Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 583 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Ε.Σ.Δ.Α., Εφέσεως απαράδεκτο.




Περίληψη:
Απορρίπτεται η αναίρεση για εσφαλμένη αιτιολογία και για υπέρβαση εξουσίας κατ' αποφάσεως που απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως έφεση του κατηγορουμένου κατά ερήμην του πρωτοδίκου καταδικαστικής αποφάσεως για πλαστογραφία με χρήση, διότι αιτιολογημένα κρίθηκε ότι εχώρησε επίδοση της καταδικαστικής αποφάσεως στον κατηγορούμενο ως αγνώστου διαμονής εφόσον δεν βρέθηκε στην γνωστή στην Εισαγγελική Αρχή που παρήγγειλε την επίδοσή της, διεύθυνση κατοικίας του ο κατηγορούμενος κατά τον κρίσιμο χρόνο της κοινοποίησης και δεν προέκυπτε ότι ήταν άκυρη η γενόμενη επίδοση της καταδικαστικής αποφάσεως λόγω γνωστής διαμονής του κατηγορουμένου και ότι καθ' υπέρβαση της εξουσίας του το Δικαστήριο απέρριψε το ασκηθέν ένδικο μέσο. Δεν έκρινε το απορρίψαν την έφεση του αναιρεσείοντος δικαστήριο κατά παραβίαση του δικαιώματος του κατηγορουμένου από το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη ούτε συνιστά αυτοτελή λόγο αναίρεσης η παραβίαση του άρθρου αυτού της άνω Διεθνούς συμβάσεως.




Αριθμός 583/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βαλάση, περί αναιρέσεως της 2077/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Απριλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 656/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως η προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη εκτός εάν είναι αυτός αγνώστου διαμονής οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως. Κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 γ του άρθρου 273 Κ.Ποιν.Δ. ωσότου η καταδικαστική απόφαση γίνει αμετάκλητη και εκτελεσθεί κάθε έγγραφο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο επιδίδεται εγκύρως στον κατηγορούμενο, αν η επίδοση γίνει στη διεύθυνση της κατοικίας ή διαμονής του που δηλώθηκε αρχικά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο εδάφιο α' της παρ. 1 του άρθρου αυτού, εκτός αν ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει μεταβολή της πριν από την επίδοση. Η δήλωση ως προς την μεταβολή της κατοικίας ή της διαμονής, μαζί με την ακριβή διεύθυνση πρέπει να γίνει εγγράφως στον Εισαγγελέα που άσκησε την ποινική δίωξη ή αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί. Εξ άλλου κατά το άρθρο 155 παρ. 1 εδαφ. β και παρ. 2 εδαφ. β Κ.Ποιν.Δ. αν αυτός που κάνει την επίδοση δεν βρίσκει τον ενδιαφερόμενο στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του ή του καταστήματος ή του εργαστηρίου ή του γραφείου όπου ασκεί το επάγγελμά του, εγχειρίζει το έγγραφο σε κάποιον από εκείνους, που, έστω και προσωρινά, διαμένουν μαζί του ή στους οικιακούς βοηθούς του ή στο θυρωρό της κατοικίας που μένει ή σε κάποιον από όσους είναι στο κατάστημα ή στο εργαστήριο ή στο γραφείο. Αν δεν βρεθεί στην κατοικία του ο ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή θυρωρός, όποιος κάνει την επίδοση επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας. Η κατά τον άνω τρόπο με θυροκόλληση επίδοση του εγγράφου προϋποθέτει ότι εκείνος προς τον οποίο έγινε η επίδοση έχει πράγματι κατοικία στην διεύθυνση που αναφέρεται στην έκθεση επιδόσεως. Αν, αντίθετα, προκύπτει ότι ο προς ον η επίδοση δεν έχει πλέον κατοικία στην αναφερόμενη στην έκθεση επιδόσεως διεύθυνση και έχει μετοικήσει από εκεί σε άγνωστο τόπο, η προς αυτόν επίδοση πρέπει να γίνει κατά τη διαδικασία για την επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής του άρθρου 156 Κ.Ποιν.Δ. Κατά το άρθρο δε 154 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. η μη τήρηση, μεταξύ άλλων, των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 155-157 συνεπάγεται την ακυρότητα της επιδόσεως. Σε σχέση με το ένδικο μέσο της έφεσης κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε με απόντα τον κατηγορούμενο, προϋπόθεση για το εκπρόθεσμο της άσκησης της είναι η έγκυρη επίδοση της εν λόγω αποφάσεως διότι διαφορετικά, σε περίπτωση δηλαδή που είναι άκυρη η επίδοση δεν αρχίζει η προθεσμία που ορίζει ο νόμος και η έφεση ασκείται εμπρόθεσμα. Εξ άλλου κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 474 παρ. 2 του ιδίου κώδικα εκείνος που ασκεί εκπρόθεσμα το ένδικο μέσο οφείλει να διαλάβει στη σχετική έκθεση λόγο ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος εξ αιτίας των οποίων δεν άσκησε εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο ή ότι η επίδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι άκυρη για κάποιο συγκεκριμένο λόγο και, ακόμη, να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προκύπτουν. Ειδικότερα όταν το γεγονός που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση εφέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως είναι η ακυρότητα της επιδόσεως της στον δήμαρχο της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του εκκαλούντος ως αγνώστου διαμονής σύμφωνα με το άρθρο 156 Κ.Ποιν.Δ. πρέπει να αναφέρεται στην έκθεση εφέσεως ότι κατά το χρόνο της επιδόσεως ο εκκαλών είχε γνωστή διαμονή και να καθορίζεται με ακρίβεια ο τόπος στον οποίο τότε διέμενε έτσι ώστε να προκύπτει η ακυρότητα της επιδόσεως. Αν δεν διαλαμβάνονται τα ανωτέρω στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου τότε η έφεση απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη και συνεπώς απαράδεκτη, χωρίς να είναι επιτρεπτή αναπλήρωση της ελλείψεως των στοιχείων αυτών με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται μεταγενέστερα κατά τη συζήτηση της εφέσεως στο ακροατήριο. Ως άγνωστης διαμονής θεωρείται τις διατάξεις του άρθρου 156 παρ. 1 και 2 Κ.Ποιν.Δ. ο εκκαλών - κατηγορούμενος που απουσιάζει από τον τόπο κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει επίδοσή του, έστω και αν αυτή έχει γνωστή σε τρίτους ή ακόμη στην αστυνομική αρχή. Τόπος δε κατοικίας νοείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, αυτός που έχει δηλώσει στην αρμόδια εισαγγελική αρχή και αν δεν έχει διενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτή, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Τέλος κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1, 2 Κ.Ποιν.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως ή του βουλεύματος επιτρέπεται αναίρεση. Η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως ως εκπρόθεσμο για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος του εκκαλούντος, το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση (Ολ. ΑΠ 6/1994 και 4/1999) χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τούτο ή μνεία των κατά τα άρθρα 154 παρ. 1, 156 και 161 Κ.Ποιν.Δ. στοιχείων εγκυρότητας της επιδόσεως, εκτός εάν προβάλλεται δια της εφέσεως λόγος ακυρότητος της επιδόσεως, οπότε η αιτιολογία της πρέπει να εκτείνεται η στην απορριπτική του λόγου τούτου κρίση του Δικαστηρίου. Σε περίπτωση όμως που με το ένδικο μέσο αμφισβητείται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του ως και η εντεύθεν αδυναμία γνώσεως της επιδόσεως, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία, άλλως ιδρύεται ο κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω πρέπει να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, στην αξιολόγηση των οποίων προέβη το Δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του για την απόρριψη της εφέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη 2077/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημμελημάτων), που την εξέδωσε, δικάζοντας ως Εφετείο προκύπτει ότι απερρίφθη ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της η από 5/6/2008 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 40434/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία εκείνος είχε καταδικασθεί ερήμην σε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική για πλαστογραφία με χρήση κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση. Με την έφεση όπως προκύπτει από την επισκόπηση της σχετικής εκθέσεως εζητείτο η εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως και η απαλλαγή του εκκαλούντος κατηγορούμενου διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εξετίμησε σωστά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και τον κήρυξε ένοχο πράξεως, την οποία δεν διέπραξε και εδηλώνετο ότι ασκήθηκε η έφεση εκπρόθεσμης διότι ουδέποτε έλαβε γνώση της ποινικής διώξης και της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι της 27/5/2008 οπότε και συνελήφθη προς εκτέλεση της, καθώς είχε αναζητηθεί στην οδό ... στην ... και η προσβαλλόμενη επιδόθηκε ως αγνώστου διαμονής ενώ είχε γνωστή διαμονή στην οδό ... στην ..., γεγονός που γνώριζε η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπως προκύπτει και από άλλα κλητήρια θεσπίσματα που του είχε επιδώσει το ίδιο χρονικό διάστημα. Ως εκ τούτου, η επίδοση της προσβαλλόμενης ως αγνώστου διαμονής ήταν άκυρη καθώς α) όπως προαναφέρεται είχε γνωστή διαμονή στην οδό ... στην ... και β) γιατί δεν αναζητήθηκε στην τελευταία γνωστή στις αρχές κατοικία του, αφού όπως αποδεικνύεται από κλήση της εντέλλουσας την επίδοση αρχής (Εισαγ. Αθηνών) της ίδιας χρονικής περιόδου γνώριζε ως τελευταία διαμονή του την οδό ... στην ... (ή ακόμη και τη διεύθυνση της εργασίας στην οδό ... στις ... και ήταν η έφεση του εμπρόθεσμη.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, για να απορρίψει την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 40434/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών δέχθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του τα παρακάτω, κατά το μέρος που αφορούν την ουσιαστική κρίση του "Στην προκείμενη περίπτωση από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος που εξετάσθηκε στο ακροατήριο τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με την 40434/2001 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ο εκκαλών κατηγορούμενος καταδικάσθηκε ερήμην σε ποινή φυλακίσεως δώδεκα μηνών η οποία μετετράπη προς 1500 δραχμές για κάθε ημέρα φυλάκισης. Όπως αποδεικνύεται από το από 2/2/2004 αποδεικτικό επιδόσεως της αστυφύλακος ... που υπηρετεί στο Α.Τ. Αγίου Παντελεήμονος Αθηνών, η επίδοση της ως άνω αποφάσεως έγινε στις 2/2/2004 στον αρμόδιο για την παραλαβή εγγράφων, που έχει οριστεί από το Δήμαρχο Αθηναίων, υπάλληλο, επειδή ήταν άγνωστης διαμονής, αφού αυτός αναζητήθηκε στην οδό ... στην ... και δεν βρέθηκε να κατοικεί εκεί. Ο εκκαλών άσκησε την κρινόμενη έφεση του στις 5/6/2008, δηλαδή πολύ χρόνο μετά την πάροδο της προβλεπομένης από τη διάταξη του 473 ΚΠΔ προθεσμίας. Με την έκθεση εφέσεως δήλωσε ότι ουδέποτε έλαβε γνώση της σε βάρος του ποινικής διώξης και της καταδικαστικής αποφάσεως, δεν ήταν άγνωστης διαμονής αλλά γνωστής (διαμονής) και κατοικούσε στην οδό ... που ήταν γνωστή στις Αρχές. Επί του λόγου αυτού της εφέσεως πρέπει να σημειωθεί ότι η μόνη γνωστού τόπου κατοικία του κατηγορουμένου είναι η οδός ..., την οποία ο ίδιος είχε δηλώσει στην από 5/12/1996 υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του από το δικηγόρο Αθηνών Περικλή Ποτόλια. Αυτήν την υπεύθυνη δήλωση την παρέδωσε στο Ζ δηλώνοντας ότι "οι συναλλαγματικές που φέρονται έχουν εκδοθεί από αυτόν (Ζ)....έχουν πλαστογραφηθεί οι υπογραφές του". Μετά δε από την άσκηση 19/9/1997 ανακοπής του Ζ κατά της 480/1997 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος και της προσβολής ως πλαστών των συναλλαγματικών, ασκήθηκε η κατά του κατηγορούμενου ποινική δίωξη για πλαστογραφία επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Όμως βρέθηκε ότι στην άνω διεύθυνση δεν κατοικούσε. Όπως προκύπτει από την κατάθεση του αστυνομικού ..., που αναγνώσθηκε, αυτός βρήκε από το αστυνομικό δελτίο ταυτότητας του κατηγορούμενου τον τόπο κατοικίας του στην οδό ..., όπου μετέβη για την επίδοση της εκκαλουμένης. Επομένως, αυτή (ήταν) η γνωστή διεύθυνση του εκκαλούντος στην Εισαγγελική Αρχή, που παρήγγειλε την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, στην οποία, αφού αναζητήθηκε και απουσίαζε σε άγνωστο μέρος και δεν βρέθηκε κανένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 156 παρ. 1 ΚΠΔ, εγκύρως επιδόθηκε ως αγνώστου διαμονής. Ούτε ο ίδιος άλλωστε δήλωσε ποτέ αρμοδίως μεταβολή της κατοικίας του ώστε η επίδοση να γίνει σε νέα διεύθυνσή του. Επομένως εγκύρως έγινε η επίδοση της εκκαλουμένης στον κατηγορούμενο ως αγνώστου διαμονής. Με βάση τα παραπάνω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεσή του ως απαράδεκτη εξ αιτίας της εκπρόθεσμης ασκήσεώς της.....".
Η παραπάνω αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται σε αυτή όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν ως αναγκαία για την πληρότητά της, δηλαδή η χρονολογία επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως στον εκκαλούντα, το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως και η χρονολογία ασκήσεως της εφέσεως εκ μέρους του ήδη αναιρεσείοντος, η οποία κείται πέραν της νομίμου προθεσμίας αυτής. Αναφέρεται ακόμη στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι ο ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος αναζητήθηκε στην διεύθυνση κατοικίας του στην οδό ... που αναφερόταν στην από 5/12/1996 επί εντύπου του ν. 1589/1986 υπεύθυνη δήλωση που απευθυνόταν προς τον Ζ εκ μέρους του οποίου καταγγέλθηκε ως πλαστογράφος ο κατηγορούμενος στην ανακοπή που άσκησε κατά διαταγής πληρωμής που είχε εκδοθεί σε βάρος του με βάση συναλλαγματικές από τις αναφερόμενες στην άνω υπεύθυνη δήλωση και ότι δεν βρέθηκε ο κατηγορούμενος στην διεύθυνση που αναφερόταν σε εκείνη την δήλωση υπό την έννοια ότι δεν υπήρχε κατοικία σ' αυτήν, αφού δεν αναφέρεται αριθμός της οδού. Δεν υπάρχει αντίφαση στην προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με τα παραπάνω γενόμενα δεκτά από όσα περαιτέρω αναφέρονται στο σκεπτικό της ότι αναζητήθηκε ο κατηγορούμενος και στην οδό ..., που ήταν η διεύθυνση κατοικίας που είχε δηλώσει όταν ζήτησε να εκδοθεί αστυνομικής ταυτότητας του ο ίδιος και προέκυπτε από τα στοιχεία στο Αστυνομικό Τμήμα από το οποίο είχε εκδοθεί. Κατά τα αναφερόμενα στην αναγνωσθείσα επίσης στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση από 27.7.1999 ένορκη κατάθεση του αστυνομικού ..., ανευρέθη από το δελτίο αστυνομικής ταυτότητάς του ο τόπος κατοικίας του κατηγορουμένου στην οδό ..., όπου μετέβη για την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως κατόπιν παραγγελίας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, όργανο της δημοσίας δυνάμεως. Δεν είχε εξετασθεί ο ήδη αναιρεσείων κατά την προδικασία και δεν είχε δηλώσει την διεύθυνση κατοικίας του ή της διαμονής του τότε ώστε κάθε έγγραφο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο και κάθε άλλο ποινικό δικόγραφο για να επιδιδόταν εγκύρως σ' αυτόν να έπρεπε να επιδοθεί σ' εκείνην τη δηλωθείσα αρχικώς διεύθυνση κατοικίας η διαμονής του κατ' άρθρο 273 παρ. 1 γ Κ.Ποιν.Δ. Δεν ήταν υποχρεωμένη η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών να ζητήσει πληροφορίες για τον τόπο κατοικίας ή διαμονής του κατηγορούμενου ή για τη διεύθυνση της επαγγελματικής εγκατάστασής του από τις ελληνικές διοικητικές Αρχές είτε από άλλες εισαγγελίες της χώρας. Το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εξέτασε το ζήτημα αν ήταν γνωστή ή όχι στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών η προβαλλόμενη με την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος ως γνωστή στην άνω Εισαγγελική Αρχή διεύθυνση κατοικίας του στην οδό ... στην ..., εφόσον το άγνωστο της διαμονής του κατηγορούμενου κρίνεται από το αν η διαμονή του είναι άγνωστη στη συγκεκριμένη εισαγγελική αρχή που διέταξε την κοινοποίηση στον κατηγορούμενο της πρωτοδίκου καταδικαστικής αποφάσεως. Από τις παραδοχές της προσβαλλόμενη αποφάσεως δεν προκύπτει ότι ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών κατά τον κρίσιμο χρόνο (2.2.2004) η διεύθυνση κατοικίας του κατηγορούμενου στην οδό .... Δεν προέβαλε ο ήδη αναιρεσείων στην έφεση που είχε ασκήσει κατά της πρωτοδίκου καταδικαστικής αποφάσεως ότι είχε προηγουμένως καταστήσει γνωστή στην άνω εισαγγελική αρχή που παρήγγειλε την επίδοση της ερήμην του εκδοθείσης άνω αποφάσεως, ότι ο τόπος κατοικίας του ήταν στην οδό ... στην ... και ότι η διεύθυνση επαγγελματικής του δραστηριότητας ήταν στις ... στην οδό ... ούτε με ποιο τρόπο κατέστησε γνωστή στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών αυτή τη διεύθυνση ως τόπο κατοικίας του. Από τα έγγραφα στη δικογραφία που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι αναγνώσθηκαν και συνεκτιμήθηκαν, όπως επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο στα πλαίσια ερεύνης του βασίμου των λόγων αναίρεσης, δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη άλλων κλητηρίων θεσπισμάτων που να επιδόθηκαν στον αναιρεσείοντα από την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών παρά τα όσα αντίθετα ανέφερε αυτός στην έφεση του. Το κλητήριο θέσπισμα από ημερομηνία 25/11/2002 το οποίο αφορούσε τον κατηγορούμενο και επιδόθηκε σ' αυτόν στην αναφερόμενη στην έφεσή του ως διεύθυνση κατοικίας του στις 1/2/2003 είχε εκδοθεί από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς, από την οποία και είχε δοθεί η παραγγελία να επιδοθεί στον κατηγορούμενο. Το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με αυτά που δέχθηκε, ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις να γίνει επίδοση της ερήμην του εκδοθείσης καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για τον κατηγορούμενο κατά τη διαδικασία του άρθρου 156 Κ.Ποιν.Δικ. για την επίδοση σε πρόσωπα αγνώστου διαμονής και ότι από την επίδοση στις 2/2/2004 για τον ήδη αναιρεσείοντα της εν λόγω αποφάσεως στο Δήμο Αθηναίων ως εκείνου του τόπου τελευταίας γνωστής κατοικίας του κατηγορούμενου άρχισε και παρήλθε η από το άρθρο 473 Κ.Ποιν.Δ. προθεσμία πριν ασκήσει ο κατηγορούμενος στις 5/6/2008 έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως ορθώς έκρινε ως απαράδεκτο το ασκηθέν ένδικο μέσο.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Δ και Η Κ.Ποιν.Δ. λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλονται ελλιπής και αντιφατική αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως και υπέρβαση εξουσίας από το δικαστήριο που την εξέδωσε είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Απορριπτέες κρίνοντας και οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, κατά τις οποίες η παράλειψη της εισαγγελικής αρχής να επιδείξει στοιχειώδη επιμέλεια να ανεύρει την κατοικία του ήδη αναιρεσείοντος στην οδό ..., που ήταν γνωστή στις φορολογικές αρχές και στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς, όπου την είχε δηλώσει στα πλαίσια διενεργούμενης προανακρίσεως, έτσι ώστε να επιδοθεί σ' αυτόν τόσο το αρχικό κλητήριο θέσπισμα (για να παραστεί στο δικάσαν δικαστήριο και να υποστηρίξει την αθωότητά του) όσο και η εκδοθείσα απόφαση (για να μπορέσει να ασκήσει τα νόμιμα ένδικα μέσα) αλλά τον κλήτευσε εσφαλμένα ως αγνώστου διαμονής μετά από αναζήτηση του σε διεύθυνση που δεν αποτελούσε γνωστή διαμονή του, και οι παραδοχές του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η σχετική επίδοση ήταν νόμιμη και να απορρίψει την ασκηθείσα έφεσή του ως εκπρόθεσμη, συνιστούν παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος υπερνομοθετική ισχύ και του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη.
Η παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης που προβλέπεται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης κατ' αποφάσεως πέρα από αυτούς που αναφέρονται περιοριστικώς στο άρθρο 510 Κ.Ποιν.Δ. Επίκλησή του από το άρθρο 6 παρ. 1 της άνω διεθνούς συμβάσεως δικαιώματος μπορεί να γίνει μόνον προς ενίσχυση ενός αναιρετικού λόγου από τους άνω αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.
Το δικαστήριο της ουσίας με αυτά που δέχθηκε έκρινε, με βάση τις τιθέμενες από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν προϋποθέσεις, μη παραδεκτή την ασκηθείσα από τον ήδη αναιρεσείοντα έφεση κατά της σε βάρος του πρωτόδικου ερήμην του καταδικαστικής αποφάσεως αφού απήντησε στους ισχυρισμούς του μετά από την εξέταση της προταθείσης από τον ίδιο στην κατ' έφεση δίκη μάρτυρα και την ανάγνωση και συνεκτίμηση των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης, χωρίς να παραβιάσει το άνω δικαίωμα του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη.
Μετά ταύτα η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16/4/2009 αίτηση του Χ περί αναιρέσεως της 2077/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημμελημάτων). Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από ευρώ διακόσια είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Φεβρουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Μαρτίου 2010. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή