Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 954 / 2020    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)


Αριθμός 954/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη - Εισηγήτρια, Μαρία Κουβίδου, Χρυσούλα Φλώρου - Κοντοδήμου και Γεώργιο Κόκκορη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Μπρακουμάτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση αναιρέσεως των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων Β. Τ. του Φ., κατοίκου ... (οδός ...) και Θ. Κ, του Ν,, κατοίκου επίσης ... (οδός ...), οι οποίες παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Μιχαήλ Κυριαζή, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 309/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θράκης. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείουσες - κατηγορούμενες ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στις από 1.11.2019 και με αριθμούς πρωτ. 11571/2019 και 11568/2019 αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1605/2019.

Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να αφαιρεθεί η διάταξη για τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων και να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης κατά τα λοιπά, καθώς και τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειουσών, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: οι από 1.11.2019 αιτήσεις των Β. Τ. του Φ. και Θ. Κ. του Ν., αμφοτέρων κατοίκων ... , για αναίρεση της υπ' αριθμ. 309/2019 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θράκης, οι οποίες, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα και επομένως πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Κατά το άρθρο 242 παρ.1 και 2 του προϊσχύσαντος Π.Κ., που είναι επιεικέστερος κατά τούτο από τον ήδη ισχύοντα και εφαρμοστέο εν προκειμένω, κατ'αρθρ.2 παρ.1 Π.Κ., ορίζεται ότι "1. υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη ορισμένων δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπάλληλος, ο οποίος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει, βλάπτει ή υπεξάγει έγγραφο που του εμπιστεύθηκαν ή του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του". Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από τη δεύτερη παράγραφο έγκλημα είναι σωρευτικώς μικτό, που συνίσταται σε δύο αυτοτελείς πράξεις, είτε δηλαδή στη νόθευση του εγγράφου είτε στην καταστροφή, βλάβη ή υπεξαγωγή του. Για την αντικειμενική και υποκειμενική θεμελίωσή του απαιτείται: α) ο δράστης (αυτουργός) να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α' και 263Α του ίδιου ως άνω Κώδικα, να ενεργεί δε μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά ή προς αναπλήρωση άλλου, β) να έγινε από αυτόν νόθευση ή καταστροφή ή βλάβη ή υπεξαγωγή εγγράφου, γ) το έγγραφο να ήταν εμπιστευμένο στον υπάλληλο ή προσιτό σε αυτόν, λόγω της υπηρεσίας του και δ) δόλος του δράστη (αρκεί και ενδεχόμενος), ο οποίος συνίσταται στη θέληση της νόθευσης ή της καταστροφής ή της βλάβης ή της υπεξαγωγής και στη γνώση ότι πρόκειται για έγγραφο εμπιστευμένο στο δράστη, ή προσιτό σ' αυτόν λόγω της υπηρεσίας του. Η νόθευση, δηλαδή η υλική πλαστογραφία, νοείται κατ' αναλογία με τα κρατούντα στην κοινή πλαστογραφία. Ως νόθευση κατά τούτο νοείται η μεταβολή της έννοιας του εγγράφου, η οποία επηρεάζει ή ματαιώνει την αρχική αποδεικτική ισχύ του εγγράφου, αδιαφόρως εάν το μεταβληθέν περιεχόμενο ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Μπορεί να τελεστεί με πολλούς τρόπους, όπως με την αλλοίωση αριθμού στο κείμενο του εγγράφου, με προσθήκη αριθμού ή ψηφίου του ή και με απόσβεση ή ξέση καθ' οιονδήποτε τρόπο ψηφίων, αριθμών και αναγραφής αντ' αυτών άλλων. Η μεταβολή αυτή της αποδεικτικής δύναμης του εγγράφου πρέπει να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή να επιδρά στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή δικαιώματος και γενικά μιας νομικής κατάστασης. Ως υπεξαγωγή νοείται κάθε διαγωγή του δράστη, η οποία αφαιρεί από το δικαιούμενο, έστω και προσωρινώς, τη χρήση του εγγράφου, γενόμενη χωρίς πρόθεση ιδιοποίησης αυτού. Ως έγγραφο, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της υπεξαγωγής, νοείται, κατά το άρθρο 13 περ. γ' του Π.Κ., κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, δημόσιο ή ιδιωτικό, ακόμη και δημόσιο έγγραφο, που είναι προορισμένο για εσωτερική υπηρεσία. Εμπιστευμένο είναι το έγγραφο στον υπάλληλο, όταν έχει παραδοθεί σ' αυτόν προς φύλαξη για υπηρεσιακούς λόγους, έστω και αν το συντάσσει ο ίδιος. Ως προσιτό δε νοείται το έγγραφο, όταν ο υπάλληλος έχει λόγω της υπηρεσίας του σχέση με αυτό, λόγω της υπαλληλικής ιδιότητάς του, έστω κι αν η σχέση με το έγγραφο αυτό είναι χαλαρή. Ο δόλος συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων, που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση της ποινικής παράβασης. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού δεν απαιτείται και σκοπός βλάβης άλλου, ο οποίος απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της (απλής) υπεξαγωγής εγγράφων, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από την διάταξη του άρθρου 222 του ΠΚ, εκτός αν πρόκειται για την κακουργηματική υπεξαγωγή, η οποία προβλέπεται στην παρ. 3 του άρθρου 242 του Π.Κ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 45 του ΠΚ, που εκφράζει την έννοια της συναυτουργίας, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται υποκειμενικά δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου και οι επιμέρους υλικές ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς, αλλά αρκεί να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση σε καθένα από τα εγκλήματα αυτά ως συναυτουργός. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ, που ορίζει ότι "Αν περισσότερες από μια πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 ΠΚ, να επιβάλει μία και μόνο ποινή για την επιμέτρηση της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων", σαφώς συνάγεται, ότι έγκλημα κατ' εξακολούθηση είναι το τελούμενο από το ίδιο πρόσωπο και απαρτιζόμενο από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, που χωρίζονται μεταξύ τους χρονικά αλλά προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία από αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ύπαρξη της ίδιας απόφασης για την εκτέλεσή τους.
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ' αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που δεν συμβαίνει στο εδώ ενδιαφέρον έγκλημα της παράβασης του άρθρου 242 παρ.2-1 Π.Κ. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 3/2008).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείου Πλημμελημάτων Θράκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των κατά το είδος τους μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων (ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας, πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, έγγραφα που αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο και αναφέρονται στα πρακτικά, καθώς και απολογίες των κατηγορουμένων), δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι κατηγορούμενες υπηρετούν ως μόνιμοι δικαστικοί υπάλληλοι της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, έχουν δηλαδή την ιδιότητα του υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α και 263 Α του ΠΚ. Ειδικότερα, η πρώτη κατηγορούμενη (Β. Τ.), κατά τα έτη 2010, 2011 και 2012 υπηρετούσε στο Τμήμα Μηνύσεων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης και περαιωμένων δικογραφιών και ήταν επιφορτισμένη και με το αντικείμενο της καταστροφής ναρκωτικών, των βουλευμάτων, των διατάξεων, της εξυπηρέτησης του κοινού, των εφέσεων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, καθώς και υπεύθυνη της μηχανογραφικής εφαρμογής της Υπηρεσίας κατά τα έτη 2013, 2014 και έως την 10.3.2015 υπηρετούσε στο Τμήμα ανακριτικών δικογραφιών και βουλευμάτων και ήταν επιφορτισμένη και με το αντικείμενο των διατάξεων ανακριτή, της κατάρτισης των Πινάκων και Στατιστικών στοιχείων της Υπηρεσίας, της αναπλήρωσης του Τμήματος Μηνύσεων και περαιωμένων δικογραφιών, της εξυπηρέτησης του κοινού και υπεύθυνη μηχανογραφικής εφαρμογής Υπηρεσίας και από την 11.3.2015 έως την 31.12.2015 υπηρετούσε στο Τμήμα σύνταξης και καθαρογραφής κατηγορητηρίων αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και ήταν επιφορτισμένη και με το αντικείμενο της συμπλήρωσης εισαγωγικών εφέσεων και βουλευμάτων, της σύνταξης ανακλήσεων εγκλήσεων, της καταχώρισης αναβλητικών υποθέσεων, του προσδιορισμού πρωτοείσακτων δικογραφιών, της εξυπηρέτησης πολιτών και συνηγόρων, καθώς και τις επιδόσεις δικογράφων και διατάξεων, κατά το έτος 2016 υπηρετούσε στο Τμήμα σύνταξης και καθαρογραφής κατηγορητηρίων αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και ήταν επιφορτισμένη και με το αντικείμενο της συμπλήρωσης εισαγωγικών εφέσεων και βουλευμάτων, της σύνταξης ανακλήσεων εγκλήσεων, της καταχώρισης αναβλητικών υποθέσεων, του προσδιορισμού πρωτοείσακτων δικογραφιών, της εξυπηρέτησης πολιτών και συνηγόρων, της αντικατάστασης της αναπληρώτριας προϊσταμένης της διεύθυνσης γραμματείας της Εισαγγελίας κατά τη διάρκεια άδειας και της εκπαίδευσης των υπαλλήλων τμήματος μηνύσεων - προκαταρκτικών - ανακριτικών δικογραφιών στο μηχανογραφικό πρόγραμμα της υπηρεσίας και στην έκδοση στατιστικών στοιχείων πινάκων και τέλος από την 17.9.2017 και εφεξής υπηρετούσε στο Τμήμα Κλήσεων Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, με αντικείμενο τη συμπλήρωση και αποστολή εντύπων κλήσεων και κλητήριων θεσπισμάτων αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων, τις κλήσεις αναβλητικών δικογραφιών Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων, τα πινάκια, τα εκθέματα, την τακτοποίηση των αποδεικτικών και αναβλητικών δικογραφιών, την εξυπηρέτηση δικηγόρων, την καταχώρηση αιτημάτων έκδοσης ποινικών μητρώων αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων. Η δεύτερη κατηγορούμενη (Θ. Κ.), κατά το έτος 2010 υπηρετούσε στο Τμήμα Συντάξεως και Καθαρογραφής κατηγορητηρίων Μονομελούς Πλημμελειοδικείου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης και περαιωμένων δικογραφιών και ήταν επιφορτισμένη και με το αντικείμενο της συμπλήρωσης εισαγωγικών εφέσεων Πταισματοδικείου, αιτήσεων ακύρωσης, καταχώρησης αναβλητικών δικογραφιών και εξυπηρέτησης πολιτών και δικηγόρων επί ποινικών δικογραφιών αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, κατά το έτος 2011 υπηρετούσε στο Τμήμα Μηνύσεων και περαιωμένων δικογραφιών, βουλευμάτων και διατάξεων και ήταν επιφορτισμένη και με το αντικείμενο της εξυπηρέτησης του κοινού και των δικηγόρων, κατά το έτος 2012 υπηρετούσε στο Τμήμα Μηνύσεων και περαιωμένων δικογραφιών, βουλευμάτων, ανακριτικών δικογραφιών, διατάξεων και εφέσεων κατά αποφάσεων Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και ήταν επιφορτισμένη και με το αντικείμενο της διεκπεραίωσης της υπηρεσιακής αλληλογραφίας και εξυπηρέτησης του κοινού και των δικηγόρων, κατά τα έτη 2013 και 2014 υπηρετούσε στο Τμήμα Μηνύσεων με αντικείμενο την καταχώρηση προανακριτικών και προκαταρκτικών δικογραφιών, τη συσχέτιση εγγράφων επί μηνύσεων - δικογραφιών, τη διεκπεραίωση της υπηρεσιακής αλληλογραφίας, τις διατάξεις, την έκδοση πιστοποιητικών και βεβαιώσεων και ήταν επιφορτισμένη και με το αντικείμενο της πληροφόρησης του κοινού και της καταστροφής ναρκωτικών ουσιών, καθώς και της αντικατάστασης της πρώτης κατηγορούμενης του Τμήματος ανακριτικών δικογραφιών, βουλευμάτων και ανακριτικών διατάξεων, της σύνταξης των πινάκων στατιστικών στοιχείων της Υπηρεσίας, της διεκπεραίωσης εφέσεων Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, της καταχώρησης και αποχρέωσης μηνύσεων, της αποχρέωσης δικογραφιών, της αρχειοθέτησης και της τήρησης αρχείου δικογραφιών, κατά το έτος 2015 υπηρετούσε στο Τμήμα Μηνύσεων με αντικείμενο την καταχώρηση προανακριτικών και προκαταρκτικών δικογραφιών, τη συσχέτιση εγγράφων επί μηνύσεων - δικογραφιών, τη διεκπεραίωση της υπηρεσιακής αλληλογραφίας τις διατάξεις την έκδοση πιστοποιητικών και βεβαιώσεων, ούσα επιφορτισμένη και με το αντικείμενο της πληροφόρησης του κοινού, της παρακολούθησης του βιβλίου προσωρινώς κρατουμένων και της καταστροφής ναρκωτικών ουσιών, καθώς και στο Τμήμα ανακριτικών δικογραφιών, βουλευμάτων και ανακριτικών διατάξεων, με αντικείμενο τη σύνταξη των πινάκων στατιστικών στοιχείων της Υπηρεσίας, καθώς και την αντικατάσταση στη διεκπεραίωση εφέσεων Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, την καταχώρηση και αποχρέωση μηνύσεων, την αποχρέωση δικογραφιών, την αρχειοθέτηση και την τήρηση αρχείου δικογραφιών, κατά το έτος 2016 υπηρετούσε στο Τμήμα Μηνύσεων και περαιωμένων δικογραφιών, με αντικείμενο τις ανακριτικές δικογραφίες τη διεκπεραίωση προτάσεων προς έκδοση βουλευμάτων και ανακριτικών διατάξεων, την επίδοση αυτών, τη συσχέτιση εγγράφων επί μηνύσεων - δικογραφιών, τη διεκπεραίωση της υπηρεσιακής αλληλογραφίας την έκδοση πιστοποιητικών και βεβαιώσεων και ήταν επιφορτισμένη και με το αντικείμενο της πληροφόρησης του κοινού, της παρακολούθησης του βιβλίου προσωρινώς κρατουμένων, της σύνταξης της πινάκων στατιστικών στοιχείων της Υπηρεσίας, καθώς και της αναπλήρωσης του Τμήματος Μηνύσεων - Δικογραφιών, με αντικείμενο την καταχώρηση και αποχρέωση μηνύσεων, την αποχρέωση δικογραφιών, την υποβολή εφέσεων, την καταστροφή ναρκωτικών ουσιών και τη συσχέτιση εγγράφων επί μηνύσεων - δικογραφιών και τέλος από την 17.9.2017 και εφεξής υπηρετούσε Τμήμα Κατηγορητηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης. Οι υπάλληλοι της Γραμματείας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης κατά τις συνήθεις υπηρεσιακές συνθήκες στις δικαστικές υπηρεσίες της χώρας αντιμετώπιζαν μεγάλο όγκο εργασίας και οι αρμοδιότητες εκάστου υπαλλήλου στην καθημερινή υπηρεσιακή πρακτική δεν ήταν διακριτές, όμως, όπως προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία, για τη λειτουργία της Εισαγγελίας κομβικής σημασίας ήταν το Τμήμα Μηνύσεων, από όπου περνούσαν όλες οι δικογραφίες και τα εν γένει υπηρεσιακά έγγραφα, στο οποίο από το έτος 2011 έως το έτος 2015 συνυπηρέτησαν κυρίως και κατ' αναπλήρωση αμφότερες οι κατηγορούμενες, οι οποίες στην πράξη συνεκτελούσαν τα υπηρεσιακά καθήκοντα για τη λειτουργία του εν λόγω Τμήματος, επιπλέον δε αυτές, ως έμπειρες υπάλληλοι, είχε καθιερωθεί να ασχολούνται με έτερα υπηρεσιακά καθήκοντα, πλην των ρητά οριζομένων στις πράξεις ανάθεσης καθηκόντων και να διεκπεραιώνουν υπηρεσιακές ενέργειες, καίτοι ρητά με πράξη ανάθεσης καθηκόντων δεν τους είχαν ανατεθεί. Ως εκ τούτων ήταν προσιτά σ' αυτές, έστω και ως μη αρμόδιες έγγραφα της υπηρεσίας για τη διεκπεραίωση των οποίων τύποις δεν είχαν επιφορτισθεί, ήτοι ήταν προσιτές στις κατηγορούμενες οι διατάξεις που τηρούνταν στο αρχείο του άρθρου 47 ΚΠΔ και οι συναφείς αρχειοθετούμενες δικογραφίες, οι κατ' όρθρο 43 ΚΠΔ εκδιδόμενες διατάξεις, καθώς και οι κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ εκδιδόμενες διατάξεις με τις δικογραφίες τους (βλ. σχ. κατάθεση της Προϊσταμένης Διεύθυνσης της Γραμματείας της Εισαγγελίας Αλεξανδρούπολης Μ. Γ. στα παρόντα πρακτικά, καθώς και στα αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, ιδίως ως προς τις δικογραφίες του άρθρου 59 ΚΠΔ). Ακόμη αμφότερες οι κατηγορούμενες υπηρετούσαν σε ιδιαίτερα νευραλγικά τμήματα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης (Τμήμα Μηνύσεων-Δικογραφιών, Τμήμα ανακριτικών δικογραφιών, βουλευμάτων) και είχαν τον έλεγχο όλων των εμπιστευμένων σ' αυτές ποινικών δικογραφιών (προκαταρτικών, προανακριτικών και ανακριτικών) και των επ' αυτών συσχετιζόμενων εγγράφων της Εισαγγελίας και εκδιδόμενων βουλευμάτων, που έπρεπε να κατευθύνουν στα αντίστοιχα Τμήματα και αναγκαίως, ως συνεκτελούσες τα ίδια υπηρεσιακά καθήκοντα και ως προβαίνουσες σε διαδοχικές υπηρεσιακές ενέργειες προς επίτευξη του ιδίου υπηρεσιακού σκοπού, συνεργαζόταν στενά μεταξύ τους και γνώριζαν τις εκκρεμότητες και τις αναγκαίες υπηρεσιακές ενέργειες που έπρεπε να γίνουν ώστε να επιτευχθούν οι σκοποί της υπηρεσίας τους και να ικανοποιηθεί η ποινική αξίωση της πολιτείας για τη διερεύνηση της παραβατικής συμπεριφοράς και την εισαγωγή σε δίκη των παραβατών. Την 11.3.2015 η πρώτη κατηγορουμένη μετακινήθηκε στο Τμήμα κατηγορητηρίων Μονομελούς, ενώ η δεύτερη συνέχισε να απασχολείται στο Τμήμα Μηνύσεων-Δικογραφιών-Ανακριτικών Δικογραφιών, βουλευμάτων και ως εκ τούτου σταμάτησε η υπηρεσιακή συνεργασία τους στα ίδια αντικείμενα και η αλληλοκάλυψη, πλην όμως στην κατοχή αμφοτέρων βρισκόταν πλήθος δικογραφιών και εγγράφων που δεν είχαν έγκαιρα διεκπεραιώσει. Συγκεκριμένα στο πλαίσιο των καθηκόντων τους είχαν περιέλθει στην κατοχή των κατηγορούμενων οι κάτωθι εμπιστευμένες σ' αυτές ανακριτικές δικογραφίες προκειμένου να τις διεκπεραιώσουν και δη να προβούν σε επίδοση του οικείου βουλεύματος και, συγκεκριμένα: 1. Η με Α.Β.Μ.: Βφ 11-301 ανακριτική δικογραφία, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 58/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 2. Η με Α.Β.Μ.: Α07/2117 ανακριτική δικογραφία, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 34/2011 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 3. Η με Α.Β.Μ.: Αφ13/3 ανακριτικής δικογραφίας επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 19/2014 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 4. Η με Α.Β.Μ.: Αφ11/11 ανακριτική δικογραφία, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 41/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 5. Η με Α.Β.Μ.: Α11/1512 ανακριτική δικογραφία, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 92/14 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 6. Η με Α.Β.Μ.: Α09/406 ανακριτική δικογραφία, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 61/2011 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 7. Η με Α.Β.Μ.: Αφ11/3 ανακριτική δικογραφία, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 149/2011 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 8. Η με Α.Β.Μ.: Βφ13-45 ανακριτική δικογραφία, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 20/2014 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 9. Η με Α.Β.Μ.: Αφ11-101 ανακριτική δικογραφία, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 153/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 10. Η με Α.Β.Μ.: Α07-2027 ανακριτική δικογραφία, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 65/2011 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 11. Η με Α.Β.Μ.: Αφ12-129 ανακριτική δικογραφία, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 155/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 12. Η με Α.Β.Μ.: Αφ14-36 ανακριτική δικογραφία, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 16/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 13. Η με Α.Β.Μ.: Αφ13/12 ανακριτική δικογραφία, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 150/2014 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 14. Η με Α.Β.Μ.: Γφ10/22 ανακριτική δικογραφία, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 111/2011 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης και 15. Η με Α.Β.Μ.: Γφ12/51 ανακριτική δικογραφία, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 148/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης. Τα ανωτέρω εκδοθέντα επί των προαναφερόμενων ποινικών ανακριτικών δικογραφιών δεκαπέντε (15) βουλεύματα στο σύνολο τους είχαν διαβιβασθεί εμπρόθεσμα και αρμόδια από το αρμόδιο Τμήμα Βουλευμάτων του Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης προς την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, χωρίς οποιαδήποτε χρονική καθυστέρηση, πλην όμως οι κατηγορούμενες δεν προέβησαν εγκαίρως στη διεκπεραίωση των εμπιστευμένων σ' αυτές ανακριτικών δικογραφιών. Αντίθετα, σε χρόνο που δεν προσδιορίστηκε ακριβώς, αλλά το νωρίτερο κατά την 11.3.2015 (όταν η πρώτη κατηγορουμένη μετακινήθηκε υπηρεσιακά το Τμήμα κατηγορητηρίων Μονομελούς, ενώ η δεύτερη συνέχισε να απασχολείται στο Τμήμα Μηνύσεων-Δικογραφιών-Ανακριτικών Δικογραφιών, βουλευμάτων) και εφεξής, απέκρυψαν τις ως άνω ανακριτικές δικογραφίες, τις οποίες δεν είχαν φροντίσει μέχρι τότε να τις διεκπεραιώσουν, σε ερμάριο στο χώρο του γραφείου τους, κατά τρόπο που η ανεύρεση τους να καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής. Με τον τρόπο αυτό οι ανωτέρω δικογραφίες δεν υποβλήθηκαν εγκαίρως προς την Εισαγγελία Εφετών Θράκης, παρά μόνο κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2017, όταν και έγινε αντιληπτή η υπεξαγωγή τους.
Περαιτέρω, κατόπιν διενεργηθέντος κατά την 4.10.2017 ελέγχου διακριβώθηκε στο γραφείο των κατηγορουμένων η ύπαρξη των κάτωθι ποινικών δικογραφιών: 1.
Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Β2013/114 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας, παρότι φέρεται ως διαδικαστική πράξη περαίωσης κατά την 11η.9.2014 η έκδοση διάταξης άρθρου 47 ΚΠΔ (προβουλεύματος) εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, εντούτοις εντός της ποινικής δικογραφίας δεν υφίσταται τοιαύτη. Επί της ανωτέρω ποινικής δικογραφίας απεστάλη η από την 11η.9.2014 διάταξη άρθρου 47 ΚΠΔ διάταξη της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Βέροιας Συμέλας Καρακασίδου και ακολούθως αυτή ετέθη στο τηρούμενο αρχείο του άρθρου 47 ΚΠΔ της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης. 2.
Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Β2011/455 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε ως διαδικαστική πράξη περαίωσης κατά την 26.10.2012 διάταξη άρθρου 47 ΚΠΔ (προβούλευμα) εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, 3.
Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Βφ2010/93 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε ως διαδικαστική πράξη περαίωσης κατά την 10.11.2011 το με αριθμό 126/2011 παραπεμπτικό βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, κατόπιν υποβολής προτάσεως υπό του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Μηνά Στρουμπή κατά το διατακτικό του οποίου και παραπέμπονται πέντε αλλοδαποί υπήκοοι ως υπαίτιοι τέλεσης πλημμεληματικής πράξης και δη παράβασης άρθρου 66 §§ 1-2 Νόμου 2121/1993, η οποία φέρεται ως τελεσθείσα κατά την 19.7.2010. Η εν λόγω δικογραφία ουδέποτε προσδιορίσθηκε προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης με συνακόλουθη συνέπεια να έχει ήδη επέλθει παραγραφή της διωκόμενης πράξης. 4.
Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Αφ2013/40 ανακριτικής δικογραφίας, εντός της οποίας υφίσταται και υποβληθείσα αίτηση άρσεως κατάσχεσης, η οποία και επεστράφη στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης εκ του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης Γεώργιου Καντζίδη κατά την 4.11.2013 μετά σχετικής παραγγελίας προς χωρισμό των πλημμεληματικών πράξεων και επανυποβολή προς χειρισμό των κακουργηματικών πράξεων. Η εν λόγω ποινική δικογραφία ανατέθηκε προς χειρισμό κατά την 5.11.2013 στην Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλα Καρακασίδου, πλην όμως, παρότι αναγράφεται κατά την 7.11.2013 εκ της προαναφερόμενης ως ενέργεια "ο χωρισμός των πλημμελημάτων και η επανυποβολή προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης", εντούτοις ουδεμία σχετική διαδικαστική πράξη υφίσταται εντός της δικογραφίας. Ο δε φερόμενος χρόνος τέλεσης των διωκόμενων πράξεων ανάγεται κατά την 20.7.2013. Επί της ανωτέρω ποινικής δικογραφίας εισήχθησαν κατά την 11.10.2017 δύο προτάσεις προς το Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης αναφορικά με το χωρισμό των πλημμελημάτων και την υποβληθείσα αίτηση άρσης κατάσχεσης. Τα δε εξαχθέντα προς περαιτέρω ενέργειες επικυρωμένα αντίγραφα με Α.Β.Μ.: Αφ2013/40 ανακριτικής δικογραφίας έλαβαν Α.Β.Μ.: Β2013/395. 5. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2010/1805 προκαταρκτικής δικογραφίας, η οποία και σχηματίσθηκε προς διερεύνηση της φερόμενης ως τελεσθείσας κατά το έτος 2010 πράξεως της παράβασης καθήκοντος. Η εν λόγω ποινική δικογραφία ανατέθηκε προς χειρισμό κατά την 16.2.2012 στην Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Συμέλα Καρακασίδου και παρότι εμφαίνεται στο τηρούμενο ηλεκτρονικό αρχείο παρακολούθησης της πορείας των δικογραφιών της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης ως "σχετισθείσα στη με Α.Β.Μ.: Β2010/23 ποινική δικογραφία, εντούτοις αφενός ουδεμία σχετική πράξη συσχέτισης υφίσταται επ' αυτής αφετέρου δε ουδέποτε συσχετίσθηκε τονική δικογραφία. Επί της ανωτέρω ποινικής δικογραφίας εκδόθηκε κατά την 30.10.2017 διάταξη άρθρου 47 ΚΠΔ, καθόσον η διερευνώμενη πράξη είχε ήδη υποπέσει σε παραγραφή. 6. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2007Εγχ/334 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 12.7.2009 πράξη αναβολής κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Αναστασίας Καλαϊτζή, η οποία και έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης δυνάμει της με αριθμό 49/30.12.2009 σχετικής διάταξης. Ακολούθως δε και ενόψει του ότι οι διερευνώμενες πλημμεληματικές πράξεις της ανωτέρω προκαταρκτικής δικογραφίας φέρονται ως τελεσθείσες κατά την 8.1.2007 και την 8.3.2007 και εν προκειμένω ουδέποτε έλαβε χώρα ανάσυρση της δικογραφίας εκ του αρχείου του όρθρου 59 ΚΠΔ, προκύπτει το γεγονός της ήδη επελθούσας παραγραφής των πράξεων, δοθέντος ότι η αντίθετη ποινική δικογραφία εκ της οποίας και υφίστατο δικονομική και ουσιαστική εξάρτηση του αντικειμένου της εν λόγω ποινικής δικογραφίας περαιώθηκε αμετάκλητα κατά την 28.1.2010. Η εν λόγω ποινική δικογραφία περαιώθηκε δικονομικά κατά την 16.10.2017 δια διάταξης άρθρου 47 ΚΠΔ, καθόσον ήδη οι διερευνώμενες πράξεις υπέπεσαν στην εκ του νόμου προβλεπόμενη παραγραφή. 7.
Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Β2006/141 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 28.4.2006 πράξη αναβολής, κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ, εκ μέρους της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Άννας Νικητοπούλου, η οποία και έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης δυνάμει της με αριθμό 22/9.5.2006 σχετικής διάταξης. Ακολούθως δε και ενόψει του γεγονότος ότι οι διερευνώμενες πλημμεληματικές πράξεις της ανωτέρω προκαταρκτικής δικογραφίας φέρονται ως τελεσθείσες κατά την 22.9.2005 και εν προκειμένω ουδέποτε έλαβε χώρα ανάσυρση της δικογραφίας εκ του αρχείου του άρθρου 59 ΚΠΔ, προκύπτει το γεγονός της ήδη επελθούσας παραγραφής των πράξεων, δοθέντος ότι η αντίθετη ποινική δικογραφία εκ της οποίας και υφίστατο δικονομική και ουσιαστική εξάρτηση του αντικειμένου της εν λόγω ποινικής δικογραφίας περαιώθηκε αμετάκλητα κατά την 22.9.2010. Η εν λόγω ποινική δικογραφία περαιώθηκε δικονομικά κατά την 16.10.2017 δια διάταξης άρθρου 47 ΚΠΔ, καθόσον ήδη οι διερευνώμενες πράξεις υπέπεσαν στην εκ του νόμου προβλεπόμενη παραγραφή. 8.
Της
προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2008/3199 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 4.12.2009 πράξη αναβολής, κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ, εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Αναστασίας Καλαϊτζή, η οποία και έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης δυνάμει της με αριθμό 67/23.3.2010 σχετικής διάταξης. Ακολούθως δε και ενόψει του γεγονότος ότι οι διερευνώμενες πλημμεληματικές πράξεις της ανωτέρω προκαταρκτικής δικογραφίας φέρονται ως τελεσθείσες κατά την 31.10.2006 και την 28.2.2007 και εν προκειμένω ουδέποτε έλαβε χώρα ανάσυρση της δικογραφίας εκ του αρχείου του άρθρου 59 ΚΠΔ, προκύπτει το γεγονός της ήδη επελθούσας παραγραφής των πράξεων, δοθέντος ότι η αντίθετη ποινική δικογραφία εκ της οποίας και υφίστατο δικονομική και ουσιαστική εξάρτηση του αντικειμένου της εν λόγω ποινικής δικογραφίας περαιώθηκε αμετάκλητα κατά την 7.12.2010. Η εν λόγω ποινική δικογραφία περαιώθηκε δικονομικά κατά την 16.10.2017 δια διάταξης άρθρου 47 ΚΠΔ, καθόσον ήδη οι διερευνώμενες πράξεις υπέπεσαν στην εκ του νόμου προβλεπόμενη παραγραφή. 9. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2008/2866 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 15.2.2010 πράξη αναβολής, κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ, εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Αναστασίας Καλαϊτζή, η οποία και έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης δυνάμει της με αριθμό 22/23.3.2010 σχετικής διάταξης. Ακολούθως δε και ενόψει του γεγονότος ότι οι διερευνώμενες πλημμεληματικές πράξεις της ανωτέρω προκαταρκτικής δικογραφίας φέρονται ως τελεσθείσες κατά την 16.4.2007 και εν προκειμένω ουδέποτε έλαβε χώρα ανάσυρση της δικογραφίας εκ του αρχείου του άρθρου 59 ΚΠΔ, προκύπτει το γεγονός της ήδη επελθούσας παραγραφής των πράξεων, δοθέντος ότι η αντίθετη ποινική δικογραφία εκ της οποίας και υφίστατο δικονομική και ουσιαστική εξάρτηση του αντικειμένου της εν λόγω ποινικής δικογραφίας περαιώθηκε αμετάκλητα κατά την 19.10.2010. Η εν λόγω ποινική δικογραφία περαιώθηκε δικονομικά κατά την 16.10.2017 δια διάταξης άρθρου 47 ΚΠΔ, καθόσον ήδη οι διερευνώμενες πράξεις υπέπεσαν στην εκ του νόμου προβλεπόμενη παραγραφή. 10. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2007/395 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 29.11.2007 πράξη αναβολής, κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ, εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Αναστασίας Καλαϊτζή, η οποία και έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης δυνάμει της με αριθμό 41/4.12.2007 σχετικής διάταξης. Ακολούθως δε και ενόψει του γεγονότος ότι οι διερευνώμενες πλημμεληματικές πράξεις της ανωτέρω προκαταρκτικής δικογραφίας φέρονται ως τελεσθείσες κατά την 24.11.2006 και εν προκειμένω ουδέποτε έλαβε χώρα ανάσυρση της δικογραφίας εκ του αρχείου του άρθρου 59 ΚΠΔ, προκύπτει το γεγονός της ήδη επελθούσας παραγραφής των πράξεων, δοθέντος ότι η αντίθετη ποινική δικογραφία εκ της οποίας και υφίστατο δικονομική και ουσιαστική εξάρτηση του αντικειμένου της εν λόγω ποινικής δικογραφίας περαιώθηκε αμετάκλητα κατά την 25.10.2011. Η εν λόγω ποινική δικογραφία περαιώθηκε δικονομικά κατά την 16.10.2017 δια διάταξης όρθρου 47 ΚΠΔ, καθόσον ήδη οι διερευνώμενες πράξεις υπέπεσαν στην εκ του νόμου προβλεπόμενη παραγραφή. 11. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2007/327 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 12.11.2007 πράξη αναβολής, κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ, εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτόδικων Αλεξανδρούπολης Αναστασίας Καλαϊτζή, η οποία και έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης δυνάμει της με αριθμό 40/4.12.2007 σχετικής διάταξης. Οι διερευνώμενες πλημμεληματικές πράξεις της ανωτέρω προκαταρκτικής δικογραφίας φέρονται ως τελεσθείσες κατά την 20.8.2005, πλην όμως εν προκειμένω ουδέποτε έλαβε χώρα ανάσυρση της δικογραφίας εκ του αρχείου του άρθρου 59 ΚΠΔ. Η δε η αντίθετη ποινική δικογραφία εκ της οποίας και υφίστατο δικονομική και ουσιαστική εξάρτηση του αντικειμένου της εν λόγω ποινικής δικογραφίας περαιώθηκε αμετάκλητα κατά την 21.1.2014. Η εν λόγω ποινική δικογραφία περαιώθηκε δικονομικά κατά την 16.10.2017 δια διάταξης άρθρου 47 ΚΠΔ, καθόσον ήδη οι διερευνώμενες πράξεις υπέπεσαν στην εκ του νόμου προβλεπόμενη παραγραφή. 12.
Της
προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2012/2286 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας παρότι φέρεται ως εκδοθείσα κατά την 25.2.2013 αναφορά κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ και υποβολή προς τον κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, εντούτοις η εν λόγω δικογραφία ουδέποτε υπεβλήθη προς τον κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης. Ακολούθως η εν λόγω ποινική δικογραφία υπεβλήθη προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης κατά την 11.10. 2017 και εγκρίθηκε η αρχειοθέτησή της κατά την 16.10.2017. 13.
Της
εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Βφ2012/299 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας υφίσταται υποβλητική αναφορά, κατ' άρθρο 308Α § 1 ΚΠΔ, εκ μέρους της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Άννας Νικητοπούλου, καθώς επίσης και σχετική παραγγελία εξαγωγής επικυρωμένων φωτοαντιγράφων εις διπλούν προς περαιτέρω ενέργειες, πλην όμως η εν λόγω ποινική δικογραφία ουδέποτε υπεβλήθη προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης. 14.
Οι προσιτές σ' αυτές με αριθμούς πρωτοκόλλου 134/16ης.1.2009 και 2/19ης.1.2009 δύο παραγγελίες των κ.κ. Εισαγγελέων του Αρείου Πάγου και Εφετών Θράκης, αντίστοιχα, αναφορικά με υποβληθείσα αναφορά εκ μέρους του Α. Μ. του Κ., για τις οποίες και ουδεμία ενέργεια επεξεργασίας προκύπτει. Ακολούθως αυτές ετέθησαν κατά την 1η.11.2017 δια σχετικής πράξεως στο αρχείο της Γραμματείας Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, καθόσον κατέστησαν άνευ αντικειμένου και αναγκαιότητας επεξεργασίας δοθέντος ότι τα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο σχηματισμού έτερων ποινικών δικογραφιών (Α.Β.Μ.: Α2006/1267, στην οποία και συσχετίσθηκαν οι με Α.Β.Μ.: Γ2006/752, Α2006/1268, Α2006/1269, Α2008/3864, Α2007/4045 και Α2008/307 ποινικές δικογραφίες), όμως οι ως άνω παραγγελίες δεν έτυχαν, κατά το χρόνο αποστολής τους της δέουσας δικονομικής μεταχείρισης. 15. Επικυρωμένα φωτοαντίγραφα, εξαχθέντα εκ της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2013/2679 προκαταρκτικής δικογραφίας, μετά επισημείωσης περί "διαβίβασης" εκ μέρους της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Άννας Νικητοπούλου προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης προς συσχέτιση, τα οποία και ουδέποτε υποβλήθηκαν σχετικώς. Εκ της ανωτέρω ποινικής δικογραφίας εξήχθησαν φωτοαντίγραφα και σχηματίσθηκαν ποινικές δικογραφίες, οι οποίες και έλαβαν Α.Β.Μ.: Α2013/2482 και Α2013/2481 και ακολούθως αντίγραφά της συσχετίσθηκαν στη με Α.Β.Μ.: Βφ2012/299 ποινική δικογραφία. Επί της δε με Α.Β.Μ.: Α2013/2679 ποινικής δικογραφίας εκδόθηκε η με αριθμό 491/23ης.4.2015 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, αναφορικά με την πράξη της παράβασης του άρθρου 225 §§ 2α-1 ΠΚ, πλην όμως τα επικυρωμένα φωτοαντίγραφα, εξαχθέντα εκ της με Α.Β.Μ.: Α2013/2679 προκαταρκτικής δικογραφίας, δεν έτυχαν κατά το χρόνο εξαγωγής τους, της δέουσας δικονομικής μεταχείρισης. 16.
Επικυρωμένα φωτοαντίγραφα, εξαχθέντα εκ της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Βφ2014/211 ανακριτικής δικογραφίας, μετά επισημείωσης περί αναγκαιότητας περαιτέρω ενεργειών αναφορικά με άγνωστους δράστες εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, επί των οποίων ουδεμία σχετική πράξη υφίσταται. 17.
Της από την 21.3.2013 αίτησης αλλαγής μεσεγγυούχου, η οποία και αφορά την εμπιστευμένη σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Βφ12/299 ποινική ανακριτική δικογραφία, επί της οποίας δεν προκύπτει ενέργεια συσχέτισης στην οικεία δικογραφία, καθώς και πράξη περαίωσης - εισαγωγής της στο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης. 18.
Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2012/92 μήνυσης, επί της οποίας και αναγράφεται κατά την 31.12.2012 σχετική παραγγελία διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης εκ μέρους του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Δημητρίου Χατζηδημητρίου (άνευ σχετικού φακέλου προκαταρκτικής δικογραφίας) και η οποία φέρεται εκ του τηρούμενου ηλεκτρονικού αρχείου καταχώρισης της πορείας των μηνύσεων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, ως συσχετισθείσα στη με Α.Β.Μ.: Α2012/903 δικογραφία, εκ μέρους του ανωτέρω Εισαγγελικού Λειτουργού, πλην όμως ουδεμία σχετική πράξη υφίσταται επ' αυτής και περαιτέρω δεν προκύπτει πραγματική συσχέτισή της. Επί της ανωτέρω ποινικής δικογραφίας, η οποία και κατ' αντικείμενο αφορούσε τη διερεύνηση της προβλεπόμενης υπό του άρθρου 28 § 2 Νόμου 1650/1986 πράξης με φερόμενο χρόνο τέλεσης την 3.12.2012 εκδόθηκε κατά την 31.10.2017 αναφορά άρθρου 43 ΚΠΔ προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, η οποία και εγκρίθηκε κατά την 28.11.2017. 19. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Β2014/507 υποβληθείσας εκ του Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης Σουφλίου μήνυσης αναφορικά με προβλεπόμενη υπό του άρθρου 30 Νόμου 4251/2014 πράξης φερόμενης ως τελεσθείσας κατά την 27.10.2014, επί της οποίας φέρεται εκ του τηρούμενου ηλεκτρονικού αρχείου καταχώρισης της πορείας των μηνύσεων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, η εξαγωγή επικυρωμένων φωτοαντιγράφων προς συσχέτιση στη με Α.Β.Μ.: Β2015/198 δικογραφία, εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Συμέλας Καρακασίδου (άνευ σχετικής πράξεως) επί του σώματος της μήνυσης και καμία περαιτέρω ενέργεια επεξεργασίας - χειρισμού. Ακολούθως, σχηματίσθηκε ποινική δικογραφία και παραγγέλθηκε κατά την 31.10.2017, δια σχετικής πράξης, η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης προς την Ασφάλεια Αθηνών. 20. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2008/3215 διαβιβασθείσας λόγω κατά τόπο αρμοδιότητας, εκ του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ροδόπης μήνυσης, επί της οποίας υφίσταται η από την 15.11.2009 πράξη συσχέτισης στη με Α.Β.Μ.: Α2006/1285 ποινική δικογραφία εκ μέρους του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ιωάννη Σφέτκου, πλην όμως εκ του τηρούμενου ηλεκτρονικού αρχείου καταχώρισης της πορείας των μηνύσεων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, εμφαίνεται η μη πραγματική συσχέτισή της. Ακολούθως, η εν λόγω μήνυση, η οποία και κατ' αντικείμενο αφορούσε την πράξη της παράβασης του όρθρου 46 § 1α ΠΚ και 88 § 1° Νόμου 3386/2005 με φερόμενο χρόνο τέλεσης την 22.7.2006, υπεβλήθη κατά την 31.10.2017 δια αναφοράς άρθρου 43 ΚΠΔ προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, η οποία και εγκρίθηκε κατά την 29.11.2017, καθόσον η ως άνω διερευνώμενη πράξη είχε ήδη υποπέσει σε παραγραφή. Οι κατηγορούμενες ενώ έλαβαν στην κατοχή τους τις ανωτέρω δικογραφίες και έλαβαν γνώση των σχετικών παραγγελιών, δεν τις διεκπεραίωσαν, όπως όφειλαν, αλλά αντίθετα, σε χρόνο που δεν προσδιορίστηκε ακριβώς, αλλά το νωρίτερο κατά την 11.3.2015 και εφεξής, τις υπεξήγαγαν και ειδικότερα τις απέκρυψαν σε χώρους του γραφείου τους, κατά τρόπο που η ανεύρεση τους να καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής. Εξάλλου, την 4.10.2017 και περί ώρα 15:30 κατόπιν εκ νέου διενεργηθέντος ελέγχου, μετά από εντολή του Προϊσταμένου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, διακριβώθηκε η απόκρυψη ποινικών δικογραφιών, καθώς και υπηρεσιακών εγγράφων στο γραφείο των δύο κατηγορουμένων, η κατοχή - φυσική εξουσίαση των οποίων κατ' ουδένα τρόπο δύναται όπως δικαιολογηθεί και πλέον συγκεκριμένα εκ του ως άνω ελέγχου διαπιστώθηκε η εκ μέρους των προαναφερόμενων υπαλλήλων κατοχή και απόκρυψη εντός των αποθηκευτικών χώρων του γραφείου τους, καθώς και όπισθεν θερμαντικού σώματος, των ακόλουθων ποινικών δικογραφιών: 1. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2014/840 προκαταρκτικής δικογραφίας, η οποία αρχικώς έλαβε Α.Β.Μ.: Β2012/536 και διαβιβάσθηκε εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Συμέλας Καρακασίδου προς τον Εισαγγελέα Στρατοδικείου Ξάνθης κατά την 28.2.2013 και εν συνεχεία επαναδιαβιβάσθηκε εκ του τελευταίου προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης έλαβε νέο Α.Β.Μ.: Α2014/840 ανατέθηκε προς χειρισμό και επεξεργασία στην Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Συμέλα Καρακασίδου, πλην όμως δεν προκύπτει οιαδήποτε έτερη δικονομική ενέργεια. Η δε ως άνω δικογραφία, κατόπιν άσκησης ποινικής δίωξης, αναφορικά με την πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών με τη μορφή της διάθεσης κατ' εξακολούθηση και της διενέργεια κύριας ανάκρισης, υπεβλήθη δια αναφοράς προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης μόλις κατά την 20.12.2017, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 308 Α § 1 Κ.Π.Δ. 2.
Του εμπιστευμένου σ' αυτές ενημερωτικού σημειώματος - υπηρεσιακής αναφοράς του Τελωνείου Αλεξανδρούπολης, σχετιζόμενο με τη με αριθμό πρωτοκόλλου ΕΜΠ161/26.6.2014 υποβληθείσα εκ του Σ.Δ.Ο.Ε. Περιφερειακής Διεύθυνσης Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης δικογραφία, το οποίο και ουδέποτε συσχετίσθηκε εις αυτήν. Το ανωτέρω έγγραφο υποβλήθηκε κατά την 11.1.2018 προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης προς ενδεχόμενη συσχέτισή του στη με Α.Β.Μ.: Αφ2014/36 ποινική ανακριτική δικογραφία. 3.
Επικυρωμένα φωτοαντίγραφα εξαχθέντα εκ της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Βφ2012/257 ανακριτικής δικογραφίας, κατόπιν σχετικής επισημείωσης εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, περί αναγκαιότητας περαιτέρω ενεργειών πιθανότατα αναφορικά με άγνωστους δράστες επί των οποίων ουδεμία σχετική πράξη υφίσταται και δεν έτυχαν της δέουσας δικονομικής μεταχείρισης. Ακολούθως, μετά την ανέρευσή τους τα εν λόγω αντίγραφα, αφού έλαβαν Α.Β.Μ.: Α2017/1730, ετέθησαν με πράξη στο αρχείο αγνώστων δραστών κατά την 11η.10.2017. 4.
Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2013/714 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας, παρότι φέρεται ως εκδοθείσα κατά την 8.11.2013 αναφορά, κατ' όρθρο 43 ΚΠΔ, και υποβολή προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, εντούτοις η εν λόγω δικογραφία ουδέποτε υπεβλήθη προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης. Η ως άνω δικογραφία υπεβλήθη προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης κατά την 11.10.2017 και έτυχε της σύμφωνης γνώμης του κατά την 16.10.2017. 5. Του προσιτού σ' αυτές με αριθμό πρωτοκόλλου 196/11.4.2012 εγγράφου του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ροδόπης μετά συνημμένων εις αυτό εγγράφων, καθώς και ενός πολυμορφικού δίσκου, επί του οποίου, παρότι υφίσταται η κατά την 19.4.2012 σχετική επισημείωση, εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, περί "συσχέτισης", εντούτοις ουδόλως προκύπτει πραγματική συσχέτιση των εν λόγω εγγράφων εις την ποινική δικογραφία που φέρεται ότι αφορούν. Η δε ως άνω πράξη συσχέτισης (στη με Α.Β.Μ.: Α2012/577 ποινική δικογραφία) έλαβε χώρα κατά την 11.10.2017 δια της υποβολής προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης. 6. Επικυρωμένων φωτοαντιγράφων εξαχθέντων εκ της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2012/577 - Α2012/754 προκαταρκτικής δικογραφίας άνευ οιασδήποτε σχετικής επισημείωσης - πράξεως Εισαγγελέως, τα οποία δεν έτυχαν της δέουσας δικονομικής μεταχείρισης. Τα ανωτέρω φωτοαντίγραφα, μετά που ανερεύθησαν, ετέθησαν κατά την 11η.1.2018 δια σχετικής πράξης στο αρχείο Γραμματείας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, καθόσον δεν υφίστατο αντικείμενο και επεξεργασίας τους δοθέντος ότι τα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο σχηματισμού περαιωθείσας ποινικής δικογραφίας. 7.
Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Β2011/670 υποβληθείσας εκ Δημόσιου Κατηγόρου Δασικών Πταισμάτων Αλεξανδρούπολης μήνυσης, επί της οποίας προκύπτει η κατά την 30η.1.2012 άσκηση ποινικής δίωξης αναφορικά με την πράξη της παράνομης υλοτομίας εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, πλην όμως ως διακριβώθηκε δεν υφίστατο εντός αυτής σχέδιο κατηγορητηρίου και συνακόλουθη παραπομπή στο Μονομελές Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. Φερόμενος δε χρόνος της ανωτέρω πράξης τυγχάνει η 14η.12.2011, με συνακόλουθη συνέπεια και να έχει ήδη αυτή υποπέσει σε παραγραφή. 8.
Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Β2013/215 - Β2013/216 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 16η.4.2014 πράξη αναβολής κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, η οποία ουδέποτε έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης, δοθέντος ότι δεν προκύπτει σχετική υποβολή της. Επί της δε ανωτέρω προκαταρκτικής δικογραφίας υφίσταται και σχετική παραγγελία της ανωτέρω Αντεισαγγελέως προς εξαγωγή επικυρωμένων φωτοαντιγράφων προς περαιτέρω ενέργειες αναφορικά με την πράξη της πλαστογραφίας χωρίς να προκύπτει η πραγματική εξαγωγή και ο σχηματισμός έτερης δικογραφίας ως προς την προαναφερόμενη πράξη. Η δε αντίθετη ποινική δικογραφία εκ της οποίας και υφίστατο δικονομική και ουσιαστική εξάρτηση του αντικειμένου της εν λόγω ποινικής δικογραφίας περαιώθηκε αμετάκλητα κατά την 2η.5.2017. Ακολούθως, επί της ανωτέρω δικογραφίας ασκήθηκε ποινική δίωξη αναφορικά με την παράβαση των άρθρων 229 §1, 363 και 224 §§ 2-1 ΠΚ και έλαβε χώρα παραπομπή στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. 9. Επικυρωμένων φωτοαντιγράφων της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2013/806 προκαταρκτικής δικογραφίας, χωρίς να προκύπτει οιαδήποτε δικονομική ενέργεια επ' αυτών και χωρίς να τύχουν της δέουσας δικονομικής μεταχείρισης. Τα ανωτέρω φωτοαντίγραφα, μετά που ανερεύθησαν, ετέθησαν κατά την 11η.1.2018 δια σχετικής πράξης στο αρχείο Γραμματείας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, καθόσον δεν υφίστατο πλέον αντικείμενο και αναγκαιότητα επεξεργασίας τους δοθέντος ότι τα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο σχηματισμού περαιωθείσας ποινικής δικογραφίας. 10.
Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2010/3808 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 20.6.2011 πράξη αναβολής, κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ, εκ μέρους του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Αναστασίου Κεσίση, η οποία και έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης δυνάμει της με αριθμό 50/18.10.2011 σχετικής διάταξης αναφορικά με διερευνώμενες πλημμεληματικές πράξεις, οι οποίες και φέρονται ως τελεσθείσες κατά την 8.11.2010. Ακολούθως, η ως άνω δικογραφία περαιώθηκε δια της εκδόσεως κατά την 16.10.2017 διάταξης άρθρου 47 ΚΠΔ. 11.
Επικυρωμένων φωτοαντιγράφων, εκ της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2014/817 προκαταρκτικής δικογραφίας, η οποία και ανατέθηκε προς χειρισμό στην Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Συμελα Καρακασίδου χωρίς να προκύπτει οιαδήποτε δικονομική ενέργεια επ' αυτών και χωρίς να τύχουν της δέουσας δικονομικής μεταχείρισης. Τα ανωτέρω φωτοαντίγραφα, μετά που ανερεύθησαν, ετέθησαν κατά την 11η.1.2018 δια σχετικής πράξης στο αρχείο Γραμματείας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, καθόσον πλέον δεν υφίστατο αντικείμενο και αναγκαιότητα επεξεργασίας τους δοθέντος ότι τα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο σχηματισμού περαιωθείσας ποινικής δικογραφίας. 12. Επικυρωμένων φωτοαντιγράφων, εκ της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2010/1313 προκαταρκτικής δικογραφίας, τα οποία και έλαβαν Α.Β.Μ.: Α2011/435 και επί της οποίας εκδόθηκε η από την 28η.2.2011 διάταξη άρθρου 47 ΚΠΔ (προβούλευμα) της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Άννας Νικητοπούλου, χωρίς να προκύπτει οιαδήποτε ενέργεια αναφορικά με την επιβαλλόμενη κατά το έτος 2011 εκ του νόμου επίδοση του ως άνω προβουλεύματος προς την εγκαλούσα. 13.
Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Βφ2012/276 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε το με αριθμό 30/2014 παραπεμπτικό βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, κατόπιν εισαγωγής προτάσεως της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Άννας Νικητοπούλου, δυνάμει του οποίου και αποφασίσθηκε η παραπομπή των κατηγορούμενων στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης για πράξεις φερόμενες ως τελεσθείσες κατά την 8η και την 9η Νοεμβρίου του έτους 2012. Η εν λόγω δικογραφία ουδέποτε προσδιορίσθηκε προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης με συνακόλουθη συνέπεια και να επαπειλείται παραγραφή των διωκόμενων πράξεων. Η εν λόγω δικογραφία προσδιορίσθηκε δια πράξεως κατά την 11η.10.2017 προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. 14. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γφ2012/40 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε το με αριθμό 112/2013 παραπεμπτικό βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, κατόπιν εισαγωγής προτάσεως της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Συμέλας Καρακασίδου, δυνάμει του οποίου και αποφασίσθηκε η παραπομπή των κατηγορούμενων στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης για πράξεις φερόμενες ως τελεσθείσες κατά την 13η Νοεμβρίου του έτους 2012. Η εν λόγω δικογραφία ουδέποτε προσδιορίσθηκε προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης με συνακόλουθη συνέπεια να επαπειλείται παραγραφή των διωκόμενων πράξεων. Η εν λόγω δικογραφία προσδιορίσθηκε δια πράξεως κατά την 11η.10.2017 προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. 15. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2006/17 - Γ2006/403 προανακριτικής δικογραφίας, (αναφορικά με τη φερόμενη ως τελεσθείσα κατά την 27η/28η.10.2005 πράξη της κλοπής), επί της οποίας υφίσταται σχετική παραγγελία λήψης απολογίας κατηγορούμενου κατά την 30η.6.2006 εκ μέρους του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Μηνά Στρουμπή και ουδεμία έτερη δικονομική ενέργεια παραπομπής ή εισαγωγής της υπόθεσης προς το Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, με συνακόλουθη συνέπεια και να έχει ήδη επέλθει παραγραφή της διωκόμενης πλημμεληματικής πράξεως. Ακολούθως, η εν λόγω δικογραφία διαβιβάσθηκε προς τον ανωτέρω Εισαγγελικό Λειτουργό προς επεξεργασία, ο οποίος και κατόπιν ορθότερου νομικού χαρακτηρισμού άσκησε ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 374 περ. δ' ΠΚ με συνακόλουθη συνέπεια και να παραγγελθεί διενέργεια κύριας ανάκρισης. 16. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2005/161 προανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας κινήθηκε ποινική δίωξη αναφορικά με τις φερόμενες ως τελεσθείσες κατά την 3η.4.2005 πράξεις της απειλής και της παράνομης βίας σε βάρος Γ. Χ., ο οποίος και έφερε την ιδιότητα του Δημάρχου Σαμοθράκης. Ακολούθως, επί της ανωτέρω ποινικής υπόθεσης εκδόθηκε η με αριθμό 104/16ης.1.2007 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, κατά το διατακτικό του οποίου και κηρύχθηκε η καθ' ύλη αναρμοδιότητα κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 145 Νόμου 3463/2006 και ακολούθως αποφασίσθηκε η διαβίβαση της δικογραφίας προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, προκειμένου και να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο καθ' ύλην αρμόδιο προς εκδίκαση Τριμελές Εφετείο Θράκης. Παρότι δε υφίσταται άνευ ημεροχρονολογίας (η οποία και δια την ακρίβεια του λόγου έχει επικαλυφθεί δια ταινίας απόσβεσης) σχετική πράξη - επισημείωση "διαβίβασης" προς την Εισαγγελία Εφετών Θράκης εκ μέρους του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Μηνά Στρουμπή, εντούτοις η εν λόγω ποινική δικογραφία ουδέποτε υποβλήθηκε αρμοδίως με συνακόλουθη συνέπεια και ήδη να έχει υποπέσει σε παραγραφή. Η δε ως άνω ποινική δικογραφία υπεβλήθη κατά την 11η.10.2017 δια σχετικής αναφοράς προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης. 17.
Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2005/339 προανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας κινήθηκε ποινική δίωξη αναφορικά με τη φερόμενη ως τελεσθείσα κατά την 10η.2.2005 πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας σε βάρος Γ. Χ., ο οποίος και έφερε την ιδιότητα του Δημάρχου ... . Ακολούθως, επί της ανωτέρω ποινικής υπόθεσης εκδόθηκε η με αριθμό 44/8ης.4.2008 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, κατά το διατακτικό του οποίου και κηρύχθηκε η καθ' ύλην αναρμοδιότητα κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 145 Νόμου 3463/2006 και ακολούθως αποφασίσθηκε η διαβίβαση της δικογραφίας προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης προκειμένου και να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο καθ' ύλην αρμόδιο προς εκδίκαση Τριμελές Εφετείο Θράκης. Παρότι δε η εν λόγω δικογραφία υποβλήθηκε κατά την 10η.6.2008 εκ της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, εντούτοις η εν λόγω εμπιστευμένη σ' αυτές ποινική δικογραφία ουδέποτε υποβλήθηκε αρμοδίως με συνακόλουθη συνέπεια και ήδη να έχει υποπέσει σε παραγραφή. Η δε ως άνω ποινική δικογραφία υπεβλήθη κατά την 11η.10.2017 δια σχετικής αναφοράς προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης. 18. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2005Εγχ/367 προανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας κινήθηκε ποινική δίωξη αναφορικά με τις φερόμενες ως τελεσθείσες κατά την 8η.3.2005 πράξεις της παράβασης καθήκοντος και της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος σε βάρος μεταξύ λοιπών κατηγορούμενων και του Γ. Α., ο οποίος και έφερε την ιδιότητα του Δημάρχου... Ακολούθως, επί της ανωτέρω ποινικής υπόθεσης εκδόθηκε η με αριθμό 787/26ης.6.2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, κατά το διατακτικό του οποίου και κηρύχθηκε η καθ' ύλην αναρμοδιότητα κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 145 Νόμου 3463/2006 και αποφασίσθηκε η παραπομπή των τριών κατηγορούμενων στο καθ' ύλην αρμόδιο προς εκδίκαση δικαστήριο του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Παρότι δε υφίσταται η από την 10η.11.2008 σχετική πράξη - επισημείωση "διαβίβασης" προς την Εισαγγελία Εφετών Θράκης εκ μέρους του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Μηνά Στρουμπή, εντούτοις η εν λόγω εμπιστευμένη σ' αυτές ποινική δικογραφία ουδέποτε υποβλήθηκε αρμοδίως με συνακόλουθη συνέπεια και ήδη να έχει υποπέσει σε παραγραφή. Η δε ως άνω ποινική δικογραφία υπεβλήθη κατά την 11η.10.2017 δια σχετικής αναφοράς προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης. 19.
Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2008/1345 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 26η.10.2009 πράξη αναβολής, κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ, εκ μέρους του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Ιωάννη Σφέτκου, η οποία και έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης δυνάμει της με αριθμό 59/25η.11.2009 σχετικής διάταξης. Ακολούθως δε και ενόψει του γεγονότος ότι οι διερευνώμενες πλημμεληματικές πράξεις της ανωτέρω προκαταρκτικής δικογραφίας φέρονται ως τελεσθείσες κατά την 28η.1.2008 και την 2η.3.2008 και εν προκειμένω ουδέποτε έλαβε χώρα ανάσυρση της δικογραφίας εκ του αρχείου του άρθρου 59 ΚΠΔ, προκύπτει το γεγονός της ήδη επελθούσας παραγραφής των πράξεων δοθέντος ότι η αντίθετη ποινική δικογραφία, εκ της οποίας και υφίστατο δικονομική και ουσιαστική εξάρτηση του αντικειμένου της εν λόγω ποινικής δικογραφίας περαιώθηκε αμετάκλητα κατά το έτος 2010. Επί της δε ως άνω δικογραφίας εκδόθηκε κατά την 16η.10.2017 διάταξη άρθρου 47 ΚΠΔ. 20.
Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Βφ2009/122 προανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας κινήθηκε ποινική δίωξη αναφορικά με τις φερόμενες ως τελεσθείσες κατά την 7η.10.2009 πράξεις της οδήγησης υπό την επίδραση ναρκωτικών ουσιών, της κατοχής ναρκωτικών ουσιών προς ίδια αποκλειστικά χρήση και της χρήσης ναρκωτικών ουσιών κατ' εξακολούθηση. Ακολούθως επί της ανωτέρω ποινικής υπόθεσης εκδόθηκε η με αριθμό 2480/6ης.9.2011 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, κατά το διατακτικό του οποίου και κηρύχθηκε η καθ' ύλην αναρμοδιότητά του και ακολούθως αποφασίσθηκε η διαβίβαση - παραπομπή προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης προς εισαγωγή της υπόθεσης στο καθ' ύλη αρμόδιο προς εκδίκαση Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης. Ακολούθως κατά την 16η.7.2010 συντάχθηκε σχετικό σχέδιο κατηγορητηρίου και έλαβε χώρα παραπομπή προς το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αναστασίας Καλαϊτζή, πλην όμως η εν λόγω δικογραφία δια της από 28η.1.2011 πράξεως του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Μηνά Στρουμπή αποσύρθηκε προ πάσης επίδοσης κλητήριου θεσπίσματος (κατ' άρθρα 112, 114 ΚΠΔ και 33 § 1 Νόμου 3904/2010) και παραπέμφθηκε εκ νέου ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, στο οποίο ουδέποτε εισήχθη προς εκδίκαση με συνακόλουθη συνέπεια και ήδη να έχουν υποπέσει σε παραγραφή οι τρεις διωκόμενες πράξεις Η εν λόγω δικογραφία προσδιορίσθηκε δια πράξεως προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. 21. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2010/2238 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 3η.2.2011 πράξη αναβολής, κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ, εκ μέρους του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Αναστασίου Κεσίση, η οποία και έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης δυνάμει της με αριθμό 7/8ης.3.2011 σχετικής διάταξης. Επί της δε ανωτέρω ποινικής δικογραφίας εκδόθηκε κατά την 16η.10.2017 διάταξη άρθρου 47 ΚΠΔ. 22. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2014/1203 προανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας και ασκήθηκε ποινική δίωξη αναφορικά με την πράξη του εμπρησμού από αμέλεια με φερόμενο χρόνο τέλεσης την 1η.5.2014. Η εν λόγω δικογραφία φέρει επισημείωση με ημερομηνία 27η.10.2014 περί εισαγωγής δια κατά νόμο πρότασης στο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης εκ μέρους της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Άννας Νικητοπούλου, εντός δε αυτής υφίσταται τοιαύτη, πλην όμως ουδέποτε εισήχθη ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, με συνακόλουθο αποτέλεσμα και να μην έχει εισέτι εκδοθεί σχετικό βούλευμα επί της συγκεκριμένης ποινικής υπόθεσης. Η εν λόγω δικογραφία εισήχθη ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης κατά την 11η.10.2017 και ακολούθως εξεδόθη το με αριθμό 200/2017 βούλευμα κατά το διατακτικό του οποίου αποφασίσθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του κατηγορούμενου. 23. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2008/138 μήνυσης, η οποία και διαβιβάσθηκε κατά την 12η.1.2008 προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης εκ της Εισαγγελίας Στρατοδικείου Ξάνθης, η οποία και κατά περιεχόμενο αφορά διερεύνηση τέλεσης πλημμεληματικών πράξεων (άρθρα 308 § 1α, 333 και 361 § 1 ΠΚ) με φερόμενο χρόνο τέλεσης την 8η.6.2006. Επί της ανωτέρω μήνυσης δεν προκύπτει οιαδήποτε ενέργεια επεξεργασίας - χειρισμού, με συνακόλουθο αποτέλεσμα και να έχουν ήδη αυτές υποπέσει σε παραγραφή. Επί της ανωτέρω δικογραφίας εκδόθηκε κατά την 31η.10.2017 διάταξη άρθρου 47 ΚΠΔ. 24. Της εμπιστευμένης σ' αυτές από την 29η.10.2014 και άνευ Α.Β.Μ. εγχειριζόμενης έγκλησης της Μ. Π. του Ν. σε βάρος του Γ. Μ. του Δ. αναφορικά με τις πράξεις της εξύβρισης, της απειλής και της απόπειρας σωματικής βλάβης, με φερόμενο χρόνο τέλεσης την 3η.8.2014, επί της οποίας ουδεμία διαδικαστική πράξη χειρισμού - επεξεργασίας προκύπτει. Η ως άνω έγκληση έλαβε κατόπιν οικείας παραγγελίας Α.Β.Μ.: Α2017/1983 και εν συνεχεία κατόπιν διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης ετέθη, δια πράξεως στο αρχείο, κατ' άρθρο 8 § 1 Νόμου 4411/2016. 25. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2015/536 υποβληθείσας εκ του Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης Τυχερού Έβρου μήνυσης, επί της οποίας και υφίσταται μεν πράξη άσκησης ποινικής δίωξης και παραπομπής ενώπιον του Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων, εκ μέρους της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Άννας Νικητοπούλου, κατά την 23η.3.2015, αναφορικά με τις φερόμενες ως τελεσθείσες κατά την 9η.1.2012 και την 11η.10.2012 πράξεις της παράβασης των όρθρων 82 §§ 1-2-4 Νόμου 3386/2005 και 225 §§ 2°-1 ΠΚ, αντίστοιχα, πλην όμως επί της εν λόγω ποινικής δικογραφίας ουδέποτε συντάχθηκε σχετικό κλητήριο θέσπισμα και δεν έλαβε χώρα παραπομπή προς εκδίκαση, με συνακόλουθο αποτέλεσμα και οι διωκόμενες ως άνω πράξεις να έχουν ήδη υποπέσει σε παραγραφή. 26. Των προσιτών σ' αυτές από 28η.7.2008 δύο υποβληθεισών αιτήσεων του Σ. Κ., οι οποίες και κατ' αντικείμενο αφορούν, αντιστοίχως, τις με Α.Β.Μ.: Β2007Εγχ/495 και Γ2006Εγχ/426 σχηματισθείσες ποινικές δικογραφίες, οι οποίες (αιτήσεις) ουδέποτε συσχετίσθηκαν στις εν λόγω δικογραφίες που φέρονται ότι αφορούν και συνακόλουθα δεν έτυχαν οιασδήποτε επεξεργασίας και αξιολόγησης, ενώ περαιτέρω επί των σχετικών εκθέσεων εγχείρησης τους δεν υφίσταται υπογραφή Εισαγγελικού λειτουργού. 27. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με αριθμό πρωτοκόλλου υποβλητικής αναφοράς 3008/12/1420-δ'/23ης.12.2009, εκ του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών Αλεξανδρούπολης, η οποία ουδέποτε έλαβε σχετικό Α.Β.Μ. και παρότι αποτελούσε δικογραφία υποβληθείσα δια της αυτόφωρης διαδικασίας (εκ μέρους του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης) και παραπέμφθηκε σε ρητή δικάσιμο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης της 30ης.3.2010, αναφορικά με τις πράξεις της προμήθειας κατοχής και χρήσης ναρκωτικών ουσιών, εντούτοις ουδέποτε εισήχθη προς εκδίκαση με συνακόλουθο αποτέλεσμα και οι διωκόμενες ως άνω πράξεις, με φερόμενο χρόνο τέλεσης την 22η.12.2009, να έχουν ήδη υποπέσει σε παραγραφή. Η εν λόγω δικογραφία απεσύρθη εκ του Ακροατηρίου του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου κατά την 11η.10.2017 και ακολούθως ετέθη δια σχετικής πράξης στο αρχείο, κατ' άρθρο 8 § 1 Νόμου 4411/2016. 28. Της προσιτής σ' αυτές ποινικής δικογραφίας του Εφετείου Θράκης, επί της οποίας και εκδόθηκε η με αριθμό 2235/16ης.11.2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, κατόπιν άσκησης έφεσης εκ μέρους των κατηγορούμενων Σ. Τ. του Β. και J. T. του V. κατά της με αριθμό 1223/1999 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, κατά το διατακτικό της οποίας και απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση του Σ. Τ. του Β., η δε κατηγορούμενη J. T. του V. καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. 29. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2010/444 υποβληθείσας μήνυσης - έκθεσης αυτοψίας αυθαιρέτου, εκ της Διεύθυνσης Χωροταξίας & Πολεοδομικών Εφαρμογών Έβρου, επί της οποίας ουδεμία πράξη επεξεργασίας - χειρισμού υφίσταται, αναφορικά με τη φερόμενη ως τελεσθείσα κατά την 11η.7.2008 παράβαση του άρθρου 17 8 Νόμου 1337/1983, με συνακόλουθο αποτέλεσμα και η ανωτέρω πράξη να έχει ήδη υποπέσει σε παραγραφή. Επί της ανωτέρω μήνυσης εκδόθηκε κατά την 31η.10.2017 αναφορά άρθρου 43 ΚΠΔ προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, η οποία και έτυχε σχετικής σύμφωνης γνώμης κατά την 29η.11.2017. 30. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2012/397 υποβληθείσας μήνυσης εκ της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Αλεξανδρούπολης (αναφορικά με παράβαση άρθρου 386 ΠΚ), επί της οποίας υφίσταται σχετική πράξη συσχέτισης εκ μέρους της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Άννας Νικητοπούλου με ημερομηνία 7ης.3.2012, πλην όμως δεν προκύπτει το γεγονός της πραγματικής συσχέτισης της στη με Α.Β.Μ.: Α2012/933 ποινική δικογραφία, η οποία και ετέθη στο αρχείο αγνώστων δραστών. 31. Των προσιτών σ' αυτές εγγράφων, τα οποία και κατ' αντικείμενο αφορούσαν τη με Α.Β.Μ.: Α2014/1877 ποινική δικογραφία, τα οποία εκ παραδρομής απεστάλησαν εντός έτερης δικογραφίας προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθήνας και ακολούθως επαναδιαβιβάσθηκαν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης. Παρότι δε υφίσταται σχετική πράξη συσχέτισης εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Συμέλας Καρακασίδου με ημερομηνία 8ης.12.2015, εντούτοις δεν προκύπτει το γεγονός της πραγματικής συσχέτισης τους. 32. Της προσιτής σ' αυτές δικογραφίας με Α.Β.Μ.: Βφ2011/23 του Εφετείου Θράκης, επί της οποίας και εκδόθηκε η με αριθμό 56/10ης.2.2012 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, αναφορικά με τις πράξεις της στάσης κρατουμένων και της διακεκριμένης αντίστασης, κατά το διατακτικό της οποίας και επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης δεκατεσσάρων μηνών σε έκαστο καταδικασθέντα, και ακολούθως αποφασίσθηκε η επ' αόριστο αναστολή της επιβληθείσας ποινής διατασσόμενης της δικαστικής απέλασης των καταδικασθέντων. Επί της ανωτέρω δικογραφίας υφίσταται η από την 22η.3.2012 σχετική παραγγελία του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης κατά το περιεχόμενο της οποίας και παραγγέλθηκε η εκτέλεση των αναφερόμενων στο διατακτικό του με αριθμό 73/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης και δη η διόρθωση του σκεπτικού και του διατακτικού του με αριθμό 62/2011 αμετάκλητου παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, η παραπομπή του ανήλικου μηνυόμενου - κατηγορούμενου ενώπιον του Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων και περαιτέρω η εξαγωγή φωτοαντιγράφων της δικογραφίας και η επιστροφή της το συντομότερο δυνατό. Επί της δε ως άνω σχετικής παραγγελίας ουδεμία ενέργεια προκύπτει ως εκτελεσθείσα. Ακολούθως, η ως άνω ποινική δικογραφία εισήχθη κατά την 19η.10.2017 δια οικείας πρότασης προς το Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης προς διόρθωση του σκεπτικού και διατακτικού του με αριθμό 62/8ης.6.2011 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, καθώς και αναφορικά με την παραπομπή του ανήλικου μηνυόμενου B. S. του S. και της A. K. ενώπιον του Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων για τις φερόμενες ως τελεσθείσες κατά την 2η.2.2011 και την 3η.2.2011 πράξεις της στάσης κρατουμένων και της διακεκριμένης αντίστασης (άρθρα 174 § 1 και 167 §§ 1-2 ΠΚ). 33. Της προσιτής σ' αυτές με αριθμό πρωτοκόλλου 40897/13/1187321 υποβλητικής αναφοράς μετά συνημμένων εγγράφων, της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Αλεξανδρούπολης αναφορικά με καταδιωκόμενο φυσικό πρόσωπο, επί της οποίας και υφίσταται αριθμός πρωτοκόλλου 2623/13η.8.2013 της Εισαγγελίας Εφετών Θράκης και σχετική από 14η.8.2013 παραγγελία του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης προς συσχέτιση των εν λόγω εγγράφων σε ήδη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία και επανεκτίμηση του περιεχόμενου στην ανωτέρω υποβλητική αναφορά αιτήματος κατά την υποβολή της προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης. Η ως άνω υποβλητική αναφορά, μετά των συνημμένων εις αυτήν εγγράφων, υποβλήθηκε δια σχετικής πράξης κατά την 11η.1.2018 προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης προς ενδεχόμενη συσχέτισή της στη με Α.Β.Μ.: Γφ2010/22 ποινική ανακριτική δικογραφία, την οποία και αφορά. 34. Του εμπιστευμένου σ' αυτές Βιβλίου Τήρησης Πρωτοκόλλου - Αλληλογραφίας του Τμήματος Μηνύσεων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης περιόδου 13ης.12.2011 έως 7η.9.2015. Οι κατηγορούμενες, ενώ έλαβαν στην κατοχή τους τις ανωτέρω δικογραφίες και έγγραφα και έλαβαν γνώση των σχετικών παραγγελιών, δεν τις διεκπεραίωσαν, όπως όφειλαν, αλλά αντίθετα, σε χρόνο που δεν προσδιορίστηκε ακριβώς, αλλά το νωρίτερο κατά την 11.3.2015 και εφεξής, τις υπεξήγαγαν και ειδικότερα τις απέκρυψαν σε χώρους του γραφείου τους κατά τρόπο που η ανεύρεση τους να καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής.
Στη συνέχεια, επειδή υπήρχαν υπόνοιες ότι υπήρχαν και άλλες μη περαιωμένες δικογραφίες που δεν είχαν παραδοθεί κα παρέμεναν ανεκτέλεστες παραγγελίες έλαβε χώρα την 14.10.2017, κατόπιν εντολής του Προϊσταμένου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης νέος έλεγχος, οπότε και διαπιστώθηκε η από μέρους των κατηγορουμένων κατοχή και απόκρυψη το νωρίτερο κατά την 11.3.2015 και εφεξής εντός των αποθηκευτικών χώρων του γραφείου τους των ακόλουθων ποινικών δικογραφιών: 1. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2010/409 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας, παρότι υφίστατο εντός ως διαδικαστική πράξη περαίωσης η από την 3η.5.2011 πράξη αναβολής κατ' άρθρο 59 παρ. 2 Κ.Π.Δ. εκ μέρους του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Αναστάσιου Κεσίση, εντούτοις αφενός δεν υφίσταται σχετική επισημείωση - αναγραφή επί της δικογραφίας και αφετέρου δεν προκύπτει υποβολή της προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης προς λήψη σχετικής σύμφωνης γνώμης - έγκρισης Ακολούθως, η εν λόγω ποινική δικογραφία υπεβλήθη κατά την 16η.10.2017 προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης και έλαβε κατ' άρθρο 59 § 2 ΚΠΔ σύμφωνη γνώμη κατά την 18η.10.2017. 2. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Αφ2012/153 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας παρότι εκδόθηκε το με αριθμό 27/20ης.2.2013 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, κατά το διατακτικό του οποίου και παραπέμπεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, αναφορικά με τη φερόμενη ως τελεσθείσα κατά την 28η.4.2012 πράξη της κλοπής, εντούτοις εκ του διενεργηθέντος ελέγχου των πινακίων ετών 2013 έως και 2017 δεν προκύπτει προσδιορισμός της υπόθεσης προς εκδίκαση. Επί της ανωτέρω ποινικής δικογραφίας και κατόπιν πρότασης (17ης.10.2017) εκδόθηκε το με αριθμό 167/2017 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης κατά το διατακτικό του οποίου και έπαυσε, λόγω παραγραφής, η ασκηθείσα σε βάρος του κατηγορούμενου T. P. ποινική δίωξη αναφορικά με τη φερόμενη ως τελεσθείσα κατά την 28η.4.2012 πράξη της κλοπής. 3. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Β2014/505 προκαταρκτικής δικογραφίας, η οποία, παρότι φέρεται ως ανατεθείσα κατά την 22η.4.2015 προς επεξεργασία - χειρισμό προς την Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Συμέλα Καρακασίδου, εντούτοις δεν προκύπτει οιαδήποτε πράξη περαίωσης αυτής. Η εν λόγω ποινική δικογραφία, η οποία και κατ' αντικείμενο αφορούσε τη διερεύνηση του προβλεπόμενου υπό του άρθρου 348 Α ΠΚ αδικήματος, υποβλήθηκε κατόπιν διακρίβωσης υφιστάμενου δεδικασμένου, κατά την 14η.10.2017 προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης δια σχετικής αναφοράς άρθρου 43 ΚΠΔ, η οποία και εγκρίθηκε κατά την 30η.10.2017. 4. Της προσιτής σ' αυτές από την 21η.8.2013 έγγραφης δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής μετά του σχετικού γραμματίου παραβόλου δημοσίου. Η εν λόγω δήλωση συσχετίσθηκε κατά την 16η.10.2017, δια σχετικής οικείας πράξης στην ποινική δικογραφία, την οποία και αφορά, σημειουμένου ότι ο τυχόν συμφωνηθείς εξωδικαστικός συμβιβασμός των διαδίκων είναι αδιάφορος για τη δικονομική μεταχείριση της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής, καθόσον δεν υφίσταται παραίτηση από τη σχετική δήλωση και συνεπώς αυτή όφειλε να συσχετισθεί στην οικεία δικογραφία. 5. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2013/471 υποβληθείσας εκ της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Αλεξανδρούπολης μήνυσης, επί της οποίας και υφίσταται η από την 31η.12.2013 σχετική πράξη άσκησης ποινικής δίωξης εκ μέρους του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Δημητρίου Χατζηδημητρίου, αναφορικά με την πράξη της προμήθειας και κατοχής ναρκωτικών ουσιών προς ίδια χρήση, άνευ συνταχθέντος σχετικού κατηγορητηρίου και προσδιορισμού ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. Η εν λόγω δικογραφία ετέθη κατά την 16η.10.2017 δια σχετικής πράξης στο αρχείο, κατ' άρθρο 8 § 1 Νόμου 4411/2016. 6. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2015/1605 υποβληθείσας εκ του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αλεξανδρούπολης μήνυσης, επί της οποίας και υφίσταται η από την 24η.9.2015 σχετική πράξη άσκησης ποινικής δίωξης εκ μέρους της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Άννας Νικητοπούλου, αναφορικά με την πράξη της παράβασης του άρθρου 25 Νόμου 1882/1990, άνευ συνταχθέντος σχετικού κατηγορητηρίου και προσδιορισμού ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. Η εν λόγω μήνυση ετέθη κατά την 16η.10.2017 δια σχετικής πράξης στο αρχείο κατ' άρθρο 70 § 2 Νόμου 4174/13, ως αντικαταστάθηκε δια του άρθρου 8 Νόμου 4337/2015. 7. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2014/2381 έκθεσης προφορικής μήνυσης, επί της οποίας και υφίσταται η από την 22η.12.2014 σχετική πράξη άσκησης ποινικής δίωξης εκ μέρους της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Άννας Νικητοπούλου, αναφορικά με την πράξη της άνευ άδειας λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος άνευ συνταχθέντος σχετικού κατηγορητηρίου και προσδιορισμού ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. Η εν λόγω δικογραφία ετέθη κατά την 16η.10.2017 δια σχετικής πράξης στο αρχείο κατ' άρθρο 8 § 1 Νόμου 4411/2016. 8. Της εμπιστευμένης σ' αυτές άνευ Α.Β.Μ. μήνυσης και με αριθμό 1/12.6.2009/1-1608/08 έκθεσης αυτοψίας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Έβρου (υπ' αριθμ. Ι-2299οικ./16ης.6.2009 υποβληθείσα σχετική αναφορά προϊσταμένης Διεύθυνσης Πολεοδομίας), η οποία και κατά περιεχόμενο αφορούσε γενόμενη αυτοψία επί αυθαιρέτου κατά την 12.6.2009. Έλαβε Α,Β.Μ: Α2017/1981 και υποβλήθηκε δια αναφοράς άρθρου 43 ΚΠΔ προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης ένεκα της επιγενόμενης παραγραφής της διερευνώμενης πράξης. 9. Της εμπιστευμένης σ' αυτές από την 10η.2.2015 και με αριθμό πρωτοκόλλου Β.Εισ.Δικ15α/2015 παραγγελίας του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης (Γεωργίου Καντζίδη) μετά επισυναπτόμενων φωτοαντιγράφων εκ της με Α.Β.Μ.: Γφ2014/40 ποινικής ανακριτικής δικογραφίας προς συνέχιση ήδη αρξαμένης κύριας ανάκρισης, αναφορικά με την ανεύρεση πλήρων στοιχείων ταυτότητας του κατηγορούμενου K. S. του S.. Επί της ανωτέρω παραγγελίας δεν προέκυπτε οιαδήποτε ενέργεια. Ακολούθως, κατά την 14η.12.2017 παραγγέλθηκε δια σχετικής πράξης η διενέργεια συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης σε εκτέλεση των επιτασσόμενων στην ανωτέρω παραγγελία του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης. Εξάλλου, κατά την 28.12.2017 και την 16.1.2018 κατά τη διάρκεια εκ νέου διενεργηθέντος ελέγχου, στο τηρούμενο, εντός του γραφείου του Διευθύνοντος την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, αρχείο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Αναφορών και Διατάξεων άρθρων 43 και 47 ΚΠΔ, διαπιστώθηκε η από μέρους των κατηγορουμένων απόκρυψη σε μη ακριβώς εξακριβωμένη ημερομηνία, αλλά πάντως μεταγενέστερη της 11.3.2015 και εφεξής εντός υφιστάμενου ερμαρίου, έξωθεν και πλησίον των υπηρεσιακών τους γραφείων, των ακόλουθων ποινικών δικογραφιών: 1. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Β2012/995 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 18η.2.2014 εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου αναφορά, κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ, η οποία ουδέποτε υποβλήθηκε προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης προς έγκριση. Κατά το περιεχόμενο της ως άνω αναφοράς άρθρου 43 ΚΠΔ εκτίθεται ότι το αξιόποινο των διερευνώμενων πράξεων της παράβασης των άρθρων 259 ΠΚ και 17 § 8 Νόμου 1337/1983 εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής καθόσον ο χρόνος τέλεσης αυτών ανάγεται στα έτη 2004, 2005, 2006 και 2007. 2. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2013/477 υποβληθείσας εκ του Λιμεναρχείου Σαμοθράκης μήνυσης, αναφορικά με τελεσθείσα κατά την 31η.8.2013 πράξη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών προς ίδια αποκλειστικά χρήση. Η εν λόγω δικογραφία ετέθη δια πράξης στο αρχείο κατ' άρθρο 8 § 1 Νόμου 4411/2016 κατά την 23η.1.2018. 3. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2013/451 υποβληθείσας εκ του Λιμεναρχείου Σαμοθράκης μήνυσης, αναφορικά με τελεσθείσα κατά την 29η.8.2013 πράξη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών προς ίδια αποκλειστικά χρήση. Η εν λόγω δικογραφία ετέθη δια πράξης στο αρχείο κατ' άρθρο 8 § 1 Νόμου 4411/2016 κατά την 23η.1.2018. 4. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2013/315 υποβληθείσας εκ του Λιμεναρχείου Σαμοθράκης μήνυσης αναφορικά με την τελεσθείσα κατά την 11η.7.2013 πράξη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών προς ίδια αποκλειστικά χρήση. Η εν λόγω δικογραφία ετέθη δια πράξης στο αρχείο κατ' άρθρο 8 § 1 Νόμου 4411/2016 κατά την 23η.1.2018. 5. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2005/204 προκαταρκτικής δικογραφίας, στην οποία και συσχετίσθηκε η με Α.Β.Μ.: Α2005/203 προκαταρκτική δικογραφία, οι οποίες και σχηματίσθηκαν αυτεπαγγέλτως με δικονομική αφορμή δημοσιεύματα του τοπικού τύπου αναφορικά με αδιαφανείς διαδικασίες προμήθειας ιατρικών μηχανημάτων στο Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης, επί της οποίας και φέρεται ως εκδοθείσα κατά την 31η.5.2012 αναφορά κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Συμέλας Καρακασίδου, πλην όμως εντός της δικογραφίας δεν υφίσταται τοιαύτη, όπως και σχετική πράξη έγκρισης εκ του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης. 6. Της προσιτής σ' αυτές με ΑΒ.Μ.: Α2010/1952 προκαταρκτικής δικογραφίας, η οποία και σχηματίσθηκε με δικονομική αφορμή τη με αριθμό πρωτοκόλλου 2865/13ης.7.2010 παραγγελία του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης αναφορικά με τη διερεύνηση τέλεσης αξιοποίνων πράξεων κατά τη διαδικασία προμήθειας υλικών και φαρμάκων στο Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης, επί της οποίας και φέρεται ως εκδοθείσα κατά την 13η.5.2013 αναφορά κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Συμέλας Καρακασίδου, πλην της εντός της δικογραφίας δεν υφίσταται τοιαύτη καθώς και σχετική πράξη έγκρισης εκ του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης. 7. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2005Εγχ/721 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας υφίσταται πράξη συσχέτισης στη με Α.Β.Μ.: Α2005/719 προκαταρκτική δικογραφία. Η εν λόγω και με Α.Β.Μ.: Α2005/719 προκαταρκτική δικογραφία υποβλήθηκε προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, δια σχετικής αναφοράς όρθρου 43 ΚΠΔ εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου και επ' αυτής της ενέργειας εκδόθηκε η με αριθμό πρωτοκόλλου Δικ. Αρχ. 570/18ης.6.2012 πράξη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης κατά το περιεχόμενο της οποίας και ο τελευταίος ενέκρινε μεν την αρχειοθέτηση αναφορικά με τις με Α.Β.Μ.: Α2005/719 και Α2005/363 υποβληθείσες προκαταρκτικές δικογραφίες, παραγγέλλοντας δε την αποσυσχέτιση της με Α.Β.Μ.: Γ2005Εγχ/721 προκαταρκτικής δικογραφίας και τις κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ περαιτέρω ενέργειες του χειριζόμενου αυτήν Εισαγγελικού Λειτουργού. Πλην όμως, επί της ανωτέρω και με αριθμό πρωτοκόλλου Δικ. Αρχ. 570/18ης.6.2012 πράξης - παραγγελίας του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης, ως διακριβώθηκε υφίσταται απαλοιφή - διαγραφή δια διορθωτικού υγρού του σκέλους που αφορά τη μη έγκριση αρχειοθέτησης της με Γ2005Εγχ/721 προκαταρκτικής δικογραφίας, τελεσθείσα προηγουμένως από την απόκρυψη, σε μη ακριβώς εξακριβωμένη ημερομηνία, αλλά πάντως μεταγενέστερη της 11.3.2015 και εφεξής, με αποτέλεσμα και η εν λόγω δικογραφία κατά παράβαση των επιτασσόμενων στην ως άνω παραγγελία να φέρεται ότι πρέπει να επανατεθεί στο αρχείο του άρθρου 43 ΚΠΔ, άνευ της διενέργειας οιασδήποτε δικονομικής πράξης κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ. Ακολούθως, την 26.1.2018 κατά τη διάρκεια νέου διενεργηθέντος ελέγχου στο τηρούμενο εντός του γραφείου του Διευθύνοντος την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης αρχείο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Αναφορών και Διατάξεων άρθρων 43 και 47 ΚΠΔ, διαπιστώθηκε η εκ μέρους των κατηγορουμένων απόκρυψη σε μη ακριβώς εξακριβωμένη ημερομηνία, αλλά πάντως μεταγενέστερη της 11.3.2015 και εφεξής εντός υφιστάμενου ερμαρίου των ακόλουθων ποινικών δικογραφιών: 1. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2013/2721 προκαταρκτικής δικογραφίας, στην οποία συσχετίσθηκε και η με Α.Β.Μ.: Α2014/1247, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 29η.5.2015 εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου αναφορά κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ, η οποία υποβλήθηκε προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης προς έγκριση. Ακολούθως, η εν λόγω δικογραφία επεστράφη εκ του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης, ο οποίος και δια της με αριθμό πρωτοκόλλου 982/4ης.6.2015 σχετικής παραγγελίας δεν ενέκρινε την αρχειοθέτησή της, παραγγέλλοντας κατά την 12η.6.2015 τη διενέργεια περαιτέρω προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία και ουδέποτε διενεργήθηκε. 2. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2013/576 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 31η.3.2014 εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου αναφορά κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ, η οποία ουδέποτε υποβλήθηκε προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης προς έγκριση αρχειοθέτησης. 3. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2010/2367 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και υφίσταται σχετική επισημείωση - πράξη έκδοσης κατά την 12η.4.2011 εκ μέρους της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Άννας Νικητοπούλου διάταξης κατ' άρθρο 47 ΚΠΔ, πλην όμως εντός της δικογραφίας δεν υφίσταται τοιαύτη. 4. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2007/1677 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και υφίσταται σχετική επισημείωση - πράξη έκδοσης κατά την 1.10.2010 εκ μέρους του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Ιωάννη Σφέτκου διάταξης κατ' άρθρο 47 ΚΠΔ, πλην όμως εντός της δικογραφίας δεν υφίσταται τοιαύτη. 5. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2013/89 προκαταρκτικής δικογραφίας, η οποία ανευρέθηκε εντός του τηρούμενου αρχείου άρθρου 43 ΚΠΔ μετά επισυναπτόμενης αναφοράς άρθρου 43 ΚΠΔ της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, αφορώσας έτερη δικογραφία (Α.Β.Μ.: Α2014/861). Επί της δε με Α.Β.Μ.: Γ2013/89 προκαταρκτικής δικογραφίας, η οποία και κατ' αντικείμενο αφορούσε τη διερεύνηση της προβλεπόμενης υπό του άρθρου 17 § 8 Νόμου 1337/1983 πράξης, φερόμενης ως τελεσθείσας κατά την 19η.3.2010 υφίσταται πράξη άσκησης ποινικής δίωξης και παραπομπής ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης κατά την 1ης.10.2104 εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, πλην όμως η εν λόγω δικογραφία ουδέποτε προσδιορίσθηκε προς εκδίκαση, καθόσον είχε απολεσθεί, με συνακόλουθο αποτέλεσμα και να λάβει χώρα ανασύσταση της εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Ελένης Καριεντίδου και ακολούθως να εκδοθεί αναφορά άρθρου 43 ΚΠΔ, η οποία και υποβλήθηκε προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης κατά την 9η.12.2017. Περαιτέρω, την 21.3.2017 διαπιστώθηκε ότι η εμπιστευμένη σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2012/944 ποινική δικογραφία, παρότι είχε αποσταλεί προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και είχε επανυποβληθεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, εκ του Πταισματοδικείου Αλεξανδρούπολης κατά την 5.5.2014, εντοπίσθηκε την ως άνω ημεροχρονολογία εντός του τηρούμενου αρχείου του άρθρου 43 ΚΠΔ έτους 2012 της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης και δη εντός έτερης και με Α.Β.Μ.: Α2008/352 ποινικής δικογραφίας. Στην πράξη αυτή της απόκρυψης προέβησαν οι κατηγορούμενες σε μη ακριβώς εξακριβωμένη ημερομηνία, αλλά πάντως μεταγενέστερη της 11.3.2015 και εφεξής, με τον προαναφερόμενο τρόπο στο παραπάνω αρχείο, κατά τρόπο ώστε να καθίσταται αδύνατη, και πάντως εξαιρετικά δυσχερής, η ανεύρεσή της. Ακόμη αμφότερες οι κατηγορούμενες, κατά ανεξακρίβωτη ακριβή ημερομηνία μεταγενέστερη πάντως της 11.3.2015 και έως την 13η.5.2016, απέκρυψαν την εμπιστευμένη σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Αφ2010/43 ποινική ανακριτική δικογραφία, επί της οποίας παρότι εκδόθηκε το με αριθμό 135/2010 παραπεμπτικό βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, το οποίο και είχε διαβιβασθεί εμπρόθεσμα και αρμοδίως προς την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, εκ του αρμοδίου Τμήματος Βουλευμάτων του Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, άνευ οιασδήποτε χρονικής καθυστέρησης, εντούτοις οι δύο κατηγορούμενες παρακράτησαν και απέκρυψαν αυτήν, με συνακόλουθο αποτέλεσμα και να μη λάβει χώρα εμπρόθεσμη υποβολή της εν λόγω δικογραφίας προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, προς εισαγωγή της εν λόγω ποινικής υπόθεσης προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, παρά μόνο κατά το τελευταίο τετράμηνο του έτους 2017, ήτοι μετά την ανεύρεσή της ως υφιστάμενης σε εκκρεμότητα. Επιπρόσθετα, κατά την 24η.10.2017 κατόπιν παραγγελθείσας και διενεργηθείσας κατ' οίκον νομότυπης έρευνας εκ μέρους υπηρετούντων στο Τμήμα Ασφάλειας Αλεξανδρούπολης αστυνομικών, διακριβώθηκε εντός της ευρισκόμενης επί της οδού ... οικίας της πρώτης κατηγορούμενης (Β. Τ.), η εκ μέρους της απόκρυψη κατά ανεξακρίβωτη ακριβή ημερομηνία μεταγενέστερη της 11ης.3.2015 και εφεξής, της προσιτής σ' αυτή με Α.Β.Μ.: Α2012/1896 ποινικής προκαταρκτικής δικογραφίας, εκδοθείσας πρωτότυπης πράξης άρθρου 59 § 2 Κ.Π.Δ. της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου (φέρουσας την ιδιόχειρη υπογραφή της), καθώς επίσης και της προσιτής σ' αυτήν από την 29η.11.2013 ανυπόγραφης υποβλητικής αναφοράς υποβολής πράξης αναβολής άρθρου 59 § 2 Κ.Π.Δ. της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, η κατοχή - φυσική εξουσίαση των οποίων κατ' ουδένα τρόπο δύναται όπως δικαιολογηθεί, αφενός ως εκ του τοπικού σημείου ανεύρεσής τους και δη του εσωτερικού της οικίας της πρώτης κατηγορούμενης και αφετέρου ως μη εμπίπτουσα στο λειτουργικό πεδίο των ανατιθέμενων προς αυτήν υπαλληλικών καθηκόντων της, σημειουμένου ότι η εκδοθείσα πρωτότυπη πράξης, κατ' άρθρο 59 § 2 Κ.Π.Δ. της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, που φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή της, καθώς επίσης η συνοδεύουσα αυτήν, ως αναπόσπαστο μέρος, από την 29η.11.2013 ανυπόγραφη υποβλητική αναφορά της ιδίας Αντεισαγγελέως προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης εμπίπτουν στην έννοια των δημοσίων εγγράφων, έστω και να δεν είναι καθ' ολοκληρίαν συμπληρωμένα (βλ. σχ. ΑΠ 1650/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, η πρώτη κατηγορούμενη, όταν πλέον είχε μετακινηθεί και υπηρετούσε στο Τμήμα σύνταξης και καθαρογραφής κατηγορητηρίων αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και ήταν επιφορτισμένη και με το αντικείμενο της συμπλήρωσης εισαγωγικών εφέσεων και βουλευμάτων, κατά ανεξακρίβωτη ακριβή ημερομηνία εντός του έτους 2016 παρακράτησε και απέκρυψε την εμπιστευμένη σ' αυτή με αριθμό 458/2010 ασκηθείσα έφεση κατά της με αριθμό 163/2010 απόφασης του Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων Αλεξανδρούπολης, με συνακόλουθο αποτέλεσμα να μη λάβει χώρα εμπρόθεσμη υποβολή της εν λόγω δικογραφίας προς τον Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, προς εισαγωγή της εν λόγω ποινικής υπόθεσης προς εκδίκαση ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου. Τέλος, αμφότερες οι κατηγορούμενες, σε ανεξακρίβωτη ακριβή ημερομηνία, αλλά πάντως μεταγενέστερη της 11.3.2015 και εφεξής, επενέβησαν επί της προσιτής σ' αυτές της με αριθμό πρωτοκόλλου Δικ. Αρχ. 570/18ης.6.2012 πράξης του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης, επί της οποίας παρότι ο τελευταίος ενέκρινε μεν την αρχειοθέτηση αναφορικά με τις με Α.Β.Μ.: Α2005/719 και Α2005/363 υποβληθείσες προκαταρκτικές δικογραφίες παραγγέλλοντας δε την αποσυσχέτιση της με Α.Β.Μ: Γ2005Εγχ/721 προκαταρκτικής δικογραφίας και τις κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ περαιτέρω ενέργειες του χειριζόμενου αυτήν Εισαγγελικού Λειτουργού, απαλείφοντας μέσω διαγραφής διορθωτικού υγρού, του σκέλους που αφορούσε τη μη έγκριση αρχειοθέτησης της με Γ2005Εγχ/721 προκαταρκτικής δικογραφίας, με αποτέλεσμα και η εν λόγω δικογραφία κατά παράβαση των επιτασσόμενων στην ως άνω παραγγελία να φέρεται ότι πρέπει να επανατεθεί στο αρχείο του όρθρου 43 ΚΠΔ, άνευ της διενέργειας οιασδήποτε δικονομικής πράξης κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ, ακολούθως δε, όπως προεκτέθηκε, αμφότερες οι κατηγορούμενες σε μη ακριβώς εξακριβωμένη ημερομηνία, αλλά πάντως μεταγενέστερη της 11.3.2015 και εφεξής απέκρυψαν την με Α.Β.Μ.: Γ2005Εγχ/721 προκαταρκτική δικογραφία, προκειμένου να μην αποκαλυφθεί η τελεσθείσα απ' αυτές κατά συναυτουργία, νόθευση και έτσι τέλεσαν και τη συρρέουσα αληθώς πράξη της υπεξαγωγής εγγράφου με τη μορφή της απόκρυψης σημειουμένου ότι το προβλεπομένο στο άρθρο 242 παρ.2 ΠΚ έγκλημα είναι σωρευτικά μικτό, ακόμη και επί του ιδίου υλικού αντικειμένου (Μπουρόπουλος ΕρμΠΚ τόμος Β, σελ 341 σημ. 2). Η τέλεση των ως άνω πράξεων από τις κατηγορούμενες αποδεικνύεται από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Μ. Γ. του Χ., Προϊσταμένης της Διεύθυνσης της Γραμματείας της Εισαγγελίας Αλεξανδρούπολης και Μ. Μ., υπαλλήλου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, που μετά λόγου γνώσεως κατέθεσαν για την ανεύρεση, κατόπιν διενεργηθέντων ελέγχων, με εντολή του Προϊσταμένου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, των υπεξαχθέντων από τις κατηγορούμενες εγγράφων. Συγκεκριμένα, η μάρτυρας Μ. Γ. του Χ., η οποία ως Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμματείας της Εισαγγελίας Αλεξανδρούπολης γνωρίζει για τις ανατεθείσες σε κάθε υπάλληλο αρμοδιότητες, κατέθεσε ότι τα ανευρεθέντα έγγραφα ήταν εμπιστευμένα και προσιτά σε αμφότερες τις κατηγορούμενες, που συνεργαζόταν στον ίδιο χώρο, ότι μετά την μετακίνηση της πρώτης κατηγορουμένης, η δεύτερη εξ αυτών συνέχισε να απασχολείται στα ίδια αντικείμενα, ότι για τα ανευρεθέντα εκτός του γραφείου των κατηγορουμένων έγγραφα αρμόδιο ήταν το τμήμα μηνύσεων όπου εκτελούσαν καθήκοντα αμφότερες οι κατηγορούμενες (βλ. σχ. περικοπές της κατάθεσης της εν λόγω μάρτυρος στα πρακτικά της παρούσας δίκης και στα αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης "...Ήταν έγγραφα του τμήματος μηνύσεων, προκαταρκτικές, ανακριτικές δικογραφίες και Βουλεύματα... Από το 2011 έως το 2015 ήταν σταθερά στο γραφείο η κ. Τ. και η κ. Κ. και εναλλάσσονταν ένα τρίτο πρόσωπο..... Όταν άλλαξε αντικείμενο το 2015 η κ. Τ. την θέση της την πήρε η κ. Κ..... Ξέρω ότι βρέθηκαν δικογραφίες που βρίσκονταν μέσα στο γραφείο του κ. Εισαγγελέα και κάποιο μέρος του αρχείου της υπηρεσίας μας βρίσκεται στο διάδρομο. Για τις δικογραφίες αυτές ήταν αρμόδιοι οι υπάλληλοι του τμήματος μηνύσεων...".). Εξάλλου, η συναυτουργική δράση των κατηγορουμένων στην τέλεση των πράξεων, καθώς και η απολύτως θετική γνώση αναφορικά με την εκ μέρους τους από κοινού και κατ' εξακολούθηση τέλεση των διωκόμενων πράξεων, πέραν του γεγονότος της ανεύρεσης της πλειονότητας των αναφερόμενων ως άνω ποινικών δικογραφιών στο εσωτερικό του υπηρεσιακού τους γραφείου, στο οποίο οι ίδιες διέθεταν πρόσβαση, προκύπτει ευκρινώς και κατά τρόπο πρόδηλο εκ του περιεχομένου των ανευρεθεισών επί οθόνης ηλεκτρονικού υπηρεσιακού υπολογιστή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, επτά (7) εκτυπώσεων, μεταξύ τους ηλεκτρονικής συνομιλίας, δια του μέσου κοινωνικής δικτύωσης "Facebook", κατά το περιεχόμενο της οποίας και μεταξύ άλλων συνομολογείται η θετική γνώση αμφότερων αναφορικά αφενός με την υπεξαγωγή πλήθους ποινικών δικογραφιών, υπό την ειδικότερη μορφή της απόκρυψης και αφετέρου αναφορικά με τις επαπειλούμενες σε βάρος τους πειθαρχικές και ποινικές κυρώσεις για την αξιόποινη συμπεριφορά τους κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων (βλ. σχ. το υπ' αριθμ.110 αναγνωστέο έγγραφο, στο οποίο κατά μεταφορά η δεύτερη κατηγορουμένη συνομιλώντας με την πρώτη αναφέρει κατά λέξη: "Καλά θα κάνει να έρθει όμως ο Στρουμπής γιατί αλλιώς θα πάμε για κατ' εξακολούθηση απόκρυψη δικογράφων, καθυστέρηση και πλημμελή άσκηση καθηκόντων. Και θα πάμε σπίτια μας...." "Άσε που τρέμουμε τη σκιά μας γι' αυτά που κρύβουμε" και "... άμα πάρουν από την Εισαγγελία Εφετών και ρωτάνε ή ψάχνουν κάτι τι θα κάνουμε;", σημειουμένου ότι τα προφίλ των συνομιλούντων στην εφαρμογή της πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης αναμφισβήτητα ανήκουν στις κατηγορούμενες, ως τούτο αποδεικνύεται από την κατάθεση της Μ. Γ. (βλ. σχ. περικοπές της κατάθεσης της εν λόγω μάρτυρος στα αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης "είχαν τα ονόματα τους και συγκεκριμένα η 2η κατηγορουμένη έχει το όνομα "Θ. Κ." και η πρώτη το όνομά της), από την κατάθεση της μάρτυρος Μαρίας Μολάκη (βλ. σχ. περικοπές της κατάθεσης της εν λόγω μάρτυρος στα πρακτικά της παρούσας δίκης "Στο facebook ήταν μικρή η φωτογραφία του προσώπου της δεύτερης κατηγορουμένης και είχε το όνομα "Θ. Κ.") και από την κατάθεση της μάρτυρος Μ. Μ. (βλ. σχ. περικοπές της κατάθεσης της εν λόγω μάρτυρος στα πρακτικό της παρούσας δίκης και στα αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης "Η σελίδα της κ. Κ. έγγραφε "Θ. Κ.", τις είχα φίλες και ήξερα το προφίλ τους... Ήμασταν φίλες στο facebook και τα ονόματά τους ήταν με ελληνικούς χαρακτήρες "Βασιλική. Τζάρτογλου - Πορτοκαλίδου - Θ. Κ.". Δεν διαπίστωσα να υπήρχε άλλο προφίλ δικό τους".). Ακόμη η κατά συναυτουργία τέλεση των πράξεων από τις κατηγορούμενες, μετά από συναπόφαση και κοινό προς τούτο δόλο, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι όταν αποκαλύφθηκε η παράνομη δράση τους και προκειμένου να μην αποκαλυφθούν έτερες επί μέρους πράξεις υπεξαγωγής υπηρεσιακών εγγράφων, αμφότερες επιδόθηκαν σε καταστροφή υπηρεσιακών εγγράφων δια του τεμαχισμού τους ως περί τούτου καταθέτουν σαφώς οι ενόρκως εξετασθείσες Μ. Γ. και Μ. Μ., που ήταν αυτόπτες και αυτήκοες του περιστατικού, οι εν λόγω δε μερικότερες πράξεις δεν κατέστη δυνατόν να διακριβωθούν κατά υλικό αντικείμενο, αφού λόγω του πλήθους των εγγράφων που σκίσθησαν, αυτά δεν μπορούσαν να επανασυσταθούν δια συγκολλήσεως και να διαπιστωθεί η ταυτότητα των εγγράφων. Επιπλέον ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι δεν τέλεσαν το αδίκημα της υπεξαγωγής, καθόσον αρκετά από τα αποκρυφθέντα έγγραφα δεν βρισκόταν στην κατοχή τους, αλλά σε ερμάρια εκτός του γραφείου τους και επί πλέον γιατί δεν ήταν αρμόδιες είτε για τη τήρηση του αρχείου των δικογραφιών κατ' 59 ΚΠΔ, είτε για τη τήρηση του αρχείου κατ' άρθρα 43 και 47 ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον οι ανευρεθείσες εν τέλει την 28.12.2017, την 16.1.2018 και την 26.1.2018 ποινικές δικογραφίες και τα ανευρεθέντα δημόσια έγγραφα είχαν τοποθετηθεί απ' αυτές σε διάφορα ερμάρια στο χώρο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, ώστε να είναι δυσχερής η ανεύρεσή τους, ενώ τα ως άνω δημόσια έγγραφα (δικογραφίες και διατάξεις) των αρχείων κατ' άρθρα, 43,47 και 59 ΚΠΔ, ήταν οπωσδήποτε προσιτά σ' αυτές, δεδομένου ότι αμφότερες κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα είχαν πρόσβαση στο Τμήμα Μηνύσεων της Εισαγγελίας, ως υπηρετούσες κυρίως είτε κατά αναπλήρωση σ' αυτό και παραλάμβαναν μηνύσεις προκαταρκτικές δικογραφίες για καταχώρηση στο ηλεκτρονικό σύστημα και περαιτέρω διαβίβαση, οπότε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και επ' αφορμή αυτών περιήλθαν στην κατοχή τους οι εν λόγω δικογραφίες και κατά την ακολουθούμενη υπηρεσιακή πρακτική της Εισαγγελίας είχαν αναλάβει να ασχοληθούν με την περαίωσή τους. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι εν προκειμένω δεν πρόκειται απλώς, ως υποστηρίζουν οι κατηγορούμενες, περί πλημμελούς και αμελούς εκτέλεσης των υπηρεσιακών καθηκόντων, λόγω φόρτου εργασίας συνεπεία της οποίας σημειώθηκαν μόνον καθυστερήσεις στη περαίωση δικογραφιών και στη συντέλεση αναγκαίων υπηρεσιακών ενεργειών, αντίθετα δε συνεπεία της υπεξαγωγής δικογραφιών εκ μέρους των κατηγορουμένων παραγράφησαν αδικήματα (βλ. περιπτώσεις II 3, II 5, II 6, II 7, II 8, II 9, II 10, II 11, II 21, III 7, III 16, III 17,

ΙΙΙ 18,

ΙΙΙ 19, III 20, III 23, III 25,

ΙΙΙ 27, III 29, IV 2, IV 8, VI 5, Χ) ή επίκειται κίνδυνος παραγραφής τους (βλ. περιπτώσεις
ΙΙ 4, III 13, III 14, III 32, VI 1), η δε καθυστέρηση στην περαίωση των δικογραφιών (βλ. περιπτώσεις I 1-15, II 20, III 1, III 2, III 3, III 4, III 8, III 13, III 14, III 15, III 22, III 33, IV 1, IV 3, IV 9, VII, VIII, V

ΙΙΙI) είχε επιπτώσεις στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, αφού τυχόν χορηγήθηκαν ευεργετήματα σε πρόσωπα που δεν τα δικαιούνταν, δεν θεμελιώθηκαν υποτροπές και υπήρξε πεπλανημένη εικόνα στις διωκτικές και δικαστικές αρχές περί απουσίας αξιόπεμπτης προηγούμενης συμπεριφοράς από δράστες νέων εγκλημάτων, κυρίως όμως σημειώθηκε καθυστέρηση στον εύλογο χρόνο της δίκης που αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη. Ακόμη, χωρίς έννομη επιρροή τυγχάνει ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι με την απόκρυψη των δικογραφιών και εγγράφων δεν σκόπευαν να βλάψουν οποιονδήποτε, καθόσον για τη συγκρότηση της πράξης στην πλημμεληματική της μορφή δεν απαιτείται σκοπός βλάβης πέραν του ότι εν προκειμένω, κατά τα προεκτεθέντα, με τις πράξεις τους ετρώθη η λειτουργία της Εισαγγελίας και εβλάβη η απονομή της δικαιοσύνης τούτο δε αυτές, λόγω της εμπειρίας τους το γνώριζαν ως άμεσο επακόλουθο των παράνομων ενεργειών τους. Ακόμη, ισχυρίζονται ότι εν τέλει, μετά την ανεύρεσή τους η δικονομική πορεία των δικογραφιών ολοκληρώθηκε, πλην όμως η απαξία και η βαρύτητα της πράξης τους ως και ο βαθμός της υπαιτιότητας τους δεν επηρεάζονται από το γεγονός ότι εν τέλει πολλές δικογραφίες, πλην αυτών των οποίων οι πράξεις παρεγράφησαν (βλ. περιπτώσεις II 3, II 5, II 6, II 7, II 8, II 9, II 10, II 11, II 21, III 7, III 16, III 17, III 18, III 19, III 20, III 23, III 25, III 27, III 29, IV 2, IV 8, VI 5, Χ), είτε εσπευσμένα εισήχθησαν σε δικάσιμους, προκειμένου να αποφευχθεί η παραγραφή των πράξεων και η περαιτέρω καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης (οι ανακριτικές δικογραφίες επί των οποίων είχαν εκδοθεί παραπεμπτικά βουλεύματα και η απόκρυψή τους διαπιστώθηκε την 18.9.2017, προκειμένου να αποφευχθεί κίνδυνος παραγραφής των πράξεων και περαιτέρω καθυστέρηση στην εκδίκασή τους άμεσα προσδιορίσθηκαν καθ' υπέρβαση των ήδη προσδιορισμένων υποθέσεων από την Εισαγγελία Εφετών Θράκης και συγκεκριμένα η Α.Β.Μ.: Βφ11-301 ανακριτική δικογραφία, προσδιορίστηκε κατά την δικάσιμο της 9.11.2017 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, η Α.Β.Μ.:Α07/2117 ανακριτική δικογραφία, προσδιορίστηκε κατά την δικάσιμο της 18.4.2018 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, η Α.Β.Μ.:Αφ13-3 ανακριτική δικογραφία, προσδιορίστηκε κατά την δικάσιμο της 9.11.2017 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, η Α.Β.Μ.:Αφ11-11 ανακριτική δικογραφία, προσδιορίστηκε κατά την δικάσιμο της 4.10.2018 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, η Α.Β.Μ.:Α11-512 ανακριτική δικογραφία, προσδιορίστηκε κατά την δικάσιμο της 18.4.2018 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, η Α.Β.Μ.:Α09-406 ανακριτική δικογραφία, προσδιορίστηκε κατά την δικάσιμο της 18.4.2018 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, η Α.Β.Μ.:Αφ11-3 ανακριτική δικογραφία, προσδιορίστηκε κατά την δικάσιμο της 8.2.2018 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, η Α.Β.Μ.:Βφ13-45 ανακριτική δικογραφία, προσδιορίστηκε κατά την δικάσιμο της 18.4.2018 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, η Α.Β.Μ.:Αφ11-101 ανακριτική δικογραφία, προσδιορίστηκε κατά την δικάσιμο της 19.11.2018 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, η Α.Β.Μ.:Α07-2027 ανακριτική δικογραφία εισήχθη ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Θράκης και εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 42/2018 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θράκης, το οποίο, με αναθεώρηση, του υπ' αριθμ. 65/2011 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αλεξανδρούπολης, έπαυσε οριστικά λόγω παραγραφής την ποινική δίωξη, η Α.Β.Μ.: Αφ12-129 ανακριτική δικογραφία, προσδιορίστηκε κατά την δικάσιμο της 7.6.2018 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, η Α.Β.Μ.:Αφ14-36 ανακριτική δικογραφία, προσδιορίστηκε κατά την δικάσιμο της 6.6.2018 του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, η Α.Β.Μ.: Αφ13-12 ανακριτική δικογραφία, προσδιορίστηκε κατά την δικάσιμο της 6.12.2018 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, η Α.Β.Μ.:Γφ10-22 ανακριτική δικογραφία δεν προσδιορίστηκε, καθόσον οι κατηγορούμενοι τυγχάνουν αγνώστου διαμονής, η Α.Β.Μ.: Γφ12-51 ανακριτική δικογραφία, προσδιορίστηκε κατά την δικάσιμο της 19.9.2018 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης), είτε υπήρξε δικονομικός χειρισμός τους, προκειμένου να αποφευχθεί η παραγραφή τους (III 15, III 27, IV 5, IV 7, V 2, V 3, V 4) , καθόσον με τις πράξεις τους επλήγη ανεπανόρθωτα το κύρος και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης και επήλθε αδικαιολόγητη αναστάτωση στην εύρυθμη λειτουργία της Εισαγγελίας Πρωτόδικων Αλεξανδρούπολης. Να σημειωθεί δε ότι όλως αβασίμως η πρώτη κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι οι ανακριτικές δικογραφίες δεν υπεξήχθησαν δια αποκρύψεως, αλλά παρέμειναν σε εκκρεμότητα, λόγω της καθυστέρησης των επιδόσεων στους κατηγορουμένους, καθόσον είναι λογικά αδύνατο επί σειρά ετών να έχουν καθυστερήσει οι επιδόσεις, ενώ μετά την ανεύρεση των ανακριτικών δικογραφιών, που υπεξήχθησαν, άμεσα αυτές προσδιορίσθηκαν και οι σχετικές υποθέσεις εισήχθησαν στο αμέσως επόμενο ολιγόμηνο διάστημα προς εκδίκαση, κατά τα ανωτέρω, συντελεσθεισών μάλιστα εντός του ως άνω χρονικού διαστήματος και των επιδόσεων των κλήσεων προς εμφάνιση των κατηγορουμένων, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι δικογραφίες δεν παρέμειναν σε εκκρεμότητα για το λόγο που επικαλείται η πρώτη κατηγορουμένη, αλλά ότι αυτές είχαν υπεξαχθεί δια αποκρύψεως. Ο δε επικαλούμενος από τις κατηγορούμενες φόρτος εργασίας, καθώς και η δυσλειτουργία της υπηρεσίας, συνθήκες που πράγματι αποδείχθηκε ότι ως ένα βαθμό υπήρχαν, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την επιλογή των κατηγορουμένων να υπεξάγουν τα υπηρεσιακά έγγραφα με απόκρυψη, καθόσον οι ίδιες συνθήκες, συνήθεις μάλιστα ως προς το φόρτο εργασίας για δικαστική υπηρεσία, αφορούσαν όλους τους υπαλλήλους της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, οι οποίοι δεν επέδειξαν την ίδια παραβατική συμπεριφορά. Τέλος, οι κατηγορούμενες ισχυρίζονται ότι οι πράξεις με στοιχεία Α.
ΙΙ. 2, 3, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 18, 19 και 21, Α.

ΙΙΙ. 3, 4, 7, 10, 12, 14, 16, 17, 18, 19, 20, 23, 26, 27, 28, 29, 30, 32, 33, Α.
ΙV. 1, 2, 9, Α.V 5,7, Α.VI. 3, 4, Α.Χ. έχουν υποπέσει σε παραγραφή, καθόσον τελέστηκαν, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2010 έως και 2012. Ο ισχυρισμός αυτός ωστόσο, κρίνεται αβάσιμος στην ουσία του, επειδή από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προκύπτει ότι χρόνος τέλεσης των επίδικων πράξεων, ο οποίος δεν μπορεί να προσδιορισθεί επακριβώς, είναι το νωρίτερο η 11.3.2015, οπότε και μεταβλήθηκαν τα καθήκοντα της πρώτης κατηγορουμένης, καθόσον έπαυσε να υπηρετεί στο Τμήμα ανακριτικών δικογραφιών και βουλευμάτων και κατ' αναπλήρωση στο Τμήμα Μηνύσεων και περαιωμένων δικογραφιών (ούσα επιφορτισμένη και με το αντικείμενο των διατάξεων ανακριτή, της κατάρτισης των Πινάκων και Στατιστικών στοιχείων της Υπηρεσίας, της αναπλήρωσης του Τμήματος Μηνύσεων και περαιωμένων δικογραφιών, της εξυπηρέτησης του κοινού και ως υπεύθυνη μηχανογραφικής εφαρμογής Υπηρεσίας) και πλέον υπηρετούσε στο Τμήμα σύνταξης και καθαρογραφής κατηγορητηρίων αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και όχι ο χρόνος που για κάθε επίδικη δικογραφία ή έγγραφο ολοκληρώθηκε η δικονομική επεξεργασία από τον εκάστοτε Εισαγγελέα και περιήλθε στην κατοχή τους, καθόσον κρίσιμος χρόνος τέλεσης της πράξης είναι αυτός της απόκρυψης των εν γένει εγγράφων, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη ή εξόχως δυσχερής η ανεύρεσή τους έστω και προσωρινά, σημειουμένου επιπλέον ότι μία ποινική δίωξη πρέπει να περατώνεται με νόμιμο τρόπο, ανεξαρτήτως τυχόν παραγραφής του αδικήματος συνεπώς ακόμη και εάν είχε παραγραφεί ένα αδίκημα, η δικογραφία όφειλε να ακολουθήσει τη δικονομική της πορεία, ώστε να περατωθεί η δίωξη με έναν από τους προβλεπόμενους από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τρόπους. Κατά τον παραπάνω χρόνο το νωρίτερο (11.3.2015) και εφεξής όταν η πρώτη κατηγορουμένη μετακινήθηκε σε άλλο γραφείο της Εισαγγελίας και έπαυσαν οι κατηγορούμενες να ασχολούνται από κοινού με τα ίδια αντικείμενα και να αλληλοκαλύπτονται και ως εκ τούτου προέκυψε κίνδυνος να διαπιστωθεί από άλλον υπάλληλο της Εισαγγελίας που θα αναλάμβανε το αντικείμενο εργασίας της πρώτης κατηγορουμένης η μη διεκπεραίωση των εκκρεμουσών δικογραφιών και εγγράφων, οι κατηγορούμενες εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να υπεξαγάγουν τις επίδικες δικογραφίες και έγγραφα, τα οποία κατείχαν ήδη και εκκρεμούσε η διεκπεραίωσής τους, ήτοι να τις αποκρύψουν είτε εντός είτε εκτός του γραφείου τους κατά τρόπο που να καθίσταται δύσκολη, έως και ανέφικτη, η ανεύρεσή τους έστω και προσωρινά. Σύμφωνα με τα παραπάνω, εφόσον από τον χρόνο τέλεσης των επίδικων πράξεων έως τη συζήτηση της υπόθεσης δεν παρήλθε ο χρόνος της παραγραφής πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός ως αβάσιμος στη ουσία του. Περαιτέρω, στις κατηγορούμενες αποδίδεται (πράξη Α.
ΙΙ.14) ότι προέβησαν στην υπεξαγωγή, δια αποκρύψεως της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2007/3398 και υποβληθείσας κατά την 28.9.2007 έγκλησης, η οποία και φέρεται εκ του τηρούμενου ηλεκτρονικού αρχείου καταχώρισης της πορείας των μηνύσεων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης ως συσχετισθείσα στη με Α.Β.Μ.: Α2007/2838 δικογραφία, εκ μέρους του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ιωάννη Σφέτκου, πλην όμως ουδεμία σχετική πράξη υφίσταται επ' αυτής και περαιτέρω δεν προκύπτει πραγματική συσχέτισή της. Η εν λόγω έγκληση εν τέλει συσχετίσθηκε στη με Α.Β.Μ.: Α2007/2838 ποινική δικογραφία, επί της οποίας και εκδόθηκε η με αριθμό 285/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, καθώς και η με αριθμό 392/2013 πράξη αρχειοθέτησης Νόμου 4043/2012 του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης. Ωστόσο, από το αποδεικτικό υλικό προκύπτει ότι η εν λόγω έγκληση ακολούθησε τη δικονομική της πορεία και δη σχηματίστηκε ποινική δικογραφία, η οποία εισήχθη για εκδίκαση και εκδόθηκε η με αριθμό 285/2009 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, χωρίς να προκύπτει ότι οι κατηγορούμενες είχαν δόλο απόκρυψης αυτής. Ακόμη τους αποδίδεται (πράξη Α.III.33) ότι προέβησαν στην υπεξαγωγή, δια αποκρύψεως "Αίτησης απευθυνόμενης προς το Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης υποβληθείσας κατά την 25η.5.2010, επί της οποίας και υφίσταται πράξη ανάθεσης - χρέωσης προς επεξεργασία προς τον Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Μηνά Στρουμπή με ημερομηνία 1ης.6.2010. Η εν λόγω αίτηση ετέθη δια οικείας πράξεως κατά την 11η.1.2018 στο αρχείο Γραμματείας της Εισαγγελίας Πρωτόδικων Αλεξανδρούπολης καθόσον τα περιγραφόμενα εις αυτήν πραγματικά περιστατικά περί της άρσης επιβληθείσας κατάσχεσης αφενός αναφέρονται σε αναγόμενο κατά το έτος 2010 χρόνο και αφετέρου έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο σχηματισμού περαιωθείσας ποινικής δικογραφίας". Ωστόσο, από το αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι η εν λόγω αίτηση είχε ήδη τύχει σε εύλογο χρόνο της σχετικής επεξεργασίας και δη είχε χρεωθεί προς επεξεργασία στον Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Μηνά Στρουμπή, ο οποίος με σχετική πρόταση, την εισήγαγε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης και εκδόθηκε το με αριθμό 102/2010 βούλευμα. Το εν λόγω έγγραφο, άρα, αποτελεί αντίγραφο της αίτησης που ήδη είχε τύχει της προσήκουσας επεξεργασίας και, επομένως δεν προκύπτει δόλος απόκρυψης αυτού. Επίσης τους αποδίδεται (πράξη Α.

ΙΙΙ.34) ότι προέβησαν στην υπεξαγωγή, δια αποκρύψεως "Της με Α.Β.Μ.:Α2013/717 υποβληθείσας εκ του Αστυνομικού Τμήματος Αλεξανδρούπολης μήνυσης, επί της οποίας και δεν υφίσταται σχετική πράξη ανάθεσης - χρέωσης προς επεξεργασία προς Εισαγγελικό Λειτουργό. Η εν λόγω μήνυση αφορούσε τη διερεύνηση των προβλεπόμενων υπό των όρθρων 29 § 1 Νόμου 2971/2001, 23 § 1 Νόμου 1539/1938 και 17 § 8 Νόμου 1337/1983 πράξεων με φερόμενο χρόνο τέλεσης το μήνα Αύγουστο του έτους 2010, με συνακόλουθη συνέπεια και να έχουν ήδη υποπέσει σε παραγραφή. Επ' αυτής εκδόθηκε κατά την 31η.10.2017 οικεία αναφορά κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, η οποία και εγκρίθηκε κατά την 28η.11.2017". Ωστόσο, από το αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι για την εν λόγω μήνυση είχε ήδη σχηματισθεί ποινική δικογραφία και είχε εισαχθεί η υπόθεση προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, εκδοθείσας της με αριθμό 89/2.2.2017 απόφασης. Το εν λόγω έγγραφο, άρα, αποτελεί αντίγραφο της ανωτέρω μήνυσης που ήδη είχε τύχει της προσήκουσας επεξεργασίας και, επομένως δεν προκύπτει δόλος απόκρυψης αυτού. Τέλος, στις κατηγορούμενες αποδίδεται (πράξη Α.IV.5) ότι προέβησαν στην υπεξαγωγή "Της με αριθμό 7/17ης.6.2013 προσφυγής κατά της με αριθμό 34/2013 διάταξης επιβολής περιοριστικών όρων της Ανακρίτριας Αλεξανδρούπολης. Η εν λόγω προσφυγή ετέθη κατά την 16η.10.2017 δια σχετικής οικείας πράξης στο αρχείο της Γραμματείας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης ως άνευ αντικειμένου και αναγκαιότητας επεξεργασίας ένεκα της παρέλευσης χρόνου ανώτερου της τετραετίας από της υποβολής της". Ωστόσο, από το αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι η εν λόγω προσφυγή είχε ήδη εισαχθεί στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης εκδοθέντος του με αριθμό 99/2013 βουλεύματος. Το εν λόγω έγγραφο, άρα, αποτελεί αντίγραφο της ανωτέρω προσφυγής που ήδη είχε τύχει της προσήκουσας επεξεργασίας και, επομένως δεν προκύπτει δόλος απόκρυψης αυτού. Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του κήρυξε αθώα την δεύτερη κατηγορούμενη όλων των πράξεων που κατά συναυτουργική δράση της αποδίδονται, κήρυξε αθώα την πρώτη κατηγορουμένη για την πράξη της νόθευσης εγγράφου και για οκτώ μερικότερες πράξεις υπεξαγωγής εγγράφων δια αποκρύψεως (πράξη Α.
ΙΙ.15, πράξη Α.
ΙΙ.16, πράξη Α.

ΙΙΙ.3, πράξη Α.

ΙΙΙ.6, πράξη Α.

ΙΙΙ.9, πράξη Α.

ΙΙΙ.11, πράξη Α.VIII, πράξη Α.VIIII), έσφαλε κατά την αποδεικτική εκτίμηση, κατά τους βάσιμους περί τούτων υπό στοιχεία Β και Γ λόγους της υπ' αριθμ. 354/2018 έφεσης του Εισαγγελέως Αλεξανδρούπολης και πρέπει η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τις διατάξεις της αυτές να εξαφανισθεί, σημειουμένου ως εκ περισσού θα περιληφθεί στην απόφαση διάταξη περί παραδοχής των συναφών λόγων έφεσης του Εισαγγελέως, καίτοι δεν υφίσταται ευθέως εκ του νόμου σχετική υποχρέωση (ΑΠ 266/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), προκειμένου να καθίσταται σαφής ο λόγος της δυσμενέστερης από το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισης των κατηγορουμένων. Λόγω δε της παραδοχής της εφέσεως του Εισαγγελέα, το παρόν Δικαστήριο δεν δεσμεύεται πλέον από την απορρέουσα εκ του όρθρου 470 ΚΠΔ αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης της εκκαλούσας πρώτης κατηγορουμένης και πρέπει αμφότερες οι κατηγορούμενες να κηρυχθούν ένοχες της τελεσθείσας απ' αυτές υπεξαγωγής εγγράφων, εμπιστευμένων και προσιτών, κατά τις προαναφερθείσες στο σκεπτικό διακρίσεις σε υπάλληλο λόγω της υπηρεσίας του από κοινού και κατά μόνας τελεσθείσα κατ' εξακολούθηση, πλην των τεσσάρων μερικότερων πράξεων υπεξαγωγής εγγράφων (πράξη Α.
ΙΙ.14, πράξη Α.

ΙΙΙ.33, πράξη Α.

ΙΙΙ.34, πράξη Α.
ΙV.5), για τις οποίες πρέπει να κηρυχθούν αθώες, όπως επίσης πρέπει να κηρυχθούν ένοχες της νόθευσης εγγράφου προσιτού σε υπάλληλο λόγω της υπηρεσίας του από κοινού, σημειουμένου ότι το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επιτρεπτώς χωρίς να παραβιάζει τον κανόνα του άρθρου 470 ΚΠΔ, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, αποσαφηνίζει αυτά (πραγματικά περιστατικά ως και χρόνο τέλεσης των πράξεων κατά τρόπο που δεν επηρεάζει την παραγραφή μερικότερων πράξεων) που συγκροτούν τη συνδρομή της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος χωρίς να μεταβάλλεται η αξιόποινη πράξη (ΑΠ 648/2017, ΑΠ 564/2017, ΑΠ 1562/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, λόγω του ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 470 εδ. α ΚΠΔ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται, πρέπει να αναγνωρισθεί στο πρόσωπο της πρώτης κατηγορουμένης το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι συντρέχει στο πρόσωπό της, σημειουμένου ότι στην έφεση του Εισαγγελέα Αλεξανδρούπολης δεν υφίσταται λόγος που να βάλλει κατά της διάταξης αυτής της εκκαλούμενης απόφασης." Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τις κατηγορούμενες - νυν αναιρεσείουσες ένοχες για τις αξιόποινες πράξεις 1)της υπεξαγωγής εγγράφων εμπιστευμένων και προσιτών σε υπάλληλο λόγω της υπηρεσίας του, από κοινού και κατά μόνας, τελεσθείσας κατ' εξακολούθηση και 2)νόθευσης εγγράφου εμπιστευμένου και προσιτού σε υπάλληλο λόγω της υπηρεσίας του, από κοινού, αναγνωρίζοντάς τους το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' ΠΚ και α) επέβαλε σε καθεμιά απ' αυτές ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών για την πρώτη πράξη και δύο (2) ετών για την δεύτερη εξ αυτών, συνολική δε ποινή φυλακίσεως σε καθεμιά πέντε (5) ετών, την οποία ανέστειλε υπό τον όρο της επιμέλειας και επιτήρησής τους από Επιμελητή Κοινωνικής Αρωγής, επί τριετία και β) κατέγνωσε σε καθεμιά από τις κατηγορούμενες αποστέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για ένα (1) έτος, με το ακόλουθο διατακτικό:
"ΚΗΡΥΣΣΕΙ τις κατηγορούμενες, ένοχες του ότι: Α/, στην Αλεξανδρούπολη και ειδικότερα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, κατά τις παρακάτω αναφερόμενες ημερομηνίες, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, έχοντας έκαστη την ιδιότητα του υπαλλήλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 13 στοιχείο α' του Π.Κ., ήτοι ως πρόσωπο, στο οποίο έχει νόμιμα ανατεθεί, έστω και προσωρινά η άσκηση δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και πλέον συγκεκριμένα, υπό την ιδιότητά της έκαστη εξ αυτών ως υπηρετούσα δικαστική υπάλληλος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, ενεργώντας από κοινού, με πρόθεση νόθευσαν και υπεξήγαγαν έγγραφα, υπό την ειδικότερη μορφή της απόκρυψης, εκ των οποίων άλλα τους είχαν εμπιστευθεί και άλλα τους ήταν προσιτά λόγω της υπηρεσίας τους. Ειδικότερα, η μεν πρώτη κατηγορούμενη (Β. Τ.), η οποία ως δικαστική υπάλληλος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης και σύμφωνα με ανατιθέμενα προς αυτήν υπηρεσιακά της καθήκοντα κατά τα έτη 2010, 2011 και 2012 υπηρετούσε στο Τμήμα Μηνύσεων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης και περαιωμένων δικογραφιών, ούσα επιφορτισμένη και με το αντικείμενο της καταστροφής ναρκωτικών, των βουλευμάτων, των διατάξεων, της εξυπηρέτησης του κοινού, των εφέσεων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, καθώς και ως υπεύθυνη της μηχανογραφικής εφαρμογής της Υπηρεσίας κατά τα έτη 2013 και 2014 υπηρετούσε στο Τμήμα ανακριτικών δικογραφιών και βουλευμάτων, ούσα επιφορτισμένη και με το αντικείμενο των διατάξεων ανακριτή, της κατάρτισης των Πινάκων και Στατιστικών στοιχείων της Υπηρεσίας της αναπλήρωσης του Τμήματος Μηνύσεων και περαιωμένων δικογραφιών, της εξυπηρέτησης του κοινού, καθώς και ως υπεύθυνη της μηχανογραφικής εφαρμογής Υπηρεσίας κατά το έτος 2015 και έως την 10η.3.2015 υπηρετούσε στο Τμήμα ανακριτικών δικογραφιών και βουλευμάτων, ούσα επιφορτισμένη και με το αντικείμενο των διατάξεων ανακριτή, της κατάρτισης των Πινάκων και Στατιστικών στοιχείων της Υπηρεσίας της αναπλήρωσης του Τμήματος Μηνύσεων και περαιωμένων δικογραφιών, της εξυπηρέτησης του κοινού και ως υπεύθυνη μηχανογραφικής εφαρμογής Υπηρεσίας κατά το έτος 2015 και από την 11η.3.2015 έως την 31η.12.2016 υπηρετούσε στο Τμήμα σύνταξης και καθαρογραφής κατηγορητηρίων αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, ούσα επιφορτισμένη και με το αντικείμενο της συμπλήρωσης εισαγωγικών εφέσεων και βουλευμάτων, της σύνταξης ανακλήσεων εγκλήσεων, της καταχώρισης αναβλητικών υποθέσεων, του προσδιορισμού πρωτοείσακτων δικογραφιών, της εξυπηρέτησης πολιτών και συνηγόρων, καθώς και των επιδόσεων δικογράφων και διατάξεων, κατά το έτος 2016 υπηρετούσε στο Τμήμα σύνταξης και καθαρογραφής κατηγορητηρίων αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, ούσα επιφορτισμένη και με το αντικείμενο της συμπλήρωσης εισαγωγικών εφέσεων και βουλευμάτων, της σύνταξης ανακλήσεων εγκλήσεων, της καταχώρισης αναβλητικών υποθέσεων, του προσδιορισμού πρωτοείσακτων δικογραφιών, της εξυπηρέτησης πολιτών και συνηγόρων, της αντικατάσταση της αναπληρώτριας προϊσταμένης της διεύθυνσης γραμματείας της Εισαγγελίας κατά τη διάρκεια άδειας και της εκπαίδευσης των υπαλλήλων τμήματος μηνύσεων - προκαταρκτικών - ανακριτικών δικογραφιών στο μηχανογραφικό πρόγραμμα της υπηρεσίας και στην έκδοση στατιστικών στοιχείων πινάκων και τέλος από την 17η.9.2017 και εφεξής υπηρετούσε στο Τμήμα Κλήσεων Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, με αντικείμενο τη συμπλήρωση και αποστολή εντύπων κλήσεων και κλητήριων θεσπισμάτων αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων, τις κλήσεις αναβλητικών δικογραφιών Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων, τα πινάκια, τα εκθέματα, την τακτοποίηση των αποδεικτικών και αναβλητικών δικογραφιών, την εξυπηρέτηση δικηγόρων, την καταχώρηση αιτημάτων έκδοσης ποινικών μητρώων αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων, η δε δεύτερη κατηγορούμενη (Θ. Κ.), η οποία ως δικαστική υπάλληλος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης και σύμφωνα με ανατιθέμενα προς αυτήν υπηρεσιακά της καθήκοντα κατά το έτος 2010 υπηρετούσε στο Τμήμα Συντάξεως και Καθαρογραφής κατηγορητηρίων Μονομελούς Πλημμελειοδικείου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης και περαιωμένων δικογραφιών, ούσα επιφορτισμένη και με το αντικείμενο της συμπλήρωσης εισαγωγικών εφέσεων Πταισματοδικείου, αιτήσεων ακύρωσης καταχώρησης αναβλητικών δικογραφιών και εξυπηρέτησης πολιτών και δικηγόρων επί ποινικών δικογραφιών αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, κατά το έτος 2011 υπηρετούσε στο Τμήμα Μηνύσεων και περαιωμένων δικογραφιών, βουλευμάτων και διατάξεων, ούσα επιφορτισμένη και με το αντικείμενο της εξυπηρέτησης του κοινού και των δικηγόρων, κατά το έτος 2012 υπηρετούσε στο Τμήμα Μηνύσεων και περαιωμένων δικογραφιών, βουλευμάτων, ανακριτικών δικογραφιών, διατάξεων και εφέσεων κατά αποφάσεων Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, ούσα επιφορτισμένη και με το αντικείμενο της διεκπεραίωσης της υπηρεσιακής αλληλογραφίας και εξυπηρέτησης του κοινού και των δικηγόρων, κατά τα έτη 2013 και 2014 υπηρετούσε στο Τμήμα Μηνύσεων με αντικείμενο την καταχώρηση προανακριτικών και προκαταρκτικών δικογραφιών, τη συσχέτιση εγγράφων επί μηνύσεων - δικογραφιών, τη διεκπεραίωση της υπηρεσιακής αλληλογραφίας, τις διατάξεις, την έκδοση πιστοποιητικών και βεβαιώσεων, ούσα επιφορτισμένη και με το αντικείμενο της πληροφόρησης του κοινού και της καταστροφής ναρκωτικών ουσιών, καθώς και της αντικατάστασης της δικαστικής υπαλλήλου Β. Τ. - Π., του Τμήματος ανακριτικών δικογραφιών, βουλευμάτων και ανακριτικών διατάξεων, της σύνταξης των πινάκων στατιστικών στοιχείων της Υπηρεσίας, της διεκπεραίωσης εφέσεων Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, της καταχώρησης και αποχρέωσης μηνύσεων, της αποχρέωσης δικογραφιών, της αρχειοθέτησης και της τήρησης αρχείου δικογραφιών, κατά το έτος 2015 υπηρετούσε στο Τμήμα Μηνύσεων με αντικείμενο την καταχώρηση προανακριτικών και προκαταρκτικών δικογραφιών, τη συσχέτιση εγγράφων επί μηνύσεων - δικογραφιών, τη διεκπεραίωση της υπηρεσιακής αλληλογραφίας, τις διατάξεις, την έκδοση πιστοποιητικών και βεβαιώσεων, ούσα επιφορτισμένη και με το αντικείμενο της πληροφόρησης του κοινού, της παρακολούθησης του βιβλίου προσωρινώς κρατουμένων και της καταστροφής ναρκωτικών ουσιών, καθώς και στο Τμήμα ανακριτικών δικογραφιών, βουλευμάτων και ανακριτικών διατάξεων, με αντικείμενο τη σύνταξη των πινάκων στατιστικών στοιχείων της Υπηρεσίας, καθώς και την αντικατάσταση στη διεκπεραίωση εφέσεων Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, την καταχώρησης και αποχρέωση μηνύσεων, την αποχρέωση δικογραφιών, την αρχειοθέτησης και την τήρησης αρχείου δικογραφιών, κατά το έτος 2016 υπηρετούσε στο Τμήμα Μηνύσεων και περαιωμένων δικογραφιών, με αντικείμενο τις ανακριτικές δικογραφίες τη διεκπεραίωση προτάσεων προς έκδοση βουλευμάτων και ανακριτικών διατάξεων, την επίδοση αυτών, τη συσχέτιση εγγράφων επί μηνύσεων - δικογραφιών, τη διεκπεραίωση της υπηρεσιακής αλληλογραφίας την έκδοση πιστοποιητικών και βεβαιώσεων, ούσα επιφορτισμένη και με το αντικείμενο της πληροφόρησης του κοινού, της παρακολούθησης του βιβλίου προσωρινώς κρατουμένων, της σύνταξης της πινάκων στατιστικών στοιχείων της Υπηρεσίας καθώς και της αναπλήρωσης του Τμήματος Μηνύσεων - Δικογραφιών, με αντικείμενο την καταχώρηση και αποχρέωση μηνύσεων, την αποχρέωση δικογραφιών, την υποβολή εφέσεων, την καταστροφή ναρκωτικών ουσιών και τη συσχέτιση εγγράφων επί μηνύσεων - δικογραφιών και τέλος από την 17η.9.2017 και εφεξής υπηρετούσε Τμήμα Κατηγορητηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης ενεργώντας από κοινού, προέβησαν στην τέλεση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης υπό τη μορφή της υπεξαγωγής και νόθευσης εγγράφων εμπιστευμένων και προσιτών προς έκαστη εξ αυτών ως υπαλλήλου λόγω της υπηρεσίας της κατ' εξακολούθηση, στις κάτωθι ειδικότερα αναφερόμενες περιπτώσεις:
I. Αρχικά, κατά την 18η.9.2017 διακριβώθηκε η εκ μέρους των δύο κατηγορούμενων κατοχή υπό τη μορφή της φυσικής εξουσίασης των εμπιστευμένων σ' αυτές κάτωθι αναφερόμενων ποινικών ανακριτικών δικογραφιών, οι οποίες και επρόκειτο όπως υποβληθούν, δια του λειτουργικά αρμόδιου Εισαγγελικού Λειτουργού, προς την Εισαγγελία Εφετών Θράκης και πλέον συγκεκριμένα:
1. Της με Α.Β.Μ.:Βφ 11-301 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 58/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 2. Της με Α.Β.Μ.:Α07/2117 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 34/2011 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 3. Της με Α.Β.Μ.:Αφ13/3 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 19/2014 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 4. Της με Α.Β.Μ.:Αφ11/11 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 41/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 5. Της με Α.Β.Μ.:Α11/1512 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 92/14 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 6. Της με Α.Β.Μ.:Α09/406 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 61/2011 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 7. Της με Α.Β.Μ.:Αφ11/3 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 149/2011 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 8. Της με Α.Β.Μ.:Βφ13-45 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 20/2014 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 9. Της με Α.Β.Μ.:Αφ11-101 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 153/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 10. Της με Α.Β.Μ.:Α07-2027 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 65/2011 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 11. Της με Α.Β.Μ.:Αφ12-129 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 155/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, 12. Της με Α.Β.Μ.:Αφ14-36 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 16/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης 13. Της με Α.Β.Μ.:Αφ13/12 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 150/2014 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης 14. Της με Α.Β.Μ.:Γφ10/22 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 111/2011 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης και 15. Της με Α.Β.Μ.:Γφ12/51 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 148/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης.
Τα ανωτέρω εκδοθέντα επί των προαναφερόμενων ποινικών ανακριτικών δικογραφιών δεκαπέντε (15) βουλεύματα, στο σύνολο τους είχαν διαβιβασθεί μαζί με τις ποινικές δικογραφίες εμπρόθεσμα και αρμοδίως προς την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, εκ του αρμοδίου Τμήματος Βουλευμάτων του Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, άνευ οιασδήποτε χρονικής καθυστέρησης, πλην όμως οι σχετικές δικογραφίες μετά των βουλευμάτων τους που ήταν εμπιστευμένες στις κατηγορούμενες απεκρύβησαν το νωρίτερο κατά την 11.3.2015 και εφεξής και δεν υποβλήθηκαν εγκαίρως προς την Εισαγγελία Εφετών Θράκης, παρά μόνο κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2017, ήτοι μετά την ανεύρεσή τους ως υφιστάμενων σε εκκρεμότητα.
II. Ακολούθως κατόπιν διενεργηθέντος κατά την 4η.10.2017 ελέγχου διακριβώθηκε η απόκρυψη το νωρίτερο κατά την 11.3.2015 και εφεξής ποινικών δικογραφιών, καθώς και υπηρεσιακών εγγράφων στο γραφείο των δύο κατηγορουμένων, η κατοχή - φυσική εξουσίαση των οποίων κατ' ουδένα τρόπο δύναται όπως δικαιολογηθεί και πλέον συγκεκριμένα εκ του ως άνω ελέγχου διαπιστώθηκε η εκ μέρους των προαναφερόμενων υπαλλήλων κατοχή και απόκρυψη εντός των αποθηκευτικών χώρων του γραφείου τους των ακόλουθων εμπιστευμένων και προσιτών σ' αυτές ποινικών δικογραφιών:
1. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Β2013/114 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας παρότι φέρεται ως διαδικαστική πράξη περαίωσης κατά την 11η.9.2014 η έκδοσης διάταξης άρθρου 47 ΚΠΔ (προβουλεύματος) εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, εντούτοις εντός της ποινικής δικογραφίας δεν υφίσταται τοιαύτη. Επί της ανωτέρω ποινικής δικογραφίας απεστάλη η από την 11η.9.2014 διάταξη άρθρου 47 ΚΠΔ διάταξη της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Βέροιας Συμέλας Καρακασίδου και ακολούθως αυτή ετέθη στο τηρούμενο αρχείο του άρθρου 47 ΚΠΔ της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης.
2. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Β2011/455 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε ως διαδικαστική πράξη περαίωσης κατά την 26.10.2012 διάταξη άρθρου 47 ΚΠΔ (προβούλευμα) εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, 3. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Βφ2010/93 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε ως διαδικαστική πράξη περαίωσης κατά την 10.11.2011 το με αριθμό 126/2011 παραπεμπτικό βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης κατόπιν υποβολής προτάσεως υπό του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Μηνά Στρουμπή κατά το διατακτικό του οποίου και παραπέμπονται πέντε αλλοδαποί υπήκοοι ως υπαίτιοι τέλεσης πλημμεληματικής πράξης και δη παράβασης άρθρου 66 §§ 1-2 Νόμου 2121/1993, η οποία φέρεται ως τελεσθείσα κατά την 19.7.2010. Η εν λόγω δικογραφία ουδέποτε προσδιορίσθηκε προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης με συνακόλουθη συνέπεια να έχει ήδη επέλθει παραγραφή της διωκόμενης πράξης.
4. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Αφ2013/40 ανακριτικής δικογραφίας, εντός της οποίας υφίσταται και υποβληθείσα αίτηση άρσεως κατάσχεσης, η οποία και επεστράφη στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης εκ του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης Γεώργιου Καντζίδη κατά την 4.11.2013 μετά σχετικής παραγγελίας προς χωρισμό των πλημμεληματικών πράξεων και επανυποβολή προς χειρισμό των κακουργηματικών πράξεων. Η εν λόγω ποινική δικογραφία ανατέθηκε προς χειρισμό κατά την 5.11.2013 στην Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλα Καρακασίδου, πλην όμως, παρότι αναγράφεται κατά την 7.11.2013 εκ της προαναφερόμενης ως ενέργεια "ο χωρισμός των πλημμελημάτων και η επανυποβολή προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης", εντούτοις ουδεμία σχετική διαδικαστική πράξη υφίσταται εντός της δικογραφίας. Ο δε φερόμενος χρόνος τέλεσης των διωκόμενων πράξεων ανάγεται κατά την 20.7.2013. Επί της ανωτέρω ποινικής δικογραφίας εισήχθησαν κατά την 11.10.2017 δύο προτάσεις προς το Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης αναφορικά με το χωρισμό των πλημμελημάτων και την υποβληθείσα αίτηση άρσης κατάσχεσης. Τα δε εξαχθέντα προς περαιτέρω ενέργειες επικυρωμένα αντίγραφα με Α.Β.Μ.: Αφ2013/40 ανακριτικής δικογραφίας έλαβαν Α.Β.Μ.: Β2013/395.
5. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Α2010/1805 προκαταρκτικής δικογραφίας, η οποία και σχηματίσθηκε προς διερεύνηση της φερόμενης ως τελεσθείσας κατά το έτος 2010 πράξεως της παράβασης καθήκοντος. Η εν λόγω ποινική δικογραφία ανατέθηκε προς χειρισμό κατά την 16.2.2012 στην Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Συμέλα Καρακασίδου και παρότι εμφαίνεται στο τηρούμενο ηλεκτρονικό αρχείο παρακολούθησης της πορείας των δικογραφιών της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης ως "σχετισθείσα στη με Α.Β.Μ.: Β2010/23 ποινική δικογραφία, εντούτοις αφενός ουδεμία σχετική πράξη συσχέτισης υφίσταται επ' αυτής αφετέρου δε ουδέποτε συσχετίσθηκε τονική δικογραφία. Επί της ανωτέρω ποινικής δικογραφίας εκδόθηκε κατά την 30.10.2017 διάταξη άρθρου 47 ΚΠΔ, καθόσον η διερευνώμενη πράξη είχε ήδη υποπέσει σε παραγραφή.
6. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Γ2007Εγχ/334 προκαταρκτικής δικογραφίας επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 12.7.2009 πράξη αναβολής κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Αναστασίας Καλαϊτζή, η οποία και έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης δυνάμει της με αριθμό 49/30.12.2009 σχετικής διάταξης. Ακολούθως δε και ενόψει του ότι οι διερευνώμενες πλημμεληματικές πράξεις της ανωτέρω προκαταρκτικής δικογραφίας φέρονται ως τελεσθείσες κατά την 8.1.2007 και την 8.3.2007 και εν προκειμένω ουδέποτε έλαβε χώρα ανάσυρση της δικογραφίας εκ του αρχείου του όρθρου 59 ΚΠΔ, προκύπτει το γεγονός της ήδη επελθούσας παραγραφής των πράξεων, δοθέντος ότι η αντίθετη ποινική δικογραφία εκ της οποίας και υφίστατο δικονομική και ουσιαστική εξάρτηση του αντικειμένου της εν λόγω ποινικής δικογραφίας περαιώθηκε αμετάκλητα κατά την 28.1.2010. Η εν λόγω ποινική δικογραφία περαιώθηκε δικονομικό κατά την 16.10.2017 δια διάταξης άρθρου 47 ΚΠΔ, καθόσον ήδη οι διερευνώμενες πράξεις υπέπεσαν στην εκ του νόμου προβλεπόμενη παραγραφή.
7. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Β2006/141 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 28.4.2006 πράξη αναβολής κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ εκ μέρους της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Άννας Νικητοπούλου, η οποία και έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης δυνάμει της με αριθμό 22/9.5.2006 σχετικής διάταξης. Ακολούθως δε και ενόψει του γεγονότος ότι οι διερευνώμενες πλημμεληματικές πράξεις της ανωτέρω προκαταρκτικής δικογραφίας φέρονται ως τελεσθείσες κατά την 22.9.2005 και εν προκειμένω ουδέποτε έλαβε χώρα ανάσυρση της δικογραφίας εκ του αρχείου του άρθρου 59 ΚΠΔ, προκύπτει το γεγονός της ήδη επελθούσας παραγραφής των πράξεων, δοθέντος ότι η αντίθετη ποινική δικογραφία εκ της οποίας και υφίστατο δικονομική και ουσιαστική εξάρτηση του αντικειμένου της εν λόγω ποινικής δικογραφίας περαιώθηκε αμετάκλητα κατά την 22.9.2010. Η εν λόγω ποινική δικογραφία περαιώθηκε δικονομικά κατά την 16.10.2017 δια διάταξης άρθρου 47 ΚΠΔ, καθόσον ήδη οι διερευνώμενες πράξεις υπέπεσαν στην εκ του νόμου προβλεπόμενη παραγραφή.
8. Της
προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Α2008/3199 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 4.12.2009 πράξη αναβολής, κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ, εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Αναστασίας Καλαϊτζή, η οποία και έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης, δυνάμει της με αριθμό 67/23.3.2010 σχετικής διάταξης. Ακολούθως δε και ενόψει του γεγονότος ότι οι διερευνώμενες πλημμεληματικές πράξεις της ανωτέρω προκαταρκτικής δικογραφίας φέρονται ως τελεσθείσες κατά την 31.10.2006 και την 28.2.2007 και εν προκειμένω ουδέποτε έλαβε χώρα ανάσυρση της δικογραφίας εκ του αρχείου του άρθρου 59 ΚΠΔ, προκύπτει το γεγονός της ήδη επελθούσας παραγραφής των πράξεων, δοθέντος ότι η αντίθετη ποινική δικογραφία εκ της οποίας και υφίστατο δικονομική και ουσιαστική εξάρτηση του αντικειμένου της εν λόγω ποινικής δικογραφίας περαιώθηκε αμετάκλητα κατά την 7.12.2010. Η εν λόγω ποινική δικογραφία περαιώθηκε δικονομικά κατά την 16-10-2017 δια διάταξης άρθρου 47 ΚΠΔ, καθόσον ήδη οι διερευνώμενες πράξεις υπέπεσαν στην εκ του νόμου προβλεπόμενη παραγραφή.
9. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Α2008/2866 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 15-2-2010 πράξη αναβολής κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Αναστασίας Καλαϊτζή, η οποία και έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης δυνάμει της με αριθμό 22/23.3.2010 σχετικής διάταξης. Ακολούθως δε και ενόψει του γεγονότος ότι οι διερευνώμενες πλημμεληματικές πράξεις της ανωτέρω προκαταρκτικής δικογραφίας φέρονται ως τελεσθείσες κατά την 16.4.2007 και εν προκειμένω ουδέποτε έλαβε χώρα ανάσυρση της δικογραφίας εκ του αρχείου του άρθρου 59 ΚΠΔ, προκύπτει το γεγονός της ήδη επελθούσας παραγραφής των πράξεων, δοθέντος ότι η αντίθετη ποινική δικογραφία εκ της οποίας και υφίστατο δικονομική και ουσιαστική εξάρτηση του αντικειμένου της εν λόγω ποινικής δικογραφίας περαιώθηκε αμετάκλητα κατά την 19.10.2010. Η εν λόγω ποινική δικογραφία περαιώθηκε δικονομικά κατά την 16.10.2017 δια διάταξης άρθρου 47 ΚΠΔ, καθόσον ήδη οι διερευνώμενες πράξεις υπέπεσαν στην εκ του νόμου προβλεπόμενη παραγραφή.
10. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2007/395 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 29.11.2007 πράξη αναβολής κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Αναστασίας Καλαϊτζή, η οποία και έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης, δυνάμει της με αριθμό 41/4.12.2007 σχετικής διάταξης. Ακολούθως δε και ενόψει του γεγονότος ότι οι διερευνώμενες πλημμεληματικές πράξεις της ανωτέρω προκαταρκτικής δικογραφίας φέρονται ως τελεσθείσες κατά την 24.11.2006 και εν προκειμένω ουδέποτε έλαβε χώρα ανάσυρση της δικογραφίας εκ του αρχείου του άρθρου 59 ΚΠΔ, προκύπτει το γεγονός της ήδη επελθούσας παραγραφής των πράξεων, δοθέντος ότι η αντίθετη ποινική δικογραφία εκ της οποίας και υφίστατο δικονομική και ουσιαστική εξάρτηση του αντικειμένου της εν λόγω ποινικής δικογραφίας περαιώθηκε αμετάκλητα κατά την 25.10.2011. Η εν λόγω ποινική δικογραφία περαιώθηκε δικονομικά κατά την 16.10.2017 δια διάταξης όρθρου 47 ΚΠΔ, καθόσον ήδη οι διερευνώμενες πράξεις υπέπεσαν στην εκ του νόμου προβλεπόμενη παραγραφή.
11. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2007/327 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 12.11.2007 πράξη αναβολής, κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ, εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτόδικων Αλεξανδρούπολης Αναστασίας Καλαϊτζή, η οποία και έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης, δυνάμει της με αριθμό 40/4.12.2007 σχετικής διάταξης. Οι διερευνώμενες πλημμεληματικές πράξεις της ανωτέρω προκαταρκτικής δικογραφίας φέρονται ως τελεσθείσες κατά την 20.8.2005, πλην όμως εν προκειμένω ουδέποτε έλαβε χώρα ανάσυρση της δικογραφίας εκ του αρχείου του άρθρου 59 ΚΠΔ. Η δε η αντίθετη ποινική δικογραφία, εκ της οποίας και υφίστατο δικονομική και ουσιαστική εξάρτηση του αντικειμένου της εν λόγω ποινικής δικογραφίας, περαιώθηκε αμετάκλητα κατά την 21.1.2014. Η εν λόγω ποινική δικογραφία περαιώθηκε δικονομικά κατά την 16.10.2017 δια διάταξης άρθρου 47 ΚΠΔ, καθόσον ήδη οι διερευνώμενες πράξεις υπέπεσαν στην εκ του νόμου προβλεπόμενη παραγραφή.
12. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Α2012/2286 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας παρότι φέρεται ως εκδοθείσα κατά την 25.2.2013 αναφορά, κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ, και υποβολή προς τον κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, εντούτοις η εν λόγω δικογραφία ουδέποτε υπεβλήθη προς τον κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης. Ακολούθως η εν λόγω ποινική δικογραφία υπεβλήθη προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης κατά την 11.10. 2017 και εγκρίθηκε η αρχειοθέτησή της κατά την 16.10.2017.
13. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Βφ2012/299 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας υφίσταται υποβλητική αναφορά κατ' άρθρο 308Α § 1 ΚΠΔ εκ μέρους της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Άννας Νικητοπούλου καθώς επίσης και σχετική παραγγελία εξαγωγής επικυρωμένων φωτοαντιγράφων εις διπλούν προς περαιτέρω ενέργειες, πλην όμως η εν λόγω ποινική δικογραφία ουδέποτε υπεβλήθη προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης.
14. Οι προσιτές σ' αυτές με αριθμούς πρωτοκόλλου 134/16ης.1.2009 και 2/19ης.1.2009 δύο παραγγελίες των κ.κ. Εισαγγελέων του Αρείου Πάγου και Εφετών Θράκης, αντίστοιχα, αναφορικά με υποβληθείσα αναφορά εκ μέρους του Α. Μ. του Κ., για τις οποίες και ουδεμία ενέργεια επεξεργασίας προκύπτει. Ακολούθως, αυτές ετέθησαν κατά την 1η.11.2017 δια σχετικής πράξεως στο αρχείο της Γραμματείας Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, καθόσον κατέστησαν άνευ αντικειμένου και αναγκαιότητας επεξεργασίας δοθέντος ότι τα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο σχηματισμού έτερων ποινικών δικογραφιών (Α.Β.Μ.: Α2006/1267, στην οποία και συσχετίσθηκαν οι με Α.Β.Μ.: Γ2006/752, Α2006/1268, Α2006/1269, Α2008/3864, Α2007/4045 και Α2008/307 ποινικές δικογραφίες). 15. Επικυρωμένα φωτοαντίγραφα, εξαχθέντα εκ της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2013/2679 προκαταρκτικής δικογραφίας, μετά επισημείωσης περί "διαβίβασης" εκ μέρους της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Άννας Νικητοπούλου προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης προς συσχέτιση, τα οποία και ουδέποτε υποβλήθηκαν σχετικώς. Εκ της ανωτέρω ποινικής δικογραφίας εξήχθησαν φωτοαντίγραφα και σχηματίσθηκαν ποινικές δικογραφίες οι οποίες και έλαβαν Α.Β.Μ.: Α2013/2482 και Α2013/2481 και ακολούθως αντίγραφά της συσχετίσθηκαν στη με Α.Β.Μ.: Βφ2012/299 ποινική δικογραφία. Επί της δε με Α.Β.Μ.: Α2013/2679 ποινικής δικογραφίας εκδόθηκε η με αριθμό 491/23ης.4.2015 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης αναφορικά με την πράξη της παράβασης του άρθρου 225 §§ 2α-1 ΠΚ.
16. Επικυρωμένα φωτοαντίγραφα, εξαχθέντα εκ της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Βφ2014/211 ανακριτικής δικογραφίας, μετά επισημείωσης περί αναγκαιότητα περαιτέρω ενεργειών αναφορικά με άγνωστους δράστες εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, επί των οποίων ουδεμία σχετική πράξη υφίσταται.
17. Της από την 21.3.2013 αίτησης αλλαγής μεσεγγυούχου, η οποία και αφορά την εμπιστευμένη σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Βφ12/299 ποινική ανακριτική δικογραφία, επί της οποίας δεν προκύπτει ενέργεια συσχέτισης στην οικεία δικογραφία καθώς και πράξη περαίωσης - εισαγωγής της στο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης.
18. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2012/92 μήνυσης επί της οποίας και αναγράφεται κατά την 31.12.2012 σχετική παραγγελία διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης εκ μέρους του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Δημητρίου Χατζηδημητρίου (άνευ σχετικού φακέλου προκαταρκτικής δικογραφίας) και η οποία φέρεται εκ του τηρούμενου ηλεκτρονικού αρχείου καταχώρισης της πορείας των μηνύσεων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης ως συσχετισθείσα στη με Α.Β.Μ.: Α2012/903 δικογραφία, εκ μέρους του ανωτέρω Εισαγγελικού Λειτουργού, πλην όμως ουδεμία σχετική πράξη υφίσταται επ' αυτής και περαιτέρω δεν προκύπτει πραγματική συσχέτισή της. Επί της ανωτέρω ποινικής δικογραφίας, η οποία και κατ' αντικείμενο αφορούσε τη διερεύνηση της προβλεπόμενης υπό του άρθρου 28 § 2 Νόμου 1650/1986 πράξης με φερόμενο χρόνο τέλεσης την 3.12.2012 εκδόθηκε κατά την 31.10.2017 αναφορά άρθρου 43 ΚΠΔ προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης η οποία και εγκρίθηκε κατά την 28.11.2017.
19. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Β2014/507 υποβληθείσας εκ του Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης Σουφλίου μήνυσης αναφορικά με προβλεπόμενη υπό του άρθρου 30 Νόμου 4251/2014 πράξης φερόμενης ως τελεσθείσας κατά την 27.10.2014, επί της οποίας φέρεται εκ του τηρούμενου ηλεκτρονικού αρχείου καταχώρισης της πορείας των μηνύσεων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, η εξαγωγή επικυρωμένων φωτοαντιγράφων προς συσχέτιση στη με Α.Β.Μ.: Β2015/198 δικογραφία, εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Συμέλας Καρακασίδου (άνευ σχετικής πράξεως) επί του σώματος της μήνυσης και καμία περαιτέρω ενέργεια επεξεργασίας - χειρισμού. Ακολούθως, σχηματίσθηκε ποινική δικογραφία και παραγγέλθηκε κατά την 31.10.2017, δια σχετικής πράξης, η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης προς την Ασφάλεια Αθηνών. 20. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2008/3215 διαβιβασθείσας λόγω κατά τόπο αρμοδιότητας, εκ του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ροδόπης μήνυσης, επί της οποίας υφίσταται η από την 15.11.2009 πράξη συσχέτισης στη με Α.Β.Μ.: Α2006/1285 ποινική δικογραφία εκ μέρους του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ιωάννη Σφέτκου, πλην όμως εκ του τηρούμενου ηλεκτρονικού αρχείου καταχώρισης της πορείας των μηνύσεων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, εμφαίνεται η μη πραγματική συσχέτισή της. Ακολούθως, η εν λόγω μήνυση η οποία και κατ' αντικείμενο αφορούσε την πράξη της παράβασης του όρθρου 46 § 1α ΠΚ και 88 § 1° Νόμου 3386/2005 με φερόμενο χρόνο τέλεσης την 22.7.2006, υπεβλήθη κατά την 31.10.2017 δια αναφοράς άρθρου 43 ΚΠΔ προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, η οποία και εγκρίθηκε κατά την 29.11.2017, καθόσον η ως άνω διερευνώμενη πράξη είχε ήδη υποπέσει σε παραγραφή. III. Περαιτέρω, κατά την 4η.10.2017 και περί ώρα 15:30 κατόπιν εκ νέου διενεργηθέντος ελέγχου διακριβώθηκε η το νωρίτερο κατά την 11.3.2015 και εφεξής απόκρυψη ποινικών δικογραφιών, καθώς και υπηρεσιακών εγγράφων στο γραφείο των δύο κατηγορούμενων, η κατοχή - φυσική εξουσίαση των οποίων κατ' ουδένα τρόπο δύναται όπως δικαιολογηθεί και πλέον συγκεκριμένα εκ του ως άνω ελέγχου διαπιστώθηκε η εκ μέρους των προαναφερόμενων υπαλλήλων κατοχή και απόκρυψη εντός των αποθηκευτικών χώρων του γραφείου, τους καθώς και όπισθεν θερμαντικού σώματος, των ακόλουθων ποινικών δικογραφιών:
1. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Α2014/840 προκαταρκτικής δικογραφίας, η οποία αρχικώς έλαβε Α.Β.Μ.:Β2012/536 και διαβιβάσθηκε εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Συμέλας Καρακασίδου προς τον Εισαγγελέα Στρατοδικείου Ξάνθης κατά την 28.2.2013 και εν συνεχεία επαναδιαβιβάσθηκε εκ του τελευταίου προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης έλαβε νέο Α.Β.Μ.: Α2014/840 ανατέθηκε προς χειρισμό και επεξεργασία στην Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Συμέλα Καρακασίδου, πλην όμως δεν προκύπτει οιαδήποτε έτερη δικονομική ενέργεια, Η δε ως άνω δικογραφία, κατόπιν άσκησης ποινικής δίωξης, αναφορικά με την πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών με τη μορφή της διάθεσης κατ' εξακολούθηση και της διενέργεια κύριας ανάκρισης, υπεβλήθη δια αναφοράς προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης μόλις κατά την 20.12.2017 κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 308 Α § 1 Κ.Π.Δ.
2. Του εμπιστευμένου σ' αυτές ενημερωτικού σημειώματος - υπηρεσιακής αναφοράς του Τελωνείου Αλεξανδρούπολης σχετιζόμενο με τη με αριθμό πρωτοκόλλου ΕΜΠ161/26.6.2014 υποβληθείσα εκ του Σ.Δ.Ο.Ε. Περιφερειακής Διεύθυνσης Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης δικογραφία, το οποίο και ουδέποτε συσχετίσθηκε εις αυτήν. Το ανωτέρω έγγραφο υποβλήθηκε κατά την 11.1.2018 προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης προς ενδεχόμενη συσχέτισή του στη με Α.Β.Μ.: Αφ2014/36 ποινική ανακριτική δικογραφία.
3. Επικυρωμένα φωτοαντίγραφα εξαχθέντα εκ της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Βφ2012/257 ανακριτικής δικογραφίας, κατόπιν σχετικής επισημείωσης εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, περί αναγκαιότητας περαιτέρω ενεργειών πιθανότατα αναφορικό με άγνωστους δράστες επί των οποίων ουδεμία σχετική πράξη υφίσταται και δεν έτυχαν της δέουσας δικονομικής μεταχείρισης. Ακολούθως μετά την ανέρευσή τους τα εν λόγω αντίγραφα αφού έλαβαν Α.Β.Μ.: Α2017/1730 ετέθησαν με πράξη στο αρχείο αγνώστων δραστών κατά την 11η.10.2017. 4. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Α2013/714 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας παρότι φέρεται ως εκδοθείσα κατά την 8.11.2013 αναφορά κατ' όρθρο 43 ΚΠΔ και υποβολή προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, εντούτοις η εν λόγω δικογραφία ουδέποτε υπεβλήθη προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης. Η ως άνω δικογραφία υπεβλήθη προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης κατά την 11.10.2017 και έτυχε της σύμφωνης γνώμης του κατά την 16.10.2017.
5. Του προσιτού σ' αυτές με αριθμό πρωτοκόλλου 196/11.4.2012 εγγράφου του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ροδόπης μετά συνημμένων εις αυτό εγγράφων, καθώς και ενός πολυμορφικού δίσκου, επί του οποίου παρότι υφίσταται η κατά την 19.4.2012 σχετική επισημείωση, εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, περί "συσχέτισης", εντούτοις ουδόλως προκύπτει πραγματική συσχέτιση των εν λόγω εγγράφων εις την ποινική δικογραφία που φέρεται ότι αφορούν. Η δε ως άνω πράξη συσχέτισης (στη με Α.Β.Μ.: Α2012/577 ποινική δικογραφία) έλαβε χώρα κατά την 11.10.2017 δια της υποβολής προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης.
6. Επικυρωμένων φωτοαντιγράφων εξαχθέντων εκ της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2012/577 - Α2012/754 προκαταρκτικής δικογραφίας άνευ οιασδήποτε σχετικής επισημείωσης - πράξεως Εισαγγελέως, τα οποία δεν έτυχαν της δέουσας δικονομικής μεταχείρισης. Τα ανωτέρω φωτοαντίγραφα, μετά που ανερεύθησαν, ετέθησαν κατά την 11η.1.2018 δια σχετικής πράξης στο αρχείο Γραμματείας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης καθόσον δεν υφίστατο αντικείμενο και επεξεργασίας τους δοθέντος ότι τα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο σχηματισμού περαιωθείσας ποινικής δικογραφίας.
7. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Β2011/670 υποβληθείσας εκ Δημόσιου Κατηγόρου Δασικών Πταισμάτων Αλεξανδρούπολης μήνυσης, επί της οποίας προκύπτει η κατά την 30η.1.2012 άσκηση ποινικής δίωξης αναφορικά με την πράξη της παράνομης υλοτομίας εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, πλην όμως ως διακριβώθηκε δεν υφίστατο εντός αυτής σχέδιο κατηγορητηρίου και συνακόλουθη παραπομπή στο Μονομελές Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. Φερόμενος δε χρόνος της ανωτέρω πράξης τυγχάνει η 14η.12.2011, με συνακόλουθη συνέπεια και να έχει ήδη αυτή υποπέσει σε παραγραφή. 8. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Β2013/215 - Β2013/216 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 16Μ-2014 πράξη αναβολής κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, η οποία ουδέποτε έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης, δοθέντος ότι δεν προκύπτει σχετική υποβολή της. Επί της δε ανωτέρω προκαταρκτικής δικογραφίας υφίσταται και σχετική παραγγελία της ανωτέρω Αντεισαγγελέως προς εξαγωγή επικυρωμένων φωτοαντιγράφων προς περαιτέρω ενέργειες αναφορικά με την πράξη της πλαστογραφίας χωρίς να προκύπτει η πραγματική εξαγωγή και ο σχηματισμός έτερης δικογραφίας ως προς την προαναφερόμενη πράξη. Η δε αντίθετη ποινική δικογραφία εκ της οποίας και υφίστατο δικονομική και ουσιαστική εξάρτηση του αντικειμένου της εν λόγω ποινικής δικογραφίας περαιώθηκε αμετάκλητα κατά την 2η.5.2017. Ακολούθως επί της ανωτέρω δικογραφίας ασκήθηκε ποινική δίωξη αναφορικά με την παράβαση των άρθρων 229 §1, 363 και 224 §§ 2-1 ΠΚ και έλαβε χώρα παραπομπή στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης.
9. Επικυρωμένων φωτοαντιγράφων της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2013/806 προκαταρκτικής δικογραφίας, χωρίς να προκύπτει οιαδήποτε δικονομική ενέργεια επ' αυτών και χωρίς να τύχουν της δέουσας δικονομικής μεταχείρισης. Τα ανωτέρω φωτοαντίγραφα, μετά που ανερεύθησαν, ετέθησαν κατά την 11η-1-2018 δια σχετικής πράξης στο αρχείο Γραμματείας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης καθόσον δεν υφίστατο πλέον αντικείμενο και αναγκαιότητα επεξεργασίας τους δοθέντος ότι τα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο σχηματισμού περαιωθείσας ποινικής δικογραφίας.
10. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2010/3808 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 20.6.2011 πράξη αναβολής κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ εκ μέρους του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Αναστασίου Κεσίση, η οποία και έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης δυνάμει της με αριθμό 50/18.10.2011 σχετικής διάταξης αναφορικά με διερευνώμενες πλημμεληματικές πράξεις, οι οποίες και φέρονται ως τελεσθείσες κατά την 8.11.2010. Ακολούθως, η ως άνω δικογραφία περαιώθηκε δια της εκδόσεως κατά την 16.10.2017 διάταξης άρθρου 47 ΚΠΔ.
11. Επικυρωμένων φωτοαντιγράφων, εκ της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2014/817 προκαταρκτικής δικογραφίας η οποία και ανατέθηκε προς χειρισμό στην Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Συμέλα Καρακασίδου, χωρίς να προκύπτει οιαδήποτε δικονομική ενέργεια επ' αυτών και χωρίς να τύχουν της δέουσας δικονομικής μεταχείρισης. Τα ανωτέρω φωτοαντίγραφα, μετά που ανερεύθησαν, ετέθησαν κατά την 11η.1.2018 δια σχετικής πράξης στο αρχείο Γραμματείας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, καθόσον πλέον δεν υφίστατο αντικείμενο και αναγκαιότητα επεξεργασίας τους δοθέντος ότι τα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο σχηματισμού περαιωθείσας ποινικής δικογραφίας.
12. Επικυρωμένων φωτοαντιγράφων, εκ της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2010/1313 προκαταρκτικής δικογραφίας, τα οποία και έλαβαν Α.Β.Μ.: Α2011/435 και επί της οποίας εκδόθηκε η από την 28η.2.2011 διάταξη άρθρου 47 ΚΠΔ (προβούλευμα) της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Άννας Νικητοπούλου, χωρίς να προκύπτει οιαδήποτε ενέργεια αναφορικά με την επιβαλλόμενη κατά το έτος 2011 εκ του νόμου .επίδοση του ως άνω προβουλεύματος προς την εγκαλούσα.
13. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Βφ2012/276 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε το με αριθμό 30/2014 παραπεμπτικό βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, κατόπιν εισαγωγής προτάσεως της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Άννας Νικητοπούλου, δυνάμει του οποίου και αποφασίσθηκε η παραπομπή των κατηγορούμενων στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης για πράξεις φερόμενες ως τελεσθείσες κατά την 8η και την 9η Νοεμβρίου του έτους 2012. Η εν λόγω δικογραφία ουδέποτε προσδιορίσθηκε προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης με συνακόλουθη συνέπεια και να επαπειλείται παραγραφή των διωκόμενων πράξεων. Η εν λόγω δικογραφία προσδιορίσθηκε δια πράξεως κατά την 11η.10.2017 προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης.
14. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Γφ2012/40 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε το με αριθμό 112/2013 παραπεμπτικό βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης κατόπιν εισαγωγής προτάσεως της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Συμέλας Καρακασίδου, δυνάμει του οποίου και αποφασίσθηκε η παραπομπή των κατηγορούμενων στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης για πράξεις φερόμενες ως τελεσθείσες κατά την 13η Νοεμβρίου του έτους 2012. Η εν λόγω δικογραφία ουδέποτε προσδιορίσθηκε προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης με συνακόλουθη συνέπεια να επαπειλείται παραγραφή των διωκόμενων πράξεων. Η εν λόγω δικογραφία προσδιορίσθηκε δια πράξεως κατά την 11η.10.2017 προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης.
15. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2006/17 - Γ2006/403 προανακριτικής δικογραφίας (αναφορικά με τη φερόμενη ως τελεσθείσα κατά την 27η/28η.10.2005 πράξη της κλοπής), επί της οποίας υφίσταται σχετική παραγγελία λήψης απολογίας κατηγορούμενου κατά την 30η.6.2006 εκ μέρους του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Μηνά Στρουμπή και ουδεμία έτερη δικονομική ενέργεια παραπομπής ή εισαγωγής της υπόθεσης προς το Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, με συνακόλουθη συνέπεια και να έχει ήδη επέλθει παραγραφή της διωκόμενης πλημμεληματικής πράξεως. Ακολούθως η εν λόγω δικογραφία διαβιβάσθηκε προς τον ανωτέρω Εισαγγελικό Λειτουργό προς επεξεργασία ο οποίος και κατόπιν ορθότερου νομικού χαρακτηρισμού άσκησε ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 374 περ. δ' ΠΚ με συνακόλουθη συνέπεια και να παραγγελθεί διενέργεια κύριας ανάκρισης.
16. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2005/161 προανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας κινήθηκε ποινική δίωξη αναφορικά με τις φερόμενες ως τελεσθείσες κατά την 3Μ-2005 πράξεις της απειλής και της παράνομης βίας σε βάρος Γ. Χ., ο οποίος και έφερε την ιδιότητα του Δημάρχου Σαμοθράκης. Ακολούθως επί της ανωτέρω ποινικής υπόθεσης εκδόθηκε η με αριθμό 104/16ης.1.2007 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης κατά το διατακτικό του οποίου και κηρύχθηκε η καθ' ύλη αναρμοδιότητα κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 145 Νόμου 3463/2006 και ακολούθως αποφασίσθηκε η διαβίβαση της δικογραφίας προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης προκειμένου και να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο καθ' ύλην αρμόδιο προς εκδίκαση Τριμελές Εφετείο Θράκης. Παρότι δε υφίσταται άνευ ημεροχρονολογίας (η οποία και δια την ακρίβεια του λόγου έχει επικαλυφθεί δια ταινίας απόσβεσης) σχετική πράξη - επισημείωση "διαβίβασης" προς την Εισαγγελία Εφετών Θράκης εκ μέρους του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Μηνά Στρουμπή, εντούτοις η εν λόγω ποινική δικογραφία ουδέποτε υποβλήθηκε αρμοδίως με συνακόλουθη συνέπεια και ήδη να έχει υποπέσει σε παραγραφή. Η δε ως άνω ποινική δικογραφία υπεβλήθη κατά την 11η.10.2017 δια σχετικής αναφοράς προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης.
17. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2005/339 προανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας κινήθηκε ποινική δίωξη αναφορικά με τη φερόμενη ως τελεσθείσα κατά την 10η.2.2005 πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας σε βάρος Γ. Χ., ο οποίος και έφερε την ιδιότητα του Δημάρχου Σαμοθράκης. Ακολούθως επί της ανωτέρω ποινικής υπόθεσης εκδόθηκε η με αριθμό 44/8ης.4.2008 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης κατά το διατακτικό του οποίου και κηρύχθηκε η καθ' ύλην αναρμοδιότητα κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 145 Νόμου 3463/2006 και ακολούθως αποφασίσθηκε η διαβίβαση της δικογραφίας προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης προκειμένου και να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο καθ' ύλην αρμόδιο προς εκδίκαση Τριμελές Εφετείο Θράκης. Παρότι δε η εν λόγω δικογραφία υποβλήθηκε κατά την 10η.6.2008 εκ της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, εντούτοις η εν λόγω εμπιστευμένη σ' αυτές ποινική δικογραφία ουδέποτε υποβλήθηκε αρμοδίως με συνακόλουθη συνέπεια και ήδη να έχει υποπέσει σε παραγραφή. Η δε ως άνω ποινική δικογραφία υπεβλήθη κατά την 11η.10.2017 δια σχετικής αναφοράς προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης.
18. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Α2005Εγχ/367 προανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας κινήθηκε ποινική δίωξη αναφορικό με τις φερόμενες ως τελεσθείσες κατά την 8η.3.2005 πράξεις της παράβασης καθήκοντος και της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος σε βάρος μεταξύ λοιπών κατηγορούμενων και του Γ. Α., ο οποίος και έφερε την ιδιότητα του Δημάρχου Αλεξανδρούπολης. Ακολούθως επί της ανωτέρω ποινικής υπόθεσης εκδόθηκε η με αριθμό 787/26ης.6.2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης κατά το διατακτικό του οποίου και κηρύχθηκε η καθ' ύλην αναρμοδιότητα κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 145 Νόμου 3463/2006 και αποφασίσθηκε η παραπομπή των τριών κατηγορούμενων στο καθ' ύλην αρμόδιο προς εκδίκαση δικαστήριο του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Παρότι δε υφίσταται η από την 10η.11.2008 σχετική πράξη - επισημείωση "διαβίβασης" προς την Εισαγγελία Εφετών Θράκης εκ μέρους του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Μηνά Στρουμπή, εντούτοις η εν λόγω εμπιστευμένη σ' αυτές ποινική δικογραφία ουδέποτε υποβλήθηκε αρμοδίως με συνακόλουθη συνέπεια και ήδη να έχει υποπέσει σε παραγραφή. Η δε ως άνω ποινική δικογραφία υπεβλήθη κατά την 11η.10.2017 δια σχετικής αναφοράς προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης.
19.
Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2008/1345 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 26η.10.2009 πράξη αναβολής κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ εκ μέρους του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Ιωάννη Σφέτκου, η οποία και έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης δυνάμει της με αριθμό 59/25η.11.2009 σχετικής διάταξης. Ακολούθως δε και ενόψει του γεγονότος ότι οι διερευνώμενες πλημμεληματικές πράξεις της ανωτέρω προκαταρκτικής δικογραφίας φέρονται ως τελεσθείσες κατά την 28η.1.2008 και την 2η.3.2008 και εν προκειμένω ουδέποτε έλαβε χώρα ανάσυρση της δικογραφίας εκ του αρχείου του άρθρου 59 ΚΠΔ, προκύπτει το γεγονός της ήδη επελθούσας παραγραφής των πράξεων δοθέντος ότι η αντίθετη ποινική δικογραφία εκ της οποίας και υφίστατο δικονομική και ουσιαστική εξάρτηση του αντικειμένου της εν λόγω ποινικής δικογραφίας περαιώθηκε αμετάκλητα κατά το έτος 2010. Επί της δε ως άνω δικογραφίας εκδόθηκε κατά την 16η.10.2017 διάταξη άρθρου 47 ΚΠΔ.
20. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Βφ2009/122 προανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας κινήθηκε ποινική δίωξη αναφορικά με τις φερόμενες ως τελεσθείσες κατά την 7η.10.2009 πράξεις της οδήγησης υπό την επίδραση ναρκωτικών ουσιών, της κατοχής ναρκωτικών ουσιών προς ίδια αποκλειστικά χρήση και της χρήσης ναρκωτικών ουσιών κατ' εξακολούθηση. Ακολούθως επί της ανωτέρω ποινικής υπόθεσης εκδόθηκε η με αριθμό 2480/6ης.9.2011 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, κατά το διατακτικό του οποίου και κηρύχθηκε η καθ' ύλην αναρμοδιότητά του και ακολούθως αποφασίσθηκε η διαβίβαση - παραπομπή προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης προς εισαγωγή της υπόθεσης στο καθ' ύλη αρμόδιο προς εκδίκαση Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης. Ακολούθως κατά την 16η.7.2010 συντάχθηκε σχετικό σχέδιο κατηγορητηρίου και έλαβε χώρα παραπομπή προς το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αναστασίας Καλαϊτζή, πλην όμως η εν λόγω δικογραφία δια της από 28η.1.2011 πράξεως του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Μηνά Στρουμπή αποσύρθηκε προ πάσης επίδοσης κλητήριου θεσπίσματος (κατ' άρθρα 112, 114 ΚΠΔ και 33 § 1 Νόμου 3904/2010) και παραπέμφθηκε εκ νέου ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, στο οποίο ουδέποτε εισήχθη προς εκδίκαση με συνακόλουθη συνέπεια και ήδη να έχουν υποπέσει σε παραγραφή οι τρεις διωκόμενες πράξεις Η εν λόγω δικογραφία προσδιορίσθηκε δια πράξεως προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. 21. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2010/2238 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 3η.2.2011 πράξη αναβολής, κατ' όρθρο 59 ΚΠΔ, εκ μέρους του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Αναστασίου Κεσίση, η οποία και έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης δυνάμει της με αριθμό 7/8ης.3.2011 σχετικής διάταξης. Επί της δε ανωτέρω ποινικής δικογραφίας εκδόθηκε κατά την 16η.10.2017 διάταξη άρθρου 47 ΚΠΔ.
22. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Α2014/1203 προανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας και ασκήθηκε ποινική δίωξη αναφορικά με την πράξη του εμπρησμού από αμέλεια με φερόμενο χρόνο τέλεσης την 1η.5.2014. Η εν λόγω δικογραφία φέρει επισημείωση με ημερομηνία 27η.10.2014 περί εισαγωγής δια κατά νόμο πρότασης στο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης εκ μέρους της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Άννας Νικητοπούλου, εντός δε αυτής υφίσταται τοιαύτη, πλην όμως ουδέποτε εισήχθη ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, με συνακόλουθο αποτέλεσμα και να μην έχει εισέτι εκδοθεί σχετικό βούλευμα επί της συγκεκριμένης ποινικής υπόθεσης. Η εν λόγω δικογραφία εισήχθη ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης κατά την 11η.10.2017 και ακολούθως εξεδόθη το με αριθμό 200/2017 βούλευμα κατά το διατακτικό του οποίου αποφασίσθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του κατηγορούμενου.
23. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2008/138 μήνυσης, η οποία και διαβιβάσθηκε κατά την 12η.1.2008 προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης εκ της Εισαγγελίας Στρατοδικείου Ξάνθης, η οποία και κατά περιεχόμενο αφορά διερεύνηση τέλεσης πλημμεληματικών πράξεων (άρθρα 308 § 1α, 333 και 361 § 1 ΠΚ) με φερόμενο χρόνο τέλεσης την 8η.6.2006. Επί της ανωτέρω μήνυσης δεν προκύπτει οιαδήποτε ενέργεια επεξεργασίας - χειρισμού, με συνακόλουθο αποτέλεσμα και να έχουν ήδη αυτές υποπέσει σε παραγραφή. Επί της ανωτέρω δικογραφίας εκδόθηκε κατά την 31η.10.2017 διάταξη άρθρου 47 ΚΠΔ. 24. Της εμπιστευμένης σ' αυτές από την 29η.10.2014 και άνευ Α.Β.Μ. εγχειριζόμενης έγκλησης της Μ. Π. του Ν. σε βάρος του Γ. Μ. του Δ. αναφορικά με τις πράξεις της εξύβρισης, της απειλής και της απόπειρας σωματικής βλάβης, με φερόμενο χρόνο τέλεσης την 3η.8.2014, επί της οποίας ουδεμία διαδικαστική πράξη χειρισμού - επεξεργασίας προκύπτει. Η ως άνω έγκληση έλαβε κατόπιν οικείας παραγγελίας Α.Β.Μ.: Α2017/1983 και εν συνεχεία κατόπιν διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης ετέθη, δια πράξεως στο αρχείο, κατ' άρθρο 8 § 1 Νόμου 4411/2016. 25. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2015/536 υποβληθείσας εκ του Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης Τυχερού Έβρου μήνυσης, επί της οποίας και υφίσταται μεν πράξη άσκησης ποινικής δίωξης και παραπομπής ενώπιον του Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων, εκ μέρους της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Άννας Νικητοπούλου, κατά την 23η.3.2015, αναφορικά με τις φερόμενες ως τελεσθείσες κατά την 9η.1.2012 και την 11η.10.2012 πράξεις της παράβασης των όρθρων 82 §§ 1-2-4 Νόμου 3386/2005 και 225 §§ 2°-1 ΠΚ, αντίστοιχα, πλην όμως επί της εν λόγω ποινικής δικογραφίας ουδέποτε συντάχθηκε σχετικό κλητήριο θέσπισμα και δεν έλαβε χώρα παραπομπή προς εκδίκαση, με συνακόλουθο αποτέλεσμα και οι διωκόμενες ως άνω πράξεις να έχουν ήδη υποπέσει σε παραγραφή.
26. Των προσιτών σ' αυτές από 28η.7.2008 δύο υποβληθεισών αιτήσεων του Σ. Κ., οι οποίες και κατ' αντικείμενο αφορούν, αντιστοίχως, τις με Α.Β.Μ.: Β2007Εγχ/495 και Γ2006Εγχ/426 σχηματισθείσες ποινικές δικογραφίες, οι οποίες (αιτήσεις) ουδέποτε συσχετίσθηκαν στις εν λόγω δικογραφίες που φέρονται ότι αφορούν και συνακόλουθα δεν έτυχαν οιασδήποτε επεξεργασίας και αξιολόγησης, ενώ περαιτέρω επί των σχετικών εκθέσεων εγχείρησης τους δεν υφίσταται υπογραφή Εισαγγελικού λειτουργού.
27. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με αριθμό πρωτοκόλλου υποβλητικής αναφοράς 3008/12/1420-δ'/23ης.12.2009, εκ του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών Αλεξανδρούπολης, η οποία ουδέποτε έλαβε σχετικό Α.Β.Μ. και παρότι αποτελούσε δικογραφία υποβληθείσα δια της αυτόφωρης διαδικασίας (εκ μέρους του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης) και παραπέμφθηκε σε ρητή δικάσιμο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης της 30ης.3.2010, αναφορικά με τις πράξεις της προμήθειας κατοχής και χρήσης ναρκωτικών ουσιών, εντούτοις ουδέποτε εισήχθη προς εκδίκαση με συνακόλουθο αποτέλεσμα και οι διωκόμενες ως άνω πράξεις, με φερόμενο χρόνο τέλεσης την 22η.12.2009, να έχουν ήδη υποπέσει σε παραγραφή. Η εν λόγω δικογραφία απεσύρθη εκ του Ακροατηρίου του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου κατά την 11η.10.2017 και ακολούθως ετέθη δια σχετικής πράξης στο αρχείο, κατ' άρθρο 8 § 1 Νόμου 4411/2016. 28. Της προσιτής σ' αυτές ποινικής δικογραφίας του Εφετείου Θράκης, επί της οποίας και εκδόθηκε η με αριθμό 2235/16ης.11.2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, κατόπιν άσκησης έφεσης εκ μέρους των κατηγορούμενων Σ. Τ. του Β. και J. T. του V. κατά της με αριθμό 1223/1999 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, κατά το διατακτικό της οποίας και απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση του Σ. Τ. του Β., η δε κατηγορούμενη J. T. του V. καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία.
29. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2010/444 υποβληθείσας μήνυσης - έκθεσης αυτοψίας αυθαιρέτου, εκ της Διεύθυνσης Χωροταξίας & Πολεοδομικών Εφαρμογών Έβρου, επί της οποίας ουδεμία πράξη επεξεργασίας - χειρισμού υφίσταται, αναφορικά με τη φερόμενη ως τελεσθείσα κατά την 11η.7.2008 παράβαση του άρθρου 17 8 Νόμου 1337/1983, με συνακόλουθο αποτέλεσμα και η ανωτέρω πράξη να έχει ήδη υποπέσει σε παραγραφή. Επί της ανωτέρω μήνυσης εκδόθηκε κατά την 31η.10.-2017 αναφορά άρθρου 43 ΚΠΔ προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, η οποία και έτυχε σχετικής σύμφωνης γνώμης κατά την 29η.11.2017. 30. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2012/397 υποβληθείσας μήνυσης εκ της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Αλεξανδρούπολης (αναφορικά με παράβαση άρθρου 386 ΠΚ), επί της οποίας υφίσταται σχετική πράξη συσχέτισης εκ μέρους της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Άννας Νικητοπούλου με ημερομηνία 7ης.3.2012, πλην όμως δεν προκύπτει το γεγονός της πραγματικής συσχέτισης της στη με Α.Β.Μ.: Α2012/933 ποινική δικογραφία, η οποία και ετέθη στο αρχείο αγνώστων δραστών.
31. Των προσιτών σ' αυτές εγγράφων, τα οποία και κατ' αντικείμενο αφορούσαν τη με Α.Β.Μ.: Α2014/1877 ποινική δικογραφία, τα οποία εκ παραδρομής απεστάλησαν εντός έτερης δικογραφίας προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθήνας και ακολούθως επαναδιαβιβάσθηκαν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης. Παρότι δε υφίσταται σχετική πράξη συσχέτισης εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Συμέλας Καρακασίδου με ημερομηνία 8ης.12.2015, εντούτοις δεν προκύπτει το γεγονός της πραγματικής συσχέτισης τους.
32. Της προσιτής σ' αυτές δικογραφίας με Α.Β.Μ.: Βφ2011/23 του Εφετείου Θράκης, επί της οποίας και εκδόθηκε η με αριθμό 56/10ης.2.2012 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, αναφορικά με τις πράξεις της στάσης κρατουμένων και της διακεκριμένης αντίστασης, κατά το διατακτικό της οποίας και επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης δεκατεσσάρων μηνών σε έκαστο καταδικασθέντα, και ακολούθως αποφασίσθηκε η επ' αόριστο αναστολή της επιβληθείσας ποινής διατασσόμενης της δικαστικής απέλασης των καταδικασθέντων. Επί της ανωτέρω δικογραφίας υφίσταται η από την 22η.3.2012 σχετική παραγγελία του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης κατά το περιεχόμενο της οποίας και παραγγέλθηκε η εκτέλεση των αναφερόμενων στο διατακτικό του με αριθμό 73/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης και δη η διόρθωση του σκεπτικού και του διατακτικού του με αριθμό 62/2011 αμετάκλητου παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, η παραπομπή του ανήλικου μηνυόμενου - κατηγορούμενου ενώπιον του Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων και περαιτέρω η εξαγωγή φωτοαντιγράφων της δικογραφίας και η επιστροφή της το συντομότερο δυνατό. Επί της δε ως άνω σχετικής παραγγελίας ουδεμία ενέργεια προκύπτει ως εκτελεσθείσα. Ακολούθως, η ως άνω ποινική δικογραφία εισήχθη κατά την 19η.10.2017 δια οικείας πρότασης προς το Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης προς διόρθωση του σκεπτικού και διατακτικού του με αριθμό 62/8ης.6.2011 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, καθώς και αναφορικά με την παραπομπή του ανήλικου μηνυόμενου B. S. του S. και της A. K. ενώπιον του Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων για τις φερόμενες ως τελεσθείσες κατά την 2η.2.2011 και την 3η.2.2011 πράξεις της στάσης κρατουμένων και της διακεκριμένης αντίστασης (άρθρα 174 § 1 και 167 §§ 1-2 ΠΚ).
33. Της προσιτής σ' αυτές με αριθμό πρωτοκόλλου 40897/13/1187321 υποβλητικής αναφοράς μετά συνημμένων εγγράφων, της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Αλεξανδρούπολης αναφορικά με καταδιωκόμενο φυσικό πρόσωπο, επί της οποίας και υφίσταται αριθμός πρωτοκόλλου 2623/13η.8.2013 της Εισαγγελίας Εφετών Θράκης και σχετική από 14η.8.2013 παραγγελία του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης προς συσχέτιση των εν λόγω εγγράφων σε ήδη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία και επανεκτίμηση του περιεχόμενου στην ανωτέρω υποβλητική αναφορά αιτήματος κατά την υποβολή της προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης. Η ως άνω υποβλητική αναφορά, μετά των συνημμένων εις αυτήν εγγράφων, υποβλήθηκε δια σχετικής πράξης κατά την 11η.1.2018 προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης προς ενδεχόμενη συσχέτισή της στη με Α.Β.Μ.: Γφ2010/22 ποινική ανακριτική δικογραφία, την οποία και αφορά.
34. Του εμπιστευμένου σ' αυτές Βιβλίου Τήρησης Πρωτοκόλλου - Αλληλογραφίας του Τμήματος Μηνύσεων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης περιόδου 13ης.12.2011 έως 7η.9.2015.
IV. Εν συνεχεία, κατά την 14.10.2017, κατόπιν νέου διενεργηθέντος ελέγχου, διακριβώθηκε η το νωρίτερο κατά την 11.3.2015 και εφεξής απόκρυψη ποινικών δικογραφιών καθώς και υπηρεσιακών εγγράφων στο γραφείο των δύο κατηγορουμένων, η κατοχή - φυσική εξουσίαση των οποίων κατ' ουδένα τρόπο δύναται όπως δικαιολογηθεί και πλέον συγκεκριμένα εκ του ως άνω ελέγχου διαπιστώθηκε η εκ μέρους των προαναφερόμενων υπαλλήλων κατοχή και απόκρυψη εντός των αποθηκευτικών χώρων του γραφείου τους των ακόλουθων ποινικών δικογραφιών:
1. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2010/409 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας, παρότι υφίστατο εντός ως διαδικαστική πράξη περαίωσης η από την 3η.5.2011 πράξη αναβολής κατ' άρθρο 59 παρ. 2 Κ.Π.Δ. εκ μέρους του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Αναστάσιου Κεσίση, εντούτοις αφενός δεν υφίσταται σχετική επισημείωση - αναγραφή επί της δικογραφίας και αφετέρου δεν προκύπτει υποβολή της προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης προς λήψη σχετικής σύμφωνης γνώμης - έγκρισης Ακολούθως, η εν λόγω ποινική δικογραφία υπεβλήθη κατά την 16η.10.2017 προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης και έλαβε κατ' άρθρο 59 § 2 ΚΠΔ σύμφωνη γνώμη κατά την 18η.10.2017. 2. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Αφ2012/153 ανακριτικής δικογραφίας, επί της οποίας παρότι εκδόθηκε το με αριθμό 27/20ης.2.2013 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, κατά το διατακτικό του οποίου και παραπέμπεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, αναφορικά με τη φερόμενη ως τελεσθείσα κατά την 28η.4.2012 πράξη της κλοπής, εντούτοις εκ του διενεργηθέντος ελέγχου των πινακίων ετών 2013 έως και 2017 δεν προκύπτει προσδιορισμός της υπόθεσης προς εκδίκαση. Επί της ανωτέρω ποινικής δικογραφίας και κατόπιν πρότασης (17ης.10.2017) εκδόθηκε το με αριθμό 167/2017 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης κατά το διατακτικό του οποίου και έπαυσε, λόγω παραγραφής, η ασκηθείσα σε βάρος του κατηγορούμενου T. P. ποινική δίωξη αναφορικά με τη φερόμενη ως τελεσθείσα κατά την 28η.4.2012 πράξη της κλοπής. 3. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Β2014/505 προκαταρκτικής δικογραφίας, η οποία, παρότι φέρεται ως ανατεθείσα κατά την 22η.4.2015 προς επεξεργασία - χειρισμό προς την Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Συμέλα Καρακασίδου, εντούτοις δεν προκύπτει οιαδήποτε πράξη περαίωσης αυτής. Η εν λόγω ποινική δικογραφία, η οποία και κατ' αντικείμενο αφορούσε τη διερεύνηση του προβλεπόμενου υπό του άρθρου 348 Α ΠΚ αδικήματος, υποβλήθηκε κατόπιν διακρίβωσης υφιστάμενου δεδικασμένου, κατά την 14η.10.2017 προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης δια σχετικής αναφοράς άρθρου 43 ΚΠΔ, η οποία και εγκρίθηκε κατά την 30η.10.2017.
4. Της προσιτής σ' αυτές από την 21η.8.2013 έγγραφης δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής μετά του σχετικού γραμματίου παραβόλου δημοσίου. Η εν λόγω δήλωση συσχετίσθηκε κατά την 16η.10.2017, δια σχετικής οικείας πράξης στην ποινική δικογραφία, την οποία και αφορά., 5. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2013/471 υποβληθείσας εκ της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Αλεξανδρούπολης μήνυσης, επί της οποίας και υφίσταται η από την 31η.12.2013 σχετική πράξη άσκησης ποινικής δίωξης εκ μέρους του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Δημητρίου Χατζηδημητρίου, αναφορικά με την πράξη της προμήθειας και κατοχής ναρκωτικών ουσιών προς ίδια χρήση, άνευ συνταχθέντος σχετικού κατηγορητηρίου και προσδιορισμού ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. Η εν λόγω δικογραφία ετέθη κατά την 16η.10.2017 δια σχετικής πράξης στο αρχείο, κατ' άρθρο 8 § 1 Νόμου 4411/2016. 6. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2015/1605 υποβληθείσας εκ του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αλεξανδρούπολης μήνυσης, επί της οποίας και υφίσταται η από την 24η.9.2015 σχετική πράξη άσκησης ποινικής δίωξης εκ μέρους της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Άννας Νικητοπούλου, αναφορικά με την πράξη της παράβασης του άρθρου 25 Νόμου 1882/1990, άνευ συνταχθέντος σχετικού κατηγορητηρίου και προσδιορισμού ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. Η εν λόγω μήνυση ετέθη κατά την 16η.10.2017 δια σχετικής πράξης στο αρχείο κατ' άρθρο 70 § 2 Νόμου 4174/13, ως αντικαταστάθηκε δια του άρθρου 8 Νόμου 4337/2015. 7. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2014/2381 έκθεσης προφορικής μήνυσης, επί της οποίας και υφίσταται η από την 22η.12.2014 σχετική πράξη άσκησης ποινικής δίωξης εκ μέρους της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Άννας Νικητοπούλου, αναφορικά με την πράξη της άνευ άδειας λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος άνευ συνταχθέντος σχετικού κατηγορητηρίου και προσδιορισμού ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. Η εν λόγω δικογραφία ετέθη κατά την 16η.10.2017 δια σχετικής πράξης στο αρχείο κατ' άρθρο 8 § 1 Νόμου 4411/2016.
8. Της εμπιστευμένης σ' αυτές άνευ Α.Β.Μ. μήνυσης και με αριθμό 1/12.6.2009/1-1608/08 έκθεσης αυτοψίας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Έβρου (υπ' αριθμ. Ι-2299οικ./16ης.6.2009 υποβληθείσα σχετική αναφορά προϊσταμένης Διεύθυνσης Πολεοδομίας), η οποία και κατά περιεχόμενο αφορούσε γενόμενη αυτοψία επί αυθαιρέτου κατά την 12.6.2009. Έλαβε Α,Β.Μ: Α2017/1981 και υποβλήθηκε δια αναφοράς άρθρου 43 ΚΠΔ προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης ένεκα της επιγενόμενης παραγραφής της διερευνώμενης πράξης.
9. Της εμπιστευμένης σ' αυτές από την 10η.2.2015 και με αριθμό πρωτοκόλλου Β.Εισ.Δικ15α/2015 παραγγελίας του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης (Γεωργίου Καντζίδη) μετά επισυναπτόμενων φωτοαντιγράφων εκ της με Α.Β.Μ.: Γφ2014/40 ποινικής ανακριτικής δικογραφίας προς συνέχιση ήδη αρξαμένης κύριας ανάκρισης, αναφορικά με την ανεύρεση πλήρων στοιχείων ταυτότητας του κατηγορούμενου K. S. του S.. Επί της ανωτέρω παραγγελίας δεν προέκυπτε οιαδήποτε ενέργεια. Ακολούθως, κατά την 14η.12.2017 παραγγέλθηκε δια σχετικής πράξης η διενέργεια συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης σε εκτέλεση των επιτασσόμενων στην ανωτέρω παραγγελία του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης.
V. Περαιτέρω, κατά την 28η.12.2017 και την 16η.1.2018 κατά τη διάρκεια διενεργούμενου ελέγχου, στο τηρούμενο, εντός του γραφείου του Διευθύνοντος την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, αρχείο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Αναφορών και Διατάξεων άρθρων 43 και 47 ΚΠΔ, διακριβώθηκε η εκ μέρους των δύο κατηγορούμενων απόκρυψη σε μη ακριβώς εξακριβωμένη ημερομηνία, αλλά πάντως μεταγενέστερη της 11.3.2015 και εφεξής ποινικών δικογραφιών, κατά τρόπο ούτως ώστε και να καθίσταται αδύνατη, άλλως εξαιρετικά δυσχερής η ανεύρεσή τους και πλέον συγκεκριμένα, εκ του ως άνω ελέγχου διαπιστώθηκε, η εκ μέρους των προαναφερόμενων υπαλλήλων, απόκρυψη εντός υφιστάμενου ερμαρίου, έξωθεν και πλησίον του υπηρεσιακού τους γραφείου, των ακόλουθων ποινικών δικογραφιών: 1. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Β2012/995 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 18η.2.2014 εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου αναφορά, κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ, η οποία ουδέποτε υποβλήθηκε προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης προς έγκριση. Κατά το περιεχόμενο της ως άνω αναφοράς άρθρου 43 ΚΠΔ εκτίθεται ότι το αξιόποινο των διερευνώμενων πράξεων της παράβασης των άρθρων 259 ΠΚ και 17 § 8 Νόμου 1337/1983 εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής καθόσον ο χρόνος τέλεσης αυτών ανάγεται στα έτη 2004, 2005, 2006 και 2007. 2. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2013/477 υποβληθείσας εκ του Λιμεναρχείου Σαμοθράκης μήνυσης, αναφορικά με τελεσθείσα κατά την 31η.8.2013 πράξη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών προς ίδια αποκλειστικά χρήση. Η εν λόγω δικογραφία ετέθη δια πράξης στο αρχείο κατ' άρθρο 8 § 1 Νόμου 4411/2016 κατά την 23η.1.2018. 3. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2013/451 υποβληθείσας εκ του Λιμεναρχείου Σαμοθράκης μήνυσης, αναφορικά με τελεσθείσα κατά την 29η.8.2013 πράξη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών προς ίδια αποκλειστικά χρήση. Η εν λόγω δικογραφία ετέθη δια πράξης στο αρχείο κατ' άρθρο 8 § 1 Νόμου 4411/2016 κατά την 23η.1.2018. 4. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2013/315 υποβληθείσας εκ του Λιμεναρχείου Σαμοθράκης μήνυσης αναφορικά με την τελεσθείσα κατά την 11η.7.2013 πράξη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών προς ίδια αποκλειστικά χρήση. Η εν λόγω δικογραφία ετέθη δια πράξης στο αρχείο κατ' άρθρο 8 § 1 Νόμου 4411/2016 κατά την 23η.1.2018.
5. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2005/204 προκαταρκτικής δικογραφίας, στην οποία και συσχετίσθηκε η με Α.Β.Μ.: Α2005/203 προκαταρκτική δικογραφία, οι οποίες και σχηματίσθηκαν αυτεπαγγέλτως με δικονομική αφορμή δημοσιεύματα του τοπικού τύπου αναφορικά με αδιαφανείς διαδικασίες προμήθειας ιατρικών μηχανημάτων στο Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης, επί της οποίας και φέρεται ως εκδοθείσα κατά την 31η.5.2012 αναφορά κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Συμέλας Καρακασίδου, πλην όμως εντός της δικογραφίας δεν υφίσταται τοιαύτη, όπως και σχετική πράξη έγκρισης εκ του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης. 6. Της προσιτής σ' αυτές με ΑΒ.Μ.: Α2010/1952 προκαταρκτικής δικογραφίας, η οποία και σχηματίσθηκε με δικονομική αφορμή τη με αριθμό πρωτοκόλλου 2865/13ης.7.2010 παραγγελία του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης αναφορικά με τη διερεύνηση τέλεσης αξιοποίνων πράξεων κατά τη διαδικασία προμήθειας υλικών και φαρμάκων στο Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης, επί της οποίας και φέρεται ως εκδοθείσα κατά την 13η.5.2013 αναφορά κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Συμέλας Καρακασίδου, πλην της εντός της δικογραφίας δεν υφίσταται τοιαύτη καθώς και σχετική πράξη έγκρισης εκ του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης. 7. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Γ2005Εγχ/721 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας υφίσταται πράξη συσχέτισης στη με Α.Β.Μ.: Α2005/719 προκαταρκτική δικογραφία. Η εν λόγω και με Α.Β.Μ.: Α2005/719 προκαταρκτική δικογραφία υποβλήθηκε προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, δια σχετικής αναφοράς όρθρου 43 ΚΠΔ εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου και επ' αυτής της ενέργειας εκδόθηκε η με αριθμό πρωτοκόλλου Δικ. Αρχ. 570/18ης.6.2012 πράξη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης κατά το περιεχόμενο της οποίας και ο τελευταίος ενέκρινε μεν την αρχειοθέτηση αναφορικά με τις με Α.Β.Μ.: Α2005/719 και Α2005/363 υποβληθείσες προκαταρκτικές δικογραφίες, παραγγέλλοντας δε την αποσυσχέτιση της με Α.Β.Μ.: Γ2005Εγχ/721 προκαταρκτικής δικογραφίας και τις κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ περαιτέρω ενέργειες του χειριζόμενου αυτήν Εισαγγελικού Λειτουργού. Πλην όμως, επί της ανωτέρω και με αριθμό πρωτοκόλλου Δικ. Αρχ. 570/18ης.6.2012 πράξης - παραγγελίας του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης, ως διακριβώθηκε υφίσταται απαλοιφή - διαγραφή δια διορθωτικού υγρού του σκέλους που αφορά τη μη έγκριση αρχειοθέτησης της με Γ2005Εγχ/721 προκαταρκτικής δικογραφίας, τελεσθείσα προηγουμένως από την απόκρυψη, σε μη ακριβώς εξακριβωμένη ημερομηνία, αλλά πάντως μεταγενέστερη της 11.3.2015 και εφεξής, με αποτέλεσμα και η εν λόγω δικογραφία κατά παράβαση των επιτασσόμενων στην ως άνω παραγγελία να φέρεται ότι πρέπει να επανατεθεί στο αρχείο του άρθρου 43 ΚΠΔ, άνευ της διενέργειας οιασδήποτε δικονομικής πράξης κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ.
VI. Εν συνεχεία κατά την 26.1.2018 κατά τη διάρκεια νέου διενεργηθέντος ελέγχου, στο τηρούμενο εντός του γραφείου του Διευθύνοντος την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, αρχείο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Αναφορών και Διατάξεων άρθρων 43 και 47 ΚΠΔ, διαπιστώθηκε η εκ μέρους των κατηγορουμένων απόκρυψη σε μη ακριβώς εξακριβωμένη ημερομηνία, αλλά πάντως μεταγενέστερη της 11.3.2015 και εφεξής ποινικών δικογραφιών, κατά τρόπο ούτως ώστε και να καθίσταται αδύνατη, άλλως εξαιρετικά δυσχερής η ανεύρεσή τους και πλέον συγκεκριμένα, εκ του ως άνω ελέγχου διαπιστώθηκε, η εκ μέρους των προαναφερόμενων υπαλλήλων, απόκρυψη εντός υφιστάμενου ερμαρίου, των ακόλουθων ποινικών δικογραφιών:
1. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Α2013/2721 προκαταρκτικής δικογραφίας, στην οποία συσχετίσθηκε και η με Α.Β.Μ.: Α2014/1247, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 29η.5.2015 εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου αναφορά κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ, η οποία υποβλήθηκε προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης προς έγκριση. Ακολούθως, η εν λόγω δικογραφία επεστράφη εκ του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θράκης, ο οποίος και δια της με αριθμό πρωτοκόλλου 982/4ης.6.2015 σχετικής παραγγελίας δεν ενέκρινε την αρχειοθέτησή της, παραγγέλλοντας κατά την 12η.6.2015 τη διενέργεια περαιτέρω προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία και ουδέποτε διενεργήθηκε.
2. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Α2013/576 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και εκδόθηκε κατά την 31η.3.2014 εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου αναφορά κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ, η οποία ουδέποτε υποβλήθηκε προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης προς έγκριση αρχειοθέτησης. 3. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Α2010/2367 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και υφίσταται σχετική επισημείωση - πράξη έκδοσης κατά την 12η.4.2011 εκ μέρους της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Άννας Νικητοπούλου διάταξης κατ' άρθρο 47 ΚΠΔ, πλην όμως εντός της δικογραφίας δεν υφίσταται τοιαύτη. 4. Της προσιτής σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Α2007/1677 προκαταρκτικής δικογραφίας, επί της οποίας και υφίσταται σχετική επισημείωση - πράξη έκδοσης κατά την 1.10.2010 εκ μέρους του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Ιωάννη Σφέτκου διάταξης κατ' άρθρο 47 ΚΠΔ, πλην όμως εντός της δικογραφίας δεν υφίσταται τοιαύτη.
5. Της εμπιστευμένης σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Γ2013/89 προκαταρκτικής δικογραφίας, η οποία ανευρέθηκε εντός του τηρούμενου αρχείου άρθρου 43 ΚΠΔ μετά επισυναπτόμενης αναφοράς άρθρου 43 ΚΠΔ της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, αφορώσας έτερη δικογραφία (Α.Β.Μ.: Α2014/861). Επί της δε με Α.Β.Μ.: Γ2013/89 προκαταρκτικής δικογραφίας, η οποία και κατ' αντικείμενο αφορούσε τη διερεύνηση της προβλεπόμενης υπό του άρθρου 17 § 8 Νόμου 1337/1983 πράξης, φερόμενης ως τελεσθείσας κατά την 19η.3.2010 υφίσταται πράξη άσκησης ποινικής δίωξης και παραπομπής ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης κατά την 1ης.10.2104 εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου, πλην όμως η εν λόγω δικογραφία ουδέποτε προσδιορίσθηκε προς εκδίκαση, καθόσον είχε απολεσθεί, με συνακόλουθο αποτέλεσμα και να λάβει χώρα ανασύσταση της εκ μέρους της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Ελένης Καριεντίδου και ακολούθως να εκδοθεί αναφορά άρθρου 43 ΚΠΔ, η οποία και υποβλήθηκε προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης κατά την 9η.12.2017.
VII. Κατά ανεξακρίβωτη ακριβή ημερομηνία αλλά πάντως μεταγενέστερη της 11.3.2015 και εφεξής, οι δύο κατηγορούμενες, έχοντας έκαστη την ιδιότητα του υπαλλήλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 13 στοιχείο α' του ΠΚ, ήτοι ως πρόσωπο, στο οποίο έχει νόμιμα ανατεθεί, έστω και προσωρινά η άσκηση δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και πλέον συγκεκριμένα υπό την ιδιότητά της έκαστη ως υπηρετούσα δικαστική υπάλληλος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, ενεργώντας από κοινού, με πρόθεση υπεξήγαγαν έγγραφα υπό την ειδικότερη μορφή της απόκρυψης, τα οποία και τους είχαν εμπιστευθεί και πλέον συγκεκριμένα κατά την 21η.3.2017 διακριβώθηκε το γεγονός ότι η εμπιστευμένη σ' αυτές με Α.Β.Μ.: Α2012/944 ποινική δικογραφία παρότι είχε αποσταλεί προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και είχε επανυποβληθεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, εκ του Πταισματοδικείου Αλεξανδρούπολης κατά την 5η.5.2014, εντούτοις εντοπίσθηκε κατά την 21η.3.2017 εντός του τηρούμενου αρχείου του άρθρου 43 ΚΠΔ έτους 2012 της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης και δη εντός έτερης και με Α.Β.Μ.: Α2008/352 ποινικής δικογραφίας, στην οποία και την είχαν θέσει οι δύο κατηγορούμενες κατά τρόπο ούτως ώστε και να καθίσταται αδύνατη, άλλως εξαιρετικά δυσχερής η ανεύρεσή της.
VIII. Κατά ανεξακρίβωτη ακριβή ημερομηνία μεταγενέστερη της 11.3.2015 και έως την 13η.5.2016, αμφότερες οι κατηγορούμενες, έχοντας εκάστη την ιδιότητα του υπαλλήλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 13 στοιχείο α' του Π.Κ., ήτοι ως πρόσωπο, στο οποίο έχει νόμιμα ανατεθεί, έστω και προσωρινά η άσκηση δημόσιας δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και πλέον συγκεκριμένα έκαστη υπό την ιδιότητά της ως υπηρετούσα δικαστική υπάλληλος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, ενεργώντας από κοινού, με πρόθεση υπεξήγαγαν έγγραφα υπό την ειδικότερη μορφή της απόκρυψης, τα οποία και τους είχαν εμπιστευθεί και πλέον συγκεκριμένα την εμπιστευμένη σ' αυτές με Α.Β.Μ.:Αφ2010/43 ποινική ανακριτική δικογραφία, επί της οποίας παρότι εκδόθηκε το με αριθμό 135/2010 παραπεμπτικό βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, το οποίο και είχε διαβιβασθεί εμπρόθεσμα και αρμοδίως προς την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, εκ του αρμοδίου Τμήματος Βουλευμάτων του Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, άνευ οιασδήποτε χρονικής καθυστέρησης, εντούτοις οι δύο κατηγορούμενες παρακράτησαν και απέκρυψαν αυτήν, με συνακόλουθο αποτέλεσμα και να μη λάβει χώρα εμπρόθεσμη υποβολή της εν λόγω δικογραφίας προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, προς εισαγωγή της εν λόγω ποινικής υπόθεσης προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, παρά μόνο κατά το τελευταίο τετράμηνο του έτους 2017, ήτοι μετά την ανεύρεσή της ως υφιστάμενης σε εκκρεμότητα.
VIIII. Κατά την 24η.10.2017 κατόπιν παραγγελθείσας και διενεργηθείσας κατ' οίκον νομότυπης έρευνας εκ μέρους υπηρετούντων στο Τμήμα Ασφάλειας Αλεξανδρούπολης αστυνομικών, διακριβώθηκε εντός της ευρισκόμενης επί της οδού ... οικίας της πρώτης κατηγορούμενης (Β. Τ.), η εκ μέρους της απόκρυψη, υπό τη μορφή της κατοχής κατά ανεξακρίβωτη ακριβή ημερομηνία μεταγενέστερη της 11.3.2015 και εφεξής, της προσιτής σ' αυτή με Α.Β.Μ.:Α2012/1896 ποινικής προκαταρκτικής δικογραφίας, εκδοθείσας πρωτότυπης πράξης άρθρου 59 § 2 Κ.Π.Δ. της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου (φέρουσας την ιδιόχειρη υπογραφή της), καθώς επίσης και της από την 29η.11.2013 ανυπόγραφης υποβλητικής αναφοράς υποβολής πράξης αναβολής άρθρου 59 § 2 Κ.Π.Δ. της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Συμέλας Καρακασίδου προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, η κατοχή - φυσική εξουσίαση των οποίων κατ' ουδένα τρόπο δύναται όπως δικαιολογηθεί, αφενός ως εκ του τοπικού σημείου ανεύρεσης τους και δη του εσωτερικού της οικίας της πρώτης κατηγορούμενης και αφετέρου ως μη εμπίπτουσα στο λειτουργικό πεδίο των ανατιθέμενων προς αυτήν υπαλληλικών καθηκόντων της.
Χ. Κατά ανεξακρίβωτη ακριβή ημερομηνία εντός του έτους 2016, η πρώτη κατηγορούμενη (Β. Τ.), έχοντας την ιδιότητα του υπαλλήλου, κατά την έννοια της διατάξεως του όρθρου 13 στοιχείο α' του Π.Κ., ήτοι ως πρόσωπο, στο οποίο έχει νόμιμα ανατεθεί, έστω και προσωρινά η άσκηση δημόσιας δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και πλέον συγκεκριμένα υπό την ιδιότητά της ως υπηρετούσα δικαστική υπάλληλος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης με πρόθεση υπεξήγαγε έγγραφα υπό την ειδικότερη μορφή της απόκρυψης, τα οποία και της είχαν εμπιστευθεί και πλέον συγκεκριμένα την εμπιστευμένη σ' αυτή με αριθμό 458/2010 ασκηθείσα έφεση κατά της με αριθμό 163/2010 απόφασης του Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων Αλεξανδρούπολης, την οποία και η κατηγορούμενη παρακράτησε και απέκρυψε, με συνακόλουθο αποτέλεσμα και να μη λάβει χώρα εμπρόθεσμη υποβολή της εν λόγω δικογραφίας προς τον κ.Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, προς εισαγωγή της εν λόγω ποινικής υπόθεσης προς εκδίκαση ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου.
Β. Κατά ανεξακρίβωτη ακριβή ημερομηνία, αλλά πάντως μεταγενέστερη της 11.3.2015 και εφεξής, α δύο κατηγορούμενες έχοντας εκάστη την ιδιότητα του υπαλλήλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 13 στοιχείο α' του Π.Κ., ήτοι ως πρόσωπο, στο οποίο έχει νόμιμα ανατεθεί, έστω και προσωρινά η άσκηση δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και πλέον συγκεκριμένα έκαστη υπό την ιδιότητά της ως υπηρετούσα δικαστική υπάλληλος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, ενεργώντας από κοινού με πρόθεση προέβησαν σε νόθευση εγγράφου, το οποίο τους ήταν προσιτό λόγω της υπηρεσίας τους, μεταβάλλοντας και αλλοιώνοντας την έννοια αυτού, κατά τρόπο που επηρεάζει και ματαιώνει το ουσιαστικό περιεχόμενό του και πλέον συγκεκριμένα οι δύο κατηγορούμενες επενέβησαν επί της προσιτής σ' αυτές με αριθμό πρωτοκόλλου Δικ. Αρχ. 570/18ης.6.2012 πράξης του κ. Εισαγγελέως Έφετών Θράκης, επί της οποίας παρότι ο τελευταίος ενέκρινε μεν την αρχειοθέτηση αναφορικά με τις με Α.Β.Μ.: Α2005/719 και Α2005/363 υποβληθείσες προκαταρκτικές δικογραφίες παραγγέλλοντας δε την αποσυσχέτισή της με Α.Β.Μ.:Γ2005Εγχ/721 προκαταρκτικής δικογραφίας και τις κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ περαιτέρω ενέργειες του χειριζόμενου αυτήν Εισαγγελικού Λειτουργού, απαλείφοντας μέσω διαγραφής διορθωτικού υγρού, του σκέλους που αφορούσε τη μη έγκριση αρχειοθέτησης της με Γ2005Εγχ/721 προκαταρκτικής δικογραφίας, με αποτέλεσμα και η εν λόγω δικογραφία, κατά παράβαση των επιτασσόμενων στην ως άνω παραγγελία να επανατεθεί στο αρχείο του άρθρου 43 ΚΠΔ, άνευ της διενέργειας οιασδήποτε δικονομικής πράξης κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ.
Η δε συναυτουργική δράση των δύο κατηγορούμενων, καθώς και η εκ μέρους τους απολύτως θετική γνώση αναφορικά με την εκ μέρους τους από κοινού και κατ' εξακολούθηση τέλεση των διωκόμενων πράξεων, πέραν του γεγονότος της ανεύρεσης της πλειονότητας των αναφερόμενων ως άνω ποινικών δικογραφιών στο εσωτερικό του υπηρεσιακού τους γραφείου, εις το οποίο και μόνο οι ίδιες διέθεταν πρόσβαση, προκύπτει ευκρινώς και κατά τρόπο πρόδηλο εκ του περιεχομένου των ανευρεθεισών επί οθόνης ηλεκτρονικού υπηρεσιακού υπολογιστή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης επτά (7) εκτυπώσεων, μεταξύ τους ηλεκτρονικής συνομιλίας δια του μέσου κοινωνικής δικτύωσης "facebook", κατά το περιεχόμενο της οποίας και μεταξύ άλλων συνομολογείται η θετική γνώση αμφότερων αναφορικά αφενός με την υπεξαγωγή πλήθους ποινικών δικογραφιών, υπό την ειδικότερη μορφή της απόκρυψης και αφετέρου αναφορικά με τις επαπειλούμενες σε βάρος τους κυρώσεις, δια την τέλεσή τους πρωτίστως υπό το αναφερόμενο στη δεύτερη σελίδα αυτών λεκτικού κατά το οποίο και εκτίθεται κατά λέξη: "Καλά θα κάνει να έρθει όμως ο Στρουμπής γιατί αλλιώς θα πάμε για κατ' εξακολούθηση απόκρυψη δικογράφων, καθυστέρηση και πλημμελή άσκηση καθηκόντων. Και θα πάμε σπίτια μας....", Η δε ανεύρεση και εν τέλει αποτύπωση του περιεχομένου της προαναφερόμενης ηλεκτρονικής συνομιλίας μεταξύ των δύο κατηγορούμενων κατέστη εφικτή καθόσον η πρώτη εξ αυτών προβαίνοντας σε χρήση υπηρεσιακού υπολογιστή έτερης υπαλλήλου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, προέβη σε ενεργοποίηση της υφιστάμενης επιλογής "παραμονής σε σύνδεση" της ηλεκτρονικής σελίδας του ως άνω μέσου κοινωνικής δικτύωσης, με συνακόλουθο αποτέλεσμα και να καταστεί αυτή ορατή κατά τη χρονική στιγμή της εκ των υστέρων χρησιμοποίησης του προαναφερόμενου ηλεκτρονικού υπολογιστή, υπό της ως άνω αναφερόμενης έτερης υπαλλήλου ."- ΔΕΧΕΤΑΙ το Δικαστήριο ότι η πρώτη κατηγορουμένη έζησε ως το χρόνο που έγιναν τα εγκλήματα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, σε όλες τις μορφές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ως πρωτοδίκως και ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ στο πρόσωπο της πρώτης κατηγορουμένης την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α' Π.Κ., ως πρωτοδίκως....
ΔΕΧΕΤΑΙ το Δικαστήριο ότι η δεύτερη κατηγορουμένη έζησε ως το χρόνο που έγιναν τα εγκλήματα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, σε όλες τις μορφές της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ στο πρόσωπο της δεύτερης κατηγορουμένης την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α' Π.Κ.." Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της ως άνω προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέπονται στον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείουσες, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 13 στοιχ. α'- γ', 14, 16, 17, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 51, 53, 61, 79, 83, 84 παρ. 2α, 94, 98, 263, 263Α, 242 παρ. 2-1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε το Δικαστήριο της ουσίας δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση.
Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά το νόμο ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά, το ότι δε εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, ουδόλως σημαίνει ότι δεν εκτιμήθηκαν τα λοιπά. Κατά τρόπο δε σαφή και πλήρη, αναφέρονται: α) η ιδιότητα των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων ως μόνιμων δικαστικών υπαλλήλων, δηλαδή ως υπαλλήλων κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α' και 263Α του Π.Κ., β) η υπεξαγωγή των αναφερομένων λεπτομερώς στο σκεπτικό και το διατακτικό εγγράφων, δηλαδή εγγράφων κατά την έννοια του άρθρου 13 εδάφιο γ' του Π.Κ., που ανήκαν στο Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης, γ) ο τρόπος που υπεξήγαγαν αυτά δια της αποκρύψεως (σελ. 131: "...απέκρυψαν σε (αποθηκευτικούς) χώρους του γραφείου τους...", σελ. 132: "...καθώς και όπισθεν θερμαντικού σώματος,... κατά τρόπο που η ανεύρεσή τους να καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής...", σελ. 146: "... διακριβώθηκε εντός της ευρισκόμενης επί της οδού ... οικίας της πρώτης κατηγορουμένης (Β. Τ.) η εκ μέρους της απόκρυψη...", σελ. 149: "... σε διάφορα ερμάρια στο χώρο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης ώστε να είναι δυσχερής η ανεύρεσή τους..."), δ) η πρόσβαση που είχαν στα εν λόγω έγγραφα λόγω της ιδιότητάς τους και της υπηρεσίας που τους είχε ανατεθεί, (σελ.150: "...δεδομένου ότι αμφότερες κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα είχαν πρόσβαση στο Τμήμα Μηνύσεων της Εισαγγελίας, ως υπηρετούσες κυρίως είτε κατά αναπλήρωση σ' αυτό και παραλάμβαναν μηνύσεις προκαταρκτικές δικογραφίες για καταχώρηση στο ηλεκτρονικό σύστημα και περαιτέρω διαβίβαση, οπότε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και επ' αφορμή αυτών περιήλθαν στην κατοχή τους οι εν λόγω δικογραφίες και κατά την ακολουθούμενη υπηρεσιακή πρακτική της Εισαγγελίας είχαν αναλάβει να ασχοληθούν με την περαίωσή τους...") και ε) η νόθευση ρητά αναφερομένων εγγράφων (σελ.147: "...απαλείφοντας μέσω διαγραφής διορθωτικού υγρού, του σκέλους που αφορούσε τη μη έγκριση αρχειοθέτησης της...". Περαιτέρω, αιτιολογείται α) η συναυτουργική τους δράση [(σελ. 148: "...Εξάλλου, η συναυτουργική δράση των κατηγορουμένων στην τέλεση των πράξεων, καθώς και η απολύτως θετική γνώση αναφορικά με την εκ μέρους τους από κοινού και κατ' εξακολούθηση τέλεση των διωκόμενων πράξεων, πέραν του γεγονότος της ανεύρεσης της πλειονότητας των αναφερόμενων ως άνω ποινικών δικογραφιών στο εσωτερικό του υπηρεσιακού τους γραφείου, στο οποίο οι ίδιες διέθεταν πρόσβαση, προκύπτει ευκρινώς και κατά τρόπο πρόδηλο εκ του περιεχομένου των ανευρεθεισών επί οθόνης ηλεκτρονικού υπηρεσιακού υπολογιστή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, επτά (7) εκτυπώσεων, μεταξύ τους ηλεκτρονικής συνομιλίας, δια του μέσου κοινωνικής δικτύωσης "Facebook", κατά το περιεχόμενο της οποίας και μεταξύ άλλων συνομολογείται η θετική γνώση αμφότερων αναφορικά αφενός με την υπεξαγωγή πλήθους ποινικών δικογραφιών, υπό την ειδικότερη μορφή της απόκρυψης και αφετέρου αναφορικά με τις επαπειλούμενες σε βάρος τους πειθαρχικές και ποινικές κυρώσεις για την αξιόποινη συμπεριφορά τους κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων..."), αλλά και (στη σελ.149: "...Ακόμη η κατά συναυτουργία τέλεση των πράξεων από τις κατηγορούμενες, μετά από συναπόφαση και κοινό προς τούτο δόλο, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι όταν αποκαλύφθηκε η παράνομη δράση τους και προκειμένου να μην αποκαλυφθούν έτερες επί μέρους πράξεις υπεξαγωγής υπηρεσιακών εγγράφων, αμφότερες επιδόθηκαν σε καταστροφή υπηρεσιακών εγγράφων δια του τεμαχισμού τους...")], β) ο κρίσιμος χρόνος τέλεσης των πράξεων, ο οποίος προσδιορίζεται από τις 11.3.2015 και εφεξής και είναι αυτός που έλαβε χώρα η απόκρυψη των εν γένει εγγράφων (δικογραφιών) και όχι ο χρόνος που για κάθε επίδικη δικογραφία η έγγραφο ολοκληρώθηκε η δικονομική επεξεργασία από τον εκάστοτε Εισαγγελέα και τέλος γ) ο δόλος αυτών, ο οποίος, εκτός του ότι συνάγεται από το σύνολο των ως άνω παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως και την με βάση αυτές ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας περί της ενοχής τους, αιτιολογείται ειδικά στην προσβαλλόμενη απόφαση με τις παραδοχές του σκεπτικού της, σύμφωνα με τις οποίες, οι αναιρεσείουσες - κατηγορούμενες, αποκρύπτοντας σε αποθηκευτικούς χώρους του γραφείου τους, όπισθεν θερμαντικού σώματος, σε διάφορα ερμάρια στο χώρο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, αλλά και μεταφέροντας και κατακρατώντας στην επί της οδού ... ευρισκόμενη οικία της πρώτης εξ αυτών (Β. Τ.) τα υπηρεσιακά έγγραφα, για τα οποία τις καταδίκασε για υπεξαγωγή εγγράφων εμπιστευμένων και προσιτών σε υπάλληλο, λόγω της υπηρεσίας του, γνώριζαν λόγω της εμπειρίας τους ότι άμεσο επακόλουθο των παράνομων ενεργειών τους θα ήταν, αφενός να καταστραφούν τυχόν τα έγγραφα, ώστε να μη μπορούν να καταστούν προσιτά σε οποιονδήποτε άλλο υπηρεσιακό παράγοντα (δικαστή, δικαστικό υπάλληλο) της δικαιούχου υπηρεσίας, ήτοι της Εισαγγελίας Αλεξανδρούπολης και αφετέρου να τρωθεί η λειτουργία της παραπάνω υπηρεσίας (Εισαγγελίας) και να υποστεί βλάβη το κύρος της δικαιοσύνης. Περαιτέρω, με παρεμπίπτουσα απόφαση αιτιολογείται πλήρως η απόρριψη του αιτήματος για μη ανάγνωση εγγράφων [επτά (7) εκτυπώσεων ηλεκτρονικής συνομιλίας δια μέσου κοινωνικής δικτύωσης (αναγνωστέο έγγραφο υπ' αριθμ. 110)], αναφέροντας, στις σελίδες 94 έως 99 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι ο σκοπός της συλλογής και επεξεργασίας της επίμαχης συνομιλίας των δύο (2) κατηγορουμένων - νυν αναιρεσειουσών έλαβε χώρα με τη χρήση υπηρεσιακού υπολογιστή ετέρου προσώπου και δη στο χώρο της εργασίας αυτών, για σκοπούς που συνδέονται άρρηκτα με την με την οργάνωση της εργασίας αυτών και δεν υφίσταται στοιχειοθέτηση του άρθρου 370 Α του ΠΚ, που θα καθιστούσε τα έγγραφα αυτά απαγορευμένα, καθόσον στην προκείμενη περίπτωση δεν έλαβε χώρα τυχόν παγίδευση, ήτοι χρησιμοποίηση τεχνικού ακουστικού μέσου, ή παρέμβαση στην επίμαχη τηλεφωνική σύνδεση και τον προαναφερόμενο ηλεκτρονικό υπολογιστή κατά οποιοδήποτε τρόπο γενόμενη, παρά μόνον αποτύπωση σε υλικό φορέα του περιεχομένου της συνομιλίας μετά το πέρας αυτής και χωρίς την καθ' οιονδήποτε τρόπο παρέμβαση στις επίμαχες συνδέσεις και συσκευές, ενώ η συλλογή των στοιχείων αυτών στο στάδιο μετά τη λήξη της επικοινωνίας δεν καλύπτονται από τις εγγυήσεις του άρθρου 19 του Συντάγματος, ήτοι δεν εμπίπτουν στην προστατευτική σφαίρα του απορρήτου της επικοινωνίας. Περαιτέρω, αναφέρεται ότι το περιεχόμενο των σχετικών συνομιλιών αποτυπωνόταν στον υπηρεσιακό υπολογιστή και όχι σε προσωπικό υπολογιστή της 1ης κατηγορουμένης και δεν αφορούσε εκδηλώσεις και πράξεις της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής των κατηγορουμένων, αλλά πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια και με αφορμή των ανατιθεμένων σε αυτές υπηρεσιακών καθηκόντων και κατά κατάχρηση στην εκτέλεση τούτων, ώστε να υπόκεινται αυτονόητα σε δημόσιο έλεγχο και αξιολόγηση και δεν περιλαμβάνονται στις απαγορεύσεις της προαναφερόμενης διάταξης. Και τέλος, ότι η αξιοποίηση των συνομιλιών αυτών έλαβε χώρα στα πλαίσια της εξυπηρέτησης των αναγκών της εισαγγελίας, με σκοπό τη βεβαίωση εγκλημάτων με την προσκόμιση αυτών στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών για την ενημέρωσή του. Η ως άνω παρεμπίπτουσα απόφαση για την απόρριψη του επίμαχου αιτήματος πράγματι δεν κάνει στο προοίμιο αυτής μνεία των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη της, αλλά αναφέρει μερικά εξ αυτών διάσπαρτα στο σκεπτικό της. Και τούτο, διότι το σκεπτικό αυτής είχε ως βάση όχι το αποδεικτικό υλικό αλλά τη νομική σκέψη ότι η απαγόρευση της χρήσης της πληροφορίας ή του υλικού φορέα, επί του οποίου αυτή έχει αποτυπωθεί, δεν περιλαμβάνει και τις πράξεις ή εκδηλώσεις προσώπων, οι οποίες, ανεξάρτητα από τον τρόπο και τον χρόνο που γίνονται, δεν ανάγονται στη σφαίρα της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής τους, αλλά πραγματοποιούνται στα πλαίσια των ανατιθεμένων σε αυτούς υπηρεσιακών καθηκόντων και κατά την εκτέλεση τούτων, η οποία, ως εκ της φύσεως και του είδους των εκπληρούμενων καθηκόντων, υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική. Τέλος, ουδεμία αντίφαση παρατηρείται, τόσο στο σκεπτικό της απόφασης, όσο και μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού αυτής, ως προς την αρμοδιότητα εκάστης των κατηγορουμένων, καθώς, ως προαναφέρθηκε, ρητά περιγράφεται ότι είχε καθιερωθεί να ασχολούνται αμφότερες και με άλλα υπηρεσιακά καθήκοντα πλην των ρητά ανατεθειμένων σ' αυτές. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω ο πρώτος λόγος αμφοτέρων των αιτήσεων αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες παραπονούνται ότι το Δικαστήριο τις κατεδίκασε χωρίς την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθώς και για εσφαλμένη εφαρμογή και εκ πλαγίου παραβίαση των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και εντάσσουν στο πεδίο του, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Ποιν.Δ., προβαλλόμενου αναιρετικού λόγου τις ακόλουθες αιτιάσεις, με τις οποίες αποδίδουν αντίστοιχες πλημμέλειες στην προσβαλλόμενη απόφαση: α) έλλειψη αιτιολογίας ως προς τη μη μνεία των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της κρίσεώς του, β) έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του προβληθέντος ισχυρισμού περί μη αποδεικτικής αξιοποίησης των επτά εκτυπώσεων ηλεκτρονικής συνομιλίας δια μέσου κοινωνικής δικτύωσης (αναγνωστέο έγγραφο 110), γ) εμφιλοχώρηση αντιφάσεων στις παραδοχές της απόφασης, αφενός όσον αφορά στην αιτιολόγηση της από κοινού τέλεσης των πράξεων και αφετέρου όσον αφορά στην αρμοδιότητά τους, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 2 του ν.3674/10.7.2008, "αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι κατ' εξαίρεση της αρχής της ηθικής απόδειξης, που καθιερώνει η διάταξη της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, θεσπίζεται η απαγόρευση της αξιοποίησης αποδεικτικού μέσου, που έχει αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών και, επομένως, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, αποδεικτικό μέσο που έχει αποκτηθεί με τέτοιες πράξεις. Η χρησιμοποίηση δε στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1Γ' Κ.Ποιν.Δ., η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης. Σκοπός της αποδεικτικής απαγόρευσης αξιοποίησης αποδεικτικού μέσου που αποκτήθηκε παρανόμως είναι η προστασία θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία ο συντακτικός νομοθέτης έχει αναγνωρίσει ως υπέρτερα της βασικής αρχής του ποινικού δικαίου για διερεύνηση της ουσιαστικής αλήθειας. Εξάλλου, ειδικότερη συνταγματική πρόβλεψη για τις αποδεικτικές απαγορεύσεις επήλθε με την προσθήκη της παραγρ. 3 στο άρθρο 19 Σ από τον αναθεωρητικό νομοθέτη (2001), η οποία επέφερε μια αποφασιστική αλλαγή στις δυνατότητες αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί με προσβολή θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, αφού πλέον, κατά τους ορισμούς της διάταξης αυτής, "Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9 Α". Τα συνταγματικά δικαιώματα που ο νομοθέτης επέλεξε να ανάγει σε απολύτως απαραβίαστα είναι εκείνα που προστατεύονται από τα άρθρα 9, 9 Α και 19 Σ. Εξάλλου, το άρθρο 9 του Συντάγματος προστατεύει το οικιακό άσυλο και τον ιδιωτικό-οικογενειακό βίο. Με την θέσπιση απαγόρευσης αξιοποίησης αποδεικτικού υλικού που αποκτήθηκε κατά παράβαση του άρθρου αυτού, ο νομοθέτης θέλησε να προστατεύσει το άτομο από παραβιάσεις συντελούμενες από κρατικό όργανα κατά τη διαδικασία της κατ' οίκον έρευνας. Ο ιδιωτικός βίος, αντίστοιχα, του οποίου η προστασία κατοχυρώνεται από την ως άνω διάταξη, κινδυνεύει από πράξεις παρακολούθησης όχι μόνον των κρατικών οργάνων, αλλά και από ιδιώτες. Κατά δε το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος : "Κάθε πρόσωπο δικαιούται στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Δεν επιτρέπεται επέμβαση δημοσίας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος αυτού παρά μόνο στο μέτρο που αυτή η επέμβαση προβλέπεται υπό του Νόμου και αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο για την εθνική ασφάλεια, την δημοσία ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών αδικημάτων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η προστασία της ιδιωτικής ζωής περιλαμβάνει την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου. Κατ' αντιδιαστολή προς την κοινωνική ζωή του ατόμου, ως ιδιωτική ζωή του νοείται το σύνολο των σχέσεων και των δραστηριοτήτων του εκείνων που το ίδιο θέλει να κρατήσει μακριά από τη δημοσιότητα, είτε αποκλειστικά για τον εαυτό του, είτε για έναν στενό κύκλο, τον οποίο ο ίδιος κάθε φορά προσδιορίζει. Έτσι, εκτός από την ερωτική ζωή, τα ζητήματα υγείας και η οικογενειακή ζωή του ατόμου, που βρίσκονται στον πυρήνα του προστατευτέου δικαιώματος, στην έννοια της ιδιωτικής ζωής εμπίπτει ένας ευρύτερος κύκλος υποθέσεών του, ο οποίος ενδέχεται να συμπλέκεται και με την επαγγελματική ζωή. Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει, ότι τα τηλεφωνήματα και η ηλεκτρονική αλληλογραφία από τον χώρο της δουλειάς ενδέχεται να θεωρηθούν ιδιαίτερες εκφάνσεις της ιδιωτικής ζωής του εργαζομένου και να προστατεύονται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Το ίδιο και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που, ενώ στην αρχή (1989) είχε αποφανθεί ότι το αντικείμενο της προστασίας του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ "αφορά το πεδίο της ανάπτυξης της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου και, επομένως δεν μπορεί να επεκταθεί στους χώρους εμπορικών δραστηριοτήτων", στη συνέχεια (2008) προσέγγισε την ως άνω απόφαση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου (ΟλΑΠ 1/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, το άρθρο 9 Α Σ κατοχυρώνει το δικαίωμα πληροφορικής αυτοδιάθεσης. Με την θέσπιση απαγόρευσης αξιοποίησης αποδεικτικού υλικού που αποκτήθηκε κατά παράβαση του άρθρου αυτού, ο νομοθέτης θέλησε κυρίως να διασφαλίσει την πληροφοριακή αυτοδιάθεση του ατόμου, ιδίως ενόψει των σημερινών τεχνολογικών μέσων, που επιτρέπουν την καταχώρηση, διάδοση αλλά και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και πληροφοριακών στοιχείων σε σύντομο χρόνο, κατά τρόπο που το άτομο δεν μπορεί να ελέγξει. Ως τέτοια δε δεδομένα θεωρούνται όχι μόνον εκείνα που αναφέρονται στην ιδιωτική ζωή, αλλά και εκείνα που προορίζονται για εξωτερίκευση στη δημόσια σφαίρα, ενώ, εξάλλου, η προστασία αναφέρεται όχι μόνο στην επεξεργασία των στοιχείων αυτών από κρατικό όργανα, αλλά και από ιδιώτες (ΣτΕ 1616/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το άτομο δικαιούται πλέον να ελέγχει και να καθορίζει τον τρόπο συλλογής και επεξεργασίας των πληροφοριών που το αφορούν, και τούτο, με την εγγύηση και συνδρομή μιας ανεξάρτητης αρχής επιφορτισμένης με αυτήν ακριβώς την αρμοδιότητα, της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα, η οποία περιλαμβάνεται στις πέντε ανεξάρτητες αρχές που κατοχυρώνει ρητά το Σύνταγμα. Σύμφωνα δε με τον ν.2472/1997, που ίσχυε κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης, "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", προστατευτέα προσωπικά δεδομένα είναι μόνον όσα αναφέρονται σε φυσικό πρόσωπα. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. δ' του άνω Ν.2472/1997, ως "επεξεργασία" Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα νοείται "κάθε εργασία ή σειρά εργασιών, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση, η αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή" (ΑΠ 474/2016, 1306/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτι περαιτέρω, το άρθρο 19 παρ.1 Σ προστατεύει το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης απόκρισης ή επικοινωνίας, Με τη συνταγματική προστασία του απορρήτου διασφαλίζεται η ελεύθερη επικοινωνία μεταξύ των πολιτών, χωρίς το φόβο άντλησης πληροφοριών από την επικοινωνία αυτή και την αξιοποίησή τους, εφόσον αυτοί δεν το επιθυμούν. Προσβολή του δικαιώματος συντελείται με κάθε μορφή παρακολούθησης, καταγραφής, αλλά και παρεμπόδισης κάθε μορφής επικοινωνίας που μπορεί να πραγματοποιήσει το άτομο. Η συνταγματική προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας ολοκληρώνεται με τη θέσπιση ποινικών κυρώσεων σε βάρος των παραβατών με το άρθρο 370 Α ΠΚ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κατοχυρώνεται απολύτως η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας με οποιοδήποτε τρόπο, όχι μόνον έναντι των δημοσίων οργάνων και επιχειρήσεων, αλλά και έναντι των ιδιωτών, εφόσον, κατά την έννοια των συνταγματικών αυτών διατάξεων της παραγράφου 2, με αυτές θεσπίζεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεως του απορρήτου της επικοινωνίας και έναντι των ιδιωτών (ΣτΕ 1091/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην έννοια του απορρήτου εμπίπτει κατ' αρχήν το περιεχόμενο της επικοινωνίας, με όποιο τρόπο και αν αυτή διεξάγεται. Αντικείμενο της συνταγματικής προστασίας δεν είναι το μήνυμα καθ' εαυτό (αυτό προστατεύεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την ελευθερία εκφράσεως και διαδόσεως της γνώμης), αλλά το απόρρητο του μηνύματος. Η προστασία του απορρήτου αφορά όχι μόνον τα γραπτά μηνύματα (επιστολές), αλλά και οποιαδήποτε μορφή ιδιωτικής, δηλαδή μη δημόσιας, επικοινωνίας, όπως τηλεγραφήματα, τηλεφωνήματα, τηλεομοιοτυπικά μηνύματα, ηλεκτρονικά μηνύματα (emails), που είναι η σύγχρονη μορφή των επιστολών. Και τούτο, είτε η επικοινωνία πραγματοποιείται από την κατοικία, είτε από τον χώρο εργασίας των επικοινωνούντων. Το άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος προστατεύει μόνο την "επικοινωνία σε οικειότητα και όχι την επικοινωνία σε δημοσιότητα". Αν και χαρακτηρίζεται ως "απόλυτο", το απόρρητο αίρεται κατά τους όρους που θέτει η ίδιο συνταγματική διάταξη. Κατά την κρατούσα στη θεωρία και νομολογία άποψη, η συνταγματική προστασία του απορρήτου εντοπίζεται κατά το στάδιο της επικοινωνίας, δηλαδή κατά τον χρόνο που αυτή πραγματοποιείται και λήγει με τη λήξη της. Η προστασία του απορρήτου τελειώνει από την στιγμή που ο παραλήπτης λάβει γνώση του περιεχομένου του μηνύματος. Από το χρονικό σημείο λήξης της επικοινωνίας και έπειτα κάθε στοιχείο (μήνυμα και εξωτερικά στοιχεία) μπορεί να εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της συνταγματικής προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων (άρθρα 9 και 9Α του Συντάγματος, αντιστοίχως), αλλά δεν καλύπτεται πλέον από την συνταγματική προστασία του απορρήτου. Τούτο δέχονται από παλιά η συνταγματική θεωρία και η νομολογία στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (βλ. ΟλΑΠ 1/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου και παραπομπές στη θεωρία). Έτσι και τα ηλεκτρονικά μηνύματα, που όπως προαναφέρθηκε εμπίπτουν και αυτά στο απόρρητο των ανταποκρίσεων, προστατεύονται κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 19 Συντάγματος μόνο κατά το στάδιο της επικοινωνίας. Μετά την ολοκλήρωσή της ηλεκτρονικά μηνύματα που διατηρεί ο αποστολέας ή ο παραλήπτης τους σε τυπωμένη μορφή ή στον υπολογιστή του, χωρίς χρήση κωδικού πρόσβασης δεν εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο του όρθρου 19 παρ. 1 Συντάγματος, αλλά σε εκείνο των διατάξεων 9 και 9 Α του Συντάγματος. Ειδικά για τα ηλεκτρονικά μηνύματα και το ότι αυτά δεν καλύπτονται από τις εγγυήσεις του απορρήτου, μετά την ανάγνωσή τους, έχει εκδοθεί η από 2.3.2006 απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία τα εν λόγω μηνύματα, από τη στιγμή που έχουν αποθηκευθεί στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του παραλήπτη τους δεν προστατεύονται από το απόρρητο των επικοινωνιών (άρθρο 10 παρ. 1 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης), αλλά με βάση το δικαίωμα του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού (άρθρο 1 παρ.1 και 2 παρ. 1 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης). Να σημειωθεί, τέλος, ότι στην υπ' αριθ. 6/2008 Γνωμοδότησή του ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δέχεται ότι ο σκληρός δίσκος ενός υπολογιστή δεν αποτελεί είδος επικοινωνίας και ότι, συνεπώς, τα στοιχεία, τα οποία βρίσκονται αποθηκευμένα στο σκληρό δίσκο ηλεκτρονικών υπολογιστών δεν εμπίπτουν στην προστατευτική σφαίρα του απορρήτου της επικοινωνίας (ΟλΑΠ 1/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, δεν είναι απόλυτα. Όπως και κάθε άλλο συνταγματικό δικαίωμα, μπορούν να περιορισθούν, αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος και αν η άσκησή τους προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων. Και τούτο, υπό τον όρο ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, την οποία το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος κατοχυρώνει πλέον ρητά, ορίζοντας "Τα δικαιώματα του ανθρώπου ...τελούν υπό την εγγύηση του κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί... πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το Νόμο... και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Εξάλλου, για να είναι νόμιμοι οι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων, θα πρέπει να είναι αντικειμενικοί και απρόσωποι και να προβλέπονται από τον νόμο, ο οποίος δεν χρειάζεται να είναι τυπικός. Τέλος, τα ατομικά δικαιώματα δεν προστατεύονται μόνον έναντι της πολιτείας και των οργάνων της, αλλά και έναντι ιδιωτών που τα προσβάλλουν, αφού πλέον, κατά την ως άνω παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου 25 του Συντάγματος, "τα δικαιώματα ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν". Πρόκειται για την λεγόμενη "τριτενέργεια" των συνταγματικών δικαιωμάτων, στην οποία εμπίπτει κατ' εξοχήν η σχέση εργοδότη και εργαζομένου. Κατά πάγια πλέον νομολογία, ο Άρειος Πάγος δέχεται ότι, κατ' αντιδιαστολή προς την προσωπική και ιδιωτική ζωή, η εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων του υπαλλήλου μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχων, οι οποίοι, εκτός εργασίας θα ήταν ανεπίτρεπτοι. Έτσι, όπως έχει κριθεί, είναι θεμιτή η μαγνητοσκόπηση ταμιών καταστήματος εν ώρα εργασίας, διότι η εργασία, την οποία αυτοί παρέχουν, υπόκειται στον έλεγχο του εργοδότη, δεδομένου ότι η παραπάνω μαγνητοσκόπηση δεν ανάγεται στην σφαίρα της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής των εργαζομένων (ΑΠ 874/2004, η οποία αφορά υπόθεση υπεξαίρεσης χρημάτων από το παγκάρι του ιερού ναού προσκυνήματος ...). Προς την ίδια κατεύθυνση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει κρίνει, ότι στο πλαίσιο της λειτουργίας της Επιχείρησης και, ειδικότερα, στον χώρο εργασίας είναι επιτρεπτές πιο εκτεταμένες επεμβάσεις στην ιδιωτική ζωή των εργαζομένων απ' ό,τι εκτός αυτού. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 εδ. α', β' και γ' του ν.2472/1997, τα Δεδομένα Προσωπικού Χαρακτήρα "για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους σαφείς και νόμιμους σκοπούς, και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών, β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας.". Ο σκοπός της συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων επιτρέπεται αποκλειστικά καταρχήν για τους σκοπούς που συνδέονται άμεσα με τη σχέση απασχόλησης και την οργάνωση της εργασίας. Η διαπίστωση της "συμβατότητας" μεταξύ της συλλεγόμενης πληροφορίας και της σχέσης απασχόλησης δεν μπορεί να γίνει σε αφηρημένη βάση, αλλά θα πρέπει να γίνεται κάθε φορά στάθμιση in concreto των συμφερόντων των εργαζομένων και των δικαιωμάτων των εργοδοτών, λαμβάνοντας υπόψη ζητήματα, όπως το είδος της εργασίας, για την οποία γίνεται η συλλογή και επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων ή το εάν η συλλογή και επεξεργασία γίνεται κατά το στάδιο της πρόσληψης ή το στάδιο της λειτουργίας της σχέσης εργασίας. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά χρειάζονται, ενόψει των σκοπών επεξεργασίας. Η συλλογή και επεξεργασία πρέπει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να επεμβαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο στην προσωπική ζωή του εργαζομένου, με ηπιότερα μέσα επίτευξης του σκοπού, για τον οποίο συγκεντρώνονται οι πληροφορίες. Για να είναι νόμιμη η επεξεργασία θα πρέπει να διενεργείται για τον σκοπό για τη θεραπεία του οποίου αποσκοπεί και όχι για άλλο σκοπό (ΣτΕ 1616/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, το άρθρο 5 παρ. 1 του ως άνω ν.2472/1997 ορίζει: "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του". Ο θεμελιώδης όμως αυτός κανόνας, ότι δηλαδή δεν επιτρέπεται η συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου, δεν είναι απόλυτος. Έτσι, ο ίδιος ο ν.2472/1997 - ο οποίος επαναλαμβάνει, εν προκειμένω, την τότε ισχύουσα κοινοτική Οδηγία 95/46/ΕΚ - ορίζει στο άρθρο 5 παρ. 2α έως ε' ότι, κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, χωρίς την συγκατάθεση του υποκειμένου, οσάκις αυτή "είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων, στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών". Έτσι η προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν εξικνείται μέχρι της πλήρους απαγορεύσεως της επεξεργασίας τους αλλά στη θέσπιση όρων και προϋποθέσεων, υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η επεξεργασία τους, ούτως ώστε να επιτευχθεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος αυτού και της ικανοποιήσεως και άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων (ΣτΕ 1616/2012, ΣτΕ 2254/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και συνταγματικών αρχών, όπως είναι το δικαίωμα της έννομης προστασίας (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος) και οι αρχές της εύρυθμης λειτουργίας του κράτους και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης. Όπως έχει κρίνει κατ' επανάληψη η Αρχή Προστασίας προσωπικών Δεδομένων, η χρήση ενώπιον δικαστηρίου προσωπικών δεδομένων που έχουν συλλεχθεί, χωρίς προηγούμενη συναίνεση του ενδιαφερομένου, είναι θεμιτή, εφόσον "ο επιδιωκόμενος σκοπός της προάσπισης των δικαιωμάτων δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα" (βλ.σχ. ΟλΑΠ 1/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α.Π.Δ.Π.Χ. 8/2005, 9/2005, 57/2009). Εξάλλου, ο Κανονισμός 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 "για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)" τέθηκε σε ισχύ στις 25 Μάιου του 2018, με διττό στόχο: την ενίσχυση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των πολιτών και την ανεμπόδιστη διακίνηση των δεδομένων αυτών. Στη σκέψη 4 του Προοιμίου αυτού επισημαίνεται, ότι "το δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων δεν είναι απόλυτο δικαίωμα - πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία και να σταθμίζεται με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Ο παρών κανονισμός σέβεται όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις ελευθερίες και αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη, όπως κατοχυρώνονται στις Συνθήκες, ιδίως τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και των επικοινωνιών, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την ελευθερία σκέψης συνείδησης και θρησκείας την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου και την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία". Υπό αυτήν την έννοια, το δικαίωμα στην προστασία προσωπικών δεδομένων δεν είναι ένα απόλυτο δικαίωμα και συνεπώς δεν πρέπει να δίδεται προβάδισμα μόνο στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όταν επί τάπητος υπάρχουν άλλα αντικρουόμενα συνταγματικώς προστατευόμενα έννομα αγαθά, όπως η πρόσβαση στη δικαιοσύνη και η χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, ειδικότερα δε, κατά την προστασία των προσωπικών δεδομένων, ο εφαρμοστής του δικαίου πρέπει να εξισορροπήσει τα συγκρουόμενα συνταγματικά αγαθά επί τη βάσει της αρχής της αναλογικότητας. Στα πλαίσια αυτά γίνεται δεκτό, ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των όρθρων 1, 2, 3 παρ.1,4 παρ.1, 5 παρ.1 στοιχ. ε, 7 παρ.2 δ στοιχ. γ του ν.2472/1997, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 177, 217, 251, 358, 575 Κ.Ποιν.Δ., είναι δυνατόν να προσαχθούν και να αναγνωσθούν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου έγγραφα που άπτονται των προσωπικών ή και ευαίσθητων δεδομένων, προκειμένου να αναζητηθεί και ευρεθεί η ουσιαστική αλήθεια της υπόθεσης (ΑΠ 1520/2017, ΑΠ 49/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Να σημειωθεί δε, ότι οι από το άρθρο 22 παρ. 4 ν.2472/1997 ποινικές κυρώσεις ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεών του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Στα πλαίσια αυτά, γίνεται δεκτό ότι δεν στοιχειοθετείται κατ' αντικείμενο το προβλεπόμενο στο ως άνω άρθρο αδίκημα, όταν ο φερόμενος ως δράστης δεν ερεύνησε ο ίδιος κάποιο αρχείο ή δεν του μετέδωσε τις αποτελούσες προσωπικό δεδομένο πληροφορίες τρίτος που επενέβη σε αρχείο, αλλά τις γνωρίζει από μόνος του (ΑΠ 1520/2017, ΑΠ 474/2016, ΑΠ 1372/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, προστατευόμενο έννομο αγαθό στο άρθρο 370Α ΠΚ είναι το δικαίωμα της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας, δηλαδή το δικαίωμα του καθενός να αποφασίζει ποιες περιστάσεις από την επικοινωνία του, πότε, υπό ποιες προϋποθέσεις και σε ποιους θα αποκαλυφθούν και θα γίνουν γνωστές. Σκοπός του νόμου είναι η προστασία της ιδιωτικής ζωής, τόσο από αθέμιτες τεχνικές εισβολές που πραγματοποιούνται με την παρακολούθηση ή την αποτύπωση του προφορικού λόγου σε μαγνητοταινία ή βιντεοταινία ή με άλλες πράξεις αδιακρισίας που είναι ικανές να επιφέρουν βλάβη στην προσωπικότητα και να μειώσουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, όσο και από τη φανέρωση πληροφοριών που αποκτήθηκαν με τις παραπάνω πράξεις. Ως παραβίαση του απορρήτου της επικοινωνίας νοείται η παραβίαση της μυστικότητάς της και επομένως η λήψη γνώσης του περιεχομένου της ή και των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας, όταν αυτά είναι απόρρητα. Το απόρρητο προσδιορίζεται υποκειμενικά και αντικειμενικά. Υποκειμενικά ο φορέας του σχετικού δικαιώματος προσδιορίζει ό,τι θέλει και σε όση έκταση θέλει να κρατήσει μυστικό από τους άλλους. Αντικειμενικά προσδιορίζεται από το χώρο και τον τρόπο που φυλάσσεται το απόρρητο, ανεξάρτητα από τη βούληση του δικαιούχου. Απόρρητο είναι τελικά ο,τιδήποτε ο φορέας του έχει εύλογο συμφέρον να αντιμετωπίζει ως τέτοιο με τα μέτρα που λαμβάνει. Έτσι επαφίεται στο φορέα του απορρήτου να προσδιορίζει, κατ' αρχήν μόνον αυτός, εκείνο που αντιλαμβάνεται ως περιεχόμενο του ιδιωτικού βίου. Αφετέρου όμως, τίθενται και κάποιοι αντικειμενικοί φραγμοί από την έννομη τάξη στον τρόπο, με τον οποίο ο φορέας του απορρήτου αντιμετωπίζει το περιεχόμενό του, αφού αυτός δεν αρκεί απλώς να ισχυρίζεται την ύπαρξή του, αλλά επιπλέον απαιτείται να λαμβάνει κάποια αντικειμενικώς πρόσφορα μέτρα για τη διαφύλαξή του, επιπροσθέτως δε πρέπει η έννομη τάξη να αξιολογεί ως εύλογο, σε τελευταία ανάλυση, το συμφέρον του να προστατεύσει το απόρρητο του ιδιωτικού του κλπ βίου και επομένως και της επικοινωνίας του. Στο άρθρο 370 Α ΠΚ περιέχονται πέντε μορφές τέλεσης του εγκλήματος της παραβίασης απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και προφορικής συνομιλίας. Ειδικότερα, στην παράγραφο 1, η οποία αφορά την τηλεφωνική επικοινωνία, τυποποιείται: α) η παγίδευση ή με οποιονδήποτε τρόπο επέμβαση σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών με σκοπό την πληροφόρηση ή αποτύπωση σε υλικό φορέα του περιεχομένου της τηλεφωνικής συνδιάλεξης (παρ. 1 εδ. α) και β) η αποτύπωση του περιεχομένου της τηλεφωνικής επικοινωνίας του δράστη με άλλον (παρ.1 εδ. β). Από την άλλη πλευρά στην παρ. 2, η οποία αφορά την προφορική συνομιλία τυποποιείται: γ) η παρακολούθηση με ειδικά τεχνικά μέσα προφορικής συνομιλίας τρίτων ή η αποτύπωση της σε υλικό φορέα μη δημόσιας πράξης άλλου (παρ. 2 εδ. α) και δ) η αποτύπωση του περιεχομένου της συνομιλίας του δράστη με άλλον (παρ. 2 εδ. β). Τέλος, στην παράγραφο 3 τυποποιείται ε) η χρήση της πληροφορίας ή του υλικού φορέα που αποκτήθηκε κατά παράβαση των παρ. 1 και 2. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 370Γ παρ. 2 του προισχύσαντος Π.Κ. και 370 Δ παρ.2 του ήδη ισχύοντος ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του τυποποιουμένου σ' αυτήν εγκλήματος απαιτείται η πρόσβαση στα στοιχεία που μεταδίδονται με συστήματα πληροφοριών να γίνεται χωρίς δικαίωμα και δη με την παραβίαση των απαγορεύσεων ή μέτρων ασφαλείας που έχει θέσει ο νόμιμος κάτοχος όπως μεταξύ άλλων η καθιέρωση κωδικού (password), που καταδεικνύει τη βούληση του κατόχου να αποκλείσει άλλους από την πρόσβαση σ' αυτά.
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο κατά το πρώτο σκέλος αυτού αμφοτέρων των αιτήσεων αναιρέσεως, τόσο η αναιρεσείουσα Β. Τ., όσο και η αναιρεσείουσα Θ. Κ. ισχυρίζονται, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω της χρησιμοποίησης, παρά την εναντίωσή τους, απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου (αποκτηθέντος με αξιόποινες πράξεις), ήτοι ότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπ' όψη του, για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση για την πράξη της νόθευσης και υπεξαγωγής υπηρεσιακών εγγράφων, παράνομα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα επτά (7) εκτυπώσεις από συνομιλίες, οι οποίες φέρονται να έγιναν μεταξύ των δύο κατηγορουμένων μέσω της εφαρμογής "messenger" του μέσου κοινωνικής δικτύωσης "facebook", παρά την προβολή εκ μέρους τους ενστάσεως περί μη ανάγνωσης και μη αποδεικτικής αξιοποίησης του εν λόγω αποδεικτικού μέσου (αναγνωστέου υπ' αριθμ. 110 εγγράφου). Ο λόγος αυτός, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος, καθόσον οι επικαλούμενες επτά (7) εκτυπώσεις από συνομιλίες, οι οποίες φέρονται να έγιναν μεταξύ των δύο κατηγορουμένων μέσω της εφαρμογής "messenger" του μέσου κοινωνικής δικτύωσης "facebook" είναι νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία και ορθώς αξιοποιήθηκαν ως αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας από το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, κατά την αιτιολόγηση της απόρριψης της σχετικής ενστάσεως (αιτιολόγηση του 1ου λόγου αμφοτέρων των αναιρέσεων), η συλλογή και η επεξεργασία των επίμαχων στοιχείων έγινε στην προκείμενη περίπτωση με τη λιγότερη δυνατή επέμβαση στην προσωπική ζωή των κατηγορουμένων και με τα ηπιότερα δυνατά μέσα επίτευξης του προαναφερόμενου σκοπού, τηρούμενης της απαιτούμενης σχέσης αναλογικότητας, καθώς δεν υπήρξε αλλά ούτε και προέκυψε τυχόν διερεύνηση προσωπικού υπολογιστή των κατηγορουμένων, παρά αντιθέτως οι σχετικές πληροφορίες ανευρέθησαν σε υπηρεσιακό ηλεκτρονικό υπολογιστή που διέθεσε η υπηρεσία σε τρίτον υπάλληλο και όχι στις ίδιες, η δε ανάκτηση των εν λόγω πληροφοριών δεν έλαβε χώρα με τη χρήση τεθέντων κωδικών χρήστη ή πρόσβασης, αλλά η σχετική ηλεκτρονική συνομιλία κατέστη προσιτή σε κάθε τρίτο υπάλληλο από τη διατήρηση του επίμαχου προφίλ της πρώτης κατηγορουμένης στη διαδικτυακή πλατφόρμα Facebook ενεργού σε κάθε μεταγενέστερη σύνδεση αυτής στο διαδίκτυο και τη σχετική ιστοσελίδα, με αποτέλεσμα, να μην υφίσταται παράβαση του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, σημειουμένου ότι από το όρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ δεν προκύπτει κανόνας αυτόματου αποκλεισμού από την ποινική διαδικασία των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, ως αβασίμως ισχυρίζονται οι κατηγορούμενες, επικαλούμενες παραβίαση του δικαιώματός τους σε δίκαιη δίκη. Εξάλλου, η επεξεργασία και χρήση των σχετικών πληροφοριών έλαβε χώρα αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό για τη θεραπεία του οποίου αποσκοπούσαν και όχι για οιονδήποτε έτερο, καθόσον προσκομίστηκαν στον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης με σκοπό την ενημέρωση τούτου περί της πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων των κατηγορουμένων και της ενδεχόμενης εκ μέρους τους τέλεσης αξιοποίνων πράξεων κατά την ενάσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων. Τέλος, εν προκειμένω δεν συντρέχει περίπτωση ανεπίτρεπτης από το νόμο επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, καθόσον, κατά την παράγραφο 2 περ. β του άρθρου 3 του νόμου 2472/1997, οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις δικαστικές - εισαγγελικές αρχές και τις υπηρεσίες που ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία τους στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης ή για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας τους με σκοπό τη βεβαίωση εγκλημάτων, που τιμωρούνται ως κακουργήματα ή πλημμελήματα με δόλο. Εξάλλου, το Δικαστήριο της ουσίας, για τον σχηματισμό της κρίσης του ως προς την ενοχή των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειουσών, δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στις συγκεκριμένες εκτυπώσεις συνομιλιών, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, αλλά και σε αυτές σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα, αναφερόμενα στο σκεπτικό, αποδεικτικά μέσα.
Συνεπώς, η αποδεικτική αξιοποίηση και συναξιολόγηση από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικτικά μέσα, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέφερε, όπως ορθά έκρινε και το εν λόγω Δικαστήριο, απορρίπτοντας με την ίδια αιτιολογία τη σχετική ένσταση-αίτημα των κατηγορουμένων - αναιρεσειουσών, περί μη λήψης υπόψη των προαναφερόμενων εκτυπώσεων συνομιλιών.
Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 174 παρ. 1 εδαφ. β' του ισχύοντος Κ.Ποιν.Δ., ορίζεται ότι "Αν η απόλυτη ακυρότητα αναφέρεται σε πράξεις της προδικασίας μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως ή να προταθεί ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο.", έχει δε ανάλογο περιεχόμενο με την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 173 παρ. 2 του εν λόγω κώδικα. Κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύριας και της προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι, κατ'άρθρ.171 παρ.1 του ανωτέρω Κώδικα, απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτονται, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπάγγελτα, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη αυτών είναι το δικαστικό συμβούλιο. Αν οι ακυρότητες αυτές προτάθηκαν και απορρίφθηκαν από το δικαστικό συμβούλιο δεν μπορούν να επαναφερθούν και να προταθούν και πάλι ενώπιον του δικαστηρίου που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας, αφού τούτο δεν έχει αρμοδιότητα να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας. Ούτε έχει την εξουσία το δικαστήριο να παραπέμψει πάλι την υπόθεση στην ανάκριση προκειμένου να επαναληφθεί η ακύρως διενεργηθείσα ανακριτική πράξη (Ολ ΑΠ 1/2008).
Αμφότερες οι αναιρεσείουσες, η μεν Β. Τ. με τον δεύτερο λόγο κατά το δεύτερο σκέλος αυτού της αναιρέσεώς της, η δε Θ. Κ. με τον δεύτερο λόγο κατά τα δεύτερο και τρίτο σκέλη της αναιρέσεώς της, ισχυρίζονται ότι έχει επέλθει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθότι το Δικαστήριο της ουσίας εδέχθη ως αποδεικτικό στοιχείο της εις βάρος τους κατηγορίας μη νομίμως ληφθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα ότι η εις βάρος τους κατηγορία προέκυψε βάσει ευρημάτων διενεργηθεισών έξι ερευνών κατά τις ημερομηνίες 4.10.2017, 14.10.2017, 2812.2017, 16.1.2018 και 26.1.2018 στο χώρο της Εισαγγελίας και δη στα προσωπικά τους ερμάρια και συρτάρια, στα γραφεία και ερμάρια του Εισαγγελέα και στο αρχείο της υπηρεσίας, χωρίς τα εχέγγυα προστασίας των δικαιωμάτων υπερασπίσεώς τους και άνευ συντάξεως εκθέσεων περί των ερευνών, καθώς και της κατασχέσεως των τυχόν ευρεθέντων, άνευ παρουσίας των ιδίων κατά την διενέργεια των ερευνών και άνευ παρουσίας εισαγγελικού λειτουργού. Με τα παραπάνω, οι αναιρεσείουσες, με τον προεκτεθέντα λόγο των δικογράφων των αναιρέσεών τους, προβάλλουν απόλυτη ακυρότητα, η οποία αναφέρεται σε άκυρες πράξεις της προδικασίας και συγκεκριμένα απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργήθηκε κατά τις διενεργηθείσες έρευνες που προηγήθηκαν της παραπομπής των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και όχι της διαδικασίας στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ως επικαλούνται. Όμως, η από τις αναφερόμενες παραλείψεις δημιουργούμενη απόλυτη ακυρότητα και υπό την εκδοχή ότι πράγματι εμφιλοχώρησε τέτοια, ανάγεται στην προδικασία και, ως τέτοια, έπρεπε να προταθεί μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο και όχι το πρώτον ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αφού η ακυρότητα αυτή, κατά το άρθρ. 173 παρ. 2 (και ήδη 174 παρ. 1 εδ. β') και 174 παρ. 1 (και ήδη 175 παρ. 1) του Κ. Ποιν.Δ., έχει πλέον καλυφθεί. Πέραν του ότι ο ως άνω ισχυρισμός τους στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον οι επικαλούμενες έρευνες, δεν συνιστούν έρευνα, κατά την έννοια του άρθρου 253 Κ.Ποιν.Δ., ώστε να συντρέχει λόγος τήρησης των σχετικών διατυπώσεων, καθόσον δεν έλαβαν χώρα στην κατοικία των κατηγορουμένων ή σε άλλους ιδιωτικούς τους χώρους, αλλά διεξήχθησαν υπηρεσιακοί έλεγχοι σε χώρους της υπηρεσίας (γραφεία, συρτάρια και ερμάρια), με εντολή μάλιστα του Προϊσταμένου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, στα οποία έχει αυτονόητα πρόσβαση ο εκάστοτε εισαγγελικός λειτουργός στο πλαίσιο των καθηκόντων του". Επομένως, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας πράξεων αναγόμενων στην προδικασία, από το άρθρ. 171 του Κ.Ποιν.Δ., μη δυνάμενος να θεμελιώσει λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρ. 510 παρ. 1 του αυτού Κώδικα και ιδία του υπό στοιχ. Α' λόγου, είναι αβάσιμος. Ορθώς δε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στο οποίο υπεβλήθη κατά τη συζήτηση της υποθέσεως σχετική ένσταση, και παρόλο που δεν αποτελούσε ειδικό λόγο της εφέσεως των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων και είχε υποβληθεί απαραδέκτως, σύμφωνα με το ισχύον κατά το χρόνο εκδικάσεως της υποθέσεως άρθρο 502 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. ("2. Σε κάθε περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι"), και, ως εκ τούτου, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτήν, το τελευταίο απάντησε και την απέρριψε με την ίδια ως άνω αιτιολογία. Κατά το αρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, όπως προεκτέθηκε, αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία υπάρχει, όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στην αληθινή έννοια της, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, το οποίο, αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Περαιτέρω από τα άρθρα 111, 112 και 113 του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ (ταυτοσήμου περιεχομένου με τις αντίστοιχες διατάξεις του προϊσχύσαντος Π.Κ.), προκύπτει ότι το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου περί πλημμελημάτων είναι πενταετής, αρχόμενη από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία αυτή αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τα τρία έτη. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 309 παρ. 1β' (ήδη 310 παρ.1β'), 370 εδ. β' (ήδη 368 εδ. β') και 511 Κ.Ποιν.Δ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ο οποίος, διαπιστώνοντας την συμπλήρωση της παραγραφής, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 εδ. β' (ήδη 368 εδ.β') Κ.Ποιν.Δ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 17 του ΠΚ, ως χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, ενώ είναι αδιάφορος ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα. Ο ακριβής καθορισμός του χρόνου τέλεσης της αξιόποινης πράξης στην καταδικαστική απόφαση είναι αναγκαίος, εκτός άλλων, και για τον υπολογισμό του χρόνου της παραγραφής, σε περίπτωση που ανακύπτει ζήτημα παραγραφής και άρα εξάλειψης, λόγω αυτής, του αξιόποινου της πράξης μέχρι και της εκδίκασης της αναίρεσης ή και έκδοσης επ' αυτής απόφασης του Αρείου Πάγου. Προκειμένου για αξιόποινη πράξη που τελέστηκε κατ' εξακολούθηση ή για αξιόποινες πράξεις που τελέστηκαν κατά συρροή και που στην πρώτη περίπτωση, κατά τα άρθρα 94 και 98 του ΠΚ, οι μερικότερες πράξεις διατηρούν την αυτοτέλειά τους και η παραγραφή της κάθε μιάς αρχίζει από την ημέρα της τέλεσής της, πρέπει να προσδιορίζεται ο χρόνος τέλεσης της κάθε μίας από τις μερικότερες πράξεις, ώστε να μπορεί ο 'Αρειος Πάγος να κρίνει και για την παραγραφή τους, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, διαφορετικά, αν δηλαδή ο χρόνος τέλεσης της πράξης δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια, η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε Κ.Ποιν.Δ..
Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, που δίκασε εφέσεις των ήδη αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων, καθώς και την έφεση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, απολογίες των κατηγορουμένων), όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, μεταξύ άλλων, τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: "... ο χρόνος τέλεσης των επίδικων πράξεων (με στοιχεία Α.
ΙΙ. 2, 3, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 18, 19 και 21, Α.

ΙΙΙ. 3, 4, 7, 10, 12, 14, 16, 17, 18, 19, 20, 23, 26, 27, 28, 29, 30, 32, 33, Α.
ΙV. 1, 2, 9, Α.V 5,7, Α.VI. 3, 4, Α.Χ.) ... ο οποίος, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προκύπτει, ότι δεν μπορεί να προσδιορισθεί επακριβώς, είναι το νωρίτερο η 11.3.2015, οπότε και μεταβλήθηκαν τα καθήκοντα της πρώτης κατηγορουμένης, καθόσον έπαυσε να υπηρετεί στο Τμήμα ανακριτικών δικογραφιών και βουλευμάτων και κατ' αναπλήρωση στο Τμήμα Μηνύσεων και περαιωμένων δικογραφιών (ούσα επιφορτισμένη και με το αντικείμενο των διατάξεων ανακριτή, της κατάρτισης των Πινάκων και Στατιστικών στοιχείων της Υπηρεσίας, της αναπλήρωσης του Τμήματος Μηνύσεων και περαιωμένων δικογραφιών, της εξυπηρέτησης του κοινού και ως υπεύθυνη μηχανογραφικής εφαρμογής Υπηρεσίας) και πλέον υπηρετούσε στο Τμήμα σύνταξης και καθαρογραφής κατηγορητηρίων αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και όχι ο χρόνος που για κάθε επίδικη δικογραφία ή έγγραφο ολοκληρώθηκε η δικονομική επεξεργασία από τον εκάστοτε Εισαγγελέα και περιήλθε στην κατοχή τους, καθόσον κρίσιμος χρόνος τέλεσης της πράξης είναι αυτός της απόκρυψης των εν γένει εγγράφων, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη ή εξόχως δυσχερής η ανεύρεσή τους έστω και προσωρινά, σημειουμένου επιπλέον ότι μία ποινική δίωξη πρέπει να περατώνεται με νόμιμο τρόπο, ανεξαρτήτως τυχόν παραγραφής του αδικήματος, συνεπώς ακόμη και εάν είχε παραγραφεί ένα αδίκημα, η δικογραφία όφειλε να ακολουθήσει τη δικονομική της πορεία, ώστε να περατωθεί η δίωξη με έναν από τους προβλεπόμενους από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τρόπους. Κατά τον παραπάνω χρόνο το νωρίτερο (11.3.2015) και εφεξής όταν η πρώτη κατηγορουμένη μετακινήθηκε σε άλλο γραφείο της Εισαγγελίας και έπαυσαν οι κατηγορούμενες να ασχολούνται από κοινού με τα ίδια αντικείμενα και να αλληλοκαλύπτονται και ως εκ τούτου προέκυψε κίνδυνος να διαπιστωθεί από άλλον υπάλληλο της Εισαγγελίας που θα αναλάμβανε το αντικείμενο εργασίας της πρώτης κατηγορουμένης η μη διεκπεραίωση των εκκρεμουσών δικογραφιών και εγγράφων, οι κατηγορούμενες εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να υπεξαγάγουν τις επίδικες δικογραφίες και έγγραφα, τα οποία κατείχαν ήδη και εκκρεμούσε η διεκπεραίωσής τους, ήτοι να τις αποκρύψουν είτε εντός είτε εκτός του γραφείου τους κατά τρόπο που να καθίσταται δύσκολη, έως και ανέφικτη, η ανεύρεσή τους έστω και προσωρινά...". Σύμφωνα με τα παραπάνω, το δικάσαν Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε αιτιολογημένα, ότι χρόνος τέλεσης της αποδιδόμενης πράξης της υπεξαγωγής των επίδικων εγγράφων είναι το νωρίτερο η 11.3.2015 και απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό περί παραγραφής, ως αβάσιμο. Κατόπιν τούτων, απορριπτέα ως αβάσιμη κρίνεται και η αιτίαση των αναιρεσειουσών, ότι το αξιόποινο δεκαπέντε περιπτώσεων της πράξης τους, για την οποία αυτές καταδικάσθηκαν, έχει εξαλειφθεί, αφού αυτή στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση, ότι χρόνος τέλεσης των πράξεων, για τις οποίες κρίθηκαν ένοχες οι αναιρεσείουσες, είναι οι ημεροχρονολογίες 26.10.2012, 10.9.2012, 28.1.2010, 23.10.2007, 7.12.2010, 19.10.2010, 25.10.2011, 2010, 25.2.2013, 28.9.2007, 2009, 2013, 21.3.2013, 31.12.2012 και 15.1.2009, προϋπόθεση όμως αντίθετη με τις παραπάνω παραδοχές του δικάσαντος Δικαστηρίου, που, όπως προαναφέρθηκε, δέχτηκε ως χρόνο τέλεσης της τελεσθείσας από τις αναιρεσείουσες αξιόποινης πράξης την 11.3.2015 και εφεξής. Και κατ' ακολουθίαν, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ. τρίτος λόγος των κρινόμενων αιτήσεων αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων περί παραγραφής είναι αβάσιμος. Κατόπιν των ανωτέρω, απορρίπτονται όλοι οι αναιρετικοί λόγοι που αφορούν στην ενοχή των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν.4619/2019 και ισχύοντος από την 1η.7.2019 (άρθρο δεύτερο του Ν.4619/2019) νέου Ποινικού Κώδικα, "αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου". Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή επιεικέστερος είναι ο νόμος, που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αυτό δε που ενδιαφέρει δεν είναι, εάν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι' αυτόν και δεν αποκλείεται στη συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος νόμος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται, αφενός ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή. Περαιτέρω, εάν από τη σύγκριση των περισσότερων διατάξεων προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη, λαμβάνεται κατ' αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε στερητικών της ελευθερίας ποινών κάθειρξης, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 511 του κυρωθέντος με το Ν.4620/2019, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 περ. 8 του Ν.4637/2019, ΦΕΚ 180/α/18.11.2019 "Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις", και ισχύοντος από την 18η.11.2019 νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, "Αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, όλους τους λόγους της αναίρεσης που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 510, εκτός από τον προβλεπόμενο στο στοιχ. Β. Δεν επιτρέπεται όμως να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου. Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ο Άρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη το δεδικασμένο και, αν κριθεί και ένας βάσιμος λόγος, και την παραγραφή που επήλθαν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επίσης, αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευσή της." Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 511 εδ. τελ. και 514 εδ. τελ. Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι στην περίπτωση που μετά την δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, όσον αφορά τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή και την προβλεπόμενη ποινή, κύρια ή παρεπόμενη, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει και αυτεπάγγελτα, κατ' άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της τελευταίας. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 59 του νέου ΠΚ, που ορίζει τις παρεπόμενες ποινές, προκύπτει ότι μεταξύ αυτών δεν περιλαμβάνεται η ποινή της αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων, που προβλεπόταν από τις διατάξεις των άρθρων 59 έως 61 του προϊσχύσαντος ΠΚ, η οποία καταργήθηκε, γιατί κρίθηκε πλέον ως παρωχημένη (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 4619/19, άρθρο 59).
Συνεπώς, συντρέχει περίπτωση επιεικέστερου νόμου ως προς την παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων για την πράξη της παράβασης του άρθρου 242 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παρεπόμενη αυτή ποινή καταργήθηκε. Συνακόλουθα, εφόσον οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως είναι παραδεκτές, πρέπει να αναιρεθεί, αυτεπαγγέλτως, εν μέρει η προμνησθείσα προσβαλλόμενη απόφαση μόνον ως προς τη διάταξή της περί επιβολής στις κατηγορούμενες της παρεπόμενης ποινής της αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων τους για ένα (1) έτος, την οποία πρέπει να απαλείψει ο Άρειος Πάγος, μη συντρέχουσας περίπτωσης παραπομπής στο Δικαστήριο της ουσίας κατά τούτο, ελλείψει αντικειμένου περαιτέρω έρευνας, ενώ κατά τα λοιπά οι παραπάνω αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθ. 309/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, μόνο ως προς την καταγνωσθείσα στις κατηγορούμενες παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων τους για ένα (1) έτος. Απαλείφει από την προσβαλλόμενη απόφαση τη διάταξη που επιβάλλει στις κατηγορούμενες αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων τους για ένα (1) έτος.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά τις από 01.11.2019 αιτήσεις των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων Β. Τ. του Φ., κατοίκου ... (οδός ...) και Θ. Κ. του Ν., κατοίκου επίσης ...(οδός ...), για αναίρεση της υπ' αριθμ. 309/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2020.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Αυγούστου 2020. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή