Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Πλαστογραφία, Παραγραφή, Λαθρεμπορία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική.
Περίληψη:
Αναιρέσεις κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, με το οποίο παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες για τις πράξεις α) της λαθρεμπορίας με ιδιαίτερα τεχνάσματα, β) της κακουργηματικής πλαστογραφίας και γ) της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως. Εκπρόθεσμη άσκηση αναιρέσεως. Ο κατά το άρθρο 96 παρ.2 του ΚΠΔ διορισθείς συνήγορος δεν θεωρείται και αντίκλητος. Η επίδοση του βουλεύματος στον πληρεξούσιο δικηγόρο που δεν έχει διοριστεί και αντίκλητος του αναιρεσείοντος, δεν έχει έννομη συνέπεια σε περίπτωση επίδοσης στον κατηγορούμενο με θυροκόλληση. Απορρίπτει την αναίρεση ως απαράδεκτη. Δεύτερη αναίρεση για αναίρεση του βουλεύματος με την επίκληση των λόγων α) της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και β) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ορθή εφαρμογή και ερμηνεία των ποινι-κών διατάξεων και επάρκεια αιτιολογίας.. Αναιρεί εν μέρει και παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, μόνο κατά το μέρος που η πράξη μεταβιβάστηκε στο συμβούλιο. Δεν επιλαμβάνεται το συμβούλιο για παραγεγραμμένη πράξη, εφόσον δεν προσβλήθηκε με αναίρεση το βούλευμα κατά τη σχετική διάταξή του. Απορρίπτει αναίρεση κατά τα λοιπά.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1758/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε και 2. Χ2, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 291/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά. Με συγκατηγορούμενο Χ3.
Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 12 Νοεμβρίου 2008 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 379/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Νικολούδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα με αριθμό 135/9.4.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Φέρομεν ενώπιον του Δικαστηρίου υμών τας ασκηθείσας υπό των κατηγορουμένων 1) Χ1, κατοίκου ... οδός ... αριθμ. ... και 2) Χ2, κατοίκου ..., οδός ... αριθμ. ..., από 12 Νοεμβρίου 2008 αιτήσεις αναιρέσεως κατά του υπ'αριθμ. 291/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και εκθέτομεν τα εξής:
Ι. Επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ1:
Εκ της διατάξεως του άρθρου 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι η προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος συμβουλίου εφετών, υπό κατηγορουμένου γνωστής διαμονής εις την ημεδαπήν, είναι δεκαήμερος και αρχίζει από της επομένης της επιδόσεως του βουλεύματος εις αυτόν (Α.Π. 1437/1995, 368/1994 Ποιν Χρ ΝΣΤ' σελ. 671, Υπερ 1994 σελ. 852 αντιστ. κ.ά.). Περαιτέρω εκ της διατάξεως του άρθρου 474 παρ. 2 Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι εκείνος που ασκεί το ένδικον μέσον οφείλει να αναφέρη εις την έκθεσιν ασκήσεως αυτού, τον λόγον που δικαιολογή την εκπρόθεσμον άσκησίν του, δηλαδή τα περιστατικά της ανωτέρας βίας ή του ανυπερβλήτου κωλύματος από τα οποία παρημποδίσθη εις την εμπρόθεσμον άσκησίν του, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα τα οποία αποδεικνύουν την βασιμότητά των, άλλως το ένδικον μέσον απορρίπτεται ως απαράδεκτον (Α.Π. 1942/2008 ΝοΒ 56 σελ. 1917 κ.ά.). Επί επιδόσεως του βουλεύματος εις τον κατηγορούμενον διά θυροκολλήσεως κατ'άρθρον 155 παρ. 2 Κ.Π.Δ., η προθεσμία ενάρξεως των ενδίκων μέσων αρχίζει από της μεταγενεστέρας επιδόσεως τούτου εις τον τυχόν διωρισμένον αντίκλητον αυτού, υπό την προϋπόθεσιν του εγκύρου του διορισμού του, άλλως από της επιδόσεώς του εις τον κατηγορούμενον (Α.Π. 2034/2005 Ποιν Χρ ΝΣΤ' σελ. 537 κ.ά.). Ο κατ'άρθρον 96 παρ. 2 Κ.Π.Δ. διορισθείς υπό του κατηγορουμένου ως συνήγορός του δεν θεωρείται και αντίκλητός του, εφ'όσον δεν διωρίσθη υπ'αυτού ως τοιούτος, συνεπώς δε η επίδοσις εις αυτόν του βουλεύματος που επεδόθη εις τον κατηγορούμενον διά θυροκολλήσεως στερείται νομικής σημασίας (Α.Π. 1437/1995 ενθ'ανωτ. κ.ά.). Εκ της διατάξεως του άρθρου 308 Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι ο κατηγορούμενος δύναται να διορίση αντίκλητον εκ των εις την έδραν του ανακριτού διωρισμένων δικηγόρων (Α.Π. 1375/1989 Ποιν Χρ Μ' σελ. 649 κ.ά.). Επί ασκήσεως εφέσεως κατά βουλεύματος δεν προβλέπεται υπό των διατάξεων των άρθρων 477-481 Κ.Π.Δ. διορισμός αντικλήτου. Εφ'όσον όμως διορισθή τοιούτος πρέπει, κατά την κατ' αναλογίαν εφαρμοζομένην διάταξιν του άρθρου 498 ιδίου Κώδικος, να είναι δικηγόρος της έδρας του εκδόντος το εκκαλούμενον βούλευμα συμβουλίου ή του κατ'έφεσιν δικάζοντος συμβουλίου. Κατά το άρθρον 54 παρ. 5 του Κώδικος περί Δικηγόρων παρέχεται η δυνατότης εις τους δικηγόρους του Πρωτοδικείου Αθηνών να ενεργούν διαδικαστικάς πράξεις και εις την περιφέρειαν του Πρωτοδικείου Πειραιώς και αντιστρόφως. Πλην όμως εκ της διατάξεως αυτής δε εσκοπήθη η τροποποίησις των αναφερομένων εις την έδραν του δικαστηρίου και τον διορισμόν αντικλήτου εις αυτήν διατάξεων, ώστε εις τα όρια του Πρωτοδικείου Πειραιώς δύναται να διορισθή ως αντίκλητος μόνον δικηγόρος του Πρωτοδικείου Πειραιώς και όχι δικηγόρος του Πρωτοδικείου Αθηνών (Α.Π. 481/2002 Ποιν Δικ 2002 σελ. 968 κ.ά.). Τέλος η υπό του κατηγορουμένου εξουσιοδότησις δικηγόρου προς άσκησιν ενδίκου μέσου δεν καθιστά αυτόν και αντίκλητόν του, εφ'όσον δεν διωρίσθη υπ'αυτού ως τοιούτος ή δεν εξουσιοδοτήθη όπως διορίση εαυτόν ή έτερον δικηγόρον ως αντίκλητον τούτου (Α.Π. 2103/2005, 1480/1999 Π Λογ 2005 σελ. 1932, Ποιν Δικ 2000 σελ. 198 αντιστ. κ.ά.).
Εις την προκειμένην περίπτωσιν υπό του Ανακριτού του Πρωτοδικείου Πειραιώς διενηργήθη κατά του ως άνω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και άλλων συγκατηγορουμένων του κυρία ανάκρισις διά χρήσιν πλαστών εγγράφων κατά συναυτουργίαν, κατ'εξακολούθησιν, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθειαν, εκ της οποίας το συνολικόν περιουσιακόν όφελος και η αντίστοιχος συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 15.000 ευρώ, όπως και δι'άλλας αξιοποίνους πράξεις. Ο κατηγορούμενος αυτός κατά την απολογίαν του ενώπιον του ανωτέρω Ανακριτού διώρισεν ως πληρεξούσιον δικηγόρον του τον Διονύσιον Ράϊκον, δικηγόρον Αθηνών, κάτοικον ομοίως ... . Διά του υπ'αριθμ. 549/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς παρεπέμφθη, μετά των λοιπών συγκατηγορουμένων του, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς διά να δικασθή διά τας προαναφερθείσας αξιοποίνους πράξεις. Διά της από 24 Ιουλίου 2008 εξουσιοδοτήσεώς του εξουσιοδότησε τον ανωτέρω δικηγόρον, όπως ασκήση έφεσιν κατά του άνω βουλεύματος. Πράγματι κατά την αυτήν ημερομηνίαν ο δικηγόρος αυτός ήσκησεν έφεσιν κατά του εν λόγω βουλεύματος, διορίσας εαυτόν ως αντίκλητον του παραπεμπομένου κατηγορουμένου. Ο διορισμός του εαυτού του ως αντικλήτου του κατηγορουμένου ήτο άκυρος, αφού δεν είχε διορισθή υπό του κατηγορουμένου ως τοιούτος, ούτε είχεν εξουσιοδοτηθή υπ'αυτού να διορίση τον εαυτόν του ως αντίκλητον τούτου. Πέραν όμως αυτού δεν ηδύνατο να διορισθή ως αντίκλητος του κατηγορουμένου επί της προκειμένης υποθέσεως, αφού ήτο δικηγόρος Αθηνών. Το Συμβούλιον Εφετών Πειραιώς διά του πληττομένου υπ'αριθμ. 291/2008 βουλεύματός του απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεσιν του άνω κατηγορουμένου και επεκύρωσεν ως προς αυτόν το πρωτόδικον βούλευμα. Το πληττόμενον βούλευμα επεδόθη εις τον κατηγορούμενον την 30/10/2008 διά θυροκολλήσεως εις την δηλωθείσαν υπ'αυτού τόσον κατά την απολογίαν του, όσον και διά της ασκηθείσης εφέσεώς του διεύθυνσιν, ήτοι εις ... επί της οδού ... αριθμ. ... . Επιπροσθέτως το ανωτέρω βούλευμα επεδόθη την 6 Νοεμβρίου 2008 και εις τον προαναφερθέντα δικηγόρον Διονύσιον Ράϊκον, φερόμενον ως αντίκλητον του κατηγορουμένου, ο οποίος όμως διά τους προαναφερθέντας λόγους δεν εκέκτητο την ιδιότητα αυτήν και επομένως η προς αυτόν επίδοσις του βουλεύματος εστερείτο νομικής σημασίας. Κατά συνέπειαν η προθεσμία προς άσκησιν αναιρέσεως ήρχισε την επομένην από της κατά την 30 Οκτωβρίου 2008 επιδόσεως του βουλεύματος εις τον κατηγορούμενον. Η δε κατ'αυτού αναίρεσις ησκήθη την 12 Νοεμβρίου 2008, ήτοι μετά την πάροδον της τασσομένης δεκαημέρου προθεσμίας ασκήσεώς της. Εις την σχετικήν έκθεσιν αναιρέσεως ουδείς λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος αναφέρεται, που να δικαιολογή την εκπρόθεσμον άσκησίν της.
Συνεπώς η αίτησις αναιρέσεως τούτου είναι απαράδεκτος ως εκπροθέσμως ασκηθείσα και πρέπει ως τοιαύτη να απορριφθή και να καταδικασθή ο αναιρεσείων Χ1 εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ.
ΙΙ. Επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ2:
Α) Η αίτησις αναιρέσεως τούτου είναι τυπικώς παραδεκτή. Διά του πληττομένου βουλεύματος απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεσις του κατηγορουμένου τούτου και επεκυρώθη το πρωτόδικον βούλευμα που τον παρέπεμψεν εις το ακροατήριον μετ'άλλων συγκατηγορουμένων του διά να δικασθή διά α) λαθρεμπορίαν κατά συναυτουργίαν (άρθρα 155 παρ. 1 περ. β' και 2 περ. ζ' και 157 παρ. 1 εδ. β' ν. 2960/2001), β) χρήσιν πλαστών εγγράφων κατά συναυτουργίαν, κατ'εξακολούθησιν, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθειαν, εκ της οποίας το συνολικόν περιουσιακόν όφελος και η αντίστοιχος συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 15.000 ευρώ (άρθρον 216 παρ. 3 Π.Κ.) και γ) υφαρπαγήν ψευδούς βεβαιώσεως κατά συναυτουργίαν (άρθρον 220 παρ. 1 Π.Κ.). Ο κατηγορούμενος διά της υπό κρίσιν αιτήσεως αναιρέσεως προσέβαλε το ανωτέρω βούλευμα ως προς τας διατάξεις του α) λαθρεμπορίας, δι'εσφαλμένην εφαρμογήν και ερμηνείαν των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του άρθρου 155 παρ. 1 περ. β' και 2 περ. ζ' ν. 2960/2001 και β) χρήσεως πλαστών εγγράφων κατά συναυτουργίαν, κατ'εξακολούθησιν, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθειαν, εκ της οποίας το συνολικόν περιουσιακόν όφελος και αντίστοιχος συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 15.000 ευρώ (άρθρ. 216 παρ. 3 Π.Κ.), δι'έλλειψιν ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την βασικήν μορφήν της αξιοποίνου αυτής πράξεως. Αντιθέτως αφήκεν απρόσβλητον την διάταξιν αυτού περί υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως.
Συνεπώς η υπόθεσις μετεβιβάσθη ενώπιον του Δικαστηρίου υμών μόνον ως προς τας ανωτέρω προσβληθείσας διά της αναιρέσεως διατάξεις, όχι δε και ως προς την απρόσβλητον διάταξιν της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως (Α.Π. 132/2007 ΝοΒ 55 σελ. 1417, Μπουροπ. Ερμ. Κ.Π.Δ. έκδ. β' , τομ. β' σελ. 128-131 και 279-280).
Β) Κατά τα άρθρα 111 παρ. 1 και 3 και 112 Π.Κ. το αξιόποινον εξαλείφεται διά της παραγραφής, η οποία εις τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέραν κατά την οποίαν ετελέσθη η αξιόποινος πράξις. Από τας διατάξεις αυτάς εν συνδυασμώ με εκείνας των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β', 370 στοιχ. β' και 485 Κ.Π.Δ. συνάγεται, ότι η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως υπό των συμβουλίων εις παν στάδιον της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου ως συμβουλίου, ο οποίος εάν διαπιστώση την συμπλήρωσίν της και μετά την άσκησιν της αναιρέσεως κατά του βουλεύματος οφείλει να αναιρέση τούτο και να παύση οριστικώς την ποινικήν δίωξιν λόγω παραγραφής, αρκεί η αίτησις αναιρέσεως να είναι παραδεκτή (Α.Π. 513/2008 Π Λογ 2008 σελ. 366 κ.ά.). Τούτο τελεί υπό την αυτονόητον προϋπόθεσιν, ότι διά της αιτήσεως αναιρέσεως προσβάλλεται η διάταξις του βουλεύματος που αφορά την παραγεγραμμένην πράξιν (Α.Π. 132/2007 ενθ. ανωτ. κ.ά., Μπουροπ. Ερμ. Κ.Π.Δ. ενθ. ανωτ.). 'Αλλως, εάν η συγκεκριμένη διάταξις αφορά παραγεγραμμένην πράξιν, πλην αυτή δεν προσβάλλεται διά της ασκηθείσης αιτήσεως αναιρέσεως, ο 'Αρειος Πάγος εις συμβούλιον, δεν δύναται να παύση οριστικώς την ποινικήν δίωξιν λόγω παραγραφής του αξιοποινου ταύτης, αφού αυτή δεν μετεβιβάσθη ενώπιόν του και συνεπώς δεν δύναται να επιληφθή οιουδήποτε θέματος αφορώντος αυτήν.
Γ) Εις την προκειμένην περίπτωσιν η διάταξις του βουλεύματος που αφορά την αξιόποιον πράξιν της λαθρεμπορίας προσεβλήθη διά του παραδεκτού αναιρετικού λόγου της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Η πλημμεληματική αυτή πράξις φέρεται τελεσθείσα κατά το από 1 Δεκεμβρίου 2003 έως 16 Ιανουαρίου 2004 χρονικόν διάστημα. Επομένως παρελθούσης μέχρι σήμερον πενταετίας χωρίς να επέλθη αναστολή της παραγραφής αυτής, πρέπει να παύση οριστικώς η ποινική δίωξις λόγω παραγραφής του αξιοποίνου ταύτης, όχι μόνον διά τον αναιρεσείοντα, αλλά και δια τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του, κατ'άρθρον 469 Κ.Π.Δ., αφού πρόκειται περί αντικειμενικού λόγου παραγραφής μη αφορώντος αποκλειστικώς τον αναιρεσείοντα (Α.Π. 963/2008, 195/2007, Ποιν Δικ 2008 σελ. 1534 και 2007 σελ. 928 αντιστ. κ.α.).
Δ) Όσον αφορά την διάταξιν του βουλεύματος, που αφορά την επίσης παραγεγραμμένην πλημμεληματικήν πράξιν της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, ο 'Αρειος Πάγος εις συμβούλιον, δεν δύναται να παύση οριστικώς την ποινικήν δίωξιν λόγω παραγραφής του αξιοποίνου ταύτης. Τούτο δε διότι η διάταξις αυτή θα μετεβιβάσθη ενώπιον του υμετέρου Δικαστηρίου, αφού εις την ασκηθείσαν αίτησιν αναιρέσεως κατά του προαναφερθέντος βουλεύματος δεν περιελήφθη και η διάταξις αυτή (Α.Π. 132/2007 ενθ'ανωτ. κ.ά., Μπουροπ. Ερμ. Κ.Π.Δ. ενθ'ανωτ.).
Ε) 'Ελλειψις της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενον λόγον αναιρέσεως, υπάρχει όταν εις το βούλευμα του Συμβουλίου δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνειαν και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκρισιν ή προανάκρισιν σχετικώς με την αποδιδομένην εις τον κατηγορούμενον αξιόποινον πράξιν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και αι σκέψεις με τας οποίας έκρινεν, ότι υφίστανται αποχρώσαι ενδείξεις ενοχής διά την παραπομπήν του κατηγορουμένου εις το ακροατήριον (Α.Π. 1348/2008 Πραξ Λογ ΠΔ 2008 σελ. 289 κ.ά.).
Εις την προκειμένην περίπτωσιν το Συμβούλιον Εφετών που εξέδωσε το πληττόμενον βούλευμα, εδέχθη κατά την ανέλεγκτον περί πραγμάτων κρίσιν του, ότι από την εκτίμησιν των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, ήτοι μαρτυρικών καταθέσεων, εγγράφων της δικογραφίας, απολογιών των κατηγορουμένων, εν συνδυσμώ προς τας αιτιάσεις των διαλαμβανομένων εις τας εκθέσεις εφέσεών των προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που κατά τα ουσιώδη εν σχέσει με την υπόθεσιν σημεία των έχουν ως εξής:
Εις το ... κατά το από 1 Δεκεμβρίου 2003 έως 16 Ιανουαρίου 2004 χρονικόν διάστημα, ο άνω κατηγορούμενος από κοινού ενεργών μετά των συγκατηγορουμένων του, διά πλειόνων πράξεων συνιστωσών εξακολούθησιν ενός και του αυτού εγκλήματος, κατήρτισαν εξ υπαρχής πλαστά έγγραφα με σκοπόν να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, στη συνέχεια δε, ενεργώντας μετά από συναπόφαση και από κοινού έκαναν και χρήση των εγγράφων αυτών, μάλιστα με τις ενέργειες τους αυτές σκόπευαν να προσπορίσουν σε άλλον περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου, που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, την πράξη δε αυτή της πλαστογραφίας διαπράττουν κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Συγκεκριμένα κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, ενεργώντας μετά από συναπόφαση και από κοινού, με περισσότερες από μια πράξεις, κατάρτισαν εξ υπαρχής πλαστό πιστοποιητικό ταξινόμησης, το οποίο φέρεται να εκδόθηκε από το Τελωνείο ... σε χρόνο που δεν διαπιστώθηκε ακόμη επακριβώς, πάντως εντός του ίδιου άνω χρονικού διαστήματος (1-12-2003 έως 16-1-2004) και να αναγράφεται σ' αυτό ότι δήθεν κατατέθηκε στο άνω Τελωνείο ειδική δήλωση φόρου κατανάλωσης (Δ.Ε.Φ.Κ), από την οποία δήθεν προέκυπτε ότι είχαν καταβληθεί οι αναλογούντες με βάση την φορολογητέα αξία του προπεριγραφομένου Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις, ύψους 15.786,77 ευρώ, το οποίο ήταν πλαστό καθ' όλα τα στοιχεία του, καθόσον από έρευνα που διενεργήθηκε από αρμοδίους υπαλλήλους της ΔΙΠΕΑΚ, διαπιστώθηκε ότι δεν κατατέθηκε ειδική δήλωση φόρου κατανάλωσης για το άνω αυτοκίνητο στο Τελωνείο ..., το οποίο άλλωστε δεν είχε αρμοδιότητα τελωνισμού αυτοκινήτων. Το εν λόγω πλαστό πιστοποιητικό ταξινόμησης, ως και τα συνοδεύοντα αυτό και επίσης καταρτισθέντα εξ υπαρχής από τους κατ/νους στον παραπάνω τόπο και χρόνο πλαστά παραστατικά, ήτοι ειδική δήλωση φόρου κατανάλωσης και ακριβές φωτοαντίγραφο της αλλοδαπής άδειας κυκλοφορίας για το άνω αυτοκίνητο (των οποίων παραστατικών τα ακριβή στοιχεία δεν έχουν διαπιστωθεί ανακριτικά, ενόψει του ότι τα σώματά τους, όπως και το σώμα του άνω πλαστού πιστοποιητικού ταξινόμησης, καταστράφηκαν, μετά την πυρπόληση στις 5-4-2005 του χώρου όπου φυλάσσονταν στο Γραφείο Συγκοινωνιών ...), τα κατήρτισαν με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση αυτών τους υπαλλήλους του Υπουργείου Συγκοινωνιών σχετικά με το γεγονός της καταβολής των αναλογούντων στη φορολογητέα αξία του άνω αυτοκινήτου εισαγωγικών δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, ύψους 15.786,77 ευρώ και ως εκ τούτου να ταξινομηθεί νόμιμα και να λάβει άδεια και αριθμό κυκλοφορίας, ακολούθως δε, ενεργώντας μετά από συναπόφαση και από κοινού έκαναν και χρήση των ως άνω πλαστογραφημένων εγγράφων, προσκομίζοντας τα, δι' ενός εκ των κατ/νων που δεν διαπιστώθηκε ανακριτικά, ως εκπροσώπου των λοιπών, στις 16-1-2004 στο Γραφείο Συγκοινωνιών ..., προκειμένου να παρουσιάσουν ότι είχε χωρήσει η καταβολή των αναλογούντων σ' αυτό εισαγωγικών δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων και να πετύχουν την ταξινόμηση του και τη χορήγηση γι' αυτό άδειας και αριθμού κυκλοφορίας χωρίς την καταβολή των αναλογούντων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων που δικαιούται το Δημόσιο και οι οποίοι ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 15.786,77 ευρώ. Στην προαναφερόμενη πράξη τους προέβησαν με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος, το οποίο συνίσταται στην αποφυγή της καταβολής του ως άνω ποσού (15.786,77 ευρώ) των αναλογούντων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων. Είναι δε δράστες που διαπράττουν την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση αυτής και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή τους προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας τους.
Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιον Εφετών διέλαβεν εις το πληττόμενον βούλευμα την απαιτουμένην ειδικήν και εμπεριστατωμένην αιτιολογίαν διά το προαναφερθέν έγκλημα, αφού εκθέτει εις το εν λόγω βούλευμά του, με πληρότητα, σαφήνειαν και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αρχικώς διενεργηθείσαν προκαταρκτικήν εξέτασιν και την επακολουθήσασαν κυρίαν ανάκρισιν, σχετικώς με την ανωτέρω αξιόποινον πράξιν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τας σκέψεις με τας οποίας έκρινεν, ότι υπάρχουν αποχρώσαι ενδείξεις ενοχής διά την παραπομπήν του κατηγορουμένου εις το ακροατήριον.
Συνεπώς είναι αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, σχετικώς με την βασικήν μορφήν του εγκλήματος της χρήσεως πλαστών εγγράφων κατά συναυτουργίαν και κατ'εξακολούθησιν.
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Π ρ ο τ ε ί ν ο μ ε ν: Ι. Να απορριφθή η από 12 Νοεμβρίου 2008 αίτησις αναιρέσεως του Χ1, κατοίκου ... οδός ... αριθμ. ..., κατά του υπ'αριθμ. 291/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και να καταδικασθή ο αναιρεσείων εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ.
ΙΙ. Να γίνη εν μέρει δεκτή η από 12 Νοεμβρίου 2008 αίτησις αναιρέσεως του Χ2, κατοίκου ..., οδός ... αριθμ. ..., κατά του αυτού ως άνω βουλεύματος.
ΙΙΙ. Να αναιρεθή εν μέρει το βούλευμα τούτο.
ΙV. Να παύση οριστικώς η ποινική δίωξις κατά των 1) Χ2, 2) Χ1, 3) Χ4, 4) Χ5 και 5) Χ3 δια λαθρεμπορίαν κατά συναυτουργίαν, πράξιν φερομένην ως υπ'αυτών από κοινού τελεσθείσαν εις ... και την ευρυτέραν περιοχήν της ... κατά το χρονικόν διάστημα από 1 Δεκεμβρίου 2003 έως 16 Ιανουαρίου 2004 εις βάρος του δημοσίου.
V. Να απορριφθή κατά τα λοιπά η αίτησις αναιρέσεως τούτου.
Αθήνα 6 Απριλίου 2009
Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Ανδρέας Ι. Ζύγουρας "
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, ο αντίκλητος του 1ου αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ,,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως: α) του Χ1 και β) Χ2, με αριθμό 55/12-11-2008 και 56/12-11-2008, κατά του υπ' αριθμό 291/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσία, οι εφέσεις τους, κατά του υπ' αριθμό 549/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, που τους παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιώς, προκειμένου να δικαστούν για τις αξιόποινες πράξεις: α) της λαθρεμπορίας κατά συναυτουργία με ιδιαίτερα τεχνάσματα, β) της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση πλαστών εγγράφων, με την οποία ο υπαίτιος σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτόν του και σε άλλο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία τρίτου, το ύψος του οποίου και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και γ) της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους και να εξετασθούν ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους.
Α) επί της αιτήσεως του Χ1.
Από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ.1 του Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, από τον κατηγορούμενο που είναι γνωστής διαμονής στην ημεδαπή, είναι δέκα ημερών και αρχίζει από την επομένη ημέρα της επιδόσεως του βουλεύματος σ' αυτόν. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 474 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο οφείλει να αναφέρει στην έκθεση ασκήσεως αυτού, το λόγο που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή του, δηλαδή τα περιστατικά που συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα, από τα οποία παρεμποδίσθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή του, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία αποδεικνύουν τη βασιμότητα, άλλως το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση δε επιδόσεως του βουλεύματος στον κατηγορούμενο με θυροκόλληση, σύμφωνα με το άρθρο 155 παρ.2 του Κ.Π.Δ, η προθεσμία ενάρξεως των ενδίκων μέσων αρχίζει από τη μεταγενέστερη επίδοση του βουλεύματος στον αντίκλητο που τυχόν έχει διορίσει, υπό την προϋπόθεση του έγκυρου διορισμού του, άλλως από την επίδοση τούτου στον κατηγορούμενο. Περαιτέρω, ο κατά το άρθρο 96 παρ.2 του Κ.Π.Δ, διορισθείς από τον κατηγορούμενο ως συνήγορός του, δε θεωρείται και αντίκλητός του, εφόσον δεν διορίσθηκε από αυτόν ως τέτοιος και κατά συνέπεια η επίδοση σ' αυτόν του βουλεύματος που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο δια θυροκολλήσεως, στερείται νομικής σημασίας. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 308 Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να διορίσει αντίκλητο, από τους δικηγόρους που είναι διορισμένοι στην έδρα του ανακριτή, ενώ, επί ασκήσεως εφέσεως κατά βουλεύματος δεν προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 477-481 διορισμός αντικλήτου. Εφόσον όμως, διορισθεί τέτοιος, πρέπει κατ' ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 498 του ίδιου Κώδικα, να είναι δικηγόρος της έδρας του δικαστικού συμβουλίου που εξέδωσε το εκκαλούμενο βούλευμα ή του κατ' έφεση δικάζοντος συμβουλίου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 54 παρ. 5 του Κώδικα περί δικηγόρων, παρέχεται η δυνατότητα στους δικηγόρους του Πρωτοδικείου Αθηνών, να ενεργούν διαδικαστικές πράξεις και στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Πειραιώς και αντίστροφα. Πλην όμως, από τη διάταξη αυτή δεν σκοπήθηκε η τροποποίηση των αναφερομένων στην έδρα του δικαστηρίου και το διορισμό αντικλήτου σ' αυτήν διατάξεων, ώστε στα όρια του Πρωτοδικείου Πειραιώς μπορεί να διορισθεί ως αντίκλητος μόνο δικηγόρος του Πρωτοδικείου Πειραιώς και όχι δικηγόρος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Τέλος, η υπό του κατηγορουμένου εξουσιοδότηση δικηγόρου για άσκηση ενδίκου μέσου, δεν καθιστά αυτόν και αντίκλητό του, εφόσον δεν διορίσθηκε ως τέτοιος ή δεν εξουσιοδοτήθηκε όπως διορίσει τον εαυτόν του ή έτερο δικηγόρο ως αντίκλητό του. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά του ως άνω αναιρεσείοντος και άλλων συγκατηγορουμένων του, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, διενεργήθηκε από τον ανακριτή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, κυρία ανάκριση για χρήση πλαστών εγγράφων κατά συναυτουργία, κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, καθώς και για άλλες αξιόποινες πράξεις. Ο ως άνω κατηγορούμενος διόρισε, κατά την απολογία του ενώπιον του ως άνω τακτικού ανακριτή Πειραιώς, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του, το Διονύσιο Ραϊκο, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Με το εκκαλούμενο βούλευμα με αριθμό 549/2008 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ο αναιρεσείων Χ1, παραπέμφθηκε μετά των λοιπών συγκατηγορουμένων του, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, προκειμένου να δικασθεί για τις προαναφερόμενες πράξεις. Ο ίδιος ως άνω αναιρεσείων με την από 24-7-2008 εξουσιοδότησή του, εξουσιοδότησε τον ως άνω δικηγόρο Διονύσιο Ραϊκο, να ασκήσει έφεση κατά του πρωτόδικου βουλεύματος. Πράγματι ο εξουσιοδοτηθείς πληρεξούσιος δικηγόρος του, Διονύσιος Ραϊκος, άσκησε την υπ' αριθμό 60 από 24-7-2008 έφεση, κατά του υπ' αριθμό 549/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς και διόρισε τον εαυτόν του, ως αντίκλητο του κατηγορουμένου. Ο διορισμός όμως αυτός, ως αντικλήτου του κατηγορουμένου, ήτο άκυρος, αφού δεν είχε διορισθεί από τον κατηγορούμενο, ως αντίκλητός του, ούτε επίσης είχε εξουσιοδοτηθεί υπ' αυτού να διορίσει τον εαυτόν του ως αντίκλητο του κατηγορουμένου. Πέραν όμως τούτου, δεν μπορούσε να διορισθεί ως αντίκλητος του κατηγορουμένου, στην προκείμενη υπόθεση, αφού ήταν μέλος του Δ. Σ. Αθηνών. Κατόπιν αυτών, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμό 291/2008 βούλευμά του, απέρριψε στην ουσία την έφεση που άσκησε, και επικύρωσε ως προς τον ήδη αναιρεσείοντα Χ1 το πρωτόδικο βούλευμα. Το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον κατηγορούμενο, την 30-10-2008, με θυροκόλληση στη διεύθυνση που αυτός δήλωσε τόσο κατά την απολογία του, όσο και κατά την άσκηση της εφέσεως, και συγκεκριμένα στην οδό ... αρ. ... στον ..., όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως της ..., δικαστικής επιμελήτριας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς. Επιπρόσθετα, το ως άνω βούλευμα επιδόθηκε την 6-11-2008 και στον φερόμενο, ως αντίκλητό του κατηγορουμένου, δικηγόρο Διονύσιο Ραϊκο, στη διεύθυνση ..., ο οποίος για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν είχε αποκτήσει την ιδιότητα του αντικλήτου και συνεπώς η γενόμενη προς τον ως άνω δικηγόρο επίδοση του βουλεύματος, στερείται οποιασδήποτε νομικής σημασίας. Κατά συνέπεια, η προθεσμία για την άσκηση της αναιρέσεως, άρχισε την επομένη ημέρα από της, κατά την 30-10-2008 επιδόσεως του βουλεύματος στον κατηγορούμενο, ενώ η εναντίον αυτού αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε την 12-11-2008, ημέρα της εβδομάδας Τετάρτη, που ήταν εργάσιμη, ήτοι μετά την πάροδο της τασσόμενης προθεσμίας των δέκα ημερών, χωρίς όμως, στην αίτηση να αναφέρεται οποιοσδήποτε λόγος ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητο κώλυμα, εξαιτίας των οποίων να μην μπόρεσε αυτός να ασκήσει εμπρόθεσμα την αίτηση αναιρέσεως. Μετά από αυτά, και την ειδοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, κατά την σχετική σημείωση επί του φακέλου της δικογραφίας, του γραμματέα του συμβουλίου τούτου, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του Χ1, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476, 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ).
Β) επί της αιτήσεως του Χ2.
Η αίτηση του είναι τυπικά παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεσή του, που άσκησε κατά του υπ' αριθμό 549/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, και παραπέμφθηκε με άλλους συγκατηγορούμενούς του, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιώς, για να δικασθεί για τις πράξεις α) της λαθρεμπορίας κατά συναυτουργία (άρθρα 155 παρ.1 περ. β και 2 περ. ζ' και 157 παρ.1 εδ β' του ν. 2960/2001, β) χρήσεως πλαστών εγγράφων κατά συναυτουργία, κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (216 παρ. 3 Π.Κ), και γ) υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως κατά συναυτουργία (άρθρο 220 παρ.1 του Π.Κ). Ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων Χ2, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, προέβαλε το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, ως προς τις διατάξεις του εκείνες, με τις οποίες παραπέμφθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιώς, και συγκεκριμένα μόνο για τις πράξεις: α) της λαθρεμπορίας, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και β) της χρήσεως πλαστών εγγράφων κατά συναυτουργία, κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Αντίθετα, ως προς την πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, δεν προέβαλε τη διάταξη του βουλεύματος. Επομένως, η υπόθεση φέρεται προς κρίση ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, μόνο ως προς τις διατάξεις του βουλεύματος, που προσβλήθηκαν με την αίτηση αναιρέσεως (ΑΠ 132/2007).
Επειδή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.1 και 3 και 112 του Π.Κ, το αξιόποινο εξαλείφεται δια της παραγραφής, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ.1 εδ. β, 370 στοιχ. β και 485 του Κ.Π.Δ, συνάγεται, ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα συμβούλια, σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου, ως συμβουλίου, ο οποίος αν διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της και μετά την άσκηση της αναιρέσεως κατά του βουλεύματος, οφείλει να αναιρέσει αυτό και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αρκεί η αίτηση αναιρέσεως να είναι παραδεκτή. (ΑΠ 513/2008). Αυτό βέβαια τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι με την αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η διάταξη του βουλεύματος, που αφορά παραγεγραμμένη πράξη. (ΑΠ 132/2007) Διαφορετικά, εάν η συγκεκριμένη διάταξη αφορά παραγεγραμμένη πράξη, η οποία όμως δεν προσβάλλεται με την αίτηση αναιρέσεως, ο Άρειος Πάγος, σε συμβούλιο, δεν μπορεί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, αφού αυτή δεν μεταβιβάσθηκε ενώπιόν του και συνεπώς, δεν μπορεί να επιληφθεί οποιουδήποτε θέματος που αφορά αυτήν. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτει ότι η διάταξη του βουλεύματος που αφορά την αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας, προσβλήθηκε με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Η πράξη αυτή, που έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα, φέρεται να έχει τελεσθεί κατά το χρονικό διάστημα από 1-12-2003 έως 16-1-2004. Επομένως, αφού έχει παρέλθει μέχρι την ημέρα της διασκέψεως(24-6-2009) χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, χωρίς να έχει μεσολαβήσει αναστολή του χρόνου της παραγραφής, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής του αξιοποίνου αυτής, όχι μόνο για τον ως άνω αναιρεσείοντα, αλλά και για τους λοιπούς συγκατηγορούμενούς του, σύμφωνα με το άρθρο 469 του Κ.Π.Δ, αφού πρόκειται περί αντικειμενικού λόγου παραγραφής, που δεν αφορά αποκλειστικά τον αναιρεσείοντα.(ΑΠ 963/2008). 'Οσον αφορά όμως, τη διάταξη του βουλεύματος σχετική με την επίσης, παραγεγραμμένη πλημμεληματική πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, το παρόν συμβούλιο δεν δύναται να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, αφού με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, δεν μεταβιβάστηκε η σχετική διάταξή του της στο παρόν Συμβούλιο (ΑΠ 132/2007).
Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόσθηκε και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, β) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και γ) είναι επιτρεπτή η εξ' ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά, και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση και ειδικότερα από την εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, ήτοι μαρτυρικών καταθέσεων, των εγγράφων της δικογραφίας, των απολογιών των κατηγορουμένων, σε συνδυασμό με τις αιτιάσεις τους που διαλαμβάνονται στις αντίστοιχες εκθέσεις εφέσεων, ότι προέκυψαν κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατόπιν σχετικής παραγγελίας του προϊσταμένου της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Πειραιώς, προς τη Διεύθυνση Παρακολούθησης και Ελέγχου Ανασταλτικών Καθεστώτων (ΔΙ.Π.Ε.Α.Κ), διενεργήθηκε έρευνα από την εν λόγω υπηρεσία με αντικείμενο την ταξινόμηση ΙΧΕ αυτοκινήτων σε διάφορες υπηρεσίες του Υπουργείου Μεταφορών, με πλαστά πιστοποιητικά ταξινόμησης (τελωνισμού). Μεταξύ των αυτοκινήτων που ερευνήθηκαν ήταν και το με αριθμό κυκλοφορίας ... μάρκας MERCEDES, το οποίο είχε ταξινομηθεί την 16-1-2004 στο όνομα Χ4 και κατόπιν συνεχών μεταβιβάσεων και αλλαγής του αριθμού κυκλοφορίας σε ..., κατέληξε στην κυριότητα και κατοχή της Α.Ε. "ΣΩΛΗΝΟΥΡΓΕΙΑ ΘΗΒΩΝ", εις χείρας της οποίας κατασχέθηκε, διότι αποδείχθηκε ότι η αρχική ταξινόμηση στο γραφείο συγκοινωνιών ..., έγινε με πλαστά έγγραφα τελωνισμού. Και ενώ από την έρευνα προέκυπτε ότι υπήρχαν και άλλα παρόμοια κρούσματα από το γραφείο συγκοινωνιών ... και για τον λόγο αυτό ξεκίνησε έρευνα στην εν λόγω υπηρεσία, την 5/4/05, άγνωστοι δράστες πυρπόλησαν το αρχείο του γραφείο αυτής, προκειμένου να εξαφανισθούν ενοχοποιητικά στοιχεία. Μεταξύ σειράς ενεργειών της ΔΙΠΕΑΚ σχετικά με σωρεία οχημάτων με πλαστά πιστοποιητικά τελωνισμού, ζητήθηκαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες πληροφορίες σχετικά με τον τελωνισμό και του επίδικου αυτοκινήτου. Αφού το ΚΕΠΥΟ απάντησε αρνητικά, η ως άνω υπηρεσία με το αρ. ... έγγραφο προς το ΣΤ' Τελωνείο ... ζήτησε πληροφορίες σχετικά με τον τελωνισμό του ίδιου αυτοκινήτου. Το ΣΤ' Τελωνείο ... απάντησε επίσης αρνητικά. Το εν λόγω αυτοκίνητο, από το ιστορικό αρχείο του Υπ. Συγκοινωνιών φέρεται να μεταβιβάζεται την ίδια ημέρα από την Χ4- στο όνομα της οποίας ταξινομήθηκε - στην Χ5. Από το μηχανογραφικό κέντρο του Υπουργείου Συγκοινωνιών δεν φαίνεται πουθενά η ταξινόμηση στο όνομα της Χ4, αλλά φαίνεται ως πρώτη ταξινόμηση στο όνομα της Χ5. Πάντως και οι δυο ως άνω εμπλεκόμενες στην αρχική ταξινόμηση του αυτοκινήτου, εξεταζόμενες από την ερευνώσα υπηρεσία, αρνήθηκαν ότι γνώριζαν το γεγονός αυτό, ειδικά δε η δεύτερη, είπε ότι γνωρίζει τον Χ3 και τον Χ1 και πιστεύει ότι αυτοί είναι οι δράστες των παράνομων ταξινομήσεων διότι έχουν και στο παρελθόν κατηγορηθεί για παρόμοιες πράξεις. Την 20/2/04 το εν λόγω αυτοκίνητο άλλαξε με αίτηση της Χ5 τις πινακίδες του σε ... και 4 ημέρες μετά μεταβιβάσθηκε στην εταιρεία "ΣΙΝΜΠΟΟΥ ΔΟΜΗ ΕΠΕ", της οποία διαχειριστής είναι ο Χ2 και αφανής εταίρος ο Χ1, ο οποίος μαζί με τον Χ3 έφεραν στην εταιρεία το αυτοκίνητο. Τα δύο αυτά άτομα διακινούσαν το αυτοκίνητο με έγγραφα της εταιρείας διότι ο μεν Χ1 έχει πτωχεύσει, ο δε Χ3 είναι κάτοικος εξωτερικού και συνεπώς δεν μπορούσαν να διαθέτουν φορολογικά στοιχεία αγοράς και πώλησης του αυτοκινήτου. Οι υπεύθυνες δηλώσεις της Χ5 για την πώληση και αλλαγή των πινακίδων δεν φέρουν την γνήσια υπογραφή της. Σύμφωνα με όσα υποστηρίζει η ίδια όμως, ο Χ1 είχε στα χέρια του την ταυτότητα της και μπλοκ επιταγών της και μπορούσε με άνεση να πραγματοποιεί συναλλαγές επ' ονόματι της. Εν συνεχεία το αυτοκίνητο μεταβιβάσθηκε στην εταιρεία ΠΑΛΜ ΑΕ την 26/2/04, το δε τίμημα ύψους 30.000 ευρώ, εξοφλήθηκε με επιταγή της αγοράστριας αντίστοιχου ποσού. Δύο μήνες μετά ο Χ1 πώλησε το ίδιο αυτοκίνητο προς τα Σωληνουργεία Θηβών, εκπρόσωπος των οποίων τύγχανε ο ..., ενώ θα έπρεπε τούτο να έχει πωληθεί από την ΠΑΛΜ ΑΕ, εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει η εκκαλούσα ... . Το τίμημα για την πώληση αυτή ανήρχετο στο ποσόν των 51,000 ευρώ" ενώ η ΠΑΛΜ ΑΕ είχε εκδόσει τιμολόγιο πώλησης αξίας 31.000 δρχ., το οποίο δεν παραδόθηκε ποτέ στα Σωληνουργεία Θηβών, αλλά εκδόθηκε για λόγους λογιστικής ταυτοποίησης. Στα Σωληνουργεία Θηβών καταχωρήθηκε το Νο ... τιμολόγιο, που εξέδωσε η ΣΙΝΜΠΟΟΥ ΔΟΜΗ, το οποίο ήταν εικονικό, διότι το αυτοκίνητο ανήκε στην ΠΑΛΜ ΑΕ και έπρεπε να πωληθεί από την εταιρεία αυτή, στην πραγματικότητα όμως διαχειριζόταν τα του αυτοκινήτου οι κατ/νοι Χ1, Χ3 και Χ2. Οι δύο πρώτοι εμπλέκονται και σε άλλες παράνομες ταξινομήσεις αυτοκινήτων. Από τα ως άνω περιστατικά σαφώς προκύπτει, ότι το εν λόγω αυτοκίνητο έχει τεθεί στην κυκλοφορία χωρίς ποτέ να καταβληθούν οι νόμιμοι φόροι και δασμοί γι' αυτό, δια της χρήσεως πλαστού πιστοποιητικού ταξινόμησης, το οποίο φέρεται να εκδόθηκε από το Τελωνείο ... μέσα στο χρονικό διάστημα από 1-12-2003 έως 16-1-2004 στο οποίο αναφέρεται ότι δήθεν κατατέθηκε στο άνω Τελωνείο ειδική δήλωση φόρου κατανάλωσης (Δ.Ε.Φ.Κ), από την οποία δήθεν προέκυπτε ότι είχαν καταβληθεί οι αναλογούντες με βάση την φορολογητέα αξία του εν λόγω αυτοκινήτου δασμοί, φόροι και λοιπέςεπιβαρύνσεις, ύψους 15.786,77 ευρώ. Το πιστοποιητικό αυτό ήταν πλαστό καθ' όλα τα στοιχεία του, καθόσον από έρευνα που διενεργήθηκε από αρμοδίους υπαλλήλους της ΔΙΠΕΑΚ, διαπιστώθηκε ότι δεν κατατέθηκε ειδική δήλωση φόρου κατανάλωσης για το άνω αυτοκίνητο στο Τελωνείο ..., το οποίο άλλωστε δεν είχε αρμοδιότητα τελωνισμού αυτοκινήτων. Το εν λόγω πλαστό πιστοποιητικό ταξινόμησης, και τα λοιπά συνοδεύοντα αυτό πλαστά παραστατικά, δηλαδή ειδική δήλωση φόρου κατανάλωσης και ακριβές φωτοαντίγραφο της αλλοδαπής άδειας κυκλοφορίας για το άνω αυτοκίνητο δεν κατέστη δυνατόν να ευρεθούν διότι καταστράφηκαν με την φωτιά που τέθηκε στις 5-4-2005 στον χώρο όπου φυλάσσονταν στο Γραφείο Συγκοινωνιών ... φωτιά που αποδόθηκε από τις αρχές σε εμπρησμό από άγνωστους δράστες, προκειμένου να εξαφανισθούν ενοχοποιητικά στοιχεία, αφορώντα σε παράνομες ταξινομήσεις οχημάτων. Από τον τρόπο δε που ενήργησαν οι κατηγορούμενοι Χ3, Χ1 και Χ2 στην συγκεκριμένη περίπτωση και με δεδομένο ότι οι Χ3 και Χ1 εμπλέκονται και σε άλλες παρόμοιες υποθέσεις, ενώ ο Χ2 τους παρέχει την δυνατότητα τέτοιων συναλλαγών μέσω της ΣΙΝΠΟΟΥ ΕΠΕ, της οποίας εμφανίζεται ως διαχειριστής, συνάγεται ότι πρόκειται περί οργανωμένου κυκλώματος που δρα με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος από τέτοιες πράξεις, τις οποίες διαπράττουν από κοινού, με κοινό δόλο και κοινή οργάνωση. Τέλος, σχετικά με τον κοινοτικό ή μη χαρακτήρα του οχήματος, πρέπει να λεχθεί ότι δεν αποδεικνύεται ο κοινοτικός του χαρακτήρας, δεδομένου ότι απέκτησε ελληνικές πινακίδες κυκλοφορίας μα πλαστά πιστοποιητικά του τελωνείου και πλαστή δήλωση ειδικού φόρου κατανάλωσης, ενώ δεν υπάρχει η αλλοδαπή πρωτότυπη άδεια κυκλοφορίας. Σύμφωνα δε με το άρθρο 320 του Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2454/03, τα ταξινομημένα σε κράτος - μέλος της Κοινότητας οδικά οχήματα θεωρούνται κοινοτικά όταν από τα χαρακτηριστικά ταξινόμησης τους (άδεια κυκλοφορίας, πινακίδες κ.λ.π.) πιστοποιείται κατά τρόπο ασφαλή ο κοινοτικός τους χαρακτήρας.
Συνεπώς ουδόλως αποδεικνύεται, ούτε καν πιθανολογείται ο κοινοτικός χαρακτήρας του εν λόγω αυτοκινήτου, το οποίο είναι μεταχειρισμένο και η εισαγωγή του δεν έχει γίνει από επίσημη αντιπροσωπεία".
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 13στ', 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 216 παρ.3 του ΠΚ, όπως η παρ.3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2 του Ν. 2721/1999, τις οποίες σωστά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις.
Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας( άρθρο 484 παρ.1 περ. β και δ του Κ.Π.Δ) είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Ειδικότερα, εκτίθενται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με πληρότητα και σαφήνεια, ότι το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και αναφέρει λεπτομερώς και αναλυτικά με ποιο τρόπο ο αναιρεσείων, από κοινού με τους λοιπούς συγκατηγορούμενούς του, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, κατάρτισαν εξ' υπαρχής πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλους, για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένα, αιτιολογούνται οι παραδοχές σύμφωνα με τις οποίες ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος, ενεργώντας μετά από συναπόφαση και από κοινού με τους συγκατηγορούμενούς του, Χ1 και με άλλους μη διαδίκους στην παρούσα δίκη, στο χρονικό διάστημα από 1-12-2003 έως 16-1-2004, α) κατάρτισαν εξ' υπαρχής πλαστό πιστοποιητικό ταξινόμησης, που φέρεται να έχει εκδοθεί από το Τελωνείο ... και να αναγράφεται σ' αυτό, ότι κατατέθηκε ειδική δήλωση φόρου κατανάλωσης, από την οποία δήθεν προέκυπτε ότι είχαν καταβληθεί οι αναλογούντες για το συγκεκριμένο αυτοκίνητο δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις, ύψους 15.786,77 ευρώ, β) ότι το επίμαχο πιστοποιητικό ταξινόμησης ήταν πλαστό, όπως και τα διάφορα παραστατικά έγγραφα, που συνόδευαν το ως άνω πιστοποιητικό, και συγκεκριμένα η ειδική δήλωση φόρου κατανάλωσης, και ακριβές αντίγραφο της αλλοδαπής άδειας κυκλοφορίας του οχήματος, γ) ότι σκοπός του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος και των λοιπών συγκατηγορουμένων του, ήτο να παραπλανήσουν με τη χρήση του ως άνω πιστοποιητικού ταξινόμησης, τους αρμόδιους υπαλλήλους του Υπουργείου Συγκοινωνιών, για το γεγονός ότι για το συγκεκριμένο αυτοκίνητο, έχουν καταβληθεί οι αναλογούντες δασμοί και λοιποί φόροι, και οι λοιπές επιβαρύνσεις ύψους 15.786,77 ευρώ, δ) ότι με τον τρόπο αυτό πέτυχαν να ταξινομηθεί το συγκεκριμένο όχημα, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν καταβληθεί οι αναλογούντες δασμοί, φόροι και οι λοιπές επιβαρύνσεις, ε) ότι με τον τρόπο αυτό που ενήργησαν, πέτυχαν αυτός μεν και οι λοιποί συγκατηγορούμενοί του, να προσπορισθούν το ποσό των 15.786,77 ευρώ, το δε Ελληνικό Δημόσιο να ζημιωθεί το αντίστοιχο χρηματικό ποσό, και στ) ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, είναι πρόσωπο που διαπράττει την πράξη της πλαστογραφίας, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεσή της και την υποδομή που αυτός είχε διαμορφώσει με τους λοιπούς συγκατηγορούμενούς του, προκύπτει σκοπός για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του προς διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Επιπρόσθετα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με ειδική αιτιολογία, αναφέρεται στο υποκειμενικό στοιχείο του κοινού δόλου του αναιρεσείοντος, ο οποίος γνώριζε εξ' υπαρχής ότι ουδέποτε είχε εκδοθεί το επίμαχο πιστοποιητικό ταξινόμησης, από την φερόμενη ως εκδώσασα αυτό αρχή και ότι δεν είχαν καταβληθεί οι αναλογούντες δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις για τη νόμιμη ταξινόμηση του αυτοκινήτου. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες, με την επίκληση των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως, πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, είναι απαράδεκτες, γιατί προσβάλλουν την ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και ακολούθως να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12 Νοεμβρίου 2008 αίτηση του Χ1, κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ' αριθμό 291/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα Χ1, στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Αναιρεί κατά ένα μέρος το υπ' αριθμό 291/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς.
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων:1) Χ2, 2) Χ1, 3) Χ4, 4) Χ5 και 5) Χ3, για την πράξη της λαθρεμπορίας κατά συναυτουργία, που φέρεται ότι τέλεσαν από κοινού στον ... και στην ευρύτερη περιοχή της ..., κατά το χρονικό διάστημα από 1-12-2003 έως 16-1-2004 σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου. Και
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 12-11-2008 αίτηση του Χ2, κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ' αριθμό 291/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Αυγούστου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ