκούσε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο αν ο ισχυρισμός αυτός ο οποίος κατά τα προαναφερόμενα συνιστά ένσταση προβλήθηκαν παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο και επαναφέρθηκαν με λόγο εφέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο διότι η υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Η επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα διατύπωση της ενστάσεως αυτής δια των προτάσεων ενώπιον του Εφετείου δεν συνιστά παραδεκτό τρόπο προβολής της ανωτέρω ενστάσεως.
Ως απαράδεκτος, τέλος, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος και κατά το δεύτερο σκέλος του, σύμφωνα με τον οποίο, το Εφετείο παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, σύμφωνα με τα οποία, ο πωλητής, όπως η ίδια, ο οποίος βρίσκεται στο εξωτερικό, αλλά την πρώτη εργάσιμη ημέρα του έτους, κατά το οποίο γεννάται η σχετική υποχρέωσή του, συντάσσει ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης αυτοκινήτου, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής στο ελληνικό προξενείο και αυθημερόν το στέλνει στον αγοραστή μαζί με την άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου και ζητά από τον αγοραστή, που βρίσκεται στην Ελλάδα, να τα προωθήσει στον εκτελωνιστή ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία του εκτελωνισμού και στη συνέχεια να ολοκληρωθεί και η διαδικασία της μεταβίβασης του αυτοκινήτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν τήρησε τις υποχρεώσεις του κατά την έννοια του άρθρου 516 ΑΚ και ότι δήθεν βαρύνεται για την απρόοπτη μεταβολή των φορολογικών συνθηκών που αφορούν τη συγκεκριμένη μεταβίβαση δύο μήνες αργότερα. Είναι δε απαράδεκτος ο λόγος αυτός, δεδομένου ότι με το πρόσχημα της παράβασης των διδαγμάτων κοινής πείρας, η αναιρεσείουσα προσβάλλει την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, η ένδικη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, να διαταχθεί, κατ' άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικαστεί αυτή, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρ. 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-10-2018 αίτηση της Ζ. Τ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1850/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου .... Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Μαρτίου 2021.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Μαρτίου 2022.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή