Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 351 / 2014    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 351/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου Α. Π. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Εμμανουηλίδη, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 870/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Χ. Π. του Γ., που δεν παρέστη στο ακροατήριο.

Το Τριμελές Εφετείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Ιουλίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1006/2013.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε: 1) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά α) με την καταδίκη του αναιρεσείοντα για την μερικότερη πράξη της παραβάσεως καθήκοντος, που φέρεται ότι τελέστηκε στις 22-2-2006, β) με την επιβολή ποινής για την άλλη, εναπομείνασα, πλέον, μερικότερη πράξη της παράβασης καθήκοντος (με χρόνο τελέσεως 7-12-2006) και γ) τον καθορισμό της συνολικής ποινής, 2) να κηρυχθεί αθώος για την αναφερόμενη μερικότερη πράξη της παράβασης καθήκοντος που φέρεται ότι τέλεσε στις 22-2-2006, 3) να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση και 4) να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αναίρεση.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 242 §1 ΠΚ, υπάλληλος που στα καθήκοντα του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημοσίων εγγράφων, αν σε τέτοιο έγγραφο βεβαιώνει με πρόθεση, ψευδώς, περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Για την αντικειμενική και υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως, (διανοητικής πλαστογραφίας), που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία και όχι περί τα υπομνήματα, απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' και 263α' ΠΚ, αρμόδιος καθ' ύλη και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα όρια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, β) έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' ΠΚ. Η έννοια του δημοσίου εγγράφου δεν προσδιορίζεται σε διάταξη του ΠΚ, γι' αυτό έχει εφαρμογή και στο ποινικό δίκαιο το άρθρο 13γ' ΠΚ και 438 ΚΠολΔ, κατά την έννοια του οποίου δημόσιο έγγραφο είναι, αυτό που συντάχθηκε από αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο για τη σύνταξη ή την έκδοση του εγγράφου δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό έναντι πάντων, το οποίο έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη, για ότι βεβαιώνεται στο περιεχόμενο του και βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Έννομες συνέπειες υπάρχουν, όταν το έγγραφο έχει τη νομική δυνατότητα να αποδεικνύει τη γένεση, ύπαρξη, διατήρηση, αλλοίωση ή απώλεια ενός δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως, ανεξαρτήτως αν οι ίδιες έννομες συνέπειες θα μπορούσαν να επέλθουν με τη βεβαίωση στο έγγραφο της πραγματικής καταστάσεως. Θεωρείται δε ψευδές εκείνο το περιστατικό που είτε δεν συνέβη, είτε κατ' άλλον παρά τον αναγραφόμενο τρόπο έλαβε ύπαρξη και γ) δόλος του δράστη που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση βεβαιώσεως ψευδών εξ αντικειμένου περιστατικών, που μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 259 του ίδιου Κώδικα, υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του πλημμελήματος της παραβάσεως καθήκοντος, ενεργητικό υποκείμενο του οποίου μπορεί να είναι μόνον ο υπάλληλος κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου 13α του Ποινικού Κώδικα, απαιτούνται: 1) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται από τον νόμο ή διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου, 2) δόλος του δράστη, που περιέχει τη θέληση παραβάσεως του υπηρεσιακού καθήκοντος και 3) σκοπός παράνομης ωφέλειας ή βλάβης του κράτους ή κάποιου άλλου, χωρίς να προσαπαιτείται και η επίτευξη του ως άνω σκοπού. Η σκοπούμενη παράνομη ωφέλεια ή βλάβη μπορεί να είναι υλική ή ηθική. Κατά την ρητή επιταγή του άρθρου αυτού, η προβλέπουσα το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος διάταξη είναι επικουρική, εφαρμοζόμενη μόνο όταν η παράβαση δεν τιμωρείται δι' άλλης ποινικής διατάξεως. Επομένως, δεν υπάρχει αληθής, αλλά φαινόμενη κατ' ιδέαν συρροή μεταξύ των δύο αυτών αξιοποίνων πράξεων, όταν τα θεμελιούντα το αδίκημα της παραβάσεως καθήκοντος περιστατικά ταυτίζονται με εκείνα της ψευδούς βεβαιώσεως (ΑΠ 820/2010).
Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Εξάλλου, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαίωση δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα. Το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπ' όψη όλα τα άλλα. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Όσο αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 Π.Κ., για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος συνίσταται σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 ΠΚ, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν υπάρχει ανάγκη δε για την αιτιολόγηση του ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών που προκύπτει απ' αυτή, όταν ο νόμος δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία που δε συμβαίνει για το ανωτέρω αδίκημα. Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν, ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Λάρισας, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, των αξιοποίνων πράξεων της παραβάσεως καθήκοντος κατ' εξακολούθηση και της ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, αυτό, (δευτεροβάθμιο Δικαστήριο), μετά από συνεκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, ήτοι από την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενόρκως ενώπιον του, οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την απολογία του κατηγορουμένου, (ήδη αναιρεσείοντος), δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά-κατά πιστή μεταφορά:
"Στη Σκόπελο στις 7-12-2005 και την 22-2-2006, ο πρώτος κατηγορούμενος Α. Π., με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου αδικήματος, ενώ ήταν υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13α ΠΚ, με πρόθεση παρέβη τα καθήκοντα της υπηρεσίας του, με σκοπό να προσπορίσει σε άλλον παράνομο όφελος. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ως Δασάρχης Σκοπέλου, στην αρμοδιότητα του οποίου εμπίπτει η έκδοση πράξεων χαρακτηρισμού εκτάσεων ως προς το δασικό ή μη χαρακτήρα τους, εξέδωσε την υπ' αριθμ. 1400/7-12-2005 πράξη χαρακτηρισμού, κατόπιν αιτήσεως της Α. Κ. (δεύτερης των κατηγορουμένων), για έκταση 5.200 τ.μ. στη θέση Μετόχι, του ΔΔ Σκοπέλου, όπως αυτή αποτυπώνεται στο με στοιχεία 1, 2, 3....30-31-32-1 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού δομικών έργων Π. Κ., με την οποία (πράξη) χαρακτήρισε την ανωτέρω έκταση μη δασική. Η ανωτέρω πράξη χαρακτηρισμού ήταν παράνομη για μέρος της συμπεριληφθείσης σε αυτήν εκτάσεως και συγκεκριμένα κατά το σκέλος ένταξης σ' αυτήν (ανωτέρω πράξη χαρακτηρισμού) έκτασης εμβαδού 546 τ.μ περίπου, όπως αυτή αποτυπώνεται στο από 22-11-2007 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Π. Δ. υπό στοιχεία ΓΒβγ, η οποία συμφωνά με την υπ' αριθμ. 76/23-6-1987 γνωμοδότηση του ΣΙΔ Λάρισας και την υπ' αριθμ. 93799/2353/14-10-1987 αναγνωριστική απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας είχε αναγνωριστεί ως ιδιωτική δασική έκταση, ανήκουσα στην ιδιοκτησία των προκατόχων του εγκαλούντος, γονέων του, Γ. και Α. Π. και ήδη στον ανωτέρω εγκαλούντα, και η οποία (ως τμήμα ευρύτερης έκτασης 6.130 τ.μ.) παραδόθηκε σε αυτούς από τον ίδιο τον πρώτο κατηγορούμενο προς τούτο συνταχθέντος του υπ' αριθμ. 67/10-3-1988 πρωτοκόλλου παράδοσης παραλαβής και ενώ αυτή είχε παλαιότερα εκχερσωθεί με τη διάνοιξη μεταξύ άλλων και αγροδασικού δρόμου, γεγονότα που γνώριζε ο άνω κατηγορούμενος, επιπλέον δε ο ίδιος ως άνω κατηγορούμενος παρέλειψε για το προαναφερόμενο τμήμα (έκτασης 546 τ.μ.), όπως αποτυπώνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Π. Δ. υπό στοιχεία ΓΒβγ, να εισηγηθεί στο Γενικό Γραμματέα Περιφερείας την κήρυξή της ως αναδασωτέας, ενώ είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο κατά τις παρακάτω αναφερόμενες διατάξεις και αντί αυτού εξέδωσε την ανωτέρω μη νόμιμη πράξη χαρακτηρισμού, με την οποία την χαρακτήριζε ως μη δασική. Επιπροσθέτως, ο ίδιος ως άνω κατηγορούμενος για την έκδοση της ανωτέρω μη νόμιμης πράξης χαρακτηρισμού χρησιμοποίησε τοπογραφικό διάγραμμα του Π. Κ., πτυχιούχου μηχανικού δομικών έργων τεχνολογικής εκπαίδευσης, το οποίο (τοπογραφικό διάγραμμα) θεωρήθηκε και ενσωματώθηκε στην ανωτέρω πράξη από αυτόν (πρώτο κατηγορούμενο) και στο οποίο αποτυπωνόταν ότι η συνολική έκταση των 5.200 τ.μ. ήταν ιδιοκτησίας της Α. Κ. και ήταν μη δασική. Επιπλέον, ο ανωτέρω Δασάρχης (πρώτος κατηγορούμενος) στη Σκόπελο την 22-2-2006, σε συνέχεια της ανωτέρω μη νόμιμης πράξης χαρακτηρισμού, εξέδωσε και το υπ' αριθμ. 296/22-2-2006 έγγραφό του, στο οποίο ανέφερε ότι όλη η έκταση των 5.200 τ.μ. είναι τελεσιδίκως μη δασική, γεγονός που εν γνώσει του ήταν ψευδές, για έκταση 546 τ.μ., η οποία ήταν ιδιωτική δασική έκταση ιδιοκτησίας του εγκαλούντος. Τα ανωτέρω έπραξε ο κατηγορούμενος ενεργώντας κατά παράβαση των ανατεθέντων σε αυτόν καθηκόντων, όπως προσδιορίζονται από τα άρθρα 14, 38, 41, 42 του Ν. 998/1979, του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος, με σκοπό να προσπορίσει παράνομο όφελος στην αιτούσα Α. Κ., συνιστάμενο στην εμφάνιση της προδιαλαμβανόμενης έκτασης των 546 τ.μ. ως ιδιόκτητης μη δασικής έκτασης. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται, ότι στη Σκόπελο, στις 7-12-2005 και την 22-2-2006, ο πρώτος κατηγορούμενος Α. Π., με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου αδικήματος, ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α ΠΚ, που στα καθήκοντα του ανάγεται η έκδοση και η σύνταξη δημοσίων εγγράφων, σε τέτοιο έγγραφο βεβαίωσε με πρόθεση ψευδώς περιστατικό, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Ειδικότερα, ως Δασάρχης Σκοπέλου, αρμόδιος για την έκδοση πράξεων χαρακτηρισμού δασικών εκτάσεων, βεβαίωσε ψευδώς στην ανωτέρω υπ' αριθμ. 1400/7-12-2005 πράξη χαρακτηρισμού, που συνέταξε και εξέδωσε ο ίδιος, ότι όλη η αναφερόμενη στην παραπάνω πράξη έκταση, εμβαδού 5.200 τ.μ., στη θέση Μετόχι του ΔΔ Σκοπέλου, ήταν μη δασική, δεν είχε εκχερσωθεί, δεν είχε κηρυχθεί αναδασωτέα, ενώ η αλήθεια, την οποία ο ως άνω κατηγορούμενος γνώριζε, είναι ότι τμήμα αυτής και συγκεκριμένα έκταση 546 τ.μ., όπως αυτή αποτυπώνεται στο από 22-11-2007 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Δ., είχε εκχερσωθεί παλαιότερα μεταξύ των άλλων και με τη διάνοιξη αγροδασικού δρόμου, παρουσίαζε δε έντονη δασική βλάστηση τουλάχιστον σε έκταση 350 τ.μ., όπως τούτο εμφαίνεται από αεροφωτογραφίες των ετών 1974 και 1981, ενώ επιπλέον σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 76/23-6-1987 γνωμοδότηση του ΣΙΔ Λάρισας και την υπ' αριθμ. 93799/2353/14-10-1987 αναγνωριστική απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας, είχε αναγνωριστεί ως ιδιωτική δασική έκταση, ανήκουσα στην ιδιοκτησία των προκατόχων του εγκαλούντος γονέων του και ήδη στον ανωτέρω εγκαλούντα, η οποία (ως τμήμα ευρύτερης έκτασης 6.130 τ.μ.) παραδόθηκε σε αυτούς από τον ίδιο τον πρώτο κατηγορούμενο, προς τούτο συνταχθέντος του υπ' αριθμ. 67/10-3-1988 πρωτοκόλλου παράδοσης παραλαβής. Επιπλέον, ο ανωτέρω Δασάρχης στη Σκόπελο, την 22-2-2006, εξέδωσε και το υπ' αριθμ. 296/22-2-2006 έγγραφο του, με το οποίο βεβαίωνε ψευδώς, ότι όλη η έκταση των 5.200 τ.μ. είναι τελεσιδίκως μη δασική, γεγονός που εν γνώσει του ήταν ψευδές για έκταση εμβαδού 546 τ.μ., η οποία ήταν ιδιωτική δασική έκταση ιδιοκτησίας του εγκαλούντος. Τα ανωτέρω που εν γνώσει ψευδώς βεβαίωσε ο πρώτος κατηγορούμενος στα ως άνω έγγραφα μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες, καθόσον αποτρεπόταν η αναδάσωση του ως άνω ακινήτου. Ωστόσο, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, ότι ο προρρηθείς πρώτος κατηγορούμενος δεν συμπεριέλαβε στην ανωτέρου πράξη χαρακτηρισμού (1400/7-12-2005), ούτε χαρακτήρισε ως μη δασική, όπως αβάσιμα του προσάπτεται με το κατηγορητήριο, έκταση 115 τ.μ., ιδιοκτησίας του εγκαλούντος Γ. Π., η οποία απεικονίζεται στο από 16.4.2008 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Π. Δ. υπό τα στοιχεία Αβγ και η οποία με την υπ' αριθμ. 2359/22-10-1992 απόφαση του Νομάρχη (ΦΕΚ τ. Δ 1141/6-11-1992) είχε κηρυχθεί αναδασωτέα. Επίσης, αποδείχθηκε, ότι ο Π. Κ., ο οποίος τυγχάνει πτυχιούχος μηχανικός δομικών έργων τεχνολογικής εκπαίδευσης, ήταν αρμόδιος για τη σύνταξη του τοπογραφικού διαγράμματος, το οποίο ο πρώτος κατηγορούμενος χρησιμοποίησε για την έκδοση της ανωτέρω πράξης χαρακτηρισμού. Τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά πλήρως αποδεικνύονται από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως από την από 4.8.2008 έκθεση των Προϊσταμένων Τμήματος Δασικού και Τμήματος Δασικών Χαρτογραφήσεων Ν. Β. και Χ. Ο. αντίστοιχα, το από 4.8.2008 σχέδιο 1 της Διεύθυνσης Δασών Ν. Μαγνησίας, την από 10.11.2008 πορισματική έκθεση ένορκης διοικητικής εξέτασης (Ε.Δ.Ε.) του Επιθεωρητή Δασών Θεσσαλίας και την υπ' αριθμ. πρωτ. ΕΠ 17/6.2.2009 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας, δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε στον πρώτο κατηγορούμενο η πειθαρχική ποινή της έγγραφης επίπληξης για τους αναφερόμενους σ' αυτήν λόγους. Ειδικότερα, από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία σαφώς και αναντιλέκτως προκύπτουν τα ακόλουθα: 1) στην έκταση, που με την ως άνω πράξη χαρακτηρισμού χαρακτηρίστηκε ως δασική, δεν εμπίπτει έκταση 115 τ.μ., που με την 2359/1992 απόφαση του Νομάρχη Μαγνησίας είχε κηρυχθεί αναδασωτέα (βλ. ιδίως σελ. 50 της από 10.11.2008 πορισματικής έκθεσης ένορκης διοικητικής εξέτασης (Ε.Δ.Ε.) του Επιθεωρητή Δασών Θεσσαλίας καθώς και την από 4.8.2008 έκθεση των Προϊσταμένων Τμήματος Δασικού και Τμήματος Δασικών Χαρτογραφήσεων Ν. Β. και Χ. Ο. αντίστοιχα), 2) στην έκταση, που με την ως άνω πράξη χαρακτηρισμού χαρακτηρίστηκε ως μη δασική, περιλαμβάνεται και ένα τμήμα έκτασης 546 τ.μ. περίπου, η οποία όμως εμπίπτει εντός των ορίων της ιδιοκτησίας του εγκαλούντος (συνολικού εμβαδού 6.130 τ.μ.), που με την 93799/2353/1987 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας είχε αναγνωρισθεί ως ιδιωτική δασική έκταση (βλ. ιδίως σελ. 49 της από 10.11.2008 πορισματικής έκθεσης ένορκης διοικητικής εξέτασης (Ε.Δ.Ε.) του Επιθεωρητή Δασών Θεσσαλίας και 3) από την ως άνω έκταση (546 τ.μ.) τμήμα αυτής εμβαδού 350 τ.μ. έπρεπε να εξαιρεθεί από την πράξη χαρακτηρισμού, καθόσον επί του τμήματος αυτού υπήρχε κατά το παρελθόν βλάστηση, η οποία όμως απομακρύνθηκε κατά τη διάνοιξη αγροτικού δρόμου το έτος 1981, ως εκ τούτου δε ο πρώτος εναγόμενος όφειλε, σύμφωνα και με την 105204/2793/31.7.2002 Διαταγή του Υπουργού Γεωργίας και το άρθρο 38 ν. 998/1979, να εισηγηθεί στον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας την κήρυξη του (άνω τμήματος) ως αναδασωτέου, πράγμα το οποίο, ωστόσο, δεν έπραξε, για το λόγο δε τούτο τιμωρήθηκε πειθαρχικά, καθώς του επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή της έγγραφης επίπληξης (βλ. ιδίως σελ. 46 της από 10.11.2008 πορισματικής έκθεσης ένορκης διοικητικής εξέτασης (Ε.Δ.Ε.) του Επιθεωρητή Δασών Θεσσαλίας, την αναγνωσθείσα ως άνω διαταγή και την ΕΠ 17/6.2.2009 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας). Ωστόσο, από το αναγνωσθέν υπ' αριθμ. πρωτ. 1722/11.9.2008 έγγραφο της Επιστημονικής Ένωσης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης Μηχανικών προκύπτει ότι ο Π. Κ. ήταν αρμόδιος για τη σύνταξη του τοπογραφικού διαγράμματος, που θεωρήθηκε και ενσωματώθηκε στην ανωτέρω πράξη χαρακτηρισμού και το οποίο ο πρώτος κατηγορούμενος χρησιμοποίησε για την έκδοση της τελευταίας (πράξης χαρακτηρισμού), αφού, κατά τα διαλαμβανόμενα στο ως άνω έγγραφο, οι πτυχιούχοι πολιτικοί μηχανικοί δομικών έργων, όπως ήταν και ο Π. Κ., δύνανται να δραστηριοποιούνται και στη σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, όταν αυτά σχετίζονται με αιτήσεις για πράξεις χαρακτηρισμού, δεδομένου ότι έχουν τις απαραίτητες γνώσεις, όπως προκύπτει από τα προγράμματα σπουδών των εν λόγω τμημάτων".
Ακολούθως το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Λάρισας, του επέβαλλε για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε, ποινή φυλακίσεως πέντε μηνών για την παράβαση καθήκοντος κατ' εξακολούθηση και οκτώ μηνών για την ψευδή βεβαίωση κατ' εξακολούθηση και συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών (8+2), την οποία ανέστειλε επί τριετία.
Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, περιέχει την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, αφού περιέχονται σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους, έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. α' και γ', 26, 27,98, 242 § 1 και 259 ΠΚ, σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 14, 38, 41, 42 του Ν. 998/1979 και αρθρ. 117 παρ. 3 του Συντάγματος, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δε στερείται νομίμου βάσεως.
Ειδικότερα εκτίθεται σε αυτή: α) η υπαλληλική ιδιότητα του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου, β) ότι στην αρμοδιότητά του, από το νόμο, εμπίπτει η έκδοση πράξεων χαρακτηρισμού εκτάσεων που ανήκουν στην περιοχή του Δασαρχείου Σκοπέλου ως προς τον δασικό ή μη χαρακτήρα τους, γ) οι συγκεκριμένες επί μέρους παραβάσεις του υπηρεσιακού του καθήκοντος, τις οποίες με κοινό δόλο, έπραξε με σκοπό να προσπορίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, στην αιτούσα την πράξη χαρακτηρισμού της εκτάσεως αυτής, (συγκατηγορουμένη του), Α. Κ., που καταδικάσθηκε από το ίδιο Δικαστήριο για άμεση συνεργεία στις αξιόποινες πράξεις του (αναιρεσείοντος), συνιστάμενες στην εμφάνιση εδαφικής εκτάσεως 546 τ.μ ως μη δασικής έκτασης, ιδιοκτησίας της, δ) τα ψευδή περιστατικά τα οποία βεβαίωσε σε δημόσια έγγραφα που μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες, όπως η αποτροπή της αναδάσωσης της εκτάσεως των 546 τ. μ., που ήταν ιδιωτική δασική έκταση και ανήκε στους δικαιοπαρόχους του εγκαλούντος καθώς και ε) τον τρόπο της γνώσεως του περί του ζητήματος αυτού, (ότι περιλαμβανόταν σε ευρύτερη ιδιωτική δασική έκταση, κυριότητας του εγκαλούντα), αφού ο ίδιος είχε παραδώσει μείζονα έκταση, στην οποία περιλαμβανόταν το εδαφικό αυτό τμήμα, με πρωτόκολλο παραδόσεως και παραλαβής στους δικαιοπαρόχους του εγκαλούντα (γονείς του), που είχαν αναγνωρισθεί κύριοι αυτής, με απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας. Αναφορικά με τις ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) Ότι η πράξη του χαρακτηρισμού της εκτάσεως των 5200 τ.μ., στην οποία περιλαμβανόταν και η εδαφική έκταση των 546 τ.μ., ως μη δασικής, δεν συνδέεται αιτιωδώς με σκοπό οφέλους της Α. Κ., από τον χαρακτηρισμό αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, διότι από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης συνάγεται ότι με τον χαρακτηρισμό αυτόν, που ανήκε μόνο στην αρμοδιότητα των υπηρεσιακών καθηκόντων του αναιρεσείοντος, και έγινε κατά παράβαση αυτών, μπορούσε να επέλθει όφελος στην Α. Κ., αφού η εδαφική έκταση ιδιοκτησίας της, χαρακτηριζόταν ως μη δασική κατά 546 τ.μ. ακόμη, τα οποία μάλιστα δεν ανήκαν και στην κυριότητά της. β) Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι, με την πράξη αυτή του χαρακτηρισμού επιδίκασε ο αναιρεσείων την κυριότητα των 546 τ.μ. στην Α. Κ., η οποία όμως επιδίκαση της κυριότητας δεν ανάγεται στα υπηρεσιακά του καθήκοντα, (άρα εσφαλμένα εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ) πρέπει να απορριφθεί. Τούτο διότι στηρίζεται σε αναληθή προϋπόθεση, δεδομένου ότι η παραδοχή αυτή(κυριότητας), εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση διηγηματικά, και προς επίρρωση του δόλου του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου, και είναι ότι "εξέδωσε την υπ' αρ. 1400/7-12-2005 πράξη χαρακτηρισμού, κατόπιν αιτήσεως της Α. Κ., για έκταση 5200 τ.μ στη θέση Μετόχι του ΔΔ Σκοπέλου, όπως αυτή αποτυπώνεται στο με στοιχ. 1,2,3....30-31-32-1 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού δομικών έργων Π. Κ., με την οποία χαρακτήρισε την ανωτέρω έκταση μη δασική", σε καμία περίπτωση δε δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραδοχή αναγνωρίσεως κυριότητος στο πρόσωπο της αιτούσας τον χαρακτηρισμό. γ) Ότι στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ενώ δέχεται ότι αυτός (αναιρεσείων), παρέβη το υπηρεσιακό του καθήκον, διότι δεν εισηγήθηκε στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας την αναδάσωση της εκτάσεως των 546 τ.μ., αφού είχε παλαιότερα εκχερσωθεί με τη διάνοιξη μεταξύ άλλων και αγροδασικού δρόμου, γεγονότα που γνώριζε αυτός, αντιφατικά με αυτή (παραδοχή), δέχεται ότι, η εκχέρσωση αφορά μικρότερο τμήμα εκτάσεως 350 τ.μ., πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Τούτο διότι προσδιορίζεται ότι το τμήμα αυτό των 350 τ.μ. περιλαμβάνεται στο μείζον τμήμα των 546 τ.μ., για το οποίο χαρακτηριστικά διαλαμβάνει, ότι είχε κατά το παρελθόν βλάστηση που απομακρύνθηκε κατά τη διάνοιξη του αγροτικού δρόμου. δ) Ότι το υπ' αρ. 296/22-2-2006 έγγραφο στο οποίο βεβαιώνεται ότι η εδαφική έκταση των 5200 τ.μ. στην οποία εμπεριέχεται και το εδαφικό τμήμα των 546 τ.μ. είναι τελεσιδίκως μη δασική ήταν έγγραφο προοριζόμενο για εσωτερική κυκλοφορία πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη διότι συνάγεται από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης ότι εκδόθηκε και αυτό κατόπιν αιτήσεως της Α. Κ., άρα ήταν έγγραφο για εξωτερική κυκλοφορία, στοιχείο που απαιτείται ως προαναφέρθηκε για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως, ε) Όλες οι λοιπές αιτιάσεις, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι της αιτήσεως αναίρεσης, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής, των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι.
Περαιτέρω, όμως, αναφορικά με την επί μέρους πράξη της παράβασης καθήκοντος, για την οποία καταδικάσθηκε ήτοι ότι: "Στη Σκόπελο την 22-2-2006, σε συνέχεια της μη νόμιμης πράξης του χαρακτηρισμού, εξέδωσε και το υπ' αρ. 296/22-2-2006 έγγραφό του, στο οποίο ανέφερε ότι όλη η έκταση των 5.200 τ. μ., είναι τελεσιδίκως μη δασική, γεγονός που εν γνώσει του ήταν ψευδές, για έκταση 546τ.μ., η οποία ήταν ιδιωτική δασική έκταση ιδιοκτησίας του εγκαλούντος. Τα ανωτέρω έπραξε ο κατηγορούμενος ενεργώντας κατά παράβαση των ανατεθέντων σε αυτόν καθηκόντων, όπως προσδιορίζονται από τα άρθρα 14,38,41,42 του ν. 998/1979 του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος, με σκοπό να προσπορίσει παράνομο όφελος στην αιτούσα Α. Κ., συνιστάμενο στην εμφάνιση της προδιαλαμβανόμενης έκτασης των 546 τ.μ., ως ιδιόκτητης μη δασικής έκτασης", η προσβαλλόμενη απόφαση, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 94, 242 § 1 και 259 ΠΚ. Τούτο διότι από την επισκόπηση του αιτιολογικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι τα πραγματικά περιστατικά, που απαρτίζουν την επί μέρους αυτή πράξη της ψευδούς βεβαίωσης, ταυτίζονται με τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την επί μέρους πράξη της παράβασης καθήκοντος με χρόνο τέλεσης την 22-2-2006. Έτσι, με τα δεδομένα αυτά, γίνεται φανερό ότι η ως άνω πράξη της παράβασης καθήκοντος, στην προκειμένη περίπτωση, συρρέει φαινομενικά με την ως πράξη της ψευδούς βεβαίωσης, από την οποία και απορροφάται. Επομένως, εφόσον ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, δεν τέλεσε αντικειμενικώς την αξιόποινη αυτή επί μέρους πράξη της παράβασης καθήκοντος, πρέπει να κηρυχθεί αθώος για την πράξη αυτή ( άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠΔ). Η αιτίαση του αναιρεσείοντος όμως, με την οποία προσάπτει την πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων τον κήρυξε ένοχο και της μερικότερης πράξης της παραβάσεως καθήκοντος που τέλεσε την 7-12-2005, διότι συρρέει φαινομενικά με την πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως, που φέρεται τελεσθείσα την αυτήν ημεροχρονολογία, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη,διότι τα πληττόμενα από τις διατάξεις αυτές έννομα αγαθά είναι διαφορετικά και δεν συμπίπτουν απολύτως τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν κάθε μία από τις πράξεις αυτές.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠΔ, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη. Η ακυρότητα, όμως αυτή, που δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος, ή όταν δεν τηρήθηκε η επιβαλλόμενη από το άρθρο 68 του ίδιου κώδικα διαδικασία, ως προς τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής και όχι για άλλες πλημμέλειες, μεταξύ των οποίων και εκείνη που δημιουργείται στην περίπτωση, κατά την οποία η ασκούμενη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδίκημα έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, όταν ο κατηγορούμενος δεν πρότεινε ένσταση παραγραφής, αφού η εκ του λόγου αυτού απόσβεση της σχετικής αξιώσεως, λαμβάνεται υπόψη και από το ποινικό Δικαστήριο, κατόπιν προβολής ενστάσεως παραγραφής και όχι αυτεπαγγέλτως, έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό. Περαιτέρω, στο άρθρο 937 του Α.Κ, ορίζεται ότι η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπαίτιο σε αποζημίωση, εάν δε η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημιώσεως. Για την διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξης είναι μακρότερη ή όχι της αστικής παραγραφής, θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα ή σε άλλους ποινικούς νόμους παραγραφή, όπως αυτή ως προς τη διάρκεια της καθορίζεται στο άρθρο 111 του Π.Κ ή άλλου ειδικού ποινικού νόμου και η οποία προκειμένου για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του Π.Κ αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή, η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως κατά το άρθρο 937 παρ.1 Α.Κ. Για τη διακρίβωση εάν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη ή όχι σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν υπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ.3 του άρθρου 113 του Π.Κ μέγιστο διάστημα της τριετούς αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση (Ολ.ΑΠ 21/2003). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Α.Κ, την παραγραφή διακόπτει η έγερση αγωγής, η δε με τον τρόπο αυτό διακοπείσα παραγραφή αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου και κατά το άρθρο 270 ΑΚ αν η παραγραφή διακόπηκε ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου περατώθηκε η διακοπή αρχίζει νέα παραγραφή. Τέτοια άσκηση αγωγής που διακόπτει την παραγραφή, συνιστά και η κατά την ποινική διαδικασία με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, εισαγωγή προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επίσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 63, 64, 68 και 82 του ΚΠΔ, εκείνος που ζημιώθηκε άμεσα από την αξιόποινη πράξη ή υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από αυτή, δικαιούται να επιδιώξει την ικανοποίηση της σχετικής απαιτήσεως του παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου. Η δήλωση αυτή, πρέπει, να γίνει ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, αν δε αφορά χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου χωρίς έγγραφη προδικασία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 85 παρ.1 του Υπαλληλικού Κώδικα, που κωδικοποιήθηκε με το άρθρο μόνο του Π.Δ. 611/1977, προκύπτει, ότι ο υπαγόμενος στις διατάξεις αυτού δημόσιος υπάλληλος, δεν ευθύνεται για πράξεις ή παραλείψεις που οφείλονται σε δόλο ή βαριά αμέλεια και έγιναν κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ' αυτόν δημόσιας εξουσίας, αλλά υπέχει ευθύνη μόνο το Δημόσιο για την αποζημίωση, ως αστικώς πλέον υπεύθυνο, την οποία, κατά το άρθρο 105 εδ. α' του Εισ.Ν.ΑΚ, υποχρεούται να καταβάλει στον αμέσως από το αδίκημα παθόντα για αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας ή για χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 64 παρ.2 ΚΠΔ, "με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 89 παρ.1, όταν από διάταξη νόμου η υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, περιορίζεται αποκλειστικά, σε τρίτο αστικώς υπεύθυνο, ο νομιμοποιούμενος, κατά το άρθρο 63 του ίδιου Κώδικα, σε άσκηση πολιτικής αγωγής, μπορεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά του κατηγορουμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι εκείνος που ζημιώθηκε αμέσως από το έγκλημα, όταν ταυτόχρονα ή παράλληλα με το Δημόσιο πλήττεται και ιδιωτικό έννομο συμφέρον, δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο προς υποστήριξη και μόνο της κατά του κατηγορουμένου δημοσίου υπαλλήλου κατηγορίας, χωρίς να είναι αναγκαίο στην περίπτωση αυτή να διευκρινίζει αν παρίσταται για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης ή για αποκατάσταση υλικής ζημίας, αφού τέτοια δικαιώματα δεν έχει έναντι του κατηγορουμένου υπαλλήλου. Όμως, η προς υποστήριξη και μόνο της κατηγορίας παράσταση, αναγκαία έχει προϋπόθεση ο παριστάμενος να είναι αμέσως παθών από την αξιόποινη πράξη και δεδομένου ότι δεν πρόκειται για παράσταση, προς αξίωση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως, αλλά για υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο, δεν ισχύει επ' αυτής η ως άνω προθεσμία παραγραφής του άρθρου 937 του ΑΚ. Το Δημόσιο δε, όταν δικάζεται υπάλληλος του για αδίκημα παραβάσεως καθήκοντος ή παθητικής δωροδοκίας, νομιμοποιείται σε παράσταση πολιτικής αγωγής κατά του κατηγορουμένου υπαλλήλου αυτού, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τα αδικήματα αυτά, συνεπεία μειώσεως του κύρους των υπηρεσιών του, διότι επί της παραβάσεως καθήκοντος και της δωροδοκίας, η διάπραξη αυτών προσβάλλει προεχόντως το γενικότερου ενδιαφέροντος έννομο αγαθό της διατήρησης της εμπιστοσύνης των πολιτών στην καλή λειτουργία και καθαρότητα της υπηρεσίας, η οποία μπορεί να κλονισθεί ή και κλονίζεται από τις πράξεις ή παραλείψεις υπαλλήλων που ανάγονται στα καθήκοντα τους, εκ τούτου όμως δεν αποκλείεται η επαγωγή ζημίας και σε βάρος τρίτων, όταν ταυτόχρονα και παράλληλα με το Δημόσιο πλήττεται και ιδιωτικό έννομο συμφέρον, οπότε είναι δυνατή η παράσταση του τρίτου ως πολιτικώς ενάγοντος ή προκειμένου περί κατηγορουμένου δημοσίου υπαλλήλου η παράσταση προς μόνη την υποστήριξη της κατηγορίας, ακόμη και αν έχει παραγραφεί η κατά τον ΑΚ σχετική αξίωσή του.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τον έλεγχο της βασιμότητας του από τον αναιρεσείοντα προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, ο Χ. Π. του Γ., δήλωσε στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο παράσταση πολιτικής αγωγής κατά του κατηγορουμένου δημοσίου υπαλλήλου, δασάρχη του Δασαρχείου Σκοπέλου, προς υποστήριξη της κατηγορίας, σχετικώς με τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες είχε καταδικασθεί πρωτοδίκως, και για την οποία (υποστήριξη της κατηγορίας) είχε παρασταθεί και ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Κατά της τοιαύτης παραστάσεως, αντέλεξε ο συνήγορος του κατηγορουμένου με δήλωση του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης και αναπτύχθηκε και προφορικά, ισχυριζόμενος ότι η αξίωση τούτου για οποιαδήποτε αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά του αστικώς υπευθύνου Ελληνικού Δημοσίου, είχε παραγραφεί, λόγω παρόδου πενταετίας, από το χρόνο τελέσεως των αξιοποίνων πράξεων του κατηγορουμένου ήτοι από την 7-12-2005 και 22-2-2006. μέχρι και την 18-11-2011, που το πρώτον δηλώθηκε υπ' αυτού, παράσταση πολιτικής αγωγής προς υποστήριξη της κατηγορίας. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε την ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής με την παρακάτω αιτιολογία: "Ο πολιτικώς ενάγων Χ. Π. είναι εκείνος που ζημιώθηκε αμέσως από τις αξιόποινες πράξεις που φέρεται ότι τέλεσε ο κατηγορούμενος της παραβάσεως καθήκοντος και της ψευδούς βεβαιώσεως, διότι παράλληλα με το Δημόσιο πλήττεται και το προσωπικό του συμφέρον και επομένως δικαιούται να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο προς υποστήριξη της κατηγορίας. Επειδή δεν πρόκειται για παράσταση προς αξίωση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, αλλά μόνο για υποστήριξη της κατηγορίας, δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ περί παραγραφής. Πρέπει λοιπόν να απορριφθεί η υποβληθείσα από τον κατηγορούμενο ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα και με την Εισαγγελική πρόταση". Κατ' ακολουθία αυτών που προεκτέθηκαν, αφού πλήττεται παράλληλα με το συμφέρον του Δημοσίου και το ιδιωτικό έννομο συμφέρον του κατηγορουμένου, ως κυρίου της εκτάσεως των 546 τ.μ. που ανήκουν στην ευρύτερη έκταση των 6.130 τ.μ., ιδιωτικής δασικής έκτασης που είχε αναγνωρισθεί ως τοιαύτη, και είχε αποδοθεί με πράξη πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής από τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο στους δικαιοπαρόχους του, δικαιούταν να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, για την υποστήριξη της κατηγορίας,για την οποία δεν ισχύει η παραγραφή της αξιώσεώς του κατά του άρθρου 937 ΑΚ.
Συνεπώς, ορθά απορρίφθηκε η προβληθείσα ένσταση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, περί αποβολής της πολιτικής αγωγής, από την παράσταση της οποίας κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα αυτής, και ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' σε συνδ. με το άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ, υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική, όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση να απαντήσει στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Η διάταξη ενδεικτικά αναφέρει μερικές μόνο περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας, όπως, όταν, α) το δικαστήριο αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του, β) έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, γ) έκρινε για την πολιτική αγωγή, δ) καταδίκασε για έγκλημα, για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη αίτηση ή έγκληση ή για το οποίο δε δόθηκε η άδεια δίωξης ή για το οποίο δεν έχει ρητά επιτραπεί η έκδοση. Η δε επιστήμη και νομολογία έχουν δεχτεί ότι στην υπέρβαση εξουσίας υπάγονται και οι εξής περιπτώσεις-, ήτοι, η μη έγκυρη έναρξη της κύριας διαδικασίας, η έκδοση απόφασης επί της ουσίας παρά την αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος αναβολής, η περάτωση της δίκης παρά τα οριζόμενα στο άρθρο 370, η αρμοδιότητα καθ' ύλη ή κατά τόπο, η έρευνα κατ' ουσία χωρίς νόμιμη κλήτευση, η απόρριψη παρά το νόμο της έφεσης ως απαράδεκτης ή ανυποστήρικτης, καθώς και οι παραβάσεις οι σχετικές με το επεκτατικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, προσάπτει την πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας του και εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 14,38 και 41 ν. 998/1979, τον καταδίκασε για τις αξιόποινες πράξεις της παραβάσεως καθήκοντος και της ψευδούς βεβαιώσεως, καθόσον σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, η πράξη του χαρακτηρισμού της εκτάσεως της συγκατηγορουμένης του, Α. Κ., μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή στην πρωτοβάθμια Επιτροπή Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων, και κατόπιν στην δευτεροβάθμια αυτής επιτροπή, ως και στα διοικητικά δικαστήρια δεν υπήρχε δε υπηρεσιακή υποχρέωσή του, να ζητήσει από τον Γ.Γ της Περιφέρειας, την αναδάσωση της εκτάσεως αυτής. Ο ισχυρισμός του αυτός είναι αβάσιμος, διότι το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε και εφάρμοσε τους ανωτέρω παραβιασθέντες από τον αναιρεσείοντα κανόνες δικαίου, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, για την παράβαση των οποίων καταδίκασε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, (σελ. 55 προσβαλλόμενης απόφασης) διέλαβε δε αυτό και στις παραδοχές του, όπου εκθέτει ότι "τα ανωτέρω έπραξε ο κατηγορούμενος ενεργώντας κατά παράβαση των ανατεθέντων σε αυτόν καθηκόντων, όπως προσδιορίζονται από τα άρθρα, 14,38,41, 42 του ν. 998/1979 και του αρθρ. 117 του Συντάγματος, με σκοπό να προσπορίσει παράνομο περιουσιακό όφελος στην αιτούσα Α. Κ., συνιστάμενο ... ", χωρίς να υφίσταται υποχρέωσή του να αναμένει απόφαση του Διοικητικών Δικαστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 61 ΚΠΔ, για εκδίκαση της κατηγορίας επί της ουσίας, σε σχέση με την πράξη χαρακτηρισμού του επίμαχου εδαφικού τμήματος των 546 τ.μ. ως μη δασικού. Ο ίδιος δε, ουδόλως ισχυρίσθηκε ότι κατά της πράξεως του χαρακτηρισμού αυτής, που εξέδωσε, προσέφυγε κάποιος που είχε έννομο συμφέρον στις αρμόδιες δασικές επιτροπές και στα Διοικητικά Δικαστήρια. Τουναντίον αυτός βεβαίωσε ψευδώς ότι η εδαφική έκταση στην οποία περιλαμβανόταν και τα 546 τ.μ. ήταν τελεσιδίκως μη δασική. Επομένως ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ, λόγος της αναιρέσεως περί θετικής υπερβάσεως της εξουσίας του, από την εκδίκαση κατ' ουσία της υποθέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος για αναίρεση προς έρευνα, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει, μόνο ως προς την διάταξη της περί ενοχής του αναιρεσείοντος για την μερικότερη πράξη της παραβάσεως καθήκοντος που φέρεται ότι έλαβε χώρα την 22-2-2006, για την οποία πρέπει να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων, ως προαναφέρθηκε και για την επιβληθείσα ποινή για την πράξη της παραβάσεως καθήκοντος κατ' εξακολούθηση, για την οποία πρέπει πλέον να επιβληθεί ποινή μόνο για την εναπομείνασα μερικότερη πράξη της παραβάσεως καθήκοντος που τελέσθηκε την 7-12-2005 και για τη διάταξη της συνολικής ποινής, για την οποία πρέπει να γίνει νέος καθορισμός, απορριπτόμενης της αιτήσεως αναιρέσεως κατά τα λοιπά, και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Π.Δ.)για νέα επί της ποινής κρίση, επί μέρους και συνολικής), ως προαναφέρθηκε. Τέλος, περίπτωση αποφάνσεως υπό του παρόντος δικαστηρίου περί του επεκτατικού αποτελέσματος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως και για την συγκατηγορουμένη του αναιρεσείοντος, Α. Κ., που καταδικάσθηκε από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο για άμεση συνεργεία στις τελεσθείσες από τον αναιρεσείοντα αξιόποινες πράξεις, δεν συντρέχει, διότι δεν προκύπτει ότι αυτή δεν έχει ασκήσει αναίρεση κατά της άνω αποφάσεως (ΑΠ 820/2010).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αρ. 870/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Λάρισας εν μέρει, α) ως προς τη διάταξη της περί ενοχής, για την επί μέρους πράξη της παραβάσεως καθήκοντος με χρόνο τελέσεως την 22-2-2006 β) ως προς τη διάταξη της, περί της ποινής για την εναπομείνασα πράξη της παραβάσεως καθήκοντος με χρόνο τέλεσης την 7-12-2005 και γ) ως προς τη διάταξη της για τον καθορισμό της συνολικής ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο προς νέα κρίση, και μόνον ως προς τις παραπάνω υπό στοιχ. β' και γ' διατάξεις, συντιθέμενου του δικαστηρίου από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κηρύσσει αθώο τον αναιρεσείοντα της μερικότερης αξιοποίνου πράξεως της παραβάσεως καθήκοντος, ήτοι του ότι: Στην Σκόπελο την 22-2-2006, σε συνέχεια της ανωτέρω μη νόμιμης πράξης χαρακτηρισμού, εξέδωσε και το υπ' αρ. 296/22-2-2006 έγγραφο του, στο οποίο ανέφερε ότι όλη η έκταση των 5.200 τ.μ. είναι τελεσιδίκως μη δασική, γεγονός που εν γνώσει του ήταν ψευδές, για έκταση 546 τ.μ. η οποία ήταν ιδιωτική δασική έκταση του εγκαλούντος. Τα ανωτέρω έπραξε ο κατηγορούμενος ενεργώντας κατά παράβαση των ανατεθέντων σε αυτόν καθηκόντων, όπως προσδιορίζονται από τα άρθρα 14, 38, 41, 42 του ν. 998/1979, του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος, με σκοπό να προσπορίσει παράνομο όφελος στην αιτούσα Α. Κ., συνιστάμενο στην εμφάνιση της προδιαλαμβανόμενης έκτασης των 546 τ.μ., ως ιδιόκτητης μη δασικής έκτασης.
Απορρίπτει την υπ' αρ. πρωτ. 5459/22-7-2013 αίτηση του Α. Π. του Γ., κατοίκου ..., για αναίρεση της ίδιας πιο πάνω απόφασης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή