Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Παράβαση καθήκοντος.
Περίληψη:
Αναίρεση Εισαγγελέα του ΑΠ κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, το οποίο απέρριψε, κατ’ ουσία εκθέσεις προσφυγής κατά κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέως Εφετών, δια του οποίου παρεπέμφθησαν οι κατηγορούμενοι δήμαρχοι με απευθείας κλήση, για παράβαση καθήκοντος, ως αρμοδίου καθ’ ύλη και κατά τόπον δικαστηρίου, λόγω ιδιότητος τους ως Δημάρχων (αρθρ. 145 παρ. 1 του Ν. 3463/2006, 111 παρ. 7 ΚΠΔ). Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, έστω και αν δεν δίδεται αντίστοιχο δικαίωμα στον κατηγορούμενο. Λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας, διότι το βούλευμα επαναλαμβάνει την εισαγγελική πρόταση, που επαναλαμβάνει το κλητήριο θέσπισμα, χωρίς δικές του σκέψεις. Η επιβαλλόμενη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση. Πότε είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων για έλλειψη αιτιολογίας. Δεν αποτελεί ορισμένο λόγο αναίρεσης το ότι το σκεπτικό επαναλαμβάνει το διατακτικό ή το κατηγορητήριο. Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 146/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα-Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 773/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενους τους 1)Χ, 2)Ψ, 3)Ζ και 4)Θ. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 45/8-9-2008 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1439/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 480/13-10-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρ. 463, 464, 474, 483 § 3, 484 § 1 στοιχ. δ' και 485 § 1 Κ.Π.Δ., προς συζήτηση και έκδοση αποφάσεως στην υπ'αριθ. 45/8-9-2008 αίτηση μου για αναίρεση του υπ'αριθμ. 773/8-7-2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης διά του οποίου απερρίφθησαν, ως κατ'ουσίαν αβάσιμες, αι υπ'αριθ. 8/27-6-2008, 5/27-6-2008, 6/27-6-2008 και 7/27-6-2008 εκθέσεις προσφυγών των κατηγορουμένων 1) Χ, 2) Ψ, Δημάρχου ...- κατοίκου ομοίως, 3) Ζ, Αντιδημάρχου ..., κατοίκου ομοίως και 4) Θ, Αντιδημάρχου .., κατοίκου ομοίως, αντιστοίχως, κατά του υπ'αριθ. 109/2008 κλητηρίου θεσπίσματος, διά του οποίου παρεπέμφθησαν δι'απ'ευθείας κλήσεως εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (επί πλημμελημάτων), για να δικασθούν για την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, κατ'εξακολούθησιν, ως εκ της ιδιότητος των, μαζί με την σχετική δικογραφία και επάγομαι τα ακόλουθα: Ως προς την βασιμότητα του εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. λόγου αναιρέσεως, δηλαδή της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προαναφερομένου βουλεύματος, αναφέρομαι εξ'ολοκλήρου στο δικόγραφο της αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Ι) Να γίνει δεκτή η υπ'αριθμ. 45/8-9-2008 αίτηση μου για αναίρεση του υπ' αριθμ. 773/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
ΙΙ) Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο με αριθμ. 773/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης διά του οποίου απερρίφθησαν, ως ουσιαστικά αβάσιμες και υπ'αριθ. 8/27-6-2008, 5/27-6-2008, 6/27-6-2008 και 7/27-6-2008 εκθέσεις προσφυγών των 1) Χ, 2) Χ, Δημάρχου ..., κατοίκου ομοίως, 3) Ζ, Αντιδημάρχου ..., κατοίκου ομοίως και 4) Θ, Αντιδημάρχου ..., κατοίκου ομοίως, κατά του υπ'αριθμ. 109/2008 κλητηρίου θεσπίσματος διά του οποίου παρεπέμφθησαν, ως εκ της ιδιότητός των, εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (επί πλημμελημάτων) για την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, κατ'εξακολούθηση.
ΙΙΙ) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστάς, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Π.Δ.). Αθήναι 13 Οκτωβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑντώνιος Μύτης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 483 παρ. 3 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 479, το δεύτερο εδάφιο της οποίας εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος είτε οριστικού, είτε προδικαστικού ή παρεμπίπτοντος. Το δικαίωμα αυτό του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ζητεί την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, δηλαδή και κατ' εκείνων των βουλευμάτων που δεν παρέχεται αντίστοιχο δικαίωμα στον κατηγορούμενο, αιτιολογείται, διότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 88 παρ. 1, 5 του Συντάγματος ο Εισαγγελέας είναι δικαστικός λειτουργός και με την ιδιότητά του αυτή ενεργεί ως εκπρόσωπος της πολιτείας εντός του κύκλου των νομίμων αρμοδιοτήτων του, προς διαφύλαξη και διασφάλιση της σύννομης κοινωνικής συμβίωσης. Εντός των νομίμων αυτών αρμοδιοτήτων του ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει αναίρεση και κατά του ως άνω βουλεύματος, χωρίς να ταυτίζεται ή να εξομοιώνεται με τους διαδίκους της ποινικής προδικασίας. Ο αναιρεσείων, άλλωστε, θα έχει την δυνατότητα να προβάλλει τους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς ενώπιον του δικαστηρίου που παραπέμπεται με το προσβαλλόμενο βούλευμα. Επομένως η κρινομένη αναίρεση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά του 773/8-7-2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, το οποίο απέρριψε κατ' ουσία τις 5/27-6-2008, 6/27-6-2008, 7/27-6-2008 και 8/27-6-2008 εκθέσεις προσφυγής κατά του 109/2008 κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης, δια του οποίου παρεπέμφθησαν οι: α) Ψ, β) Ζ, γ) Θ και δ) Χ να δικασθούν, κατά την δικάσιμο της 30-9-2008, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης επί πλημμελημάτων, για την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, ως αρμοδίου καθ' ύλη και κατά τόπο δικαστηρίου, λόγω της ιδιότητάς τους, ως Δημάρχου του Δήμου .... του πρώτου και Δημάρχου του Δήμου ... του τέταρτου, (αρ.145 παρ.1 του ν.3463/2006, 111 παρ. 7 ΚΠΔ), λόγω δε συναφείας για τον δεύτερο και τρίτο, Αντιδημάρχων του Δήμου ..., αντιστοίχως, ασκήθηκε παραδεκτώς, έστω και αν δεν προβλέπεται το ένδικο αυτό μέσο και για τον κατηγορούμενο (αρ.322 παρ.3 εδ. γ του ΚΠΔ.
ΙΙ. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται στο βούλευμα με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. H επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών.. Εξάλλου, για να είναι σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός ο προβλεπόμενος στις διατάξεις των άρθρων 484 στοιχείο δ, ή 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως της απαιτούμενης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλόμενου βουλεύματος ή αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η σχετική αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Μόνη η αντιγραφή του περιεχομένου του διατακτικού του βουλεύματος, ή και του κατηγορητηρίου δεν συνιστά, χωρίς τίποτε άλλο έλλειψη της κατά το νόμο αιτιολογίας της αποφάσεως, εκτός εάν στο διατακτικό ή στο κατηγορητήριο και, κατ' ανάγκη επί αντιγραφής του, στο σκεπτικό του βουλεύματος δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της πράξης για την οποία παραπέμπεται ο αναιρεσείων. Η έλλειψη όμως στην περίπτωση αυτή πρέπει να προσδιορίζεται με το σχετικό λόγο αναιρέσεως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 259 του ΠΚ, υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει την προστασία του γενικότερου συμφέροντος της ομαλής και απρόσκοπτης διεξαγωγής της υπηρεσίας, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, αυτουργός του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α' και 263Α του ίδιου Κώδικα, απαιτούνται: α) παράβαση, όχι απλού υπαλληλικού καθήκοντος, αλλά καθήκοντος της υπηρεσίας του υπαλλήλου, το οποίο καθορίζεται από το νόμο ή τη διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας, β) δόλος του δράστη, συνιστάμενος, αφενός μεν στη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας) της παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας και αφετέρου, στη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να παραβεί το καθήκον του αυτό και γ) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, αδιαφόρου όντος, αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε ή όχι. I
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το προσβαλλόμενο 773/8-7-2008 βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό του, με καθολική αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (και ειδικότερα από τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, τις απολογίες των προσφευγόντων κατηγορουμένων, από όλα τα υπάρχοντα στη δικογραφία έγγραφα και κυρίως την από 6-3-2007 έκθεση επιθεώρησης- ελέγχου των Επιθεωρητών-ελεγκτών Δημοσίας Διοίκησης ... και .... του Περιφερειακού Γραφείου Θεσσαλονίκης), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι "προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την κατηγορία, για την οποία ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης παρέπεμψε τους πιο πάνω προσφεύγοντες στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης με το προσβαλλόμενο δια των προσφυγών κλητήριο θέσπισμα. Δηλαδή η αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος άπαξ και κατ' εξακολούθηση εναρμονίζεται με το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας, ενώ τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, που αναφέρονται στο κατηγορητήριο, ορθώς έχουν υπαχθεί στις ποινικές διατάξεις που σημειώθηκαν στη μείζονα σκέψη μαζί με τις σχετικές παραδοχές της νομολογίας. Επομένως, τα παράπονα των προσφευγόντων κατηγορουμένων κατά της παραπομπής των στο ακροατήριο για την παραπάνω πράξη είναι αβάσιμα, διότι προκύπτουν οι αναγκαίες "επαρκείς ενδείξεις"ενοχής σε βάρος των, ένεκα των οποίων η υπόθεση πρέπει να υποστεί τη βάσανο της δημόσιας επ' ακροατηρίου διαδικασίας στο σύνολο της". Τα πραγματικά περιστατικά, που στοιχειοθετούν την κατηγορία, για την οποία ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης παρέπεμψε τους πιο πάνω κατηγορουμένους- προσφεύγοντες στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, όπως αυτά εμπεριέχονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα και τα οποία ταυτίζονται με αυτά που περιέχονται στο κλητήριο θέσπισμα, του οποίου αποτελούν πιστή αντιγραφή, είναι τα ακόλουθα: Οι κατηγορούμενοι ".... στο ... και στην ... κατά το χρονικό διάστημα από την 4/7/2003 έως την 27/6/2006 τέλεσαν τις εξής πράξεις: Α) ο Χ, ο Ψ, με περισσότερες πράξεις τους που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ο Θ, ο Ζ υπάλληλοι όντες κατά την έννοια του νόμου (αρθ. 263Α του Ποινικού Κώδικα), ο μεν Χ ως Δήμαρχος του Δήμου ..., ο Ψ ως Δήμαρχος του Δήμου ..., οι δε Θ και Ζ υπηρετούντες πρόσκαιρα σε οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης και ειδικότερα ως Αντιδήμαρχοι του Δήμου ..., με πρόθεση -παρέβησαν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλους και στους εαυτούς τους παράνομο όφελος. Ειδικότερα ενώ στην αρμοδιότητα τους υπαγόταν η χορήγηση βεβαιώσεων μονίμου κατοικίας για μεταδημότευση κάποιου πολίτη στους Δήμους που οι κατηγορούμενοι υπηρετούσαν, ήταν δεν υποχρεωμένοι σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 4 παρ, 5 του Ν. 2647/1998 να διαπιστώνουν με κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο την μόνιμη εγκατάσταση του αιτούντος πολίτη στα διοικητικά όρια του Δήμου τους και στη συνέχεια να προβούν στη χορήγηση της βεβαίωσης μονίμου κατοικίας, ενώ από την 24/5/2004 κι εντεύθεν (μετά την τροποποίηση της ως άνω διάταξης από το άρθρο 13 παρ. 3 Ν 3242/2004) απαγορευόταν ρητά να αρκούνται μόνο στην υπεύθυνη δήλωση του κάθε ενδιαφερομένου για την χορήγηση της βεβαίωσης μονίμου κατοικίας και όφειλαν να διαπιστώνουν τη μόνιμη κατοικία του αιτούντος με κάθε άλλο πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, ωστόσο οι κατηγορούμενοι παρέβησαν τις υποχρεώσεις τους αυτές και προέβησαν στη χορήγηση βεβαιώσεων μονίμου κατοικίας στα πρόσωπα που κατωτέρω θα αναφερθούν, χωρίς να τηρηθούν οι προϋποθέσεις του νόμου. Συγκεκριμένα: Ι)Στις κάτωθι αναφερόμενες περιπτώσεις ο Χ, ως Δήμαρχος του Δήμου ..., κατά το χρονικό διάστημα από την 22/9/2005 έως την 27/6/2006 προέβη στην χορήγηση βεβαιώσεων μονίμου κατοικίας, όπως αυτές αναφέρονται κατά αριθμό και ημερομηνία χορήγησης, καθώς και κατά αριθμό πρωτοκόλλου αίτησης που υπέβαλε ο κάθε ενδιαφερόμενος, χωρίς όμως να έχει ζητήσει άλλο πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο (όπως λογαριασμούς ΔΕΚΟ ή εκκαθαριστικό σημείωμα ή φορολογική δήλωση των ιδίων) προκειμένου να διαπιστώσει ότι ο κάθε ενδιαφερόμενος ήταν επί διετία μόνιμος κάτοικος του Δήμου ..., αλλά αρκέστηκε μόνο στις υπεύθυνες δηλώσεις των ενδιαφερομένων, παρόλο που αυτό ρητά απαγορευόταν από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 Ν.2647/1888, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 13παρ.3 Ν 3242/2004. Ειδικότερα οι περιπτώσεις χορήγησης βεβαιώσεων μονίμου κατοικίας είναι οι ακόλουθες :........ (ακολουθεί η λεπτομερής αναφορά πενήντα περιπτώσεων με τα στοιχεία που τις προσδιορίζουν) . II) Στις κάτωθι αναφερόμενες περιπτώσεις ο Ψ, ως Δήμαρχος του Δήμου ..., κατά το χρονικό διάστημα από την 4/7/2003 έως την 28/6/2005 προέβη στην χορήγηση βεβαιώσεων μονίμου κατοικίας, όπως αυτές αναφέρονται κατά αριθμό και ημερομηνία χορήγησης, καθώς και κατά αριθμό πρωτοκόλλου αίτησης που υπέβαλε ο κάθε ενδιαφερόμενος, χωρίς όμως να έχει ζητήσει άλλο πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο (όπως λογαριασμούς ΔΕΚΟ ή εκκαθαριστικό σημείωμα ή φορολογική δήλωση των ιδίων) προκειμένου να διαπιστώσει ότι ο κάθε ενδιαφερόμενος ήταν επί διετία μόνιμος κάτοικος του Δήμου ..., αλλά στην υπό στοιχείο 4 περίπτωση αρκέστηκε μόνο στις υπεύθυνες δηλώσεις των ενδιαφερομένων, παρόλο που αυτό ρητά απαγορευόταν από τη διάταξη του άρθρου 4§5 Ν 2647/1888, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 13 παρ. 3 Ν 3242/2004, στην υπό στοιχείο 1 περίπτωση αρκέστηκε μόνο στην υπεύθυνη δήλωση των ενδιαφερομένων, χωρίς να ζητήσει την προσκομιδή άλλου αποδεικτικού στοιχείου που να καταδεικνύει την επί διετία διαμονή των αιτούντων στο Δήμο ..., στις δε υπό στοιχεία 2, 3, 5, β και 8 περιπτώσεις δεν ζήτησε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να βεβαιώνει την διαμονή των αιτούντων στο Δήμο και τέλος στις υπό στοιχεία 7, 9 και 10 περιπτώσεις, έλαβε αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία δεν αποδείκνυαν την διαμονή των αιτούντων στις δηλωθείσες από αυτούς διευθύνσεις κατοικίας τους στο Δήμο ..., αλλά ήταν άσχετα με αυτές (στην υπ' αριθμ. 7 περίπτωση ενώ οι αιτούντες δήλωσαν κάτοικοι επί της οδού Μ. Ψελλού - Ερμού 1, προσκομίστηκε συμβόλαιο υδροληψίας της ΕΥΑΘ για την οδό ..., στην υπ' αριθμ. 9 περίπτωση υπεβλήθη ως αποδεικτικό στοιχείο λογαριασμός της ΔΕΗ που αφορά σε επαγγελματικό χώρο και όχι σε κατοικία και τέλος στην υπ' αριθμ. 10 περίπτωση υπεβλήθη λογαριασμός της ΔΕΗ που αφορά σε κατοικία επί της οδού ..., ενώ η δηλωθείσα διεύθυνση κατοικίας των αιτούντων ήταν η οδούς ... : Δηλαδή σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν άσχετα με τις δηλωθείσες διευθύνσεις και ως εκ τούτου δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη από τον κατηγορούμενο ως αποδεικτικά στοιχεία διετούς διαμονής των αιτούντων). Ειδικότερα οι περιπτώσεις χορήγησης βεβαιώσεων μονίμου κατοικίας είναι οι ακόλουθες :......... (ακολουθεί η λεπτομερής αναφορά δέκα περιπτώσεων με τα στοιχεία που τις προσδιορίζουν) . III) Στην κάτωθι αναφερόμενη περίπτωση ο Ζ, ως Αντιδήμαρχος του Δήμου ..., υπεύθυνος του Γραφείου Δημοτολογίων, ορισθείς δυνάμει της υπ' αριθμ. 1/3.1.2005 απόφασης του Δημάρχου και αρμόδιος για τη χορήγηση βεβαίωσης μονίμου κατοικίας, την 9/9/2005 προέβη στην χορήγηση βεβαίωσης μονίμου κατοικίας, όπως αυτή αναφέρεται κατά αριθμό και ημερομηνία χορήγησης, καθώς και κατά αριθμό πρωτοκόλλου αίτησης που υπέβαλε ο κάθε ενδιαφερόμενος, χωρίς όμως να έχει ζητήσει άλλο πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο (όπως λογαριασμούς ΔΕΚΟ ή εκκαθαριστικό σημείωμα ή φορολογική δήλωση των ιδίων) προκειμένου να διαπιστώσει ότι ο κάθε ενδιαφερόμενος ήταν επί διετία μόνιμος κάτοικος του Δήμου ..., αλλά αρκέστηκε μόνο στις υπεύθυνες δηλώσεις των ενδιαφερομένων, παρόλο που αυτό ρητά απαγορευόταν από τη διάταξη του άρθρου 4§5 Ν 2647/1888, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 13 παρ. 3 Ν 3242/2004. Ειδικότερα η περίπτωση χορήγησης βεβαίωσης μονίμου κατοικίας είναι η ακόλουθη :...... (αναφέρονται τα στοιχεία της περιπτώσεως που αφορά). IV. Στην κάτωθι αναφερόμενη περίπτωση ο Θ, ως Αντιδήμαρχος του Δήμου ..., υπεύθυνος του Γραφείου Δημοτολογίων, ορισθείς δυνάμει της υπ' αριθμ. 398/13.1.2004 απόφασης του Δημάρχου και αρμόδιος για τη χορήγηση βεβαίωσης μονίμου κατοικίας, την 27/9/2004 προέβη στην χορήγηση βεβαίωσης μονίμου κατοικίας, όπως αυτή αναφέρεται κατά αριθμό και ημερομηνία χορήγησης, καθώς και κατά αριθμό πρωτοκόλλου αίτησης που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος, χωρίς όμως να έχει ζητήσει άλλο πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο (όπως λογαριασμούς ΔΕΚΟ ή εκκαθαριστικό σημείωμα ή φορολογική δήλωση των ιδίων) προκειμένου να διαπιστώσει ότι ο ενδιαφερόμενος ήταν επί διετία μόνιμος κάτοικος του Δήμου ..., αλλά ούτε και υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου, ενώ όφειλε να ζητήσει κάθε πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο, από το οποίο να αποδεικνύεται η επί διετία κατοικία του αιτούντος στο Δήμο .... Ειδικότερα η περίπτωση χορήγησης βεβαίωσης μονίμου κατοικίας είναι η ακόλουθη : (αναφέρονται τα στοιχεία της περιπτώσεως που αφορά).Τις ως άνω βεβαιώσεις μονίμου κατοικίας τις χορήγησαν οι κατηγορούμενοι Δήμαρχοι και αρμόδιοι Αντιδήμαρχοι προκειμένου οι αιτούντες να μεταδημοτεύσουν στους Δήμους ... και ..., όπως και πράγματι έγινε, καθόσον στη συνέχεια εξ εδόθησαν αποφάσεις των Δημάρχων περί μεταδημότευσης (εγγραφής στα Δημοτολόγια) των προαναφερθέντων προσώπων στους ως άνω Δήμους και έτσι απέκτησαν το δικαίωμα στις εκλογές για την ανάδειξη δημοτικών και νομαρχιακών αρχών της 15/10/2006 να ψηφίσουν σε εκλογικά τμήματα των Δήμων αυτών. Στις ως άνω πράξεις τους οι κατηγορούμενοι προέβησαν με σκοπό να επιτύχουν την υπερψήφιση τους από τους ως άνω νεοεγγεγραμμένους δημότες κατά τη διενέργεια των δημοτικών εκλογών".
ΙV. Με βάση τα περιστατικά αυτά, τα οποία το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, έκρινε ότι υπάρχουν "επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των προσφευγόντων κατηγορουμένων για την τέλεση της πράξης της παράβασης καθήκοντος άπαξ και κατ' εξακολούθηση που αποδίδονται σ' αυτούς και για την οποία ορθώς παραπέμφθηκαν με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα "εις βάρος των προσφευγόντων προέκυψαν τα αναφερόμενα στις καταγγελίες πραγματικά περιστατικά, τα οποία παρατίθενται στο προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα και τα οποία έχουν ορθώς υπαχθεί στις διαλαμβανόμενες σ' αυτό νομικές διατάξεις", ακολούθως δε, έκρινε ότι είναι αβάσιμοι όλοι οι λόγοι των κρινόμενων προσφυγών, τις οποίες και απέρριψε κατ' ουσία. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από τις αναφερόμενες σε αυτό αποδείξεις και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στους κατηγορούμενους- προσφεύγοντες πιο πάνω αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος καθώς και τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή τους δι' απευθείας κλήσεως στο ακροατήριο. V. Ο αναιρεσείων Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί την αναίρεση του πιο πάνω 773/8-7-2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με τις αιτιάσεις ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον με την ενσωματωμένη σε αυτό πρόταση του Εισαγγελέως, στην οποία, αυτό εξ ολοκλήρου αναφέρεται, "δεν εκθέτει τις δικές του παραδοχές, στις οποίες εστήριξε την κρίσιν του ότι προκύπτουν "επαρκείς ενδείξεις", αλλά παραθέτει απλώς, και μάλιστα επιλεκτικώς, ορισμένες από τις παραδοχές της ενσωματωμένης εις το προσβαλλόμενο βούλευμα του εισαγγελικής πρότασης, χωρίς να παρατίθενται παράλληλα, ούτε εις αυτήν, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συνθέτουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που παρεπέμφθησαν εις το ακροατήριο οι κατηγορούμενοι, αφού και η εισαγγελική πρόταση αναφέρεται αποκλειστικώς εξ ολοκλήρου εις το περιεχόμενον του κλητηρίου θεσπίσματος, κρίνοντας έτσι ότι τα περιστατικά αυτά προκύπτουν εκ της ανακρίσεως, και, θεωρώντας αυτές (παραδοχές) ως δεδομένες, εκτιμά και μάλιστα χωρίς δικές του σκέψεις, ότι είναι ορθή η κρίση του Εισαγγελέως Εφετών που παρέπεμψε τους κατηγορουμένους δι' απ' ευθείας κλήσεως εις το ακροατήριο διότι προκύπτουν "επαρκείς ενδείξεις" για την ενοχήν των". Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Το Συμβούλιο Εφετών αναφερόμενο επιτρεπτώς στην εισαγγελική πρόταση, όπου, μετά την έρευνα του παραδεκτού της εφέσεως, παραθέτει στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την αποδιδόμενη στους κατηγορουμένους- προσφεύγοντες κατηγορία, κατ' αντιγραφή του κλητηρίου θεσπίσματος. Ακολούθως, μετά την αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, καταλήγει στην κρίση ότι τα αναφερόμενα στο κατηγορητήριο πραγματικά περιστατικά προέκυψαν πράγματι από τα αποδεικτικά αυτά μέσα, και θεμελιώνουν επαρκώς την κατά των κατηγορουμένων κατηγορία. Η απλή επανάληψη στο σκεπτικό του βουλεύματος των πραγματικών περιστατικών που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και κατ' αντιγραφή αυτού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, αφού στην προκειμένη περίπτωση αυτό, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητήριου, είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν, δι' απευθείας κλήσεως στο ακροατήριο, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού από εκείνη του κατηγορητηρίου, αφού το Συμβούλιο δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ίδια περιστατικά. Επομένως, ο μοναδικός, από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κατά παράβαση των άρ. 139 ΚΠΔ, και του άρ.93 παρ.3 του Συντάγματος, ως προς μεν την προβαλλόμενη αιτίαση, ότι το βούλευμα δε έχει καθόλου αιτιολογία, είναι αβάσιμος, ως προς δε την προβαλλόμενη αιτίαση, ότι δεν συνιστά αιτιολογία η γενόμενη αναφορά εξ ολοκλήρου στο περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολογίας, σε σχέση με τις κρίσιμες, έστω με την κατ' αντιγραφή του κατηγορητηρίου, παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε ποιά κεφάλαια αυτής ανάγονται, ποιά πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτήν, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας αυτού. Ακολούθως, μετά την απόρριψη του μοναδικού αυτού λόγου αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 45/8-9-2008 έκθεση αναίρεσης του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά του 773/8-7-2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ