Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1154 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Χρόνος τέλεσης πράξης, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης των 25.000.000 δραχμών από διαχειριστή ξένης περιουσίας. Στοιχεία του εγκλήματος. Αν η αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλη και συντρέχει η ιδιότητα του διαχειριστή, η πράξη είναι κακούργημα και αν η αξία υπερβαίνει τα 25.000.000 δραχμές, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Χρόνος τελέσεως του εγκλήματος είναι ο χρόνος που εκδηλώθηκε η πρόθεση ιδιοποίησης από το δράστη. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή για το ανωτέρω έγκλημα της κατηγορουμένης, η οποία ως διαχειρίστρια των γεωργικών εφοδίων της παθούσης Ενώσεως Γεωργικών Συνεταιρισμών, με δύο μερικότερες πράξεις ιδιοποιήθηκε συνολικό ποσό ανώτερο των 25.000.000 δραχμών. Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης.




Αριθμός 1154/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ιωάννη Παπαδόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 17 Μαρτίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.99/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών ..., που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Οκτωβρίου 2009 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1456/09.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κατσιρώδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή, με αριθμό 84/23-2-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγων, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ , την υπ' αριθμ. 1/9-10-2009 αίτηση αναιρέσεως της Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθμ.99/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Iωαννίνων, εκθέτω τα ακόλουθα: Με αφορμή την από 24-9-2002 έγκληση της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών ..., ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά της αναιρεσείουσας Χ, κατοίκου ..., για υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 73.000 ευρώ, από διαχειριστή ξένης περιουσίας (άρθρα 98, 375§§ 1 , 2 Π.Κ, όπως η παρ. 2 αντικ, με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν 2408/1996 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3β του Ν 2721/1999 ). Μετά το πέρας της διενεργηθείσης επί της υποθέσεως κυρίας ανακρίσεως, εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 152/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Άρτας, με το οποίο παραπέμφθηκε η κατηγορούμενη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ιωαννίνων για να δικαστεί για την πιο πάνω πράξη. Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Άρτας , άσκησε αυτή νομοτύπως και εμπροθέσμως έφεση, με την οποία ζητούσε την εξαφάνισή του, γιατί όπως εξέθετε σ' αυτήν, εσφαλμένα το Συμβούλιο εκτίμησε τις αποδείξεις και τον παρέπεμψε στο ακροατήριο. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 70/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, με το οποίο η έφεση αυτή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικυρώθηκε το πρωτοβάθμιο βούλευμα. Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, η κατηγορουμένη άσκησε την από 1-6-2004 αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 2168/2005 απόφαση (σε Συμβούλιο) του Δικαστηρίου Σας , με την οποία αναιρέθηκε το παραπάνω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο .
Στη συνέχεια εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 88/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, με το οποίο απορρίφθηκε εκ νέου ως ουσιαστικά αβάσιμη η έφεση της κατηγορουμένης κατά του πρωτοβάθμιου βουλεύματος. Κατά του βουλεύματος αυτού με αριθμό 88/2006 του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, η κατηγορουμένη άσκησε εκ νέου την από 10-7-2006 αίτηση αναιρέσεως, επί της οποία εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1556/2007 απόφαση (σε Συμβούλιο) του Δικαστηρίου Σας, με την οποία αναιρέθηκε και πάλι το πιο πάνω βούλευμα και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο. Το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων, εξέδωσε στη συνέχεια το υπ' αριθμ. 51/2008 βούλευμα με το οποίο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση της κατηγορούμενης κατά του πρωτοβάθμιου παραπεμπτικού βουλεύματος, εξαφάνισε το βούλευμα αυτό και αποφάνθηκε να μη γίνει κατ' αυτής κατηγορία για την πράξη για την οποία για την οποία είχε ασκηθεί σε βάρος της ποινική δίωξη . Κατά του βουλεύματος αυτού ασκήθηκε από μας η με αριθμό 31/12-5-2008 αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 2623/2008 απόφαση ( σε Συμβούλιο) του Δικαστηρίου Σας με την οποία αναιρέθηκε το πιο πάνω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο. Μετά ταύτα το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων εξέδωσε το υπ' αριθμ. 99/2009 βούλευμά του , με το οποίο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση της κατηγορουμένης κατά του πρωτοβάθμιου βουλεύματος, το οποίο και επικύρωσε. Κατά του τελευταίου αυτού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, στρέφεται πλέον η κατηγορούμενη Χ με την κρινόμενη υπ' αριθμ. 1/2009 αίτηση αναιρέσεως , η οποία ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στην ίδια την κατηγορούμενη την 1-10-2009 η δε αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εμπροθέσμως την 9-10-2009 . Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του ποινικού τμήματος του Εφετείου Ιωαννίνων από τον δικηγόρο Δημήτριο Καραγεώργο, δυνάμει του υπ' αριθμ. 29.831/2009 ειδικού πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Άρτας Φρειδερίκης Μόσιαλου- Μπόκου το οποίο και προσκομίστηκε κατά την άσκηση ( άρθρο 465 παρ. 1 Κ.Π.Δ), συντάχθηκε δε γι' αυτήν η υπ' αριθμ. ... έκθεση στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι άσκησής της(άρθρο 474 παρ. 2 Κ.Π.Δ) και ειδικότερα: α) η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας , και β) η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Εξάλλου το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει την αναιρεσείουσα για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και, ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. α Π.Κ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτούνται: α) ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη αναφορικά με τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο. Η αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως , δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, είναι όμως αναγκαίος ο προσδιορισμός της, όταν η υπεξαίρεση χαρακτηρίζεται ότι έχει αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, περί του οποίου, ως ζητήματος περί τα πράγματα, κρίνει ανελέγκτως το δικαστήριο της ουσίας(Α.Π 1051/2007 Ποιν Χρον. ΝΗ 323, Α.Π 1975/2007 Ποιν Χρον. ΝΗ 712) . β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στον δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά τον χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να το ιδιοποιήθηκε παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη , ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος. Η ιδιοποίηση συντελείται με την όχληση του κυρίου και την άρνηση απόδοσης του πράγματος από τον δράστη, έστω και αν το υπεξαιρούμενο ποσό είχε σχηματισθεί με παλαιότερες τμηματικές εισπράξεις (Α.Π 220/2004 Ποιν Λογ. 2004. 2684. Α.Π 2381/2004 Ποιν Λογ. 2004. 2870), δ) δόλια προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα την συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και την θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα , η οποία εκδηλώνεται με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Χρόνος τέλεσης της υπεξαίρεσης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος (Α.Π 1167/2006 Ποιν Χρον. ΝΖ.428). Περαιτέρω , η διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου 375 Π.Κ πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 1§9 του Ν 2408/1996 όριζε ότι "αν η πράξη ενέχει κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδίως όταν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης , ή λόγω της ιδιότητάς του ως επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος , η ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας", ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Μετά την αντικατάστασή της όμως με το άρθρο 1§9 Ν 2408/1996, το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής ορίζει πλέον ότι ο υπαίτιος της υπεξαίρεσης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης, ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου , επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας". Επομένως, για την θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος σύμφωνα με το εδάφιο α της παρ. 2 του άρθρου 375, απαιτείται πλέον, αφ' ενός μεν το αντικείμενο αυτής να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, και αφ' ετέρου να συντρέχει μία από τις αναφερόμενες στην παρ. 2 του ως άνω άρθρου καταστάσεις ή ιδιότητες του υπαιτίου, μεταξύ των οποίων και η ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, κατά τούτο δε η νεότερη διάταξη είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη, στην οποία η απαρίθμηση των ανωτέρω ιδιοτήτων ήταν ενδεικτική και για κάθε μη κατονομαζόμενη περίπτωση, έπρεπε να συντρέχει κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης εκ μέρους του δράστη, ενώ δεν απαιτείτο το αντικείμενό της να ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαίρεσης την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία μπορεί να έχει είτε από το νόμο είτε από σύμβαση. Για την κατά το νόμο θεμελίωση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας , πρέπει το ιδιοποιούμενο από αυτόν πράγμα, όπως είναι και το χρήμα , να περιήλθε στην κατοχή του λόγω της ιδιότητάς του αυτής. Εξάλλου με το εδάφιο α του άρθρου 14§3 Ν 2721/1999 προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 1 του άρθρου 375 του Π.Κ, σύμφωνα με το οποίο , αν η συνολική αξία των υπεξαιρεθέντων υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων 25.000.000 δραχμών (ή 73.000 ευρώ, όπως με το άρθρο 5 του Ν 2943/2001 καθορίστηκε η επίσημη ισοτιμία των νομισμάτων αυτών), ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, ενώ με το εδάφιο β του αυτού ως άνω άρθρου 14§3 του Ν 2721/1999, προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 2 του άρθρου 375 του Π.Κ, σύμφωνα με το οποίο, αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου, υπερβαίνει τα είκοσι πέντε εκατομμύρια 25.000.000 δραχμές ή 73.000 ευρώ , τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση. Οι διατάξεις του πρώτου και δευτέρου εδαφίου του άρθρου 14§3 του Ν 2721/1999, είναι δυσμενέστερες, και συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα αναδρομικής εφαρμογής των για πράξεις που είχαν τελεσθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Ν 2721/1999, τουτέστι πριν από την 3-6-1999 που δημοσιεύθηκε ο νόμος αυτός (Α.Π 765/2000 Ποιν Χρον. ΝΑ 113). Περαιτέρω, με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 98 του Π.Κ ορίζεται ότι αν οι περισσότερες από μια πράξεις του ιδίου προσώπου, συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94§1, να επιβάλλει μία και μόνο ποινή, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Στη διάταξη αυτή προστέθηκε δεύτερη παράγραφος με την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 εδάφιο 1.1 του Ν 2721/1999, σύμφωνα με την οποία "η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε". Η διάταξη της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 98 του Π.Κ είναι δυσμενέστερη και δεν ισχύει για πράξεις που είχαν τελεσθεί πριν από την ισχύ του Ν 2721/1999, δηλαδή πριν από την 3-6-1999. Ενόψει των ανωτέρω, για την θεμελίωση του εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαίρεσης της παραγράφου 2 του άρθρου 375 Π.Κ, όταν η πράξη αυτή τελείται εξακολουθητικά πριν από την ισχύ του Ν 2721/1999, πρέπει κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, γιατί οι νέες ρυθμίσεις είναι στο σύνολό τους δυσμενέστερες (ολομ Α.Π 5/2002, Συμβ. Α.Π 830/2004 Ποιν. Χρον ΝΕ 318). Αντίθετα, όταν η υπεξαίρεση τελείται κατ' εξακολούθηση μετά την ισχύ του Ν 2721/1999, για την κρίση περί της αξίας του πράγματος τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης (ως κακουργήματος ή πλημμελήματος) και την συνδρομή της επιβαρυντικής περιπτώσεως της παραγράφου 2 του άρθρου 375 Π.Κ, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επιμέρους υπεξαιρέσεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό (Συμβ. Α.Π 1307/2004 Ποιν Χρον. ΝΕ 535) . Έτσι, αν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος αυτού, προκύπτει ότι το συνολικά υπεξαιρεθέν ποσό υπερβαίνει τα 25.000.000 δραχμές ή 73.000 ευρώ, τότε η πράξη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση (άρθρο 375§1 εδάφιο β, σε συνδυασμό με το άρθρο 98§2 Π.Κ), αν δε συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 375 που καθιστούν την πράξη κακούργημα, τότε το γεγονός ότι το συνολικά υπεξαιρεθέν ποσό υπερβαίνει τα 25.000.000 δραχμές ή 73.000 ευρώ, καταλογίζεται στον δράστη ως επιβαρυντική περίπτωση, μόνο αν αυτό υπεξαιρέθηκε στο σύνολό του μετά τον Ν 2721/1999, δηλαδή μετά την 3-6-1999. Εξάλλου σε περίπτωση μεταβολής του ποινικού νόμου κατά την διάρκεια τέλεσης εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ισχύει κατά την τέλεση της τελευταίας επί μέρους πράξης, έστω και αν ακόμα αυτός είναι αυστηρότερος (Α.Π 375/1983 Ποιν. Χρον ΛΔ 301, Α.Π 172/1983 Ποιν Χρον. ΛΓ 725, Α.Π 1058/1986 Ποιν Χρον. ΛΣΤ 925). Κατά συνέπεια, εάν η τελευταία επί μέρους πράξη εξακολουθητικής υπεξαίρεσης η οποία άρχισε να τελείται πριν από την τροποποίηση του άρθρου 375 παρ. 2 με το Ν 2721/1999, δηλαδή πριν από την 3-6-1999, ολοκληρώθηκε υπό την ισχύ της επί το αυστηρότερο τροποποίησης του ιδίου άρθρου με τον ως άνω νόμο, φέρει τον χαρακτήρα κακουργήματος, τότε εφαρμοστέος στο σύνολό του είναι ο τελευταίος νόμος που χαρακτηρίζει την πράξη αυτή ως κακούργημα, οι υπόλοιπες δε πράξεις προσλαμβάνουν και αυτές τον χαρακτήρα κακουργήματος. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία , ή έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ιδίου κώδικα λόγο αναιρέσεως , όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα , σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει μη λήψη υπόψη των άλλων. Υπό την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συγκριτικής στάθμισης και αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Α.Π 544/2005 Ποιν. Χρον. ΝΣΤ 19). β)είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού , όταν το τελευταίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού(Α.Π 286/2006 Ποιν Χρον. ΝΣΤ 819, Α.Π 345/2006 Ποιν Χρον. ΝΣΤ 829). Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμά του έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων τα έγγραφα της δικογραφίας, την από 7-7-2003 λογιστική πραγματογνωμοσύνη των λογιστών Κ και Ζ που διατάχθηκε από τον Ανακριτή ..., την απολογία της κατηγορουμένης και τα απολογητικά της υπομνήματα, προέκυψαν τα ακόλουθα: Η κατηγορούμενη Χ, κάτοικος ..., συνδεόταν από 1-7-1979 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με την Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών .... Την 18-1-1993 , με απόφαση του τότε διευθυντή της Ένωσης Ε, της ανατέθηκαν καθήκοντα διαχειρίστριας στο υποκατάστημα ... της Ένωσης, στο οποίο γινόταν εμπορία γεωργικών εφοδίων και μηχανημάτων. Στα καθήκοντά της ως διαχειρίστριας, εκτός των άλλων υποχρεώσεών της, υπαγόταν και η πώληση στα μέλη της Ένωσης ή σε τρίτους , εμπορευμάτων (φυτοφαρμάκων και άλλων γεωργικών εφοδίων, καθώς και γεωργικών μηχανημάτων) που ήταν εναποτεθειμένα στην αποθήκη της Ένωσης, η καταχώρηση κατά το είδος την ποσότητα και την αξία, στα λογιστικά βιβλία της Ένωσης, των μηχανημάτων και των εφοδίων που αυτή προμηθευόταν κάθε φορά, καθώς επίσης και η καταχώρηση των ειδών που είχαν πωληθεί, έτσι ώστε σε κάθε στιγμή να είναι ευχερής, μετά από απογραφή, ο έλεγχος της καλής ή μη διαχείρισης των ειδών της αποθήκης. Στα καθήκοντά της ως διαχειρίστριας υπαγόταν επίσης η είσπραξη του τιμήματος των πωλουμένων ειδών, και η απόδοσή του στο ταμείο της Ένωσης. Μάλιστα ήταν η μοναδική υπάλληλος που είχε την αρμοδιότητα να εισπράττει τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στα πωλούμενα είδη, περαιτέρω δε και την υποχρέωση να αποδίδει τα ποσά αυτά στο ταμείο της Ένωσης. Εξάλλου απαγορευόταν να καταβάλλονται τα χρηματικά αυτά ποσά στο λογιστήριο, καταβάλλονταν δε αυτά με μετρητά χρήματα στο ταμείο, μη επιτρεπόμενης της πίστωσης αυτών, παρά μόνο μετά από έγγραφη εντολή του διευθυντή της Ένωσης. Από το έτος 1995 εγκαταστάθηκε στο υποκατάστημα μηχανογραφικό σύστημα, έτσι ώστε κάθε συναλλαγή που αφορούσε το υποκατάστημα, γινόταν υποχρεωτικά μέσω του συστήματος αυτού, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τούτο βρισκόταν εκτός λειτουργίας, π.χ λόγω διακοπής ηλεκτρικού ρεύματος. Η κατηγορουμένη ήταν υπεύθυνη επίσης για την έκδοση των θεωρημένων παραστατικών πώλησης. Όταν εκδίδονταν από αυτήν χειρόγραφα παραστατικά λόγω μη λειτουργίας του μηχανογραφικού συστήματος, είχε υποχρέωση να καταχωρεί τα παραστατικά αυτά στο σύστημα, μετά την αποκατάσταση της λειτουργίας του. Στο τέλος κάθε ημέρας, η κατηγορούμενη παρέδιδε τα εισπραχθέντα χρηματικά ποσά στο ταμείο, μαζί με τα σχετικά παραστατικά. Εξάλλου, στο τέλος κάθε χρήσης, δηλαδή στο τέλος κάθε έτους, διενεργείτο απογραφή των εμπορευμάτων που υπήρχαν στην αποθήκη, μετά δε από έλεγχο και αντιπαραβολή με τα υπάρχοντα παραστατικά, διαπιστωνόταν η καλή ή μη πορεία της διαχείρισης. Από τους ετήσιους ελέγχους που έγιναν μέχρι το έτος 1998, δεν είχαν διαπιστωθεί ελλείμματα. Στο τέλος του έτους 1999 διενεργήθηκε η καθιερωμένη απογραφή από τριμελή επιτροπή, αποτελούμενη από τους ..., μέλος του Δ.Σ της Ένωσης, ..., υπάλληλο, και την κατηγορουμένη. Η επιτροπή αφού καταμέτρησε τα είδη που υπήρχαν στην αποθήκη τα καταχώρησε σε σχετικές απογραφικές καταστάσεις. Ακολούθως, αφού έκανε αντιπαραβολή με τα σχετικά παραστατικά και τα υπόλοιπα των καρτελών, διαπίστωσε την ύπαρξη μεγάλου ελλείμματος στο ταμείο. Προέκυψε, δηλαδή, ότι ενώ είχαν διατεθεί εμπορεύματα, εν τούτοις το ποσό που αντιστοιχούσε στις πωλήσεις τους μετά του αναλογούντος Φ.Π.Α και του ποσοστού κέρδους της τάξεως του 13%, αυτό δεν είχε εισαχθεί ολόκληρο στο ταμείο της Ένωσης ως έσοδο, αλλά είχε αποδοθεί μικρότερο ποσό. Περί της γενόμενης κατά τα ανωτέρω απογραφής, συντάχθηκαν σχετικές καταστάσεις απογραφής, καθώς και καταστάσεις ακατάλληλων εμπορευμάτων. Οι καταστάσεις αυτές εγράφησαν με μολύβι και υπεγράφησαν από τα μέλη της επιτροπής, επίσης με μολύβι. Μετά την διαπίστωση του ελλείμματος , διενεργήθηκε λεπτομερής επανέλεγχος από τριμελή επίσης επιτροπή, αποτελούμενη από τους ...μέλος του Δ.Σ , ... , υπάλληλο αυτής , και την υπόλογο διαχειρίστρια . Ο έλεγχος αυτός ολοκληρώθηκε στις αρχές Απριλίου 2000 και επιβεβαίωσε το συμπέρασμα του ελέγχου που προηγήθηκε , σχετικά με το έλλειμμα και το ύψος του. Η απογραφή αυτή υπογράφηκε από τα μέλη της επιτροπής μόνο στην κατάσταση ακατάλληλων εμπορευμάτων. Ανεξάρτητα όμως από την μη υπογραφή της κατάστασης απογραφής από τα μέλη της δεύτερης επιτροπής, το αποτέλεσμα αυτής δεν αμφισβητείται , ούτε είναι πειστικός ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι δεν υπέγραψε σε καμία κατάσταση απογραφής, αφού οι καταστάσεις που συντάχθηκαν κατά την πρώτη απογραφή, φέρουν τρεις υπογραφές , όλων δηλαδή των μελών, επιπροσθέτως δε δεν προέκυψε ότι κάποιος άλλος υπέγραψε στην θέση της, ενώ και η ίδια σε επιστολή της την οποία απηύθυνε στην Ένωση, αποδέχεται τη ευθύνη της και δεν αντικρούει τις διαπιστώσεις των δύο απογραφών. Η Ένωση με την υπ' αριθμ. 439/18-5-2001 απόφαση του Δ.Σ κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας της μεταξύ αυτής και της κατηγορούμενης, λόγω της κακής της διαχείρισης και της διαπίστωσης του ελλείμματος . Στη συνέχεια, με απόφαση του Δ.Σ της Ένωσης διατάχθηκε έλεγχος της διαχείρισης του υποκαταστήματος ο οποίος ανατέθηκε στον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ΣΣ . Κατ' αυτόν, ελέγχθηκε το σύνολο των καταχωρήσεων σε 36 καρτέλες της χρήσεως 1999 και 44 καρτέλες της περιόδου 1-1- έως 31-5-2000, δεν διαπιστώθηκαν δε λάθη ή παραλείψεις, οι οποίες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αμφιβολίες ως προς την ορθότητα των καταχωρήσεων στα οικεία βιβλία και την ύπαρξη των λογιστικών υπολοίπων. Σημειωτέον ότι ο ανωτέρω Ορκωτός Ελεγκτής δεν έκανε ο ίδιος απογραφή, επειδή δεν υπήρχαν ενδείξεις ικανές να δημιουργήσουν αμφιβολίες σχετικά με την ορθότητα των καταμετρήσεων που έγιναν από τις δύο επιτροπές, και δεν προέκυψαν διαφορές στην αποτίμηση των ελλειμμάτων και των πλεονασμάτων, η οποία έγινε με βάση τις τιμές κτήσεως και το ποσοστό μικτού κέρδους - Φ.Π.Α . Κατά τον έλεγχο αυτό διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα: Α) κατά την διαχειριστική περίοδο από 1-1-1999 έως 31-12-1999 (χρήση έτους 1999) , προέκυψε έλλειμμα σε 177 είδη αξίας κτήσεως 8.087.403 δραχμών και πλεόνασμα σε 90 είδη αξίας κτήσεως 894.707 δραχμών. Μετά τον συμψηφισμό των ποσών αυτών, προέκυψε έλλειμμα 7.199.878 δραχμών, με την προσθήκη δε στο ποσό αυτό του ποσοστού μικτού κέρδους το οποίο ανερχόταν σε 935.984 δραχμές και του αναλογούντος Φ.Π.Α συνολικής αξίας 1464.455 δραχμών, το τελικό ποσό του ελλείμματος, ανήλθε στο ποσό των 9.600.317 δραχμών. Β) κατά την διαχειριστική περίοδο από 1-1-2000 έως 31-5-2000, προέκυψε έλλειμμα σε 381 είδη αξίας κτήσεως 11.807.959 δραχμών και πλεόνασμα σε 142 είδη αξίας κτήσεως 2.283.496 δραχμών. Μετά τον συμψηφισμό των ανωτέρω ποσών, προέκυψε έλλειμμα 9.524.483 δραχμών, με την προσθήκη δε στο ποσό αυτό του ποσοστού μικτού κέρδους το οποίο ανερχόταν σε 1.239.166 δραχμών και του αναλογούντος Φ.Π.Α συνολικής αξίας 1.938.817 δραχμών, το τελικό ποσό του ελλείμματος για την περίοδο αυτή ανήλθε στο ποσό των 12.710.027 δραχμών. Οι διαπιστώσεις αυτές προκύπτουν από την με ημερομηνία 16-9-2002 έκθεση ελέγχου του πιο πάνω Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή. Κατά την διενέργεια της κυρίας ανάκρισης, διατάχθηκε λογιστική πραγματογνωμοσύνη με την υπ' αριθμ. 5/2003 διάταξη του Ανακριτή ..., η οποία διεξήχθη από τους λογιστές Κ και Ζ. Οι πραγματογνώμονες αυτοί συνέταξαν την με ημερομηνία 7-7-2003 έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, στην οποία παραθέτουν τις διαπιστώσεις τους που αναφέρονται στις σοβαρές λογιστικές παρατυπίες της κατηγορούμενης και την έλλειψη οποιασδήποτε εποπτείας και ελέγχου της διαχείρισής της από την πλευρά του Δ.Σ της Ένωσης. Οι ίδιοι πραγματογνώμονες, χρησιμοποιώντας τα στοιχεία των λογιστικών βιβλίων του υποκαταστήματος περί του οποίου πρόκειται, καθώς επίσης και τα στοιχεία των απογραφών περί των οποίων έγινε ήδη λόγος, και λαμβάνοντας αυτά καθ' υπόθεση ως ειλικρινή , καταλήγουν στο αυτό ως άνω συμπέρασμα, σχετικά με τα ελλείμματα και πλεονάσματα που παρουσίασε η διαχείριση της κατηγορούμενης κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια το Συμβούλιο Εφετών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, δέχεται, κατά πιστή μεταφορά όσων εκτίθενται στο βούλευμά του , τα εξής: "Σχετικά με την κατωτέρω αναφερόμενη περίπτωση των πελατών οι οποίοι αγόρασαν είδη της εμπορικής δραστηριότητας της Ένωσης και ενώ κατέβαλαν το τίμημα φέρονταν ότι το οφείλουν ακόμη, οι πραγματογνώμονες αναφέρουν ότι δεν μπορούν να διαπιστώσουν αν εισπράχθηκαν και από ποιον τα παραπάνω ποσά. Στο γενικό συμπέρασμα της πραγματογνωμοσύνης αναφέρεται ότι "δεν υπήρχε η σωστή επικοινωνία μεταξύ της διαχειρίστριας και του Λογιστηρίου και δεν υπήρχε ο έλεγχος από την επιχείρηση στην διαχειρίστρια". Εξ όλων των ανωτέρω το Συμβούλιο πείθεται ότι αν και εισπράχθηκε από την κατηγορούμενη διαχειρίστρια του καταστήματος από την πώληση ειδών της εμπορίας της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών ... το ανωτέρω ποσό χρημάτων, ως τίμημα αυτών και περιήλθε στην κατοχή της, δεν αποδόθηκε απ' αυτήν στο ταμείο της Ένωσης, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Συγκεκριμένα, η κατηγορουμένη κατά το χρονικό διάστηκα από 1.1.1999 έως 31.12.1999 παρακράτησε από το εισπραχθέν τίμημα το ποσό των 9600317 δραχμών και κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 31.5.2000 παρακράτησε από το εισπραχθέν τίμημα το ποσό των 12710027 δραχμών, των ελλειμμάτων που διαπιστώθηκαν κατά τους προαναφερόμενους ελέγχους. Δεν κατέστη δυνατό να διαπιστωθεί ενωρίτερα το έλλειμμα των χρημάτων, καθόσον η κατηγορουμένη στο τέλος κάθε ημέρας που απέδιδε τα χρήματα τα οποία είχε εισπράξει από τις πωλήσεις του καταστήματος στα ταμεία της Ένωσης, εμφάνιζε αντίστοιχου ποσού παραστατικά και όχι τα παραστατικά που πραγματικά θα έπρεπε να είχαν εκδοθεί για τις συνολικές πωλήσεις που είχαν γίνει. Εξάλλου, σε πολλές περιπτώσεις η κατηγορουμένη δεν εξέδιδε μηχανογραφημένα τα παραστατικά πώλησης, αλλά χειρόγραφα χωρίς να προβαίνει στη συνέχεια στις απαραίτητες καταχωρήσεις, δεν προέβαινε σε καταχωρήσεις αποδείξεων λιανικής πωλήσεως, όπως για τις καταχωρήσεις αυτές είχε υποχρέωση και δεν εμφανιζόταν οι γενόμενες εισπράξεις τιμήματος, και δεν αποδόθηκαν τα χρήματα στην επιχείρηση από τις συγκεκριμένες συναλλαγές των ακαταχώρητων παραστατικών. ενώ σε άλλες περιπτώσεις χειρόγραφων εκδόσεων παραστατικών στο μεν παραδιδόμενο στον πελάτη αγοραστή αντίγραφο του παραστατικού που εξέδιδε έθετε την ένδειξη "εξοφλήθηκε", εφόσον ο πελάτης κατέβαλε το τίμημα, στο αντίγραφο όμως που παρέμενε στο ταμείο της Ένωσης δεν αναγράφονταν η ίδια ένδειξη και φαινόταν ότι ο πελάτης οφείλει ολόκληρο ή μέρος του τιμήματος. Αυτοί ήταν τρόποι με τους οποίους καλύπτονταν η μη απόδοση ολόκληρου του ποσού που εισέπραττε. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το ότι ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής ΣΣ που κατά τα προαναφερόμενα έκανε τον έλεγχο και διαπιστώνει την ύπαρξη του ελλείμματος, στα από 10.8.2000, 11.6.2001 και 1.6.2002 Πιστοποιητικά Ελέγχου Ορκωτού Ελεγκτή-Λογιστή προς τα μέλη της Ένωσης αναφέρει ότι έλεγξε τις οικονομικές καταστάσεις της Ένωσης για τις εταιρικές χρήσεις 1999, 2000 και 2001, ότι στα πλαίσια του ελέγχου έλαβε γνώση πλήρους λογιστικού απολογισμού των εργασιών του υποκαταστήματος, ότι τέθηκαν στη διάθεση του τα βιβλία και στοιχεία που τηρούσε η Ένωση και ότι επαληθεύει τη συμφωνία του περιεχομένου της εκθέσεως διαχειρίσεως του Διοικητικού Συμβουλίου προς την τακτική συνέλευση των μελών της Ένωσης με τις οικονομικές καταστάσεις, αναφερόμενος στις από 28.8.2000, 20.9.2001 και 10.6.2002 εκθέσεις του Διοικητικού Συμβουλίου προς την τακτική γενική συνέλευση των αντιπροσώπων με τις οποίες γίνεται εισήγηση έγκρισης των πεπραγμένων κάθε αντίστοιχης χρήσης και απαλλαγή των υπεύθυνων οργάνων, καθώς επίσης και στις σύμφωνες με τις ανωτέρω εισηγήσεις αποφάσεις της Γενικές Συνέλευσης των Αντιπροσώπων της Ένωσης, που περιέχονται στα 34/13.9.2000, 36/20.6.2001 και 42/26.6.2002 πρακτικά. Τούτο διότι η από 16.9.200 (2 έκθεση έλεγχου στηρίχθηκε σε φυσική απογραφή που ενεργήθηκε και φυσικές καταμετρήσεις των ποσοτήτων που περιέχονται στις απογραφικές καταστάσεις, από τις προαναφερόμενες επιτροπές, των έλεγχο των καταχωρήσεων στις καρτέλες και των λοιπών στοιχείων και επρόκειτο για διαχειριστικό έλεγχο, ενώ οι εκτιμήσεις στα πιστοποιητικά ελέγχου στηρίχθηκαν καθαρά στα βιβλία που τηρούνταν, τα οποία, όμως, όπως παρατηρούν και οι πραγματογνώμονες, δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική εικόνα της επιχείρησης και χαρακτηρίζονται ανακριβή δεν προηγούνταν δε διαχειριστικός έλεγχος πριν από την σύνταξη αυτών. Επίσης, το ότι ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής δεν προέβη σε φυσική απογραφή ο ίδιος αλλά στηρίχθηκε στην απογραφή που έγινε από τις επιτροπές που είχε συστήσει η Ένωση, δεν καθιστά μη πειστική την έκθεση του, δεδομένου ότι η φυσική απογραφή από τις επιτροπές έγινε δύο φορές και επαληθεύθηκε η διαπίστωση του ελλείμματος, δεν αμφισβητήθηκαν οι πιστοποιήσεις της ως προς τα μεγέθη που ανευρέθηκαν και είχε δοθεί στην κατηγορουμένη η δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με τη διενέργεια και το αποτέλεσμα αυτών, αφού ήταν μέλος και των δύο Επιτροπών, όμως δεν διατυπώθηκε οποιαδήποτε παρατήρηση που να κλονίζει το αποτέλεσμα τους. Εξάλλου, και οι πραγματογνώμονες αναφέρουν στην πραγματογνωμοσύνη τους, εκτός των άλλων, ότι διαπιστώθηκαν ακαταχώρητα τιμολόγια πώλησης -δελτία αποστολής και κατά τον έλεγχο των βιβλίων διαπιστώθηκε ότι δεν έχουν αποδοθεί χρήματα στην επιχείρηση για τις συγκεκριμένες συναλλαγές, όπως αποτυπώνονται στα ακαταχώρητα παραστατικά, καθώς επίσης βρέθηκαν και ακαταχώρητες αποδείξεις λιανικής πωλήσεως, πολλές των οποίων έχουν και το αντίτυπο που έπρεπε να πάρει ο πελάτης. Ισχυρίστηκε βέβαια η κατηγορουμένη ότι τα ακαταχώρητα παραστατικά είχε παραδώσει στο λογιστήριο για καταχώρηση και συνεπώς ότι για τη μη εκτέλεση αυτής ευθύνονται οι υπάλληλοι του λογιστηρίου, όμως αυτός ο ισχυρισμός δεν αποδεικνύεται. Άλλωστε η ίδια ήταν υπεύθυνη για την καταχώρηση των παραστατικών αυτών. Επίσης, η ανωτέρω σχηματισθείσα κρίση δεν αντικρούεται από την από 3.11.2002 "έκθεση πραγματογνωμοσύνης" των οικονομολόγων Β και Τ, την οποία συνέταξαν ύστερα από εντολή της κατηγορουμένης. Το συμπέρασμα αυτής της έκθεσης τους διατυπώνεται με βάση την έρευνα του βιβλίου απογραφών και ισολογισμών των οικονομικών ετών 1999, 2000 και 2001 στο οποίο έχουν καταχωρηθεί η κατάσταση απογραφής και ο ισολογισμός των διαχειριστικών 1999, 2000 και 2001 και του αναλυτικού τελικού ισοζυγίου με 31.12 κάθε έτους τεταρτοβάθμιων λογαριασμών. Στηρίζεται δε στο ότι στις καταστάσεις απογραφών της 31-12 των ετών 1999, 2000 και 2001, δεν αναφέρεται καμιά απαίτηση της Ένωσης σε βάρος της κατηγορουμένης από ελλείμματα, ούτε στη στήλη "Διάφοροι Χρεώστες" υπάρχει καταχωρημένη τέτοια απαίτηση, στο ότι στα προαναφερόμενα πιστοποιητικά ελέγχου του Ορκωτού Ελεγκτή-Λογιστή ΣΣ και στις αντίστοιχες εκθέσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης προς τη Γενική Συνέλευση αυτής δεν εντοπίζεται έλλειμμα, στοιχεία όμως που, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, δεν παρέχουν ασφάλεια για στήριξη εκτίμησης περί συμφωνίας τους με την πραγματική κατάσταση που επικρατούσε. Επίσης, δεν αναιρεί την κρίση αυτή η κριτική που ασκείται στην έκθεση του Ορκωτού Ελεγκτή για το λόγο ότι δεν πραγματοποίησε φυσική απογραφή ο ίδιος και στηρίχθηκε σε δειγματοληπτικό έλεγχο των καρτελών, για τα οποία εκτίθεται αναλυτικά παραπάνω, καθώς και η κριτική σχετικά με τον εκπρόθεσμο και εσφαλμένο τρόπο καταχώρησης των ελλειμμάτων, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται συγκεκριμένη επίδραση στο αποτέλεσμα περί της υπάρξεως ή μη του ελλείμματος και του ποσού αυτού. Ο μάρτυρας Α, λόγω της συγγενικής του σχέσης με την κατηγορουμένη, προσπαθεί να αντικρούσει την εμφάνιση του ελλείμματος με τα ίδια επιχειρήματα, όπως και οι ανωτέρω τεχνικοί σύμβουλοι αυτής. Μάλιστα, επιχειρεί έμμεσα να εμπλέξει και τον υπάλληλο της Ένωσης Θ, αναφέροντας ότι υπηρετούσε μαζί με εκείνη στο κατάστημα, όμως παραβλέπει ότι εκείνος δεν είχε αρμοδιότητα για είσπραξη των χρημάτων του τιμήματος. Εξάλλου, δεν προέκυψε οποιαδήποτε αιτία συνεπεία της οποίας οποιοσδήποτε από τη διοίκηση της Ένωσης, είχε ελατήρια να κινηθεί εναντίον της κατηγορουμένης και να αποδώσει σ'αυτήν σφάλματα στη διαχείριση της, να εμφανίσει έλλειμμα σ'αυτήν με σκοπό να στηριχθεί αιτία για να απολυθεί και να αναγκαστεί να πληρώσει χρήματα που δεν ιδιοποιήθηκε, ώστε να ευσταθούν οι ισχυρισμοί της ότι λόγω της ασκήσεως αγωγής στα αστικά δικαστήρια σχετικά με την καταγγελία της σύμβασης και τη διεκδίκηση οφειλόμενων απαιτήσεων της κατά της Ένωσης από την εργασιακή σχέση, μεθόδευσαν την σε βάρος της κατηγορία. Η ίδια δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα και στοιχεία για την απόδειξη αυτού του ισχυρισμού. Εξάλλου, το ότι δεν ευσταθούν οι αιτιάσεις αυτές προκύπτει και από το ότι οι ελεγκτικές διαδικασίες για τη διαπίστωση του ελλείμματος άρχισαν αφού από το συνήθη ετήσιο έλεγχο εμφανίστηκε πρόβλημα στη διαχείριση και οπωσδήποτε πριν από την άσκηση των δικαιωμάτων της τα οποία στηρίζονται στην καταγγελία της εργασιακής της σχέσης που έγινε λόγω της διαπιστώσεως των ελλειμμάτων και της απόδοσης της ευθύνης γι'αυτά στην κατηγορουμένη. Περαιτέρω, σχετικά με τα άτομα που περιλαμβάνονται στη κατάσταση που αφορά συγκεκριμένους πελάτες αγοραστές ειδών της εμπορικής δραστηριότητας της Ένωσης, οι οποίοι κατέβαλαν το τίμημα και τούτο παρακρατήθηκε από την κατηγορουμένη, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Μετά την κίνηση των διαδικασιών για τη διαπίστωση του ελλείμματος, προέκυψε ότι οι αναφερόμενοι είχαν αγοράσει διάφορα αντικείμενα και είχαν καταβάλει το τίμημα αυτών. Στο στέλεχος απόδειξης που παρέδιδε στους αγοραστές ανέγραφε την ένδειξη "Εξοφλήθηκε", σ'αυτό δε που παρέμενε στο λογιστήριο δεν αναγραφόταν η εξόφληση και φαινόταν οφειλή του ποσού από τον αγοραστή. Κατατίθεται από τους μάρτυρες κατηγορίας ότι διαπίστωσαν τα ανωτέρω ύστερα από αναζήτηση και διευκρινίσεις των πελατών που φερόταν να είναι οφειλέτες. Ρητά δε αναφέρουν ότι τα χρήματα εισέπραττε η κατηγορουμένη, η οποία άλλωστε, όπως εκτέθηκε στην αρχή ήταν και η μόνη υπεύθυνη και αρμόδια για την είσπραξη τους, δεν απέδωσε δε στα ταμεία της Ένωσης, γι'αυτό και μεταχειρίστηκε το τέχνασμα τούτο. Ειδικότερα από τέτοιου είδους πωλήσεις και από το τίμημα που κατέβαλαν οι κατωτέρω αναφερόμενοι αγοραστές, η κατηγορουμένη δεν απέδωσε ολόκληρο το ποσό αυτού στα Ταμεία της Ένωσης, αλλά μέρος μόνο τούτου και παρακράτησε από το ποσό που κατέβαλε ο Ξ1 43971 δραχμές, ο Γ 74349 δραχμές, ο Ξ10 330000 δραχμές, η Ξ9 104876 δραχμές, ο Ξ7 21302 δραχμές, ο Ξ2 159999 δραχμές, ο Ξ4 800000 δραχμές, ο Λ 30000 δραχμές, ο Ξ3 79921 δραχμές, ο Ξ5 214786 δραχμές, ο Ξ6 25173 δραχμές, ο Ξ8 και ο Ξ11 27553 δραχμές. Οι ανωτέρω δεν έχουν εξεταστεί ως μάρτυρες, ούτε έχουν αναφερθεί στο γεγονός ότι φέρονται ως οφειλέτες της Ένωσης κατά τα ανωτέρω ποσά, όμως το Συμβούλιο στηρίζεται για την κρίση του ιδίως στα προσκομιζόμενα παραστατικά που αφορούν τις συναλλαγές που είχαν πραγματοποιήσει, σε συνδυασμό και με τις καταθέσεις των μαρτύρων, ιδίως των Σ, Δ2, Δ3, Δ1, Δ4, Δ5 και Δ6, οι οποίοι καταθέτουν ότι οι ανωτέρω αγοραστές βεβαίωσαν το γεγονός της εξόφλησης του τιμήματος, κατείχαν εξοφλητικές αποδείξεις και παρά ταύτα φερόταν ότι οφείλουν ακόμη τα ανωτέρω χρηματικά ποσά. Περαιτέρω, ο ΑΑ στις 24.3.2000 αγόρασε τον αναφερόμενο στο ... τιμολόγιο πώλησης-δελτίο αποστολής λιπασματοδιανομέα αντί ποσού 120000 δραχμών. Δεν κατέβαλε αμέσως τα τίμημα, αλλά πλήρωσε όταν συγκέντρωσε τα χρήματα. Ο μάρτυρας αυτός στην ένορκη εξέταση του στον Ανακριτή ... περιπίπτει σε αντιφάσεις σε σχέση με όσα βεβαίωσε στην από 16.5.2002 υπεύθυνη δήλωση που απηύθυνε στην κατηγορουμένη, δεδομένου ότι στην τελευταία ανέφερε ότι η κατηγορουμένη δεν έχει καμία σχέση με τη συναλλαγή που πραγματοποίησε και ότι οφείλει το ποσό του τιμήματος στην Ένωση, στην δε κατάθεση του ότι τα χρήματα κατέβαλε όταν συγκέντρωσε αυτά, αλλά δεν θυμάται αν τα πλήρωσε στην κατηγορουμένη ή σε άλλον. Ο ΒΒ είχε αγοράσει με το A 489/29.4.1999 τιμολόγιο πώλησης-δελτίο αποστολής 5 λίτρα ΡΑΟΥΝΤΑΠ αντί συνολικού τιμήματος 201295 δραχμών, από το οποίο κατέβαλε μέρος και έμεινε υπόλοιπο 55295 δραχμών. Το ποσό τούτο κατέβαλε μεταγενέστερα, και ενόψει του χρόνου ενέργειας της συναλλαγής η καταβολή εκτιμάται ότι έγινε μετά την 1.6.1999 όπως δε βεβαιώνει ο ίδιος στην από 8.5.2001 ένορκη βεβαίωση προς την Ε.Γ.Σ.Α. το ποσό πλήρωσε στην κατηγορουμένη. Ο Φ αγόρασε με το ...τιμολόγιο πώλησης-δελτίο αποστολής ένα χορτοκοπτικό αντί τιμήματος 985000 δραχμών, χωρίς να καταβάλει το τίμημα το οποίο πιστώθηκε με υπηρεσιακό σημείωμα του Διευθυντή της Ένωσης Δ1. Ο μάρτυρας αυτός ενώ αναφέρεται στην από 16.12.2002 υπεύθυνη δήλωση που απηύθυνε στην κατηγορουμένη ότι για το ποσό των 330649 δραχμών που φαίνεται ως υπόλοιπο, δεν έδωσε χρήματα στην κατηγορουμένη, στην ένορκη εξέταση του ενώπιον του Ανακριτή καταθέτει ότι στην κατηγορουμένη είχε παραδώσει μόνο το σημείωμα για την πίστωση, και ότι η εξόφληση του τιμήματος θα γινόταν με παρακράτηση μέρους από τις δικαιούμενες επιδοτήσεις και ότι δεν κατέβαλε στην κατηγορουμένη χρήματα, όμως δεν προσκομίζει οποιοδήποτε έγγραφο παραστατικό από το οποίο να προκύπτει η αλήθεια της καταθέσεως ως προς την καταβολή έστω μέρους του οφειλόμενου ποσού με τον ανωτέρω τρόπο της παρακράτησης, ούτε αναφέρεται πλέον ποιο συγκεκριμένο ποσό οφείλει ακόμη. Ο Ρ αγόρασε στο όνομα του γιου του ... από το κατάστημα της Ένωσης μηχάνημα ΣΥΛΕΚΤ, σωλήνες, ηλεκτρικά μοτέρ και άλλα, αντί ποσού που δεν εξακριβώθηκε. Το ποσό του τιμήματος κατέβαλε ολοσχερώς, αφού στο τιμολόγιο που του χορηγήθηκε γράφτηκε ότι εξοφλήθη. Όμως στα βιβλία της Ένωσης φαίνεται ότι αυτός κατέβαλε μέρος του τιμήματος και απέμεινε υπόλοιπο ποσού 93985 δραχμών που όφειλε να πληρώσει. Ο ίδιος στην από 13.5.2002 υπεύθυνη δήλωση που έδωσε στην κατηγορουμένη και στην ένορκη εξέταση του κατά την κύρια ανάκριση αιτιολογεί ότι κατά το ποσό τούτο έγινε υπερτιμολόγηση του τιμήματος των πωληθέντων, προκειμένου να εισπράξει ο γιος του μεγαλύτερη επιδότηση και δεν εισέπραξε η κατηγορουμένη τα χρήματα αυτά, καθώς και ότι τούτο αποτελούσε συνήθη πρακτική. Όμως, δεν γίνεται πιστευτός αυτός ο ισχυρισμός καθόσον δεν προσκομίζεται οποιοδήποτε αποδεικτικό έγγραφο περί της υπερτιμολογήσεως των πωληθέντων ειδών, οποιοδήποτε έγγραφο αρμοδίου οργάνου της Ένωσης που είχε δικαίωμα να εγκρίνει τέτοια υπερτιμολόγηση, όπως συνέβαινε με τις πωλήσεις με πίστωση, ούτε θα μπορούσε να αποφασιστεί τέτοια υπερτιμολόγηση, πολύ δε περισσότερο ως συνήθης πρακτική της Ένωσης, δεδομένου ότι θα εμφανίζονταν συνεχώς έλλειμμα, αφού το αντίστοιχο ποσό της υπερτιμολόγησης ουδέποτε θα καταβάλλονταν και δεν προκύπτει ότι θα καλύπτονταν με άλλο τρόπο. Ο ..., με το ... τιμολόγιο πώλησης-δελτίο αποστολής αγόρασε ένα χορτοκοπτικό μηχάνημα και ένα χαρτοσυλλέκτη αντί τιμήματος 1709999 δραχμών. Τότε εκδόθηκε χειρόγραφη απόδειξη περί εξοφλήσεως του ανωτέρω ποσού, καθόσον κατέβαλε ολόκληρο το τίμημα. Όμως, αργότερα που εκδόθηκε το ανωτέρω μηχανογραφημένο παραστατικό για το αντίστοιχο ποσό έγινε καταχώρηση στα βιβλία της Ένωσης ότι ο ... κατέβαλε έναντι του τιμήματος 470000 δραχμές και οφείλει το υπόλοιπο ποσό από 1239999 δραχμές. Το ποσό τούτο που είχε καταβληθεί από τον αγοραστή, παρακράτησε στις αρχές του έτους 1999 η κατηγορουμένη, αφού μάλιστα προέκυψε ότι εκείνη τιμολογούσε για διάφορους λόγους σε μεταγενέστερο χρόνο τα δελτία αποστολής που εξέδιδε προς τους πελάτες, όταν αυτό ήταν εφικτό (βλ. την από 7.7.2002 πραγματογνωμοσύνη) και ένα χρόνο μετά κάλεσαν τον αγοραστή να πληρώσει το οφειλόμενο υπόλοιπο. Τότε διαβεβαίωσε περί της καταβολής τόσο η κατηγορουμένη όσο και ο υπάλληλος Θ και έτσι δεν πλήρωσε αυτός πάλι το ποσό που ήδη είχε καταβάλει. Ο ανωτέρω στην από 16.12.2002 υπεύθυνη δήλωση που έδωσε στην κατηγορουμένη βεβαιώνει ότι η συναλλαγή έγινε με τον Θ, στην δε ένορκη εξέταση του κατά την κύρια ανάκριση ότι το ποσό του τιμήματος κατέβαλε στον Θ, παρουσία και της κατηγορουμένης κατά την αγορά των μηχανημάτων, και εκδόθηκε χειρόγραφη απόδειξη περί της εξόφλησης. Όμως, ενόψει του ότι η κατηγορουμένη ήταν μόνη αρμόδια για την είσπραξη του τιμήματος και την παράδοση του στο Ταμείο της Ένωσης, κρίνεται ότι τα χρήματα αυτά παρέλαβε στα χέρια της η κατηγορουμένη. Η κατηγορουμένη που εισέπραξε τα ανωτέρω χρηματικά ποσά το μεν ποσό των 120000 δραχμών από τον ΑΑ το έτος 2000 και το ποσό των 55295 δραχμών από το ΒΒ μετά την 1.6.1999, τα δε υπόλοιπα εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 1999, ιδιοποιήθηκε αυτά παράνομα. Η εκδήλωση της πρόθεσης ιδιοποίησης αυτών έγινε, όπως και στις υπόλοιπες περιπτώσεις, κατά τη λήξη της εταιρικής χρήσης και του διαστήματος που προαναφέρθηκε, οπότε διαπιστώθηκαν τα ελλείμματα και η κατηγορουμένη αρνήθηκε την καταβολή των χρημάτων. Οι ανωτέρω καταθέσεις των μαρτύρων, κατά το μέρος που οι εξετασθέντες ισχυρίζονται ότι δεν κατέβαλαν τα χρήματα της αγοράς στην κατηγορουμένη δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, δεδομένου ότι αυτή ήταν η μόνη αρμόδια για την είσπραξη του τιμήματος. Καταβολή σε άλλον δεν θα δεχόταν ούτε η ίδια, δεδομένου ότι αυτή ως διαχειρίστρια ήταν υπόλογος και μάλιστα είχε την υποχρέωση στο τέλος κάθε ημέρας να παραδίδει τις εισπράξεις με τα αντίστοιχα παραστατικά στα ταμεία της Ένωσης και εάν εμφανιζόταν έλλειμμα αυτή είχε την ευθύνη του, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το ισχυριζόμενο ότι παρά την παρουσία της ίδιας, τα χρήματα καταβάλλονταν σε τρίτον, ακόμη και αν αυτός ήταν προϊστάμενος της, όπως ο Θ, αφού και η ίδια είχε λόγο να ζητήσει την παράδοση τους. Περαιτέρω, εμμέσως την ευθύνη της για τη δημιουργία του ελλείμματος, χωρίς όμως να αναφέρεται σε ιδιοποίηση των χρημάτων που αντιπροσωπεύουν, αποδέχεται και η κατηγορουμένη με την από 2.2.2001 επιστολή της προς το Δ.Σ. της Ένωσης. Με την επιστολή αυτή η κατηγορουμένη αναφέρει ότι για όσα συνέβησαν στο υποκατάστημα, και εννοεί βεβαίως τη διαπίστωση των ελλειμμάτων, πρέπει και στην ίδια να επιμεριστεί μερίδιο ευθύνης και αποδέχεται να πληρώσει ό,τι της αναλογεί, ζητεί δε να λάβει γνώση των εγγράφων και στοιχείων λογιστικού χαρακτήρα των ετών 1999 και 2000 προκειμένου να υποβάλει πρόταση διακανονισμού. Επιχειρεί δε να αιτιολογήσει την εμφάνιση του ελλείμματος στο ότι "λειτούργησε συναισθηματικά και χωρίς ουσιαστική κάλυψη των προϊσταμένων της", χωρίς να διευκρινίσει αυτή την αναφορά. Σύμφωνα με όλα όσα έγιναν δεκτά, η κατηγορουμένη παρακρατούσε σε διάφορους χρόνους των δύο πιο πάνω χρονικών διαστημάτων μέρος των χρημάτων που περιέρχονταν στην κατοχή της από τις συναλλαγές με πελάτες του καταστήματος στο οποίο ήταν διαχειρίστρια; και χρησιμοποιούσε αυτά για τις προσωπικές της ανάγκες και τελικά μετά τη διαπίστωση των ελλειμμάτων στο τέλος της εταιρικής χρήσης του έτους 1999 και στο τέλος Απριλίου 2000, εκδήλωσε πρόθεση ιδιοποιήσεως τους, αρνηθείσα την καταβολή των ποσών αυτών. Ειδικότερα δε η κατηγορουμένη είχε παρακρατήσει από την εταιρική χρήση του έτους 1999 ποσό 13521176 δραχμών, από δε το προαναφερόμενο διάστημα του έτους 2000 ποσό 12830027 δραχμών. Στα ποσά αυτά περιλαμβάνονται και εκείνα που σε κάθε επιμέρους χρονικό διάστημα είχαν καταβάλει ως τίμημα των αγορασθέντων ειδών οι ανωτέρω ειδικά αναφερόμενοι πελάτες του καταστήματος της Ένωσης και η κατηγορουμένη δεν είχε αποδώσει στο σύνολο τους στο Ταμείο της Ένωσης. Το ποσό κάθε πράξης υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και στο σύνολο του υπερβαίνει το ποσό των 25000000 δραχμών ή 73000 ευρώ, ανερχόμενο σε 25982203 δραχμές ή 76250 ευρώ, στην ιδιοποίηση του οποίου απέβλεπε η κατηγορουμένη. Η τελευταία είχε την ιδιότητα του διαχειριστή του καταστήματος της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών ... και λόγω της ιδιότητας της αυτής είχε περιέλθει το υπεξαιρεθέν ποσό στην κατοχή της.
Συνεπώς, η κατηγορουμένη με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος της υπεξαίρεσης, τελεσθείσες υπό την ισχύ του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999, διέπραξε την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης σε μορφή κακουργήματος, δεδομένου ότι το συνολικό ποσό υπερβαίνει εκείνο των 73000 ευρώ και επειδή η κατηγορουμένη έχει την ιδιότητα του διαχειριστή και το υλικό αντικείμενο κάθε επιμέρους πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Επομένως, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν κατηγορία εναντίον της κατηγορουμένης για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητας του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πράξη που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14 παρ. 1, 17, 18, 26 παρ. 1α , 27 παρ. 1, 51, 52, 60, 79, 98 και 375 παρ. 2, 3 και 1 του ΠΚ, όπως η παρ. 2 του τελευταίου άρθρου αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996 και προστέθηκε το τελευταίο εδάφιο με το άρθρο 14 παρ. 3β του ν. 2721/1999, για την οποία πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου, ώστε να υποβληθούν στη δοκιμασία της επ' ακροατηρίου διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως". Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων , έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος της εκκαλούσας κατηγορούμενης για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας , συνολικά ανώτερης των 73.000 ευρώ, από διαχειριστή ξένης περιουσίας, και για τον λόγο αυτό απέρριψε την έφεσή της κατά του πρωτοβάθμιου υπ' αριθμ. 152/2003 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών 'Αρτας ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια , πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά , τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέα η αναιρεσείουσα , τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 και 375§§ 1, 2 Π.Κ, όπως η παρ. 2 του άρθρου 375 αντικ, με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν 2408/1996 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3β του Ν 2721/1999 , τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου . Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ειδικότερα δε ότι το Συμβούλιο δεν συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα , αλλά έλαβε υπόψη του επιλεκτικά μερικά μόνο από αυτά, ήτοι : α) δεν έλαβε υπόψη του την υπ' αριθμ. 2143/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Άρτας. β) δεν έλαβε υπόψη του το συμπέρασμα της διεξαχθείσης λογιστικής πραγματογνωμοσύνης. γ) δεν έλαβε υπόψη του το ότι η κατηγορουμένη δεν αποδέχθηκε κανένα έλλειμμα στη διαχείρισή της και ότι δεν συνυπέγραψε καμία από τις απογραφές. δ) παρερμηνεύοντας το περιεχόμενο σχετικής επιστολής της προς την Ε.Α.Σ, αποδέχθηκε ότι δήθεν ανέλαβε την ευθύνη για το έλλειμμα . ε) δεν έλαβε υπόψη του ότι η Ε.Α.Σ δεν παρέδωσε στους πραγματογνώμονες ένα μπλόκ δελτίων αποστολής με αύξοντες αριθμούς από 351 έως 450. στ) δεν έλαβε υπόψη του και δεν αξιολόγησε το αντίγραφο του Γενικού Καθολικού της Ε.Α.Σ, στο οποίο σημειώνεται μηδενικό έλλειμμα. ζ) δεν συνεκτίμησε το αντίγραφο της Καταστάσεως Ημερολογίου της Ε.Α.Σ, με το οποίο η τελευταία συνομολογεί ότι δεν διατηρεί σε βάρος της καμία απαίτηση , συνεπεία ελλείμματος. η) δεν συνεκτίμησε τις ετήσιες εκθέσεις ελέγχου του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ΣΣ. θ) δεν συνεκτίμησε την από 3-11-2002 έκθεση των τεχνικών της συμβούλων Β και Τ . ι) δεν έλαβε υπόψη της και δεν συνεκτίμησε την υπ' αριθμ. 143/4-7-2002 απόφαση του ανώτατου πειθαρχικού συμβουλίου της ΠΑΣΕΓΕΣ , με την οποία ακυρώθηκε ομόφωνα η επιβληθείσα σ' αυτήν πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης. Οι ανωτέρω υπό στοιχ. α, β, στ, ζ, η , θ και ι αιτιάσεις είναι αβάσιμες , γιατί το Συμβούλιο Εφετών κατά την έκθεση των αποδεικτικών μέσων , αναφέρει ότι έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα έγγραφα της δικογραφίας , δεν ήταν δε απαραίτητη η ειδική αναφορά σε κάθε ένα από αυτά. Επιπροσθέτως το Συμβούλιο κάνει ειδική μνεία στην έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης , η οποία ως ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, έπρεπε να μνημονευθεί ειδικά μεταξύ αυτών που λήφθηκαν υπόψη , ενώ δεν ήταν απαραίτητη η ειδική μνεία της έκθεσης λογιστικής πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε με αίτηση της κατηγορουμένης , ούτε απαιτείτο ειδική αιτιολογία για την μη αποδοχή της , καθόσον αυτή είχε την αποδεικτική αξία απλού εγγράφου (Α.Π 1266/2004, Α.Π 104/2003) . Οι λοιπές αιτιάσεις που αναφέρονται στην αίτηση , καθ' ο μέρος τους αναφέρονται στην εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των ανωτέρω εγγράφων, πλήττουν, υπό το πρόσχημα της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την επί της ουσίας ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Συμβουλίου Εφετών, και για το λόγο αυτό είναι απαράδεκτες. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 98 και 375§§ 1, 2 Π.Κ, όπως το άρθρο 98 τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 14παρ. 1 του Ν 2721/1999, και η παρ. 2 του άρθρου 375 αντικ, με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν 2408/1996 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3β του Ν 2721/1999, και ειδικότερα ότι το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε εσφαλμένα ότι για τον προσδιορισμό του αντικειμένου της υπεξαίρεσης ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, έπρεπε να ληφθεί υπόψη το άθροισμα των ποσών που προέκυπτε από τις μερικότερες πράξεις που είχαν τελεσθεί αφ' ενός κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1999 έως 31-12-1999, αφ' ετέρου κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως 31-5-2000, και όχι το ποσό κάθε μερικότερης πράξης που είχε τελεσθεί σε ημερήσια βάση κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, για να κριθεί αν οι μερικότερες αυτές πράξεις έφεραν τον χαρακτήρα κακουργήματος ή πλημμελήματος, ενώ το ορθό ήταν να εξειδικεύσει κατά χρόνο και ποσό κάθε μερικότερη πράξη σε ημερήσια βάση, δοθέντος ότι για όσες πράξεις είχαν τελεσθεί πριν από την τροποποίηση και συμπλήρωση του άρθρου 98 του Π.Κ με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν 2721/1999, δηλαδή πριν από την 3-6-1999, δεν μπορούσαν να αθροισθούν τα ποσά τους, επειδή μέχρι τότε δεν επιτρεπόταν ο αθροιστικός υπολογισμός τους, αλλά ο προσδιορισμός του αντικειμένου της πράξης ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κ.λ.π , γινόταν με βάση την αξία του αντικειμένου κάθε μερικότερης πράξης(ολομ Α.Π 5/2002) . Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχθηκε τέλεση δύο επιμέρους πράξεων υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, με χρόνο τέλεσης της μιας την 31-12-1999 με συνολικό αντικείμενο 13.521.176 δραχμών και της άλλης την 31-5-2000 και συνολικό αντικείμενο 12.830.027 δραχμών, όταν και έγιναν οι σχετικοί έλεγχοι και συντελέστηκε η ιδιοποίηση των αντίστοιχων χρηματικών ποσών , με την άρνηση απόδοσης αυτών από την πλευρά της αναιρεσείουσας, έστω και αν αυτά είχαν σχηματισθεί μετά από παλαιότερες τμηματικές εισπράξεις (Α.Π 492/2003 Ποιν Χρον. ΝΔ 40, Α.Π 114/2004 Ποιν Χρον. ΝΕ 29). Κατά συνέπεια δεν τίθεται ζήτημα διαχρονικού δικαίου εν προκειμένω, αφού και οι δύο επιμέρους πράξεις υπεξαίρεσης τελέσθηκαν υπό την ισχύ του άρθρου 98 παρ. 2 Π.Κ , όπως αυτό τροποποιήθηκε με την διάταξη του άρθρου 14παρ. 1 του Ν 2721/1999, αμφότερες δε αφορούν αντικείμενα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ . Με τις παραδοχές του αυτές του Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 98παρ. 2 και 375παρ. 1 και 2 του Π.Κ, όπως ισχύει νυν, και συνεπώς οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις της αναιρεσείουσας , είναι αβάσιμες.

Για τους λόγους αυτούς Προτείνω:
1) Να απορριφθεί η με αριθμό 1/9-10-2009 αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε από την Χ, κατά του υπ' αριθμ. 99/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων.
2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στην αναιρεσείουσα Αθήνα 18 Φεβρουαρίου 2010.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Νικόλαος Παντελής
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. α Π.Κ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτούνται: α) ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη αναφορικά με τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο. Η αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως, δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, είναι όμως αναγκαίος ο προσδιορισμός της, όταν η υπεξαίρεση χαρακτηρίζεται ότι έχει αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, περί του οποίου, ως ζητήματος περί τα πράγματα, κρίνει ανελέγκτως το δικαστήριο ή το Συμβούλιο β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στον δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά τον χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να το ιδιοποιήθηκε παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη, ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος. Η ιδιοποίηση συντελείται με την όχληση του κυρίου και την άρνηση απόδοσης του πράγματος από τον δράστη, έστω και αν το υπεξαιρούμενο ποσό (επί χρήματις) είχε σχηματισθεί με παλαιότερες τμηματικές εισπράξεις, δ) δόλια προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα την συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και την θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα , η οποία εκδηλώνεται με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Χρόνος τέλεσης της υπεξαίρεσης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος. Περαιτέρω, η διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου 375 Π.Κ πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 1§9 του Ν 2408/1996 όριζε ότι "αν η πράξη ενέχει κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδίως όταν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης, ή λόγω της ιδιότητάς του ως επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος , η ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας", ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Μετά την αντικατάστασή της, όμως, με το άρθρο 1§9 Ν 2408/1996, το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής ορίζει πλέον ότι ο υπαίτιος της υπεξαίρεσης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης, ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας". Επομένως, για την θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος σύμφωνα με το εδάφιο α της παρ. 2 του άρθρου 375, απαιτείται πλέον, αφ' ενός μεν το αντικείμενο αυτής να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και αφ' ετέρου να συντρέχει μία από τις αναφερόμενες στην παρ. 2 του ως άνω άρθρου καταστάσεις ή ιδιότητες του υπαιτίου, μεταξύ των οποίων και η ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, κατά τούτο δε η νεότερη διάταξη είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη, στην οποία η απαρίθμηση των ανωτέρω ιδιοτήτων ήταν ενδεικτική και για κάθε μη κατονομαζόμενη περίπτωση έπρεπε να συντρέχει κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης εκ μέρους του δράστη, ενώ δεν απαιτείτο το αντικείμενό της να ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαίρεσης την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία μπορεί να έχει είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση. Για την κατά το νόμο θεμελίωση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο από αυτόν πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του λόγω της ιδιότητάς του αυτής. Εξάλλου με το εδάφιο α του άρθρου 14§3 Ν 2721/1999 προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 1 του άρθρου 375 του Π.Κ, σύμφωνα με το οποίο, αν η συνολική αξία των υπεξαιρεθέντων υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων 25.000.000 δραχμών (ή 73.000 ευρώ, όπως με το άρθρο 5 του Ν 2943/2001 καθορίστηκε η επίσημη ισοτιμία των νομισμάτων αυτών), ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, ενώ με το εδάφιο β του αυτού ως άνω άρθρου 14§3 του Ν 2721/1999, προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 2 του άρθρου 375 του Π.Κ, σύμφωνα με το οποίο, αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου, υπερβαίνει τα είκοσι πέντε εκατομμύρια 25.000.000 δραχμές ή 73.000 ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση. Οι διατάξεις του πρώτου και δευτέρου εδαφίου του άρθρου 14§3 του Ν 2721/1999, είναι δυσμενέστερες, και συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα αναδρομικής εφαρμογής των για πράξεις που είχαν τελεσθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Ν 2721/1999, τουτέστι πριν από την 3-6-1999 που δημοσιεύθηκε ο νόμος αυτός. Περαιτέρω, με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 98 του Π.Κ ορίζεται ότι αν οι περισσότερες από μια πράξεις του ιδίου προσώπου, συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94§1, να επιβάλλει μία και μόνο ποινή, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Στη διάταξη αυτή προστέθηκε δεύτερη παράγραφος με την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 εδάφιο 1.1 του Ν 2721/1999, σύμφωνα με την οποία "η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε". Η διάταξη της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 98 του Π.Κ είναι δυσμενέστερη και δεν ισχύει για πράξεις που είχαν τελεσθεί πριν από την ισχύ του Ν 2721/1999, δηλαδή πριν από την 3-6-1999. Ενόψει των ανωτέρω, για την θεμελίωση του εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαίρεσης της παραγράφου 2 του άρθρου 375 Π.Κ, όταν η πράξη αυτή τελείται εξακολουθητικά πριν από την ισχύ του Ν 2721/1999, πρέπει κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, γιατί οι νέες ρυθμίσεις είναι στο σύνολό τους δυσμενέστερες (ολομ Α.Π 5/2002). Αντίθετα, όταν η υπεξαίρεση τελείται κατ' εξακολούθηση μετά την ισχύ του Ν 2721/1999, για την κρίση περί της αξίας του πράγματος, τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης (ως κακουργήματος ή πλημμελήματος) και την συνδρομή της επιβαρυντικής περιπτώσεως της παραγράφου 2 του άρθρου 375 Π.Κ, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επιμέρους υπεξαιρέσεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Έτσι, αν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος αυτού, προκύπτει ότι το συνολικά υπεξαιρεθέν ποσό υπερβαίνει τα 25.000.000 δραχμές ή 73.000 ευρώ, τότε η πράξη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση (άρθρο 375§1 εδάφιο β, σε συνδυασμό με το άρθρο 98§2 Π.Κ), αν δε συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 375 που καθιστούν την πράξη κακούργημα, τότε το γεγονός ότι το συνολικά υπεξαιρεθέν ποσό υπερβαίνει τα 25.000.000 δραχμές ή 73.000 ευρώ, καταλογίζεται στον δράστη ως επιβαρυντική περίπτωση, μόνο αν αυτό υπεξαιρέθηκε στο σύνολό του μετά τον Ν 2721/1999, δηλαδή μετά την 3-6-1999. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ή έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ιδίου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το αποδιδόμενο σ' αυτόν έγκλημα, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να μνημονεύονται αυτά γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, απαιτείται όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι κατ' επιλογή μερικά από αυτά. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του συμβουλίου. Περαιτέρω λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ, 99/2009 βούλευμά του, δέχτηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, προέκυψαν τα παρακάτω περιστατικά: "Η κατηγορουμένη Χ κάτοικος ..., συνδεόταν από 1-7-1979 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με την Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών .... Την 18-1-1993, με απόφαση του τότε διευθυντή της Ένωσης Ε, της ανατέθηκαν καθήκοντα διαχειρίστριας στο υποκατάστημα ..., στο οποίο γινόταν εμπορία γεωργικών μηχανημάτων και φυτοφαρμάκων. Στα καθήκοντα της διαχειρίστριας που της είχαν εμπιστευθεί υπάγονταν, εκτός των άλλων, αφενός η πώληση των ειδών που υπήρχαν στην αποθήκη του καταστήματος (γεωργικών μηχανημάτων, φυτοφαρμάκων, κλπ) στα μέλη της Ένωσης ή και σε τρίτους, αφετέρου η καταχώρηση στα βιβλία της Ένωσης των προμηθειών των ειδών αυτών κατά το είδος, την ποσότητα και την αξία τους, ώστε σε κάθε πώληση να προκύπτει αυτόματα το υπολειπόμενο μέρος της ποσότητας κάθε είδους. Επίσης, στην αποκλειστική δικαιοδοσία αυτής ως διαχειρίστριας ανήκε και η είσπραξη του τιμήματος του πωλούμενου αντικειμένου και η απόδοση αυτού στα ταμεία της Ένωσης. Μάλιστα ήταν η μοναδική από τους υπαλλήλους που εισέπραττε τα χρήματα του τιμήματος και η ίδια είχε υποχρέωση να αποδίδει. Καταβολή των χρημάτων του τιμήματος δεν μπορούσε να γίνει ούτε στο λογιστήριο του καταστήματος. Η καταβολή του τιμήματος υποχρεωτικά γινόταν με μετρητά χρήματα άμεσα και δεν πιστώνονταν παρά μόνο ύστερα από έγγραφη εντολή του Διευθυντή της Ένωσης. Από το έτος 1995 και στο εξής υπήρχε σύστημα μηχανογράφησης στο κατάστημα και έτσι κάθε συναλλαγή που πραγματοποιούνταν, εφόσον γινόταν εγγραφή της καταχωρούνταν άμεσα στο σύστημα, εκτός των περιπτώσεων που υπήρχε πρόβλημα στη λειτουργία του συστήματος. Η κατηγορουμένη είχε την ευθύνη της έκδοσης των θεωρημένων παραστατικών που της είχε παραδώσει η Ένωση. Αλλά και όταν για οποιοδήποτε λόγο εκδίδονταν από την ίδια χειρόγραφο παραστατικό της πώλησης και της καταβολής του τιμήματος ή της πίστωσης αυτού, έπρεπε να πληκτρολογηθούν τα στοιχεία αυτής της συναλλαγής. Στο τέλος κάθε ημέρας κατά την παράδοση των χρημάτων που είχαν εισπραχθεί, η κατηγορουμένη διαχειρίστρια εμφάνιζε και τα παραστατικά με βάση τα οποία δικαιολογούνταν το ποσό των χρημάτων αυτών, διαφορετικά θα εμφανιζόταν πρόβλημα εάν παρέδιδε λιγότερα χρήματα από το ποσό που προέκυπτε με βάση τα παραστατικά. Επίσης, στο τέλος κάθε χρήσης, δηλαδή στο τέλος κάθε έτους, διενεργούνταν γενική απογραφή των εμπορευμάτων που υπήρχαν στην αποθήκη και με τον έλεγχο και των συναλλαγών που είχαν γίνει και των προμηθειών διαπιστώνονταν η πορεία της διαχείρισης. Από τους ανωτέρω ελέγχους μέχρι και το έτος 1998 δεν είχαν διαπιστωθεί ελλείμματα. Στο τέλος του έτους 1999 διενεργήθηκε πάλι απογραφή από Τριμελή Επιτροπή, αποτελούμενη από τους ... μέλος του Δ.Σ. της ένωσης, ..., υπάλληλο αυτής και την κατηγορουμένη. Η Επιτροπή καταμέτρησε τα είδη και τις ποσότητες τους που υπήρχαν στην αποθήκη και τους χώρους του καταστήματος και τα κατέγραψε σε απογραφικές καταστάσεις. Ακολούθως, έγινε αντιπαραβολή με τα λογιστικά υπόλοιπα των καρτελών της αποθήκης. Από τον έλεγχο διαπιστώθηκε μεγάλο οικονομικό έλλειμμα στο ταμείο του καταστήματος, Προέκυψε, δηλαδή, ότι ενώ είχαν διατεθεί εμπορεύματα και συνεπώς αντίστοιχο ποσό, αποτελούμενο από το τίμημα αυτών μετά του αναλογούντος ΦΠΑ και του ποσοστού κέρδους 13%, θα έπρεπε να είχε καταβάλει η κατηγορουμένη στο Ταμείο της Ένωσης, καθόσον, λόγω της αρμοδιότητας της ως εκ της ιδιότητας του διαχειριστή και των συναφών καθηκόντων της, είχε εισπράξει τούτο από τους αγοραστές, αυτή είχε αποδώσει μικρότερο ποσό, όπως ειδικότερα κατωτέρω εκτίθεται. Για τον έλεγχο αυτό συντάχθηκαν σχετικές απογραφικές καταστάσεις. Η απογραφή είναι γραμμένη με μολύβι και υπογεγραμμένη επίσης με μολύβι από τα μέλη της Επιτροπής στην κατάσταση απογραφής και την κατάσταση ακατάλληλων εμπορευμάτων. Επειδή εντοπίστηκε έλλειμμα αποφασίστηκε νέος λεπτομερής έλεγχος, που διενεργήθηκε από Τριμελή Επιτροπή αποτελούμενη από τους ..., μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης, ..., υπάλληλο αυτής και την υπόλογο διαχειρίστρια κατηγορουμένη. Ο έλεγχος έληξε αρχές Απριλίου 2000 και επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη του ελλείμματος. Η απογραφή αυτή υπογράφεται από τα μέλη της Επιτροπής μόνο στην κατάσταση ακατάλληλων εμπορευμάτων. Κατά το λογιστήριο της Ένωσης η κατάσταση αυτή αποτελεί συνέχεια της κατάστασης απογραφής γιαυτό δεν φέρει υπογραφή στην κατάσταση απογραφής και εκείνη των ακατάλληλων εμπορευμάτων, αλλά μόνο στην τελευταία, όμως παρατηρείται ότι πάντοτε υπήρχαν υπογραφές και στις δύο καταστάσεις. Ανεξαρτήτως δε της μη υπογραφής της τελευταίας κατάστασης υπογραφής από τα μέλη της Επιτροπής δεν προέκυψε οποιοδήποτε στοιχείο που να στηρίζει αμφισβήτηση των αναγραφομένων αποτελεσμάτων αυτής. Δεν είναι πιστευτός ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι δεν υπέγραψε τις ανωτέρω σχετικές καταστάσεις, αφού αυτές φέρουν τρεις υπογραφές, δηλαδή όλων των μελών των Επιτροπών, δεν προέκυψε δε ότι υπέγραψε άλλος αντί γι' αυτήν και η ίδια στην κατωτέρω αναφερόμενη επιστολή της προς την Ένωση με την οποία αποδέχεται την ευθύνη της, δεν αντικρούει την πραγματικότητα των στοιχείων των απογραφών με παρατηρήσεις της, ούτε επικαλείται ότι δεν τις έχει υπογράψει. Η Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών με την 439/18.5.2001 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της κατάγγειλε τη σύμβαση εργασίας της κατηγορουμένης, λόγω της διαπιστώσεως του ελλείμματος. Οι αιτιάσεις της τελευταίας περί ακυρότητας της καταγγελίας δεν επηρεάζουν την κρίση περί της τελέσεως ή μη της αξιόποινης πράξης για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη. Συνεπεία της ανωτέρω διαπιστώσεως αποφασίστηκε με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης έλεγχος από τον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ΣΣ. Ο έλεγχος περιέλαβε την επαλήθευση των λογιστικών υπολοίπων, για την οποία ελέγχθηκε το σύνολο (100%) των καταχωρήσεων σε 36 καρτέλες της χρήσεως 1999 και σε 44 καρτέλες της περιόδου 1.1-31.5.2000 και δεν διαπιστώθηκαν λάθη ή παραλείψεις που να δημιουργούν αμφιβολίες ως προς την ορθότητα των λογιστικών υπολοίπων και την επαλήθευση ιης φυσικής απογραφής, που είχαν διενεργήσει οι δύο Επιτροπές, αφού ο ΣΣ δεν πραγματοποίησε ο ίδιος φυσική απογραφή λόγω του σύντομου χρόνου που μεσολάβησε, αλλά και δεν υπήρχαν ενδείξεις που να δημιουργούν αμφιβολίες για την ορθότητα των καταμετρήσεων που έγιναν από τις επιτροπές, την αξία των διαφορών απογραφής σε τιμές κτήσεως, για την οποία έγινε δειγματοληπτικός έλεγχος και δεν προέκυψαν διαφορές στην αποτίμηση των ελλειμμάτων και πλεονασμάτων η οποία έγινε σε τιμές κτήσεως και του ποσοστού μικτού κέρδους-ΦΠΑ. κατά το οποίο διαπιστώθηκε ότι η προσαύξηση του κόστους κτήσεως των ελλειμμάτων με ποσοστό μικτού κέρδους 13% από την Ένωση, είναι χαμηλότερο απο τρ| ποσοστό μικτού κέρδους που επιτεύχθηκε στη χρήση 1999 (16,3%) και 2000 (19%) και έτσι δεν έχει επιβαρύνει αδικαιολόγητα το ύψος των ελλειμμάτων, το δε ποσοστό του ΦΠΑ υπολογίζεται σε 18%. Από τον έλεγχο αυτό διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα: Α) Για τη χρήση του έτους 1999: παρουσιάστηκαν ελλείμματα σε 177 είδη συνολικής αξίας κτήσεως 8087403 δραχμών, πλεόνασμα σε 90 είδη αξίας κτήσεως 894707 δραχμών, υπόλοιπο μετά το συμψηφισμό αυτών 7199878 δραχμών, προστιθέμενου δε του ποσοστού του μικτού κέρδους από 935984 δραχμές και του ΦΠΑ από 1464455 δραχμές, το τελικό ποσό του ελλείμματος ανέρχεται σε 9600317 δραχμές. Β) Για την περίοδο από την 1.1.2000 έως 31.5.2000: παρουσιάστηκαν ελλείμματα σε 381 είδη αξίας κτήσεως 1 1807959 δραχμών, πλεονάσματα σε 142 είδη αξίας κτήσεως 2283496 δραχμών, υπόλοιπο μετά το συμψηφισμό αυτών 9524483 δραχμών, προστιθεμένου δε του ποσοστού του μικτού κέρδους από 1239166 δραχμές και του ΦΠΑ από 1938817 δραχμές, το τελικό ποσό του ελλείμματος ανέρχεται σε 12710027 δραχμές. Τα ανωτέρω διαλαμβάνονται στην από 16 Σεπτεμβρίου 2002 έκθεση ελέγχου του ανωτέρω Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή. Εξάλλου, κατά τη διενέργεια της κύριας ανάκρισης, με την 5/2003 διάταξη του Ανακριτή Άρτας διατάχθηκε λογιστική πραγματογνωμοσύνη από τους λογιστές Κ και Ζ, οι οποίοι συνέταξαν την από 7.7.2003 έκθεση. Με την έκθεση διαπιστώνονται σοβαρές λογιστικές παρατυπίες της κατηγορουμένης, οι οποίες ειδικά αναφέρονται, καθώς και η έλλειψη οποιουδήποτε ελέγχου της διαχειρίστριας από την επιχείρηση, καταλήγουν δε οι πραγματογνώμονες, κάνοντας χρήση των απογραφών που προαναφέρθηκαν και έγιναν από τις επιτροπές της Ένωσης καθώς και των λογιστικών υπολοίπων, στη διαπίστωση ότι στα βιβλία της επιχείρησης πράγματι τα ελλείμματα και τα πλεονάσματα που καταλογίζονται ευσταθούν πλήρως. Σχετικά με την κατωτέρω αναφερόμενη περίπτωση των πελατών οι οποίοι αγόρασαν είδη της εμπορικής δραστηριότητας της Ένωσης και ενώ κατέβαλαν το τίμημα φέρονταν ότι το οφείλουν ακόμη, οι πραγματογνώμονες αναφέρουν ότι δεν μπορούν να διαπιστώσουν αν εισπράχθηκαν και από ποιον τα παραπάνω ποσά. Στο γενικό συμπέρασμα της πραγματογνωμοσύνης αναφέρεται ότι "δεν υπήρχε η σωστή επικοινωνία μεταξύ της διαχειρίστριας και του Λογιστηρίου και δεν υπήρχε ο έλεγχος από την επιχείρηση στην διαχειρίστρια". Εξ όλων των ανωτέρω το Συμβούλιο πείθεται ότι αν και εισπράχθηκε από την κατηγορούμενη διαχειρίστρια του καταστήματος από την πώληση ειδών της εμπορίας της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών ... το ανωτέρω ποσό χρημάτων, ως τίμημα αυτών και περιήλθε στην κατοχή της δεν αποδόθηκε απ' αυτήν στο ταμείο της Ένωσης, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Συγκεκριμένα, η κατηγορουμένη κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1999 έως 31.12.1999 παρακράτησε από το εισπραχθέν τίμημα το ποσό των 9600317 δραχμών και κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 31.5.2000 παρακράτησε από το εισπραχθέν τίμημα το ποσό των 12710027 δραχμών, των ελλειμμάτων που διαπιστώθηκαν κατά τους προαναφερόμενους ελέγχους. Δεν κατέστη δυνατό να διαπιστωθεί ενωρίτερα το έλλειμμα των χρημάτων, καθόσον η κατηγορουμένη στο τέλος κάθε ημέρας που απέδιδε τα χρήματα τα οποία είχε εισπράξει από τις πωλήσεις του καταστήματος στα ταμεία της Ένωσης, εμφάνιζε αντίστοιχου ποσού παραστατικά και όχι τα παραστατικά που πραγματικά θα έπρεπε να είχαν εκδοθεί για τις συνολικές πωλήσεις που είχαν γίνει. Εξάλλου, σε πολλές περιπτώσεις η κατηγορουμένη δεν εξέδιδε μηχανογραφημένα τα παραστατικά πώλησης, αλλά χειρόγραφα χωρίς να προβαίνει στη συνέχεια στις απαραίτητες καταχωρήσεις, δεν προέβαινε σε καταχωρήσεις αποδείξεων λιανικής πωλήσεως, όπως για τις καταχωρήσεις αυτές είχε υποχρέωση και δεν εμφανιζόταν οι γενόμενες εισπράξεις τιμήματος, και δεν αποδόθηκαν τα χρήματα στην επιχείρηση από τις συγκεκριμένες συναλλαγές των ακαταχώρητων παραστατικών, ενώ σε άλλες περιπτώσεις χειρόγραφων εκδόσεων παραστατικών στο μεν παραδιδόμενο στον πελάτη αγοραστή αντίγραφο του παραστατικού που εξέδιδε έθετε την ένδειξη "εξοφλήθηκε", εφόσον ο πελάτης κατέβαλε το τίμημα, στο αντίγραφο όμως που παρέμενε στο ταμείο της Ένωσης δεν αναγράφονταν η ίδια ένδειξη και φαινόταν ότι ο πελάτης οφείλει ολόκληρο ή μέρος του τιμήματος. Αυτοί ήταν τρόποι με τους οποίους καλύπτονταν η μη απόδοση ολόκληρου του ποσού που εισέπραττε. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το ότι ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής .. που κατά τα προαναφερόμενα έκανε τον έλεγχο και διαπιστώνει την ύπαρξη του ελλείμματος, στα από 10.8.2000, 11.6.2001 και 1.6.2002 Πιστοποιητικά Ελέγχου Ορκωτού Ελεγκτή-Λογιστή προς τα μέλη της Ένωσης αναφέρει ότι έλεγξε τις οικονομικές καταστάσεις της Ένωσης για τις εταιρικές χρήσεις 1999, 2000 και 2001, ότι στα πλαίσια του ελέγχου έλαβε γνώση πλήρους λογιστικού απολογισμού των εργασιών του υποκαταστήματος, ότι τέθηκαν στη διάθεση του τα βιβλία και στοιχεία που τηρούσε η Ένωση και ότι επαληθεύει τη συμφωνία του περιεχομένου της εκθέσεως διαχειρίσεως του Διοικητικού Συμβουλίου προς την τακτική συνέλευση των μελών της Ένωσης με τις οικονομικές καταστάσεις, αναφερόμενος στις από 28.8.2000, 20.9.2001 και 10,6.2002 εκθέσεις του Διοικητικού Συμβουλίου προς την τακτική γενική συνέλευση των αντιπροσώπων με τις οποίες γίνεται εισήγηση έγκρισης των πεπραγμένων κάθε αντίστοιχης χρήσης και απαλλαγή των υπεύθυνων οργάνων, καθώς επίσης και στις σύμφωνες με τις ανωτέρω εισηγήσεις αποφάσεις της Γενικές Συνέλευσης των Αντιπροσώπων της Ένωσης, που περιέχονται στα 34/13.9.2000. 36/20.6.2001 και 42/26.6.2002 πρακτικά. Τούτο διότι η από 16.9.2002 έκθεση ελέγχου στηρίχθηκε σε φυσική απογραφή που ενεργήθηκε και φυσικές καταμετρήσεις των ποσοτήτων που περιέχονται στις απογραφικές καταστάσεις, από τις προαναφερόμενες επιτροπές, των έλεγχο των καταχωρήσεων στις καρτέλες και των λοιπών στοιχείων και επρόκειτο για διαχειριστικό έλεγχο, ενώ οι εκτιμήσεις στα πιστοποιητικά ελέγχου στηρίχθηκαν καθαρά στα βιβλία που τηρούνταν, τα οποία, όμως, όπως παρατηρούν και οι πραγματογνώμονες, δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική εικόνα της επιχείρησης και χαρακτηρίζονται ανακριβή δεν προηγούνταν δε διαχειριστικός έλεγχος πριν από την σύνταξη αυτών. Επίσης, το ότι ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής δεν προέβη σε φυσική απογραφή ο ίδιος αλλά στηρίχθηκε στην απογραφή που έγινε από τις επιτροπές που είχε συστήσει η Ένωση, δεν καθιστά μη πειστική την έκθεση του, δεδομένου ότι η φυσική απογραφή από τις επιτροπές έγινε δύο φορές και επαληθεύθηκε η διαπίστωση του ελλείμματος, δεν αμφισβητήθηκαν οι πιστοποιήσεις της ως προς τα μεγέθη που ανευρέθηκαν και είχε δοθεί στην κατηγορουμένη η δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με τη διενέργεια και το αποτέλεσμα αυτών, αφού ήταν μέλος και των δύο Επιτροπών όμως δεν διατυπώθηκε οποιαδήποτε παρατήρηση που να κλονίζει το αποτέλεσμα τους. Εξάλλου, και οι πραγματογνώμονες αναφέρουν στην πραγματογνωμοσύνη τους. εκτός των άλλων, ότι διαπιστώθηκαν ακαταχώρητα τιμολόγια πώλησης - δελτία αποστολής και κατά τον έλεγχο των βιβλίων διαπιστώθηκε ότι δεν έχουν αποδοθεί χρήματα στην επιχείρηση για τις συγκεκριμένες συναλλαγές, όπως αποτυπώνονται στα ακαταχώρητα παραστατικά, καθώς επίσης βρέθηκαν και ακαταχώρητες αποδείξεις λιανικής πωλήσεως, πολλές των οποίων έχουν και το αντίτυπο που έπρεπε να πάρει ο πελάτης. Ισχυρίστηκε βέβαια η κατηγορουμένη ότι τα ακαταχώρητα παραστατικά είχε παραδώσει στο λογιστήριο για καταχώρηση και συνεπώς ότι για τη μη εκτέλεση αυτής ευθύνονται οι υπάλληλοι του λογιστηρίου, όμως αυτός ο ισχυρισμός δεν αποδεικνύεται. Άλλωστε η ίδια ήταν υπεύθυνη για την καταχώρηση των παραστατικών αυτών. Επίσης, η ανωτέρω σχηματισθείσα κρίση δεν αντικρούεται από την από 3.11.2002 "έκθεση πραγματογνωμοσύνης" των οικονομολόγων Β και Τ, την οποία συνέταξαν ύστερα από εντολή της κατηγορουμένης. Το συμπέρασμα αυτής της έκθεσης τους διατυπώνεται με βάση την έρευνα του βιβλίου απογραφών και ισολογισμών των οικονομικών ετών 1999, 2000 και 2001 στο οποίο έχουν καταχωρηθεί η κατάσταση απογραφής και ο ισολογισμός των διαχειριστικών 1999, 2000 και 2001 και του αναλυτικού τελικού ισοζυγίου με 31.12 κάθε έτους τεταρτοβάθμιων λογαριασμών. Στηρίζεται δε στο ότι στις καταστάσεις απογραφών της 31.12 των ετών 1999, 2000 και 2001 δεν αναφέρεται καμιά απαίτηση της Ένωσης σε βάρος της κατηγορουμένης από ελλείμματα, ούτε στη στήλη "Διάφοροι Χρεώστες" υπάρχει καταχωρημένη τέτοια απαίτηση, στο ότι στα προαναφερόμενα πιστοποιητικά ελέγχου του Ορκωτού Ελεγκτή-Λογιστή ... και στις αντίστοιχες εκθέσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης προς τη Γενική Συνέλευση αυτής δεν εντοπίζεται έλλειμμα, στοιχεία όμως που, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, δεν παρέχουν ασφάλεια για στήριξη εκτίμησης περί συμφωνίας τους με την πραγματική κατάσταση που επικρατούσε. Επίσης, δεν αναιρεί την κρίση αυτή η κριτική που ασκείται στην έκθεση του Ορκωτού Ελεγκτή για το λόγο ότι δεν πραγματοποίησε φυσική απογραφή ο ίδιος και στηρίχθηκε σε δειγματοληπτικό έλεγχο των καρτελών, για τα οποία εκτίθεται αναλυτικά παραπάνω, καθώς και η κριτική σχετικά με τον εκπρόθεσμο και εσφαλμένο τρόπο καταχώρησης των ελλειμμάτων, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται συγκεκριμένη επίδραση στο αποτέλεσμα περί της υπάρξεως ή μη του ελλείμματος και του ποσού αυτού. Ο μάρτυρας Α, λόγω της συγγενικής του σχέσης με την κατηγορουμένη, προσπαθεί να αντικρούσει την εμφάνιση του ελλείμματος με τα ίδια επιχειρήματα, όπως και οι ανωτέρω τεχνικοί σύμβουλοι αυτής. Μάλιστα, επιχειρεί έμμεσα να εμπλέξει και τον υπάλληλο της Ένωσης Θ, αναφέροντας ότι υπηρετούσε μαζί με εκείνη στο κατάστημα, όμως παραβλέπει ότι εκείνος δεν είχε αρμοδιότητα για είσπραξη των χρημάτων του τιμήματος. Εξάλλου, δεν προέκυψε οποιαδήποτε αιτία συνεπεία της οποίας οποιοσδήποτε από τη διοίκηση της Ένωσης, είχε ελατήρια να κινηθεί εναντίον της κατηγορουμένης και να αποδώσει σ' αυτήν σφάλματα στη διαχείριση της, να εμφανίσει έλλειμμα σ' αυτήν με σκοπό να στηριχθεί αιτία για να απολυθεί και να αναγκαστεί να πληρώσει χρήματα που δεν ιδιοποιήθηκε, ώστε να ευσταθούν οι ισχυρισμοί της ότι λόγω της ασκήσεως αγωγής στα αστικά δικαστήρια σχετικά με την καταγγελία της σύμβασης και τη διεκδίκηση οφειλόμενων απαιτήσεων της κατά της Ένωσης από την εργασιακή σχέση, μεθόδευσαν την σε βάρος της κατηγορία. Η ίδια δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα και στοιχεία για την απόδειξη αυτού του ισχυρισμού. Εξάλλου, το ότι δεν ευσταθούν οι αιτιάσεις αυτές προκύπτει και από το ότι οι ελεγκτικές διαδικασίες για τη διαπίστωση του ελλείμματος άρχισαν αφού από το συνήθη ετήσιο έλεγχο εμφανίστηκε πρόβλημα στη διαχείριση και οπωσδήποτε πριν από την άσκηση των δικαιωμάτων της τα οποία στηρίζονται στην καταγγελία της εργασιακής της σχέσης που έγινε λόγω της διαπιστώσεως των ελλειμμάτων και της απόδοσης της ευθύνης γι' αυτά στην κατηγορουμένη. Περαιτέρω, σχετικά με τα άτομα που περιλαμβάνονται στη κατάσταση που αφορά συγκεκριμένους πελάτες αγοραστές ειδών της εμπορικής δραστηριότητας της Ένωσης, οι οποίοι κατέβαλαν το τίμημα και τούτο παρακρατήθηκε από την κατηγορουμένη, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Μετά την κίνηση των διαδικασιών για τη διαπίστωση του ελλείμματος, προέκυψε ότι οι αναφερόμενοι είχαν αγοράσει διάφορα αντικείμενα και είχαν καταβάλει το τίμημα αυτών. Στο στέλεχος απόδειξης που παρέδιδε στους αγοραστές ανέγραφε την ένδειξη "Εξοφλήθηκε", σ' αυτό δε που παρέμενε στο λογιστήριο δεν αναγραφόταν η εξόφληση και φαινόταν οφειλή του ποσού από τον αγοραστή. Κατατίθεται από τους μάρτυρες κατηγορίας ότι διαπίστωσαν τα ανωτέρω ύστερα από αναζήτηση και διευκρινίσεις των πελατών που φερόταν να είναι οφειλέτες. Ρητά δε αναφέρουν ότι τα χρήματα εισέπραττε η κατηγορουμένη, η οποία άλλωστε, όπως εκτέθηκε στην αρχή ήταν και η μόνη υπεύθυνη και αρμόδια για την είσπραξη τους, δεν απέδωσε δε στα ταμεία της Ένωσης, γι' αυτό και μεταχειρίστηκε το τέχνασμα τούτο. Ειδικότερα από τέτοιου είδους πωλήσεις και από το τίμημα που κατέβαλαν οι κατωτέρω αναφερόμενοι αγοραστές, η κατηγορουμένη δεν απέδωσε ολόκληρο το ποσό αυτού στα Ταμεία της Ένωσης, αλλά μέρος μόνο τούτου και παρακράτησε από το ποσό που κατέβαλε ο Ξ1 43971 δραχμές, ο Γ 74349 δραχμές, ο Ξ10 330000 δραχμές, η Ξ9 104876 δραχμές, ο Ξ7 21302 δραχμές, ο Ξ2 159999 δραχμές, ο Ξ4 800000 δραχμές, ο Λ 30000 δραχμές, ο Ξ3 79921 δραχμές, ο Ξ5 214786 δραχμές, ο Ξ6 25173 δραχμές, ο Ξ8 και ο Ξ11 27553 δραχμές. Οι ανωτέρω δεν έχουν εξεταστεί ως μάρτυρες, ούτε έχουν αναφερθεί στο γεγονός ότι φέρονται ως οφειλέτες της Ένωσης κατά τα ανωτέρω ποσά, όμως το Συμβούλιο στηρίζεται για την κρίση του ιδίως στα προσκομιζόμενα παραστατικά που αφορούν τις συναλλαγές που είχαν πραγματοποιήσει, σε συνδυασμό και με τις καταθέσεις των μαρτύρων, ιδίως των Σ, Δ2, Δ3, Δ1, Δ4, Δ5 και Δ6 οι οποίοι καταθέτουν ότι οι ανωτέρω αγοραστές βεβαίωσαν το γεγονός της εξόφλησης του τιμήματος, κατείχαν εξοφλητικές αποδείξεις και παρά ταύτα φερόταν ότι οφείλουν ακόμη τα ανωτέρω χρηματικά ποσά. Περαιτέρω, ο ΑΑ στις 24.3.2000 αγόρασε τον αναφερόμενο στο Α 1.051 τιμολόγιο πώλησης-δελτίο αποστολής λιπασματοδιανομέα αντί ποσού 120000 δραχμών. Δεν κατέβαλε αμέσως τα τίμημα, αλλά πλήρωσε όταν συγκέντρωσε τα χρήματα. Ο μάρτυρας αυτός στην ένορκη εξέταση του στον Ανακριτή ... περιπίπτει σε αντιφάσεις σε σχέση με όσα βεβαίωσε στην από 16.5.2002 υπεύθυνη δήλωση που απηύθυνε στην κατηγορουμένη, δεδομένου ότι στην τελευταία ανέφερε ότι η κατηγορουμένη δεν έχει καμία σχέση με τη συναλλαγή που πραγματοποίησε και ότι οφείλει το ποσό του τιμήματος στην Ένωση, στην δε κατάθεση του ότι τα χρήματα κατέβαλε όταν συγκέντρωσε αυτά, αλλά δεν θυμάται αν τα πλήρωσε στην κατηγορουμένη ή σε άλλον. Ο ΒΒ είχε αγοράσει με το Α 489/29.4.1999 τιμολόγιο πώλησης-δελτίο αποστολής 5 λίτρα ΡΑΟΥΝΤΑΠ αντί συνολικού τιμήματος 201295 δραχμών, από το οποίο κατέβαλε μέρος και έμεινε υπόλοιπο 55295 δραχμών. Το ποσό τούτο κατέβαλε μεταγενέστερα, και ενόψει του χρόνου ενέργειας της συναλλαγής η καταβολή εκτιμάται ότι έγινε μετά την 1.6.1999 όπως δε βεβαιώνει ο ίδιος στην από 8.5.2001 ένορκη βεβαίωση προς την Ε.Γ.Σ.Α. το ποσό πλήρωσε στην κατηγορουμένη. Ο Φ αγόρασε με το Α 139/5.5.1998 τιμολόγιο πώλησης-δελτίο αποστολής ένα χορτοκοπτικό αντί τιμήματος 985000 δραχμών, χωρίς να καταβάλει το τίμημα το οποίο πιστώθηκε με υπηρεσιακό σημείωμα του Διευθυντή της Ένωσης Δ1. Ο μάρτυρας αυτός ενώ αναφέρεται στην από 16.12.2002 υπεύθυνη δήλωση που απηύθυνε στην κατηγορουμένη ότι για το ποσό των 330649 δραχμών που φαίνεται ως υπόλοιπο, δεν έδωσε χρήματα στην κατηγορουμένη, στην ένορκη εξέταση του ενώπιον του Ανακριτή καταθέτει ότι στην κατηγορουμένη είχε παραδώσει μόνο το σημείωμα για την πίστωση, και ότι η εξόφληση του τιμήματος θα γινόταν με παρακράτηση μέρους από τις δικαιούμενες επιδοτήσεις και ότι δεν κατέβαλε στην κατηγορουμένη χρήματα, όμως δεν προσκομίζει οποιοδήποτε έγγραφο παραστατικό από το οποίο να προκύπτει η αλήθεια της καταθέσεως ως προς την καταβολή έστω μέρους του οφειλόμενου ποσού με τον ανωτέρω τρόπο της παρακράτησης, ούτε αναφέρεται πλέον ποιο συγκεκριμένο ποσό οφείλει ακόμη. Ο Ρ αγόρασε στο όνομα του γιου του ... από το κατάστημα της Ένωσης μηχάνημα ΣΥΛΕΚΤ, σωλήνες, ηλεκτρικά μοτέρ και άλλα, αντί ποσού που δεν εξακριβώθηκε. Το ποσό του τιμήματος κατέβαλε ολοσχερώς, αφού στο τιμολόγιο που του χορηγήθηκε - γράφτηκε ότι εξοφλήθη. Όμως στα βιβλία της Ένωσης φαίνεται ότι αυτός κατέβαλε μέρος του τιμήματος και απέμεινε υπόλοιπο ποσού 93985 δραχμών που όφειλε να πληρώσει. Ο ίδιος στην από 13.5.2002 υπεύθυνη δήλωση που έδωσε στην κατηγορουμένη και στην ένορκη εξέταση του κατά την κύρια ανάκριση αιτιολογεί ότι κατά το ποσό τούτο έγινε υπερτιμολόγηση του τιμήματος των πωληθέντων, προκειμένου να εισπράξει ο γιος του μεγαλύτερη επιδότηση και δεν εισέπραξε η κατηγορουμένη τα χρήματα αυτά, καθώς και ότι τούτο αποτελούσε συνήθη πρακτική. Όμως, δεν γίνεται πιστευτός αυτός ο ισχυρισμός καθόσον δεν προσκομίζεται οποιοδήποτε αποδεικτικό έγγραφο περί της υπερτιμολογήσεως των πωληθέντων ειδών, οποιοδήποτε έγγραφο αρμοδίου οργάνου της Ένωσης που είχε δικαίωμα να εγκρίνει τέτοια υπερτιμολόγηση, όπως συνέβαινε με τις πωλήσεις με πίστωση, ούτε θα μπορούσε να αποφασιστεί τέτοια υπερτιμολόγηση, πολύ δε περισσότερο ως συνήθης πρακτική της Ένωσης, δεδομένου ότι θα εμφανίζονταν συνεχώς έλλειμμα, αφού το αντίστοιχο ποσό της υπερτιμολόγησης ουδέποτε θα καταβάλλονταν και δεν προκύπτει ότι θα καλύπτονταν με άλλο τρόπο. Ο ..., με το Α372/16.12.1998 τιμολόγιο πώλησης-δελτίο αποστολής αγόρασε ένα χορτοκοπτικό μηχάνημα και ένα χαρτοσυλλέκτη αντί τιμήματος 1709999 δραχμών. Τότε εκδόθηκε χειρόγραφη απόδειξη περί εξοφλήσεως του ανωτέρω ποσού, καθόσον κατέβαλε ολόκληρο το τίμημα. Όμως, αργότερα που εκδόθηκε το ανωτέρω μηχανογραφημένο παραστατικό για το αντίστοιχο ποσό έγινε καταχώρηση στα βιβλία της Ένωσης ότι ο ... κατέβαλε έναντι του τιμήματος 470000 δραχμές και οφείλει το υπόλοιπο ποσό από 1239999 δραχμές. Το ποσό τούτο που είχε καταβληθεί από τον αγοραστή, παρακράτησε στις αρχές του έτους 1999 η κατηγορουμένη, αφού μάλιστα προέκυψε ότι εκείνη τιμολογούσε για διάφορους λόγους σε μεταγενέστερο χρόνο τα δελτία αποστολής που εξέδιδε προς τους πελάτες, όταν αυτό ήταν εφικτό (βλ. την από 7.7.2002 πραγματογνοιμοσύνη) και ένα χρόνο μετά κάλεσαν τον αγοραστή να πληρώσει το οφειλόμενο υπόλοιπο. Τότε διαβεβαίωσε περί της καταβολής τόσο η κατηγορουμένη όσο και ο υπάλληλος Θ και έτσι δεν πλήρωσε αυτός πάλι το ποσό που ήδη είχε καταβάλει. Ο ανωτέρω στην από 16.12.2002 υπεύθυνη δήλωση που έδωσε στην κατηγορουμένη βεβαιώνει ότι η συναλλαγή έγινε με τον Θ, στην δε ένορκη εξέταση του κατά την κύρια ανάκριση ότι το ποσό του τιμήματος κατέβαλε στον Θ, παρουσία και της κατηγορουμένης κατά την αγορά των μηχανημάτων, και εκδόθηκε χειρόγραφη απόδειξη περί της εξόφλησης. Όμως, ενόψει του ότι η κατηγορουμένη ήταν μόνη αρμόδια για την είσπραξη του τιμήματος και την παράδοση του στο Ταμείο της Ένωσης, κρίνεται ότι τα χρήματα αυτά παρέλαβε στα χέρια της η κατηγορουμένη. Η κατηγορουμένη που εισέπραξε τα ανωτέρα) χρηματικά ποσά, το μεν ποσό των 120000 δραχμών από τον ΑΑ το έτος 2000 και το ποσό των 55295 δραχμών από το ΒΒ μετά την 1.6.1999, τα δε υπόλοιπα εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 1999, ιδιοποιήθηκε αυτά παράνομα. Η εκδήλωση της πρόθεσης ιδιοποίησης αυτών έγινε, όπως και στις υπόλοιπες περιπτώσεις, κατά τη λήξη της εταιρικής χρήσης και του διαστήματος που προαναφέρθηκε, οπότε διαπιστώθηκαν τα ελλείμματα και η κατηγορουμένη αρνήθηκε την καταβολή των χρημάτων. Οι ανωτέρω καταθέσεις των μαρτύρων, κατά το μέρος που οι εξετασθέντες ισχυρίζονται ότι δεν κατέβαλαν τα χρήματα της αγοράς στην κατηγορουμένη δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, δεδομένου ότι αυτή ήταν η μόνη αρμόδια για την είσπραξη του τιμήματος. Καταβολή σε άλλον δεν θα δεχόταν ούτε η ίδια, δεδομένου ότι αυτή ως διαχειρίστρια ήταν υπόλογος και μάλιστα είχε την υποχρέωση στο τέλος κάθε ημέρας να παραδίδει τις εισπράξεις με τα αντίστοιχα παραστατικά στα ταμεία της Ένωσης και εάν εμφανιζόταν έλλειμμα αυτή είχε την ευθύνη του. Έτσι, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το ισχυριζόμενο ότι παρά την παρουσία της ίδιας, τα χρήματα καταβάλλονταν σε τρίτον, ακόμη και αν αυτός ήταν προϊστάμενος της, όπως ο Θ, αφού και η ίδια είχε λόγο να ζητήσει την παράδοση τους. Περαιτέρω, εμμέσως την ευθύνη της για τη δημιουργία του ελλείμματος, χωρίς όμως να αναφέρεται σε ιδιοποίηση των χρημάτων που αντιπροσωπεύουν, αποδέχεται και η κατηγορουμένη με την από 2.2.2001 επιστολή της προς το Δ.Σ. της Ένωσης. Με την επιστολή αυτή η κατηγορουμένη αναφέρει ότι για όσα συνέβησαν στο υποκατάστημα, και εννοεί βεβαίως τη διαπίστωση των ελλειμμάτων, πρέπει και στην ίδια να επιμεριστεί μερίδιο ευθύνης και αποδέχεται να πληρώσει ό,τι της αναλογεί, ζητεί δε να λάβει γνώση των εγγράφων και στοιχείων λογιστικού χαρακτήρα των ετών 1999 και 2000 προκειμένου να υποβάλει πρόταση διακανονισμού. Επιχειρεί δε να αιτιολογήσει την εμφάνιση του ελλείμματος στο ότι "λειτούργησε συναισθηματικά και χωρίς ουσιαστική κάλυψη των προϊσταμένων της", χωρίς να διευκρινίσει αυτή την αναφορά. Σύμφωνα με όλα όσα έγιναν δεκτά, η κατηγορουμένη παρακρατούσε σε διάφορους χρόνους των δύο πιο πάνω χρονικών διαστημάτων μέρος των χρημάτων που περιέρχονταν στην κατοχή της από τις συναλλαγές με πελάτες του καταστήματος στο οποίο ήταν διαχειρίστρια, και χρησιμοποιούσε αυτά για τις προσωπικές της ανάγκες, και τελικά μετά τη διαπίστωση των ελλειμμάτων στο τέλος της εταιρικής χρήσης του έτους 1999 και στο τέλος Απριλίου 2000. εκδήλωσε πρόθεση ιδιοποιήσεως τους, αρνηθείσα την καταβολή των ποσών αυτών. Ειδικότερα δε η κατηγορουμένη είχε παρακρατήσει από την εταιρική χρήση του έτους 1999 ποσό 13521176 δραχμών, από δε το προαναφερόμενο διάστημα του έτους 2000 ποσό 12830027 δραχμών. Στα ποσά αυτά περιλαμβάνονται και εκείνα που σε κάθε επιμέρους χρονικό διάστημα είχαν καταβάλει ως τίμημα των αγορασθέντων ειδών οι ανωτέρω ειδικά αναφερόμενοι πελάτες του καταστήματος της Ένωσης και η κατηγορουμένη δεν είχε αποδώσει στο σύνολο τους στο Ταμείο της Ένωσης. Το ποσό κάθε πράξης υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και στο σύνολο του υπερβαίνει το ποσό των 25000000 δραχμών ή 73000 ευρώ, ανερχόμενο σε 25982203 δραχμές ή 76250 ευρώ, στην ιδιοποίηση του οποίου απέβλεπε η κατηγορουμένη. Η τελευταία είχε την ιδιότητα του διαχειριστή του καταστήματος της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών .... και λόγω της ιδιότητας της αυτής είχε περιέλθει το υπεξαιρεθέν ποσό στην κατοχή της.
Συνεπώς. η κατηγορουμένη με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος της υπεξαίρεσης, τελεσθείσες υπό την ισχύ του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999, διέπραξε την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης σε μορφή κακουργήματος, δεδομένου ότι το συνολικό ποσό υπερβαίνει εκείνο των 73000 ευρώ και επειδή η κατηγορουμένη έχει την ιδιότητα του διαχειριστή και το υλικό αντικείμενο κάθε επιμέρους πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Επομένως, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν κατηγορία εναντίον της κατηγορουμένης για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητας του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πράξη που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14 παρ. 1, 17, 18, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1,51, 52, 60, 79, 98 και 375 παρ. 2, 3 και 1 του ΓΤΚ, όπως η παρ. 2 του τελευταίου άρθρου αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996 και προστέθηκε το τελευταίο εδάφιο με το άρθρο 14 παρ. 3β του ν. 2721/1999, για την οποία πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου, ώστε να υποβληθούν στη δοκιμασία της επ' ακροατηρίου διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως. Το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο το οποίο παρέπεμψε την κατηγορουμένη ενώπιον του ακροατηρίου του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων να δικαστεί για την ανώτερω πράξη, σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής της κατηγορουμένης για το αποδιδόμενο σ' αυτήν έγκλημα της υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των 73.000 Ευρώ από διαχειριστή ξένης περιουσίας, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της κατηγορουμένης στο ακροατήριο. Ειδικότερα αναφέρει α) την ιδιότητα της κατηγορουμένης ως διαχειρίστριας της περιουσίας της Ενώσεως Γεωργικών Συνεταιρισμών ... και συγκεκριμένα των γεωργικών εφοδίων αυτής, β) την από μέρους της κατηγορουμένης υπεξαίρεση υπό την ανωτέρω ιδιότητά της του συνολικού ποσού των 25.982.203 δραχμών κατά το διάστημα από 1-1-1999 μέχρι 31-5-2000, γ) την από μέρους της τέλεση δύο μερικότερων πράξεων υπεξαίρεσης και συγκεκριμένα της μίας των 31-12-1999 που αρνήθηκε την απόδοση ποσού 13.521.176 δραχμών, εκδηλώνοντας έτσι τη πρόθεση ιδιοποίησης αυτού και της άλλης των 31-5-2000 που αρνήθηκε την απόδοση ποσού 12.830.027 δραχμών, εκδηλώνοντας έτσι την ίδια πρόθεση και δ) ότι το ποσό της κάθε μερικότερης πράξεως υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και ότι η κατηγορούμενη απέβλεπε στην ιδιοποίηση του συνολικού ως άνω ποσού. Επίσης προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, το γεγονός δε ότι εξαίρει τη σημασία ορισμένων από αυτά δεν σημαίνει ότι αγνόησε τα υπόλοιπα. Επομένως, η αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι το Συμβούλιο δεν προσδιορίζει το αντικείμενο της κάθε μερικότερης πράξης υπεξαίρεσης, ώστε να κριθεί αν είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και αν πρόκειται για πλημμέλεια ή κακούργημα, είναι αβάσιμη. Επίσης είναι αβάσιμη και η αιτίαση ότι το Συμβούλιο δεν συνεκτίμησε συγκεκριμένα έγγραφα της δικογραφίας, ενώ η αιτίαση ότι το Συμβούλιο εσφαλμένα εκτίμησε συγκεκριμένα έγγραφα της δικογραφίας, είναι απαράδεκτη, γιατί πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου.
Συνεπώς οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ και β του ΚΠΔ, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 9-10-2009 αίτηση της Χ, κατά του υπ' αριθ. 99/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή