Αριθμός 435/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου, Δημητρούλα Υφαντή, Ιωάννα Πετροπούλου και Μαρία Χυτήρογλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 6 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Α. Του αναιρεσείοντος: Υπουργού Οικονομικών υπό την ιδιότητα αυτού ως εποπτεύοντος τις υπέρ κοινοφελών σκοπών και ιδρυμάτων καταλειπόμενες περιουσίες, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1.Α. Σ. του Η., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. 2.Της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "…." που εδρεύει στον ..., όπως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο 3.Του Δήμου Αγίας Παρασκευής, που εδρεύει στην Αγία Παρασκευή Αττικής, όπως νομίμως εκπροσωπείται, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Δήμητρας Μπάτσου, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις 4. Του Σωματείου με την επωνυμία "ΕΞΩΡΑΪΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ", που εδρεύει στην Αγία Παρασκευή Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και 5. Α. θυγατρός Α. Σ., συζύγου Π. Κ., κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Β. Του αναιρεσείοντος: Του Δήμου Αγίας Παρασκευής, που εδρεύει στην Αγία Παρασκευή Αττικής, όπως νομίμως εκπροσωπείται, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Δήμητρας Μπάτσου, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις
Των αναιρεσιβλήτων: 1.Α. Σ. του Η., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. 2.Της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "…." που εδρεύει στον …, όπως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Καλλέ, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις, 3. Του Σωματείου με την επωνυμία "ΕΞΩΡΑΪΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ", που εδρεύει στην Αγία Παρασκευή Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4. Α. θυγατρός Α. Σ., συζύγου Π. Κ., κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 5. Υπουργό Οικονομικών υπό την ιδιότητα αυτού ως εποπτεύοντος τις υπέρ κοινοφελών σκοπών και ιδρυμάτων καταλειπόμενες περιουσίες, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/5/2006 αίτηση του ήδη τρίτου αναιρεσιβλήτου και με τις από 3/10/2006 και 16/11/2006 κύριες παρεμβάσεις των διαδίκων της παρούσας δίκης, που κατατέθηκε στο Εφετείο Αθηνών.
Εκδόθηκε η 1936/2007 απόφαση οριστική του ίδιου Δικαστηρίου την αναίρεση της ζητούν: α)ο αναιρεσείων Α με την από 22-3-2010 αίτησή του, και ο αναιρεσείων Β με την από 22-3-2010 αίτησή του. Εκδόθηκαν: α)ως προς την Α αίτηση, η 1711/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, που κήρυξε απαράδεκτη την συζήτηση της υπόθεσης. Την υπόθεση επανέφερε για εκ νέου συζήτηση ο υπό στοιχείο Α.3ος αναιρεσίβλητος με την από 1-10-2012 κλήση του, και β) ως προς την Β αίτηση, η 1712/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, που κήρυξε απαράδεκτη την συζήτηση της υπόθεσης. Την υπόθεση επανέφερε για εκ νέου συζήτηση ο αναιρεσείων Β με την από 1-10-2012 κλήση του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης, Μαρία Χυτήρογλου, ανέγνωσε τις από 30-9-2011 εκθέσεις του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία, Αρεοπαγίτη Μιλτιάδη Σπυρόπουλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των υπό στοιχείο Α και υπό στοιχείο Β αιτήσεων αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 576 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, ερευνάται αν ο διάδικος ο οποίος δεν εμφανίστηκε ή αν και εμφανίστηκε δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση. Στην περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 226 παρ. 4 εδ.γ και δ Κ.Πολ.Δ. που εφαρμόζονται και στην αναιρετική δίκη κατά το άρθρο 575 εδ. β του ιδίου κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδριάσεως να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που θα συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προϋπόθεση, όμως, της εγκυρότητας της κλητεύσεως αυτής, συνεπεία της αναβολής της υποθέσεως και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο, είναι, ότι ο απολιπόμενος ή μη νομίμως παριστάμενος, κατά τη μετ` αναβολή συζήτηση διάδικος είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση, ή, είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί στη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υποθέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση επισπεύδεται η συζήτηση , με τις από 1-10-2012 (δύο) κλήσεις του Δήμου Αγίας Παρασκευής των με αύξοντα αριθμούς καταθέσεως 316/26-3-2010 και 319/29-3-2010 αντίστοιχα, αιτήσεων, του Υπουργού Οικονομικών και του Δήμου Αγίας Παρασκευής, αναιρέσεως της 1936/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, μετά την έκδοση της 1711/2011 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η επ' αυτών συζήτηση. ΟΙ αιτήσεις αυτές πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της προφανούς μεταξύ των συναφείας.
Από τη .../24-07-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών … την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο επισπεύδων τη συζήτηση της υποθέσεως αναιρεσείων Δήμος Αγίας Παρασκευής, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 319/29-3-2010 αιτήσεως αναιρέσεως του (του Δήμου Αγίας Παρασκευής ) και της από 1-10-2012 κλήσεως προς συζήτηση αυτής την 8-3-2013, και βεβαίωση της οικείας γραμματέως ότι η συζήτηση της αναβλήθηκε για την σημειουμένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (6-12-2013) και έλαβε αριθμό πινακίου 4 και κλήση να παρασταθεί σ' αυτήν ,ότε και όπου ανωτέρω ορίζεται, επιδόθηκε στον εκ των αναιρεσιβλήτων Α. Σ. του Η. ο οποίος, όμως, δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από την σειρά του οικείου πινακίου ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Από τις με αριθμό, .../10-12-2012 και .../11-12-2012 εκθέσεις επιδόσεως της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθήνας, …, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 319/29-3-2010 αιτήσεως αναιρέσεως του Δήμου Αγίας Παρασκευής και της από 1-10-2013 κλήσεως προς συζήτηση της για την δικάσιμο της 8-3-2013 επιδόθηκε προς τους εκ των αναιρεσιβλήτων 1) ) Εξωραϊστικό Σύλλογο Αγίου Ιωάννου και 2) Α. Σ. , οπότε η συζήτηση αναβλήθηκε, με σχετική σημείωση στο πινάκιο, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο , (6-12-2013) και έλαβε αριθμό πινακίου 4 , οπότε αυτοί δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν απο πληρεξούσιο δικηγόρο. Από την με αριθμό .../24/07/2013 / έκθεση επιδόσεως του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών … προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 316/26-3-2010 αιτήσεως αναιρέσεως του Υπουργού Οικονομικών κλήση για συζήτηση αυτής την 8-3-2013 και βεβαίωση της γραμματέως ότι η υπόθεση αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 6-12-2013 με αριθμό πινακίου 5 και κλήση να εμφανιστεί κατά την συζήτησή της επιδόθηκε στον Α. Σ. του Η.. Αυτός , όμως ,δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από την σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Από τις με αύξοντα αριθμό .../ 10-12-2012, .../19-12-2012 και .../11-12-2012 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …, προκύπτει ότι, ακριβές αντίγραφο της με αύξοντα αριθμό 316/ 26-3-2010 αιτήσεως αναιρέσεως και της από 1-10-2012 κλήσεως με πράξη ορισμού δικασίμου για την δικάσιμο της 8-3-2013 , επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους αναιρεσιβλήτους ήτοι 1) την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "…" 2) "Εξωραϊστικό Σύλλογο Αγ. Ιωάννου" και 3) Α. Σ. , οπότε, όμως , η η υπόθεση αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 6-12-2013 και έλαβε αριθμό πινακίου 5. Πλην όμως αυτοί δεν εμφανίστηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από την σειρά του οικείου πινακίου (αριθμός 5), ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. . Επομένως, για εκείνους εκ αναιρεσιβλήτων που δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο επιτρεπτώς εξετάζεται η βασιμότητα των ενδίκων αιτήσεως αναιρέσεως παρά την απουσία των (αρθ. 576 παρ. 2 εδ.3 Κ.ΠΟλ. Δ) αφού έχει προηγηθεί νομότυπη επίδοση των αιτήσεων αναιρέσεως και κλήσεως για συζήτηση ότε και όπου στην αρχή της παρούσας ορίζεται και η αναβολή εκ του πινακίου θεωρείται ως κλήτευσή των.
Με την από 8-5-2006 αίτηση, ο Δήμος Αγίας Παρασκευής, με την ιδιότητα του καταπιστευματοδόχου της κληρονομίας του Α. Σ. , η οποία κοινοποιήθηκε στους Α. Σ. του Η. και της εδρεύουσας στην Αγία Παρασκευή (Λ. Μεσογείων 419) ΟΕ με την επωνυμία … ,νόμιμα εκπροσωπουμένης και το Υπουργείο Οικονομικών ως εποπτεύοντος , ζήτησε να ερμηνευθεί ότι η βούληση του διαθέτη ήταν να μη επιχειρηθεί οποιαδήποτε επέμβαση στο κληροδοτηθέν στον Α. Σ. ακίνητό, προκειμένου αυτό να περιέλθει στον Δήμο στην ίδια κατάσταση που ήταν κατά τον θάνατό του διαθέτη. Κατά την συζήτηση της αιτήσεως παρενέβησαν κυρίως οι 1) οι Α. Σ. και η εταιρεία "…" και το Ελληνικό Δημόσιο και ο Υπουργός Οικονομικών ως εποπτεύοντος τις υπέρ κοινωφελών σκοπών και ιδρυμάτων καταλειπόμενες περιουσίες (ΑΝ 2039/1939) και προσθέτως, υπέρ του αιτούντος Δήμου Αγίας Παρασκευής, οι 1) Εξωραϊστικός Σύλλογος Αγίου Ιωάννου 2) Α. Α. Σ. και το Ελληνικό δημόσιο και Υπουργός Οικονομικών με την άνω ιδιότητά του. Επί της άνω αιτήσεως, των κυρίων, και, πρόσθετων παρεμβάσεων εκδόθηκε η προσβαλομένη 1936/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών η οποία δέχθηκε εν μέρει την αίτηση την κύρια και τις πρόσθετες παρεμβάσεις και αποφάνθηκε ότι η πραγματική βούληση του διαθέτη Α. Σ. ήταν, οι ανεψιοί του Α. και Μ. Σ., διαρκούσης της κληροδοσίας να ασκούν πράξεις οίκησης και τακτικής διαχείρισης στο κληροδοτηθέν ακίνητο αποκλειομένης μόνο της διάθεσης και εκποίησής του. Της απόφασης αυτής με τις με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 319/ 29-3-2010 kai 316/26-3-2010 , αντίστοιχα , αιτήσεις των οι Υπουργός Οικονομικών ως εποπτεύοντος τις υπέρ κοινωφελών σκοπών και ιδρυμάτων καταλειπόμενες περιουσίες και ο Δήμος Αγίας Παρασκευής ζητούν όπως προαναφέρθηκε, την αναίρεση για πλημμέλειες εκ των αριθμών 1 , 5 και 19 του αρθρου 559 Κ.Πολ Δ. Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.ΠολΔ. ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία, που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσεως υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικό περιστατικό, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα ,στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση της, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή, εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε, ως επιθετικό, είτε, ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα απλά νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως. Εξάλλου ,για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός οι εκ των άνω αριθμών του αρθ 559 Κ.Πολ.Δ λόγοι θα πρέπει, εκτός άλλων, για μεν τον πρώτο, (εκ του αριθμού 1), να προσδιορίζεται με σαφήνεια και το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση σφάλμα, να αναφέρεται, δηλαδή, που ακριβώς εντοπίζεται η παράβαση κατά την ερμηνεία ή εφαρμογή του κανόνα δικαίου και για τον δεύτερο, (εκ του αριθμου 19), 1) τις πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως και τη μνεία ότι αυτή στερείται παντελώς αιτιολογίας και 2) εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, ήτοι, αν, πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας, μνεία μόνο της ελλείψεως, αν πρόκειται για ανεπαρκείς αιτιολογίες, ποιά ,επί πλέον, περιστατικά έπρεπε να αναφέρει η προσβαλομένη απόφαση, ώστε η αιτιολογία της να είναι επαρκής και αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, σε τι ,συνίσταται η αντίφαση και από ποία αντιτιθέμενα μέρη των αιτιολογιών προκύπτει . Δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων, και μάλιστα στη στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως κατ' αρθ. 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.
Κατά το άρθρο 1923 ΑΚ ο διαθέτης μπορεί να υποχρεώσει τον κληρονόμο να παραδώσει, έπειτα από ορισμένο γεγονός, ή, χρονικό σημείο την κληρονομιά που απέκτησε ή ποσοστό της σε άλλον (καταπιστευματοδόχο). Απέναντι στον καταπιστευματοδόχο ευθύνεται για όση επιμέλεια δείχνει στις δικές του υποθέσεις. Διάθεση των αντικειμένων της κληρονομιάς, αν ο διαθέτης δεν όρισε διαφορετικό, συγχωρείται, μόνο, όταν επιβάλλεται από τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης ή έδωσε τη συναίνεση του ο καταπιστευματοδόχος ή στην περίπτωση του άρθρου 1939. Σύμφωνα με την έννοια των παραπάνω διατάξεων η περιέλευση της κληρονομιάς στον κληρονόμο έχει κατά βάση προσωρινό χαρακτήρα, αφού αυτή θα πρέπει τελικά να περιέλθει στον καταπιστευματοδόχο. Η διάταξη του άρθρου 1937 ΑΚ υπογραμμίζει, ακριβώς, την προσωρινότητα του κληρονομικού δικαιώματος του βεβαρημένου κληρονόμου, και οριοθετεί ,ταυτόχρονα, τις εξουσίες του στο ενδιάμεσο διάστημα μέχρι την επαγωγή της κληρονομιάς στον καταπιοτευματοδόχο. Ειδικότερα, με βάση την ΑΚ 1937 προσδιορίζονται το περιεχόμενο και η έκταση, αφενός ,της διαχειριστικής εξουσίας και αφετέρου της εξουσίας διαθέσεως του βεβαρημένου . Πάντως, η ρύθμιση του νόμου στο σημείο αυτό είναι ελλιπής και γι' αυτό ο ειδικότερος προσδιορισμός των διαχειριστικών αρμοδιοτήτων του βεβαρημένου κληρονόμου, μπορεί να γίνει μόνο ερμηνευτικά και περιπτωσιολογικά με γνώμονα, κυρίως, τη βούληση του διαθέτη, όπως έχει εκφρασθεί στη διαθήκη. 'Όπου η βούληση του διαθέτη είναι ανύπαρκτη 'ή αμφίβολη οι εξουσίες του κληρονόμου θα εξειδικευθούν, αφενός, με βάση την έννοια και τη φύση του καταπιστεύματος και, ιδίως, τη συναγόμενη από εδώ προσωρινότητα του δικαιώματος του αρχικού κληρονόμου και αφετέρου με αναγωγή στο γράμμα και στο πνεύμα των κρίσιμων διατάξεων και κυρίως αυτών των άρθρων 1937, 1938 ΑΚ. Η τακτική αυτή διαχείριση διατηρείται κατά τους ορισμούς του άρθρου 1941 ΑΚ, μέχρι την επαγωγή της κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο, οπότε, ο κληρονόμος παύει να είναι κληρονόμος και έχει υποχρέωση να παραδώσει την κληρονομία στην κατάσταση που θα βρισκόταν, ύστερα από τακτική διαχείριση, εκτός από τους καρπούς που έχουν παραχθεί έως την επαγωγή. Στο μέτρο που η παραδιδόμενη κληρονομία, ως σύνολο ή ορισμένα κληρονομιαία αντικείμενα υπολείπονται της αξίας που θα είχαν μετά από τακτική διαχείριση, ο κληρονόμος ενέχεται απέναντι στον καταπιστευματοδόχο στην αποκατάσταση της διαφοράς αξίας. Για την ικανοποίηση της αξιώσεώς του αυτής, μπορεί ο καταπιστευματοδόχος να εγείρει κατά του βαρυνόμενου με το καταπίστευμα κληρονόμου, είτε, την προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη αγωγή είτε εκείνη προς λογοδοσία. Ο βεβαρημένος κληροδόχος κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν στην αντίστοιχη περίπτωση του κληρονομικού καταπιστεύματος (1932 ΑΚ) αφού δεν προβλέπονται ειδικές ρυθμίσεις στην καταπιστευματική υποκατάσταση έχει δικαίωμα σύμφωνα με το αρθ. 1937 ΑΚ εωσότου γίνει η επαγωγή στον καταπιστευματοδόχο να ασκεί όλες τις αγωγές και να διαχειρίζεται την κληροδοσία και αν ο διαθέτης όρισε διαφορετικά να διαθέτει το αντικείμενο της κληροδοσίας μόνο όταν αυτό συγχωρείται από τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης ή έδωσε τη συναίνεσή του ο καταπιστευματοδόχος ή στην περίπτωση του αρθ. 1939 ΑΚ όπου ο διαθέτης επέτρεψε την ελεύθερη διαχείριση της κληρονομίας ή της κληροδοσίας στο κληρονόμο ή κληροδόχο. Κάθε άλλη διάθεση αποβαίνει άκυρη μόλις γίνει η επαγωγή στον καταπιστευματοδόχο. Ως πράξεις διαχείρισης της κληροδοσίας νοούνται αυτές της τακτικής διαχείρισης αφού κατά το αρθ. 1941 ΑΚ στον καταπιστευματοδόχο αποδίδεται η κληρονομία ή κληροδοσία στην κατάσταση που θα βρισκόταν ύστερα από τακτική διαχείριση ενώ κατά το αρθ. 2009 ΑΚ το ίδιο αντικείμενο της κληροδοσίας παραδίδεται στον καταπιστευματοδόχο. Στην προκειμένη περίπτωση έγιναν κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου δεκτά τα ακόλουθα : "Από τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υπ' αριθ. 21627/27/11-2006 ένορκη βεβαίωση που συντάχθηκε ενώπιον της συμ/φου Αθηνών Μαριάνθης Ασημακοπούλου - Ζερβού, την οποία προσκομίζει το παρεμβαίνων Σωματείο, καθόσον δεν προσκομίζει τις κλήσεις που συνοδεύουν τα αποδεικτικά επίδοσης προς τους λοιπούς διαδίκους και συνεπώς δεν προκύπτει η κλήτευσή τους για να παρασταθούν, κατά τη σύνταξη της εν λόγω ένορκης βεβαίωσης, ενώπιον της ανωτέρω συμ/φου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Ο Α. Ι. Σ., κάτοικος εν ζωή Αγίας Παρασκευής Αττικής ,απεβίωσε την 10-3-1975 και στην από 24-6- 1967 ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα και κηρύχθηκε κύρια με το υπ' αριθ. 1457/26-6-1975 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διέλαβε, εκτός - των άλλων, κατά λέξη τα εξής: ΙΑ ) Στον ανεψιόν και βαπτισιμιόν μου Θ. ( Τ. ) και Μ. Α. Σ., επίσης ανεψιόν μου, όντας πρωτότοκοι και συνεχισταί του ονόματος Σ., κληροδοτώ την εν … και επί της οδού ... διόροφον οικίαν μου ως εξής : Θα γίνει κλήρωση και στον μεν το κάτω πρώτον όροφον μετά του υπογείου στον δε τον δεύτερο, μετά της ταράτσας, χρήσιν του κήπου θα κάμουν αμφότεροι, χωρίς προστριβάς αλλά με αγάπην και ομόνοιαν. Να τιμηθεί το όνομα Σ. στην περιοχήν αυτήν. Δεν πρέπει να πικραθούν οι θυγατέρες μου διότι το κτήμα αυτό πρέπει να μείνη ως κτήμα Σ. όπως ανέκαθεν ήτο γνωστόν. Μετά πάροδον 50 ετών το κτήμα θα περιέλθη στην κοινότητα Αγίας Παρασκευής Αττικής. ΙΒ) Θα το ονομάσει εντοιχίζουσα μία, εις εμφανές σημείον, μαρμάρινην πλάκα με το όνομα "Σ.". Θα φροντίσει το Δημοτικό Συμβούλιο διά την καλλιτέραν και αξιοπρεπή εκμετάλευσιν του ώστε οι πόροι να διατίθενται εις φιλανθρωπικούς σκοπούς με πνευματικόν περιεχόμενον, τοιούτους. Με αυτό το περιεχόμενο ο διαθέτης, σύμφωνα με τα αναπτυχθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, συνέστησε κληροδοσία υπέρ των δύο ανεψιών του, Α. και Μ. Σ., με αντικείμενο το ως άνω ακίνητο, απαρτιζόμενο από το διόροφο κτίσμα και τον πέριξ αυτού κήπο, επιβαρημένη με καταπιστευτική υποκατάσταση, υπέρ του αιτούντος Δήμου, χάριν κοινωφελούς σκοπού, δηλαδή για φιλανθρωπικούς σκοπούς με πνευματικό περιεχόμενο. Μετά την επαγωγή, ο Α. Σ. αποδέχτηκε νόμιμα την επαχθείσα σ' αυτόν κληροδοσία με τη 15068/1977 συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής, που μεταγράφηκε νόμιμα, ενώ ο Μ. Σ. με την .../1979 συμβολαιογραφική πράξη, επίσης νόμιμα μεταγραφείσα, αποποιήθηκε την κληροδοσία που επήχθη σ' αυτόν. Ακολούθως, ο Α. Σ. με την 21685/1980 συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής, που μεταγράφηκε νόμιμα, αποδέχτηκε την κληροδοσία του Μ. Σ. και κατέστη μοναδικός κληροδόχος ολοκλήρου του κληροδοτηθέντος ακινήτου, όπως ήδη έχει γίνει δεκτό με την 3475/1984 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και έχει γίνει αποδεκτό από τους διαδίκους. Με την ιδιότητα αυτή ο Α. Σ. εκμίσθωσε το κληροδοτηθέν ακίνητο στην εταιρία με την επωνυμία "…", η οποία για 25 περίπου έτη έκανε χρήση αυτού ως παιδικού σταθμού και ήδη με το από με το από 10-5-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό και το από 10-5-2005 πληρεξούσιο της συμ/φου Αγ. Παρασκευής Ευαγγελίας Γατοπούλου -- Γιόβα, παραχώρησε όλα τα δικαιώματά του στην εταιρία με την επωνυμία " …". Η οποία, αφού έλαβε την απαιτούμενη οικοδομική άδεια, προβαίνει σε πράξεις επέκτασης και ανοικοδόμησης, προκειμένου να δημιουργήσει στο επίδικο χώρους αναψυχής με εστιατόριο, καφετέρια, αναψυκτήριο, πισίνα και χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων. Ο αιτών ισχυρίζεται οτι οι ενέργειες αυτές παραβιάζουν την αληθινή βούληση του διαθέτη ,ενώ, αντιθέτως, οι κυρίως παρεμβαίνοντες ισχυρίζονται ότι στα πλαίσια της εκμετάλλευσης του ακινήτου, ο διαθέτης δεν έθεσε περιορισμό και συνεπώς νομίμως προβαίνουν στην ανοικοδόμηση του κληροδοτηθέντος ακινήτου. Υφίσταται, επομένως, αμφισβήτηση, ως προς το σημείο αυτό της διαθήκης και πρέπει το Δικαστήριο να προβεί στην ερμηνεία της, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 173 ΑΚ. Από το κείμενο της διαθήκης προκύπτει ότι ο διαθέτης δεν κάνει ιδιαίτερη αναφορά στον τρόπο διαχείρισης του κληροδοτήματος. κατά το 5Οετές χρονικό διάστημα από το θάνατό του μέχρι την επαγωγή αυτού στον αιτούντα. Αντίθετα, όρισε ειδικώς ότι το Δημοτικό Συμβούλιο, (αφότου περιέλθει το κτήμα στο Δήμο), θα φροντίσει "δια την καλλιτέραν και αξιοπρεπή εκμετάλευσιν του" εννοώντας προφανώς ότι , διαρκούσης της αίρεσης οι συγκληροδόχοι θα είχαν τη δυνατότητα να ασκούν ηπιότερη εκμετάλλευση στο επίδικο, εντασσόμενη στα πλαίσια της τακτικής του διαχείρισης. Από κανένα άλλο στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο διαθέτης ήθελε άλλη, εκτός από την τακτική διαχείριση και εκμετάλλευσή του, αφού, ούτε άλλο περιορισμό έθεσε, ούτε την ελεύθερη διαχείρισή του ρητώς επέτρεψε.
Συνεπώς, ως προς το σημείο αυτό η αληθινή βούληση του διαθέτη ήταν οι κληροδόχοι να ασκούν, εκτός της οίκησης που δεν αμφισβητείται και την εκμετάλλευση του κληροδοτηθέντος ακινήτου εντός των πλαισίων της τακτικής του διαχείρισης. Το αν ο Α. Σ., ως μοναδικός κληροδόχος μετά την νόμιμη αποδοχή της επαχθείσας σαυτόν κληροδοσίας και της κληροδοασίας του συγκληροδόχου του αφότου το τελευταίος νομίμως προέβη στην αποποίησή της όπως έχει γίνει δεκτό με την 3457/1984 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προβαίνει σε ενέργειες, οι οποίες εκφεύγουν των ορίων της τακτικής διαχείρισης και εν προκειμένω σε ενέργειες οι οποίες σε συνεργασία με την κυρίως παρεμβαίνουσα εταιρεία κατατείνουν στην ανοικοδόμηση μεγάλης επιφανείας του ακινήτου, οι οποίες, κατά τον αιτούντα δεν εμπίπτουν στα πλαίσια της τακτικής του διαχείρισης, δεν αφορά αυτήν την δίκη αντικείμενο της οποίας είναι να ερμηνεύσει την βούληση του διαθέτη κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης και συνεπώς το αίτημα να αποφανθεί το δικαστήριο περί του αν ο διαθέτης ήθελε με την διαθήκη του να απαγορεύσει την κατεδάφιση του υπάρχοντος κτίσματος και την ανοικοδόμηση νέου κτίσματος πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο. Περαιτέρω στο ανωτέρω κείμενο της διαθήκης ο διαθέτης με την αναφορά του ότι θέλει το κτήμα μετά πενήντα χρόνια από το θάνατό του να περιέλθει στο Δήμο Αγίας Παρασκευής προκειμένου το Δημοτικό του Συμβούλιο και όχι άλλος να θέσει μαρμάρινη πλάκα με το όνομα Σ. για να τιμηθεί το οικογενειακό όνομα στην περιοχή όπου έζησε δηλώνει την βούληση του να παραμείνει αναπαλλοτρίωση το κληροδοτούμενο ακίνητο και να μη διατεθεί σε τρίτους. Από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο διαθέτης ήθελε να παραμείνει το κληροδοτούμενο ακίνητο όπως ήταν κατά τον χρόνο του θανάτου του, ώστε σε αυτήν την κατάσταση να επαχθεί μετά 50 έτη στον αιτούντα Δήμο ,αφού, όπως προαναφέρθηκε, ο διαθέτης επέτρεψε την τακτική του εκμετάλλευση του στα πλαίσια της οποίας εντάσσονται, εκτός από τις εργασίες συντήρησης και μικροπροσθήκες τις οποίες, άλλωστε, και ο αιτών είχε αποδεχθεί κατά την εκμίσθωση του ακινήτου για παιδικό σταθμό με την προσθήκη κτίσματος επιφανείας 170 τ.μ η οποία έγινε με την συγκατάθεσή του.
Συνεπώς, το αίτημα του να ερμηνευθεί ότι ο διαθέτης ήθελε να παραμείνει το κληροδοτούμενο ακίνητο, όπως ήταν κατά τον χρόνο του θανάτου του, ώστε σε αυτήν την κατάσταση να επαχθεί μετά 50 χρόνια στον αιτούντα Δήμο πρέπει να απορριφθεί ως κατ ' ουσίαν αβάσιμο....". Οι αναιρεσείοντες πλήττουν την προσβαλομένη απόφαση για πλημμέλεια εκ του αριθμών 1 και 19 αρθ. 559 Κ.ΠολΔ διότι με το να δεχθεί τα αντίθετα με αυτά που είχε ζητήσει ο αναιρεσείων Δήμος Αγ. Παρασκευής παραβίασε την προπαρατεθείσα διάταξη του αρθρου 2009 ΑΚ ενώ διέλαβε ασαφείς και ελλιπείς αιτιολογίες που καθιστούν δυσχερή τον αναιρετικό έλεγχο. Ο λόγος αυτός εκτός ότι είναι, προεχόντως, αόριστος διότι δεν προσδιορίζεται όσον αφορά την πλημμέλεια εκ του αριθμού 1 το αποδιδόμενο στην προσβαλομένη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία ή εφαρμογή της άνω διάταξης του αρθ. 2009 ΑΚ ,ούτε οι κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές υπό τις οποίες και συντελέστηκε η προσβαλομενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, ενώ, δεν προσδιορίζονται στο αναιρετήριο ποιά επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη του νομικού χαρακτηρισμού ώστε να καθίσταται δυσχερής ο αναιρετικός έλεγχος αφού η αιτίαση περί μη "αιτιολόγησης επαρκώς των συγκεκριμένων στοιχείων" από τα οποία κατέληξε στο άνω αποδεικτικό του πόρισμα δεν ιδρύουν την πλημμέλεια εκ του αριθμού 19 δεδομένου ότι ,αναφέρεται σε ελλείψεις, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και ,ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές. Σε κάθε περίπτωση, από τις άνω παραδοχές προκύπτει ότι το δικαστήριο καταλήγοντας στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι η ουσιαστική βούληση του διαθέτη δεν ήταν να παραδοθεί στον καταπιστευματοδόχο, Δήμο Αγίας Παρασκευής, το ακίνητο επί της λεωφόρου Αγ. Ιωάννη πενήντα χρόνια από τον θάνατο του στην κατάσταση που ήταν κατά τον χρόνο που αποβίωσε ορθά εφήρμοσε το νόμο και περιέλαβε σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες με αποτέλεσμα οι περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως να πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά την διάταξη του αρθ. ΑΝ 2039/1939 κάθε αμφιβολία ή αμφισβήτηση για την ερμηνεία διαθήκης ή άλλης πράξης με την οποία διατίθενται περιουσιακά στοιχεία με κληρονομία ή κληροδοσία δωρέα υπέρ του κράτους ή κοινωφελών σκοπών, εφόσον αναφέρονται στον τρόπο εκκαθάρισης και γενικά διαχείρισης και της εκτέλεσης της περιουσίας που έχει διατεθεί για το κράτος ή για κοινωφελή σκοπό, υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εφετείου Αθηνών . Κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως που συνάγεται από την γραμματική διατύπωση και από το σκοπό της θεσπίσεώς της το Εφετείο καθίσταται αρμόδιο να κρίνει ,κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, όταν πρόκειται να ερμηνεία διαθήκης ή άλλης πράξης με την οποία έχει διατεθεί περιουσιακό στοιχείο για τους αναφερόμενους στο αρθ. 1 του ΑΝ 2039/1939 κοινωφελείς σκοπούς, αποκλειστικώς και μόνο όταν προκύπτει αμφιβολία ή αμφισβήτηση για ζητήματα που έχουν σχέση με τον τρόπο της εκκαθάρισης και γενικά της διαχείρισης καταληφθέντος περιουσιακού στοιχείου για κοινωφελή σκοπό και όχι όταν αυτή ανάγεται και σε άλλα θέματα. Κατά την διάταξη του αρθ. 825 Κ.Πολ.Δ, (ερμηνεία διαθήκης υπερ κοινωφελών σκοπών) ,προκύπτει ότι το Εφετείο Αθηνών είναι αποκλειστικά αρμόδιο για την ερμηνεία της αναφερομένης σαυτήν διάταξης, μόνο στην περίπτωση που προκύπτει αμφιβολία ή αμφισβήτηση για ζητήματα σχετιζόμενα με τον τρόπο εκκαθάρισης, διάθεσης εκποίησης είσπραξης και εξόφλησης χρεών και εν γένει διαχείρισης της ως άνω περιουσίας και εκτέλεσης του σκοπού για τον οποίο καταλήφθηκε.
Στην προκειμένη υπόθεση, που απορρίφθηκε με την προσβαλομένη απόφαση, ως μη νόμιμο, το αίτημα των αναιρεσειόντων, (όπως εκτιμήθηκε από το δικαστήριο χωρίς να αμφισβητείται η ορθότητα της εκτίμησης αυτής ), " ότι οι ενέργειες του αναιρεσιβλήτου-κληροδόχου (πρώτου) , σε συνεργασία με την εταιρεία "…", (δεύτερη), που κατατείνουν στην ανοικοδόμηση μεγάλης επιφάνειας του ακινήτου, δεν εμπίπτουν στα πλαίσια της τακτικής διαχείρισης που ασκεί ο κληροδόχος επί του κληροδοτήματος", ως μη περιλαμβανόμενο στην έννοια της ερμηνείας της βούλησης του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης για την οποία έχει δικαιοδοσία να κρίνει το Εφετείο, ορθά έκρινε, και, τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο αναιρέσεως για πλημμέλεια εκ του αριθμού 5 αρθ, ορθώς όμως εκ του αριθμού 1 αρθ 559 Κ.Πολ.Δ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Το αίτημα των, εξάλλου, για ερμηνεία της βούλησης του νομοθέτη, ως προς το σε ποιά μορφή ήθελε αυτός να περιέλθει το καταπίστευμα στον αναιρεσείοντα Δήμο Αγίας Παρασκευής, κρίθηκε νόμιμο, ερευνήθηκε και απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμο . Με βάση όλα τα ανωτέρω η αίτηση αναίρεσης και του Υπουργού Οικονομικών και του Δήμου Αγίας Παρασκευής πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους ως αβάσιμες. Καταδικαστεί δε από τους αναιρεσείοντες, μόνο ο Δήμος Αγίας Παρασκευής, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης εταιρείας "…" αφού μόνη αυτή εκ των αναιρεσιβλήτων της αιτήσεως αναιρέσεως του (Δήμου Αγίας Παρασκευής) παρέστη και κατέθεσε προτάσεις (183 Κ.Πολ.Δ) τα οποία ορίζει μειωμένα κατά το άρθρο 281 παρ 2 του ν. 3463/2006 και προσδιορίζει στο ποσό των 1500,00 ευρώ. Αντίθετα κανείς από τους αναιρεσίβλητους στην αίτηση του Υπουργού Οικονομικών παρέστη, υποβλήθηκε σε έξοδα και υπέβαλε σχετικό αίτημα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει και απορρίπτει τις με αύξοντα αριθμό καταθέσεως 319/ 29-3-2010 και 316/26-3-2010 , αιτήσεις του Υπουργού Οικονομικών ως εποπτεύοντος τις υπέρ κοινωφελών σκοπών και ιδρυμάτων καταλειπόμενες περιουσίες και του Δήμου Αγίας Παρασκευής, αντίστοιχα, αναιρέσεως της 1936/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα Δήμο Αγίας Παρασκευής στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης εταιρείας "…" τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1500).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 26 Φεβρουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ