Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία.
Περίληψη:
Κακουργηματική πλαστογραφία και απάτη. Έννοια και στοιχεία πράξεων. Δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας όταν η κυρία ανάκριση, επί κακουργημάτων για τα οποία επιτρέπεται προσωρινή κράτηση, περατώνεται με την έκδοση εντάλματος συλλήψεως και συνεπώς είναι νομικώς αδιάφορο το νομότυπο της κλήσης του κατηγορουμένου. Αιτιολογημένη παραπομπή για τα άνω εγκλήματα.
Αριθμός 149/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 501/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Απριλίου 2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 742/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 415/29.08.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 16-4-2008 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ, κατά του υπ'αριθμ. 501/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση της αναιρεσειούσης, κατά του υπ'αριθμ 747/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη τούτο, διά του οποίου αυτή παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Kακουργημάτων), διά να δικασθή δι'απάτη κατά συναυτουργία, κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη συνολική ζημία άνω των 15.000 ευρώ, και διά πλαστογραφία μετά χρήσεως κατά συναυτουργία, κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη συνολική ζημία άνω των 15.000 ευρώ. Προβάλλει δε, ως λόγους αναιρέσεως, την απόλυτη ακυρότητα και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, προσδιορίζουσα επαρκώς τις σχετικές αναιρετικές αιτιάσεις . Α) Επειδή, κατά το άρθρο 276 § 2 Κ.Π.Δ., ο ανακριτής μπορεί να εκδώση ένταλμα συλλήψεως στις περιπτώσεις εκείνες που κατά το άρθρο 282 § 1 Κ.Π.Δ. επιτρέπεται προσωρινή κράτηση, ενώ σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 271 § 1 του ιδίου Κώδικα και στις περιπτώσεις που επιτρέπεται προσωρινή κράτηση ο ανακριτής μπορεί, χωρίς και να υποχρεούται, να καλέση τον κατηγορούμενο με κλήση που περιέχει αυτά που ορίζονται στην παράγραφο 2 του αυτού άρθρου. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών σαφώς συνάγεται ότι αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου διά κακούργημα, διά πράξη δηλαδή διά την οποία επιτρέπεται προσωρινή κράτηση κατ'άρθρ. 282 Κ.Π.Δ., ο ανακριτής μπορεί, κατά την κρίση του, είτε να κλητεύση τον κατηγορούμενο, είτε να εκδώση εναντίον του ένταλμα συλλήψεως, χωρίς να έχη προηγηθή κλήση προς απολογία. Επομένως, εφ'όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προσωρινής κρατήσεως, η κλήση του κατηγορουμένου προς απολογία είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική και η ανάκριση θεωρείται ότι περαιώθηκε νομίμως με την έκδοση του εντάλματος συλλήψεως, έστω και αν προηγήθηκε κλήτευση, και κατόπιν τούτου είναι αδιάφορο αν η τυχόν προηγηθείσα κλήτευση ήτο νομότυπη ή άκυρη (ΑΠ 1399/2003, ΑΠ 1235/1987). Εξ άλλου, κατά το άρθρ. 308 § 4 Κ.Π.Δ., η γνωστοποίηση από τον ανακριτή, στους διαδίκους που κατοικούν εκτός της έδρας του, ότι ολοκληρώθηκε η ανάκριση, γίνεται μόνον αν έχουν διορίσει αντίκλητο.
Στην προκειμένη περίπτωση, νομίμως, σύμφωνα με τα άρθρα 276, 277 και 282 Κ.Π.Δ., ο ανακριτής εξέδωσε ένταλμα συλλήψεως κατά της αναιρεσειούσης κατηγορούμενης, η οποία κατηγορείται διά τ'ανωτέρω εγκλήματα, εις βαθμό κακουργήματος, δηλαδή διά πράξεις αξιόποινες διά τις οποίες επιτρέπεται προσωρινή κράτηση και, δι'αυτό τον λόγο, είναι χωρίς νομική επιρροή το επικαλούμενο από την αναιρεσείουσα περιστατικό, ότι η κλήση προς απολογία, που προηγήθη της εκδόσεως του εντάλματος συλλήψεως, δεν ήτο νομότυπη διότι δεν ανεζητήθη στην μόνιμη διεύθυνση κατοικίας της. Μη κατοικούσης δε αυτής στην έδρα του ανακριτού και μη εχούσης διορίσει αντίκλητο, ως προκύπτει εκ της επισκοπήσεως των εγγράφων της δικογραφίας, παραδεκτώς γενομένης προς έλεγχο της βασιμότητος λόγου αναιρέσεως, δεν υπεχρεούτο ο ανακριτής, κατά τα προεκτιθέμενα, να γνωστοποιήση σ'αυτή το πέρας της ανακρίσεως. Επομένως, οι προβαλλόμενες αιτιάσεις, ότι εκ της μη νομίμου κλητεύσεως της αναιρεσειούσης προς απολογία και της μη απολογίας της, ως και εκ της μη γνωστοποιήσεως σ'αυτή του πέρατος της ανακρίσεως, επήλθε απόλυτη ακυρότης, κατά το άρθρ. 171 § 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ., είναι αβάσιμες. Β) Επειδή, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρου 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, διά το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα και όταν αυτό δεν έχει δικές του σκέψεις, αλλά αναφέρεται, ακόμη και εξ ολοκλήρου, στις σκέψεις της ενσωματωμένης στο βούλευμα εισαγγελικής προτάσεως, εφ'όσον βέβαια αυτή πληροί τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος (ΑΠ 66/2007). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα τα οποία ελήφθησαν υπ'όψη από το συμβούλιο, για την παραπεμπτική κρίση του, αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα από αυτά. Πρέπει όμως να υπάρχη βεβεβαιότης ότι το συμβούλιο έλαβε υπ'όψη και συνεξετίμησε το σύνολο τούτων και όχι μόνο μερικά από αυτά, το δε γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπ'όψη τα άλλα (ΑΠ 1946/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/531, ΑΠ 685/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/233). Και δεν ιδρύουν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ή η ενδεικτική αναφορά μερικών από αυτές, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως εκάστου αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, αφού στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου (βλ. ΑΠ 23/2007).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από την εκτίμηση των κατ'είδος αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο μηνυτής Ζ, διατηρούσε από το έτος 2002 φιλικές-οικογενειακές σχέσεις με την οικογένεια της εκκαλούσης κατηγορουμένης (ιδιαίτερα τον Ψ, πατέρα της και συγκατηγορούμενο), η οποία είχε γραφείο χρηματιστηριακών συναλλαγών, στη πόλη ... της ... και ήδη ο υιός του είχε επενδύσει εις αυτό χρηματικά ποσά, καθώς επίσης, υπήρχε οικονομική συναλλαγή και επαγγελματική συνεργασία μεταξύ των δύο οικογενειών, κατά καιρούς δε η εκκαλούσα, κυρίως μετά που έπαυσε να λειτουργεί το παραπάνω γραφείο, υποσχόταν στο μηνυτή την ανάθεση μεγάλων έργων, εν όψει της ιδιότητός του ως πολιτικού μηχανικού. Τα Χριστούγεννα του έτους 2005, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον μηνυτή. Τον διαβεβαίωσε ότι λόγω των διασυνδέσεών της με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, είχε κανονίσει να γίνει μία "μεγάλη δουλειά", κατασκευαστικών έργων στην Ελλάδα και ότι οι διαπραγματεύσεις θα τελούνταν με υπουργούς της .... Προς τούτο ο μηνυτής μετέβη στο ... ... και συνάντησε την εκκαλούσα στην εκεί οικία της, όπου επίσης παρευρίσκοντο και οι συγκατηγορούμενοι Ψ, Φ, ο οποίος συστήθηκε με το όνομα ..., ως εκπρόσωπος και συγγενής του υπουργού πετρελαίων της ..., ο οποίος ήτο θείος του και ενδιαφερόταν να χρηματοδοτήσει κατασκευαστικά έργα στην Ελλάδα, όπως τον διαβεβαίωσε και η εκκαλούσα. Περαιτέρω αυτή παρέστησε στο μηνυτή, ότι το ποσό της χρηματοδότησης ανερχόταν στο ύψος των 250.000.000 δολλαρίων, το οποίο είχε ήδη εξαγάγει κρυφά από την ... στην ..., και το είχε τοποθετήσει σε μία χρηματιστηριακή εταιρεία με την επωνυμία ΕFS EURO FINANCE STORAGE COMPANY SPTA SAN DE LA VEGA κλπ, με έδρα τη ..., την οποία διευθύνει άτομο με τα στοιχεία ..., και ότι φοβόταν ωστόσο για την απώλεια του κεφαλαίου του από την χρηματιστηριακή επένδυση και εσκόπευε έτσι να τοποθετήσει τούτο σε επιχειρήσεις στην Ελλάδα, με αντικείμενο την αγορά γης, κατασκευή κατοικιών, εργοστασίων, ξενοδοχείων κλπ. Επίσης του παρέστησε ότι μπορούσε η ίδια να μεσολαβήσει για να αναλάβει με την ιδιότητα του πολιτικού μηχανικού, την εκτέλεση των έργων, με την εν λευκώ διαχείριση του κεφαλαίου, με κέρδος ποσοστού 38% επί του παραπάνω ποσού, και με έλεγχο ανά τρίμηνο, από εκπρόσωπο του χρηματοδότη. Η εκκαλούσα μάλιστα προκειμένου να ολοκληρώσει την μεθοδευμένη παραπλανητική της συμπεριφορά και κάμψει τις αρχικές επιφυλάξεις του μηνυτή του επέδειξε ένα "email", από την ..., δήθεν αποσταλέν από τον παραπάνω υπουργό, στο περιεχόμενο του οποίου είχαν καταγραφεί οι λεπτομέρειες της συμφωνίας ανάληψης του έργου και έτσι καθ'υπόδειξή της το υπέγραψε και το έστειλε στην ηλεκτρονική δ/νση από την οποία είχε αποσταλεί. Ακολούθως ο μηνυτής μαζί με την εκκαλούσα και τους συγκατηγορούμενους Ψ, και Φ, ταξίδεψαν στη ... και συναντήθηκαν με τους συγκατηγορούμενους Θ και Ξ, προκειμένου να δρομολογηθούν οι διατυπώσεις για την ανάληψη υπ' του μηνυτή του ποσού των 250.000.000 δολλαρίων. Εκεί, ο Ξ εμφανιζόμενος ως εκπρόσωπος της άνω χρηματιστηριακής εταιρίας, ζήτησε και έλαβε από τον μηνυτή, με την προτροπή της εκκαλούσας, το ποσό των 18.500 ευρώ, για δήθεν έξοδα διακίνησης του ποσού των 250.000.000 δολλαρίων παραλαμβάνοντας η ίδια πρόχειρη απόδειξη καταβολής, στη συνέχεια δε η ίδια εζήτησε να της καταβάλλει 70.000 ευρώ, για να μεταφερθούν τα χρήματα (250.000.000 δολ) στη Κεντρική Τράπεζα της ..., διαβεβαιώνοντας τον συγχρόνως ότι είχε ελέγξει τα πάντα, και ότι ήσαν καθ'όλα νόμιμα. 'Ετσι πεισθείς ο μηνυτής απέστειλε, μέσω της Τράπεζας Κύπρου, από τον εκεί τηρούμενο λογαριασμό του, το ποσό των 70.000 ευρώ, σε ... Τράπεζα, σε λογαριασμό δικαιούχου, με όνομα ..., την απόδειξη δε παρέλαβε η εκκαλούσα. Ο μηνυτής μετά ταύτα, επέστρεψε στην ..., και την 10-2-2006 έλαβε με φαξ από την εκκαλούσα το από 6-2-2006 έγγραφο με τίτλο "BANCO DE ESPANA", με κοινοποίηση στο Διευθυντή της EURO FINANCE και το οποίο ανέγραφε στην αγγλική γλώσσα ότι το χρηματικό ποσό των 250.000.000 δολλαρίων είχε δεσμευθεί σύμφωνα με νέο νόμο της ..., μέχρι να προσκομισθούν δήθεν πιστοποιητικά αφορώντα την νομιμότητα των χρημάτων, και ότι με την κατάθεση τούτων, σε διάστημα επτά ημερών, θα δοθεί έγκριση για τη μεταφορά των κεφαλαίων και την άμεση απόδοση στο δικαιούχο. (βλ. σχετικό έγγραφο σε φωτοτυπία). Ακολούθως η εκκαλούσα σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον μηνυτή, του παρέστησε ότι για να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες εκταμίευσης του παραπάνω ποσού, έπρεπε να καταβληθεί στο ισπανικό κράτος φόρος δήθεν 0,1%, διαβεβαιώνοντάς τον ότι δήθεν με την καταβολή 210.000 ευρώ, που αντιστοιχούσαν στο φόρο αυτό, από μέρους του, η διαδικασία θα είχε ήδη ολοκληρωθή και θα ελάμβανε το παραπάνω ποσό. 'Ετσι πεισθείς ο μηνυτής την 15-2-2006, στο ξενοδοχείο ... στην ..., καθ'υπόδειξη της εκκαλούσης, κατέβαλε στην συγκατηγορουμένη, Δ, εμφανιζόμενη με τα ψευδή στοιχεία, "...", το χρηματικό ποσό των 210.000 ευρώ. Ακολούθως, η εκκαλούσα, σκοπεύοντας να του αποσπάσει δόλια και άλλα χρηματικά ποσά, παρέστησε ψευδώς στον μηνυτή, ότι το ισπανικό κράτος απαιτεί νέο ποσοστό φόρου 1% (2,5 εκατ. δολλάρια), ότι η ίδια θα μπορούσε να καλύψει μέσω της εταιρείας "EURO FINANCE STORAGE" το 1,5 εκατομμύριο δολλαρίων, και ότι αυτός έπρεπε να καταβάλλει 632.000 ευρώ. Καθ' υπόδειξη της εκκαλούσης, ο μηνυτής συναντήθηκε με την παραπάνω που έφερε τα ψευδή στοιχεία ..., στο ξενοδοχείο ...., εκεί του επέδειξε για να υπογράψει το από 22-2-2006, δήθεν έγγραφο, σύμβαση μεταξύ της εταιρείας EURO FINANCE STORAGE και του ιδίου, με περιεχόμενο τον τρόπο καταβολής του παραπάνω ποσού (βλ. συνημμένο έγγραφο). 'Ετσι πεισθείς κατέβαλλε την 25-2-2006 232.000 ευρώ στη συνέχεια δε του εζήτησε επί πλέον 300.000 ευρώ, για την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Στο χρονικό τούτο σημείο, και αφού κλονίσθηκε πλέον η εμπιστοσύνης του μηνυτή προς την εκκαλούσα, μετά από έρευνα, με ιδική του πρωτοβουλία στο Προξενείο της Ελλάδος στη ..., διαπίστωσε ότι αφ'ενός μεν η εταιρεία με την επωνυμία EURO FINANCE STORAGE είναι ανύπαρκτη, αφ'ετέρου δε ότι το παραπάνω δήθεν συνταχθέν και αποσταλέν από την Τράπεζα της ... "BANCO DE ESPANA", έγγραφο είναι πλαστό. Όπως προκύπτει από το από 24-5-2006 έγγραφο της Τράπεζας αυτής το εν λόγω έγγραφο είναι πλαστό, η λειτουργία της Τράπεζας δεν περιλαμβάνει διεκπεραίωση ιδιωτικών τραπεζικών δραστηριοτήτων και δεν υπάρχει μονάδα ελέγχου αλλοδαπών λογαριασμών που να διευθύνεται από κάποιον Ξ. Μετά ταύτα ο μηνυτής την 10-3-2006 προσήλθε στο τμήμα δίωξης οικονομικού εγκλήματος της δ/νσης ασφάλειας Αττικής, όπου κατήγγειλε τα προεκτεθέντα, και μετά από μεθόδευση σύλληψης των δραστών, ορίσθηκε συνάντηση από τον μηνυτή με τους Δ και Θ, την 14-3-2006 στο ξενοδοχείο ..., για να καταβάλλει δήθεν εις αυτούς το ποσό των 150.000 ευρώ που είχε ήδη προσημειωθεί από την αστυνομική αρχή, και οι εν λόγω συνελήφθησαν (βλ. μαρτυρική κατάθεση ..., αστυνομικού οργάνου). 'Ηδη σε βάρος των κατηγορουμένων 1) Δ, 2) Θ και 3) Ψ έχει εκδοθεί απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών ενώ για τους Φ ή ..., ... και Ξ, έχουν εκδοθεί εντάλματα σύλληψης και με διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών έχει ανασταλεί η διαδικασία στο ακροατήριο κατ'άρθρο 432 Κ.Π.Δ. Τα προεκτεθέντα σε βάρος της εκκαλούσης πραγματικά περιστατικά, προκύπτουν αβίαστα, εκτός των άλλων συλλεγέντων αποδεικτικών στοιχείων, ιδιαίτερα από τις μαρτυρικές καταθέσεις του Ζ, και .... Έτσι η εκκαλούσα κατηγορουμένη κατά το χρονικό διάστημα από το Δεκέμβριο του 2005 μέχρι την 14-3-2006, στην ... και ..., ενεργώντας κατά συναυτουργία κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο σύμπραξης, με πολλές μερικότερες πράξεις, ομοειδείς, παράλληλες και διαδοχές που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό, συνδεόμενες και με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως, ενεργώντας σε βάρος του μηνυτή Ζ, με το σκοπό να παραπλανήσει αυτόν σχετικά με γεγονός που έχει έννομες συνέπειες και να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, με περισσότερες πράξεις, προέβη στη κατάρτιση τριών πλαστών εγγράφων, ενός συνταχθέντος την 6-2-2006, δήθεν από την ισπανική τράπεζα "BANCO DE ESPANA",και δύο συνταχθέντων την 22-2-2006 και 8-3-2006, δήθεν από τη χρηματιστηριακή εταιρεία ... "EURO FINANCE STORAGE SL" και ακολούθως χρησιμοποίησε τα πλαστά αυτά έγγραφα, αποστέλλοντάς τα στο μηνυτή στην Αθήνα, με το σκοπό να τον παραπλανήσει ότι πρόκειται για γνήσια έγγραφα, με το σκοπό αποκομίσει παράνομα το ποσό των 530.500 ευρώ. Περαιτέρω με τις ψευδείς παραστάσεις ότι ο Υπουργός πετρελαίων της... ενδιαφερόταν να χρηματοδοτήσει κατασκευαστικά έργα, στην Ελλάδα με ρευστό κεφάλαιο που διέθετε ύψους 250.000.000 δολλαρίων και το οποίο είχε ήδη εξαγάγει από τη χώρα του στην ..., με δήθεν κέρδος ποσοστού 38% επί του παραπάνω ποσού και εν λευκώ διαχείριση αυτού από τον μηνυτή, τον έπεισε να της καταβάλει συνολικά το ποσό των 530.500 ευρώ, που αντιστοιχούσε δήθεν σε έξοδα διακίνησης και φόρους στο ισπανικό κράτος, κατά το οποίο ο μηνυτής ζημιώθηκε, με αντίστοιχη ιδική της περιουσιακή ωφέλεια και των παραπάνω συγκατηγορουμένων της. Το αληθές όμως, το οποίο και εγνώριζε και απέκρυψε δόλια από τον μηνυτή, ήτο ότι δεν υπήρχε κανένα κεφάλαιο 250.000.000 δολλαρίων για επένδυση, ούτε υπουργός της ... που να κατέχει τέτοιο ποσό η δε εταιρεία "EURO FINANCE STORAGE " ήτο ανύπαρκτη.
Συνεπώς η περιουσιακή ζημία του μηνυτή υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ, για κάθε περίπτωση αξιόποινης πράξης (πλαστογραφίας και απάτης), αλλά επιπρόσθετα η κατηγορουμένη ετέλεσε τις παραπάνω πράξεις κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού και επανειλημμένη τέλεση προς πορισμό εισοδήματος συντρέχει και είχε διαμορφώσει υποδομή προς πορισμό αθέμιτου εισοδήματος (χρησιμοποίηση των γνώσεών της ιδιαίτερα στα χρηματιστηριακά, επαφές και διασυνδέσεις με άτομα αμφιβόλου προσωπικότητός στην ...), αλλά και η συμπεριφορά και η δραστηριοποίησή της ήτο τέτοια (οργάνωση και εμπειρία), ώστε ανά πάσα στιγμή μπορούσε να τελέσει και νέα εγκλήματα, εκμεταλλευόμενη τα παραπάνω στοιχεία, δηλαδή γνώσεις, επαφές και γενικά όλες τις δραστηριότητες που αξιοποιούσε κατά την τέλεση της απάτης. Επιπρόσθετα η εκκαλούσα είχε αναπτύξει καθοριστικό ρόλο και καίρια συμμετοχική δράση στην έντεχνη και μεθοδική οργάνωση του όλου σχεδίου εξαπάτησης του μηνυτή, οι δε ειδικώτερες περιστάσεις τέλεσης, ενδεικνύουν άτομο που ρέπει αναμφισβήτητα σε τοιαύτη εγκληματική δραστηριότητα. Εξ άλλου από τις με αριθμό πρωτ. 455/1-8-2006 και 328/29-5-2006, εκθέσεις του Ελληνικού Ινστιτούτου διεθνούς και αλλοδαπού δικαίου προκύπτει ότι κατά το ισπανικό δίκαιο προβλέπεται και τιμωρείται τόσο το έγκλημα της απάτης (άρθρα 248 § 1, 249 ,250 εδ. 7 Ι.Π.Κ.), όσο και της πλαστογραφίας (άρθρα 390, 395 και 396 Ι.Π.Κ.). Επίσης από την πρώτη ως άνω ίδια έκθεση προκύπτει ότι κατά το γερμανικό δίκαιο προβλέπεται και τιμωρείται το έγκλημα της απάτης (άρθρο 263 Γερμ. Π.Κ.). Σε κάθε όμως περίπτωση, και ανεξάρτητα των διαλαμβανομένων στο άρθρο 6 § 1 Π.Κ., τόσο η αξιόποινη πράξη της απάτης, όσο και της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση, φέρονται ότι τελέσθηκαν και στην Αθήνα, υπό της εκκαλούσης, όπου και ολοκληρώθηκε το μεν η αντικειμενική των υπόσταση, το δε εγένετο η χρήση υπ'αυτής των φερομένων ως πλαστών εγγράφων, με τις προεκτεθείσες ειδικώτερες περιστάσεις. Ακολούθως, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών εδέχθη ότι εκ των προεκτεθέντων προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις κατά της αναιρεσειούσης, διά την παραπομπή της στο ακροατήριο του ανωτέρω δικαστηρίου, διά να δικασθή διά τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, απέρριψε δε κατ'ουσίαν την έφεσή της κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος και επεκύρωσε αυτό. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και στηρίζεται η παραπεμπτική κρίση του.Ειδικότερα, ελήφθησαν υπ'όψη και συνεξετιμήθησαν όλα τα αποδεικτικά μέσα και το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπ'όψη και τα άλλα. Επίσης, διά την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήτο απαραίτητη η αναφορά επί πλέον στοιχείων, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις είναι αβάσιμες.
Γ) Υπό τα δεδομένα αυτά, οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. α', δ' Κ.Π.Δ., είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ενώ, καθ'ό μέρος πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, οι σχετικές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες. Κατ'ακολουθία, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω
Να απορριφθή η από 16-4-2008 αίτηση αναιρέσεως της Χ, κατά του υπ'αριθμ. 501/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Να καταδικασθή η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 3 Ιουνίου 2008 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά το άρθρο 276 παρ. 2 ΚΠΔ ο ανακριτής μπορεί να εκδώσει ένταλμα σύλληψης στις περιπτώσεις εκείνες που κατά το άρθρο 282 παρ. 1 ΚΠΔ επιτρέπεται προσωρινή κράτηση, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στις περιπτώσεις όπου επιτρέπεται προσωρινή κράτηση ο ανακριτής μπορεί, χωρίς και να υποχρεούται, να καλέσει τον κατηγορούμενο με κλήση που περιέχει αυτά που ορίζονται στη παράγραφο 2 του άρθρου αυτού. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών σαφώς συνάγεται ότι αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα, για πράξη δηλαδή για την οποία επιτρέπεται προσωρινή κράτηση κατ' άρθρ. 282 ΚΠΔ, ο ανακριτής μπορεί, κατά την κρίση του, είτε να κλητεύσει τον κατηγορούμενο, είτε να εκδώσει εναντίον του ένταλμα σύλληψης, χωρίς να έχει προηγηθεί κλήση προς απολογία. Επομένως εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προσωρινής κράτησης η κλήση του κατηγορουμένου προς απολογία είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική και η ανάκριση θεωρείται ότι περατώθηκε νομίμως με την έκδοση του εντάλματος σύλληψης έστω και αν προηγήθηκε κλήτευση και κατόπιν τούτου, είναι αδιάφορο αν η τυχόν προηγηθείσα κλήτευση ήταν νομότυπη ή άκυρη. Επομένως, στη προκείμενη υπόθεση, νομίμως, σύμφωνα με τα άρθρα 276, 277 και 282 Κ.Π.Δ., η ανακρίτρια του 18ου Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών εξέδωσε, με σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, τα υπ' αριθμ. 12/2006 και 25/2006 εντάλματα συλλήψεως κατά της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, η οποία κατηγορείται για τα εγκλήματα της πλαστογραφίας και απάτης σε βαθμό κακουργήματος, δηλαδή για πράξεις για τις οποίες συγχωρείται προσωρινή κράτηση και για το λόγο αυτό, είναι χωρίς νομική επιρροή, το επικαλούμενο από την αναιρεσείουσα περιστατικό, ότι οι κλήσεις της προς απολογία, που προηγήθηκαν της εκδόσεως των άνω ενταλμάτων συλλήψεως δεν ήταν νομότυπες, γιατί δεν αναζητήθηκε στη μόνιμη διεύθυνση κατοικίας της στην αλλοδαπή στην πόλη ..., οδός .... αλλά θεωρήθηκε ως αγνώστου διαμονής. Περαιτέρω, ενόψει του ότι η αναιρεσείουσα δεν απολογήθηκε και συνεπώς δεν διόρισε αντίκλητο δικηγόρο από τους διορισμένους στην έδρα του ανακριτή, δεν συνέτρεξε περίπτωση και ο ανακριτής δεν είχε υποχρέωση κατά το άρθρο 308 παρ.4 ΚΠΔ να γνωστοποιήσει το πέρας της ανακρίσεως.
Συνεπώς, νομίμως περατώθηκε η κυρία ανάκριση με την έκδοση των παραπάνω ενταλμάτων συλλήψεως όπως έκρινε και το προσβαλλόμενο βούλευμα. Κατ' ακολουθίαν, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, ότι δηλαδή, λόγω της μη νόμιμης κλητεύσεώς της προς απολογία και της μη απολογίας της η ανάκριση δεν περατώθηκε νόμιμα με την έκδοση ενταλμάτων συλλήψεως και την μη γνωστοποίηση του πέρατος της ανακρίσεως, επήλθε απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρ. 171 παρ. 1 εδάφ. δ' και 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΙΙ.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Π.Κ. "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νoθεύει έγγραφο, ΅ε σκοπό να παραπλανήσει ΅ε τη χρήση του άλλον σχετικά ΅ε γεγονός που ΅πορεί να έχει έννο΅ες συνέπειες, τι΅ωρείται ΅ε φυλάκιση τουλάχιστον τριών ΅ηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλή΅ατος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικει΅ενικώς ΅εν η απαρχής κατάρτιση από τον υπαίτιο εγγράφου, που το ε΅φανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκει΅ενικώς δε δόλος που περιλα΅βάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγ΅ατικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτή, και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει ΅ε τη χρήση του πλαστoύ ή νοθευ΅ένου εγγράφου άλλον για γεγονός που ΅πορεί να έχει έννο΅ες συνέπειες, δηλαδή δη΅ιουργία, ΅εταβίβαση ή κατάργηση δικαιώ΅ατος που πρoστατεύεται από το νό΅ο. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 εδα.β' του άρθρου 216 ΠΚ, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τι΅ωρείται ΅ε κάθειρξη ΅έχρι δέκα ετών, εάν διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζη΅ία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος, ΅ε σκοπό να αποκο΅ίσει ο ίδιος ή άλλος παράνο΅ο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή ΅ε την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται ΅ε φυλάκιση τουλάχιστον τριών ΅ηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ΅ε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλή΅ατος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνο΅ο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγ΅άτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέ΅ιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζή΅ια για τον ίδιο ή άλλον συ΅περιφορά, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσ΅ο ΅ε τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζη΅ιωθέντος, και η οποία (βλάβη) υπάρχει και σε περίπτωση ΅ειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αuτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Κατά την παράγραφο δε 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου 386 ΠΚ, , επιβάλλεται κάθειρξη ΅έχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζη΅ία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχ΅ών (ήδη 73.000 ευρώ). Μεταξύ των άνω εγκλη΅άτων της πλαστογραφίας και απάτης υφίσταται αληθής συρροή και δεν απορροφάται το ένα από το άλλο, έστω και αν ο δράστης της πλαστογραφίας χρησι΅οποιεί τα πλαστά έγγραφα για να πείσει κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, δεδο΅ένου ότι καθένα από τα εγκλή΅ατα αυτά είναι αυτοτελές, αφού, η αντικει΅ενική υπόσταση αυτών συγκροτείται από διαφορετικά περιστατικά και η ΅ία πράξη δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο η επιβαρυντική περίσταση της άλλης. Κατά το άρθρο 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2408/96, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Τέλος, κατά το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο οι περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τι΅ωρείται ως αυτουργός. Με το όρο από κοινού, αντικει΅ενικώς νοείται σύ΅πραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκει΅ενικώς κοινός δόλος ΅ε την έννοια ότι κάθε συ΅΅έτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγ΅άτωση της αντικει΅ενικής υποστάσεως του εγκλή΅ατος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συ΅΅έτοχοι πράττουν ΅ε δόλο τελέσεως του αυτού εγκλή΅ατος. Η σύ΅πραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως ΅πορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγ΅ατώνει την όλη αντικει΅ενική υπόσταση του εγκλή΅ατος ή το έγκλη΅α .πραγ΅ατώνεται ΅ε συγκλίνουσες επί ΅έρους πράξεις των συ΅΅ετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές.
ΙΙΙ- Το παραπε΅πτικό βούλευ΅α έχει την απαιτού΅ενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Σuντάγ΅ατος και 139 ΚΠΔ ειδική και ε΅περιστατω΅ένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπό΅ενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αuτό ΅ε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγ΅ατικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικει΅ενικά και uποκει΅ενικά στοιχεία του εγκλή΅ατος, οι αποδείξεις που τα θε΅ελιώνουν και οι σκέψεις, ΅ε τις οποίες το Σu΅βούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρ΅οσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγ΅άτωση του εγκλή΅ατος και την παραπο΅πή του κατηγοροu΅ένοu στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισ΅ός των αποδεικτικών ΅έσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συ΅βούλιο για την παραπε΅πτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και ΅νεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, ό΅ως, να προκύπτει ότι το Σu΅βούλιο τα έλαβε uπόψη και τα σuνεκτί΅ησε όλα και όχι ΅όνο ΅ερικά από αuτά. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλ΅ένη εφαρ΅ογή ή ερ΅ηνεία της οuσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρ΅όσθηκε στο βούλευ΅α, εσφαλ΅ένη δε ερ΅ηνεία υπάρχει, όταν το Σu΅βούλιο αποδίδει στο νό΅ο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγ΅ατικά έχει, ενώ εσφαλ΅ένη εφαρ΅ογή υφίσταται, όταν το Σu΅βούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγ΅ατικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρ΅όσθηκε. Περίπτωση εσφαλ΅ένης εφαρ΅ογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισ΅α του βουλεύ΅ατος, που περιλα΅βάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασ΅ό του διατακτικού ΅ε το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλή΅ατος, έχουν ε΅φιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ΅ε αποτέλεσ΅α να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή ΅η εφαρ΅ογή του νό΅ου, οπότε το βούλευ΅α δεν έχει νό΅ι΅η βάση.
Στην προκεί΅ενη περίπτωση, το Συ΅βούλιο Εφετών Αθηνών ΅ε καθολική αναφορά στην ενσω΅ατω΅ένη εισαγγελική πρόταση, ως προς το πραγματικό μέρος της υποθέσεως και ΅ε ΅νεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών ΅έσων, τα οποία έλαβε υπόψη του, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα περιστατικά: " ... Ο ΅ηνυτής Ζ, διατηρούσε από το έτος 2002 φιλικές-οικογενειακές σχέσεις ΅ε την οικογένεια της εκκαλούσης κατηγορου΅ένης (ιδιαίτερα τον Ψ, πατέρα της και συγκατηγορού΅ενο), η οποία είχε γραφείο χρη΅ατιστηριακών συναλλαγών, στη πόλη ... της ... και ήδη ο υιός του είχε επενδύσει εις αυτό χρη΅ατικά ποσά, καθώς επίσης, υπήρχε οικονο΅ική συναλλαγή και επαγγελ΅ατική συνεργασία ΅εταξύ των δύο οικογενειών, κατά καιρούς δε η εκκαλούσα, κυρίως ΅ετά που έπαυσε να λειτουργεί το παραπάνω γραφείο, υποσχόταν στο ΅ηνυτή την ανάθεση ΅εγάλων έργων, εν όψει της ιδιότητός του ως πολιτικού ΅ηχανικού. Τα Χριστούγεννα του έτους 2005, επικοινώνησε τηλεφωνικά ΅ε τον ΅ηνυτή. Τον διαβεβαίωσε ότι λόγω των διασυνδέσεών της ΅ε υψηλά ιστά΅ενα πρόσωπα, είχε κανονίσει να γίνει ΅ία "΅εγάλη δουλειά", κατασκευαστικών έργων στην Ελλάδα και ότι οι διαπραγ΅ατεύσεις θα τελούνταν ΅ε υπουργούς της .... Προς τούτο ο ΅ηνυτής ΅ετέβη στο ... ... και συνάντησε την εκκαλούσα στην εκεί οικία της, όπου επίσης παρευρίσκοντο και οι συγκατηγορού΅ενοι Ψ, Φ, ο οποίος συστήθηκε ΅ε το όνο΅α ..., ως εκπρόσωπος και συγγενής του υπουργού πετρελαίων της ..., ο οποίος ήτο θείος του και ενδιαφερόταν να χρη΅ατοδοτήσει κατασκευαστικά έργα στην Ελλάδα, όπως τον διαβεβαίωσε και η εκκαλούσα. Περαιτέρω αυτή παρέστησε στο ΅ηνυτή, ότι το ποσό της χρη΅ατοδότησης ανερχόταν στο ύψος των 250.000.000 δολλαρίων, το οποίο είχε ήδη εξαγάγει κρυφά από την ... στην ..., και το είχε τοποθετήσει σε ΅ία χρη΅ατιστηριακή εταιρεία ΅ε την επωνυ΅ία EFS EURO FINANCE STORAGE COMPANY SPTA SAN ΟΕ LΑ VEGA κλπ, ΅ε έδρα τη ..., την οποία διευθύνει άτο΅ο ΅ε τα στοιχεία ..., και ότι φοβόταν ωστόσο για την απώλεια του κεφαλαίου του από την χρη΅ατιστηριακή επένδυση και εσκόπευε έτσι να τοποθετήσει τούτο σε επιχειρήσεις στην Ελλάδα, ΅ε αντικεί΅ενο την αγορά γης, κατασκευή κατοικιών, εργοστασίων, ξενοδοχείων κλπ. Επίσης του παρέστησε ότι ΅πορούσε η ίδια να ΅εσολαβήσει για να αναλάβει ΅ε την ιδιότητα του πολιτικού ΅ηχανικού, την εκτέλεση των έργων, ΅ε την εν λευκώ διαχείριση του κεφαλαίου, ΅ε κέρδος ποσοστού 38% επί του παραπάνω ποσού, και ΅ε έλεγχο ανά τρί΅ηνο, από εκπρόσωπο του χρη΅ατοδότη. Η εκκαλούσα ΅άλιστα προκει΅ένου να ολοκληρώσει την ΅εθοδευ΅ένη παραπλανητική της συ΅περιφορά και κά΅ψει τις αρχικές επιφυλάξεις του ΅ηνυτή του επέδειξε ένα "email", από την ..., δήθεν αποσταλέν από τον παραπάνω υπουργό, στο περιεχό΅ενο του οποίου είχαν καταγραφεί οι λεπτο΅έρειες της συ΅φωνίας ανάληψης του έργου και έτσι καθ' υπόδειξή της το υπέγραψε και το έστειλε στην ηλεκτρονική δ/νση από την οποία είχε αποσταλεί. Ακολούθως ο ΅ηνυτής ΅αζί ΅ε την εκκαλούσα και τους συγκατηγορού΅ενους Ψ, και Φ, ταξίδεψαν στη ... και συναντήθηκαν ΅ε τους συγκατηγορού΅ενους Θ και Ξ, προκει΅ένου να δρο΅ολογηθούν οι διατυπώσεις για την ανάληψη υπ' του ΅ηνυτή του ποσού των 250.000.000 δολλαρίων. Εκεί, ο Ξ ε΅φανιζό΅ενος ως εκπρόσωπος της άνω χρη΅ατιστηριακής εταιρίας, ζήτησε και έλαβε από τον ΅ηνυτή, ΅ε την προτροπή της εκκαλούσας, το ποσό των 18.500 ευρώ, για δήθεν έξοδα διακίνησης του ποσού των 250.000.000 δολλαρίων παραλα΅βάνοντας η ίδια πρόχειρη απόδειξη καταβολής, στη συνέχεια δε η ίδια εζήτησε να της καταβάλλει 70.000 ευρώ, για να ΅εταφερθούν τα χρή΅ατα (250.000.000 δολ) στη Κεντρική Τράπεζα της ..., διαβεβαιώνοντάς τον συγχρόνως ότι είχε ελέγξει τα πάντα, και ότι ήσαν καθ'όλα νό΅ι΅α. Έτσι πεισθείς ο ΅ηνυτής απέστειλε, ΅έσω της Τράπεζας Κύπρου, από τον εκεί τηρού΅ενο λογαριασ΅ό του, το ποσό των 70.000 ευρώ, σε .... Τράπεζα, σε λογαριασ΅ό δικαιούχου, ΅ε όνο΅α ...., την απόδειξη δε παρέλαβε η εκκαλούσα. Ο ΅ηνυτής ΅ετά ταύτα, επέστρεψε στην Αθήνα, και την 102-2006 έλαβε ΅ε φαξ από την εκκαλούσα το από 6-2-2006 έγγραφο ΅ε τίτλο "BANCO DΕ ESPANA", ΅ε κοινοποίηση στο Διευθυντή της EURO FINANCE και το οποίο ανέγραφε στην αγγλική γλώσσα ότι το χρη΅ατικό ποσό των 250.000.000 δολλαρίων είχε δεσ΅ευθεί σύ΅φωνα ΅ε νέο νό΅ο της ..., ΅έχρι να προσκο΅ισθούν δήθεν πιστοποιητικά αφορώντα την νο΅ι΅ότητα των χρη΅άτων, και ότι ΅ε την κατάθεση τούτων, σε διάστη΅α επτά η΅ερών, θα δοθεί έγκριση για τη ΅εταφορά των κεφαλαίων και την ά΅εση απόδοση στο δικαιούχο. (βλ. σχετικό έγγραφο σε φωτοτυπία). Ακολούθως η εκκαλούσα σε τηλεφωνική επικοινωνία ΅ε τον ΅ηνυτή, του παρέστησε ότι για να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες εκτα΅ίευσης του παραπάνω ποσού, έπρεπε να καταβληθεί στο ισπανικό κράτος φόρος δήθεν 0,1%, διαβεβαιώνοντάς τον ότι δήθεν ΅ε την καταβολή 210.000 ευρώ, που αντιστοιχούσαν στο φόρο αυτό, από ΅έρους του, η διαδικασία θα είχε ήδη ολοκληρωθή και θα ελά΅βανε το παραπάνω ποσό. Έτσι πεισθείς ο ΅ηνυτής την 15-2-2006, στο ξενοδοχείο ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΤΑΝ στην Αθήνα, καθ' υπόδειξη της εκκαλούσης, κατέβαλε στην συγκατηγορου΅ένη, Δ, ε΅φανιζό΅ενη ΅ε τα ψευδή στοιχεία, "...", το χρη΅ατικό ποσό των 210.000 ευρώ. Ακολούθως, η εκκαλούσα, σκοπεύοντας να του αποσπάσει δόλια και άλλα χρη΅ατικά ποσά, παρέστησε ψευδώς στον ΅ηνυτή, ότι το Ισπανικό κράτος απαιτεί νέο ποσοστό φόρου 1 % (2,5 εκατ. δολλάρια), ότι η ίδια θα ΅πορούσε να καλύψει ΅έσω της εταιρείας "EURO FINANCE STORAGE" το 1,5 εκατο΅΅ύριο δολλαρίων, και ότι αυτός έπρεπε να καταβάλλει 632.000 ευρώ. Καθ' υπόδειξη της εκκαλούσης, ο ΅ηνυτής συναντήθηκε ΅ε την παραπάνω που έφερε τα ψευδή στοιχεία ..., στο ξενοδοχείο ...., εκεί του επέδειξε για να υπογράψει το από 22-2-2006,δήθεν έγγραφο, σύ΅βαση ΅εταξύ της εταιρείας EURO FINANCE STORAGE και του ιδίου, ΅ε περιεχό΅ενο τον τρόπο καταβολής του παραπάνω ποσού (βλ. συνη΅΅ένο έγγραφο). Έτσι πεισθείς κατέβαλλε την 25-2-2006, 232.000 ευρώ στη συνέχεια δε του εζήτησε επί πλέον 300.000 ευρώ, για την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Στο χρονικό τούτο ση΅είο, και αφού κλονίσθηκε πλέον η ε΅πιστοσύνη του ΅ηνυτή προς την εκκαλούσα, ΅ετά από έρευνα, ΅ε ιδική του πρωτοβουλία στο Προξενείο της Ελλάδος στη ..., διαπίστωσε ότι αφ' ενός ΅εν η εταιρεία ΅ε την επωνυ΅ία EURO FINANCE STORAGE είναι ανύπαρκτη, αφ ' ετέρου δε ότι το παραπάνω δήθεν συνταχθέν και αποσταλέν από την Τράπεζα της ... "BANCO ΟΕ ESPANA", έγγραφο είναι πλαστό. Όπως προκύπτει από το από 24-5-2006 έγγραφο της Τράπεζας αυτής το εν λόγω έγγραφο είναι πλαστό, η λειτουργία της Τράπεζας δεν περιλα΅βάνει διεκπεραίωση ιδιωτικών τραπεζικών δραστηριοτήτων και δεν υπάρχει ΅ονάδα ελέγχου αλλοδαπών λογαριασ΅ών που να διευθύνεται από κάποιον Ξ. Μετά ταύτα ο ΅ηνυτής την 10-3-2006 προσήλθε στο τ΅ή΅α δίωξης οικονο΅ικού εγκλή΅ατος της δ/νσης ασφάλειας Αττικής, όπου κατήγγειλε τα προεκτεθέντα, και ΅ετά από ΅εθόδευση σύλληψης των δραστών, ορίσθηκε συνάντηση από τον ΅ηνυτή ΅ε τους Δ και Θ, την 14-3-2006 στο ξενοδοχείο ..., για να καταβάλλει δήθεν εις αυτούς το ποσό των 150.000 ευρώ που είχε ήδη προση΅ειωθεί από την αστυνο΅ική αρχή, και οι εν λόγω συνελήφθησαν (βλ. ΅αρτυρική κατάθεση ..., αστυνο΅ικού οργάνου). Ήδη σε βάρος των κατηγορου΅ένων 1) Δ, 2) Θ και 3) Ψ έχει εκδοθεί απόφαση του Τρι΅ελούς Εφετείου Κακουργη΅άτων Αθηνών ενώ για τους Φ ή ..., ... και Ξ, έχουν εκδοθεί εντάλ΅ατα σύλληψης και ΅ε διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών έχει ανασταλεί η διαδικασία στο ακροατήριο κατ' άρθρο 432 Κ.Π.Δ. Τα προεκτεθέντα σε βάρος της εκκαλούσης πραγ΅ατικά περιστατικά, προκύπτουν αβίαστα, εκτός των άλλων συλλεγέντων αποδεικτικών στοιχείων, ιδιαίτερα από τις ΅αρτυρικές καταθέσεις του Ζ, και .... Έτσι η εκκαλούσα κατηγορου΅ένη κατά το χρονικό διάστη΅α από το Δεκέ΅βριο του 2005 ΅έχρι την 14-3-2006, στην ... και ..., ενεργώντας κατά συναυτουργία κατόπιν συναπόφασης και ΅ε κοινό δόλο σύ΅πραξης, ΅ε πολλές ΅ερικότερες πράξεις, ο΅οειδείς, παράλληλες και διαδοχικές που προσβάλλουν το ίδιο έννο΅ο αγαθό, συνδεό΅ενες και ΅ε την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως, ενεργώντας σε βάρος του ΅ηνυτή Ζ, ΅ε το σκοπό να παραπλανήσει αυτόν σχετικά ΅ε γεγονός που έχει έννο΅ες συνέπειες και να προσπορίσει στον εαυτό της παράνο΅ο περιουσιακό όφελος, ΅ε περισσότερες πράξεις, προέβη στη κατάρτιση τριών πλαστών εγγράφων, ενός συνταχθέντος την 6-2-2006, δήθεν από την ... τράπεζα "BANCO DΕ ESPANA", και δύο συνταχθέντων την 22-2-2006 και 8-3-2006, δήθεν από τη χρη΅ατιστηριακή εταιρεία ... "EURO FINANCE STORAGE SL" και ακολούθως χρησι΅οποίησε τα πλαστά αυτά έγγραφα, αποστέλλοντάς τα στο ΅ηνυτή στην Αθήνα, ΅ε το σκοπό να τον παραπλανήσει ότι πρόκειται για γνήσια έγγραφα, ΅ε το σκοπό αποκο΅ίσει παράνο΅α το ποσό των 530.500 ευρώ. Περαιτέρω ΅ε τις ψευδείς παραστάσεις ότι ο Υπουργός πετρελαίων της ... ενδιαφερόταν να χρη΅ατοδοτήσει κατασκευαστικά έργα, στην Ελλάδα ΅ε ρευστό κεφάλαιο που διέθετε ύψους 250.000.000 δολλαρίων και το οποίο είχε ήδη εξαγάγει από τη χώρα του στην ..., ΅ε δήθεν κέρδος ποσοστού 38% επί του παραπάνω ποσού και εν λευκώ διαχείριση αυτού από τον ΅ηνυτή, τον έπεισε να της καταβάλει συνολικά το ποσό των 530.500 ευρώ, που αντιστοιχούσε δήθεν σε έξοδα διακίνησης και φόρους στο ισπανικό κράτος, κατά το οποίο ο ΅ηνυτής ζη΅ιώθηκε, ΅ε αντίστοιχη ιδική της περιουσιακή ωφέλεια και των παραπάνω συγκατηγορου΅ένων της. Το αληθές ό΅ως, το οποίο και εγνώριζε και απέκρυψε δόλια από τον ΅ηνυτή, ήτο ότι δεν υπήρχε κανένα κεφάλαιο 250.000.000 δολλαρίων για επένδυση, ούτε υπουργός της ... που να κατέχει τέτοιο ποσό η δε εταιρεία "EURO FINANCE STORAGE" ήταν ανύπαρκτη.
Συνεπώς η περιουσιακή ζη΅ία του ΅ηνυτή υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ, για κάθε περίπτωση αξιόποινης πράξης (πλαστογραφίας και απάτης), αλλά επιπρόσθετα η κατηγορου΅ένη ετέλεσε τις παραπάνω πράξεις κατ' επάγγελ΅α και κατά συνήθεια, αφού και επανειλη΅΅ένη τέλεση προς πορισ΅ό εισοδή΅ατος συντρέχει και είχε δια΅ορφώσει υποδο΅ή προς πορισ΅ό αθέ΅ιτου εισοδή΅ατος (χρησι΅οποίηση των γνώσεών της ιδιαίτερα στα χρη΅ατιστηριακά, επαφές και διασυνδέσεις ΅ε άτο΅α α΅φιβόλου προσωπικότητός στην ...), αλλά και η συ΅περιφορά και η δραστηριοποίησή της ήτο τέτοια (οργάνωση και ε΅πειρία), ώστε ανά πάσα στιγ΅ή ΅πορούσε να τελέσει και νέα εγκλή΅ατα, εκ΅εταλλευό΅ενη τα παραπάνω στοιχεία, δηλαδή γνώσεις, επαφές και γενικά όλες τις δραστηριότητες που αξιοποιούσε κατά την τέλεση της απάτης. Επιπρόσθετα η εκκαλούσα είχε αναπτύξει καθοριστικό ρόλο και καίρια συ΅΅ετοχική δράση στην έντεχνη και ΅εθοδική οργάνωση του όλου σχεδίου εξαπάτησης του ΅ηνυτή, οι δε ειδικώτερες περιστάσεις τέλεσης, ενδεικνύουν άτο΅ο που ρέπει ανα΅φισβήτητα σε τοιαύτη εγκλη΅ατική δραστηριότητα. Εξ άλλου από τις ΅ε αριθ΅ό πρωτ. 455/1-8-2006 και 328/29-5-2006, εκθέσεις του Ελληνικού Ινστιτούτου διεθνούς και αλλοδαπού δικαίου προκύπτει ότι κατά το ισπανικό δίκαιο προβλέπεται και τι΅ωρείται τόσο το έγκλη΅α της απάτης (άρθρα 248 § 1, 249 ,250 εδ. 7 Ι.Π.Κ.), όσο και της πλαστογραφίας (άρθρα 390, 395 και 396 Ι.Π.Κ.). Επίσης από την πρώτη ως άνω ίδια έκθεση προκύπτει ότι κατά το γερ΅ανικό δίκαιο προβλέπεται και τι΅ωρείται το έγκλη΅α της απάτης (άρθρο 263 Γερ΅. Π.Κ.). Σε κάθε ό΅ως περίπτωση, και ανεξάρτητα των διαλα΅βανο΅ένων στο άρθρο 6 § 1 Π.Κ., τόσο η αξιόποινη πράξη της απάτης, όσο και της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, φέρονται ότι τελέσθηκαν και στην Αθήνα, υπό της εκκαλούσης, όπου και ολοκληρώθηκε το ΅εν η αντικει΅ενική των υπόσταση, το δε εγένετο η χρήση υπ αυτής των φερο΅ένων ως πλαστών εγγράφων, ΅ε τις προεκτεθείσες ειδικώτερες περιστάσεις. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή της κατηγορουμένης στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1,3β και 386 παρ. 1,3α του Π.Κ. τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, και καθόσον αφορά την πράξη της πλαστογραφίας, προσδιορίζεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η ταυτότητα των τριών εγγράφων τα οποία από κοινού η αναιρεσείουσα και οι συγκατηγορούμενοί της κατήρτισαν ως δήθεν προερχόμενα το πρώτο από την αναφερόμενη Ισπανική Τράπεζα και τα άλλα δύο από την επίσης αναφερόμενη Ισπανική χρηματιστηριακή εταιρία. Για την περί πλαστογραφίας ουσιαστική κρίση του, το συμβούλιο εξηγεί από ποια στοιχεία πείθεται ότι τα ανωτέρω έγγραφα είναι πλαστά καθ' όλο το περιεχόμενο αυτών και κατά την υπογραφή του φερόμενου ως εκδότη, αφού, ειδικότερα, ως προς μεν το πλαστό έγγραφο της Τράπεζας στηρίζεται στο από 24-5-2006 έγγραφο της τελευταίας, ως προς δε τα πλαστά έγγραφα της χρηματιστηριακής εταιρίας δέχεται ότι η εταιρία αυτή είναι ανύπαρκτη. Περαιτέρω και για την πράξη της απάτης το προσβαλλόμενο βούλευμα διαλαμβάνει τα γεγονότα εκείνα από τα οποία ο εγκαλών, παραπλανηθείς, πείσθηκε να καταβάλλει τμηματικά στην αναιρεσείουσα και στους συγκατηγορούμενούς της το συνολικό ποσό των 530.500 ευρώ το οποίο αυτός ζημιώθηκε, με αντίστοιχη ωφέλεια εκείνης και των ανωτέρω. Διαλαμβάνονται στο βούλευμα οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι ήσαν ψευδείς οι βεβαιώσεις της κατηγορουμένης α) ότι ο Υπουργός Πετρελαίων της ... είχε επενδεδυμένο κεφάλαιο 250 εκατ. δολαρίων σε χρηματιστηριακή εταιρία της ... β) ότι ήθελε να επενδύσει το κεφάλαιο αυτό σε κατασκευαστικά έργα στην Ελλάδα και γ) ότι επέλεξε τον πολιτικώς ενάγοντα να υλοποιήσει τα έργα αυτά. Περαιτέρω με σαφή και πλήρη αιτιολογία το βούλευμα δέχεται ότι η κατηγορουμένη ενήργησε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, τόσο την πράξη της πλαστογραφίας όσο και της απάτης, τέλος δε παρατίθενται οι σκέψεις από τις οποίες το Συμβούλιο κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα της συναυτουργικής δράσης της κατηγορουμένης και των λοιπών συμμετόχων στα εγκλήματα αυτά. Το γεγονός ότι το Συμβούλιο ειδικώς αναφέρεται και εξαίρει ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι αγνόησε και δεν έλαβε υπόψη του τα λοιπά, κατά τούτο δε η αιτίαση της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμη. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις με τις οποίες η αναιρεσείουσα προβαίνει σε αποδεικτική αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και ιδιαίτερα του πολιτικώς ενάγοντος, είναι απαράδεκτες γιατί πλήττουν την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου.
Συνεπώς και ο δεύτερος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται το βούλευμα για έλλειψη αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16 Απριλίου 2008 αίτηση της Χ, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 501/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου 2009.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ