Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1634 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση.




Περίληψη:
Αιτιολογία βουλεύματος για κακουργηματική απάτη από κοινού. Απορρίπτει αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης. Απορρίπτει.





Αριθμός 1634/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


E' Ποινικό Τμήμα - Σ Ε ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) χ1 και 2) χ2, περί αναιρέσεως του με αριθμό 352/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας.
Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 17 Ιανουαρίου 2008, δύο (2) τον αριθμό, αυτοτελείς αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 175/2008. Έπειτα η Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 153/3.4.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 § 1 του Κ.Π.Δ., τις υπ'αριθ. 2 και 3/17-1-2008 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων α)χ1 και β) χ2, κατά του υπ'αριθ. 352/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας και εκθέτω τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου με το υπ'αριθ. 284/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε τους αναιρεσείοντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας για να δικασθούν για την αξιόποινη πράξη της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανωτέρας των 15.000 ευρώ, κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση, τετελεσμένη και σε απόπειρα, κατ'επάγγελμα (άρθρα 13 στ, 98, 45 και 386 § § ιβ'και 3α' Π.Κ.). Κατά του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος, οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι άσκησαν τις υπ'αριθμ. 4 και 5/5-10-2007 εφέσεις τους επί των οποίων εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο έγιναν αυτές τυπικά δεκτές και απορρίφθηκαν κατ'ουσία. Κατά του ως άνω εφετειακού βουλεύματος στρέφονται ήδη οι αναιρεσείοντες με τις κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης, οι οποίες ασκήθηκαν εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενα στην άσκησή τους πρόσωπα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 463, 465 § 1, 473 § 1, 474 § 1 και 482 § ια του Κ.Π.Δ., όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41 § 1 του ν.3160/2003. Διαλαμβάνεται δε στην αίτηση αυτή αναίρεσης σαφής και ορισμένος λόγος αναίρεσης και συγκεκριμένα αυτός της απόλυτης ακυρότητας (άρθρο 484 § 1 α και 171 § ιβ' Κ.Π.Δ.). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 484 § ια'και 171 § ιβ' Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον 'Αρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν, (β) την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 386 § ι Π.Κ., "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτείται η πρόκληση και επέλευση βλάβης στην περιουσία άλλου προσώπου, με σκοπό την απόκτηση παράνομου περιουσιακού οφέλους του υπαίτιου ή τρίτου, η οποία επιτυγχάνεται με την παραπλάνηση άλλου, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή την παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Η παραπλάνηση δηλαδή, του άλλου πραγματώνεται με τρεις διαφορετικούς εννοιολογικά τρόπους (παράσταση-απόκρυψη-παρασιώπηση), που κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα και εκ των οποίων οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος, της παρασιώπησης δηλαδή αληθινών γεγονότων, περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς με παράλειψη ήτοι την παράλειψη ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοίνωσης, από το νόμο, τη σύμβαση ή προηγούμενη συμπεριφορά του υπαίτιου. Το πρόσωπο αυτού που παραπλανά δεν είναι αναγκαίο να ταυτίζεται με εκείνο που ωφελείται, ούτε το πρόσωπο που παραπλανήθηκε με εκείνο του ζημιωθέντος (ΑΠ 760/2000 ΠοινΧρ, 2001-109) Πράγματι από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης είναι φανερό ότι το παραπλανώμενο πρόσωπο πρέπει να είναι αυτό που προβαίνει στην περιουσιακή διάθεση με πράξη, παράλειψη ή αντοχή του, άσχετα αν έτσι διαθέτει δική του περιουσία ή ξένη. Διαθέτων δηλαδή και εξαπατώμενος πρέπει να ταυτίζονται κατά το άρθρο 386 ΠΚ, άσχετα αν δεν χρειάζεται να ταυτίζονται διαθέτων και βλαπτόμενος (βλ. Μαρία Καϊάφα-Γκμάντι,Εμβάθυνση στην ποινική Νομολογία,έκδ. 2006, σελ.508). Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικά μεικτό, υπό την έννοια ότι οι περισσότεροι τρόποι πραγμάτωσης του μπορούν να εναλλαχθούν και σε περίπτωση συνδρομής περισσότερων τρόπων υπάρχει ένα μόνο έγκλημα (ΑΠ 587/2006 ΠοινΧρ. 2007-57, ΑΠ 1551/2006 ΠρΛογ 2006-501). Σύμφωνα με την τυποποιημένη συμπεριφορά του άρθρου 386 ΠΚ η αντικειμενική υπόσταση της απάτης περιλαμβάνει, σε αιτιώδη μεταξύ τους αλληλουχία, περισσότερα του ενός αποτελέσματα, τα οποία είναι προσδιοριστικά του άδικου χαρακτήρα της, αφού εν τέλει συγκλίνουν στη ζημιογόνο περιουσιακή διάθεση. Το πρώτο αποτέλεσμα της παραπλανητικής συμπεριφοράς του δράστη είναι να πείσει εκείνον με τον οποίο έρχεται σε επαφή. Από την επιρροή αυτή παράγεται αιτιωδώς η περιουσιακή διάθεση (πράξη, παράλειψη, ανοχή) που είναι το δεύτερο αποτέλεσμα και από αυτήν η βλάβη της περιουσίας που είναι το τρίτο αποτέλεσμα. Γι' αυτό και σωστά η απάτη εντάχθηκε στα λεγόμενα "εγκλήματα αποτελέσματος από ειδική συμπεριφορά" ( βλ. σχετικώς Ανδρουλάκη, Ποινικά Varia, ΠοινΧρ. 1995-681), με την έννοια ότι το εγκληματικό αποτέλεσμα παράγεται όχι από μια οποιαδήποτε συμπεριφορά αλλά από μια ειδικά περιγραφόμενη στο νόμο αλληλουχία συμπεριφοράς. Το γεγονός ότι για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης απαιτείται πρόσθετος σκοπός προσπορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους καθιστά την απάτη έγκλημα σκοπού και υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης. Το έγκλημα ολοκληρώνεται τυπικά με την επέλευση της βλάβης, ενώ ο προσπορισμός του παράνομου περιουσιακού οφέλους συνεπάγεται την ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος. Το έγκλημα της απάτης είναι έγκλημα περιουσιακής μετατόπισης: ό,τι ζημιώνεται ο ένας το ωφελείται ο άλλος (βλ. ΣυμβΕφΘεσ 308/97, όπου και παρατηρήσεις Ι. Μανωλεδάκη), με άλλα λόγια το επιδιωκόμενο περιουσιακό όφελος πρέπει να προέρχεται από τη βλαπτόμενη περιουσία δηλ. να αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ανάστροφη όψη αυτής (βλ. Χρ. Μυλωνόπουλου, όπ.παρ. σελ. 505). Το τρίτο αποτέλεσμα στην αντικειμενική διαδρομή (αλληλουχία) της απάτης είναι η περιουσιακή βλάβη. Η βλάβη της ξένης περιουσίας προσδιορίζει τη φυσιογνωμία της απάτης, αφού η επέλευση της σημαίνει και τυπική αποπεράτωση του εγκλήματος. Με βάση τις προϋποθέσεις της κρατούσας οικονομικής έννοιας της περιουσίας, βλάβη έχουμε από τη στιγμή που θα επέλθει η μείωση (: διαφορά προς το χειρότερο) της συνολικής χρηματικής αξίας της περιουσίας. Η διάγνωση αυτή θα κινηθεί στο πεδίο μιας σύγκρισης της αποτίμησης της περιουσίας αμέσως πριν από την εγκληματική πράξη και μετά την πράξη. Εφόσον το αποτέλεσμα είναι παθητικό, η περιουσιακή βλάβη φαίνεται δεδομένη. Κατά την έννοια της διάταξης απαιτείται η επέλευση της βλάβης να είναι το αναγκαίο, άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της συμπεριφοράς στην οποία προέβη ο δράστης (ΣυμβΑΠ 1277/90, ΠοινΧρ. ΜΑ-565, όπου και παρατηρήσεις Χρ. Μυλωνόπουλου) . Ακόμη ένα σημαντικής πρακτικής αξίας ζήτημα που απασχόλησε τη Νομολογία και τη Θεωρία είναι η σχέση διακινδύνευσης της περιουσίας με την περιουσιακή βλάβη. Έγινε δεκτό ότι η περιουσιακή βλάβη μπορεί να συνιστά και η διακινδύνευση της περιουσίας, όταν η δημιουργία κινδύνου προκαλεί μείωση της ενεστώσας αξίας της, έτσι ώστε να μπορεί να αποτιμηθεί ως ήδη επελθούσα βλάβη (βλ. περισσότερα Α. Παπαδαμάκη, Τα περιουσιακά εγκλήματα, σελ. 141). Επιβάλλεται όμως να διευκρινισθεί ότι η συνάφεια κινδύνου της περιουσίας και μείωσης της ενεστώσας αξίας της δεν μεταβάλει την απάτη σε έγκλημα διακινδύνευσης αλλά καλύπτει και τις παρυφές της ίδιας της περιουσιακής βλάβης. Τέλος κατά την παράγραφο 3 εδ. α του άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14§4 Ν. 2721/99, η απάτη τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000€. Έτσι η κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση απάτης, το συνολικό ποσό της οποίας δεν υπερβαίνει τις 15.000€ θεμελιώνει μόνο το βασικό έγκλημα της απάτης. Αν όμως η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000€, κακουργηματική απάτη στοιχειοθετείται ακόμη και αν ο δράστης δεν απέβλεπε στο ποσό αυτό, εκτός αν συγχρόνως πρόκειται για έγκλημα κατ' εξακολούθηση, οπότε εφαρμόζεται και το άρθρο 98§2 ΠΚ. Τέλος ορθά ο Άρειος Πάγος εντοπίζει το χαρακτηριστικό της κατ' επάγγελμα τέλεσης στο ότι οι δράστες δεν ενήργησαν ευκαιριακά αλλά βάσει σχεδίου και είχαν τελέσει παρεμφερείς πράξεις απάτης και σε βάρος άλλων (ΑΠ 1199/1999 ΠΝΑΠ 99-366,) καθώς και την έννοια της υποδομής, έχει δε δεχθεί ότι υποδομή συνιστά και η συστηματική, οργανωμένη και μεθοδευμένη δραστηριότητα του δράστη (ΑΠ 637/99 ΠΝΑΠ 99-190). Κατά δε το άρθρο 45 Π.Κ. "Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττομένου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο υπό του Αρείου Πάγου της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 Π.Κ., πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός (ΑΠ 50/1990 (σε ολομ.) και ΑΠ 810/2006 Π.Χρ. NZ/222). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 ΠΚ, ως αντικ. με άρ. 14 παρ. 1 Ν2721/1999, ορίζεται ότι αν περισσότερες από μία πράξεις του ιδίου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Από τη διάταξη αυτή, που έχει θεσπισθεί προς το σκοπό της επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία (συρροή) όμως το δικαστήριο μπορεί, αντί να καταγνώσει στο δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή .λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων (ΑΠ 59/2004, Ποιν. Χρ. ΝΔ/512). Κατά δε την παρ. 2 του αρ. 98 ΠΚ, όπως προστέθηκε με αρ. 14 παρ. 1 Ν.2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό, και στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 352/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του, ότι από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε κατά την κύρια ανάκριση και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και τις απολογίες των κατηγορουμένων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: 0 ψ1 (εγκαλών) έχει ένα εστιατόριο στη ..... Μαγνησίας, όπου το 2002 γνώρισε, στο κατάστημα του, τους κατηγορουμένους χ1 και χ2. Οι κατηγορούμενοι του εμφανίστηκαν ως ζεύγος με μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Ειδικότερα ο πρώτος δήλωσε ότι ήταν οικονομολόγος και χρηματιστής με μεγάλο κύκλο εργασιών, με γραφεία στη Λαμία και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, ενώ η δεύτερη ότι είχε υψηλές διασυνδέσεις με πολιτικούς και επιχειρηματίες και ότι διετέλεσε ιδιαιτέρα γραμματέας του Νομάρχη Μαγνησίας, ενώ όλα αυτά ήταν ψευδή. Επίσης, οι κατηγορούμενοι εύκολα αντιλήφθηκαν ότι ο εγκαλών και η οικογένεια του είναι άνθρωποι θρησκευόμενοι. Άρχισαν λοιπόν και αυτοί να προσποιούνται το ίδιο. Έτσι κάποια μέρα ο δεύτερος κατηγορούμενος τρώγοντας στο εστιατόριο του εγκαλούντος τον κάλεσε και του εξιστόρησε ένα "θαύμα" που δήθεν έζησε. Του διηγήθηκε ότι κάποτε είχε κοπεί ο τένοντας του ποδιού του. και θεραπεύτηκε χωρίς εγχείρηση μόνο με τις προσευχές του. 0 εγκαλών μετά από αυτό εντυπωσιάστηκε. Στη συνέχεια άρχισε να του υποβάλει την ιδέα ότι η συνάντηση τους δεν είναι τυχαία αλλά οφειλόταν σε θέληση του Θεού. Έτσι (κάνοντας μάλιστα και πολλές προσευχές προ του φαγητού) κατόρθωσαν να κερδίσουν την απόλυτη εμπιστοσύνη του εγκαλούντος, των γονέων του και της μνηστής του Γ1, κατοίκου ...... που τον βοηθούσαν στο εστιατόριο. Στις αρχές Μαρτίου 2003, όταν πλέον οι σχέσεις τους είχαν γίνει εξαιρετικά φιλικές, οι κατηγορούμενοι άρχισαν να τον προτρέπουν βαθμιαία να λάβει μέρος σε δήθεν κερδοφόρες εργασίες λ.χ. αγοραπωλησίες ακινήτων, τις οποίες αυτοί τεχνηέντως εμφάνιζαν ως αποδοτικές και πολύ συμφέρουσες με άμεσο κέρδος. Με σκοπό λοιπόν να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος τον διαβεβαίωσαν ότι έχουν οργανώσει ένα δίκτυο κτηματομεσιτικών συναλλαγών. Τον διαβεβαίωσαν επίσης ότι λόγω και της θέσης τους γνώριζαν άριστα τις κτηματομεσιτικές συναλλαγές και τον προέτρεψαν να επενδύσει σ' αυτές για να αποκομίσει πολλά κέρδη. Τον διαβεβαίωσαν επί πλέον ότι το κέρδος του κεφαλαίου που θα επένδυε ήταν σίγουρο, εξασφαλισμένο και ότι θα ήταν ανάλογο με το κεφάλαιο που τελικά θα επένδυε και το οποίο (κεφάλαιο) θα παρέμενε δεσμευμένο στις αγοραπωλησίες, αλλά αυτός θα απολάμβανε το κέρδος. Την 16 Μαρτίου 2003 η κατηγορουμένη χ1 στη .... στο προαναφερόμενο εστιατόριο πρότεινε στον εγκαλούντα να της δώσει κεφάλαιο 1.000.000 δρχ για να συμμετάσχει και αυτός στην αγορά ενός ακινήτου αξίας 18.000.000 δρχ, την οποία δήθεν θα έκανε στη .... με προσύμφωνο, αλλά στη συνέχεια θα πουλούσε αντί 25.000.000 δρχ σε κάποιον τρίτον αγοραστή που ήδη είχε εξασφαλίσει. Του είπε επίσης ότι αν βρίσκει ενδιαφέρουσα την πρόταση της να μεταβεί με τη μνηστή του στην οικία της για να συζητήσουν το όλο θέμα. Ο εγκαλών που ήταν εύπιστος αλλά και άσχετος με τέτοιες κτηματομεσιτικές εργασίες εντυπωσιάστηκε από τις διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης και αμέσως αποδέχθηκε την πρόταση της. Την ίδια κιόλας ημέρα μετέβη με τη μνηστή του στην οικία της κατηγορουμένης στο Βόλο. Μόλις μπήκαν στο σπίτι της, η κατηγορουμένη για να επηρεάσει θετικά προς το σκοπό της και τη μνηστή του εγκαλούντος κάθισε δίπλα της, την αγκάλιασε λέγοντας ότι "είναι πολύ καλή κοπέλα και ότι προστάτης της είναι ο Ιησούς και η Παναγία". Όταν εκείνη τη ρώτησε πώς το γνωρίζει, η κατηγορουμένη απάντησε ότι η ίδια έχει προστάτιδα την Αγία Παρασκευή και πως έχει "ενόραση" με την Αγία. Αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη τους, άρχισε να τους εισάγει στο θέμα. Έκανε λόγο για το διαμέρισμα στη .... τονίζοντας ότι αυτό θα γραφόταν δήθεν στα ονόματα τους ενώπιον συμβολαιογράφου, ο οποίος και θα προσδιόριζε τα ποσοστά κέρδους του καθένα ανάλογα με το ποσό που θα της επένδυαν. Ήδη οι κατηγορούμενοι με τις προαναφερόμενες διαβεβαιώσεις τους που ήταν όλες ψευδείς είχαν πείσει τον εγκαλούντα να κάνει τις κατάλληλες ενέργειες για να εκδοθεί στο όνομα του άδεια άσκησης επαγγέλματος μεσίτη και εν τέλει τον έπεσαν την 24-3-2003 να δηλώσει στη Β' Δ.Ο.Υ. Βόλου ότι στο εξής, παράλληλα με το εστιατόριο, θα ασχολείται πλέον επαγγελματικά και με αγοραπωλησίες κτιρίων, κατοικιών, οικοπέδων για κτίρια κατοικιών. Για να είναι πιο πειστικοί κατασκεύασαν και μια σφραγίδα με το όνομα του και το νέο του επάγγελμα. Την επόμενη ημέρα (17-3-2003) η πρώτη κατηγορουμένη τηλεφώνησε στον εγκαλούντα και του ζήτησε να εκταμιεύσει από τον τραπεζικό λογαριασμό του το ταχύτερο δυνατόν 9.000 € για να μεταβούν στην ..... για την αγορά δήθεν του διαμερίσματος. Ο εγκαλών και η μνηστή του μετέβησαν στην Εμπορική Τράπεζα και ανέλαβαν 9.000 €. Ακολούθως μετέβησαν στην οικία της πρώτης κατηγορουμένης στο ..., όπου αυτή χάρισε ένα δερμάτινο μπουφάν στη μνηστή για να κερδίσει την εμπιστοσύνη της. Οι κατηγορούμενοι παρέλαβαν πάραυτα το χρηματικό ποσό (9.000 €) και όταν ο εγκαλών ζήτησε απόδειξη τον διαβεβαίωσαν ότι την επόμενη θα του έδιναν ισόποση επιταγή για την "κάλυψη" του. Φυσικά τέτοιο πράγμα ουδέποτε έπραξαν. Λίγες ημέρες αργότερα, την 28-3-2003, οι κατηγορούμενοι μετέβησαν εκ νέου στο εστιατόριο του εγκαλούντος και του ζήτησαν να μεταβούν αμέσως στην ... στη μνηστή του γιατί δήθεν προέκυψε έκτακτα μια νέα "καλή δουλειά". Στην .... παρέστησαν στο ζευγάρι ψευδώς ότι στη .... γίνονταν ένας διαγωνισμός για την εκποίηση ακινήτου εκτάσεως 17 στρεμμάτων στη Βιομηχανική Περιοχή Θεσσαλονίκης, στον οποίο εκείνοι θα συμμετείχαν. Τους ρώτησαν τεχνηέντως αν έχουν και άλλα χρήματα για να τους τα δώσουν προς επένδυση ώστε να τα προσθέσουν στο κέρδος που ήδη τους είχε αποφέρει το πρώτο κεφάλαιο των 9.000 €. Ο εγκαλών έχοντας πεισθεί ότι ήδη είναι κερδισμένος από την πρώτη μεσιτική πράξη δέχθηκε. Έτσι ο δεύτερος κατηγορούμενος συνόδευσε τη μνηστή του εγκαλούντος στον ..., όπου αυτή έκανε ανάληψη από τον κοινό λογαριασμό τους στην Εμπορική Τράπεζα 5.000 €, τα οποία στη συνέχεια παρέδωσαν στους κατηγορουμένους. Πλέον αυτών η κατηγορούμενη χ1 την 24.3.2003 έπεισε τον εγκαλούντα να εφοδιαστεί με στέλεχος (μπλοκ) επιταγών. Μόλις ο εγκαλών έλαβε από το υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας Αλμυρού το μπλοκ των επιταγών, που είχε δέκα φύλλα (υπ' αριθ. ...., ..., ...., ....., ....., ..., ...., ...., ... και ....), η κατηγορουμένη τον έπεισε να υπογράψει ως εκδότης σε όλα τα φύλλα διότι, όπως τον διαβεβαίωσε, θα έδινε τις επιταγές σε γνωστούς της βουλευτές, οι οποίοι θα αποκόμιζαν διάφορα ποσά. Τον διαβεβαίωσε επίσης ότι γι' αυτή την εξυπηρέτηση ήταν βέβαιο ότι εκείνος ως εκδότης είχε εξασφαλισμένο κέρδος 100.000 δρχ για κάθε φύλλο επιταγής. Δύο από τις επιταγές αυτές (υπ' αριθ. .... και ....., ποσών 700 και 300 € αντιστοίχως) τις εμφάνισε προς πληρωμή στην Τράπεζα και εισέπραξε τα ποσά αυτών. Το γεγονός αυτό το ομολογεί η ίδια. Γι.' αυτό είναι αδιάφορος ο ισχυρισμός της ότι εσφαλμένα το βούλευμα δέχεται ότι η είσπραξη των επιταγών έγινε την 29-6-2003 που ήταν Κυριακή αντί του ορθού την 24-3-2003. Αντίθετα, ερμηνευτικό της απατηλής συμπεριφοράς της κατηγορουμένης είναι η δικαιολογία που εκείνη παρέχει για την είσπραξη των ποσών αυτών, ότι δηλαδή ο εγκαλών προθυμοποιήθηκε να αγοράσει από αυτήν ένα δερμάτινο παλτό, το οποίο της είχε δωρίσει η πεθερά της, αξίας 2000 € αντί του ποσού των 1.000€ και ότι την αξία του παλτού, που χάρισε στη μνηστή του, πλήρωσε με τις δύο παραπάνω επιταγές. Ο ισχυρισμός της είναι ψευδής διότι το παλτό αυτό είναι εκείνο που οι κατηγορούμενοι είχαν δήθεν χαρίσει στην μνηστή του την 17-3-2003 όταν εισέπραξαν τα 9.000 €. Όταν κάποτε ο εγκαλών άρχισε να αναζητά τα κεφάλαια του, τον καθησύχαζαν και τον διαβεβαίωναν ότι η αγορά της Θεσσαλονίκης καθυστερεί. Μάλιστα έδωσαν στη μνηστή του ως δήθεν κέρδη 300 € και στον ίδιο 500 €, ποσά που το πρωτόδικο βούλευμα ναι μεν δεν αφαίρεσε από την ζημία του Ψ1 πλην όμως η επιστροφή των μικρών αυτών ποσών δεν αναιρεί το σύνολο της εγκληματικής δράσης των κατηγορουμένων αφού ήταν προσχηματική. Όμως οι κατηγορούμενοι δεν περιορίστηκαν στην εξαπάτηση μόνο του εγκαλούντα. Εκδήλωσαν την εγκληματική τους δράση και σε άλλον. Στις αρχές Απριλίου 2003 επισκέφθηκαν την επιχείρηση εμπορίας αυτοκινήτων της Δ1 στη ..... Στην επιχείρηση απασχολείται και ο γιος της Δ2, τον οποίο οι κατηγορούμενοι είχαν γνωρίσει τον μήνα Φεβρουάριο 2003. Στον Δ2 οι κατηγορούμενοι παρέστησαν ψευδώς ότι είναι έμποροι ακινήτων αλλά παράλληλα δραστηριοποιούνται και με την εμπορία μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Τον διαβεβαίωσαν επίσης ότι έχουν μεγάλα κεφάλαια και πολυπληθή πελατεία στη Θεσσαλία. Φυσικά όλα αυτά ήταν ψευδή. Για να τον πείσουν περί της φερεγγυότητας τους ζήτησαν να αγοράσουν ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο CITROEN ΧΑΝΤΗΙΑ (υπ' αριθ. .....) από την έκθεση τους αντί 7.250 €, για το τίμημα του οποίου παρέδωσαν μία ισόποση επιταγή (υπ' αριθ. .... με ημερομηνία έκδοσης 15-7-2003) του συνεταίρου τους, όπως είπαν, Ψ1, δηλαδή του εγκαλούντος. Εκδήλωσαν δε ενδιαφέρον και για ένα άλλο ΙΧΕ αυτοκίνητο ROVER ... (υπ' αριθ. ....), για την αγορά του οποίου είπαν ότι θα συνεννοηθούν με το συνεταίρο τους. Αργότερα περί τα μέσα Απριλίου η πρώτη κατηγορουμένη επικοινώνησε με τον Δ2 και του είπε ότι δήθεν ο συνεταίρος της ενδιαφερόταν να αγοράσει το ROVER αντί 9.500 €. Για να προχωρήσει η μεταβίβαση ο Δ2 ζήτησε να του στείλει ο "αγοραστής" επικυρωμένο αντίγραφο της αστυνομικής του ταυτότητας και έγγραφη εξουσιοδότηση θεωρημένη για το γνήσιο της υπογραφής, καθώς και μία ισόποση επιταγή για το τίμημα. Μετά από λίγες ημέρες παρέλαβε τα ζητηθέντα έγγραφα και την υπ' αριθ. .... επιταγή της Εμπορικής τράπεζας ποσού 9.500€ με ημερομηνία έκδοσης 7-7-2003 έκδοσης τουΨ1. Στις 6-5-2003 αφού έγινε η μεταβίβαση ο Δ2 μαζί με τον εξάδελφο του Δ μετέφεραν το αυτοκίνητο στο Βόλο για να το παραδώσουν στον αγοραστή Ψ1. Κατά την παράδοση του αυτοκινήτου παρευρίσκονταν οι κατηγορούμενοι και ο εγκαλών με τη μνηστή του. Όταν έμειναν μόνοι, οι κατηγορούμενοι πρότειναν στον Δ2 να συστήσουν εταιρία εμπορίας μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, παριστάνοντας εν γνώσει τους ψευδώς ότι δήθεν έχουν εξασφαλισμένα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα σε συμφέρουσα τιμή, αλλά και ένα οικόπεδο στην ..... Βόλου για την αγορά του απ' αυτόν. Του έδειξαν μάλιστα ένα ξένο ακίνητο και του άρεσε. Για να τον πείσουν για την επιτυχία της επιχείρησης που θα έκαναν παρέστησαν και σ' αυτόν ψευδώς ότι δήθεν έχουν μεγάλες γνωριμίες με πολιτικά πρόσωπα του Βόλου, ότι η πρώτη κατηγορουμένη έχει διατελέσει ιδιαιτέρα γραμματέας του Νομάρχη Μαγνησίας, ότι έχει πολλές γνωριμίες και συγγενή της στο Τμήμα Ασφάλειας Βόλου και άλλα τέτοια γεγονότα, αλλά όλα ήταν ψευδή. Με τον τρόπο αυτό κατόρθωσαν να του αποσπάσουν τις υπ' αριθ. ... και .... μεταχρονολογημένες επιταγές, ποσού 20.000 € η κάθε μία με ημερομηνίες έκδοσης 16-8-2003 και 30-9-2003, πληρωτέες σε διαταγή της πρώτης κατηγορουμένης στην Τράπεζα Κύπρου από λογαριασμό της μητέρας του Δ1. Ωστόσο, αφού οι κατηγορούμενοι, παρέλαβαν τις επιταγές, πλήρης ήταν η αδιαφορία τους για την επίτευξη των συμφωνηθέντων. Την 29 Ιουνίου 2003 η πρώτη κατηγορουμένη επικοινώνησε με τον εγκαλούντα Ψ1 και του ζήτησε να έλθει στο .... στην οικία της ο πατέρας του Ψ. Όταν αυτός μετέβη, η κατηγορουμένη προσποιήθηκε ότι είχε ανάγκη και του ζήτησε 9.000 € για να βοηθήσει δήθεν την αδελφή της που ήταν βαριά ασθενής. Για να τον πείσει του είπε ότι δήθεν πριν λίγες ημέρες είχε δεσμεύσει 250.000.000 δρχ σε τραπεζικό λογαριασμό και γι' αυτό δεν μπορούσε να αναλάβει κάποιο ποσό. Ωστόσο, ο Ψ δεν της έδωσε τα ζητηθέντα χρήματα διότι αντιλήφθηκε ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει. Ανάγκασε δε στη συνέχεια το γιο του να του αποκαλύψει όλα όσα είχαν συμβεί και διαπιστώνοντας την απάτη προσπάθησε να μειώσει τη ζημία του διότι οι επιταγές βρισκόταν ήδη σε χέρια τρίτων. Την επόμενη ημέρα (30 Ιουνίου 2003) ο Ψ1 αντιληφθείς πλέον την εξαπάτηση δήλωσε στην Εμπορική τράπεζα ότι "είχε χάσει" οκτώ επιταγές, δηλαδή τις υπ' αριθ. ....., ...., ....., ....., ......, ..., .... και ... (τις υπ' αριθ. .... είχε ήδη εισπράξει η πρώτη κατηγορουμένη). Μετά τη δήλωση αυτή, όταν ο Δ2 εμφάνισε προς πληρωμή τις δύο επιταγές (υπ' αριθ......και ......., ποσών 7.250 και 9.500 € αντιστοίχως) που του είχαν δώσει οι κατηγορούμενοι, αυτές δεν πληρώθηκαν λόγω της ανακλήσεως. Όμως, η εγκαλούσα Δ1 ως νόμιμη κομίστρια αυτών, αγνοώντας βέβαια ότι ο Ψ1 ήταν και αυτός θύμα των κατηγορουμένων, με αίτηση της στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της υπ' αριθ. 189/2003 διαταγής πληρωμής και κοινοποίησε στον εγκαλούντα αντίγραφο εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού με επιταγή προς πληρωμή. Στη συνέχεια όμως, κατόπιν αμοιβαίων εξηγήσεων, έγινε αντιληπτό ότι τόσο ο Ψ1 όσο και η Δ1 και ο γιος της Δ2 ήταν θύματα της εγκληματικής δράσης των κατηγορουμένων. Έτσι οι παθόντες διευθέτησαν τις μεταξύ τους διαφορές και oι επιταγές επιστράφηκαν στον Ψ1. Ο Δ2 εν τω μεταξύ αναζητούσε επίμονα τους κατηγορουμένους, για να του επιστρέψουν τις υπ' αριθ. .... και ..... επιταγές ποσού 20.000 € η κάθε μία της μητέρας του. Κατάφερε όμως να λάβει μόνο την πρώτη, ενώ τη δεύτερη η πρώτη κατηγορουμένη δεν την επέστρεψε αλλά την εμφάνισε προς πληρωμή στη Συνεταιριστική Τράπεζα Λαμίας. Δεν πληρώθηκε τελικά διότι η Δ1 είχε προβεί στην ανάκληση της. Σύμφωνα λοιπόν με τα προαναφερόμενα, οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τα ακόλουθα εγκλήματα:α) Της ιδιαίτερα διακεκριμένης απάτης κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση σε βάρος του Ψ1, αφού ενεργώντας από κοινού τον έπεισαν με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών να προβεί στις προαναφερόμενες καταβολές και στην παράδοση του μπλοκ των δέκα επιταγών, δύο από τις οποίες συνολικού ποσού 1.000 € εισέπραξε η πρώτη κατηγορουμένη, προκαλώντας του ζημία 15.000 € (9.000+5.000+1000) και επιπλέον περιουσιακή βλάβη, δηλαδή μείωση της περιουσίας του κατά το μέρος που ασκήθηκαν ενοχικές αξιώσεις σε βάρος του δυνάμει της υπ' αριθ. 189/2003 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου από την Δ1 ύψους 16.750 € (7.250+9.500) και επομένως του προξένησαν συνολική ζημία 31.750 € (επί πλέον της δικαστικής ή άλλης δαπάνης στην οποία υποβλήθηκε), στο σύνολο της οποίας απέβλεπαν με τις μερικότερες πράξεις τους με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος αντίστοιχου ύψους, πράγμα το οποίο και πέτυχαν. β) Της απόπειρας ιδιαίτερα διακεκριμένης απάτης κατά συναυτουργία στην περίπτωση της Δ1, αφού έπεισαν τον γιο της Δ2 με την εν γνώσει παράσταση ψεύτικων γεγονότων ως αληθινών να τους παραδώσει την προαναφερόμενη επιταγή των 20.000€, έκδοσης της μητέρας του, που σύρονταν σε λογαριασμό της τελευταίας και την οποία η πρώτη κατηγορούμενη επιχείρησε να εισπράξει, πλην όμως η πράξη της δεν ολοκληρώθηκε όχι γιατί υπαναχώρησε εκουσίως αλλά από εξωτερικά εμπόδια διότι η εκδότρια προέβη στην ανάκληση της. Τα ανωτέρω δε τέλεσαν κατ' επάγγελμα λόγω α) της επανειλημμένης τέλεσης πράξεων απάτης βάσει οργανωμένου σχεδίου και ύστερα από επιμελή προπαρασκευή της κατά τρόπο μεθοδικό και αποτελεσματικό, καθώς και β) της υποδομής που οι ίδιοι διαμόρφωσαν (συστηματική, οργανωμένη και μεθοδευμένη δραστηριοποίηση τους) με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, σε σχέση με τις αποδιδόμενες στους αναιρεσείοντες κατηγορίες, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές διατάξεις που προβλέπουν και τιμωρούν το αδίκημα της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανωτέρας των 15.000 ευρώ, κατά συναυτουργία, κατ'εξακολούθηση και κατ'επάγγελμα, για το οποίο παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες να δικασθούν με το προσβαλλόμενο βούλευμα. Περαιτέρω δε οι προβαλλόμενο λόγοι αναιρέσεως της απόλυτης ακυρότητας, συνιστάμενοι στο ότι α) δεν συνενώθηκαν τόσο ουσιαστικά όσο και τυπικά οι δύο δικογραφίες με στοιχεία ΑΒΜ ΖΟ3-541 ( και 203-974) και ΑΟ3/2444, γεγονός που κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων είχε ως συνέπεια να παραβιασθούν τα υπερασπιστικά τους δικαιώματα, διότι δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να αντιτάξουν τους ισχυρισμούς τους στο σύνολο των σε βάρος τους κατηγοριών και β) στο γεγονός ότι έγινε ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας διότι η ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος τους και η κατηγορία που απαγγέλθηκε αφορούσε τη διακεκριμένη απάτη σε σχέση με τις υπ'αριθ. .... και .... επιταγές ποσών 7.250 € και 9.500 € και όχι την απόπειρα απάτης στην περίπτωση της υπ'αριθμ ..... επιταγής ποσού 20.000 €, για την οποία παραπέμπονται χωρίς να έχουν απολογηθεί επ'αυτής, είναι αβάσιμοι, διότι το μεν οι παραπάνω δικογραφίες συνενώθηκαν, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου των εγγράφων της δικογραφίας, το δε απαγγέλθηκε και για την τρίτη των πιο πάνω επιταγών, κατηγορία κατά των αναιρεσειόντων και απολογήθηκαν αυτοί γι'αυτήν, και δη για απόπειρα απάτης και όχι για τετελεσμένη, πράγμα που είναι επιτρεπτό, αφού η κατηγορία για απάτη επιτρέπεται να μεταβληθεί σε απόπειρα, διότι η επιταγή αυτή υπ'αριθ. 07053274 ποσού 20.000 €, εμφανίσθηκε προς πληρωμή στην Συνεταιριστική Τράπεζα Λαμίας και λόγω ανάκλησής της δεν πληρώθηκε. Κατά τα λοιπά, ουχί απολύτως σαφώς, οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης αναφέρονται στην αναιρετικά ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του προσβαλλομένου βουλεύματος. Κατ'ακολουθία των παραπάνω εκτιθεμένων είναι στο σύνολό τους αβάσιμες οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης και ως τέτοιες πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Π.Δ.). Εξ άλλου πρέπει να απορριφθεί το αίτημά τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου σας, διότι ήδη οι αναιρεσείοντες με τα πολυσέλιδα απολογητικά υπομνήματά τους, τα έγγραφα που προσκόμισαν ενώπιον του ανακριτή, το περιεχόμενο των εφέσεών τους και το περιεχόμενο των αναιρέσεών τους, πλήρως εξέθεσαν τις απόψεις τους και ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Ι. Να απορριφθούν κατ'ουσία ως αβάσιμες οι υπ'αριθμ. 2 και 3 /17-1-2008 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων α) χ1 και β)χ2 , κατά του υπ'αριθμ. 352/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών των Λάρισας και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα. Και
ΙΙ. Να απορριφθεί το αίτημά τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου σας.Αθήνα 19 Φεβρουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος".

Αφού άκουσε την παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, η οποία αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση αυτοτελείς αιτήσεις α) υπ' αριθμ. 2/17-1-2008 της κατηγορουμένης χ1 και β) υπ' αριθμ. 3/17-1-2008 του κατηγορουμένου χ2, για αναίρεση του 352/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας , πρέπει να συνεξεταστούν .
Κατά το άρθρο 309 παρ.2 ΚΠοινΔ που εφαρμόζεται και στον Άρειο Πάγο, σύμφωνα με το άρθρο 485 του ίδιου Κώδικα, το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, διατάσσει υποχρεωτικά την ενώπιον αυτού εμφάνιση του αιτούντος για να παράσχει κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκείμενη περίπτωση, τα αιτήματα των αναιρεσειόντων διατυπούμενα κατά λέξη στις ανωτέρω ταυτόσημες κατά το περιεχόμενο αιτήσεις αναιρέσεως "..δηλώνουμε ότι επιθυμούμε να παραστούμε ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου για να αναπτύξουμε τις απόψεις μας προφορικά ...'' πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, γιατί με τα δικόγραφα των αναιρέσεων οι αναιρεσείοντες διεξοδικά προβάλλουν και αναλύουν τους λόγους αναιρέσεως του βουλεύματος, ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο Συμβούλιο για περαιτέρω διευκρίνιση αυτών.
Με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 352/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας ,απορρίφθηκαν κατ' ουσίαν οι εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του πρωτοδίκου υπ' αριθμ. 284/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, με το οποίο παραπέμφθηκαν αυτοί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, για να δικασθούν για απάτη τετελεσμένη και σε απόπειρα κατά συναυτουργία κατ' εξακολούθηση και από υπαιτίους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος που απεκόμισαν και η συνολική ζημία που υπέστησαν οι παθόντες υπερβαίνουν τα ποσά των 15.000 ευρώ (άρθρ. 1, 13 στοιχ. στ', 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 42, 45, 51, 52, 98,και 386 παρ. 1 εδ. α και 3 εδ. α Π.Κ.) πράξεις που φέρονται από αυτούς τελεσθείσες α) στη ... στις αρχές Μαρτίου 2003 και β) στη .... τον Απρίλιο του 2003, αντίστοιχα. Για τους λόγους που εκτίθενται στην εισαγγελική πρόταση, στους οποίους ως ορθούς, νομίμους και βασίμους και το Συμβούλιο αυτό αναφέρεται εξ ολοκλήρου για την αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως , αφού οι περιεχόμενοι σ' αυτές λόγοι από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' και δ' ΚΠΔ και συγκεκριμένα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 42,45,98, και 386 παρ.1 εδαφ. α' και 3 εδαφ. α' Π.Κ. είναι αβάσιμοι. Ειδικότερα, με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και αναφέρονται διεξοδικώς στην εισαγγελική πρόταση διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στους αναιρεσείοντας ως άνω αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης τετελεσμένης και σε απόπειρα, κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις, για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, καθώς επίσης και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 42,45,98, και 386 παρ.1 εδαφ. α' και 3 εδαφ. α' Π.Κ., τις οποίες εφάρμοσε σωστά, χωρίς να τις παραβιάσει εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Αλλά περαιτέρω και γιατί, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση, οι λόγοι αναιρέσεως που αναφέρονται σε απόλυτη ακυρότητα που συνίστανται στο ότι α) δεν συνενώθηκαν τόσο ουσιαστικά όσο και τυπικά οι δύο δικογραφίες με στοιχεία ΑΒΜ ΖΟ3541 και (ΖΟ3-974) και ΑΟ3/2444, γεγονός που κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων είχε ως συνέπεια να παραβιασθούν τα υπερασπιστικά τους δικαιώματα, διότι δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να αντιτάξουν τους ισχυρισμούς τους στο σύνολο των σε βάρος τους κατηγοριών και β) στο γεγονός ότι έγινε ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας διότι η ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος τους και η κατηγορία που απαγγέλθηκε αφορούσε τη διακεκριμένη απάτη σε σχέση με τις υπ' αριθμ. .... και ... επιταγές ποσών 7.250 και 9.500 ευρώ, αντίστοιχα και όχι την απόπειρα απάτης στην περίπτωση της υπ' αριθμ. ..... επιταγής ποσού 20.000 ευρώ, για την οποία παραπέμπονται χωρίς να έχουν απολογηθεί επ' αυτής είναι αβάσιμοι, και τούτο διότι αφενός μεν οι παραπάνω δικογραφίες συνενώθηκαν, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου των εγγράφων της δικογραφίας αφετέρου δε απαγγέλθηκε και για την τρίτη των πιο πάνω επιταγών, κατηγορία κατά των αναιρεσειόντων όπως τούτο προκύπτει από το κατηγορητήριο που απήγγειλε σε βάρος τους η ανακρίτρια του Α' τμήματος του Πρωτοδικείου Βόλου το πρωτόδικο δε βούλευμα το οποίο επικυρώθηκε από το προσβαλλόμενο την απάτη σε σχέση με την επιταγή αυτή από τετελεσμένη την μετέτρεψε σε απόπειρα, πράγμα που είναι επιτρεπτό, αφού η κατηγορία για απάτη επιτρέπεται να μεταβληθεί σε απόπειρα. Οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, που υπό την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω διατάξεων πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Συμβουλίου Εφετών είναι απαράδεκτες, εφόσον ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στη διάταξη του άρθρου 484 ΚΠΔ, η εσφαλμένη εκτίμηση πραγματικών περιστατικών. Επομένως, μετά την απόρριψη των αιτήσεων αναίρεσης, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 17-1-2008 αιτήσεις των χ1 και χ2 για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο Συμβούλιο του Αρείου Πάγου. Και
Απορρίπτει τις υπ' αριθμ.2, και 3/17-1-2008 αιτήσεις των ανωτέρω χ1 και χ2, αντίστοιχα, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 352/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στα διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή