Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1448 / 2014    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1448/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωάννη Χαμηλοθώρη και Αριστείδη Πελεκάνο, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Μ. Χ. - Π., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Τέλλη.

Των αναιρεσιβλήτων: 1. Ο. Χ. συζ. Α. Κ., 2 Α. συζ. Π. Π., και 3 Π. Π. του Β., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους Κωνσταντίνο-Παναγιώτη Χατζηγιαννάκη και Παρασκευά Αρβανιτάκη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6 Ιουλίου 2006 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3407/2008 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 1276/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20 Ιουλίου 2012 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αριστείδης Πελεκάνος, ανέγνωσε την από 26 Σεπτεμβρίου 2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης κατά παραδοχή των λόγων πρώτου και δευτέρου και εν μέρει του τετάρτου λόγου αυτής.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους του στη δικαστική δαπάνη του.


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 181 ΑΚ, η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν φορά μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια της ακυρότητας (και όχι η αιτία - λόγος ακυρότητας, που μπορεί να αφορά όρο - μέρος δικαιοπραξίας, αλλά να προκαλεί, κατά τον νόμο, ολική ακυρότητα) πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 ΑΚ έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία εξωτερικά δικαιοπραξία αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι ίδιοι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μίας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές να καθιστά μη θελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα του μέρους σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη) δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτελούς συμφωνίας κλπ.. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση της σχετικής υποθετικής βούλησης των συμβαλλομένων γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλομένων κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.) βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 18 παρ. 4 του α. ν. 2190/1920, ο διευθύνων σύμβουλος ανώνυμης εταιρίας μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε από αυτούς που έχουν το δικαίωμα διορισμού του και να αντικατασταθεί από άλλον, χωρίς να απαιτείται γι' αυτό καταγγελία και συνδρομή σπουδαίου λόγου. Από τη διάταξη αυτή και τη διάταξη του άρθρου 33 του ίδιου νόμου, που ορίζει ότι η γενική συνέλευση των μετόχων δικαιούται να αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση, προκύπτει ότι η γενική συνέλευση των μετόχων μπορεί να ανακαλεί ελεύθερα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου πριν από τον χρόνο λήξης της θητείας τους, χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος και χωρίς το σχετικό δικαίωμα, το οποίο προβλέπεται ρητά και ανεξάρτητα από τον νομικό χαρακτηρισμό της σχέσης μεταξύ της ανώνυμης εταιρίας και των μελών του διοικητικού συμβουλίου της, να υπόκειται σε οποιονδήποτε περιορισμό, άμεσο ή και έμμεσο, με τη μορφή συνομολόγησης χρηματικών οφειλών ή άλλων δυσμενών οικονομικών συνεπειών για την περίπτωση άσκησης του σχετικού εταιρικού δικαιώματος από τη γενική συνέλευση της εταιρίας, η οποία δεν δεσμεύεται από τέτοιες συμφωνίες.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 766 ΑΚ, η ορισμένου χρόνου αστική εταιρία λύεται με καταγγελία (έκτακτη) πριν παρέλθει ο συμφωνημένος χρόνος λειτουργίας της, εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος (παρ. α'), η δε αντίθετη συμφωνία, που περιορίζει με πρόβλεψη προθεσμίας ή με άλλον τρόπο το δικαίωμα καταγγελίας της, είναι άκυρη (παρ. β'). Επίσης, κατά το άρθρο 767 ΑΚ, η αορίστου χρόνου αστική εταιρία λύεται οποτεδήποτε με καταγγελία (τακτική) από οποιονδήποτε εταίρο (παρ. α'), ο οποίος ενέχεται σε αποζημίωση των λοιπών εταίρων για τη ζημία τους από τη λύση της εταιρίας, εάν η καταγγελία είναι άκαιρη και έγινε χωρίς να υπάρχει σπουδαίος λόγος, που να δικαιολογεί την άκαιρη καταγγελία (παρ. β'). Στην έννοια του σπουδαίου λόγου εμπίπτει κάθε περιστατικό, το οποίο μπορεί να ανάγεται στα πρόσωπα των εταίρων ή στον κύκλο δραστηριότητας της εταιρίας και το οποίο, κρινόμενο αντικειμενικά και ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του καταγγέλλοντος ή των άλλων εταίρων, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, καθιστά στη συγκεκριμένη περίπτωση επαχθή για την πλευρά του καταγγέλλοντος τη συνέχιση της εταιρίας μέχρι τη λήξη του συμβατικού της χρόνου.
Όπως παγίως νομολογείται, η λύση της ορισμένου χρόνου αστικής εταιρίας (για το μέλλον) επέρχεται με μόνη τη νομότυπη καταγγελία της και άσχετα από την ύπαρξη σπουδαίου λόγου, όπως ρητά προβλέπεται για την καταγγελία της αορίστου χρόνου αστικής εταιρίας. Επίσης, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 767 περ. β' ΑΚ, η οποία έχει αναλογική εφαρμογή και για την καταγγελία ορισμένου χρόνου αστικής εταιρίας, εάν η καταγγελία είναι άκαιρη και δεν συντρέχει σπουδαίος λόγος που να δικαιολογεί την ακυρότητά της, ο καταγγέλλων εταίρος υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία των λοιπών εταίρων από την άκαιρη καταγγελία, που επήλθε με υπαιτιότητά του. Η δε κύρωση που προβλέπεται στην παρ. β' του άρθρου 766 ΑΚ, δηλαδή η ακυρότητα κάθε συμφωνίας που δυσχεραίνει την άσκηση καταγγελίας της ορισμένου χρόνου αστικής εταιρίας, περιορίζεται στην ενέργεια της καταγγελίας ως λόγου λύσης της εταιρίας και δεν θίγει, ούτε αναιρεί την υποχρέωση αποζημίωσης ή καταβολής ποινικής ρήτρας, η οποία δημιουργείται, εφόσον δεν συνέτρεχε σπουδαίος λόγος για την άσκηση της καταγγελίας και υπάρχει υπαιτιότητα του καταγγέλλοντος. Η δικαστική διάγνωση της ύπαρξης ή όχι σπουδαίου λόγου γίνεται μετά από άσκηση σχετικής αναγνωριστικής αγωγής κατά ενός ή όλων των εταίρων.
Εξάλλου, οι λεγόμενες εξωτερικές συμφωνίες, με τις οποίες οι μέτοχοι ανώνυμης εταιρίας ρυθμίζουν σε ατομικό επίπεδο ζητήματα σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία αυτής και καθορίζουν τις σχέσεις μεταξύ τους και με τρίτους ως προς την άσκηση των εταιρικών δικαιωμάτων τους, αποτελούν εκδήλωση της αρχής της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και είναι έγκυρες, εφόσον δεν αντίκεινται σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, στις διατάξεις του οικείου καταστατικού και στις γενικές αρχές του δικαίου της ανώνυμης εταιρίας. Οι εν λόγω συμφωνίες παράγουν ενοχικού χαρακτήρα έννομες συνέπειες, δικαιώματα και υποχρεώσεις μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και δεν θίγουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών ως μετόχων της Α.Ε. ή ως μελών του Δ.Σ., ούτε το κύρος των αποφάσεων του Δ.Σ. ή της Γ.Σ. της Α.Ε., που έχουν τυχόν ληφθεί κατά παράβαση των εξωεταιρικών συμφωνιών, η υπαίτια μη τήρηση των οποίων θεμελιώνει υποχρέωση αποζημίωσης του αναίτιου εταίρου κατά τις σχετικές διατάξεις του ενοχικού δικαίου. Η εξωεταιρική συμφωνία, με την οποία περιορίζεται το δικαίωμα ψήφου μετόχου (χωρίς να καταλήγει σε πλήρη στέρησή του) και με την οποία μέτοχοι δεσμεύονται να ψηφίζουν στη γενική συνέλευση προς ορισμένη κατεύθυνση και με συγκεκριμένο τρόπο, ώστε η σύνθεση του εκλεγόμενου διοικητικού συμβουλίου να αντιστοιχεί, ως προς τον αριθμό των μελών του, στη συμμετοχή τους στην εταιρία, αντικείμενο που δεν ταυτίζεται και δεν θίγει την αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης για εκλογή διοικητικού συμβουλίου και που η ανάκλησή τους όπως και του Δ/ντος Συμβούλου όταν παραβαίνουν τα καθήκοντά τους, είναι έγκυρη στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 18 παρ. 4 και 19 παρ. 2 του Ν. 2190/1920, εφόσον πληροί τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις και δεν αντίκειται στο εταιρικό συμφέρον. Τέλος, οι εξωεταιρικές συμφωνίες, εφόσον αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση κοινού σκοπού, όπως είναι και ο τρόπος ανάδειξης των οργάνων διοίκησης της εταιρίας, έχουν τη νομική μορφή αστικής εταιρίας και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 741 επ. ΑΚ..
Ο προβλεπόμενος από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εσωτερικού ή διεθνούς, στοιχειοθετείται όταν ο κανόνας αυτός, με βάση τις ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης, δεν εφαρμόζεται, παρότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους ή όταν εφαρμόζεται χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, καθώς και όταν εφαρμόζεται εσφαλμένα, η δε σχετική παραβίαση εκδηλώνεται είτε με εσφαλμένη ερμηνεία είτε με εσφαλμένη εφαρμογή αυτού, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με αυτόν τον λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων και τα νομικά σφάλματα κατά την ουσιαστική διερεύνηση της επίδικης διαφοράς. Δηλαδή ελέγχεται αν η αγωγή και κάθε ισχυρισμός, που ασκεί έννομη επιρροή στη διαγνωστέα έννομη σχέση ή έννομη συνέπεια (ένσταση, αντένσταση κλπ.), απορρίφθηκαν ορθά ως μη νόμιμοι ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, η αγωγή ή η ένσταση κλπ. έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27-28/1998).
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, κρίνοντας την από 6-7-2006 αγωγή της αναιρεσείουσας, που απορρίφθηκε, κατά το αναιρετικώς ενδιαφέρον μέρος της, ως μη νόμιμη με την 3407/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά την αξιολόγηση σχετικού λόγου έφεσης, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 6-7-2006 υπ' αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως 31304/6-7-2006 αγωγή της, απευθυνόμενη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, στρεφομένη κατά των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων, ισχυρίστηκε ότι η ίδια είναι μέτοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΜΕΒΓΑΛ Α.Ε.", κατά ποσοστό 26,13% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου της, ότι στις 8 Απριλίου 2003 καταρτίστηκε εξωεταιρική σύμβαση, διάρκειας δέκα ετών, αφενός μεν μεταξύ αυτής (ενάγουσας) και της Α. Χ., επίσης μετόχου της ως άνω εταιρείας που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, αφετέρου δε του αποβιώσαντος Χ. Χ., μετόχου της παραπάνω εταιρείας, και των εναγομένων, ήδη εφεσιβλήτων, οι οποίοι είναι μέτοχοι της ίδιας παραπάνω ανωνύμου εταιρείας, κατά ποσοστό 43% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου της, η οποία (σύμβαση) προέβλεπε: α) υποχρέωση των αντιδίκων της να ψηφίζουν καθ' υπόδειξή της (ενάγουσας) για την εκλογή μελών του διοικητικού συμβουλίου, τα οποία στη συνέχεια ήταν υποχρεωμένα να εκλέγουν την ίδια στην θέση διευθύνουσας συμβούλου και προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της παραπάνω εταιρείας, ή άλλου προσώπου καθ' υπόδειξή της, και β) υποχρέωση της ίδιας (ενάγουσας) και της Α. Χ. να ψηφίζουν καθ' υπόδειξη των αντιδίκων της για την εκλογή μελών του διοικητικού συμβουλίου της ως άνω εταιρείας, τα οποία στη συνέχεια ήταν υποχρεωμένα να εκλέγουν τον τρίτο από τους εναγομένους, Π. Π., ως αντιπρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της, περαιτέρω δε ότι συμφωνήθηκε να τεθούν περιορισμοί στις αρμοδιότητές της (ενάγουσας), ως διευθύνουσας συμβούλου και προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της παραπάνω εταιρείας, είτε με αντίστοιχες ρυθμίσεις του καταστατικού της, είτε με σχετικές αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της, που όμως δεν περιγράφονται στην ένδικη αγωγή, ότι με βάση την προαναφερόμενη συμφωνία η ίδια (ενάγουσα) εκλέχτηκε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της παραπάνω εταιρίας, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της και διευθύνουσα σύμβουλος αυτής, ότι οι εναγόμενοι με εξώδικη δήλωση που της κοινοποίησαν στις 28 Μαΐου 2006 κατήγγειλαν την προαναφερόμενη εξωεταιρική συμφωνία, επικαλούμενοι λανθασμένες και βλαπτικές για την ως άνω εταιρεία συμβάσεις και επιχειρηματικές επιλογές της (ενάγουσας), την επομένη δε ημέρα της κοινοποίησης της παραπάνω καταγγελίας τους, σε έκτακτη γενική συνέλευση της προαναφερόμενης ανωνύμου εταιρείας εκλέχτηκε νέο διοικητικό συμβούλιο, με μέλη τα οποία δεν ήταν της αρεσκείας της ούτε υποδείχθηκαν από την ίδια (ενάγουσα), ενώ τα μέλη του νέου διοικητικού συμβουλίου της παραπάνω εταιρείας δεν την εξέλεξαν πρόεδρο αυτού και διευθύνουσα σύμβουλο, ότι οι επικαλούμενοι εκ μέρους των αντιδίκων της λόγοι της καταγγελίας της προαναφερόμενης εξωεταιρικής τους συμφωνίας ήταν προσχηματικοί, η συμπεριφορά τους δε αντιφατική και καταχρηστική, καθόσον ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ως άνω εταιρείας συναινούσαν σε αποφάσεις του, περαιτέρω δε για χρονικό διάστημα δεκατριών (13) μηνών από προηγούμενη όμοια ενέργειά τους, δηλαδή καταγγελία εξωεταιρικής συμφωνίας τους, αδράνησαν, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η δικαιολογημένη πεποίθηση σ' αυτήν (ενάγουσα), ότι δεν θα επιχειρήσουν νέα καταγγελία της προαναφερόμενης εξωεταιρικής συμφωνίας, σε κάθε δε περίπτωση με την τελευταία αποκλείστηκε το δικαίωμα καταγγελίας των συμβαλλομένων για την περίπτωση που ο επιλεγόμενος ως διευθύνων σύμβουλος δεν θα τηρούσε τους περιορισμούς της εξουσίας του, που κάθε φορά θα καθορίζονταν με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της παραπάνω εταιρείας, ή για την περίπτωση υπέρβασης των οριζομένων από το καταστατικό της τελευταίας εξουσιών του, ότι ως κύρωση για την περίπτωση υπαίτιας παράβασης των υποχρεώσεων ψήφου, που απέρρεαν από την ως άνω εξωεταιρική συμφωνία, καθορίστηκε ποινική ρήτρα ύψους ενός εκατομμυρίου ευρώ (1.000.000,00) για κάθε παράβαση, ποσό το οποίο υποχρεούταν να καταβάλλει ο υπαίτιος στον αναίτιο και θιγόμενο συμβαλλόμενο, ότι ακόμη και αν θεωρηθεί ότι οι εναγόμενοι είχαν το δικαίωμα να καταγγείλουν εκτάκτως την ως άνω εξωεταιρική συμφωνία, η καταγγελία τους αυτή, η οποία πραγματοποιήθηκε χωρίς την ύπαρξη σπουδαίου λόγου, επέφερε την λύση της, ζήτησε, όπως ήδη προαναφέρθηκε, ύστερα από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της ως άνω αγωγής της, κατά τη συζήτησή της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μεταξύ και άλλων να αναγνωριστεί ότι χωρίς την συνδρομή σπουδαίου λόγου καταγγέλθηκε από τους αντιδίκους της η ως άνω από 8 Απριλίου 2003 εξωεταιρική σύμβαση, που έγινε με εξώδικο που της επιδόθηκε στις 28 Μαΐου 2006, περαιτέρω δε να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον καθένας από αυτούς, το ποσό των δύο εκατομμυρίων ευρώ (2.000.000,00), ως συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα που κατέπεσε, νομιμοτόκως από της καταπτώσεώς της, επικαλούμενη ότι οι αντίδικοί της υπαιτίως παρέβησαν την υποχρέωση δέσμευσης της ψήφου τους, με βάση την ως άνω από 8-4-2003 εξωεταιρική συμφωνία, δύο φορές, καθόσον στην έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της ως άνω εταιρείας, που έγινε στις 29-5-2006, δεν ψήφισαν καθ' υπόδειξή της μέλη για το διοικητικό συμβούλιό της και ακολούθως δεν εξέλεξαν αυτήν ως διευθύνουσα σύμβουλο και πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η προαναφερόμενη αγωγή της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, καθόσον αφορά το παραπάνω κεφάλαιό της που αναφέρεται στην αναγνώριση της χωρίς την συνδρομή σπουδαίου λόγου καταγγελίας από τους εναγομένους της προαναφερόμενης από 8 Απριλίου 2003 εξωεταιρικής συμβάσεως και την αναγνώριση ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον καθένας από αυτούς, το ποσό των δύο εκατομμυρίων ευρώ (2.000.000,00), ως συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα που κατέπεσε, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη. Τούτο δε διότι, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ήθελε γίνει δεκτό ότι η άνω εξωεταιρική σύμβαση, με την οποία οι διάδικοι, με αμοιβαίες δευσμεύσεις τους επιδίωξαν την συνδιοίκηση της παραπάνω εταιρείας, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, δεν υπερβαίνει τα όρια που τίθενται για την νομιμότητά της από τη διάταξη του άρθρου 179 του Α.Κ., δηλαδή δεν περιορίζεται υπερβολικά η ελευθερία διάθεσης του δικαιώματος ψήφου των διαδίκων, ως μετόχων στην γενική συνέλευση της παραπάνω ανωνύμου εταιρείας, η αναφερόμενη στην ως άνω εξωεταιρική σύμβαση συμφωνία περί αποκλεισμού του δικαιώματος καταγγελίας της από τους συμβληθέντες σ'αυτήν, ακόμη και σε περίπτωση μη τήρησης των καθοριζομένων με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της περιορισμών των εξουσιών του διευθύνοντος συμβούλου της, ή για την περίπτωση υπέρβασης των οριζομένων από το καταστατικό της εξουσιών του, σε συνδυασμό με τη συνομολόγηση ποινικής ρήτρας, ανερχομένης μάλιστα στο ποσό του 1.000.000,00 ευρώ, για την περίπτωση υπαίτιας παράβασης των υποχρεώσεων ψήφου, είναι αντίθετη με τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 4 και 19 παρ. 2 του Ν. 2190/1920, λαμβανομένου υπόψη ότι για χρονικό διάστημα δέκα ετών που ορίστηκε ως διάρκεια ισχύος της παραπάνω εξωεταιρικής συμβάσεως, ουσιαστικά αποκλείστηκε η ανάκληση των μελών του διοικητικού συμβουλίου ανωνύμου εταιρείας και του διευθύνοντος συμβούλου αυτής, αφού η ανάκληση αυτών εξαρτήθηκε από την κατάπτωση της ως άνω συνομολογηθείσας ποινής ρήτρας, η οποία ναι μεν, ως ενοχική συμφωνία δεν δεσμεύει την μη συμβαλλόμενη ως άνω ανώνυμη εταιρεία, αλλά μόνο τους διαδίκους, είναι προφανές όμως ότι έχει άμεσο αντίκτυπο στην λειτουργία της καθόσον η συνομολόγηση ποινικής ρήτρας, ανερχόμενης στην κρινόμενη υπόθεση στο υπέρογκο ποσό του 1.000.000,00 ευρώ, αποσκοπεί στην αποτροπή των διαδίκων, υπό την ιδιότητά τους ως μετόχων της παραπάνω ανωνύμου εταιρείας, να ασκούν ελεύθερα το δικαίωμα ψήφου τους στην γενική συνέλευση της και να ανακαλούν ελεύθερα, με την αυτή ιδιότητα, σύμφωνα με τις οριζόμενες στο νόμο προϋποθέσεις, τον διευθύνοντα σύμβουλο αυτής (ανωνύμου εταιρείας), ακόμη και όταν ο τελευταίος παραβαίνει τα καθήκοντά του, ή υπερβαίνει τις ανατιθέμενες σ' αυτόν εξουσίες. Από τα προαναφερόμενα, σε συνδυασμό με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VI νομική σκέψη, κατά την κρίση του παρόντος δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η ως άνω εξωεταιρική σύμβαση που καταρτίστηκε και μεταξύ των διαδίκων στις 8 Απριλίου 2003, με το παραπάνω περιεχόμενο, όπως αυτό εκτίθεται στην ένδικη αγωγή, είναι άκυρη, καθόσον είναι αντίθετη με τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 4 και 19 παρ. 2 του Ν. 2190/1920, λαμβανομένου υπόψη ότι, η απειλή καταπτώσεως της ως άνω συνομολογηθείσας ποινικής ρήτρας, ουσιαστικά αποτρέπει στους συμβληθέντες σ' αυτήν να ασκούν ελεύθερα το δικαίωμα ψήφου τους, για το σημαντικό χρονικό διάστημα των δέκα ετών ισχύος της παραπάνω εξωεταιρικής συμβάσεως, στη γενική συνέλευση των μετόχων της ως άνω εταιρείας, υπό την ιδιότητά τους ως μετόχων αυτής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το δικαίωμά τους να ανακαλούν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της και το διευθύνοντα σύμβουλο αυτής, ακόμη και στην περίπτωση που ο τελευταίος παραβαίνει τα καθήκοντά του ή υπερβαίνει τις ανατιθέμενες σ' αυτόν εξουσίες. Περαιτέρω, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ως άνω από 8-4-2003 εξωεταιρική σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων δεν είναι αντίθετη με τις ως άνω αναγκαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 4 και 19 παρ. 2 του Ν. 2190/1920, η ένδικη αγωγή, καθόσον αφορά το προαναφερόμενο κεφάλαιό της, που αναφέρεται στην αναγνώριση της χωρίς την συνδρομή σπουδαίου λόγου καταγγελία από τους εναγομένους της παραπάνω εξωεταιρικής συμβάσεως και την αναγνώριση ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον καθένας από αυτούς, το ποσό των δύο εκατομμυρίων ευρώ (2.000.000,00), ως συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα που κατέπεσε, είναι απορριπτέα και πάλι ως μη νόμιμη. Τούτο δε διότι με την ως άνω εξωεταιρική σύμβαση, με την οποία, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας επιδιώχθηκε η επίτευξη κοινού σκοπού, συγκεκριμένα δε η συνδιοίκηση της παραπάνω εταιρείας, συστάθηκε αστική εταιρεία, ορισμένου χρόνου, η λειτουργία της οποίας ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 741 και επ. του Α.Κ., η οποία όμως με την καταγγελία της από τους εναγομένους, με εξώδικη δήλωση που κοινοποίησαν σ' αυτήν (ενάγουσα), στις 28 Μαΐου 2006, όπως εκτίθεται στην ένδικη αγωγή, λύθηκε ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη σπουδαίου λόγου, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VII νομική σκέψη. Συνέπεια της λύσεως της ως άνω αστικής εταιρείας ήταν κατ' αρχήν η απόσβεση της κύριας υποχρεώσεως των συμβληθέντων σ' αυτήν (σύμβαση εταιρείας) σχετικά με τη δέσμευση του δικαιώματος ψήφου τους στη γενική συνέλευση των μετόχων της παραπάνω ανωνύμου εταιρείας, συνακόλουθα δε, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VIII νομική σκέψη, η απόσβεση και της παρεπόμενης υποχρεώσεώς τους για κατάπτωση της ως άνω συνομολογηθείσας ποινικής ρήτρας, η οποία προφανώς ίσχυε μόνο για τον προ της καταγγελίας της ως άνω αστικής εταιρείας χρόνο, δηλαδή κατά τη διάρκεια λειτουργίας της, προς εξασφάλιση της δέσμευσης της ψήφου των συμβληθέντων για τον ίδιο χρόνο, όχι δε ως ποινή για την περίπτωση καταγγελίας της (αστικής εταιρείας), κάτι το οποίο ούτε η ενάγουσα δεν ισχυρίζεται στην ένδικη αγωγή, η θέσπιση της οποίας άλλωστε είναι αντίθετη στο νόμο, καθόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 766 εδ. β' του Α.Κ., συμφωνία που περιορίζει με προθεσμία ή με άλλον τρόπο το δικαίωμα καταγγελίας της εταιρείας ορισμένου χρόνου είναι άκυρη, ακόμη και αν η καταγγελία είναι άκαιρη, δηλαδή γίνεται χωρίς τη συνδρομή σπουδαίου λόγου, περίπτωση κατά την οποία ο εταίρος που προέβη σ' αυτήν, δηλαδή την άκαιρη καταγγελία, ενέχεται μόνο για τη ζημία που προκάλεσε η λύση της εταιρείας στους άλλους εταίρους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, έστω και με κατά μέρος διαφορετική αιτιολογία, η οποία κατ' άρθρ. 534 του Κ.Πολ.Δ. αντικαθίσταται με την προαναφερόμενη, απέρριψε ως μη νόμιμη την ένδικη αγωγή, καθόσον αφορά το παραπάνω κεφάλαιό της, που αναφέρεται στην αναγνώριση της χωρίς την συνδρομή σπουδαίου λόγου καταγγελία από τους εναγομένους της παραπάνω εξωεταιρικής συμβάσεως και την αναγνώριση ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον καθένας από αυτούς, το ποσό των δύο εκατομμυρίων ευρώ (2.000.000,00) ως συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα που κατέπεσε, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, περαιτέρω δε ορθώς εκτίμησε το περιεχόμενο και το ως άνω αίτημά της (ένδικης αγωγής), τα αντίθετα δε που υποστηρίζονται από την εκκαλούσα - ενάγουσα με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της κρινόμενης εφέσεώς της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα".
Με τις προαναφερόμενες παραδοχές το Εφετείο, κρίνοντας ως άκυρη ολόκληρη την από 8-4-2003 εξωεταιρική συμφωνία, όπως δέχεται (το Εφετείο), το περιεχόμενο της από τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, με την αιτιολογία ότι η (μερικότερη συμφωνία - όρος αυτής) αποκλεισμού του δικαιώματος καταγγελίας της εξωεταιρικής συμφωνίας από τους συμβαλλόμενους ακόμη και όταν η διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας δεν τηρεί τους περιορισμούς που θέτουν στην άσκηση της εξουσίας της οι αποφάσεις του Δ.Σ. ή υπερβαίνει τις εξουσίες της που ορίζονται από το καταστατικό αυτής σε συνδυασμό με τη συνομολόγηση ποινικής ρήτρας ποσού 1.000.000 ευρώ για κάθε υπαίτια παράβαση της συμφωνημένης δέσμευσης ψήφου συνεπάγεται ουσιαστικό αποκλεισμό του δικαιώματος ανάκλησης των μελών του Δ.Σ. της εταιρείας για τα συμβαλλόμενα μέρη, γεγονός που αντιβαίνει, όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 4 και 19 παρ. 2 του α. ν. 2190/1920, χωρίς προηγουμένως το Εφετείο να αναζητήσει και να εξακριβώσει ότι η (υποθετική) βούληση των συμβαλλομένων μερών κατά τη σύναψη της όλης συμφωνίας (η οποία και κατά τις ίδιες παραδοχές του Εφετείου δεν αφορούσε μόνο τις προαναφερθείσες δύο μερικότερες συμφωνίες - όρους αλλά το σύνολο της συμφωνηθείσας συνδιοίκησης της εταιρείας), θα ήταν να μην προχωρήσουν στην κατάρτισή της, αν γνώριζαν την ακυρότητα των δύο μερικότερων και διακριτών συμφωνιών αυτής, έκαμε εσφαλμένη εφαρμογή της γενικής ερμηνευτικής διάταξης του άρθρου 181 ΑΚ. Επομένως, είναι βάσιμος ο σχετικός από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης. Επίσης με τις ίδιες παραδοχές και αξιολογώντας με την επικουρική αιτιολογία ως άκυρη τη μερικότερη και παρεπόμενη συμφωνία ποινικής ρήτρας ποσού 1.000.000,00 ευρώ, η οποία συμφωνήθηκε για κάθε υπαίτια παράβαση της κύριας συμφωνίας για δέσμευση της ψήφου των συμβαλλομένων μερών, δηλαδή για την περίπτωση της πρόωρης καταγγελίας της χωρίς συνδρομή σπουδαίου λόγου, εφάρμοσε εσφαλμένα και τις διατάξεις των άρθρων 766 παρ. β' και 767 παρ. β' ΑΚ, στις οποίες δεν εμπίπτει η καταγγελία της επίμαχης εξωεταιρικής συμφωνίας, οι δε σχετικοί από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερος και τέταρτος λόγοι αναίρεσης είναι βάσιμοι. Αντίθετα, ο τρίτος λόγος αναίρεσης από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, είναι απορριπτέος πρωτίστως ως απαράδεκτος, αφού, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες περικοπές του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης απόφασης, η απουκρουόμενη από την αναιρεσείουσα κρίση του Εφετείου, για ακυρότητα της επίμαχης εξωεταιρικής συμφωνίας, δεν θεμελιώνεται στις υπαινικτικές και πλεοναστικές σκέψεις ενδεχόμενης αντίθεσής της στα χρηστά συναλλακτικά ήθη, αλλά στις λοιπές διατάξεις που προαναφέρθηκαν.
Τέλος, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται και η αιτίαση από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν από αυτή με την αγωγή και την έφεσή της και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα παραπονείται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό, ότι η κατάπτωση της επίμαχης ποινικής ρήτρας είχε συνομολογηθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη στο πλαίσιο της ένδικης εξωεταιρικής συμφωνίας ως υποκατάστατο της αξίωσης για τη δυσχερώς αποτιμώμενη χρηματική ζημία, που επρόκειτο να υποστούν σε περίπτωση αυθαίρετης παράβασης της εξωεταιρικής συμφωνίας από αυτούς, η οποία οφείλεται σε περίπτωση καταγγελίας χωρίς σπουδαίο λόγο της αστικής εταιρίας ορισμένου χρόνου, στην οποία εμπίπτει και η προαναφερόμενη εξωεταιρική συμφωνία. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από τις προαναφερόμενες παραδοχές της εφετειακής απόφασης, το Εφετείο δεν αγνόησε τον επικαλούμενο ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, αλλά τον απέρριψε χωρίς διατύπωση ειδικής σκέψης από κοινού με τους λοιπούς ουσιώδεις ισχυρισμούς αυτής, που είχαν προβληθεί με την αγωγή και τους λόγους έφεσής της, κάνοντας εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρθηκαν, κρίνοντας ως άκυρη την ένδικη εξωεταιρική συμφωνία στο σύνολό της και απορρίπτοντας την αγωγή ως μη νόμιμη.
Κατόπιν αυτών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας κατά την αναιρετική δίκη (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). Επίσης πρέπει να αποδοθεί στην αναιρεσείουσα το παράβολο, που καταβλήθηκε κατά την κατάθεση της αίτησης αναίρεσης.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την απόφαση 1276/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, στη σύνθεση του οποίου δεν θα μετέχουν οι δικαστές που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.

Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του παράβολου, που καταβλήθηκε κατά την κατάθεση της αίτησης αναίρεσης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Ιουνίου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Ιουνίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή