Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Βούλευμα απαλλακτικό, Απιστία περί την υπηρεσία.
Περίληψη:
Απιστία περί την υπηρεσία (άρθρα 256, 263Α Π.Κ. και 1 Ν. 1608/1950) και κακουργηματική απάτη. Έννοια και στοιχεία των εγκλημάτων αυτών. Κρίση του Συμβουλίου Εφετών ότι δεν είναι δημόσια περιουσία, κατά την έννοια των άνω διατάξεων, η περιουσία της εταιρείας «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΖΙΝΟ ΠΑΡΝΗΘΑΣ Α.Ε.» και απόφανση ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για απιστία περί την υπηρεσία, κατά των μελών της επιτροπής διαγωνισμού για την πώληση του 49% των μετοχών της άνω εταιρείας. Βάσιμη η αίτηση του Εισαγγελέα του Α.Π. και αναίρεση του βουλεύματος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. Επαρκής αιτιολογία του βουλεύματος να μη γίνει κατηγορία για κακουργηματική απάτη, των συντακτών εκθέσεως αποτιμήσεως των περιουσιακών στοιχείων της άνω προς πώληση εταιρείας. Επί αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η αίτηση κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση προς παροχή διασαφηνίσεων είναι απαράδεκτη.
Αριθμός 1531/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 437/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1)Χ1, 2)Χ2 3) Χ3 4) Χ4, 5) Χ5 6) Χ6 και 7)Χ7 και με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 25/09.05.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 817/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τις προτάσεις: Α) 240/14.06.2007 του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου και Β) 240α/30.10.2007 του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, στις οποίες αναφέρονται τα ακόλουθα: Α) Επί της υπ' αριθμ. 240/14.06.2007 πρότασης
"Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 463, 464, 474, 483, 484 και 485 παρ. 1 ΚΠΔ, προς συζήτηση και έκδοση αποφάσεως, την υπ'αριθ. 25/9-5-2007 αίτησή μου για αναίρεση του υπ'αριθ. 437/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, μαζί με τη σχετική δικογραφία και, όσον αφορά την βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως, αναφέρομαι εξ ολοκλήρου στο δικόγραφο της αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω:
Α) Να γίνει δεκτή η υπ'αριθ. 25/9-5-2007 αίτησή μου για αναίρεση του υπ'αριθ. 437/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Β) Να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 437/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και συγκεκριμένα ως προς τις διατάξεις του, με τις οποίες αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία:
1) εναντίον των κατηγορουμένων Χ1, Χ2, Χ3 και Χ4, για την πράξη της απιστίας σχετικής με την υπηρεσία κατ'εξακολούθηση και κατά συναυτουργία, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, 2) εναντίον του κατηγορουμένου Χ7, για ηθική αυτουργία στην ανωτέρω πράξη της απιστίας σχετικής με την υπηρεσία κατ'εξακολούθηση και κατά συναυτουργία, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, την οποία φέρονται ότι τέλεσαν ως φυσικοί αυτουργοί οι κατηγορούμενοι Χ1, Χ2, Χ3 και Χ4 και 3) εναντίον των κατηγορουμένωνΧ5 και Χ6, για την πράξη της απάτης σε βάρος του Δημοσίου, από την οποία το όφελος που επιδίωξαν και πέτυχαν οι δράστες και η αντίστοιχη ζημία που προξενήθηκε στο Δημόσιο υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ. Και Γ) Να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς τις προτεινόμενες να αναιρεθούν διατάξεις του προσβαλλομένου βουλεύματος, για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως.
Αθήνα 12 Ιουνίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος"
Β) Επί της υπ' αριθμ. 240α/30.10.2007 πρότασης
"Εισάγων ενώπιον του Δικαστηρίου σας, εν συνεχεία της υπ'αριθ. πρωτ. 240/14-6-2007 προτάσεώς μας, κατ'άρθρ. 484 και 485 και 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ., την από 25-10-2007 αίτησιν του κατηγορουμένου Χ6, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιόν σας, προκειμένου, ως αναφέρει, να εκθέσει και προφορικώς τις απόψεις του και να υπερασπισθεί τον εαυτό του, επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Η διάταξη του άρθρ. 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., αναφερομένη στην συζήτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος και ορίζουσα την, κατ'αυτήν δυναμένη να εφαρμοσθεί αναλόγως, διάταξη του άρθρ. 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ., προϋποθέτει αναγκαίως περίπτωση συνδρομής των όρων του άρθρ. 309 παρ. 2 και στην αναιρετική διαδικασία. 'Ετσι, η εφαρμογή της διατάξεως αυτής, κατά την ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων διαδικασία, αφορά σε αίτημα συγκεκριμένου διαδίκου να δώσει διευκρινίσεις επί των δικονομικών και ουσιαστικών ισχυρισμών του, είτε εις το στάδιο της ενώπιον του συμβουλίου Πλημμελειοδικών διαδικασίας, είτε, με την ιδιότητα του εκκαλούντος στο στάδιο της ενώπιον του συμβουλίου των Εφετών διαδικασίας, κατά την ενώπιον δε του Αρείου Πάγου συζήτηση επί της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος, το τοιούτο περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως διαδίκου αίτημα υποβάλλεται μόνον εκ μέρους του αιτουμένου την αναίρεσιν του βουλεύματος διαδίκου, αφού οι δυνάμενες να δοθούν, εν προκειμένω, διευκρινίσεις αφορούν ασφαλώς μόνον στους προβαλλόμενους υπό τούτου λόγους αναιρέσεως. Μόνον δε στην περίπτωση παραδοχής του αιτήματος τούτου θα κληθούν και θα ακουσθούν οι λοιποί στην αυτή υπόθεση διάδικοι. Αίτημα ετέρου, πλην του αιτουμένου την αναίρεση κατά βουλεύματος διαδίκου, είναι απαράδεκτο στην προκειμένη αναιρετική διαδικασία, κατά την οποία είναι και λογικώς αδιανόητη η "διευκρίνιση" των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως υπό ετέρου, πλην του αιτουμένου την αναίρεση βουλεύματος, διαδίκου. Στην προκειμένη περίπτωση κατά του υπ'αριθ. 437/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δια του οποίου απηλλάγη ο αιτών κατηγορούμενος, ησκήθη υπό του Εισαγγελέως Αρείου Πάγου η με αριθ. 25/9-5-2007 αναίρεσις, η συζήτησις της οποίας έχει προσδιορισθεί κατά την δικάσιμον της 2-11-2007. Επομένως η υπό κρίσιν αίτησις του κατηγορουμένου είναι απαράδεκτος και ως τοιαύτη πρέπει να απορριφθεί (Α.Π. 307/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 60).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί, ως απαράδεκτος η από 25-10-2007 αίτησις του Χ6 περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Δικαστηρίου σας προς παροχήν διευκρινίσεων, επί της υπ'αριθ. 25/2007 αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέως Αρείου Πάγου.
Αθήναι τη 30-10-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στις παραπάνω εισαγγελικές προτάσεις και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Με την υπ' αριθμ. 25/9-5-2007 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ζητείται η αναίρεση του υπ' αριθμ. 437/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών μόνον κατά τις διατάξεις αυτού με τις οποίες τούτο αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία Α) κατά των Χ1 (τέως Δ/ντή Υπουργείου Οικονομικών) Χ2 (Παρέδρου Ν.Σ.Κ.), Χ3 (τέως Γενικής Δ/τριας Υπουργείου Οικονομικών) και Χ4 (Διευθυντή της Τράπεζας της Ελλάδος) για την πράξη της απιστίας περί την υπηρεσία κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση από την οποία η ζημία που προξενήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Β) κατά του Χ7 (Πολιτικού Μηχανικού) για ηθική αυτουργία στην πράξη της κατ' εξακολούθηση απιστίας περί την υπηρεσία των ανωτέρω και Γ) κατά των Χ5 (Οικονομολόγου) και Χ6 (Μηχανολόγου-Ηλεκτρολόγου) για την πράξη της απάτης σε βάρος του Δημοσίου, από την οποία το όφελος που καθένας από αυτούς επιδίωξαν και πέτυχαν και η ζημία που προξενήθηκε στο δημόσιο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Η αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
ΙΙ.- Με την εγχειρισθείσα από 25-10-2007 στην γραμματεία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου αίτησή του, ο άνω κατηγορούμενος Χ6 ζητεί την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο δικαστήριο για παροχή διευκρινίσεων. Η αίτηση αυτή είναι απαράδεκτη και απορριπτέα. Η διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. αναφερομένη στην συζήτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος και ορίζουσα την, κατ' αυτήν, δυναμένη να εφαρμοσθεί αναλόγως, διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ., προϋποθέτει αναγκαίως περίπτωση συνδρομής των όρων του άρθρου 309 παρ. 2 και στην αναιρετική διαδικασία. Έτσι, η εφαρμογή της διατάξεως αυτής, κατά την ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων διαδικασία, αφορά σε αίτημα συγκεκριμένου διαδίκου να δώσει διευκρινίσεις επί των δικονομικών και ουσιαστικών ισχυρισμών του, είτε στο στάδιο της ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών διαδικασίας, είτε, με την ιδιότητα του εκκαλούντος στο στάδιο της ενώπιον του συμβουλίου των εφετών διαδικασίας. Όμως, κατά την ενώπιον του Αρείου Πάγου συζήτηση επί της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος, το περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεως διαδίκου αίτημα υποβάλλεται μόνον εκ μέρους του αιτουμένου την αναίρεση του βουλεύματος διαδίκου, αφού οι δυνάμενες να δοθούν διευκρινίσεις αφορούν ασφαλώς μόνον στους προβαλλόμενους υπό τούτου λόγους αναιρέσεως. Αίτημα άλλου, πλην του αιτουμένου την αναίρεση κατά βουλεύματος διαδίκου, είναι απαράδεκτο στην προκειμένη αναιρετική διαδικασία, κατά την οποία είναι και λογικώς αδιανόητη η "διευκρίνιση" των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως υπό ετέρου, πλην του αιτουμένου την αναίρεση του βουλεύματος, διαδίκου.
ΙΙΙ.-. Κατά το άρθρο 256 του ΠΚ, υπάλληλος που κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων ελαττώνει εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, τη δημόσια, τη δημοτική ή την κοινοτική περιουσία, της οποίας η διαχείριση του είναι εμπιστευμένη, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν η ελάττωση είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: α) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και η ελάττωση της περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ ή β) το αντικείμενο της πράξης έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 263Α' του ΠΚ, για την εφαρμογή των άρθρων 235, 236, 239, 241, 242, 243, 245, 246, 252, 253, 255, 256, 257, 258, 259, 261, 262 και 263 υπάλληλοι θεωρούνται, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 13, οι δήμαρχοι, οι πρόεδροι κοινοτήτων και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα: α) σε επιχειρήσεις ή οργανισμούς που ανήκουν στο Κράτος, σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και που εξυπηρετούν με αποκλειστική ή προνομιακή εκμετάλλευση την προμήθεια ή την παροχή στο κοινό νερού, φωτισμού, θερμότητας, κινητήριας δύναμης ή μέσων συγκοινωνίας ή επικοινωνίας ή μαζικής ενημέρωσης, β) σε τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή κατά το νόμο ή το καταστατικό τους, γ) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκαν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και από νομικά πρόσωπα αναφερόμενα στα προηγούμενα εδάφια, εφ' όσον τα ιδρυτικά νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στην διοίκησή τους ή, αν πρόκειται για ανώνυμη εταιρία, στο κεφάλαιό της ή τα ιδρυμένα αυτά νομικά πρόσωπα είναι επιφορτισμένα με εκτέλεση κρατικών προγραμμάτων οικονομικής ανασυγκρότησης ή ανάπτυξης, δ) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τις πιο πάνω τράπεζες επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις. Τέλος, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 36 του Ν. 2172/1993 και τροποποιήθηκε με τις παρ. 3 του άρθρου 24 του Ν. 2298/1995 και 3 του αρ. 4 του Ν. 2408/1996 και ισχύει από 4.6.1996, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216, 218, 235, 236, 237, 242, (256), 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημόσιου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή και άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του ΠΚ και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Στον ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται ειδικώς από το άρθρο 256 του Ποινικού Κώδικα, τα παραπάνω εφαρμόζονται μόνο όταν το αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απιστίας σχετικής με την υπηρεσία απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά τα στοιχεία της ιδιότητας του υπαλλήλου και η ελάττωση της δημόσιας ή δημοτικής ή κοινοτικής περιουσίας, μετά δε την τροποποίηση του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 με την προσθήκη του τελευταίου εδαφίου, στην ελάττωση της περιουσίας πρέπει να περιληφθεί και εκείνη των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όχι όμως, κατ' αρχήν, και η περιουσία των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α ΠΚ. Κι αυτό γιατί, ναι μεν με την τελευταία αυτή διάταξη διευρύνθηκε, σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 13 ΠΚ, η έννοια του υπαλλήλου, ο οποίος μπορεί να είναι υποκείμενο του εγκλήματος της απιστίας στην υπηρεσία, δεν προκύπτει όμως ότι ήταν στο σκοπό του νομοθέτη και η διεύρυνση της έννοιας της περιουσίας, όπως αυτή οριοθετείται στη διάταξη του άρθρου 256 ΠΚ (βλ. Ολ ΑΠ 9/1998). Για τον χαρακτήρα της περιουσίας ως "δημόσιας", με την ποινική διάσταση που αναγκαίως δίδεται στην έννοια αυτή, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση η περιουσία που ελαττώθηκε ανήκει πράγματι στο Δημόσιο, ανεξάρτητα αν για λόγους διαχειριστικούς ή άλλους λόγους ενδεχομένως η περιουσία αυτή τυπικά φέρεται ως περιουσία τρίτου, ανήκοντος όμως στο Δημόσιο, νομικού προσώπου. Έτσι, στην περίπτωση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκε από το Δημόσιο με νόμο για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, πρέπει να κρίνεται κάθε φορά, κυρίως από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον ιδρυτικό νόμο, αν η περιουσία, η οποία τυπικά μπορεί να ανήκει στο νομικό αυτό πρόσωπο, πράγματι όμως πρόκειται για περιουσία του Δημοσίου, οπότε η ελάττωση της εν λόγω περιουσίας αποτελεί και στην περίπτωση αυτή ελάττωση της περιουσίας του Δημοσίου, με αναγκαία συνέπεια και με τη συνδρομή και των λοιπών υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων να υπάγεται στη διάταξη του άρθρου 256 ΠΚ και περαιτέρω, αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, και στις διατάξεις αυτού. Κατά το άρθρο. 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγός αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, οι οποίες έγιναν προς το σκοπό της επίτευξης παρανόμου οφέλους με δόλια παραπλάνηση, όπως τη διαγράφει ο Νόμος.
Συνεπώς για τη συντέλεση αυτού πρέπει να υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αφενός της απατηλής ενέργειας του δράστη και της απ' αυτήν δημιουργηθείσης πλάνης του παθόντος και αφετέρου της πλάνης αυτής και της ενέργειας στην οποία παραπείσθηκε ο απατηθείς, η οποία ενέχει περιουσιακή διάθεση, που επάγεται αναγκαίως περιουσιακή βλάβη του εαυτού του ή τρίτου. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον. Στην έννοια του γεγονότος δεν εμπίπτουν οι γενικές κρίσεις και εκτιμήσεις, όπως και οι γνώμες για οποιοδήποτε αντικείμενο, έστω και αν κατά την ενδόμυχη πεποίθηση του προσώπου που τις εκφέρει αφίστανται της αληθείας, εκτός εάν υπό τον τύπον εκφράσεως γνώμης υποκρύπτεται βεβαίωση πραγματικών περιστατικών. Ειδικώς, η δήλωση περί της αξίας ενός πράγματος, συνιστά κατ' αρχήν απλή κρίση, η οποία δεν εμπίπτει στην έννοια του γεγονότος, εκτός εάν γνωστοποιείται συγχρόνως από τον δηλούντα και ορισμένη ιδιότητα του πράγματος, μη υφισταμένη, από την οποία προκύπτει αιτιωδώς η δηλούμενη αξία, οπότε δεν πρόκειται για απλή μόνο κρίση, αλλά και για παράσταση ψευδούς γεγονότος η οποία υποκρύπτεται στην ως άνω κρίση (Ολ.ΑΠ 1420/1986) IV.- Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. το παραπεμπτικό βούλευμα έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Συμβουλίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι από τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, όπως αυτό προκύπτει από το συνδυασμό αιτιολογικού με το διατακτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με δικές του σκέψεις και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία αναφέρονται και όλα τα αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Με το άρθρο 12 του Ν. 2636/1998 συστήθηκε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΕΟΤ" που μεταγενέστερα, με το άρθρο 9 παρ. 4 του Ν. 2837/2000 μετονομάσθηκε "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (Ε.Τ.Α. Α.Ε.). Η εταιρεία αυτή, κατά τις ιδρυτικές της διατάξεις, λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος και έχει ως σκοπό τη διοίκηση, τη διαχείριση και την αξιοποίηση της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του Ε.Ο.Τ., Μοναδικός μέτοχος της Ε.Τ.Α. Α.Ε. είναι το Ελληνικό Δημόσιο (άρθρο 8 παρ. 4 Ν, 2837/2000), η γενική της συνέλευση απαρτίζεται από τους Υπουργούς Ανάπτυξης και Οικονομικών (άρθρο 8 παρ. 7 Ν. 2837/2000), ενώ το Διοικητικό της Συμβούλιο διορίζεται με απόφαση της γενικής συνελεύσεως (άρθρο 8 παρ. 8 Ν. 2837/2000). Με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά η Ε.Τ.Α. Α.Ε. ανήκει στα νομικά πρόσωπα του άρθρου 263Α περ. γ' του Π.Κ. Στην θέση του διευθύνοντος συμβούλου της εν λόγω εταιρείας, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, είχε διορισθεί ο δέκατος κατηγορούμενος Χ7, ο οποίος ταυτόχρονα ήταν και μέλος του Δ.Σ. αυτής. Με την υπ' αριθμ. πρωτ. ..... απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποιήσεων (Δ.Ε.Α.) αποφασίστηκε η υπαγωγή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΖΙΝΟ ΠΑΡΝΗΘΑΣ Α.Ε." στις διατάξεις του Ν. 2000/1991 και η ιδιωτικοποίηση της επιχείρησης αυτής, σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 1 περ. β' του άρθρου 5 του ως άνω νόμου, με την πώληση ποσοστού έως και 51% των μετοχών της. Η ως άνω ανώνυμη εταιρεία (Ε.Κ.Π. Α.Ε.) ήταν θυγατρική της εταιρείας Ε.Τ.Α. Α.Ε., που κατείχε και το σύνολο των μετοχών της, είχε δε συσταθεί απ' αυτήν στα πλαίσια επίτευξης του σκοπού της, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 2837/2000. Με την ίδια (υπ' αριθμ. 786/2001) απόφαση της Δ.Ε.Α. και με τον ίδιο σκοπό παρασχέθηκε η εξουσιοδότηση στα αρμόδια όργανα της πωλήτριας εταιρείας (Ε.Τ.Α. Α.Ε.) να καθορίσουν τους όρους και τις λεπτομέρειες της διαδικασίας της ιδιωτικοποίησης, ενώ ταυτόχρονα ανατέθηκε α) το έργο της παροχής υπηρεσιών χρηματοοικονομικού συμβούλου στην εταιρεία "KANTOR - Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Α.Ε.", της οποίας πρόεδρος του Δ.Σ. και νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο ένατος κατηγορούμενος Χ6 και β) το έργο της αποτίμησης της υπό πώληση επιχείρησης στην εταιρεία "....... LTD", της οποίας διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο όγδοος κατηγορούμενος Χ5. Κατ' εφαρμογή της ως άνω απόφασης της Δ.Ε.Α., η Ε.Τ.Α. Α.Ε. εξέδωσε την από .... σχετική Δημόσια Πρόσκληση Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος (Αρχική Διακήρυξη), ενώ με το υπ' αριθμ. .... Πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης της ίδιας εταιρείας (Ε.Τ.Α. Α.Ε.), διορίστηκε η Επιτροπή Διαγωνισμού, αποτελούμενη από τους α) Χ3, τέως Γενική Δ/ντρια του Υπουργείου Οικονομικών (3η κατηγορουμένη), ως πρόεδρο και τους β) Χ2, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (2η κατηγορουμένη), γ) Χ4 Δ/ντή της Τράπεζας της Ελλάδος (4ο κατηγορούμενο), δ) Χ1, τέως Δ/ντή του Υπουργείου Οικονομικών (1ο κατηγορούμενο) και ε) Γ1, Γενική Δ/ντρια του Υπουργείου Ανάπτυξης (η οποία όμως ουδέποτε έλαβε μέρος στις συνεδριάσεις της εν λόγω επιτροπής), ως μέλη. Στην από .....Δημόσια Πρόσκληση Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος ανταποκρίθηκαν δύο κοινοπραξίες και συγκεκριμένα Α) η κοινοπραξία "ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ", αποτελούμενη από 1) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΚΛΑΜΠ ΟΤΕΛ ΛΟΥΤΡΑΚΙ Α.Ε." 2) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε." 3) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "REDEV ΑΝΑΠΤΥΞΗ Α.Ε." 4) την ανώνυμη τεχνική εταιρεία με την επωνυμία "ΓΝΩΜΩΝ Α.Τ.Ε." 5) την ανώνυμη τεχνική εταιρεία με την επωνυμία "ΓΕΚΑΤ Α.Τ.Ε." 6) την ανώνυμη τεχνική εταιρεία με την επωνυμία "ΕΓΝΑΤΙΑ Α.Ε." και 7) τον Γ2, κάτοικο ...... και Β) η κοινοπραξία "... - ...", αποτελούμενη από 1) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "HYATT REGENCY ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ (ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ) Α.Ε." και 2) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΔΟΜΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ". Και τα δύο ως άνω επιχειρηματικά σχήματα προεπελέγησαν από την Ε.Τ.Α. Α.Ε., προκειμένου να συμμετάσχουν στην Β' φάση του διαγωνισμού. Κατόπιν αυτού και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 1.3 και 1.4 της αρχικής διακήρυξης, τον Απρίλιο του έτους 2002, σε συνεργασία με τους δυο προεπιλεγέντες, καταρτίσθηκε από την Ε.Τ.Α. Α.Ε. η "Συμπληρωματική Διακήρυξη Β' φάσης" του διαγωνισμού, τους όρους της οποίας αποδέχθηκαν ανεπιφύλακτα διαγωνιζόμενοι. Ακολούθως, κατ' εφαρμογή του άρθρου 6.7ι τη Συμπληρωματικής Διακήρυξης Β' φάσης, το Δ.Σ. της Ε.Τ.Α. Α.Ε., με το πρακτικό της υπ' αριθμ. ..... συνεδρίασης του και ύστερα από σχετική εισήγηση του Διευθύνοντος Συμβούλου Χ7(10ου κατηγορουμένου) όρισε την Ειδική Επιτροπή Ενστάσεων, αποτελούμενη από τους δικηγόρους Χ8(5ο κατηγορούμενο), ως πρόεδρο και τους Χ9 (7ο κατηγορούμενο) και Χ10(6ο κατηγορούμενο), ως μέλη. Αποκλειστικό καθήκον της πιο πάνω επιτροπής ήταν να παρίσταται καθ' όλη τη διάρκεια της επικείμενης πλειοδοσίας, να παρακολουθεί αν η σχετική διαδικασία διεξάγεται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που έθεσε η Συμπληρωματική Διακήρυξη Β' φάσης και να αποφαίνεται κυριαρχικά επί των ενστάσεων, που ενδεχομένως θα υπεβάλλοντο από τους διαγωνιζομένους, αναφορικά με την διεξαγωγή της εν λόγω διαδικασίας. Σύμφωνα με την ως άνω Συμπληρωματική Διακήρυξη, η ανάδειξη του αγοραστή των μετοχών θα γινόταν με δημοπρασία (πλειοδοσία), με τίμημα εκκίνησης το ποσό των 80.000.000 ευρώ και με υποβολή προσφορών σε πολλαπλούς γύρους. Δηλαδή, οι δύο προεπιλεγέντες υποψήφιοι όφειλαν να υποβάλουν προσφορά τουλάχιστον ίση προς το ανωτέρω τίμημα εκκίνησης μέσα σε σφραγισμένο φάκελο. Η Επιτροπή Διαγωνισμού θα αποσφράγιζε τον φάκελο οικονομικής προσφοράς κάθε διαγωνιζομένου και θα ανακοίνωνε το περιεχόμενο του. Στη συνέχεια, ο υποψήφιος που θα είχε προσφέρει το μικρότερο τίμημα είχε δικαίωμα, στον επόμενο γύρο του διαγωνισμού, να πλειοδοτήσει, υποβάλλοντας εκ νέου μέσα σε σφραγισμένο φάκελο προσφορά, η οποία έπρεπε να είναι ίση τουλάχιστον με την υψηλότερη αρχική προσφορά, προσαυξημένη κατά 1%. Σε περίπτωση που ο υποψήφιος αυτός υπέβαλε πράγματι προσφορά, η Επιτροπή Διαγωνισμού θα αποσφράγιζε τον σχετικό φάκελο και θα ανακοίνωνε το προσφερόμενο τίμημα, οπότε ο έτερος την υποψηφίων θα είχε με τη σειρά του δικαίωμα, στον επόμενο γύρο του διαγωνισμού, να πλειοδοτήσει, υποβάλλοντας νέα προσφορά, ισούμενη τουλάχιστον με την τελευταία υψηλότερη προσφορά, προσαυξημένη κατά 1%. Η διαδικασία αυτή της διαδοχικής υποβολής προσφοράς σε γύρους θα συνεχιζόταν απεριόριστα, μέχρις ότου κάποιος από τον διαγωνιζομένους αποσυρόταν, οπότε, με πρακτικό της Επιτροπής Διαγωνισμού, ο τελευταίος πλειοδότης θα ανακηρυσσόταν Προσωρινός Πλειοδότης. Μετά την ανάδειξη προσωρινού πλειοδότη η Συμπληρωματική Διακήρυξη Β' φάσης προέβλεπε α) την υποβολή του πρακτικού ανάδειξης προσωρινού πλειοδότη από την Επιτροπή Διαγωνισμού στο Δ.Σ. της Ε.Τ.Α. Α.Ε. και, εν συνεχεία, από αυτό στην Γενική της Συνέλευση, η οποία, όπως έχει προαναφερθεί, αποτελείτο από τους Υπουργούς Οικονομικών και Ανάπτυξης β) την εισήγηση της Γενικής Συνελεύσεως προς την Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων (Δ.Ε.Α.) για την κατακύρωση ή όχι του διαγωνισμού και γ) την τελική απόφαση της τελευταίας για την κατακύρωση ή μη αυτού. Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 9 της ίδιας Συμπληρωματικής Διακήρυξης Β' φάσης, η Δ.Ε.Α. δεν δεσμευόταν για την τελική ανάθεση της σύμβασης στον προσωρινό πλειοδότη και διατηρούσε το δικαίωμα να ματαιώσει, να αναβάλει ή να επαναλάβει τη σχετική διαδικασία του διαγωνισμού, χωρίς ουδεμία υποχρέωση για καταβολή αμοιβής ή αποζημίωσης εξ αυτού του λόγου στους διαγωνιζομένους. Εξ άλλου, ιδιαίτερα ενδιαφέροντες για την κρινόμενη υπόθεση είναι και οι ακόλουθοι όροι της Αρχικής και Συμπληρωματικής Διακήρυξης, που αναφέρονται στη ρύθμιση της διαδικασίας πλειοδοσίας και οι οποίοι έχουν κατά λέξη ως εξής: "Α) Άρθρο 6.2 της Αρχικής: "Για τη συμμετοχή τους στη δημοπρασία, οι προεπιλεγέντες θα πρέπει να αποστείλουν τις αρχικές οικονομικές προσφορές τους, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη ή αίρεση, σε σφραγισμένο φάκελο...". Β) Άρθρο 6.6γ της Αρχικής: "Η εγγυητική επιστολή συμμετοχής θα καταπίπτει...σε περίπτωση που ο διαγωνιζόμενος υποβάλει αρχική οικονομική προσφορά ή ακόλουθες προσφορές με επιφυλάξεις ή αιρέσεις...". Γ) Άρθρο 4.5 της Συμπληρωματικής: "Αποκλείεται ρητώς η υποβολή προσφορών υπό όρους ή αιρέσεις..." και Δ) Άρθρο 6.7ι της Συμπληρωματικής: "Ενστάσεις που αφορούν στην διεξαγωγή της διαδικασίας, υποβάλλονται στο τέλος του γύρου που παρουσιάστηκε η παρατυπία και πριν την έναρξη του επόμενου γύρου. Η εκ μέρους των διαγωνιζομένων συμμετοχή στον επόμενο γύρο, θεωρείται ως αποδοχή του νομίμου της διαδικασίας των προηγούμενων γύρων...". Στην Β' φάση του διαγωνισμού συμμετείχαν και οι δύο ως άνω κοινοπραξίες, ενώ η διενέργεια της πλειοδοσίας ορίστηκε για την 31-5-2002 και ώρα 10.00, στο κατάστημα της Ε.Τ.Α. Α.Ε., που βρίσκεται στην Αθήνα και επί της οδού Βουλής αρ. 7. Την εν λόγω ημέρα, αλλά προ της ενάρξεως της πλειοδοτικής διαδικασίας, η κοινοπραξία ....-....υπέβαλε ενώπιον της Επιτροπής Διαγωνισμού την υπ' αριθμ. πρωτ. ...... ένσταση, με την οποία, για τους αναφερόμενους σ' αυτήν λόγους, αμφισβητούσε την νομιμότητα συμμετοχής της αντίπαλης κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ στην επικείμενη διαδικασία πλειοδοσίας. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε από την Επιτροπή Διαγωνισμού ως απαράδεκτη, δοθέντος ότι στο στάδιο αυτό είχε ήδη ολοκληρωθεί η φάση της προεπιλογής. Κατόπιν αυτού, την προκαθορισμένη 10η πρωινή ώρα της ίδιας ημέρας (31-5-2002), άρχισε ο πρώτος γύρος της διαδικασίας πλειοδοσίας και οι δύο διαγωνιζόμενοι υπέβαλαν ταυτόχρονα οικονομικές προφορές, σε σφραγισμένους φακέλους. Η οικονομική προσφορά της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ ανήλθε στο ποσό των 91.183.652 ευρώ, ενώ της κοινοπραξίας ...-...... σε 80.075.000 ευρώ. Στο φάκελο, όμως, της τελευταίας κοινοπραξίας διαπιστώθηκε ότι, εκτός της προσφοράς, υπήρχε και το υπ' αριθμ. πρωτ. .... έγγραφο της κοινοπραξίας αυτής, με το εξής περιεχόμενο: "Η συμμετοχή μας στον διαγωνισμό γίνεται με την επιφύλαξη της από 31-5-2002 ενστάσεως μας και των όσων σε αυτή αναφέρονται και δηλώνουμε ρητώς ότι θα ασκήσουμε τα εκ του νόμου προβλεπόμενα μέσα". Για το λόγο αυτό, η κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ υπέβαλε ένσταση η ισχυριζόμενη ότι η διατύπωση επιφυλάξεως στο έγγραφο που εσωκλειόταν στον σφραγισμένο φάκελο της οικονομικής προσφοράς της κοινοπραξίας ....-......, καθιστούσε την οικονομική προφορά της τελευταίας απαράδεκτη. Η Επιτροπή Ενστάσεων απέρριψε την εν λόγω ένσταση με την ακόλουθη αιτιολογία: "Από το συνδυασμό, λοιπόν, αυτών των εγγράφων, και επειδή η διατύπωση του δεύτερου με αριθμό πρωτοκόλλου ...... δεν είναι σαφής, προκύπτει ότι η κρίσιμη επιφύλαξη αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στη συμμετοχή της κοινοπραξίας Καζίνο Αττικής στο διαγωνισμό και όχι στην ισχύ της οικονομικής προφοράς του ομίλου που κάνει την επιφύλαξη. Η έννοια της επιφυλάξεως ως προς τη συμμετοχή του Ομίλου ... και ...., εν όψει των προαναφερόμενων, έχει την έννοια ότι η περαιτέρω συμμετοχή της στο διαγωνισμό δεν σημαίνει αποδοχή της συμμετοχής της Κοινοπραξίας Καζίνο Αττικής και στις επόμενες φάσεις της διαδικασίας. Αυτό προκύπτει και από τη ρύθμιση του άρθρου 6.7 στοιχ. 1 εδάφ. β' της Συμπληρωματικής Διακήρυξης Β' φάσης του διαγωνισμού, σύμφωνα με την οποία "Η εκ μέρους των διαγωνιζομένων συμμετοχή στον επόμενο γύρο, θεωρείται ως αποδοχή του νομίμου της διαδικασίας των προηγούμενων γύρων".
Συνεπώς, και η άρνηση ανακλήσεως της επιφυλάξεως εκ μέρους του Ομίλου .... και .... μετά το τέλος του πρώτου γύρου έχει το νόημα της διατηρήσεως της επιφυλάξεως, προκειμένου να μην θεωρηθεί ως νόμιμη η συμμετοχή της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ στην περαιτέρω φάση του διαγωνισμού. Επομένως, και επί των προβληθέντων παραπόνων εκ μέρους της κοινοπραξίας Καζίνο Αττικής η Επιτροπή αποφασίζει: 1) Η επιφύλαξη του Ομίλου .... και ..... δεν αφορά την ισχύ της οικονομικής προσφοράς της, αλλά την συμμετοχή της κοινοπραξίας Καζίνο Αττικής στη φάση αυτή του διαγωνισμού...". Η ανωτέρω όμως απόφαση της Επιτροπής Ενστάσεως δεν ήταν προδήλως εσφαλμένη, ούτε ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με το γράμμα και το πνεύμα των όρων 6.6 της Αρχικής Διακήρυξης και 4.5 της Συμπληρωματικής, αφού ναι μεν από τη γραμματική διατύπωση των πιο πάνω όρων προκύπτει με σαφήνεια ότι η οικονομική προσφορά εκ μέρους οποιονδήποτε από τους διαγωνιζομένους θα πρέπει να είναι "καθαρή", με την έννοια ότι η υποβολή και η ισχύς της δεν πρέπει να εξαρτώνται από επιφύλαξη, όρο ή αίρεση. Μόνο επιτρεπόμενο περιεχόμενο της οικονομικής προφοράς μπορεί, επομένως, να είναι μια απλή και ανεπιφύλακτη δήλωση βουλήσεως και προσφοράς ορισμένου ποσού, ως τιμήματος, για την εξαγορά του πωλουμένου πακέτου μετοχών. Κάθε δε άλλη προσθήκη, ιδιαίτερα υπό τη μορφή επιφύλαξης ή αίρεσης, είναι απαγορευμένη και συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφοράς.
Εν προκειμένω δε, στο υπ' αριθμ. πρωτ. .... ιδιαίτερο έγγραφο (δήλωση) της ...-....., το οποίο η τελευταία, απλώς, συνυπέβαλε με τη σφραγισμένη προσφορά της κατά τον πρώτο γύρο του διαγωνισμού, αναφέροντο, όπως ήδη έχει εκτεθεί, τα ακόλουθα: "Η συμμετοχή μας στον διαγωνισμό, γίνεται με την επιφύλαξη της από 31-5-2002 ένστασης μας και των όσων σε αυτή αναφέρονται και δηλώνουμε ρητώς ότι θα ασκήσουμε τα εκ του νόμου προβλεπόμενα μέσα". Παρά ταύτα, η αμέσως ανωτέρω δήλωση της εταιρείας ....-..... ερμηνευόμενη, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη δεν συνιστά εκ μέρους της επιφύλαξη ή αίρεση της εκ μέρους της οικονομικής προφοράς και συμμετοχής της στον ως άνω διαγωνισμό αλλά σαφή δήλωσή της, ότι παρά τη συμμετοχή της στο διαγωνισμό αυτό δεν παραιτείται με τη συμμετοχή της αυτή και από την ως άνω ασκηθείσα από αυτήν ένσταση κατά της συμμετοχής της Κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ Αττικής στον αυτό ως άνω διαγωνισμό. Σημειωτέον, άλλωστε ότι η ως άνω αληθινή βούληση που εκφράζεται με την εν λόγω δήλωση της ....-..... προκύπτει και εκ του ότι αυτή (δήλωση) δεν περιεχόταν σ' αυτή καθαυτή την έγγραφη δήλωση-προσφορά συμμετοχής της στον εν λόγω διαγωνισμό αλλά στο ως άνω ιδιαίτερο έγγραφο που απλώς συναπέστειλε με τον ίδιο φάκελο στην Επιτροπή διαγωνισμού, δηλαδή δεν ενσωματωνόταν στην ίδια τη δήλωση συμμετοχής στο διαγωνισμό αυτόν. Επομένως, οι ως άνω κατηγορούμενοι, Χ8, Χ10 και Χ9 που είχαν ορισθεί ως μέλη της Επιτροπής Ενστάσεων που ενδεχομένως θα υποβάλλονταν από τους διαγωνιζομένους κατά τη Β' φάση (των πλειοδοτών του ως άνω διαγωνισμού) δεν παραβίασαν το υπηρεσιακό τους καθήκον με το να αποδεχθούν υπό την ανωτέρω ιδιότητά τους ως νόμιμες και παραδεκτές τις προφορές της Κοινοπραξίας ....-......, παρά το ότι περιεχόταν στο σχετικό φάκελο και η προρρηθείσα δήλωση της ως άνω εταιρίας και να απορρίψουν, αντίστοιχα την αντίστοιχη ένσταση της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ. Εξ άλλου, από το σύνολο των ως άνω στοιχείων της προκειμένης δικογραφίας, προέκυψαν και τα ακόλουθα: Επακολούθησε ο δεύτερος γύρος του ως άνω διαγωνισμού, κατά τον οποίο υπέβαλε προσφορά σε σφραγισμένο φάκελο η κοινοπραξία ....-.... . Η προσφορά αυτή ανερχόταν σε 92.105.888 ευρώ και συνοδευόταν από έγγραφο με την ίδια ως άνω επιφύλαξη, που η εν λόγω κοινοπραξία είχε διατυπώσει κατά την υποβολή προσφοράς και στον πρώτο γύρο. Μετά ταύτα, ο νόμιμος εκπρόσωπος της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, θέλοντας να δείξει την αντίθεση του στην συνεχιζόμενη αυτή παρατυπία της κοινοπραξίας ....-......, μετά το πέρας του δεύτερου γύρου και πριν από την έναρξη του τρίτου, όταν δηλαδή εκλήθη από την Επιτροπή Διαγωνισμού να υποβάλει, με τη σειρά του, οικονομική προσφορά, παρέδωσε στην εν λόγω Επιτροπή τον σφραγισμένο φάκελο, της οικονομικής προσφοράς του τρίτου γύρου καθώς και μία υπογραφόμενη από τον ίδιο ξεχωριστή δήλωση, που απευθυνόταν στο Δ.Σ. της Ε.Τ.Α. Α.Ε. Με τη δήλωση αυτή διατυπωνόταν η άποψη ότι η εμμονή της κοινοπραξίας .....-..... στην υποβολή προσφοράς σε όλους τους γύρους της διαδικασίας με επιφύλαξη, παραβίαζε τους όρους του διαγωνισμού, ζήτησε δε από την Επιτροπή Διαγωνισμού την διαβίβαση της εν λόγω δηλώσεως στο Δ.Σ. της πωλήτριας εταιρίας Ε.Τ.Α. Α.Ε., προκειμένου η τελευταία "να διαφυλάξει το κύρος του διαγωνισμού". Η Πρόεδρος της Επιτροπής (τρίτη κατηγορουμένη) εξήγησε στον νόμιμο εκπρόσωπο της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, ότι η Επιτροπή Διαγωνισμού δεν μπορούσε στην συγκεκριμένη φάση να παραλάβει την ως άνω δήλωση που απευθυνόταν στο Δ.Σ. της Ε.Τ.Α. Α.Ε., εκτός αν η δήλωση αυτή υποβαλλόταν ως ένσταση, οπότε θα την διαβίβαζε στην αρμόδια Επιτροπή Ενστάσεων. Κατόπιν αυτού, ο νόμιμος εκπρόσωπος της Κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ Αττικής ζήτησε από την Επιτροπή Διαγωνισμού να του χορηγήσει πεντάλεπτη προθεσμία, προκειμένου να αποφασίσει αν θα υποβάλει την ως άνω δήλωση υπό τη μορφή ενστάσεως. Η Επιτροπή Διαγωνισμού του χορήγησε την αιτηθείσα προθεσμία, οπότε αυτός ανέλαβε από το τραπέζι της Επιτροπής την δήλωση, μαζί όμως με την δήλωση πήρε και τον σφραγισμένο φάκελο της οικονομικής προσφοράς του χωρίς κανένας, ρητά τουλάχιστον, να εναντιωθεί ή να τον προειδοποιήσει για τον κίνδυνο να θεωρηθεί ενδεχομένως απαράδεκτη η επανυποβολή της προσφοράς εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Στη συνέχεια, και εντός της προθεσμίας που του χορήγησε η Επιτροπή Διαγωνισμού, ο νόμιμος εκπρόσωπος της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ επανήλθε, δήλωσε ότι δεν προτίθεται να υποβάλει ένσταση και ότι αποσύρει τη δήλωση, ενώ παράλληλα παρέδωσε τον φάκελο με την οικονομική προσφορά της κοινοπραξίας που εκπροσωπούσε στην Επιτροπή Διαγωνισμού. Στο σημείο αυτό η κοινοπραξία ....-...... υπέβαλε ένσταση, ζητώντας να κηρυχθεί απαράδεκτη η προσφορά του τρίτου γύρου της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, με την αιτίαση, ότι κατά τον γύρο αυτό είχε υποβάλει αρχικά μία προσφορά, την οποία ανέλαβε και στην συνέχεια την επανακατέθεσε. Την εν λόγω ένσταση έκανε δεκτή η Επιτροπή Ενστάσεων, κρίνοντας ότι η προσφορά της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ ήταν απαράδεκτη, με την ακόλουθη αιτιολογία: "Η Επιτροπή Ενστάσεων λαβούσα υπόψη ότι: Η Επιτροπή Διεξαγωγής του Διαγωνισμού κάλεσε την κοινοπραξία Καζίνο Αττικής να υποβάλει την προσφορά της στο πλαίσιο του τρίτου γύρου της διαδικασίας. Ο νόμιμος εκπρόσωπος του διαγωνιζόμενου σχήματος υπέβαλε στην Επιτροπή τον σφραγισμένο φάκελο, ο οποίος περιέχει την οικονομική προσφορά. Παράλληλα εγχείρησε στην Επιτροπή δήλωση προκειμένου να την διαβιβάσει στο Δ.Σ. της Ε.Τ.Α. Η Επιτροπή απέρριψε την σχετική δήλωση ως απαράδεκτη και, εν συνεχεία, η κοινοπραξία Καζίνο Αττικής ανακάλεσε τη σχετική δήλωση. Μετά την ανακοίνωση της σχετικής απόφασης της Επιτροπής ο νόμιμος εκπρόσωπος της κοινοπραξίας Καζίνο Αττικής ζήτησε και ανέλαβε την υποβληθείσα ως άνω οικονομική προσφορά. Εν συνεχεία επέστρεψε ενώπιον της Επιτροπής και δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να υποβάλει ένσταση, ενώ παράλληλα υπέβαλε εκ νέου οικονομική προσφορά. Η ως άνω Επιτροπή αποφάσισε ομόφωνα τα εξής: 1. Η κατά τα ανωτέρω νέα υποβολή οικονομικής προσφοράς στο πλαίσιο του αυτού γύρου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή, δεδομένου ότι σύμφωνα με τους όρους της Διακήρυξης σε κάθε γύρο τα διαγωνιζόμενα σχήματα μπορούν να υποβάλουν άπαξ μόνον οικονομική προσφορά, την οποία δεν μπορούν να αναλάβουν μετά την υποβολή της και πριν την αποσφράγιση αυτής. Τούτο προκύπτει από το σύνολο των επιμέρους ρυθμίσεων των άρθρων 6.5 και 6.7 της συμπληρωματικής διακήρυξης Β' φάσης του διαγωνισμού και γενικότερα από την έννοια της διαδικασίας των πολλαπλών γύρων. Επομένως η κοινοπραξία Καζίνο Αττικής δεν έχει δικαίωμα να αποσύρει στο πλαίσιο αυτού του γύρου την οικονομική της προσφορά και στη συνέχεια να υποβάλει εκ νέου οικονομική προσφορά. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι μετά την υποβολή της οικονομικής προσφοράς κατά τα ανωτέρω, ακολούθησε η εξέταση της συνυποβληθείσης με αυτήν δηλώσεως της κοινοπραξίας Καζίνο Αττικής, διότι αφενός μεν η δήλωση αυτή δεν αφορά και είναι ανεξάρτητη από την ισχύ της οικονομικής προσφοράς και την υποβολή αυτής, αφετέρου δε, υπό την αντίθετη εκδοχή, η υποβολή της οικονομικής προσφοράς θα τελούσε υπό τον όρο η αίρεση της δικονομικής τύχης της δηλώσεως αυτής και συνεπώς κατά τον όρο 4.5 της Διακήρυξης μια τέτοια προσφορά θα ήταν απαράδεκτη. Δια ταύτα: α) Η ένσταση του Ομίλου "....-....." γίνεται δεκτή και κρίνεται ότι η υποβληθείσα νέα (δεύτερη) οικονομική προσφορά της κοινοπραξίας Καζίνο Αττικής δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή Διαγωνισμού. β) Παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων των υπό κρίση ενστάσεων. Από το σύνολο των αποδείξεων, όμως, δεν προκύπτει με βάσιμη πιθανότητα ότι η ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, δια του ως άνω εκπροσώπου της ζήτησε τίποτε περισσότερο από την ως άνω ως άνω πεντάλεπτη προθεσμία, για να αποφασίσει αν θα υποβάλει ένσταση, όπως και αναγράφεται άλλωστε, στο αντίστοιχο πρακτικό της Επιτροπής Διαγωνισμού και δεν προέκυψε επαρκώς (ούτε άλλωστε είναι αυτονόητο) ότι ζήτησε την προθεσμία αυτή για να υποβάλει και την οικονομική της προσφορά και ότι με την ίδια έννοια ότι παρείχαν οι κατηγορούμενοι την ως άνω προθεσμία. Επομένως, με το να δεχθούν τα μέλη της ως άνω Επιτροπής Διαγωνισμού τα αμέσως ανωτέρω, όπως εκφράζονται στην εν λόγω εκτιθέμενη απόφαση της Επιτροπής και δη να δεχθούν την ένσταση της ....-..... κατά της έτσι υποβληθείσας προσφοράς της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ δεν παραβίασαν ούτε τους όρους του ως άνω διαγωνισμού ούτε καμία μεροληψία επέδειξαν σε βάρος της ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ και υπέρ της ....-...., ανεξαρτήτως δε του ότι από κανένα άλλο στοιχείο της προκειμένης δικογραφίας δεν προέκυψαν στοιχεία δόλου εκ μέρους των κατηγορουμένων-μελών της ως άνω Επιτροπής να παραβιάσουν τα καθήκοντα που τους ανατέθηκαν. Σύμφωνα με τα παραπάνω δεν υφίστανται επαρκείς ενδείξεις αφενός εκ μέρους των κατηγορουμένων Χ9, Χ10 και Χ8 του εγκλήματος της πράξης παράβασης καθήκοντος, για την οποία, ως άνω, κατηγορούνται και αφ' ετέρου αφού δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης της παράβασης καθήκοντος εκ μέρους των ανωτέρω φερομένων ως φυσικών αυτουργών κατηγορουμένων δεν υφίστανται επαρκείς ενδείξεις τέλεσης εκ μέρους του Χ7, για ηθική αυτουργία στην ως άνω πράξη των αμέσως ανωτέρω κατηγορουμένων, και πρέπει το Συμβούλιο αυτό να αποφανθεί να μη γίνει κατ' αυτών κατηγορία για τις πράξεις αυτές (παράβαση καθήκοντος για τους Χ9, Χ10 και Χ8 και ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή εκ μέρους του Χ7.Περαιτέρω, ειδικώς για την πράξη της απιστίας περί την υπηρεσία η οποία αποδίδεται στους τέσσερες πρώτους κατηγορουμένους και για την ηθική αυτουργία στην άνω πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο Χ7 και για την απάτη που αποδίδεται στον Χ5 και Χ6, για τις οποίες και μόνο ζητείται η αναίρεση του προσβαλλόμενου βουλεύματος, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική κατά τούτο αναφορά στην ενσωματούμενη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε και τα ακόλουθα. "... Μετά την κήρυξη ως απαράδεκτης της προσφοράς του γ' γύρου της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, η Επιτροπή Διαγωνισμού με το υπ' αριθμ. ..... έγγραφό της διαβίβασε προς το Δ.Σ. της ΕΤΑ Α.Ε. αντίγραφο του τελευταίου πρακτικού της 8ης συνεδρίασής της, με το οποίο ανακήρυξε πρώτο προσωρινό πλειοδότη την κοινοπραξία ".... - .....", με προσφερθέν τίμημα 92.105.888 ευρώ και δεύτερο προσωρινό πλειοδότη την κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, με προσφερθέν τίμημα 91.183.652 ευρώ. Η εν λόγω επιτροπή δεν αποσφράγισε την οικονομική προσφορά του γ' γύρου της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ και δεν επέστρεψε τον σφραγισμένο φάκελο σ'αυτήν, αλλά, αφού ο φάκελος αυτός μονογραφήθηκε από τα μέλη της, παραδόθηκε προς φύλαξη στο χρηματοκιβώτιο της πωλήτριας εταιρείας ΕΤΑ ΑΕ. Το Δ.Σ. της ΕΤΑ ΑΕ, στις 4-6-2002, αποφάσισε την σύγκληση Έκτακτης Γενικής Συνελεύσεως, στην οποία διαβίβασε το σχετικό φάκελο, χωρίς σχόλια ή εισήγηση. Η Έκτακτη Γενική Συνέλευση της ΕΤΑ ΑΕ πραγματοποιήθηκε στις 5-6-2002 και με ομόφωνη απόφαση της εξουσιοδοτήθηκαν οι κατηγορούμενοι Χ7, δ/νων σύμβουλος της ΕΤΑ ΑΕ και ο Χ6, νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας KANTOR ΑΕ, στην οποία, με απόφαση της Δ.Ε.Α. είχε ανατεθεί το έργο Χρηματοοικονομικού Συμβουλίου, να ζητήσουν από τον πρώτο προσωρινό πλειοδότη να βελτιώσει την οικονομική του προσφορά. Σε εκτέλεση της ανωτέρω εντολής της Γ.Σ. της ΕΤΑ ΑΕ, οι ανωτέρω εξουσιοδοτηθέντες πραγματοποίησαν συνάντηση με προσωρινού πλειοδότη, ο οποίος τελικά προσφορά του, από 92.105.888 ευρώ, σε 110.000.000 ευρώ. Στις 12-6-2002, η κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ υπέβαλε στην ΕΤΑ ΑΕ επιστολή, με προσφορά ύψους 162.000.000 ευρώ για την εξαγορά του πωλουμένου πακέτου των μετοχών της Ε.Κ.Π. ΑΕ και στις 13-6-2002 προσκόμισε τροποποιητική εγγυητική επιστολή της τράπεζας Πειραιώς, σύμφωνα με την οποία η ισχύς της αρχικώς εκδοθείσης υπέρ της ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ εγγυητικής επιστολής, ποσού 70.000.000 ευρώ, επεκτεινόταν και κάλυπτε και την τελευταία αυτή προσφορά. Στις 13-6-2002, το Δ.Σ. της ΕΤΑ ΑΕ συγκάλεσε Έκτακτη Γενική Συνέλευση για την λήψη απόφασης σχετικά με την κατακύρωση του διαγωνισμού, ενώ ταυτόχρονα διαβίβασε στους μετόχους (Υπουργούς Οικονομίας - Οικονομικών και Ανάπτυξης) τον σχετικό φάκελο, μαζί με την βελτιωμένη προσφορά του προσωρινού πλειοδότη, καθώς και τις από ...και .... επιστολές της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ. Η Γενική Συνέλευση πραγματοποιήθηκε στις 14-6-2002. Κατά τη διάρκειά της ανοίχτηκε ο μέχρι τότε σφραγισμένος φάκελος που περιείχε την από .... έκθεση αποτίμησης της Παρούσας Αξίας Εκμετάλλευσης της εταιρείας ΕΚΠ ΑΕ, την οποία είχε συντάξει, κατ'εντολή της ΔΕΑ, η εταιρεία "......", που εκπροσωπείται νομίμως από τον όγδοο κατηγορούμενο Χ5. Σύμφωνα με την ανωτέρω έκθεση, η αξία εκμετάλλευσης της ΕΚΠ ΑΕ, με χρόνο αναφοράς την 31η-12-2001, ανερχόταν για μεν το 100% των μετοχών της στα 194.864.270 ευρώ, για δε το υπό πώληση πακέτο του 49% των μετοχών της στα 95.483.492 ευρώ. Κατόπιν αυτού, θεωρώντας η Γενική Συνέλευση την ως άνω βελτιωμένη προσφορά των 110.000.000 ευρώ του προσωρινού πλειοδότη συμφέρουσα για το Ελληνικό Δημόσιο, διαβίβασε το ζήτημα στην Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων (ΔΕΑ), εισηγούμενη την κατακύρωση του διαγωνισμού στην κοινοπραξία "... - ...", ενώ παράλληλα με το υπ'αριθμ. πρωτ. .... έγγραφο της ζήτησε από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους να γνωμοδοτήσει αν οι από ... και .... επιστολές περί υψηλότερος προσφοράς της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, δευτέρου προσωρινού πλειοδότη στο διαγωνισμό μπορούν να ληφθούν υπόψη και να επηρεάσουν το κύρος της διαδικασίας του διαγωνισμού. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, με την υπ'αριθμ. ..... γνωμοδότηση του, δεσμευόμενο άλλωστε και από το περιεχόμενο του ερωτήματος, δεν αναφέρθηκε καθόλου στην ουσία των πραγμάτων και έκρινε το αυτονόητο, ότι δηλαδή η προσφορά της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, υποβληθείσα μετά το πέρας της πλειοδοτικής διαδικασίας, δεν ασκεί καμία επίδραση επί της διαδικασίας και του κύρους του διαγωνισμού, ούτε δύναται να ληφθεί υπόψη και να κατακυρωθεί στην ως άνω κοινοπραξία ο διαγωνισμός. Με την από 8-7-2002 αίτηση της, η κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, επικαλούμενη κυρίως τις προεκτεθείσες παρατυπίες της Επιτροπής Ενστάσεως, προσέφυγε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ζήτησε να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα και συγκεκριμένα α) να διαταχθεί η αναστολή κάθε πράξεως, η οποία θα αφορά στην κατακύρωση του αποτελέσματος του διαγωνισμού στην κοινοπραξία "... - .....", και β) να υποχρεωθεί η ΕΤΑ ΑΕ να προβεί στην συνέχιση της διαδικασίας της πλειοδοσίας με την συμμετοχή της αιτούσας. Επί της ως άνω αιτήσεως εξεδόθη η υπ'αριθμ. 8118/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε προεχόντως ως απαράδεκτη, αλλά και κατ'ουσίαν την αίτηση. Με τις παραδοχές της ως άνω απόφασης δεν συμφωνούμε για τους λόγους που ήδη έχουμε εκθέσει. Στις 5-8-2002, η εκπροσωπούμενη από τον ένατο κατηγορούμενο Χ6 εταιρεία με την επωνυμία "KANTOR Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Α.Ε.", στην οποία, με απόφαση της ΔΕΑ, είχε ανατεθεί το έργο του Χρηματοοικονομικού Συμβούλου, υπέβαλε την υπό ιδία ημερομηνία εισήγηση της, με την οποία εισηγήθηκε στην ΔΕΑ την κατακύρωση του διαγωνισμού υπέρ της κοινοπραξίας "... -......". Την ίδια ημέρα (5-8-2002), η Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων, αποδεχόμενη την ως άνω εισήγηση, ενέκρινε την οριστική κατακύρωση του διαγωνισμού στην κοινοπραξία ".... - ......". Τέλος, με το υπ'αριθμ. ....... πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης της εταιρίας ΕΤΑ ΑΕ αποφασίστηκε η πώληση στην πιο πάνω κοινοπραξία του 49% των μετοχών της ΕΚΠ ΑΕ καθώς και η έγκριση της σχετικής σύμβασης μεταβίβασης μετοχών και παραχώρησης της διοίκησης, ως τίμημα δε της συναλλαγής, μετά και από νεώτερη βελτίωση αυτού, ορίστηκε αθροιστικά: "α) το ποσό των 90.000.000 ευρώ που καταβάλλει η αγοράστρια στην ΕΤΑ για την αγορά 2.267.856 ονομαστικών μετοχών της ΕΚΠ β) το ποσό των 20.000.000 ευρώ που θα καταβάλει η αγοράστρια για την ανάληψη των νέων μετοχών, οι οποίες θα εκδοθούν κατά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΚΠ. γ) η πρόσθετη οικονομική παροχή που ανέρχεται στο ποσό των 10.000.000 ευρώ, για την εξ ολοκλήρου από την αγοράστρια κάλυψη αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΚΠ δ) η ανάληψη της υποχρέωσης από την αγοράστρια για την μονομερή κάλυψη κάθε μελλοντικής αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΚΠ, μέχρι 10.000.000 ευρώ συνολικά, χωρίς να μεταβληθεί το ποσοστό συμμετοχής της ΕΤΑ στην ΕΚΠ και ε) η εγγύηση για 850 θέσεις εργασίας για μια πενταετία από την ολοκλήρωση του σχεδίου ανάπτυξης, με ύψος εγγύησης 18.000 ευρώ ανά θέση ανά έτος". Κατά των τεσσάρων πρώτων κατηγορουμένων Χ1, Χ2, Χ3 και Χ4 ασκήθηκε ποινική δίωξη για απιστία περί την υπηρεσία κατ'εξακολούθηση και κατά συναυτουργία, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Η ως άνω πράξη, σύμφωνα με την απαγγελθείσα εις βάρος των ανωτέρω κατηγορουμένων κατηγορία, συνίσταται στο ότι αυτοί, στην Αθήνα, στις 31-5-2002, όντας υπάλληλοι, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, από κοινού, κατά την είσπραξη εσόδων ελάττωσαν εν γνώσει τους και για να ωφεληθεί τρίτος την περιουσία του δημοσίου, της οποίας η διαχείριση τους ήταν εμπιστευμένη, η δε ζημία που προξενήθηκε και οπωσδήποτε απειλήθηκε στο δημόσιο από την ανωτέρω πράξη τους υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Ειδικότερα, ότι αυτοί, ως μέλη της Επιτροπής Διεξαγωγής του Διαγωνισμού που έχει προαναφερθεί, με σκοπό να αποκλείσουν παράνομα από τον διαγωνισμό την κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ και να την βλάψουν, καθώς επίσης να βλάψουν το Ελληνικό Δημόσιο: α) παρότι εγνώριζαν ότι σύμφωνα με τους όρους 6.6 της Αρχικής Διακήρυξης και 4.5 της Συμπληρωματικής Διακήρυξης απαγορευόταν ρητώς η υποβολή προσφορών με όρους ή με αιρέσεις, καθώς επίσης ότι στην β' φάση του διαγωνισμού ήταν απαράδεκτη η αμφισβήτηση του πίνακα προεπιλογής και η διατύπωση επιφυλάξεων, δέχτηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου και δευτέρου γύρου του διαγωνισμού προσφορές της κοινοπραξίας "... - ......", οι οποίες συνοδεύονταν από αιρέσεις και επιφυλάξεις, ενώ όφειλαν, ως μέλη της Επιτροπής Διαγωνισμού, να θεωρήσουν απαράδεκτες τις εν λόγω προσφορές και να αποκλείσουν από τον πλειοδοτικό διαγωνισμό την ως άνω κοινοπραξία και β) Παρότι εγνώριζαν ότι σύμφωνα με τον όρο 6.7ι της Συμπληρωματικής Διακήρυξης οι ενστάσεις κατά τη διάρκεια κάποιου γύρου υποβάλλονται και κρίνονται μόνον μετά το τέλος του γύρου αυτού, ενώ, σύμφωνα με τον όρο 6.7 στ της ίδιας Διακήρυξης το τέλος του γύρου επέρχεται μετά το άνοιγμα της οικονομικής προσφοράς και μετά τον ορισμό της τρέχουσας τιμής του γύρου, της τιμής εκκίνησης του επόμενου γύρου και της υπογραφής του σχετικού πρακτικού, ως μέλη της Επιτροπής Διαγωνισμού, δεν ολοκλήρωσαν, όπως όφειλαν, τον τρίτο γύρο του διαγωνισμού, δηλαδή δεν αποσφράγισαν την οικονομική προσφορά της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, αλλά διέκοψαν παράνομα τη διαδικασία και δέχτηκαν την υποβολή ενστάσεων από την κοινοπραξία ".... - ....", απέκλεισαν από το διαγωνισμό την κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ και ανακήρυξαν προσωρινό πλειοδότη την κοινοπραξία ".... - ....". Τέλος, ότι με τις ανωτέρω δύο μερικότερες πράξεις τους έβλαψαν την κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, αλλά και το Ελληνικό Δημόσιο, αφού, αφενός μεν επέτρεψαν παράνομα τη συμμετοχή στο διαγωνισμό της Κοινοπραξίας "... - ....", αν και η τελευταία αμφισβητούσε την νομιμότητα του διαγωνισμού και της έδωσαν την δυνατότητα με την παράνομη συμμετοχή της να αμφισβητήσει μελλοντικά τη δέσμευση της από τις προσφορές της, αφετέρου δε ολοκλήρωσαν την πλειοδοσία και ανακήρυξαν προσωρινό πλειοδότη την ίδια ως άνω κοινοπραξία, αν και η οικονομική προσφορά της ετέρας κοινοπραξίας ήταν, σύμφωνα με την Διακήρυξη, αναγκαστικά μεγαλύτερη, ενώ η συνέχιση των πλειοδοσιών θα οδηγούσε σε προσφορά μεγαλυτέρου τμήματος σε όφελος του Ελληνικού Δημοσίου και σε ύψος τουλάχιστον 162.000.000 ευρώ, που εμπράκτως προσέφερε η κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ. Ενόψει όμως των ήδη εκτεθέντων, είναι προφανές ότι προκύπτουν οι απαιτούμενες ενδείξεις ενοχής εις βάρος των ως άνω κατηγορουμένων για την προαναφερθείσα πράξη. Και τούτο διότι: α) Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη της νομολογίας, την οποία δεν μπορεί παρά να εκφράζει αυθεντικότερα η παρατεθείσα στην αρχή της παρούσας υπ'αριθμ. 9/98 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απιστίας περί την υπηρεσία, απαιτείται, μεταξύ των άλλων, και η ελάττωση της δημόσιας ή δημοτικής ή κοινοτικής περιουσίας ή περιουσίας ΝΠΔΔ, όχι όμως και εκείνης των ΝΠΙΔ, που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α του Π.Κ. Στην προκειμένη περίπτωση, το υπό πώληση πακέτο μετοχών ανήκε σε ανώνυμη εταιρεία (ΕΚΠ ΑΕ), θυγατρική άλλης ανώνυμης εταιρείας (ΕΤΑ ΑΕ), δηλαδή σε ΝΠΙΔ, που φέρει τα χαρακτηριστικά του άρθρου 263 Α περ. γ' του Π.Κ. Κατά συνέπεια η περιουσία της ανωτέρω εταιρείας, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί "δημόσια", για την εφαρμογή του άρθρου 256 του Π.Κ., ακόμα και με την διευρυμένη έννοια της δημόσιας περιουσίας, όπως αυτή οριοθετείται από την επίσης παρατεθείσα στην αρχή της παρούσας υπ'αριθμ. 1526/2006 απόφαση του Ε' Τμήματος του Αρείου Πάγου. β) Όπως προκύπτει από το νόμο 2000/1991 και τις σχετικές Διακηρύξεις, αποκλειστικό καθήκον της Επιτροπής Διαγωνισμού ήταν η διεξαγωγή του διαγωνισμού και η ανάδειξη του προσωρινού πλειοδότη. Η εν λόγω επιτροπή δεν είχε οποιαδήποτε αρμοδιότητα βαθμολόγησης ή αξιολόγησης των προσφορών, ούτε ήταν αρμόδια να εισηγηθεί την κατακύρωση ή μη του διαγωνισμού, την κατάρτιση ή μη της συμβάσεως, ούτε, πολύ περισσότερο να αποφασίσει την πώληση των μετοχών. Κατά συνέπεια, ούτε βάσει του νόμου, ούτε βάσει δικαιοπραξίας είχε ανατεθεί στην εν λόγω επιτροπή ή επιμέλεια ή η διαχείριση της περιουσίας της εταιρείας ΕΤΑ ΑΕ, έτσι ώστε να τίθεται εν προκειμένω ζήτημα εφαρμογής ακόμα και της γενικότερης διάταξης του άρθρου 390 του Π.Κ. γ) Η απαγγελθείσα εις βάρος των τεσσάρων πρώτων κατηγορουμένων κατηγορία, ως προς το πρώτο τουλάχιστον σκέλος της, είναι και αντιφατική, αφού, σύμφωνα με αυτή, επιτρέποντας οι ως άνω κατηγορούμενοι την παράνομη συμμετοχή της κοινοπραξίας "... - ..... στους δύο πρώτους γύρους του διαγωνισμού έβλαψαν οικονομικά το Ελληνικό Δημόσιο. Αν όμως είχαν πράξει το αντίθετο, αν δηλαδή είχαν αποβάλει την εν λόγω κοινοπραξία, τότε προσωρινός πλειοδότης θα είχε ανακηρυχθεί από τον πρώτο γύρο η αντίπαλη κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, με προσφερθέν τίμημα μικρότερο φυσικά του τελικά επιτευχθέντος. Κατά συνέπεια, και αληθές υποτιθέμενο το ως άνω πρώτο σκέλος της κατηγορίας, ενδεχομένως να συγκροτούσε εις βάρος των μελών της Επιτροπής Διαγωνισμού, συντρεχόντων και των λοιπών στοιχείων του, το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος, όχι όμως και το κακούργημα της απιστίας εις βάρος του δημοσίου, αφού από την ως άνω συμπεριφορά των εν λόγω κατηγορουμένων η περιουσία του δημοσίου όχι μόνον δεν ελαττώθηκε, αλλ' αντιθέτως αυξήθηκε. Και δ) ανεξάρτητα από τα ανωτέρω, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι τα μέλη της Επιτροπής Διαγωνισμού παρέβησαν και μάλιστα εν γνώσει τους τα καθήκοντα τους, με σκοπό να βλάψουν την κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ και πολύ περισσότερο το Ελληνικό Δημόσιο. Την άποψη μάλιστα αυτή φαίνεται εμμέσως να αποδέχεται ακόμη και ο υποκειμενικότερος, κατά τεκμήριο, μάρτυρας, δηλαδή ο μηνυτής Ψ1, ο οποίος στην από 11-9-2003 ένορκη εξέταση του, αναφερόμενος στην πρόεδρο της Επιτροπής Διαγωνισμού Χ3 (τρίτη κατηγορουμένη), που κατά κύριο λόγο είχε την ευθύνη των ενεργειών της πιο πάνω επιτροπής, κατέθεσε επί λέξει και τα εξής: "... Κατά την εκτίμησή μου δεν πρέπει να είχε γίνει κοινωνός του συνολικού σχεδιασμού και μεθοδεύσεων του κου Χ7...". Άλλωστε, αποκλειστικά αρμόδια για την εκδίκαση των ενστάσεων, που τελικά έκριναν και το αποτέλεσμα της πλειοδοσίας, ήταν η Επιτροπή Ενστάσεων, τις αποφάσεις της οποίας η Επιτροπή Διαγωνισμού, ούτως ή άλλως, δεν μπορούσε να αγνοήσει. Εξάλλου, δεκτού γενομένου ότι οι τέσσερις πρώτοι κατηγορούμενοι δεν τέλεσαν ως φυσικοί αυτουργοί τα αποδιδόμενα σ'αυτούς εγκλήματα της απιστίας περί την υπηρεσία κατ' εξακολούθηση και κατά συναυτουργία και της παράβασης καθήκοντος κατ' εξακολούθηση και κατά συναυτουργία, είναι προφανές ότι δεν προκύπτουν οι απαιτούμενες αντίστοιχες ενδείξεις ενοχής και εις βάρος του φερομένου ως ηθικού αυτουργού των εγκλημάτων αυτών Χ7 (δέκα του κατηγορουμένου). Και τούτο κυρίως λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της ηθικής αυτουργίας. Συνεχίζοντας, περαιτέρω, το Συμβούλιο Εφετών, με εξ ολοκλήρου αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δέχεται και τα εξής "Κατά του όγδοου κατηγορουμένου Χ5 ασκήθηκε ποινική δίωξη για απάτη από την οποία το όφελος που προσπόρισε σε τρίτον ο δράστης και η αντίστοιχη ζημία που προξενήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ. Σύμφωνα με την ως άνω κατηγορία, ο εν λόγω κατηγορούμενος, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας "........", με σκοπό να ωφελήσει παράνομα την κοινοπραξία ....-...... και να βλάψει αντίστοιχα το Ελληνικό Δημόσιο, συνέταξε και απέστειλε στην Γενική Συνέλευση της ΕΤΑ ΑΕ την από ...... έκθεση αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΠ ΑΕ, με την οποία παρέστησε εν γνώσει ψευδώς στην Γ.Σ. της ΕΤΑ ΑΕ, αλλά και στην ΔΕΑ: 1) ότι η αξία του 49% των υπό πώληση μετοχών της εταιρείας ΕΚΠ Α.Ε. ανερχόταν σε 95.377.750 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα η αξία του ανωτέρω ποσοστού ανερχόταν σε 162.000.000 ευρώ 2) Ότι η αύξηση των καθαρών εσόδων της υπό πώληση εταιρείας υπολογιζόταν μόνο στο 8% για τα τραπέζια και μόνο στο 5% για τους κερματοδέκτες, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, καθώς και ότι κατά τον τερματικό χρόνο, που οριζόταν στο έτος 2008, οι πωλήσεις θα ανήρχοντο σε 82.758.540 ευρώ, αποκρύπτοντας με τον τρόπο αυτό αθέμιτα ότι οι πωλήσεις της εταιρείας, σύμφωνα με τους ισολογισμούς της, είχαν κατά μέσο όρο ετήσια αύξηση κατά τα έτη 1999 μέχρι και 2002 29,3% και ότι η ίδια η ΕΤΑ ΑΕ είχε γνωστοποιήσει την αύξηση των εσόδων για το 2002 σε 18,3% για τα τραπέζια και σε 20,7% για τους κερματοδέκτες, ενώ οι πωλήσεις το 2001 ανήλθαν ήδη σε 70.076.090 ευρώ. 3) Ότι η ΕΤΑ ΑΕ δεν είχε την κυριότητα, αλλά μόνο το δικαίωμα χρήσης των εγκαταστάσεων του Καζίνο της Πάρνηθας, η κυριότητα των οποίων ανήκε στον ΕΟΤ, αποκρύπτοντας με τον τρόπο αυτό αθέμιτα ότι με τον όρο 2.5 της Αρχικής Διακήρυξης του διαγωνισμού προβλεπόταν να εισφερθούν κατά κυριότητα στην εταιρεία αυτή οι εγκαταστάσεις του Καζίνο Πάρνηθας, τα ξενοδοχεία και 115 στρέμματα γης του περιβάλλοντος χώρου και 4) Ότι στην αίθουσα του Καζίνο λειτουργούσαν μόνο 43 τραπέζια παιγνίων και 360 κερματομηχανές, αποκρύπτοντας με τον τρόπο αυτό ότι, δυνάμει της ίδιας ως άνω Αρχικής Διακήρυξης, προβλεπόταν η χορήγηση αδείας λειτουργίας, που θα επέτρεπε τη χρήση πολλαπλασίων τραπεζιών παιγνίων και συγκεκριμένα 143 τραπεζιών και 1.500 κερματομηχανών. Ότι, με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις-αποκρύψεις παρεπλάνησε την Γ.Σ. της πωλήτριας εταιρείας ΕΤΑ ΑΕ (και όχι το ΔΣ αυτής, όπως προφανώς εκ παραδρομής αναγράφεται στο κατηγορητήριο) καθώς και την ΔΕΑ, σε σχέση με την πραγματική αξία των ως άνω μετοχών και ότι έτσι τους έπεισε να εγκρίνουν την πώληση των μετοχών αυτών στην κοινοπραξία ....-..... με τίμημα 110.000.000 ευρώ, ζημιώνοντας με τον τρόπο αυτό την περιουσία της ΕΤΑ ΑΕ και του Ελληνικού Δημοσίου τουλάχιστον κατά το ποσό των 52.000.000 ευρώ, το οποίο θα εξασφαλιζόταν επιπλέον, αν συνεχιζόταν ή επαναλαμβανόταν ο επίδικος διαγωνισμός. Όπως όμως έχει ήδη αναφερθεί, σύμφωνα με την νεώτερη και κρατούσα νομολογία (Ολομέλεια Α.Π. 1420/86), η δήλωση περί της αξίας ενός πράγματος είναι κατ'αρχήν απλή κρίση, η οποία δεν εμπίπτει στην έννοια του γεγονότος και ως εκ τούτου δεν μπορεί από μόνη της να στοιχειοθετήσει εις βάρος του δηλούντος την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης. Κατά συνέπεια, και η δήλωση-εκτίμηση της εταιρείας "......" ότι η αξία του 49% των υπό πώληση μετοχών της εταιρείας ΕΚΠ ΑΕ ανερχόταν σε 95.377.750 ευρώ, μη εμπίπτουσα στην έννοια του γεγονότος, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει εις βάρος του κατηγορουμένου την αντικειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, ακόμη και αν κατά την ενδόμυχη πεποίθηση αυτού, η εν λόγω αξία ήταν μεγαλύτερη. Κατά μείζονα λόγο, το ίδιο ισχύει και για την διαλαμβανόμενη στην ως άνω έκθεση αναφορά, ότι δηλαδή, η αύξηση των καθαρών εσόδων της υπό πώληση εταιρείας υπολογιζόταν μόνο στο 8% για τα τραπέζια και μόνο στο 5% για τους κερματοδέκτες, καθώς και ότι κατά το έτος 2008 οι πωλήσεις θα ανήρχοντο σε 82.758.540 ευρώ, που, σύμφωνα με το κατηγορητήριο φέρεται ως ψευδής, αφού η αναφορά αυτή συνιστά εκτίμηση (πρόβλεψη) μιας μελλούσης εξελίξεως. Βέβαια, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι ως άνω εκτιμήσεις συνοδεύοντα και με την αθέμιτη απόκρυψη πραγματικών περιστατικών, που αντικειμενικά εμπίπτουν στην έννοια του γεγονότος. Ως αποδέκτες όμως της παραπλανητικής φερόμενης συμπεριφοράς του εν λόγω κατηγορουμένου και συνεπώς πλανηθέντες και περιουσιακώς διαθέσαντες φέρονται να είναι η Γενική Συνέλευση των μετόχων της ΕΤΑ ΑΕ και η ΔΕ.Α. Η ΔΕΑ όμως και η Γ.Σ της Ε.Τ.Α. ΑΕ είναι τα όργανα εκείνα που ενέκριναν την από 19-10-2001 αρχική Διακήρυξη του διαγωνισμού, στην οποία περιλαμβάνεται ο όρος 2.5 και τα οποία παρήγγειλαν την δημοσίευση της. Όταν συνεπώς τα ως άνω όργανα, δια του άρθρου 2.5 της Αρχικής Διακήρυξης του διαγωνισμού, διακήρυσσαν ότι: "Η ΕΤΑ θα εισφέρει πριν από την κατακύρωση του διαγωνισμού: α) την άδεια λειτουργίας και εκμετάλλευσης καζίνο... β) την κυριότητα, διοίκηση και διαχείρηση δύο ξενοδοχειακών μονάδων στο όρος Πάρνηθα... γ) την κυριότητα της περιβάλλουσας των δύο ξενοδοχειακών μονάδων χέρσας γης...", δεν μπορεί να υποστηρίζεται με σοβαρότητα ότι ο κατηγορούμενος απέκρυψε από τα όργανα αυτά εκείνο το οποίο τα ίδια είχαν διακηρύξει ότι θα επραγματοποιείτο. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για την κατηγορία της φερόμενης ως αθέμιτης απόκρυψης του ποσοστού αύξησης των εσόδων και πωλήσεων της εταιρείας ΕΚΠ ΑΕ κατά τα έτη 1999 έως και 2001, αφού τα στοιχεία αυτά προέκυπταν από τους ισολογισμούς, οι οποίοι ενεκρίνοντο από τους δύο" Υπουργούς, οι οποίοι συγκροτούσαν την Γ.Σ. της ΕΤΑ ΑΕ και την ΔΕΑ και ως εκ τούτου ήσαν ήδη γνωστά σ'αυτούς. Κατά συνέπεια, όλα τα πραγματικά περιστατικά, που, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, φέρεται ότι απέκρυψε αθέμιτα ο κατηγορούμενος από τους αποδέκτες της από 14-1-2002 εκθέσεως του, ήσαν ήδη γνωστά σ'αυτούς και ως εκ τούτου δεν μπορεί, κατά πάσα περίπτωση, να στοιχειοθετηθεί εις βάρος του το έγκλημα της απάτης, αφού ελλείπει το απαραίτητο στοιχείο της παραπλάνησης. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν πιθανολογείται βασίμως ότι ακόμη και η απλή κρίση για την αξία του υπό πώληση πακέτου μετοχών, που εκφράστηκε στην επίδικη έκθεση εκτιμήσεως, ήταν εσφαλμένη, πολύ δε περισσότερο ότι κατά την ενδόμυχη πεποίθηση του συντάκτη της ως άνω εκθέσεως, η εν λόγω αξία ήταν μεγαλύτερη. Συνακόλουθα, δεν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου Χ5 για την ως άνω πράξη της κακουργηματικής απάτης εις βάρος του Δημοσίου. Ποινική δίωξη για κακουργηματική απάτη εις βάρος του Δημοσίου ασκήθηκε και κατά του κατηγορουμένου Χ6, της κατηγορίας συνισταμένης στο ότι αυτός, με την ιδιότητα του προέδρου του Δ.Σ. της εταιρείας - "ΚΑΝΤΟR - Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Α.Ε.", υπέγραψε και απέστειλε προς τους Υπουργούς Οικονομίας και Ανάπτυξης την από .... έκθεση, με την οποία παρέστησε εν γνώσει ψευδώς σ'αυτούς. 1) ότι η στατική αξία του 49% του Καζίνο Πάρνηθας ανερχόταν σε 95,4 εκατομμύρια ευρώ και 2) ότι η εκτίμηση της εταιρείας ...... τοποθετείται 40% έως 65% υψηλότερα, ενώ εγνώριζε ότι η αξία του 49% το ποσό των 162.000.000 ευρώ και ότι η έκθεση της ....... ήταν υποτιμημένη, επειδή απεκρύπτοντο όλα τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας, τα οποία επρόκειτο να εισφερθούν. Ότι με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις παρεπλάνησε την Γ.Σ. της πωλήτριας εταιρείας ΕΤΑ ΑΕ (και όχι το Δ.Σ. αυτής, όπως προφανώς εκ παραδρομής αναγράφεται στο κατηγορητήριο) καθώς και τη ΔΕΑ, σε σχέση με την πραγματική αξία των ως άνω μετοχών και ότι έτσι τους έπεισε να εγκρίνουν την πώληση των μετοχών αυτών στην κοινοπραξία ...-..... με τίμημα μόνον 110.000.000 ευρώ, ζημιώνοντας με τον τρόπο αυτό την περιουσία της ΕΤΑ ΑΕ και του Ελληνικού Δημοσίου τουλάχιστον κατά το ποσό των 52.000.000 ευρώ, το οποίο θα εξασφαλιζόταν αν συνεχιζόταν ή επαναλαμβανόταν ο επίδικος διαγωνισμός. Κατά του ως άνω κατηγορουμένου δεν προκύπτουν οι απαιτούμενες ενδείξεις ενοχής, για τους λόγους που ήδη έχουμε εκθέσει αμέσως παραπάνω, με αφορμή την συναφή κατηγορία κατά του συγκατηγορουμένου του Χ5, προσθέτοντας και τα ακόλουθα: Ο ένατος κατηγορούμενος Χ6 είναι πρόεδρος του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρείας "ΚΑΝΤΟR Σύμβουλοι Επιχειρήσεων ΑΕ", στην οποία εν προκειμένω είχε ανατεθεί το έργο του Χρηματοοικονομικού Συμβούλου της ΔΕΑ. Όπως προκύπτει και από το άρθρο 6 του Ν. 2000/91, κύριο καθήκον του εν λόγω Χρηματοοικονομικού Συμβούλου στην προκειμένη περίπτωση ήταν η εισήγηση του για την κατακύρωση ή μη το διαγωνισμού, με βάση την δυναμική της αγοράς, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από την διαγωνιστική διαδικασία και όχι η αποτίμηση της αξίας της υπό πώληση εταιρείας, αφού το τελευταίο αυτό έργο είχε ανατεθεί σε άλλη εταιρεία και δη στην ........ Ltd. Στα πλαίσια των καθηκόντων της αυτών η εταιρεία ΚΑΝΤΟR, υπέβαλε την επίδικη έκθεση, με την οποία, χωρίς να αποκρύπτει κάποιο γεγονός, εισηγήθηκε στην ΔΕΑ την κατακύρωση του διαγωνισμού στην κοινοπραξία ....-....... Βεβαίως, είναι κατά την άποψη μας προφανές ότι λόγω κυρίως του έντονου ανταγωνισμού, αν δε είχε ανακοπεί τόσο πρόωρα η διαδικασία των πλειοδοσιών, θα είχε επιτευχθεί στα πλαίσια του συγκεκριμένου διαγωνισμού το τίμημα των 162.000.000 ευρώ, που αργότερα άλλωστε εξωδιαγωνιστικά προσέφερε η κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, χωρίς βέβαια το γεγονός αυτό να υποδηλώνει ότι και η στατική αξία του υπό πώληση πακέτου μετοχών ήταν ισόποση. Μετά όμως την κατά τα ανωτέρω δυσμενή κατάληξη της πλειοδοσίας, ο χρηματοοικονομικός Σύμβουλος ή θα έπρεπε να εισηγηθεί την κατακύρωση του διαγωνισμού στον τελευταίο πλειοδότη (κοινοπραξία .....-.....), έναντι περαιτέρω βελτιωθέντος τιμήματος 120.000.000 ευρώ άμεσα καταβλητέων και 10 εκατ. ευρώ δεσμευμένων για μελλοντικές αυξήσεις κεφαλαίου, με ταυτόχρονη ενίσχυση της περιουσιακής βάση της ΕΤΑ ΑΕ, αύξηση των εσόδων του Δημοσίου από μερίσματα, φόρους και δικαιώματα, πραγματοποίηση νέων επενδύσεων κλπ, ή θα έπρεπε να εισηγηθεί την ακύρωση του συγκεκριμένου διαγωνισμού και την προκήρυξη νέου, που για την ολοκλήρωσή του όμως θα απαιτείτο χρονικό διάστημα μιας περίπου διετίας, με αποτέλεσμα, λόγω του χρονικού διαστήματος που θα μεσολαβούσε, ακόμη και αν επετυγχάνετο το επιδιωκόμενο τίμημα των 162.000.000 ευρώ, το πραγματικό όφελος του Δημοσίου να έχει στην ουσία εξανεμισθεί. Για το λόγο αυτό ο Χρηματοοικονομικός Σύμβουλος προτίμησε να εισηγηθεί, αλλά και η Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων να αποφασίσει τελικά την κατακύρωση του διαγωνισμού στην κοινοπραξία ....-...... Έτσι, τέλος, εξηγείται και το γεγονός ότι και το Ελληνικό Δημόσιο, με κυβέρνηση μάλιστα προερχόμενη από διαφορετικό πολιτικό χώρο, εν γνώσει των όσων είχαν προηγηθεί και καταγγελθεί, παρενέβη αργότερα (στις 6-10-2004) προσθέτως υπέρ της ΕΤΑ ΑΕ και της κοινοπραξίας ....-......, σε αγωγή ακύρωσης της σύμβασης μεταβίβασης των επίδικων μετοχών, που είχαν ασκήσει μέλη της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών...".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και αποφάνθηκε ότι κατά των κατηγορουμένων Χ5 και Χ6 δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για κακουργηματική απάτη, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση και τους συλλογισμούς με τους οποίους έκρινε ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή των κατηγορουμένων αυτών στο ακροατήριο για το έγκλημα του άρθρου 386 του Π.Κ. τις διατάξεις του οποίου ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου Ειδικότερα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα διαλαμβάνονται πραγματικά περιστατικά και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο οδηγήθηκε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι δεν συνιστά γεγονός, θεμελιωτικό απάτης, η δήλωση - εκτίμηση των άνω κατηγορουμένων περί της αξίας του 49% των μετοχών της εταιρείας ΚΑΖΙΝΟ ΠΑΡΝΗΘΑΣ (ΕΚΠ Α.Ε.), επίσης η εκτίμηση αυτών περί των μελλοντικών εσόδων της εταιρείας αυτής και τέλος εκτίθενται πραγματικά περιστατικά από τα οποία το συμβούλιο άγεται στην κρίση ότι δεν υπήρξε απόκρυψη γεγονότων η οποία, ως συνέπεια είχε, την παραπλάνηση του Δ.Σ. της εταιρείας ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ (ΕΤΑ Α.Ε), αφού τα δήθεν αποκρυβέντα γεγονότα [εισφορά από την ΕΤΑ Α.Ε της άδειας λειτουργίας του καζίνο, της κυριότητας των ξενοδοχειακών μονάδων και εγκαταστάσεων του Καζίνο της Πάρνηθας κ.λ.π] ήσαν γνωστά στην ΕΤΑ Α.Ε αφού απετέλεσαν όρο και περιεχόμενο της από αυτήν συνταχθείσας από 19-10-2001 διακήρυξης του πλειοδοτικού διαγωνισμού.
Συνεπώς, για το έγκλημα της απάτης, η αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με τους συναφείς δεύτερο και τρίτο λόγο της οποίας αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Καθόσον όμως αφορά την πράξη της απιστίας περί την υπηρεσία των τεσσάρων πρώτων εκ των αναιρεσιβλήτων και της ηθικής αυτουργίας σε αυτήν, του πέμπτου Χ7 το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, ενώ αρχικώς δέχεται ότι η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε (ΕΤΑ Α.Ε) είχε ιδρυθεί με διάταξη νόμου, ότι κατά τον ιδρυτικό της νόμο λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος με σκοπό τη διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του Ε.Ο.Τ., ότι μοναδικός της μέτοχος είναι το Ελληνικό Δημόσιο, ότι η γενική της συνέλευση απαρτίζεται από τους Υπουργούς Ανάπτυξης και Οικονομικών, ότι στα πλαίσια επίτευξης του ανωτέρω σκοπού της και σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 2837/2000, είχε συστήσει, ως θυγατρική εταιρεία, την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΖΙΝΟ ΠΑΡΝΗΘΑΣ Α.Ε (Ε.Κ.Π Α.Ε) της οποίας τελευταίας κατείχε το σύνολο των μετοχών στην συνέχεια διαλαμβάνεται στο βούλευμα ότι με τη νομοτυπική μορφή του Ν.Π.Ι.Δ. που έχει η ανώνυμη εταιρεία ΚΑΖΙΝΟ ΠΑΡΝΗΘΑΣ Α.Ε η περιουσία αυτής δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί δημόσια στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 256 του Π.Κ. Έτσι όμως κρίνοντας και θεωρώντας ότι δεν είναι δημόσια η περιουσία της παραπάνω εταιρείας, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 256, 263Α του Π.Κ και 1 του Ν. 1608/1950.
Συνεπώς, κατά παραδοχή ως βασίμου, του λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ.), πρέπει τούτο να αναιρεθεί εν μέρει και μόνον ως προς την πράξη της απιστίας περί την υπηρεσία των τεσσάρων πρώτων εκ των αναιρεσιβλήτων και την ηθική αυτουργία σ' αυτήν του πέμπτου Χ7 και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν (άρθρα 485 παρ. 1 και 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25-10-2007 αίτησή του Χ6, για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο δικαστήριο προς παροχή διευκρινίσεων.
Αναιρεί εν μέρει το υπ' αριθμ. 437/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και μόνον για την πράξη της απιστίας περί την υπηρεσία και την ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή, κατά τα αμέσως ανωτέρω στο σκεπτικό διαλαμβανόμενα και απορρίπτει την αναίρεση κατά τα λοιπά.
Και
Παραπέμπει κατά τούτο την υπόθεση, για νέα κρίση, στο παραπάνω Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ