Αριθμός 42/2004
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Γεωργίλη, Αντιπρόεδρο, Δημήτριο Βούρβαχη, Ανδρέα Μοσχανδρέου, Γεώργιο Ναυπλιώτη και Ευριπίδη Αντωνίου - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2003, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χρήστου Σιδέρη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Β. Ζ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από το πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τεντολούρη και 2. Δ. Κ. του Χ., κάτοικο ..., που παραστάθηκε με τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη και Νικόλαο Μαυρομμάτη, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5741/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και πολιτικώς ενάγοντες: 1. Δήμο Ηλιούπολης Αττικής, που εδρεύει στην Ηλιούπολη, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον Δήμαρχο αυτού Θ. Γ., ως δικηγόρο, και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παντολέοντα Λεοντάρα. 2. Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ" που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Δημήτριος Κουράκος και 3. Ε. Γ. του Κ., κάτοικο ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παντολέοντα Λεοντάρα.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 31 Ιουλίου 2003 και 3 Σεπτεμβρίου 2003 αιτήσεις αναιρέσεως και στους από 6 Νοεμβρίου 2003 και 19 Νοεμβρίου 2003 δυο προσθέτους λόγους του δεύτερου αναιρεσείοντα, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1561/2003.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Οι από 31 Ιουλίου 2003 και 3 Σεπτεμβρίου 2003 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Β. Ζ. του Γ. και 2) Δ. Κ. του Χ. κατά της 5741/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, έχουν ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα και πρέπει να συνεκδικασθούν.
2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Β του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως είναι η έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ.2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ.2 του ΚΠΔ, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε. Εξάλλου κατά το άρθρο 370Α παρ. 2, 3 και 4 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 8 του ν. 3090/2002, όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή μαγνητοσκοπεί μη δημόσιες πράξεις τρίτων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος μαγνητοφωνεί ιδιωτική συνομιλία μεταξύ αυτού και τρίτου χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου. ... 3. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος κάνει χρήση των πληροφοριών ή των μαγνητοταινιών ή των μαγνητοσκοπήσεων που αποκτήθηκαν με τους τρόπους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 αυτού του άρθρου. 4. Η πράξη της παραγράφου 3 δεν είναι άδικη, αν η χρήση έγινε ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για την διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος, που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Κατά το άρθρο 177 παρ. 2 του ιδίου κώδικα, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 2408/1996, αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου ...". Κατά τα άρθρα 2 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. β', 9Α και 19 του Συντάγματος, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Η ιδιωτική ζωή και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση των προσωπικών του δεδομένων, όπως ο νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων, που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του απορρήτου της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας. Τέλος κατά το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, "παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον,εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων". Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση των συνομιλητών μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας. Η σχετική μαγνητοταινία είναι απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής η την επιβολή ποινής η τη λήψη μέτρων καταναγκασμού. Κατ εξαίρεση όμως κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη επιτρέπεται η λήψη τέτοιου αποδεικτικού μέσου εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και έχει εκδοθεί για το ζήτημα αυτό απόφαση δικαστηρίου που να αιτιολογεί ειδικά τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται η λήψη υπόψη του παράνομου αποδεικτικού μέσου και για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής στον κατηγορούμενο (Πρβλ. Ολομ.ΑΠ 1/2001 Πολιτική) και επιτρέπεται η χρήση αυτών ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για την διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος, που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Ενόψει όμως της θεμελιώδους συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του σεβασμού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας που χαρακτηρίζει το δημοκρατικό μας πολίτευμα ως ανθρωποκεντρικό με θεμέλιο την αξία του ανθρώπου (Ολομ.ΑΠ 40/1998), του γεγονότος ότι τα έννομα αγαθά της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας, τα οποία απολαύουν απόλυτης συνταγματικής προστασίας (άρθρο 5 παρ. 2 του Σ), τίθενται σε διακινδύνευση στην περίπτωση μη απόδειξης της αθωότητας του κατηγορουμένου, κάμπτεται ο κανόνας του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος της μη χρήσεως των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, όταν αυτά αποτελούν το μόνο προτεινόμενο από αυτόν (κατηγορούμενο) αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη της αθωότητάς του, υπό τον περιορισμό πάντοτε της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), εάν δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη και της βαρύτητας του εγκλήματος, για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, το εν λόγω αποδεικτικό μέσο είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητάς του. Περί αυτών θα κρίνει ο δικαστής, ο οποίος σε καταφατική περίπτωση, θα συνεκτιμήσει τα ευνοϊκά σημεία του παρανόμου αποδεικτικού μέσου για τον προτείνοντα αυτό κατηγορούμενο, θα αγνοήσει δε τα επιβαρυντικά σημεία για τον αντιλέξαντα συγκατηγορούμενό του.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης της προσβαλλόμενης 5741/2003 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος Β. Ζ. ζήτησε, να ακουσθούν στο ακροατήριο μαγνητοφωνημένες συζητήσεις αυτού και του συγκατηγορουμένου του Δ. Κ., από τις οποίες, κατά τους ισχυρισμούς του, αποδεικνύεται η αθωότητά του. Ο κατηγορούμενος Δ. Κ. αντέλεξε στην εν λόγω ακρόαση της μαγνητοταινίας. Μετά ταύτα το Εφετείο απέρριψε το σχετικό αίτημα δεχθέν, ότι η αποτύπωση της συνομιλίας των συγκατηγορουμένων, στην ανωτέρω μαγνητοταινία, έγινε με πρωτοβουλία του πρώτου κατηγορουμένου, χωρίς την συναίνεση του συνομιλητή του δευτέρου κατηγορουμένου και δεν συντρέχει η εξαίρεση του άρθρου 177 παρ. 2 του ΚΠΔ. και ως εκ τούτου είναι παράνομο αποδεικτικό μέσο. Επομένως, ενόψει του γεγονότος ότι ο κατηγορούμενος δεν προέβαλε ορισμένο ισχυρισμό ότι η εν λόγω μαγνητοταινία ήταν το μόνο υπ' αυτού προτεινόμενο αποδεικτικό μέσο, (αντίθετα από τα πρακτικά προκύπτει ότι πρότεινε και άλλα αποδεικτικά μέσα προς απόδειξη της αθωότητάς του), το Εφετείο, το οποίο απαγόρευσε την ακρόαση της ως άνω μαγνητοταινίας, δεν στέρησε αυτόν δικαιώματος, το οποίο ρητά παρέχεται από τον νόμο και εντεύθεν ουδεμία ακυρότητα επήλθε στην διαδικασία και ο πρώτος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Β. Ζ., με τον οποίο ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
3. Από τις διατάξεις των άρθρων 340 παρ.1, 349 και 139 του ΚΠοινΔ, ως και 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια, που συντρέχουν στο πρόσωπο αυτού ή του συνηγόρου του. Η παραδοχή ή μη του σχετικού αιτήματος απόκειται μεν στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οφείλει όμως το δικαστήριο να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα αναβολής και σε περίπτωση απόρριψής του, να αιτιολογήσει ειδικώς και εμπεριστατωμένως την απόφασή του. Διαφορετικά, αν απορρίψει το αίτημα χωρίς την επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω αιτιολογία, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 5741/2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, και από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία η απόφαση αυτή εκδόθηκε, ο κατηγορούμενος ήδη αναιρεσείων-εκκαλών Δ. Κ., εμφανίστηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Νικολάου Μαυρομάτη κατά τη συνεδρίαση της 28-5-2003 και ο τελευταίος υπέβαλε στο δικαστήριο αίτημα αναβολής της δίκης , διότι υπερασπιζόταν ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών άλλη υπόθεση (Δ. Κ.). Το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναβολής με την εξής αιτιολογία: Εν όψει του ότι αρχική δικάσιμος της υποθέσεως είχε οριστεί η 28-1- 2003 και λόγω σημαντικών αιτιών στο πρόσωπο του άνω συνηγόρου του δεύτερου κατηγορούμενου αναβλήθηκε για τις 21-3-2003, οπότε και πάλι, λόγω σημαντικών επίσης αιτίων στο πρόσωπό του δεύτερου κατηγορούμενο, αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή δικάσιμο, σε συνδυασμό προς το γεγονός ότι από 11-1- 2004 αρχίζουν να παραγράφονται οι επιμέρους πράξεις του κατηγορητηρίου, καθώς επίσης ότι το επικαλούμενο για τον άνω δικηγόρο του κατηγορουμένου κώλυμα (συμμετοχής σε άλλη δίκη) ήταν από αρκετό χρονικό διάστημα γνωστό και μπορούσε ο κατηγορούμενος να αναθέσει σε άλλο την υπεράσπισή του στην παρούσα υπόθεση, το δικαστήριο κρίνει ότι το άνω αίτιο που επικαλείται ο κατηγορούμενος αυτός προς αναβολή της δίκης δεν είναι σημαντικό. Μετά ταύτα το Εφετείο λόγω παρελεύσεως της ώρας διέκοψε την συνεδρίασή του για τις 29-5-2003 και στη συνέχεια για τις 2-6-2003, οπότε ο κατηγορούμενος Δ. Κ., υπέβαλε εκ νέου αίτημα αναβολής της δίκης στο πρόσωπο του νέου συνηγόρου του Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, λόγω του ότι ο τελευταίος ως καθηγητής στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, έπρεπε να παραβρίσκεται στις εορταστικές εκδηλώσεις αυτού, που είχαν προγραμματισθεί κατ' εκείνη τη χρονική περίοδο. Το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε το νέο αίτημα αναβολής της δίκης με την εξής αιτιολογία: Το τρίτο κατά σειρά περί αναβολής της παρούσας δίκης, αίτημα του αυτού κατηγορουμένου, για τους λόγους που έχουν κατά τα άνω λεχθεί, πρέπει κι αυτό να απορριφτεί, καθόσον και τά προβαλλόμενα στο πρόσωπό του νέου συνηγόρου του Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη περιστατικά τόσο της παρουσίας αυτού στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, όσο και της παραστάσεως του στις 5-6-2003 σε δικαστήριο των Πατρών προς υπεράσπιση πελάτη του, δεν αποτελούν σημαντικό αίτιο κατ άρθρο 349 ΚΠΔ προς αναβολή της δίκης. Οι παρεμπίπτουσες αυτές αποφάσεις είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες, γιατί αναφέρονται σ' αυτήν τα στοιχεία που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία το δικαστήριο θεμελίωσε την αβασιμότητα του αιτήματος αναβολής, και οι συλλογισμοί με τους οποίους κατέληξε στην κρίση του αυτήν. Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ πρώτος λόγος της αιτήσεως του Δ. Κ. με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
4. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 32 παρ. 1, 138 παρ. 2 και 3, 171 παρ. 1 εδ. Β' και 369 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της επ' ακροατηρίου διαδικασίας στην περίπτωση που το δικαστήριο εκδίδει απόφαση επί οποιουδήποτε αιτήματος ή ισχυρισμού του κατηγορουμένου χωρίς να ακουστεί προηγουμένως ο εισαγγελέας και ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (για πλημμελήματα) ο συνήγορος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Δ. Κ. μετά την απολογία του τελευταίου υπέβαλε προς το δικαστήριο τον αυτοτελή ισχυρισμό περί φαινομένης συρροής μεταξύ των εγκλημάτων της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης (βλπ. σελ. 49 των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως). Πριν το δικαστήριο αποφανθεί επί του εν λόγω ισχυρισμού του κατηγορουμένου (βλπ. σελ. 52 και 58 των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως), έδωσε τον λόγο στον εισαγγελέα, ως είχε υποχρέωση από τον νόμο, ο οποίος πρότεινε την ενοχή του κατηγορουμένου με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ και μπορούσε να αναπτύξει τις απόψεις του επι του εν λόγω ισχυρισμού. Επομένως είναι αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Δ. Κ. εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στ. Α' του Κ.Π.Δ., που υποστηρίζει τα αντίθετα.
5. Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 171 Κ.Ποιν.Δ., που έχει προστεθεί με το άρθρο 43 παρ. 3 του ν. 2172/1993, απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο προκαλείται και όταν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα σ' αυτή. Η ακυρότητα αυτή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας από το δικαστήριο, ακόμη και στον Άρειο Πάγο και ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης κατά της απόφασης. Εξάλλου, όταν απορριφθεί η πολιτική αγωγή, διότι δεν στηρίζεται στο νόμο και ο πολιτικώς ενάγων δεν ασκήσει, όπως, κατά τα άρθρα 468 και 488 ΚΠοινΔ έχει δικαίωμα, έφεση, γεγονός που υποδηλώνει αποδοχή της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου, δεν μπορεί αυτός, όταν ασκήσει έφεση ο κατηγορούμενος κατά της ίδιας καταδικαστικής, να παραστεί στο Εφετείο, διότι δεν έχει, μετά την αποδοχή της απόφασης, συμφέρον να υποστηρίξει την κατηγορία.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη ως άνω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών που δίκασε κατ' έφεση και την πρωτόδικη απόφαση 107772/2001 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την τελευταία απορρίφθηκε ως μη στηριζόμενη στο νόμο (για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως) η πολιτική αγωγή του Δήμου Ηλιουπόλεως εκπροσωπουμένου υπό του Δημάρχου αυτού Θ. Γ. και του αντιδημάρχου αυτού Ε. Γ., που είχαν παραστεί ως πολιτικώς ενάγοντες μεταξύ άλλων και για την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην έκδοση ψευδών ιατρικών πιστοποιητικών, αλλά έγινε δεκτή αυτή για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και επιδικάσθηκε μάλιστα το ποσό των 29 Ευρώ. Κατά την ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών εκδίκαση της έφεσης που άσκησε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων που είχε καταδικαστεί και πρωτοδίκως, οι άνω πολιτικώς ενάγοντες, χωρίς να ασκήσουν έφεση για την απόρριψη της εν λόγω πολιτικής αγωγής τους, εμφανίστηκαν και δήλωσαν ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγοντες κατά των κατηγορουμένων και ζήτησαν να τους καταβάλουν 10.000 δραχμές για τον καθένα ή 29 Ευρώ για όλα τα αδικήματα, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έχουν υποστεί λόγω του αδικήματος. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε την παράσταση αυτή και τη συμμετοχή των ως άνω, ως πολιτικώς εναγόντων στη συζήτηση της υποθέσεως για το ως άνω ποσό, το οποίο τελικώς επιδίκασε. Στη σελίδα 51 της προσβαλλόμενης αποφάσεως το Εφετείο δέχεται ότι ως προς την ως άνω πολιτική αγωγή, για την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην έκδοση ψευδών ιατρικών πιστοποιητικών, έχει διαταχθεί πρωτόδικα η αποβολή της. Από τα ως άνω προκύπτει ότι οι εν λόγω πολιτικώς ενάγοντες παρέστησαν ενώπιον του Εφετείου μόνο για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και εκ παραδρομής ενεγράφη στα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι παρέστησαν για όλα τα αδικήματα. Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως του Δ. Κ., που υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος.
6. Από τις διατάξεις των άρθρων 63, 64 και 68 Κ.Ποιν.Δ. συνάγεται ότι η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος είναι παράνομη και συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, κατ' άρθρο 171 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, μόνο όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης ή όταν δεν τηρήθηκε η επιβαλλόμενη διαδικασία σχετικώς με το χρόνο και τον τρόπο άσκησης και υποβολής της πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο. Οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή έλλειψη αναφερόμενη στην παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της παράστασης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εμφανίστηκε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών ο Δήμαρχος Ηλιουπόλεως Θ. Γ. και δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων ο Δήμος Ηλιουπόλεως για χρηματική ικανοποίηση δραχμών 10.000 λόγω ηθικής βλάβης που προκάλεσε σ' αυτόν η κρινόμενη πράξη, Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δικ. τέταρτος λόγος αναιρέσεως του Δ. Κ., με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο του Εφετείου με την αιτίαση ότι δεν εξετάσθηκαν οι προϋποθέσεις νομιμοποιήσεως εκείνου που παρέστη ως εκπρόσωπος του ως άνω Δήμου και δη εάν υπήρχε πράξη του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ηλιουπόλεως που να προκύπτει η παροχή ειδικής εντολής για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού η εν λόγω πλημμέλεια δεν αναφέρεται σε παράνομη παράσταση, αλλά στην εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος από συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο.
7. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1 και 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι μεταξύ της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης υπάρχει αληθής συρροή και δεν απορροφάται το ένα αδίκημα από το άλλο, δεδομένου ότι κάθε ένα είναι αυτοτελές, εφόσον η αντικειμενική υπόσταση στοιχειοθετείται από ιδιαίτερα περιστατικά και δεν αποτελεί η μία πράξη συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης. Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 του ΠΚ. αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Η παραβίαση της εν λόγω διατάξεως θεμελιώνει τον λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ' (νυν Η) του ΚΠοινΔ της υπερβάσεως εξουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 5741/2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και τα πρακτικά αυτής, ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων Δ. Κ. υπέβαλε ενώπιον του Εφετείου τον αυτοτελή ισχυρισμό περί φαινομένης συρροής των πράξεων της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης για την οποία είχε αθωωθεί πρωτοδίκως και εντεύθεν το απαράδεκτο της ποινικής δίωξης για το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως για το οποίο δικαζόταν. Το Εφετείο δεν δέχθηκε ότι υφίσταται συρροή μεταξύ των ως άνω εγκλημάτων και απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό του κατηγορουμένου. Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η ΚΠοινΔ πέμπτος λόγος αναιρέσεως του Δ. Κ., που υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος.
8. Κατά την έννοια του άρθρου 171 παρ.2 του ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα από την παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην επ' ακροατηρίου διαδικασία, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως του πολιτικώς ενάγοντος, ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 ΚΠοινΔ ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής. Κατά δε το άρθρο 63 του ίδιου Κώδικα, η πολιτική αγωγή για την επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης που επήλθε από το έγκλημα, μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου από αυτούς που δικαιούνται σ' αυτό κατά τον Αστικό Κώδικα. Από τον συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων, προκύπτει ότι, οσάκις υπάρχει σύμφωνα με τη δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος και την αξιόποινη πράξη που τελέσθηκε σε βάρος του, ενεργητική νομιμοποίηση αυτού, αλλ' όμως αυτή αμφισβητείται κατ' ουσίαν από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου η τον Εισαγγελέα και η κρίση για το ζήτημα τούτο της νομιμοποιήσεως εξαρτάται από την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, μπορεί το δικαστήριο να αποφασίσει για την αποβολή της πολιτικής αγωγής μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και τις αγορεύσεις των συνηγόρων και κατά συνέπεια η παραμονή του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου μέχρι το πιο πάνω χρονικό όριο, δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως για την παρά το νόμο παράσταση αυτού.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την 107772/2001 απόφασή του, με την οποία καταδίκασε τον κατηγορούμενο Δ. Κ. (ήδη αναιρεσείουσα) για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και ηθική αυτουργία στην έκδοση ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως, έκρινε ότι νομιμοποιείται ενεργητικά ως πολιτικώς ενάγουσα κατ' εκείνου, και η Εθνική Ασφαλιστική και επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκ 10.000 δρχ. Κατά τη δίκη ενώπιον του Εφετείου (ύστερα από έφεση του κατηγορουμένου) και πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, εμφανίστηκε η ιδία Εθνική Ασφαλιστική και δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων για τη χρηματική ικανοποίηση των 10.000 δρχ. από την ηθική βλάβη που τους προκάλεσαν οι κρινόμενες πράξεις. Ο Εισαγγελέας αφού έλαβε το λόγο είπε ότι δεν μπορεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία και για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην έκδοση της ψευδούς ιατρικής βεβαιώσεως. Το δε Εφετείο, επιφυλάχθηκε να απαντήσει κατά την πρόοδο της δίκης. Τελικά μετά την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και πριν να κηρύξει ο Πρόεδρος τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, και αφού προηγουμένως οι συνήγοροι του κατηγορουμένου είχαν λάβει τρεις φορές τον λόγο (βλπ. σελ, 3, 20 και 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως) το Δικαστήριο διέταξε την αποβολή της πολιτικής αγωγής κατά το μέρος που αυτή παρίστατο και για το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας στην έκδοση της ψευδούς ιατρικής βεβαιώσεως με την αιτιολογία ότι δεν προέκυψε από τα αποδεικτικά στοιχεία ότι η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία είναι άμεσα ζημιωθείσα. 'Έτσι, η μέχρι το πιο πάνω χρονικό σημείο της διαδικασίας παραμονή της πολιτικώς ενάγουσας Εθνικής Ασφαλιστικής στο ακροατήριο του Εφετείου για αμφότερα τα ως άνω εγκλήματα, δεν αποτελεί παρά τον νόμο παράσταση αυτής, ούτε προκάλεσε απόλυτη ακυρότητα ενόψει και του γεγονότος ότι είναι επιτρεπτή η παράσταση πολιτικής αγωγής και για το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας στην έκδοση της ψευδούς ιατρικής βεβαιώσεως και στο κατηγορητήριο αναφερόταν ότι οι εν λόγω ψευδείς βεβαιώσεις αφορούσαν ασφαλισμένους σ' αυτή υπαλλήλους. Ούτε εξάλλου επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο σύμφωνα με τα άρθρα 138 παρ. 2, 171 παρ. 1στοιχ, δ και 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ εκ του λόγου ότι το Εφετείο δεν έδωσε αμέσως μετά τις αντιρρήσεις του Εισαγγελέα περί της παραστάσεως της πολιτικώς ενάγουσας Εθνικής ασφαλιστικής εταιρείας και για το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας στην έκδοση της ψευδούς ιατρικής βεβαιώσεως, τον λόγο στον κατηγορούμενο Β. Κ., ενόψει του ότι μετά την υποβολή των εν λόγω αντιρρήσεων οι συνήγοροι του εν λόγω κατηγορουμένου έλαβαν τρεις φορές τον λόγο (βλπ. σελ, 3, 20 και 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και δεν στερήθηκαν του δικαιώματος να εκθέσουν τις απόψεις τους επ' αυτών. Επομένως, οι λόγοι αναιρέσεως του Δ. Κ. πέμπτος και ο μοναδικός των από 19-11-2003 προσθέτων λόγων εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
9. Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος, και 139 ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις , τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά αυτών, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία του καθένα εκ των αποδεικτικών μέσων και το προκύψαν εξ αυτού συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό. Ωστόσο πρέπει να συνάγεται, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, και όχι μόνο μερικά εξ αυτών, για να μορφώσει την κρίση του περί της ενοχής του κατηγορουμένου. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου κατά το άρθρο 510 παρ. 1.Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη δε εφαρμογή τέτοιας διατάξεως συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε έφεση των εν λόγω αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων (ανωμοτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, απολογίες των κατηγορουμένων), όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης ως άνω αποφάσεώς του τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος κατηγορούμενος, Β. Ζ., από το έτος 1992 συνεργαζόταν με την ασφαλιστική εταιρεία "Εθνική ΑΕΓΑ" (τρίτη των πολιτικώς εναγόντων, ως παραγωγός Ασφαλίσεων. Από το μήνα Φεβρουαρίου 1995 μέσω της Ε. Σ., που ήταν προϊσταμένη του κλάδου προσωπικών ατυχημάτων της άνω εταιρείας, είχε γνωριστεί με το δεύτερο κατηγορούμενο, Δ. Κ., που ήταν φυσιοθεραπευτής και διατηρούσε δύο (2) φυσιοθεραπευτήρια στην Ηλιούπολη και τη Γλυφάδα.
Κατά το έτος 1996 η άνω ασφαλιστική εταιρία προέβη σε έλεγχο πολλών ομαδικών ασφαλιστηρίων αθλητικών ομάδων, καθώς και της Τράπεζας Εργασίας (Υπ/μα Γλυφάδας), για την κατάρτιση των οποίων ο πρώτος κατηγορούμενος είχε διαμεσολαβήσει και είχε εξουσιοδοτηθεί να εισπράττει για λογαριασμό των αθλητών και του προσωπικού της Τράπεζας αντίστοιχα, την ασφαλιστική αποζημίωση των τραυματισθέντων και στη συνέχεια να τους την αποδίδει. Από την έρευνα προέκυψε η πλαστότητα όλων των άνω συμβολαίων ασφαλίσεως και των αντίστοιχων εξουσιοδοτήσεων, ενώ οι αθλητικοί αυτοί σύλλογοι και η Τράπεζα Εργασίας, αγνοούσαν την ύπαρξή τους και ουδέποτε είχαν υποβάλλει σχετική αίτηση προς την ασφαλιστική εταιρία, με αίτημα την κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων, όπως επίσης ουδέποτε είχαν εισπράξει αντίστοιχες αποζημιώσεις, ενώ εντοπίσθηκαν ως κύριοι δράστες οι άνω κατηγορούμενοι, καθώς και ανώτερα στελέχη της ασφαλιστικής εταιρίας. Η έρευνα αυτή επεκτάθηκε και στο με αριθμό ... ασφαλιστήριο ομαδικής ασφαλίσεως, που φέρεται να έχει καταρτιστεί μεταξύ της ασφαλιστικής αυτής εταιρίας και του Δήμου Ηλιουπόλεως, με τη διαμεσολάβηση του πρώτου κατηγορουμένου, με το οποίο φερόταν να έχουν ασφαλιστεί 67 υπάλληλοι καθαριότητας του Δήμου από τυχόν τραυματισμούς αυτών, κατόπιν της από 11-1-1996 επιστολής του Δήμου προς την άνω ασφαλιστική εταιρία. Με την επιστολή αυτή, ο Δήμος Ηλιούπολης (α' την πολ. εναγόντων), εκπροσωπούμενος από τον Αντιδήμαρχο, Ε. Γ. (β' πολ. ενάγων), φερόταν ότι αποδέχεται τη συγκεκριμένη ομαδική ασφάλιση για το έτος 1996 και εξουσιοδοτούσε τον πρώτο κατηγορούμενο να εισπράττει τις αποζημιώσεις από τραυματισμούς των υπαλλήλων του, τα ονοματεπώνυμα των οποίων είχαν αναγραφεί σε κατάλογο. Λόγω αμφιβολιών της ασφαλιστικής εταιρίας ως προς τη γνησιότητα της άνω επιστολής, στις 25-6-1997 (η εν λόγω εταιρία) απέστειλε στο Δήμο επιστολή, με την οποία ζητούσε σχετικές πληροφορίες. Παράλληλα δε απέστειλε και όλα τα έγγραφα, που φέρονταν να έχουν εκδοθεί και υπογραφεί από τον άνω Αντιδήμαρχο και συγκεκριμένα, το έγγραφο αποδοχής ομαδικής ασφαλίσεως και 17 βεβαιώσεις του Δήμου, με τις οποίες βεβαιωνόταν ότι οι υπάλληλοι αυτοί υποβάλλονταν σε φυσικοθεραπευτική αγωγή. Τότε στο Δήμο διαπίστωσαν ότι ουδέποτε ο άνω Αντιδήμαρχος είχε αποδεχθεί τέτοια ομαδική ασφάλιση, ούτε και υπήρχε απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, ούτε επίσης ο εν λόγω Αντ/χος είχε υπογράψει κάποιο από τα άνω έγγραφα, η πλαστότητα των οποίων ήταν εμφανής, δοθέντος ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (1996), ο εν λόγω Αντ/χος δεν ήταν υπεύθυνος της Δ/σεως Καθαριότητας και Περιβάλλοντος, όπως φέρεται να υπογράφει το άνω έγγραφο, αλλά υπεύθυνος της Δ/σεως Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Ηλιουπόλεως. Από τα αυτά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι τα έγγραφα τα έγγραφα αυτά είχε καταρτίσει ο δεύτερος κατηγορούμενος (Δ. Κ.), με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω κατηγορούμενος κατάρτισε: 1) Στις 11-1-1996 το με ίδια ημεροχρονολογία έγγραφο, με φερόμενο ως εκδότη το Δήμο Ηλιουπόλεως, θέτοντας το λογότυπο του Δήμου σε αυτό και αποδέκτη την άνω ασφαλιστική εταιρία. Με αυτό, φερόταν ότι ο Δήμος Ηλιουπόλεως δια του άνω Αντιδημάρχου του αποδεχόταν πρόταση της ασφαλιστικής αυτής εταιρίας για ομαδική ασφάλιση 67 υπαλλήλων του για ένα (1) χρόνο και εξουσιοδοτούσε τον πρώτο για την είσπραξη των ασφαλιστικών αποζημιώσεων, ενώ στο τέλος του εγγράφου αυτού έθεσε τη σφραγίδα του Δήμου και κατ' αποτίμηση, την υπογραφή του παραπάνω Αντιδημάρχου, χωρίς κανένα προς τούτο δικαίωμα, εντολή ή συναίνεση. 2) Κατά το χρονικό διάστημα από 16-4-1996 μέχρι 29-8-1996 κατάρτισε τις αναφερόμενες στο διατακτικό 17 βεβαιώσεις, φερόμενες ως εκδοθείσες από τον άνω Δήμο, απευθυνόμενες προς την αυτή ασφαλιστική εταιρία, στις οποίες βεβαιωνόταν ότι οι αναφερόμενοι σε αυτές υπάλληλοι του Δήμου υποβάλλονταν σε φυσικοθεραπεία λόγω τραυματισμού τους για τα αναφερόμενα για καθέναν τραύματα και απείχαν από την εργασία τους κατά τα σε αυτές αναφερόμενα χρονικά διαστήματα. Στο τέλος αυτών, έθεσε τη σφραγίδα του Δήμου, το όνομα του άνω Αντιδημάρχου και κατ' απομίμηση την υπογραφή αυτού, χωρίς κανένα προς τούτο δικαίωμα, εντολή ή συναίνεση. Επίσης, ο πρώτος κατηγορούμενος τελώντας σε γνώση της πλαστότητας των άνω εγγράφων, όπως ομολόγησε στη μάρτυρα, Σ. Π., προϊσταμένη, χρησιμοποίησε αυτά με προσκομιδή τους στην άνω ασφαλιστική εταιρία, με σκοπό να παραπλανήσει τις αρμόδιες υπηρεσίες της ότι τάχα υπήρχε έγκυρα ισχυρό και νομότυπο ασφαλιστήριο ανάμεσα στο Δήμο Ηλιουπόλεως υπέρ των υπαλλήλων του και στην ασφαλιστική αυτή εταιρία και ότι είχε επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, ώστε να εισπραχθεί η αναλογούσα ασφαλιστική αποζημίωση. Ο κατηγορούμενος αυτός, που κατά τα άνω πλαστά έγγραφα φερόταν εξουσιοδοτημένος να εισπράττει για τα άνω άτομα την εν λόγω αποζημίωση, λάμβανε από την ασφαλιστική αυτή εταιρία ισόποσες προς την εκάστοτε αποζημίωση δίγραμμες επιταγές, τις οποίες προσκόμιζε στη συνέχεια στην Τράπεζα Εργασίας και τα ποσά τους πιστώνονταν σε τηρούμενους στην Τράπεζα αυτή τρεις (3) λογαριασμούς του δεύτερου κατηγορουμένου. Έτσι η ασφαλιστική αποζημίωση που εισπράχθηκε κατ' αυτό τον τρόπο από 13.2.1996 έως 28.8.1996, ανήλθε στο ποσό των 3.142.640 δραχμών. Οι παραπάνω δε πολλές πράξεις που τέλεσε καθένας των κατηγορουμένων, συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος της πλαστογραφίας με χρήση και της χρήσεως πλαστού εγγράφου, για τους β' και α' των κατηγορουμένων, αντίστοιχα. Είναι δε χαρακτηριστικές οι καταθέσεις των φερομένων ως ασφαλισμένων και υποβληθέντων σε φυσικοθεραπεία στο κατάστημα του δεύτερου κατηγορουμένου υπαλλήλων του ως άνω Δήμου, ότι ουδέποτε τραυματίστηκαν και υποβλήθηκαν σε τέτοια θεραπεία, ούτε ποτέ υπέγραψαν κάποιο έγγραφο. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο δεύτερος των κατηγορουμένων, με πειθώ, φορτικότητα και συνεχείς παραινέσεις προκάλεσε την απόφαση στους αναφερόμενους στο διατακτικό ιατρούς να τελέσουν το πλημμέλημα της ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως, με την έκδοση των αναφερομένων στο διατακτικό ψευδών ιατρικών γνωματεύσεων. Αυτές (γνωματεύσεις), με αναληθές περιεχόμενο ως προς δήθεν ορθοπεδικές παθήσεις ασφαλισμένων στην άνω ασφαλιστική εταιρία υπαλλήλων του Δήμου Ηλιουπόλεως, που έχρηζαν δήθεν φυσικοθεραπειών (ενώ όπως κατέθεσαν οι άνω υπάλληλοι του Δήμου ουδέποτε προσήλθαν σε τέτοιο ιατρό), προορίζονταν να παράσχουν πίστη στην ασφαλιστική αυτή εταιρία, γνωρίζοντας ο κατηγορούμενος αυτός τόσο την αναλήθεια του περιεχομένου τους, όσο και τον εν λόγω προορισμό τους. Ο δεύτερος των κατηγορουμένων δεχόμενος ότι με την προεκτεθείσα συμπεριφορά του είχε επέλθει ζημία στην πολ. ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, προσέφερε σε αυτή με δημόσια παρακαταθήκη του στις 7-12-2001 το άνω ποσό της ζημίας της, με τους τόκους υπερημερίας και τα έξοδα και, μετά από συμψηφισμό απαιτήσεώς του, το ποσό των 1.239.400 δραχμών και έτσι, με την εκκαλούμενη απόφαση, λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου, αυτός όπως και ο πρώτος των κατηγορουμένων, κηρύχθηκαν αθώοι της αξιόποινης πράξεως της απάτης σε βάρος της άνω εταιρίας, που κατηγορούντο. Ειδικότερα, είχαν και οι δυο κατηγορούμενοι κατηγορηθεί ότι παρέστησαν ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους της άνω εταιρίας ότι είχε καταρτιστεί νόμιμα σύμβαση ασφαλίσεως και ότι ο πρώτος ήταν νόμιμα εξουσιοδοτημένος για την είσπραξη των ασφαλιστικών αποζημιώσεων και ότι οι άνω υπάλληλοι του Δήμου είχαν υποστεί τραυματισμούς, προσκομίζοντας μεταξύ άλλων τις πιο πάνω 17 πλαστές βεβαιώσεις του Δήμου Ηλιουπόλεως, περί υποβολής τους σε φυσικοθεραπεία, καθώς και ψευδείς ιατρικές βεβαιώσεις περί ασθένειας των ιδίων υπαλλήλων και έτσι, έπεισαν τους αρμόδιους υπαλλήλους της ασφαλιστικής εταιρίας περί της νομιμότητας της κατάρτισης της ασφαλιστικής συμβάσεως και ότι οι άνω ασφαλισμένοι ήταν πράγματι δικαιούχοι ασφαλιστικής αποζημιώσεως, εισέπραξαν δε από την τελευταία παράνομα 3.142.640 δραχμές. Έτσι, μεταξύ της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης (ΠΚ 216 παρ. 1, 386 παρ. 1) υπάρχει αληθινή συρροή και δεν απορροφάται το ένα αδίκημα από το άλλο, δεδομένου ότι το κάθε αδίκημα είναι αυτοτελές, εφόσον η αντικειμενική υπόσταση στοιχειοθετείται από ιδιαίτερα περιστατικά και δεν αποτελεί η μια πράξη συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης. Επομένως, ο ισχυρισμός του δευτέρου των κατηγορουμένων ότι η απάτη απορροφά την πλαστογραφία, είναι αβάσιμος, αφού δεν ταυτίζονται τα πραγματικά περιστατικά καθεμιάς των άνω πράξεων. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από τις καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων και των μαρτύρων του κατηγορητηρίου που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και δεν αναιρούνται από τις απολογίες των κατηγορουμένων και τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν στο ίδιο ακροατήριο. Τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα είναι επαρκή προς ασφαλή κρίση της κρινόμενης κατηγορίας και το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν πρέπει να αναβληθεί η εκδίκαση της υποθέσεως για περισσότερες αποδείξεις, προκειμένου να διαταχθεί και διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη γραφολογική για να διαπιστωθεί αν ο δεύτερος των κατηγορουμένων έχει πλαστογραφήσει την υπογραφή του Αντιδημάρχου στα άνω έγγραφα, όπως ζητεί ο δεύτερος κατηγορούμενος και το σχετικό αίτημα του πρέπει ως αβάσιμο να απορριφθεί. Κατόπιν αυτών, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, ο μεν πρώτος της χρήσεως πλαστών εγγράφων κατ' εξακολούθηση, ο δε δεύτερος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και της ηθικής αυτουργίας στην έκδοση ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως, να αναγνωριστεί δε σε αυτούς το ελαφρυντικό πρότερου έντιμου βίου (ΠΚ 84 παρ. 2 α).
Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε στις ουσιαστική ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε (216 παρ. 1 221 παρ. 1 και 46παρ. 1α ΠΚ), ούτε δε το πόρισμα της απόφασης , ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού είναι ασαφές , αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο και δεν παραβιάσθηκαν οι ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις εκ πλαγίου. Ειδικότερα ουδεμία ασάφεια και αντίφαση υπάρχει μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με την χρήση των ως άνω πλαστών εγγράφων διότι, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως σε συνδυασμό με το διατακτικό αυτής (βλπ. σελ. 64 και 65 αυτής) αμφότεροι οι κατηγορούμενοι χρησιμοποίησαν τα εν λόγω πλαστά έγγραφα και μάλιστα στην ως άνω ασφαλιστική εταιρεία Εθνική Ασφαλιστική ΑΕΓΑ. Οι δε λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες.
Συνεπώς οι περί του αντιθέτου έκτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Δ. Κ. και ο μοναδικός των προσθέτων αυτού από 6-11-2003 και ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Β. Ζ. εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ,'και Ε του ΚΠοινΔ, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων στη δίκη πολιτικώς εναγόντων (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ.4 ν.2943/2001).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 31 Ιουλίου 2003 και 3 Σεπτεμβρίου 2003 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Β. Ζ. του Γ. και 2) Δ. Κ. του Χ., αντίστοιχα, όπως η τελευταία διαμορφώθηκε με τους από 6 και 18 Νοεμβρίου 2003 προσθέτους αυτού λόγους, για αναίρεση της 5741/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια δέκα (210) ευρώ για τον καθένα και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων, που ορίζεται σε τετρακόσια σαράντα (440,00) ευρώ για τον καθένα, εφόσον παρέστησαν δι' ιδίου συνηγόρου.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Δεκεμβρίου 2003.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2004.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ