Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία.
Περίληψη:
Πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση, με σκοπό το όφελος, το οποίο είναι άνω των 73.000 ευρώ. 1) Έλλειψη αιτιολογίας. 2) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ποινικής διάταξης. Απορρίπτει αναίρεση κατά παραπεμπτικού βουλεύματος.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1351/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1465/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΤΑΛΩΣ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ, ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ, ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" με τον διακριτικό τίτλο "ΤΑΛΩΣ ΑΕ" που εδρεύει στο Ηράκλειο και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1818/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρεωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού με αριθμό 15/15-1-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 8-10-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 1465/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 3479/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη αυτό, διά του οποίου ο αναιρεσείων παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθή διά πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση, με σκοπό περιουσιακού οφέλους υπερβαίνοντος το ποσό των 73.000 ευρώ, διά αντιστοίχου βλάβης τρίτου. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Επειδή, από το άρθρ. 216 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει, ότι διά την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ως καταρτισθέν από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος περιλαμβάνων την γνώση και την θέληση πραγματώσεως των απαρτιζόντων την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος περιστατικών και σκοπός του δράστου να παραπλανήση με την χρήση του εγγράφου αυτού άλλον περί γεγονότος δυναμένου να έχη έννομες συνέπειες, όπως είναι το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο διά την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως, ασχέτως αν επετεύχθη ή όχι η παραπλάνηση. Διά την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας απαιτείται, κατά την παράγρ. 3 του άρθρ. 216 ΠΚ, ως αντικ. δι'άρθρ. 14 παρ. 2β'Ν. 2721/1999, όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίση στον εαυτό του ή άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκοπός αυτού να βλάψη άλλον, αλλά και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνη το ποσό των 73.000 ευρώ (ΑΠ 858/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/322).
Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτό εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, διά το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα και όταν αυτό δεν έχει δικές του σκέψεις, αλλά αναφέρεται, ακόμη και εξ ολοκλήρου, στις σκέψεις της ενσωματωμένης στο βούλευμα εισαγγελικής προτάσεως, εφ'όσον βέβαια αυτή πληροί τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος (ΑΠ 66/2007). Εξ άλλου, ως προκύπτει εκ της διάτάξεως του άρθρ. 486 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη ότι προέκυψαν, στην διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, λόγω εμφιλοχωρήσεως στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασαφειών, αντιφάσεων ή λογικών κενών, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 418/1999 εις ΠΧ/Ν'/41, ΑΠ 114/2004).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με ολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, εδέχθη ότι από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, κατ' είδος προσδιορισμένα, προέκυψαν τα εξής, κατά τα ουσιώδη μέρη των, πραγματικά περιστατικά:
Η μηνύτρια εταιρεία "ΤΑΛΩΣ Α.Τ.Ε." συσταθείσα το έτος 1988 έχει αντικείμενο την εκτέλεση δημοσίων και ιδιωτικών τεχνικών έργων με έδρα το Ηράκλειο Κρήτης και Πρόεδρο και Διευθύνοντα σύμβουλο το Γ1, πολιτικό μηχανικό. Την άνοιξη του 1994 εμφανίστηκε στον παραπάνω εκπρόσωπο της μηνύτριας ο κατηγορούμενος Χ1 ως συνεργάτης ή ιδιοκτήτης τεχνικών επιχειρήσεων διπλωματούχος μηχανικός και οικονομολόγος και ο εκπρόσωπος της μηνύτριας του εχορήγησε το υπ'αριθμ. ...... ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Αικατερίνης Σιγανού Τσιριντάνη διά του οποίου θα εκπροσωπούσε τη μηνύτρια εταιρεία στη συμμετοχή της στις δημοπρασίες προς αναδοχή Δημοσίων έργων. Πράγματι την 16-11-1995 διεξήχθη μειοδοτικός διαγωνισμός, από τον οργανισμό εργατικής κατοικίας, προς ανάδειξη αναδόχου εκτέλεσης του έργου "κατασκευή 112 κατοικιών" διάφόρων τύπων, σε διώροφα κτίρια και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου των στην τοποθεσία "......." του Δήμου Αχαρνών Αττικής προϋπολογιστέας δαπάνης 2.800.000.000 δρχ. και ανεδείχθη μειοδότρια η μηνύτρια εταιρεία μετά την προσφερθείσα υπό του ανωτέρω κατηγορουμένου με την ιδιότητα του ειδικού πληρεξουσίου της μηνύτριας μέση τεκμαρτή έκπτωση δημοπρασίας ποσοστού 62,44%. Ακολούθως, στις ....., καταρτίσθηκε μεταξύ του ΟΕΚ και της μηνύτριας, η εργολαβική σύμβαση και στη συνέχεια ο εκπρόσωπος της μηνύτριας εταιρείας εκάλεσε τον κατηγορούμενο και υπέγραψαν (κατάρτισαν) υπεργολαβικό συμφωνητικό συνεκτέλεσης του αναληφθέντος έργου με ποσοστό συμμετοχής εκατέρου των μερών 50% στα κέρδη και στα έξοδα. Το Υπεργολαβικό συνετάγη και υπεγράφη την 30η Μαΐου 1996 στην Αθήνα, όπου ο ανωτέρω κατηγορούμενος εμφανίστηκε ως νόμιμος εκπρόσωπος της ΑΕ "Ευρωπαϊκή Εταιρεία Κατασκευής ΑΕ". Προς υλοποίηση της συμβολαιογραφικώς δοθείσης εντολής προς τον κατηγορούμενο, παραδόθηκε σ'αυτόν μία σφραγίδα της μηνύτριας εταιρείας. Όμως, ο κατηγορούμενος, δεν κατέθεσε και εγγυητική επιστολή καλής εκτέλεσης του έργου, αλλά εξαφανίστηκε. Η μηνύτρια εταιρεία αναγκάσθηκε να αποπερατώση εξ ολοκλήρου το έργο μόνη της, δηλαδή χωρίς τη συμμετοχή του κατηγορουμένου. Μετά την πάροδο έξι (6) ετών και συγκεκριμένα στις 26-9-2002 η υπό τον ανωτέρω κατηγορούμενο εταιρεία με την επωνυμία "Ευρωπαϊκή Εταιρεία ΑΕ" επέδωσε στη μηνύτρια αίτησή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αίτημα έχουσα τη συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας της, γιατί, "δήθεν", την απέβαλε από το έργο και της όφειλε το ποσό των 420.000.000 εκατομμυρίων δραχμών ή των 1.232.580 χιλιάδων ευρώ. Στα πλαίσια αυτής της αντιδικίας η μηνύτρια εταιρεία διεπίστωσε,ότι ο κατηγορούμενος, ουδέποτε υπήρξε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κατασκευής ΑΕ, αλλά μόνο Διευθύνων σύμβουλός της και ότι η άδεια λειτουργίας της είχε ανακληθεί στις 9-1-2002 από το Νομάρχη Πειραιά.
Στο προμνησθέν συμφωνητικό (......) και στο άρθρο 7 αυτού είχε συμφωνηθεί ότι "οποιαδήποτε διάφορά,διένεξη ή διαφωνία, που θα προκύψει μεταξύ των συμβαλλομένων, για οποιοδήποτε θέμα, σχετικό με τη σύμβαση αυτή, θα επιλύεται υπό Διαιτησίας συγκροτημένης υπό ενός Διαιτητού, οριζομένου από τον πρόεδρο του ΤΕΕ (Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος) και υποχρεωμένου να εκδώσει την απόφασή του, που ορίζεται ανέκλητος, εντός μηνός από της υποβολής ενώπιόν του της διαφοράς". Ο ανωτέρω κατηγορούμενος καίτοι εγνώριζε, ότι αφού δεν είχε συμμετάσχει στην εκτέλεση του αναληφθέντος έργου ουδεμίας εδικαιούτο αμοιβής (άρθρο 694 ΑΚ), αλλά και σύμφωνα με το άρθρο 1, του μοναδικού συναφθέντος την 30η Μαΐου 1996 ιδιωτικού συμφωνητικού, απεφάσισε, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος, το οποίο δεν εδικαιούτο να καταρτίση ένα ιδιωτικό συμφωνητικό με την αυτή ημερομηνία (30-5-1996), αλλά διαφορετικού περιεχομένου και να το χρησιμοποιήσει προκειμένου να τεκμηριώσει τις μη νόμιμες κατά τα ως άνω δικαστικές αξιώσεις του. 'Ετσι, από τα μέσα Σεπτεμβρίου 2002 έως της 15-5-2003, κατήρτισε ο ίδιος δύο διαφορετικά συμφωνητικά, με ημερομηνία ....., με αλλοιωμένο εξ ολοκλήρου το άρθρο 1 όπου, αντί του αληθούς συμφωνηθέντος ποσοστού συμμετοχής 50% στα κέρδη και τις ζημίες, ανέγραψε το ψευδές "αμοιβή της Υπεργολάβου για την πλήρη αποπεράτωση των εργασιών ορίζεται το 98% της συμβατικής αξίας, προσηυξημένης κατά ποσοστό 18% για γενικά έξοδα και οφέλη εργολάβου της "ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΥ" εταιρείας μετεχούσης, υπό τους αυτούς όρους σε κάθε σχετική αναθεώρηση, ως και κάθε νέα εργασία που συνδέεται με το έργο, ανεξαρτήτως εκπτώσεως. Αλλοίωση του περιεχομένου έκαμε και στο άρθρο 5, όπου ανέγραψε, ως διαιτητή, οριζόμενο από τον Πρόεδρο του ΟΕΚ, αντί του συμφωνηθέντος από τον πρόεδρο του Τεχνικού επιμελητηρίου. Το έτος 2002 όμως η υπό τον ανωτέρω κατηγορούμενο ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ευρωπαϊκή Εταιρεία Κατασκευών ΑΕ" είχε στην ουσία παύσει να υφίσταται, αφού η άδεια λειτουργίας της είχε ανακληθεί από 9-1-2001 από το Νομάρχη Πειραιώς. Παρά το πραγματικό αυτό γεγονός, το οποίο ούτος εγνώριζε, δεν εδίστασε ο κατηγορούμενος, αφού έθεσε και την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της μηνυτρίας εταιρείας Γ1 και τη σφραγίδα της (που ως προελέχθη του είχε παραδοθεί στην αρχή της συνεργασίας των) στα ως άνω δύο παραποιημένα κατά περιεχόμενο συμφωνητικά, να τα προσκομίσει και να τα επικαλεσθεί, προκειμένου να απορριφθεί η προσφυγή της ενώπιον του ορισθέντος από το τεχνικό επιμελητήριο Διαιτητού ....... Η πλαστότης των δύο συμφωνητικών εις ότι αφορά το περιεχόμενο αλλά και την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της μηνυτρίας, προκύπτει από την παραβολή του με το γνήσιο αλλά και από την από ..... έκθεση Γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ειδικού Δικαστικού γραφολόγου ......., εκτελεσθείσης κατόπιν εντολής της μηνύτριας εταιρείας.
Μετά από αυτά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αναφερόμενο στην εισαγγελική πρόταση, η οποία δέχεται ότι το ανωτέρω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, κατά το οποίο προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις κατά του αναιρεσείοντος, διά την ως άνω αξιόποινη πράξη, "κατ'ουδέν έσφαλε", απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος και επεκύρωσε το ανωτέρω πρωτόδικο βούλευμα.
Όμως, με τις παραδοχές αυτές, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών δεν εκθέτει στο προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφήνεια και πληρότητα τα εκ της ανακρίσεως προκύψαντα πραγματικά περιστατικά. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι ο αναιρεσείων κατήρτισε "δύο διαφορετικά συμφωνητικά" (πλαστά), εν συνεχεία ουδόλως εκθέτει ποιο ήτο το περιεχόμενο του ενός από αυτά, ενώ δεν εκθέτει με σαφήνεια και το περιεχόμενο του άλλου. Επίσης, δεν προσδιορίζει το ύψος του σκοπουμένου οφέλους και της αντιστοίχου βλάβης, εκ του οποίου εξαρτάται η κακουργηματική ή μη μορφή της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως. Αλλά με τις εν λόγω ασάφειες και ελλείψεις, αφ'ενός μεν εστέρησε το προσβαλλόμενο βούλευμα της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφ'ετέρου δε κατέστησε ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 216 και 98 ΠΚ, τις οποίες έτσι παρεβίασε εκ πλαγίου, με αποτέλεσμα να στερείται το βούλευμα και νομίμου βάσεως (βλ. ΑΠ 886/1996, εις ΠΧ/ΜΖ'/681). Επομένως, είναι βάσιμοι οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠΔ, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ενώ η περί εσφαλμένης ερμηνείας αιτίαση, αορίστως προβαλλομένη, δηλαδή χωρίς να εκτίθεται εις τί συνίσταται αυτή, είναι απαράδεκτη (βλ. ΑΠ 406/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/906.
Κατ'ακολουθία, πρέπει να αναιρεθή το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, συμφώνως προς τα άρθρα 485 παρ. 1 και 519 ΚΠΔ.
Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω-------------------
Να αναιρεθή το υπ'αριθμ. 1465/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές.
Αθήναι 31 Δεκεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το άρ. 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού, άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομες σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρ. 216. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας, που προβλέπεται στο εδάφιο α της παρ. 3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρ. 1 παρ. 7 περ. α ίου Ν. 2408/1996 και διαμορφώθηκε εκ νέου με το άρ. 14 παρ. 2β του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3.6.1999, η πιο πάνω πράξη της πλαστογραφίας προσλαμβάνει τη μορφή κακουργήματος, εφόσον ο υπαίτιος των πιο πάνω πράξεων, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρ. 5 του Ν. 2943/2001, είναι δε αδιάφορο αν σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι. Ο τρίτος, με βλάβη του οποίου επιδιώκεται το περιουσιακό όφελος, όσο και ο άλλος, τον οποίο σκόπευε να βλάψει ο δράστης που μπορεί να είναι πρόσωπο φυσικό ή νομικό ή το Δημόσιο, καθώς και η βλάβη του τρίτου, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας τους, να μνημονεύονται ειδικώς στο παραπεμπτικό βούλευμα ή την καταδικαστική απόφαση, ή να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία σαφώς να συνάγεται τούτο. Ως περιουσιακό όφελος νοείται ηβελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλουυπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία, από μόνη της, αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 25.000.000 δραχμές (73.000 ευρώ).
Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δεν απαιτείται, δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος, η χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού στοιχείου, σε συνδυασμό με το τι αποδείχθηκε από το καθένα, αλλά αρκεί η γενική αναφορά τους στο σύνολο του είδους τους. Η μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το Συμβούλιο, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, δεν συνιστά λόγο αναίρεσης, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ, καθ' όσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου . Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία, αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ'αυτή, με την προϋπόθεση, ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική κρίση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου,ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών.
Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υφίσταται όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης ή του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, ορθώς αποφάνθηκε, με το υπ'αρ. 3479/2006 βούλευμά του, ότι προέκυπταν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος του αναιρεσείοντος, για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και κατ'εξακολούθηση με σκοπό το όφελος, το οποίο υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ (αρ.26,27, 216 παρ.1-3 εδ.α' του ΠΚ) και τον παρέπεμψε συνακόλουθα μαζί με τον συγκατηγορούμενό του Χ, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξης αυτής και απέρριψε την εκ μέρους του αναιρεσείοντος ασκηθείσα έφεση. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, δέχθηκε ότι, από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων και από τα έγγραφα, σε συνδυασμό προς την απολογία του εκκαλούντα κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η μηνύτρια εταιρεία "ΤΑΛΩΣ Α.Τ.Ε.", συσταθείσα το έτος 1988, έχει αντικείμενο την εκτέλεση δημοσίων και ιδιωτικών τεχνικών έργων με έδρα το Ηράκλειο Κρήτης και Πρόεδρο και Διευθύνοντα σύμβουλο το Γ1, πολιτικό μηχανικό. Την άνοιξη του 1994 εμφανίστηκε στον παραπάνω εκπρόσωπο της μηνύτριας, ο κατηγορούμενος Χ1, ως συνεργάτης ή ιδιοκτήτης τεχνικών επιχειρήσεων, διπλωματούχος μηχανικός και οικονομολόγος και ο εκπρόσωπος της μηνύτριας του εχορήγησε το υπ'αριθμ. ....... ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Αικατερίνης Σιγανού Τσιριντάνη, διά του οποίου θα εκπροσωπούσε τη μηνύτρια εταιρεία στη συμμετοχή της στις δημοπρασίες προς αναδοχή Δημοσίων έργων. Πράγματι, την 16-11-1995, διεξήχθη μειοδοτικός διαγωνισμός, από τον οργανισμό εργατικής κατοικίας, προς ανάδειξη αναδόχου εκτέλεσης του έργου "κατασκευή 112 κατοικιών" διαφόρων τύπων σε διώροφα κτίρια και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου των στην τοποθεσία ".....", του Δήμου Αχαρνών Αττικής, προϋπολογιστέας δαπάνης 2.800.000.000 δρχ. και ανεδείχθη μειοδότρια η μηνύτρια εταιρεία, μετά την προσφερθείσα υπό του ανωτέρω κατηγορουμένου, με την ιδιότητα του ειδικού πληρεξουσίου της μηνύτριας, μέση τεκμαρτή έκπτωση δημοπρασίας ποσοστού 62,44%. Ακολούθως, στις ..... καταρτίσθηκε μεταξύ του ΟΕΚ και της μηνύτριας η εργολαβική σύμβαση και στη συνέχεια ο εκπρόσωπος της μηνύτριας εταιρείας εκάλεσε τον κατηγορούμενο και υπέγραψαν (κατάρτισαν) υπεργολαβικό συμφωνητικό, συνεκτέλεσης του αναληφθέντος έργου με ποσοστό συμμετοχής, εκατέρου των μερών, 50% στα κέρδη και στα έξοδα. Το Υπεργολαβικό συνετάγη και υπεγράφη την .... στην Αθήνα, όπου ο ανωτέρω κατηγορούμενος εμφανίστηκε ως νόμιμος εκπρόσωπος της ΑΕ "Ευρωπαϊκή Εταιρεία Κατασκευής ΑΕ". Προς υλοποίηση της συμβολαιογραφικώς δοθείσης εντολής προς τον κατηγορούμενο, παραδόθηκε σ'αυτόν μία σφραγίδα της μηνύτριας εταιρείας. Όμως, ο κατηγορούμενος, δεν κατέθεσε και εγγυητική επιστολή καλής εκτέλεσης του έργου, αλλά εξαφανίστηκε. Η μηνύτρια εταιρεία αναγκάσθηκε να αποπερατώσει εξ ολοκλήρου το έργο μόνη της, δηλαδή χωρίς τη συμμετοχή του κατηγορουμένου. Μετά την πάροδο έξι (6) ετών και συγκεκριμένα στις 26-9-2002, η υπό τον ανωτέρω κατηγορούμενο εταιρεία με την επωνυμία "Ευρωπαϊκή Εταιρεία ΑΕ" επέδωσε στη μηνύτρια αίτησή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αίτημα έχουσα τη συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας της, γιατί, "δήθεν", την απέβαλε από το έργο και της όφειλε το ποσό των 420.000.000 εκατομμυρίων δραχμών ή των 1.232.580 χιλιάδων ευρώ. Στα πλαίσια αυτής της αντιδικίας, η μηνύτρια εταιρεία διεπίστωσε, ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε υπήρξε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κατασκευής ΑΕ αλλά μόνο Διευθύνων σύμβουλός της και ότι η άδεια λειτουργίας της είχε ανακληθεί στις 9-1-2002 από το Νομάρχη Πειραιά.
Στο προμνησθέν συμφωνητικό (......) και στο άρθρο 7 αυτού είχε συμφωνηθεί ότι "οποιαδήποτε διάφορά, διένεξη ή διαφωνία, που θα προκύψει μεταξύ των συμβαλλομένων, για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τη σύμβαση, αυτή θα επιλύεται υπό Διαιτησίας συγκροτημένης υπό ενός Διαιτητού οριζομένου από τον πρόεδρο του ΤΕΕ (Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος) και υποχρεωμένου να εκδώσει την απόφασή του, που ορίζεται ανέκλητος εντός μηνός από της υποβολής ενώπιόν του της διαφοράς". Ο ανωτέρω κατηγορούμενος, καίτοι εγνώριζε, ότι, αφού δεν είχε συμμετάσχει στην εκτέλεση του αναληφθέντος έργου, ουδεμίας εδικαιούτο αμοιβής (άρθρο 694 ΑΚ), αλλά και σύμφωνα με το άρθρο 1 του μοναδικού συναφθέντος την 30η Μαΐου 1996 ιδιωτικού συμφωνητικού, απεφάσισε, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος το οποίο δεν εδικαιούτο, να καταρτίσει ένα ιδιωτικό συμφωνητικό με την αυτή ημερομηνία (....) αλλά διαφορετικού περιεχομένου και να το χρησιμοποιήσει, προκειμένου να τεκμηριώσει τις μη νόμιμες κατά τα ως άνω δικαστικές αξιώσεις του. 'Ετσι, από τα μέσα Σεπτεμβρίου 2002 έως της 15-5-2003, κατήρτισε ο ίδιος δύο διαφορετικά συμφωνητικά, με ημερομηνία ....., με αλλοιωμένο εξ ολοκλήρου το άρθρο 1, όπου, αντί του αληθούς συμφωνηθέντος ποσοστού συμμετοχής 50% στα κέρδη και τις ζημίες, ανέγραψε το ψευδές "αμοιβή της Υπεργολάβου για την πλήρη αποπεράτωση των εργασιών ορίζεται το 98% της συμβατικής αξίας, προσηυξημένης κατά ποσοστό 18% για γενικά έξοδα και οφέλη εργολάβου, της "ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΥ" εταιρείας μετεχούσης, υπό τους αυτούς όρους, σε κάθε σχετική αναθεώρηση, ως και κάθε νέα εργασία που συνδέεται με το έργο ανεξαρτήτως εκπτώσεως. Αλλοίωση του περιεχομένου έκαμε και στο άρθρο 5 όπου ανέγραψε ως διαιτητή οριζόμενο από τον Πρόεδρο του ΟΕΚ, αντί του συμφωνηθέντος από τον πρόεδρο του Τεχνικού Επιμελητηρίου. Το έτος 2002, όμως, η υπό τον ανωτέρω κατηγορούμενο ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ευρωπαϊκή Εταιρεία Κατασκευών ΑΕ" είχε στην ουσία παύσει να υφίσταται, αφού η άδεια λειτουργίας της είχε ανακληθεί από 9-1-2001 από το Νομάρχη Πειραιώς. Παρά το πραγματικό αυτό γεγονός, το οποίο ούτος εγνώριζε, δεν εδίστασε ο κατηγορούμενος, αφού έθεσε και την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της μηνυτρίας εταιρείας Γ1 και τη σφραγίδα της (που ως προελέχθη του είχε παραδοθεί στην αρχή της συνεργασίας των) στα ως άνω δύο παραποιημένα κατά περιεχόμενο συμφωνητικά, να τα προσκομίσει και να τα επικαλεσθεί, προκειμένου να απορριφθεί η προσφυγή της ενώπιον του ορισθέντος από το τεχνικό επιμελητήριο Διαιτητού ...... Η πλαστότης των δύο συμφωνητικών, εις ό,τι αφορά το περιεχόμενο, αλλά και την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της μηνυτρίας, προκύπτει από την παραβολή του με το γνήσιο, αλλά και από την από ..... έκθεση Γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ειδικού Δικαστικού γραφολόγου ....., εκτελεσθείσης κατόπιν εντολής της μηνύτριας εταιρείας".
Με τις παραδοχές του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας με χρήση κατ'εξακολούθηση στην κακουργηματική της μορφή, για την οποία κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1,13 στοιχ. γ', 14, 16, 17, 18, 26 παρ.1 , 27 παρ.1, 98, 216 παρ.1 -3 εδ.α' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Πιο συγκεκριμένα, επισημαίνεται επαρκώς η, εκ της καταρτίσεως των προαναφερομένων πλαστών συμφωνητικών, δυνατότητα παραπλάνησης των αρμοδίων Δικαστικών Αρχών, ως προς την ύπαρξη, της ανύπαρκτης, εκ των πραγμάτων, οφειλής της εγκαλούσας εταιρείας προς την εταιρεία που εκπροσωπούσε ο κατηγορούμενος, ο κύκλος δραστηριότητας της οποίας είχε προ πολλού ανακοπεί, με σχετική απόφαση του Νομάρχη Πειραιώς, είναι δε αδιάφορο, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προπαρατέθηκε, αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση αυτή. Επίσης, αναφέρεται και το ύψος του οφέλους που σκόπευε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος να προσπορίσει στην εταιρεία που εκπροσωπούσε και το οποίο ανέρχονταν στο ποσό των 420.000.000 δραχμών ή 1.232.580 ευρώ, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και είναι εκείνο που προσδίδει κακουργηματική μορφή στην πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως (αρ. 216 παρ.1 3 εδ.α' του ΠΚ). Επομένως, οι εκ του άρθρου 484 παρ.1 περ.β' και δ' του ΚΠΔ μοναδικοί λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρ.583 παρ.1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ'αριθ. 205/8-10-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ'αριθμ. 1465/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ