Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αποχή αποφάσεως.
Περίληψη:
Το άρθρο 308 παρ. 1 εδ. τελευταίο ισχύει για την ταυτότητα του νομικού λόγου και για συναφές κακούργημα. Όταν το βούλευμα παραπέμπει τον κατηγορούμενο όχι για έγκλημα του Ν. 1608/1950 αλλά για άλλο κακούργημα που δεν υπάγεται στο Ν. 1608/1950, πλην όμως άλλος κατηγορούμενος παραπέμπεται με το ίδιο βούλευμα για κακούργημα του Ν. 1608/1950 και το πρώτο κακούργημα είναι συναφές με αυτό (το δεύτερο), δεν υπόκειται σε αναίρεση. Όταν ο Εισαγγελέας προτείνει την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης για συγκεκριμένο λόγο, για τον οποίο και κλήθηκε ο ασκήσας το ένδικο μέσο, το Δικαστήριο (σε Συμβούλιο) δεν μπορεί να το απορρίψει για άλλο λόγο, αν δεν ακουσθεί προηγουμένως ο ασκήσας τούτο. Απέχει να αποφανθεί μέχρι να υποβληθεί πρόταση από τον Εισαγγελέα.
Αριθμός 991/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια και Αναστάσιο Λιανό (ο οποίος ορίσθηκε με τη με αριθμό 44/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ......, ο οποίος παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μανώλη, περί αναιρέσεως του με αριθμό 127/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης. Με συγκατηγορούμενο τον Α.
Το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιουνίου 20087 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1.185/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 92/15.2.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας με την σχετική δικογραφία, σύμφωνα με τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 485 §1 και 476 §1 Κ.Π.Δ., την νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις των άρθρ. 465 §1, 473 §1 και 474 Κ.Π.Δ. αίτησιν αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ......, με αριθ. 11/18-6-2007 κατά του υπ' αριθ. 127/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης και επάγομαι τα ακόλουθα: I) Κατά το άρθρο 308 §1 Κ.Π.Δ., που προσετέθη με το άρθρ. 5 §7 ν.1738/1987, στα προβλεπόμενα από το άρθρ. 1 ν.1608/50 εγκλήματα, η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως κηρύσσεται από το συμβούλιο εφετών. Για τον σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο εφετών που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα, είτε αυτά έχει διαπράξει ο ίδιος, είτε άλλος, εφ' όσον συντρέχουν αι προϋποθέσεις του άρθρ. 129 Κ.Π.Δ. Προϋπόθεσις της εφαρμογής της ως άνω διατάξεως του άρθρ. 5 §7 ν.1738/87, είναι ότι πρόκειται για έγκλημα του ν.1608/50, διότι αν πρόκειται για άλλο έγκλημα το οποίο εσφαλμένως το Συμβούλιο Εφετών χαρακτήρισε ως έγκλημα του ν.1608/50, τότε δεν έχει εφαρμογή η ως άνω διάταξη του άρθρ. 5 §7 ν.1738/87 και το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών υπόκειται σε αναίρεση για θετική υπέρβαση εξουσίας. Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 482 §3 Κ.Π.Δ., αν το Συμβούλιο Εφετών επελήφθη σύμφωνα με το άρθρο 317 του ίδιου κώδικα, κατά του βουλεύματος που εκδίδεται από αυτό μπορεί να ασκηθεί αναίρεση μόνο στις περιπτώσεις της παραγρ. 1. Από την παραπάνω διάταξη σε συνδυασμό με τα άρθρ. 317, 481 και 482 §3 Κ.Π.Δ., προκύπτει, ότι, εφόσον επελήφθη το Συμβούλιο Εφετών είτε μετά από άσκηση εφέσεως κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, είτε εις τα πλαίσια της θεωρήσεως της κατηγορίας, υπόκειται σε αναίρεση μόνον το βούλευμα του συμβουλίου εφετών, όχι δε και το πρωτόδικο βούλευμα (Α.Π. 1187/1988 Ποιν. Χρ. ΛΘ' σελ. 114, Α.Π. 171/1989 Ποιν.Χρ. ΛΘ' σελ. 743, Α.Π. 472/1967 Ποιν.Χρ. ΙΗ' σελ.25). Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 27, 43, 49, 246, 250, 312, 317 και 318 Κ.Π.Δ., συνάγεται ότι το Δικαστικό Συμβούλιο μπορεί να αποφανθεί μόνο για την παραπομπή του κατηγορουμένου για τις πράξεις για τις οποίες ησκήθη ποινική δίωξις υπό του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών, ο οποίος είναι και ο μόνος αρμόδιος για την κίνηση της ποινικής δίωξης. Το Συμβούλιο Εφετών όμως έχει γενικώς το δικαίωμα να διατάσσει ό,τι και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών κατά τα άρθρ. 309 και 315 Κ.Π.Δ., ακόμη και όταν ασχολείται με την υπόθεση είτε μετά από έφεση του κατηγορουμένου είτε εις τα πλαίσια της θεώρησης της κατηγορίας. Εις τα πλαίσια της αρμοδιότητός του αυτής δύναται να προσδιορίσει σαφέστερα την πράξη για την οποία εκίνησε την ποινική δίωξη ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, στηριζόμενος όμως εις τα αυτά πραγματικά περιστατικά, δύναται ακόμη να συμπληρώσει περιστατικά στην πράξη χωρίς όμως να μεταβάλλεται η βάση των γεγονότων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο ησκήθη η ποινική δίωξις. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να χειροτερεύσει την θέση του κατηγορουμένου διότι η καθιερούμενη υπό του άρθρ. 470 Κ.Π.Δ. αντίθετη αρχή ισχύει μόνο για καταδικαστικές αποφάσεις όχι δε και όταν πρόκειται για παραπεμπτικά βουλεύματα. Δεν επιτρέπεται όμως το Συμβούλιο Εφετών να διατάξει την παραπομπή του κατηγορουμένου για πράξη για την οποία δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα, γιατί στην περίπτωση αυτή επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, κατ' άρθρ. 171 §1 εδ.β' Κ.Π.Δ. Αντιθέτως, έχει το ίδιο Συμβούλιο δικαίωμα να προβεί στην προσθήκη επιβαρυντικών περιστάσεων καθόσον τούτο δεν αποτελεί μεταβολή της κατηγορίας και ως εκ τούτου απόλυτον ακυρότητα η οποία προϋποθέτει παραπομπή του κατηγορουμένου δια πράξιν ουσιωδώς διάφορου εκείνης για την οποία ησκήθη ποινική δίωξις, ούτε καθιστά χείρονα την θέσιν του κατηγορουμένου, αλλ' ούτε και συνιστά υπέρβασιν εξουσίας εν τη εννοία του άρθρ. 484 §1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. Στην τελευταία μάλιστα περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών πρέπει να μεταρρυθμίσει προσηκόντως το προσβαλλόμενο βούλευμα και ουχί απλώς να το επικυρώσει (Α.Π. 1492/88 Ποιν.Χρ. ΛΘ' σελ. 362, Α.Π. 1568/94 Ποιν.Χρ. ΜΔ' σελ. 1357, Α.Π. 1039/1988 Ποιν.Χρ. ΛΘ' σελ. 43, Α.Π. 1350/88 Ποιν.Χρ. ΛΘ' σελ. 314, Α.Π. 1101/87 Ποιν.Χρ. ΛΖ' σελ. 910, Α.Π. 32/1975 Ποιν.Χρ. ΚΕ' σελ. 410, Α.Π. 1020/80 Ποιν.Χρ. ΛΑ' σελ. 161). Περαιτέρω, κατά το όπως ισχύει άρθρ. 1 §1 ν.1608/50, στον ένοχο των υπό της διατάξεως αυτής προβλεπομένων εγκλημάτων του ποινικού κώδικα, μεταξύ των οποίων είναι και το άρθρ. 258 Π.Κ., που τιμωρεί την υπεξαίρεση στην υπηρεσία, εφόσον στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των Νομικών προσώπων του Δημοσίου Δικαίου ή άλλων Νομικών προσώπων από τα διαλαμβανόμενα στο άρθρ. 263Α Π.Κ., εις τα οποία ανήκει και η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, και το όφελος το οποίο επέτυχε ή επεδίωξε ο δράστης ή η ζημία που επροξενήθη ή οπωσδήποτε απειλήθη στο Δημόσιο ή στα παραπάνω Νομικά πρόσωπα, υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ., επιβάλλεται κάθειρξη αν δε συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, καταγιγνώσκεται ισόβια κάθειρξη. Κατά δε την παράγρ. 2 της ανωτέρω διάταξης του άρθρ. 1 ν.1608/1950, με τις ίδιες ποινές, ελαττωμένες, κατά το μέτρο του άρθρ. 83 Π.Κ., τιμωρούνται και οι υπαίτιοι των προβλεπομένων στην παράγραφο αυτή εγκλημάτων, μεταξύ των οποίων είναι και το άρθρο 394 Π.Κ., που τιμωρεί την αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, εφόσον αυτή η αξιόποινη πράξη τελείται σε σχέση προς αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, ήτοι, της παραγρ. 1 του άρθρ. 1 ν.1608/50. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται, ότι ο υπαίτιος του προβλεπομένου από το άρθρ. 394 Π.Κ. εγκλήματος της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος, τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, έστω και αν η αξία του υπό τούτου αποκρυπτομένου, αγοραζομένου, λαμβανομένου ως ενέχυρο ή με άλλον τρόπο δεχομένου στην κατοχή του προϊόντος αξιόποινης πράξης είναι αξίας κατώτερης των 50.000.000 δρχ., αρκεί να γνωρίζει ή να τελεί σε ενδεχόμενο δόλο, ότι το εν λόγω προϊόν προέρχεται από έγκλημα του άρθρου 1 §1 ν.1608/50 (Α.Π. 427/2005 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 983, Α.Π. 1071/2003 Ποιν.Χρ. ΝΔ' σελ. 237). Εξάλλου το άρθρ. 2 §1 ν.2331/1995 "περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων" ορίζει ότι: "με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία, που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα ...". Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 1 §1 στοιχ. α' και γ' του αυτού νόμου, η έννοια της μεν "εγκληματικής δραστηριότητας", προσδιορίζεται στην τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων, που απαριθμούνται περιοριστικά, μεταξύ των οποίων διαλαμβάνονται και εκείνα της παραγρ. 1 του άρθρ. 1 ν.1608/50, ενώ, μετά την αντικατάσταση του άρθρ. 1 §1 στοιχ. α' του ν.2331/95 δια του άρθρ. 2 §1 ν.3424/2005, ναι μεν δεν ορίζονται ρητώς μεταξύ των εγκλημάτων της πρώτης κατηγορίας πλην όμως διαλαμβάνονται εις την δευτέραν κατηγορίαν που περιλαμβάνει το σύνολον σχεδόν των εγκλημάτων εις την οποίαν υπάγεται "... κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ", της δε "περιουσίας" ως τα "περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άϋλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτησιν τέτοιων περιουσιακών στοιχείων". Από την διατύπωση των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα αντικειμενικά μεν απαιτείται (εναλλακτικά) αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή της εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή στην κατοχή, μετατροπή, ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας, που προέρχεται από την τέλεση της εμπεριεχομένης στο άρθρ. 1 του ως άνω νόμου, ως αντικ. δι' άρθρ. 2 §1 ν.3424/2005, αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία με την επιβαρυντική περίσταση του άρθρ. 1 ν.1608/50 αφού στρέφεται εις βάρος Τραπέζης που εμπίπτει εις το άρθρ. 263α Π.Κ., υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος για την συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων (Α.Π. 402/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ σελ. 135). Έτσι στην πραγματικότητα το έγκλημα που προβλέπει και τιμωρεί το άρθρ. 2 §1 ν.233/95, ως αντικ. δι' άρθρ. 2 §1 ν.3424/2005, όσον αφορά τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων που μνημονεύονται εις το άρθρ. 1, δεν είναι παρά μία διακεκριμένη αποδοχή προϊόντος εγκλήματος κακουργηματική ακόμη και σε περίπτωση πλημμεληματικής προέλευσης του προϊόντος (ιδετ. Παν. Βασιλακόπουλος Ποιν.Χρ. ΜΣΤ' σελ. 1361, Εξ Θράκης 37/2000 Υπερ 2000/573). Επομένως, εν' όψει των εκτεθέντων, το Συμβούλιον Εφετών που επελήφθη της υποθέσεως το μεν κατόπιν εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών το δε προς θεώρησιν της κατηγορίας ως προς τον έτερον των κατηγορουμένων που δεν ήσκησε έφεσιν, δεν υπερέβη την εξουσίαν του που εδέχθη δια του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι συντρέχουν δι' αμφοτέρους οι επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρ. 1 §1 ν.1608/50 αφού δεν παρέπεμψε τούτους εις το ακροατήριον του αρμοδίου Δικαστηρίου για πράξη διαφορετική εκείνης που απηγγέλθη κατ' αυτών κατηγορία και δεν διαλαμβάνεται μεταξύ των εγκλημάτων που προβλέπει ο ν.1608/50.
Συνεπώς κατά τοιούτου βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν επιτρέπεται η άσκησις αιτήσεως αναιρέσεως. Λόγω δε του προαναφερθέντος σκοπού, ήτοι της ταχείας εκκαθαρίσεως των σχετικών υποθέσεων, αίτησις αναιρέσεως δεν επιτρέπεται κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, το οποίον απεφάνθη είτε συνεπεία ασκήσεως εφέσεως υπό του κατηγορουμένου κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που εκ παραδρομής απεφάσισε αναρμοδίως επί τοιαύτης υποθέσεως είτε μετά από θεώρησιν της κατηγορίας. Τούτο ισχύει και εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν το συμβούλιο εφετών δεν ηκύρωσε, όπως έπρεπε κατ' άρθρ. 481 §2 Κ.Π.Δ., το αναρμοδίως εκδοθέν πρωτόδικο βούλευμα (Α.Π. 1186/2007 αδημοσ., Μπουροπούλου Ερμ. Κ.Π.Δ. εκδ. Β' Τόμ. Β' σελ. 186), αλλ' απεφάνθη κατ' ουσίαν επί της κατά τούτου ασκηθείσης εφέσεως. Τέλος κατά το άρθρο 476 §1 Κ.Π.Δ., ως αντικ. δι' άρθρ. 2 §18 ν.2408/96, προϋποθέσεις της κηρύξεως απαραδέκτου του ασκηθέντος ενδίκου μέσου κατά βουλεύματος υπό του αρμοδίου να κρίνει επί τούτου Δικαστηρίου (εν Συμβουλίω), μετά από πρόταση του παρ' αυτώ εισαγγελέως, κατόπιν κλητεύσεως του αναιρεσείοντος, προκειμένου να παραστεί κατά την συζήτησιν, είναι η συνδρομή μιας των εν αυτώ ρητώς και περιοριστικώς αναφερομένων περιπτώσεων, μεταξύ των οποίων και όταν το ένδικο μέσο ησκήθη κατά βουλεύματος που δεν υπόκειται εις τούτο.
ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει εκ της από 7-4-2006 παραγγελίας του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Λασιθίου προς διενέργειαν κυρίας ανακρίσεως, ησκήθη ποινική δίωξις αφ' ενός μεν εις βάρος του αναιρεσείοντος για την πράξιν της Νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθησιν (άρθρ. 2 §1 παρ. 1α στοιχ. α', ζ' ν.2331/95 και 98 Π.Κ.) αφ' ετέρου δε εις βάρος του συγκατηγορουμένου του Α για τις πράξεις: α) της υπεξαίρεσης κατά συρροή με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, β) της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθησιν με σκοπό προσπορισμού περιουσιακού οφέλους στον εαυτό του που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, τελεσθείσαν κατ' επάγγελμα γ) της απάτης με υπολογιστή, το περιουσιακό όφελος της οποίας υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ και δ) υπεξαγωγής εγγράφων (άρθρ. 375 §§1α, β, 216 §§1,3, 386Α εν συνδ. με 386 §3, 222, 94 §1, 98, 13 περ. στ' Π.Κ.), εκ παραδρομής του παραπάνω εισαγγελέως εκρίθη ότι αι προαναφερόμενες πράξεις της υπεξαίρεσης κατά συρροή και πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθησιν καθώς και της εκ των πράξεων τούτων Νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, διεπράχθησαν εις βάρος των δικαιούχων των αντίστοιχων λογαριασμών που ετηρούντο υπ' αυτών εις το Υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης και ουχί, όπως έπρεπε, εις βάρος του Νομικού προσώπου της τελευταίας. Έτσι, ενώ εις την σχετική παραγγελία περιγράφονται με συνοπτική ακρίβεια αι πράξεις για τις οποίες ησκήθη η ποινική δίωξις, δεν ετέθησαν αι αντίστοιχαι διατάξεις των άρθρ. 263Α και άρθρ. 1 ν.1608/50 που εφαρμόζονται και εις την περίπτωση κατά την οποίαν αι προαναφερόμενες πράξεις ετελέσθησαν εις βάρος της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος. Δια τις πράξεις αυτές ο Ανακριτής Λασιθίου, που διενήργησε κυρίαν Ανάκρισιν, απήγγειλε κατηγορίαν κατά των προδιαληφθέντων κατηγορουμένων. Μετά το πέρας της διενεργηθείσης κυρίας ανακρίσεως η υπόθεσις δεν υπεβλήθη εις τον αρμόδιον Εισαγγελέα Εφετών Κρήτης, αλλά εισήχθη εις το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λασιθίου, το οποίον, δια του υπ' αριθ. 112/2006 βουλεύματός του, εκδοθέντος αναρμοδίως, παρέπεμψε τον κατηγορούμενον - αναιρεσείοντα και τον συγκατηγορούμενόν του για τις προδιαληφθείσες αξιόποινες πράξεις εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης (επί κακουργημάτων). Ασκηθείσης εφέσεως υπό του αναιρεσείοντος, η υπόθεσις εισήχθη εις το Συμβούλιον Εφετών, προκειμένου να κριθεί η βασιμότης ή μη των λόγων αυτής και παράλληλα για την θεώρησιν της κατηγορίας συνολικώς, κατ' άρθρ. 317 Κ.Π.Δ., ως προς τον μη ασκήσαντα το ένδικο τούτο μέσον συγκατηγορούμενόν του (Α), το οποίον δεν ακύρωσε αυτεπαγγέλτως, όπως έπρεπε, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. 481 §2 Κ.Π.Δ., το αναρμοδίως εκδοθέν πρωτόδικο βούλευμα, προκειμένου να αποφασίσει ακολούθως κατ' ουσίαν, αλλά προέβη στην ουσιαστικήν εκτίμησιν της εφέσεως την οποία και απέρριψε. Ακολούθως επεκύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα αφού, κατ' ορθόν νομικόν χαρακτηρισμόν, εχαρακτήρισε την πράξιν της υπεξαιρέσεως εις την τοιαύτην της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας από την οποία το όφελος που επεδιώχθη και η ζημία που προεκλήθη εκ τούτης υπερβαίνει το ποσό των 146.735,143 ευρώ και παράλληλα την πράξιν της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα για την οποίαν εδιώχθη ο αναιρεσείων, με βασικό έγκλημα την παραπάνω πράξιν για την οποίαν εδιώχθη ο ανωτέρω συγκατηγορούμενός του (Α) και επί πλέον εις τα πλαίσια της θεωρήσεως της κατηγορίας διόρθωσε τούτο ως προς το ότι η ζημία δεν αφεώρα τους δικαιούχους των λογαριασμών που ετηρούντο εις το υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης, αλλά το Νομικό πρόσωπο της τελευταίας που έκρινε ότι υπήγετο εις την περίπτ. β' του άρθρ. 263Α Π.Κ. και συνεπώς ενέπιπτε εις το άρθρο 1 ν.1608/50 και ανεδιετύπωσε την σχετική κατηγορία σύμφωνα προς τις διατάξεις αυτές.
ΙΙΙ) Επομένως, εφόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα απεφάνθη δια πράξιν εμπίπτουσα εις την διάταξιν του άρθρου 1 ν.1608/50 τυγχάνει απαράδεκτος η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως και ως τοιαύτη πρέπει να απορριφθεί, κατά την διάταξιν του άρθρ. 476 §1 Κ.Π.Δ., αφού προηγουμένως ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος κληθεί ενώπιόν σας για να προσέλθει και εκθέσει τις απόψεις του. Συνακόλουθα πρέπει, να κηρυχθεί απαράδεκτος η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα, κατ' άρθρ. 583 §1 Κ.Π.Δ., εις βάρος του αναιρεσείοντος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω: Να κηρυχθεί απαράδεκτος, η υπ' αριθ. 11/18-6-2007 αίτησις αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ......, κατά του υπ' αριθ. 127/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης.
Να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος εκ 220 ευρώ.
Αθήναι 20/12/2007.
Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης".
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την ένδικη από 18.6.2007 αίτηση αναιρέσεως, ασκηθείσα με δήλωση στο Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Κρήτης, για την οποία συντάχθηκε η 12/2007 Έκθεση, πλήττεται το 127/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, με το οποίο, όπως απ' αυτό προκύπτει, απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος Χ κατά του 112/2006 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λασιθίου, αφού διορθώθηκε και αναδιατυπώθηκε το διατακτικό του τελευταίου έτσι ώστε παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς για κακουργήματα Εφετείου Κρήτης Α) ο Α, αφενός, για τις εκεί πράξεις, μεταξύ των οποίων και για υπεξαίρεση στην υπηρεσία αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, από την οποία το όφελος που επιδιώχθηκε και η ζημία που προξενήθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος υπερβαίνει το ποσό των 146.735,143 ευρώ (άρθρα 258β και 1 παρ. 1 Ν.1608/1950) και Β) ο αναιρεσείων, αφετέρου, για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, με βασικό έγκλημα την ως άνω υπεξαίρεση στην υπηρεσία του Α. Συγκεκριμένα, ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε να δικασθεί ως υπαίτιος του ότι : "Στους ......, κατά το χρονικό διάστημα από 5.4.2005 έως 25.7.2005 νομιμοποίησε έσοδα από εγκληματική δραστηριότητα, ήτοι μεταβίβασε περιουσία εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστητιότητα και συγκεκριμένα από αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή, το ελάχιστο όριο της οποίας είναι ανώτερο των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ, με σκοπό να συγκαλύψει την παράνομη προέλευσή της και να παράσχει συνδρομή σε εκείνον που εμπλέκεται στη δραστηριότητα αυτή, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες της πράξης του, και συγκεκριμένα, συνδεόμενος με φιλική σχέση με τον Α, που ήταν υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και υπηρετούσε στο Κατάστημα της ΕΤΕ ...... (...), δέχθηκε να γίνουν από αυτόν (τον Α), κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα (από 5-4-2005 έως 25-7-2005) ανεξακρίβωτος αριθμός καταθέσεων, σε τραπεζικούς του λογαριασμούς, συνολικού ποσού 167.240 ευρώ, το οποίο αυτός είχε υπεξαιρέσει κατά το ίδιο παραπάνω χρονικό διάστημα, από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ιδιοποιούμενος παράνομα το ποσό αυτό το οποίο είχε περιέλθει στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητας του ως υπαλλήλου της παραπάνω Τράπεζας, το δε όφελος που επιδίωξε και η ζημία που προξενήθηκε και οπωσδήποτε απειλήθηκε σε βάρος της Τράπεζας υπερβαίνει το ποσό των 146.735,143 ευρώ (50.000.000 δρχ.), μετά δε από τις καταθέσεις αυτές, ο Χ προέβαινε σε "μεταφορά"-"διοχέτευση" μέσω "internet-banking", των εκάστοτε χρηματικών ποσών που διοχέτευε στους λογαριασμούς του ο συγκατηγορούμενός του Α, σε τραπεζικούς λογαριασμούς τρίτων προσώπων-δικαιούχων, που ο Α του υποδείκνυε, ώστε με τη μεταβίβαση αυτή να αποκρύπτεται η προέλευσή τους από την παραπάνω περιγραφείσα υπεξαίρεση και ο δράστης αυτής, Α, ήτοι, για παράβαση των άρθρων 1, 12, 14, 16, 17, 18 εδ. α' και β' 26 παρ. Ια, 27 παρ, 1, 51, 52, 53, 50, 61, 79, 98 παρ. 1 ΠΚ και 1 α-ιι, -β, 2. 1-α ν. 2331/95 σε συνδυασμό με το άρθρο 375 παρ. 1 εδ. β' ΠΚ και άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1608/50". Από τη διατύπωση αυτή της κατά του αναιρεσείοντος κατηγορίας (στην οποία από προφανή παραδρομή αναφέρεται το άρθρο 375 ΠΚ αντί του 258 ΠΚ), αλλά και από το σύνολο των παραδοχών του προσβαλλομένου βουλεύματος προκύπτει ότι η επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν.1608/1950 δεν αφορά και στην πράξη της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα, η οποία, άλλωστε, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των εγκλημάτων του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν.1608/1950. Η τελευταία αυτή διάταξη έχει τεθεί στο τέλος της ανωτέρω κατά του αναιρεσείοντος κατηγορίας όχι ως προβλέπουσα την πράξη που αποτελεί την εν λόγω κατηγορία, αλλά συνδυαστικά, κατά τον προσδιορισμό του βασικού εγκλήματος από το οποίο προέκυψε το υλικό αντικείμενο της ως άνω νομιμοποιήσεως εσόδων.
Ενόψει αυτών η ανωτέρω αίτηση αναιρέσεως δεν είναι απαράδεκτη εκ του λόγου ότι, με το προσβαλλόμενο βούλευμα, ο αναιρεσείων παραπέμπεται να δικασθεί για έγκλημα που προβλέπεται από το Ν.1608/1950 και συνεπώς αμετακλήτως, σύμφωνα με το άρθρο 308 παρ. 1 εδ. 3 και 4 ΚΠοινΔ, όπως εκθέτει στην πρότασή του ο προτείνων την απόρριψη της ένδικης αιτήσεως ως απαράδεκτης Εισαγγελέας. Η ίδια αίτηση, εντούτοις, είναι απαράδεκτη κατ' εφαρμογήν της αυτής διατάξεως του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. 3 και 4 ΚΠοινΔ, η οποία, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ισχύει και για συναφές κακούργημα, καθόσον, ναι μεν το προσβαλλόμενο βούλευμα παραπέμπει τον αναιρεσείοντα για κακούργημα που δεν υπάγεται στο Ν.1608/1950, πλην, όμως, το κακούργημα, για το οποίο η παραπομπή του αναιρεσείοντος, είναι συναφές, κατά την έννοια του άρθρου 129 εδ. γ' ΚΠοινΔ, με εκείνο για το οποίο παραπέμπεται αμετακλήτως, με το ίδιο βούλευμα, ο συγκατηγορούμενός του Α και το οποίο υπάγεται στο Ν.1608/1950. Δοθέντος, όμως, ότι η ως άνω πρόταση του Εισαγγελέα περιορίζεται στο απαράδεκτο της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως για τον εκτιθέμενο σ'αυτήν ανωτέρω λόγο, για τον οποίο και κλήθηκε ο αναιρεσείων, κατ' άρθρο 476 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠοινΔ (ο οποίος προσήλθε και εξέθεσε τις επ' αυτού απόψεις του), το δε Δικαστήριο τούτο (ως Συμβούλιο) δεν μπορεί να απορρίψει το ένδικο αυτό μέσο ως απαράδεκτο για άλλο λόγο, αν δεν ακουσθεί προηγουμένως επ' αυτού ο ασκήσας τούτο αναιρεσείων, ούτε και να αποφανθεί επ' αυτού κατ' ουσίαν, πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ.1, 138 παρ. 2 και 3, 171 παρ. 1 εδ. β', 306 και 309 παρ. 2 ΚΠοινΔ, να απόσχει να αποφανθεί επί της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, μέχρι να υποβληθεί, κατά τη νέα συζήτηση της υποθέσεως που θα ορισθεί αρμοδίως, εισαγγελική πρόταση, κατά τα προεκτεθέντα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απέχει να αποφανθεί επί της υπό κρίση από 18 Ιουνίου 2007 αιτήσεως του Χ, περί αναιρέσεως του 127/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, μέχρι την υποβολή εισαγγελικής προτάσεως, κατά το σκεπτικό.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2009.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Απριλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ