Αριθμός 39/2006
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Σουλτανιά, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Βερέτσο, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Βασίλειο Ρήγα και Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Δεκεμβρίου 2005, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Μ. του Μ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Μιχαλόπουλο.
Της αναιρεσίβλητης: Αεροπορικής εταιρείας με την επωνυμία "Societe Air France", που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον διευθυντή του υποκαταστήματος που διατηρεί στην Γλυφάδα Αττικής. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Κοτίνη .
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-11-2000 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1174/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 5132/2003 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητά ο αναιρεσείων με την από 2 Αυγούστου 2004 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Βασίλειος Ρήγας ανέγνωσε την από 20-11-2005 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την εν μέρει αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά το άρθρο 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται επί εφέσεων κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση, αν παρεβιάσθη κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Εξάλλου, εκ των διατάξεων των άρθρων 914, 932, 297 έως 299, 335 επ. και 374 επ. ΑΚ προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη επί ενδοσυμβατικής ευθύνης δεν αναγνωρίζεται, ειμή μόνον εάν η παράβαση της συμβάσεως φέρει και το χαρακτήρα αδικοπραξίας. Αυτά ισχύουν και επί συμβάσεως διεθνούς αεροπορικής μεταφοράς προσώπων, αποσκευών ή εμπορευμάτων, που ρυθμίζεται από την κυρωθείσα με τον α.ν. 596/1937 από 29.1.1930 διεθνή σύμβαση της Βαρσοβίας "περί ενοποιήσεως διατάξεων σχετικών με τις διεθνείς αερομεταφορές", όπως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, ώστε η μη εκπλήρωση της συμβάσεως αυτής να παράγει υποχρέωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης μόνον αν φέρει και τα στοιχεία αδικοπραξίας.
Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων ζήτησε με την αγωγή του να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη αεροπορική εταιρία να του καταβάλει τα ποσά των δραχμών α) 151200, προς αποκατάσταση της θετικής ζημίας που υπέστη ένεκα της εκ μέρους της πλημμελούς εκπληρώσεως της συμβατικής υποχρεώσεώς της να τον μεταφέρει αεροπορικώς από την Αθήνα στο Χαμπερσάϊντ Αγγλίας και β) 280000, τίτλω χρηματικής ικανοποιήσεως για την προσγενομένη στο πρόσωπό του, συνεπεία της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της, ηθική βλάβη. Η αγωγή έγινε δεκτή από το Ειρηνοδικείο Αθηνών, εν όλω για τη θετική ζημία και εν μέρει για τη χρηματική ικανοποίηση. Κατόπιν ασκήσεως εφέσεως από την αναιρεσίβλητη, η πληττομένη απόφαση απέρριψε την αγωγή, κατά το σκέλος μεν της θετικής ζημίας, ως ουσία αβάσιμη, διότι έκρινε ότι δεν υπέστη ζημία ο αναιρεσείων εκ της διαγνωσθείσης παραβάσεως της συμβάσεως εκ μέρους της αναιρεσίβλητης, κατά το σκέλος δε της χρηματικής ικανοποιήσεως, ως νόμω αβάσιμη. Κατ' ακολουθίαν τούτων ορθώς η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση εθεώρησε ως νόμω αβάσιμο το αίτημα καταψηφίσεως χρηματικής ικανοποιήσεως, αφού ο αναιρεσείων δεν είχε στηρίξει την αγωγή του στην αδικοπραξία και δεν είχε συμπεριλάβει σ' αυτήν τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 914 ΑΚ στοιχεία, που θα καθιστούσαν τη (μόνη επικληθείσα) αντισυμβατική συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης και αδικοπρακτική, το δε Πρωτοδικείο, μη εφαρμόσαν τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, που όντως δεν ήσαν εφαρμοστέα, δεν παρεβίασε τις ως άνω ουσιαστικές διατάξεις και επομένως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο αντίθετος, εκ του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος της αιτήσεως.
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 914 εδ. α' ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο δεχθεί την έφεση οριστικώς κατ' ουσίαν και απορρίψει την αγωγή, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εξετελέσθη, διατάσσει, αν το ζητήσει ο νικήσας διάδικος, την επαναφορά των πραγμάτων στην προ της εκτελέσεως της εξαφανισθείσης αποφάσεως κατάσταση. Η διάταξη αυτή αποτελεί κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, αφού συνιστά ειδική περίπτωση αδικαιολογήτου πλουτισμού, τον οποίο πρέπει να αποδώσει ο ενάγων -εφεσίβλητος στον εναγόμενο - εκκαλούντα, μετά την εξαφάνιση της εκτελεσθείσης πρωτοβάθμιας αποφάσεως. Εξάλλου, εκ των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346, 910 και 911 ΑΚ προκύπτει ότι ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής καθίσταται υπερήμερος και οφείλει τόκους υπερημερίας, αν οχλήθη από το δανειστή και από την επίδοση της (εξώδικης ή δικαστικής) οχλήσεως ή εν πάση περιπτώσει αφότου έλαβε γνώση ότι οφείλει να επιστρέψει την παροχή στον δανειστή. Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς τη διάταξη του άρθρου 914 εδ. α' ΚΠολΔ, συνάγεται ότι ο επισπεύδων εκτέλεση με βάση δικαστική απόφαση που εκηρύχθη προσωρινώς εκτελεστή, με νόμιμη αιτία εισπράττει το επιδικασθέν προσωρινώς ποσό και η υποχρέωσή του να το αποδώσει, λόγω εξαφανίσεως της πρωτόδικης αποφάσεως, αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως με την οποία διετάχθη η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα τους κατάσταση (Ολ. ΑΠ 5/2001).
Συνεπώς, από την άνω επίδοση, δηλαδή από την όχλησή του, αρχίζει και η υποχρέωση του ενάγοντος - εφεσιβλήτου για καταβολή τόκων.
Εν προκειμένω, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση διέταξε την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγουμένη κατάσταση, υποχρεώσασα τον αναιρεσείοντα να επιστρέψει στην αναιρεσίβλητη το ποσό που του είχε καταβάλει δυνάμει της εξαφανισθείσης πρωτοβάθμιας προσωρινώς εκτελεστής αποφάσεως; με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής του και όχι από την επίδοσή της, χωρίς να διαλαμβάνει και (μη επικληθείσα άλλωστε) όχληση. Η πληττομένη απόφαση κατά ταύτα παρεβίασε τις ως άνω ουσιαστικές διατάξεις και επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός δεύτερος, εκ του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, λόγος της αιτήσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση εν μέρει, ακολούθως δε να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Πρωτοδικείο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 § 3 ΚΠολΔ). Η από την αναιρεσίβλητη επικαλούμενη με την από 9/11/2005 εξώδικη δήλωσή της παραίτηση από την αξίωσή της για νόμιμους τόκους από την επομένη της καταβολής δεν καθιστά απαράδεκτο τον παρόντα λόγο της αίτησης αναίρεσης (Ολ. ΑΠ 44/1996).
Για τους λόγους αυτούς
Αναιρεί εν μέρει την υπ' αρ. 5132/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση κατά το αναιρεθέν μέρος της στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος εκ τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 2005. Και
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2006.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ