Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2395 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση.




Περίληψη:
Αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου κατ' άρθρο 309 § 2 ΚΠΔ. Όταν υποβληθεί νομίμως αίτημα και το Συμβούλιο δεν απαντήσει αιτιολογημένα παράγεται απόλυτη ακυρότητα (171 § 1 δ΄ ΚΠΔ), που ιδρύει τον κατ' άρθρο 484 § 1α ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 2528/2008, ΑΠ 430/2008, ΑΠ 546/2007). Τρόπος και χρόνος υποβολής του αιτήματος. Υποβολή αιτήματος από τους εκκαλούντες κατηγορουμένους με το υπόμνημα που υπέβαλαν προς το Συμβούλιο μέσω του Εισαγγελέως πριν από τη συζήτηση της υποθέσεως και την ανάπτυξη της προτάσεως. Μη απάντηση του Συμβουλίου. Αιτιολογία βουλεύματος. Παραδεκτή η καθολική αναφορά στην Εισαγγελική πρόταση. Δύο αιτήσεις με τους αυτούς λόγους. Απορρίπτεται ο πρώτος λόγος κατά πρώτο μέρος του. Δεκτός ο ίδιος λόγος κατά το δεύτερο μέρος του. Παρέλκει η έρευνα των λοιπών. Αναιρεί και παραπέμπει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2395/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 3 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, κατοίκου ... και 2. Χ2, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 599/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ψ1 και 2. Ψ2.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 16 Απριλίου 2009 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 626/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Κολιοκώστας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 280/16.9.09, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατά το άρθρ. 485 παρ.1 ΚΠΔ τις υπ' αρ. 79 και 80/16-4-2009 αιτήσεις αναίρεσης των (1) Χ1, κατοίκου ..., ... και (2) Χ2, κατοίκου ..., ... αντίστοιχα, κατά του υπ' αρ. 599/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: (Ι) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκαν κατ' ουσία οι υπ' αρ. 488 και 489/2008 εφέσεις των ως άνω αναιρεσειόντων κατά του υπ' αρ. 2601/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν αυτοί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για (1) απάτη κατά συναυτουργία με αποκομισθέν παράνομο περιουσιακό συνολικό όφελος και ζημία που υπερβαίνουν τα 73.000 Ευρώ, κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση (αμφότεροι), (2) ψευδή καταμήνυση κατά συρροή (η πρώτη) και (3) συκοφαντική δυσφήμηση κατά συρροή (η πρώτη) (άρθρ. 1, 13, 14, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 79 ,94 παρ. 1, 98, 229 παρ. 1, 363-362 και 386 παρ. 1-3β ΠΚ ως ισχύουν) και επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα.
Η υπό κρίση αιτήσεις αναίρεσης ασκήθηκαν νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, σύμφωνα με τα άρθρα 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1-3 ΚΠΔ, με τις ως άνω από 16/4/2009 δηλώσεις των στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για τις οποίες συντάχθηκαν οι υπ' αριθμ. 79/16-4-2009 και 80/16-4-2009 εκθέσεις αναίρεσης, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει επιδοθεί νομίμως την 22/4/2009 στους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους και την 8/4/2009 στους αντικλήτους δικηγόρους τους (βλ. συνημμ. αποδεικτικά επίδοσης προσβαλλομένου βουλεύματος) και είναι συνεπώς τυπικά δεκτή. Με το υπό κρίση ένδικο μέσο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και την έλλειψη ακρόασης, διότι δεν δόθηκε ουδεμία απάντηση στο νομίμως υποβληθέν αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση αμφοτέρων των κατηγορουμένων ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών προκειμένου να παρασχεθούν οι απαιτούμενες εξηγήσεις και διευκρινήσεις επί της κατηγορίας.
(ΙΙ) Επειδή για την πληρότητα της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους (πχ μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα, ούτε από ποιό ή ποιά από αυτά προέκυψαν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει και γιατί περισσότερο (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1304/2003, ΑΠ 1303/2002, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 1580/2002 κ.ά.).
Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και 139 - όπως ισχύει - ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής των κατηγορουμένων για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη και παραπέμφθηκαν, οι αποδείξεις (τα αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες προέκυψαν τα άνω πραγματικά περιστατικά και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής (βλ. ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 732/2006 κ.α.).
Εξ άλλου εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από αυτή που έχει, και όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 67/2006 κ.α.). Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η ουσιαστική ποινική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, ήτοι όταν, στο πόρισμα του συμβουλίου - που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού-σκεπτικού και ανάγεται στα στοιχεία και ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος - ανέφικτος ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περί ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και έτσι το βούλευμα να μην έχει νόμιμη βάση (βλ. ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 93/2006, ΑΠ 252/2004, ΑΠ 1128/2004, ΑΠ 2445/2003, ΑΠ 9/2001 - Ολ. κ.α.).
Επειδή η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων - έστω και εσφαλμένη- δεν συνιστά λόγον αναιρέσεως (βλ. ΑΠ 591/2001, ΑΠ 145/2000, ΑΠ 1880/2005, ΑΠ 111/2004 κ.α.). Τέλος, η επιβαλλομένη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην υιοθετηθείσα υπ' αυτού πρωτόδικη εισαγγελική πρόταση, αφού στην περίπτωση αυτή η εισαγγελική πρόταση αποτελεί τμήμα του βουλεύματος, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, συλλογισμών και αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1381/2005, ΑΠ 1273/2005, ΑΠ 1109/2005, ΑΠ 1242/2005, ΑΠ 2382/2005, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 2078/2005 κ.ά.)· Είναι δε χαρακτηριστικόν ότι ο ίδιος ο Άρειος Πάγος αναφέρεται -και ορθότατα- εξ ολοκλήρου στην εισαγγελική πρόταση (Ολ. ΑΠ 1494/2005, ΑΠ 176/2006 κ.α.), πράγμα που οφείλεται και στην ιδιότητα αυτού ως δικαστικού λειτουργού- αρ.87 επ. Συντ.
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτείται: α) σκοπός παρανόμου περιουσιακού οφέλους, β) βλάβη ξένης περιουσίας, γ) παραπλάνηση σε πράξη, παράλειψη η ανοχή που συνιστά διάθεση περιουσίας, δ) η παραπλάνηση να επέλθει με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών. Οι τρεις αυτοί τρόποι πρόκλησης παραπλάνησης διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το εννοιολογικό τους περιεχόμενο. Ενώ δηλαδή ο δύο πρώτοι (παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και απόκρυψη αληθινών) συνιστούν θετικές ενέργειες απατώσας συμπεριφοράς, ο δεύτερος σε αντίθεση με τον πρώτο, προϋποθέτει πάντοτε και άλλη αθέμιτη ενέργεια του δράστη προγενέστερη ή σύγχρονη, συγκαλυπτική της αλήθειας από τον άλλο, τον οποίο στη συνέχεια παραπλανά με την αθέμιτη απόκρυψη της, ο δε τρίτος (αθέμιτη απόκρυψη αληθινών) προϋποθέτει ότι ο δράστης έχει υποχρέωση είτε από το νόμο είτε από σύμβαση είτε από προηγούμενη ενέργεια του είτε με βάση τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη στις συναλλαγές, για την ανακοίνωση των αληθινών και συνιστά συμπεριφορά που τελείται με παράλειψη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον όπως είναι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις ή παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του και τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Χωρίς την επέλευση βλάβης σε ξένη περιουσία δεν υπάρχει απάτη, ενώ σε περίπτωση που αυτή επέλθει, δεν ενδιαφέρει η επίτευξη του παρανόμου περιουσιακού οφέλους, καθώς και αν το πρόσωπο που εξαπατήθηκε είναι το ίδιο που ζημιώθηκε. Περιουσιακά στοιχεία είναι και οι όχι εντελώς γενικές, αόριστες και απλές, αλλά στηριζόμενες σε ορισμένη πιθανότητα ελπίδες και οι περιβαλλόμενες από σταθερότητα προσδοκίες κτήσης οικονομικών αγαθών, βλάβη δε της περιουσίας είναι η μείωση της, δηλαδή η διαφορά επί το έλασσον μεταξύ της χρηματικής αξίας, την οποία είχε πριν από τη διάθεση που προκλήθηκε από την απατηλή παραπλάνηση και εκείνης που απέμεινε μετά από αυτή. (ΑΠ 878/1982 ΠΧρ. ΛΓ/249, ΑΠ 970/1982 ΠΧρ.ΛΓ/292, ΑΠ 1866/1983 ΠΧρ. ΑΔ/653, ΑΠ 323/1994 ΠΧρ. ΜΔ/388, ΑΠ 650/2003 Ποιν.Λογ. 2003/680, ΑΠ 2264/2003 Ποιν.Λογ. 2003/2426, ΑΠ 53/2004 Ποιν.Λογ. 2004/72, ΑΠ 744/2004 Δ/νη 2004/1556, ΑΠ 59/2005 ΠΧΡ 2005/887). Χρόνος τέλεσης της απάτης θεωρείται εκείνος, κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε (πείσθηκε) ο παθών ή τρίτος. Είναι αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της περιουσιακής ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του, δεδομένου ότι δεν ορίζεται άλλως στο νόμο. Οι μετά την εξαπάτηση ψευδείς παραστάσεις του δράστη προς διατήρηση του οφέλους που επέτυχε από την αρχική εξαπάτηση, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συρρέουν αληθώς, με την πρώτη, εφόσον με αυτές προκαλείται νέα διαφορετική βλάβη στην περιουσία του παθόντος ΑΠ 610/1994 ΠΧΡ ΜΔ/749, ΑΠ 806/1994 σε Συμβούλιο ΠΧΡ ΜΔ/783, ΑΠ 405/2004 σε Συμβούλιο ΠοινΛογ 2004/534).
Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την προσθήκη σ' αυτό δεύτερης παραγράφου, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, "αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94§1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή για την επιμέτρηση της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή, η οποία έχει θεσπισθεί προς το σκοπό επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία όμως (συρροή) το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει μία ενιαία ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, μέσα στα πλαίσια του οικείου εγκλήματος. Επομένως καθεμία από τις μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα διατηρεί την αυτοτέλεια της ως προς την παραγραφή και το χαρακτηρισμό της ως πλημμελήματος ή κακουργήματος, αναλόγως του ποσού του οφέλους ή της βλάβης. Με το άρθρο 14§1 αριθμ. 1.1 Ν. 2721/1999 προστέθηκε δεύτερη παράγραφος στο ανωτέρω άρθρο 98 που έχει ως εξής: "Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε". Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει ότι σε περίπτωση απάτης κατ' εξακολούθηση, αν όλες οι μερικότερες πράξεις τελέστηκαν μετά την ισχύ του Ν. 2721/1999, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης, αρκεί και λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επί μέρους πράξεων, αν, βεβαίως, ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 1605/1999 σε Συμβ. ΠΧρ Ν/791, Ολομ. ΑΠ 5/2002 ΠΧρ ΝΒ/697, ΑΠ 1725/2004 σε Συμβ. ΠοινΛογ 2004/2213, ΑΠ 1015/2005 σε Συμβ. Πχρ ΝΣΤ/127).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη (ΑΠ 103/2006 ΠοινΛογ 2006/89, ΑΠ 491/2007 σε Συμβ. ΠοινΛογ 2007/348).
Επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή αναφορά (ΑΠ 1494/2005) στην υιοθετηθείσα υπ' αυτού εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και την υπ' αυτού υιοθετηθείσα εισαγγελική πρόταση, και των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστικά κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση του αναφερομένου σ' αυτό αποδεικτικού υλικού που νομότυπα συγκεντρώθηκε και συγκεκριμένα, από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και τα έγγραφα της δικογραφίας σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά:
Επειδή από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε και ειδικότερα από τις μαρτυρικές καταθέσεις (πλην της από 13-6-2005 ληφθείσας ενόρκως από τον ΑΑ, κατά την αρχικά διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση, κατηγορηθέντος και αυτού κατά το στάδιο της κύριας ανάκρισης συναυτουργού των εκκαλούντων κατ/νων κατά την τέλεση της ανωτέρω πρώτης αξιόποινης πράξης και απαλλαγέντος με το προσβαλλόμενο βούλευμα), τις απολογίες και τα απολογητικά υπομνήματα των εκκαλούντων κατ/νων, καθώς και τις ληφθείσες κατά την προκαταρκτική εξέταση έγγραφες εξηγήσεις τους (αρθρ. 31 §2 ΚΠΔ, όπως αντικ. με αρθρ. 5 Ν. 3346/2005), τις απολογίες του ανωτέρω ΑΑ και του επίσης κατηγορηθέντος κατά το στάδιο της κύριας ανάκρισης για άμεση συνεργεία στην ανωτέρω πρώτη αξιόποινη πράξη ... και επίσης απαλλαγέντος με το προσβαλλόμενο βούλευμα, καθώς και τα λοιπά συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, γενόμενα δεκτά και από το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο αναφέρθηκε στη σχετική εισαγγελική πρόταση: Οι εγκαλούντες Ψ1 και Ψ2, σύζυγοι, από τους οποίους ο πρώτος είναι καλαθοσφαιριστής και η δεύτερη δημοσιογράφος και τηλεοπτική παρουσιάστρια, επιθυμώντας το έτος 2001 να επενδύσουν τα χρήματα των αποταμιεύσεών τους, πληροφορήθηκαν από τον φίλο και συναθλητή του πρώτου ... ότι μία από τις εταιρείες παροχής επενδυτικών συμβουλών και διαχείρισης χαρτοφυλακίων, της οποίας και ο ίδιος ήταν πελάτης, ήταν η "CONFINE ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ". Η εταιρεία αυτή είχε ιδρυθεί το έτος 2000 μετά από μετατροπή της εταιρείας λήψης και διαβίβασης εντολών "CONFINE ΕΛΛΑΣ ΑΕΛΔΕ" σε Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Α.Ε.Π.Ε.Υ.), ιδρυτής, δε, βασικός μέτοχος και γενικός διευθυντής της ήταν ο δεύτερος εκκαλών κατ/νος Χ2, ο οποίος ασκούσε άμεσα τον έλεγχο της μαζί με τη σύζυγο του πρώτη εκκαλούσα κατ/νη Χ1, επίσης βασική μέτοχο της και πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της. Επιπλέον, οι εκκαλούντες κατ/νοι ήλεγχαν και τις εταιρείες "CONFINE INVESTMENT LIMITED" με έδρα την ..., "CONSTANT FINANCIAL SERVICES OVERSEAS LTD" με έδρα επίσης την ... και "CONSTANT FINANCIAL SERVICES PLC" με έδρα το ... Με τη μεσολάβηση του προαναφερομένου ..., το Μάιο 2001 πραγματοποιήθηκε στην οικία των εγκαλούντων συνάντηση τους με τον ΑΑ, επενδυτικό σύμβουλο της εταιρείας "CONFINE ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ", ο οποίος, ενεργώντας για λογαριασμό των εκκαλούντων, τους παρουσίασε τη θέση της στο χώρο που εδραστηριοποιείτο και ειδικότερα τους ανέφερε ότι οι ελέγχοντες αυτήν εκκαλούντες κατ/νοι ήταν φερέγγυα πρόσωπα με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, ότι αυτή ασχολείται με τη διαχείριση χαρτοφυλακίων με επενδύσεις, κυρίως, σε αμοιβαία κεφάλαια και μετοχές εταιρειών υψηλής κεφαλαιοποίησης, με σταθερές και εγγυημένες αποδόσεις, ότι διατηρούσε ήδη δύο θυγατρικές εταιρείες στην ... και συγκεκριμένα τις ανωτέρω "CONFINE INVESTMENT LIMITED" με μετοχικό κεφάλαιο 10.000.000 λιρών Κύπρου και την "CONSTANT FINANCIAL SERVICES OVERSEAS LTD", καθώς και μία στην ... και συγκεκριμένα την ανωτέρω "CONSTANT FINANCIAL SERVICES LTD", ότι διέθετε στους Έλληνες επενδυτές μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων ως αποκλειστική αντιπρόσωπος της εταιρείας "BARING ASSET MANAGEMENT", ότι διαχειριζόταν επενδυτικά χαρτοφυλάκια ύψους 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, το σημαντικότερο μέρος των οποίων αποτελούνταν, κυρίως, από κεφάλαια των πολυεθνικών εταιρειών "CANADA LIFE INTERNATIONAL" και "ROYAL SCANDIA", οι οποίες διαχειρίζονταν κεφάλαια ύψους 20 δισεκατομμυρίων αγγλικών στερλινών και 44 δισεκατομμυρίων αγγλικών στερλινών αντιστοίχως, η ίδια δε ("CONFINE ΕΛΛΑΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ.") είχε στη διαχείριση της πέντε αμοιβαία κεφάλαια της ανωτέρω πρώτης πολυεθνικής εταιρείας και ένα αμοιβαίο κεφάλαιο της ανωτέρω δεύτερης. Τους ανέφερε, δε, ότι, με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, εάν επένδυαν χρήματα στην εταιρεία "CONFINE ΕΛΛΑΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ." και εμπιστεύονταν σ' αυτήν τη διαχείριση των χαρτοφυλακίων τους, θα αξιοποιούσαν μεσοπρόθεσμα τα χρήματα τους με μηνιαία απόδοση σημαντικών κερδών, χωρίς κίνδυνο του κεφαλαίου τους. Με αυτές τις παραστάσεις πείστηκαν οι εγκαλούντες να επιλέξουν ένα επενδυτικό πρόγραμμα με μικρό κίνδυνο αρνητικής απόδοσης (απώλειας κεφαλαίου) μέχρι 10% και με προμήθεια (για την ανωτέρω εταίρε 1,5% πλέον ΦΠΑ επί της εκάστοτε τρέχουσας αξίας των χαρτοφυλακίων τους, την δε 20-5-2001 υπέγραψαν (ο καθένας για λογαριασμό του) ένα επενδυτικό ερωτηματολόγιο με αναφορά της ανάληψης μικρού κινδύνου έως 10%, μία σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, μία σύμβαση διαχείρισης χαρτοφυλακίου, έναν πίνακα χρεώσεων και μία σύμβαση συνεργασίας με την εταιρεία "CANADA LIFE INTERNATIONAL", τα οποία τους εμφανίστηκαν ως διαδικαστικά έγγραφα και οι ίδιοι δεν έλαβαν γνώση συγκεκριμένων συμβατικών όρων. Στη συνέχεια, σε εκτέλεση των ανωτέρω συμβάσεων και για την αγόρι μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων της ανωτέρω εταιρείας "CANADA LIFΕ INTERNATIONAL" ο μεν εγκαλών Ψ1 κατέβαλε το συνολικά ποσό του 1.586.938,14 ευρώ και συγκεκριμένα την 11-6-2001 κατέβαλε το ποσό του 1.185.588,98 ευρώ και μέχρι την 30-4-2002 το ποσό των 401.349,16 ευρώ, η δε εγκαλούσα Ψ2 κατέβαλε το συνολικό ποσό των 289.097,21 ευρώ και συγκεκριμένα την 31-5-2001 κατέβαλε το ποσό των 162.993,71 ευρώ και την 11-6-2001 το ποσό των 126.103,50 ευρώ.
Περαιτέρω, μετά τη σύναψη των ανωτέρω συμβάσεων, οι εκκαλούντες κατ/νοι τον Ιούνιο 2001 παρέστησαν στους εγκαλούντες ότι η εταιρεία τους "CONFINE ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ" είχε καταθέσει αίτηση εισαγωγής των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και είχε λάβει τις σχετικές άδειες, ότι η εταιρεία "Grant Thornton" είχε αποτιμήσει τη τιμή της μετοχής της εταιρείας αυτής, η οποία κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (καλοκαίρι του 2001) εμφάνιζε εντυπωσιακά κέρδη, στο ποσό των 2.000 δρχ., καθώς και ότι για την οριστική άδεια της εισαγωγής των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου έπρεπε, σύμφωνα με την κυπριακή νομοθεσία, να εμφανίσουν διασπορά των μετοχών αυτών σε τριακόσια πρόσωπα. Επιπλέον, παρέστησαν στην εγκαλούσα Ψ2 ότι η θυγατρική της εταιρείας τους "CONFINE ΕΛΛΑΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ." ανωτέρω εταιρεία "CONFINE INVESTMENT LIMITED" ήταν μία εύρωστη οικονομικά εταιρεία, η οποία είχε εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου με μετοχή η αξίας της οποίας ανερχόταν στο ποσό του 1,22 ευρώ, ενώ η πραγματική αξία της μετοχής αυτής ανερχόταν σε 0,08 ευρώ. Έτσι, έπεισαν τον μεν εγκαλούντα Ψ1 να τους καταβάλει το ποσό των 628.026,41 ευρώ για την αγορά 100.000 ονομαστικών μετοχών της εταιρείας "CONFINE ΕΛΛΑΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ." (με αξία μετοχής 2.000 δρχ. ή 5,87 ευρώ), τη δε εγκαλούσα Ψ2 να τους καταβάλει το ποσό των 35.298,60 ευρώ για την αγορά 27.314 ονομαστικών μετοχών της εταιρείας "CONFINE INVESTMENT LIMITED".
Στη συνέχεια και ενώ τα γεγονότα είχαν εξελιχθεί κατά τα προαναφερόμενα, οι εγκαλούντες έλαβαν την 31-12-2002 μία επιστολή από την εταιρεία "CONFINE ΕΛΛΑΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ.", με την οποία τους γνωστοποιήθηκε ότι το έτος 2002 ήταν ιδιαίτερα δύσκολο για τις μετοχικές τοποθετήσεις και η εταιρεία είχε προχωρήσει από το Μάιο του έτους αυτού στη δημιουργία ενός πρότυπου συντηρητικού χαρτοφυλακίου και συγκεκριμένα του Confine Dynamic Money Market, που επενδύει σε διεθνείς χρηματαγορές και σε ομόλογα και ότι για το έτος 2003 η εταιρεία αποφάσισε να ακολουθήσει μία συντηρητικότερη κατανομή των κεφαλαίων με βάση τις υπάρχουσες επενδυτικές δυνατότητες. Θορυβηθέντες οι εγκαλούντες από την επιστολή αυτή, εφόσον εξαρχής είχαν συμφωνήσει και δώσει εντολή για χαμηλό επίπεδο επενδυτικού κινδύνου στη διαχείριση των κεφαλαίων τους ανερχόμενο σε 10%, άρχισαν να ανησυχούν για την πορεία των επενδύσεων τους και αφού ζήτησαν σχετική λεπτομερή ενημέρωση τους, μετά και από συμβουλές του οικονομολόγου και συμβούλου επιχειρήσεων ..., με τον οποίο η δεύτερη Ψ2 άρχισε να συνεργάζεται επαγγελματικά από τις αρχές του 2003, προέβησαν σε σχετική έρευνα και διαπίστωσαν ότι, προκειμένου να προβούν στις προαναφερόμενες επενδύσεις, είχαν γίνει δέκτες ψευδών και απατηλών παραστάσεων από τους εκκαλούντες κατ/νους και από τον ανωτέρω υπάλληλο της "CONFINE ΕΛΛΑΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ." ΑΑ. Ειδικότερα, διαπίστωσαν ότι ούτε η εταιρεία αυτή ούτε οι προαναφερόμενες θυγατρικές της εταιρείες σε ... και ..., είχαν κεφάλαια που τους είχαν ανακοινωθεί, ούτε οι επενδύσεις στις οποίες είχαν προβεί αναμενόταν να έχουν τις εγγυηθείσες αποδόσεις, αλλά, αντίθετα, η ύπαρξη κερδών από αυτές ήταν ανέφικτη, δεδομένων και των υψηλών προμηθειών που εισέπρατταν οι εκκαλούντες. Περαιτέρω, διαπίστωσαν ότι η εταιρεία "CANADA LIFE INTERNATIONAL" δεν ήταν εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων, αλλά ασφαλιστική εταιρεία, η οποία μέσω υπεράκτιων ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής διέθετε διεθνή κεφάλαια ζωής σε επαγγελματίες επενδυτικούς συμβούλους (όχι σε ιδιώτες επενδυτές) για την περαιτέρω διάθεση τους σε κατοίκους του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι οι πραγματοποιηθείσες επενδυτικές επιλογές ήταν υψηλού κινδύνου, παρά τη συναφθείσα συμφωνία, περιορίζονταν, δε, κυρίως στις μετοχές της εδρεύουσας στην ... ανωτέρω εταιρείας "CONFINE INVESTMENT LIMITED", θυγατρικής της "CONFINE ΕΛΛΑΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ." και έτσι επετυγχάνετο από τους εκκαλούντες η κυκλική κίνηση των προς επένδυση κεφαλαίων μέσω της εταιρείας "CANADA LIFE INTERNATIONAL" και η τελική επένδυση τους στις ανωτέρω εταιρείες των δικών τους συμφερόντων, παρά τις διαβεβαιώσεις τους περί επένδυσης σε μεγάλες και φερέγγυες αμερικανικές και αγγλικές εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, οι οποίες αποτελούσαν εγγύηση για υψηλές αποδόσεις και ασφάλεια του επενδυόμενου κεφαλαίου, και μάλιστα με το αποκρυβέν από τους ίδιους (εγκαλούντες) πολύ υψηλό ποσοστό προμηθειών, αρχικά της τάξης του 7% έως 8%, με ετήσια επαύξηση του κατά 3% έως 4%, με αποτέλεσμα, με βάση το ποσοστό προμηθειών που έφθανε μέχρι και το 17,5% του αρχικού κεφαλαίου, επί του οποίου προσδιοριζόταν και όχι επί της τρέχουσας αξίας των χαρτοφυλακίων, να εισπράξουν ως προμήθεια σύστασης, αμοιβή συμβούλου και προμήθεια διαχείρισης από μεν τον πρώτο από αυτούς Ψ1 το ποσό των 259.182,83 ευρώ, από δε τη δεύτερη Ψ2 το ποσό των 47.394 ευρώ. Επιπλέον, διαπιστώθηκε από τους εγκαλούντες ότι η εταιρεία "CONFINE ΕΛΛΑΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ." δεν είχε λάβει άδεια εισαγωγής των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, ότι ουδέποτε η μετοχή της είχε εκτιμηθεί στο ποσό των 2.000 δρχ., αντίθετα, δε, είχε αρχίσει να παρουσιάζει σημαντικά οικονομικά προβλήματα και οι εκκαλούντες είχαν αποφασίσει να πωλήσουν τις μετοχές της σε τρίτους, απροσδιορίστου αριθμού, επενδυτές και όχι, όπως ψευδώς είχαν ισχυριστεί, σε συγκεκριμένους πελάτες τους.
Στη συνέχεια, οι εγκαλούντες ήλθαν σε επαφή με τους εκκαλούντες κατ/νους, προκειμένου να διασώσουν ό,τι από τα επενδυθέντα κεφάλαια τους μπορούσε να διασωθεί και στα πλαίσια των σχετικών συζητήσεων η πρώτη εκκαλούσα την 11-6-2003 συνήψε δύο ιδιωτικά συμφωνητικά με τους εγκαλούντες, με βάση τα οποία ανέλαβε να καλύψει εξ ιδίων χρημάτων κατά τη λήξη του 2004 την αρνητική διαφορά από τις διενεργηθείσες επενδύσεις των κεφαλαίων των εγκαλούντων, εάν αυτή υπερέβαινε το ποσοστό του 10%, ο δε δεύτερος εκκαλών ανέλαβε την υποχρέωση να συναινέσει στην προσημείωση υποθήκης ενός ακινήτου του μέχρι του ποσού των 1.399.104,14 ευρώ ή σε όποιο μικρότερο ποσό προέκυπτε στο τέλος του 2004. Περαιτέρω, την 5-8-2003 η πρώτη εκκαλούσα συνήψε ιδιωτικό συμφωνητικό με τον εγκαλούντα Ψ1, με το οποίο συμφώνησε να ανεύρει αγοραστή των ανωτέρω μετοχών της "CONFINE ΕΛΛΑΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ." που αυτός (εγκαλών) είχε αγοράσει και με το ίδιο τίμημα, διαφορετικά (εάν δεν βρισκόταν αγοραστής), οι μετοχές θα αγοράζονταν από την ίδια εντός του συμφωνηθέντος χρονοδιαγράμματος (30-10-2003 έως 30-6-2004), προς εξασφάλιση, δε, της υποχρέωσης της αυτής εξέδωσε εννέα επιταγές της Ελληνικής Τράπεζας. Μέχρι, όμως, την 30-6-2004 δεν εκπλήρωσε τις αναληφθείσες υποχρεώσεις της, σφραγίστηκαν οι επιταγές, ο δε εγκαλών Ψ1 την 6-10-2004 κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εναντίον της, ζητώντας τη συντηρητική κατάσχεση της κινητής και της ακίνητης περιουσίας της, μετά, δε, από παραίτηση του από το δικόγραφο της αίτησης αυτής, κατέθεσε την από 4-11-2004 νέα ομοειδή αίτηση, η οποία συζητήθηκε την 2-2-2005, όπου υποστηρίχθηκε από τους εκκαλούντες ότι τα προαναφερόμενα από 11-6-2003 και 5-8-2003 ιδιωτικά συμφωνητικά ήταν προϊόντα εκβιασμού τους, όπως υποστήριξε η πρώτη εκκαλούσα και στην από 7-2-2005 κατατεθείσα έγκληση της κατά των εγκαλούντων, και συγκεκριμένα ότι εγκαλούντες τους απείλησαν ότι εάν δεν θα ελάμβαναν τα χρήματα τους, θα προέβαιναν σε δυσφήμηση της ανωτέρω εταιρείας τους "CONFINE ΕΛΛΑΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ.", μέσω των τηλεοπτικών εκπομπών της δεύτερης εγκαλούσας Ψ2, καθώς και μέσω άλλων γνωστών τους δημοσιογράφων και του ημερήσιου και του εβδομαδιαίου τύπου, με τον οποίο είχαν διασυνδέσεις. Επί της ανωτέρω, δε, αίτησης ασφαλιστικών μέτρων του εγκαλούντος Ψ1 εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 6157/2005 απόφαση του προαναφερομένου Δικαστηρίου, η οποία τη δέχθηκε εν μέρει και διάταξε τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της πρώτης εκκαλούσας μέχρι του ποσού των 529.673 ευρώ.
Εξαιτίας της προαναφερόμενης απατηλής συμπεριφοράς των εκκαλούντων κατ/νων ο μεν εγκαλών Ψ1 απώλεσε συνολικά το ποσό του 1.150.645,64 ευρώ, η δε εγκαλούσα Ψ2απώλεσε συνολικά το ποσό των 171.167,87 ευρώ. Ειδικότερα, ο μεν πρώτος από τη ρευστοποίηση του συνολικά επενδυθέντος κεφαλαίου του, το οποίο είχε ανέλθει στο ποσό του 1.586.938,14 ευρώ, έλαβε την 9-3-2005 και την 18-3-2005 τα ποσά των 219.942,19 ευρώ και των 216.387,31 ευρώ αντιστοίχως, δηλαδή έλαβε συνολικά το ποσό των 436.329,50 ευρώ, η δε δεύτερη από τη ρευστοποίηση του συνολικά επενδυθέντος κεφαλαίου της, το οποίο είχε ανέλθει στο ποσό των 289.097,21 ευρώ, έλαβε την 9-3-2005, την 18-3-2005 και την 30-3-2005 τα ποσά των 29.942,16 ευρώ, των 21.955,57 ευρώ και των 66.031,58 αντιστοίχως, δηλαδή έλαβε συνολικά το ποσό των 117.929,34 ευρώ.
Με τις υπό κρίση εφέσεις τους οι κατ/νοι αιτιώνται το προσβαλλόμενο βούλευμα (αναφερθέν στη σχετική εισαγγελική πρόταση) για αναιτιολόγητη παραπομπή τους και για έλλειψη εξέτασης των ισχυρισμών τους με την απαιτούμενη διεισδυτική εμβάθυνση, εφόσον αυτοί μηδενίζονται εξ υπαρχής.
Προκύπτει, όμως, σε αντίθεση προς τα ανωτέρω υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, κατ' ορθή κρίση και αξιολόγηση των προαναφερομένων πραγματικών περιστατικών, αιτιολογημένος αποφάνθηκε για την παραπομπή τους στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου, αμφοτέρων μεν για την ανωτέρω κακουργηματική πρώτη αξιόποινη πράξη, επιπλέον δε της πρώτης για τις ανωτέρω πλημμεληματικές δεύτερη και τρίτη αξιόποινες πράξεις, διαλαμβάνοντας, μεταξύ των άλλων, ότι: "... Όντας άτομα με πειθώ, κατόρθωσαν πρώτα από όλα δίνοντας τίτλους σε απλούς εργαζόμενους που πίστευαν ότι ανέβαιναν στην ιεραρχία μιας μεγάλης εταιρείας" (μεταξύ των οποίων, όπως προκύπτει, και στον κατηγορηθέντα ως συμμέτοχο τους και απαλλαγέντα με το προσβαλλόμενο βούλευμα προαναφερόμενο ΑΑ) "να τους καταστήσουν όργανα, προκειμένου να μεταφέρουν ακόπως για τους ίδιους τις ψευδείς παραστάσεις τους σε πλήθος πολιτών, που οι ίδιοι δεν θα μπορούσαν, ελλείψει χρόνου, να έχουν προσεγγίσει. Με την ίδια μέθοδο λειτουργώντας, εξαπατώντας πρώτα από όλους τους ίδιους τους εργαζόμενους στην εταιρεία τους, έστησαν μια ωραία παγίδα με την διακίνηση των χρημάτων των πελατών τους μέσω διαφόρων εταιρειών να επανακάμπτουν σε αυτούς. Η προσπάθεια τους, δε, να απεμπλακούν πρώτα με συσκότιση της διαδρομής των χρημάτων, αργότερα με υποσχέσεις και υπογραφές συμφωνητικών και επιταγών και εν τέλει με κάθε είδους επιθέσεις στα θύματα τους, δεικνύουν προγραμματισμένες ενέργειες ατόμων που ενεργούν βάσει σχεδίου ... Ο ΑΑ κατ' αυτούς είναι ο μέγας απατεώνας. Ο σύμβουλος επενδύσεων και διευθυντής υποκαταστήματος για δικό του λογαριασμό έπραξε. Για τα πάντα, κατά τους δύο πρώτους κατηγορουμένους, ευθύνεται ο ΑΑ και η από αυτόν εκμετάλλευση της απληστίας των εγκαλούντων. Οι ίδιοι δεν γνώριζαν τίποτε και έπεσαν θύματα του διευθυντή του υποκαταστήματος και του εκβιασμού των εγκαλούντων. Οι ίδιοι φέρονται να μην κατάλαβαν πώς έγινε αυτή η λάθος επένδυση, η οποία, όμως, τους απέφερε το ποσό των 306.000 ευρώ ως προμήθειες. Παρουσιάζουν τους εγκαλούντες να υπογράφουν σε έντυπα αποδεχόμενοι τους δυσμενείς για αυτούς όρους (οι ίδιοι βεβαίως το αρνούνται). Τους φέρουν να αποδέχονται να γίνεται ο υπολογισμός της προμήθειας κατά παγκόσμια πρωτοτυπία όχι επί του ποσού της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου, αλλά επί της αρχικής. Δηλαδή σε ένα χαρτοφυλάκιο που έχασε το 70% της αξίας του οι προμήθειες των κατηγορουμένων θα υπολογίζονται επί του αρχικού 100% κεφαλαίου και όχι στο 30%. Κανένας σώφρων άνθρωπος, όμως, δεν αποδέχεται τέτοιον όρο. Οι κατηγορούμενοι προχωρούν ακόμη παραπέρα και ισχυρίζονται ότι όχι μόνον αποδέχτηκαν αυτόν τον εξωφρενικό όρο" (εννοείται, προφανώς, οι εγκαλούντες) "αλλά αποδέχτηκαν και τον μέγιστο κίνδυνο της απώλειας ακόμη και του συνόλου του κεφαλαίου τους. Άνθρωπος τέτοιας χαρακτηριστικής κουφότητας που να συμβάλλεται με άλλον σε αμφοτεροβαρή σύμβαση και το μόνο που να εξασφαλίζει να είναι η σταθερότητα της προμήθειας του άλλου στο μέγιστο ποσοστό της, όσο και να προσπαθούν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι να αποδείξουν το αντίθετο, είναι σίγουρο ότι στην σημερινή κοινωνία δεν είναι δυνατόν να υπάρχει. Η μεγιστοποίηση της προμήθειας ήταν ο βασικός σκοπός των δύο πρώτων κατηγορουμένων. Με δεδομένο ότι η κατάληξη των χρημάτων, ανεξαρτήτως επενδυτικού προγράμματος, θα ήταν στις ίδιες τις δικές τους εταιρείες, αυτό που ήθελαν να εξασφαλίσουν ήταν το μέγιστο της προμήθειας τους και αυτό μπορούσε να γίνει, ανεξαρτήτως του τι συμφώνησαν οι εγκαλούντες, με την μεταφορά των χρημάτων τους στα υψηλού κινδύνου χαρτοφυλάκια. Δική τους ήταν η πρωτοβουλία, για τον λόγο, δε, αυτό και αποδέχτηκαν με τις από Ιουνίου και Αυγούστου συμφωνίες τους την κάλυψη των απωλειών των εγκαλούντων. Η αποκάλυψη των ψευδών παραστάσεων τους, τους οδήγησε να συμβιβαστούν χωρίς να υπάρχει περισσότερη πίεση εκ μέρους των εγκαλούντων από αυτήν του μέσου ανθρώπου που καταλαβαίνει ότι εξαπατήθηκε και αντιδρά. Ουδεμία εκβίαση υπήρξε και ο ισχυρισμός των εγκαλούντων ότι η αιτίαση της εκβίασης είναι όψιμος ισχυρισμός, ευσταθεί. Με την χρονική συνέχεια των ενεργειών τους (συμφωνητικά, επιταγές, εξώδικα, ασφαλιστικά μέτρα), την από την αρχή επιμονή τους ότι συμφώνησαν στο 10% και την νόμιμη πίεση που άσκησαν στους δύο πρώτους κατηγορούμενους, για να εξασφαλίσουν την επιστροφή των χρημάτων τους, θεωρείται λογικός και ο ισχυρισμός τους ότι η εκβίαση ήταν εφεύρεση της στιγμής εκ μέρους των κατηγορουμένων για να αποφύγουν την συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας τους ...".
Περαιτέρω, η ορθότητα της παραπεμπτικής για τους εκκαλούντες κατ/νους κρίσης επιρρωνύεται κατά τρόπο καταλυτικό από την υπ' αριθμ. 16/336/21-4-2005 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την οποία ανακλήθηκε η απόφαση του χορήγησης άδειας λειτουργίας στην εταιρεία "CONFINE ΕΛΛΑΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ." και στην οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: "...Από το site της Εταιρείας στο διαδίκτυο και από τα πρακτικά της Επενδυτικής Επιτροπής προέκυψε ότι η Εταιρεία ήταν διαχειριστής των ακολούθων έξι επενδυτικών προϊόντων (funds), τα οποία ήταν κεφάλαια συνδεδεμένα με ασφαλιστικές εταιρείες, διαχειριζόμενα από ΕΠΕΥ: Confine International Opportunities, Confine Hellenic Growth, Confine European Opportunities, Confine Emerging Stars, Confine Middle East της ασφαλιστικής εταιρείας Canada Life με έδρα το ... και Constant Independent της ασφαλιστικής εταιρείας Royal Skandia με έδρα το ... Από τη σύνθεση των επενδύσεων των επενδυτικών αυτών προϊόντων, όπως αναφέρεται κατωτέρω, προέκυψε ότι δεν υπήρχε διασπορά του επενδυτικού κινδύνου, ως εκ τούτου μεγιστοποιείται ο κίνδυνος απωλειών των χαρτοφυλακίων των υπό διαχείριση πελατών της Εταιρείας ... Η διαχείριση από την Εταιρεία επενδυτικών χαρτοφυλακίων πελατών που περιέχουν τα ανωτέρω επενδυτικά προϊόντα, δεν περιλαμβάνεται στις κύριες επενδυτικές υπηρεσίες της παρ. 1(γ) του άρθρου 2 του ν. 2396/1996, επειδή τα επενδυτικά αυτά προϊόντα δεν προβλέπονται στους τίτλους που αναφέρονται στην παρ. 1α(i) του άρθρου 2 του ν. 2396/1996. Επομένως η Εταιρεία παρέχει υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονται στην 6/187/21-3-2000 απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Κ. με την οποία της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας της. Στο άρθρο 2 του ν. 2396/1996 αναφέρεται ως κύρια επενδυτική υπηρεσία που δύναται να παρέχει η ΕΠΕΥ, η διαχείριση επενδυτικών χαρτοφυλακίων που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων "μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων". Η έννοια του όρου "οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων" έχει καθορισθεί από τις διατάξεις του άρθρου 17 του προϋπάρχον ν. 1969/1991. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, ως ΟΣΕΚΑ νοούνται οργανισμοί των οποίων, αφενός η λειτουργία τους βασίζεται στην αρχή της κατανομής των κινδύνων, προϋπόθεση που δεν τηρείται όσον αφορά τη σύνθεση των επενδύσεων των "internal linked broker managed funds", όπως διαπιστώνει στην 1/299/23-4-2004 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς υπό 6αii και αφετέρου τα μερίδιά τους εξαγοράζονται εξοφλούνται χωρίς "η είσοδος και έξοδος των επενδυτών να συνδέεται και να τελεί υπό τους όρους της σύμβασής τους με την ασφαλιστική εταιρεία μέσω της οποίας κατέστησαν μεριδιούχοι των funds", όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις τω πελατών της Εταιρείας.. .Όσον αφορά την σημείωση της Εταιρείας ότι στις συμβάσεις διαχείρισης χαρτοφυλακίου των πελατών της περιλαμβάνεται, σε σταθερή βάση, πρόβλεψη των ποσοστών αμοιβών τρίτων και εξόδων παρατηρείται ότι από τον έλεγχο των φακέλων του δείγματος των πελατών διαπιστώθηκε η ύπαρξη εγγράφων με τα οποία ο πελάτης αποδεχόταν "χρεώσεις αμοιβαίων κεφαλαίων εξωτερικού - υπηρεσίες διαχείρισης και συμβουλευτικές υπηρεσίες, management fee 1,5%". Τα έγγραφα αυτά δεν περιελάμβαναν το σύνολο των εξόδων και αμοιβών τρίτων τα οποία είχαν χρεώσει τους λογαριασμούς των πελατών, όπως π.χ. τις αμοιβές "establishment fee, servicing commission, administration charge" οι οποίες χρεώνονταν περιοδικά από τη CANADA LIFE LTD. Συνάγεται από τα ανωτέρω ότι η Εταιρεία δεν αναφέρει στις συμβάσεις της με τους πελάτες αμοιβές και έξοδα τρίτων και, επομένως, παραβαίνει την παρ. 7.2(γ) (δδ) του Κώδικα Δεοντολογίας Ε.Π.Ε.Υ. ... Η Εταιρεία "CONFINE ΑΕΠΕΥ", για τους λόγους που μνημονεύονται ανωτέρω, έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις διατάξεων της χρηματιστηριακής νομοθεσίας που καθιστούν τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς ...".
Επειδή από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι στην προκειμένη περίπτωση προκύπτουν πράγματι επαρκείς ενδείξεις ενοχής των εκκαλούντων κατ/νων για την παραπομπή τους στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου και ορθώς το προσβαλλόμενο βούλευμα τους παρέπεμψε σ' αυτό, για να δικασθούν για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις και κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν στην ουσία τους οι υπό κρίση εφέσεις.
Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα διέλαβε την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρ. 93 Συντ. και 139 ΚΠΔ), αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς ασάφειες ή αντιφάσεις όλα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία κρίθηκαν παραπεμπτέοι ο κατηγορούμενοι στο Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Αθηνών, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ως άνω ποινικές διατάξεις τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και επομένως οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων λόγοι αναίρεσης (αρ. 484 παρ. 1 β' και δ' ΚΠΔ) είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος από τους αναιρεσείοντες λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα, (έλλειψη ακρόασης) επειδή το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε σιωπηρά το νομίμως και εμπροθέσμως υποβληθέν, με το από 13/3/2009 υπόμνημά των, στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δια του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών (πριν από την προφορική ανάπτυξη της προτάσεώς του) αίτημά των (βλ. σελ. 11 άνω υπομνήματος) για αυτοπρόσωπη εμφάνισή των ενώπιον του Συμβουλίου για να παράσχουν τις αναγκαίες διευκρινήσεις επί της υποθέσεως, είναι βάσιμος κατά τ'άρθρα 171 παρ. 1δ, 138 παρ. 2-3, 309 παρ. 2, 318 και 484 παρ. 1α' ΚΠΔ (ΑΠ 310/96 Π.Χ ΜΣΤ/1167, ΑΠ 1611/85 Π.Χ. ΛΣΤ/327, ΑΠ 924/99 Π.Χρ. Ν/430, ΑΠ 352/04, ΑΠ 1527/2000, ΑΠ 1300/89) και επομένως οι υπό κρίση αναιρέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (αρ. 519 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω:
Να γίνουν δεκτές οι υπ'αρ. 79/2009 και 80/2009 αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων (1) Χ1 και (2) Χ2, κατοίκων ..., ... αντίστοιχα, κατά του υπ' αρ. 599/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Αθήνα 19/5/2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι 79 και 80/16-4-2009 αιτήσεις (εκθέσεις) αναιρέσεως των Χ1 και Χ2, αντιστοίχως, στρέφονται κατά του αυτού Βουλεύματος 599/2009 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν, ως αβάσιμες, οι εφέσεις τους, κατά του 2601/2008 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κων Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες στο Εφετείο κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθούν ως υπαίτιοι της πράξεως της απάτης από κοινού, κατά συρροή, κατ επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε και το αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 €, (άρθρα 13 στ', 45, 94, παρ.1 και 386 παρ. 1β' και 3 α'ΠΚ). Οι αναιρέσεις ασκήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως (474 παρ 1, 2, 473 παρ. 1 ΚΠΔ) από πρόσωπα που δικαιούνται σε τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση (482 παρ. 1 α ΚΠΔ) και πρέπει, αφού συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συναφείας, να γίνουν τυπικά δεκτές.
2. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 309 παρ. 2 και 318 εδ. α του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, το συμβούλιο Εφετών, αν υποβληθεί σ` αυτό σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, είναι υποχρεωμένο να διατάξει την ενώπιόν του εμφάνιση του αιτούντος, καθώς και των λοιπών διαδίκων, προς παροχή οποιασδήποτε διευκρινίσεως που αφορά την υπόθεση, μπορεί δε να απορρίψει την αίτηση, μόνο αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι πρέπει ειδικώς να αναφέρονται στο βούλευμα. Η αίτηση υποβάλλεται με οποιοδήποτε διαδικαστικό έγγραφο απευθυνόμενο προς το δικαστικό συμβούλιο, όπως είναι και το υπόμνημα επί των λόγω της εφέσεως, χρονικά πριν από την κατάρτιση ή την υποβολή της προτάσεως στο Συμβούλιο ή τουλάχιστον πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Συμβουλίου και την ανάπτυξη της εισαγγελικής προτάσεως. Η παραβίαση των διατάξεων αυτών, που αποβλέπουν στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που ανήκουν σ` αυτόν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του ίδιου Κώδικα και ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 α' ΚΠΔ. Εξάλλου, για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος, είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, μετά την υποβολή της από 4-2-2009 προτάσεως του Εισαγγελέως στο Συμβούλιο Εφετών, της οποίας και έλαβαν γνώση, υπέβαλαν προς το Συμβούλιο, δια του Εισαγγελέως, το από 13-3-2009 υπόμνημα, προς υποστήριξη των λόγων των εφέσεων τους και αντίκρουση της εισαγγελικής προτάσεως, προσκόμισαν δε και επικαλέσθηκαν και την 2971/2008 απόφαση του 5μελούς Εφετείου Αθηνών. Με το αυτό υπόμνημα υπέβαλαν και αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης τους στο Συμβούλιο, προκειμένου να παράσχουν διευκρινήσεις και εξηγήσεις επί των ζητημάτων που διεξοδικά με τις εφέσεις είχαν θέσει και με το υπόμνημα είχαν αναπτύξει (βλ. σελ. 11 αριθ. 10 υπομνήματος). Κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο Συμβούλιο στις 13-3-2009, όταν και αναπτύχθηκε η πρόταση από τον Εισαγγελέα, ενώ είχε διαβιβασθεί σ αυτό το υπόμνημα, μετά της επικληθείσης ως άνω αποφάσεως, αφού γίνεται ειδική αναφορά και για το μεν και για την δε στο τμήμα Βουλεύματος όπου μνημονεύονται κατ είδος τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν (βλ. 15ο φύλλο β' όψη), δεν υποβλήθηκε συμπληρωματική πρόταση του Εισαγγελέως επί του ανωτέρω, παραδεκτώς, κατά τα προλεχθέντα, υποβληθέντος αιτήματος. Το αίτημα αυτό των κατηγορουμένων, το Συμβούλιο Εφετών, μη υπαρχούσης και προτάσεως του Εισαγγελέως, απέρριψε σιωπηρώς και με παραδεκτή καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, αποφάνθηκε επί της κατηγορίας που τους βάρυνε και απέρριψε τις εφέσεις τους. Έτσι, επήλθε απόλυτη ακυρότητα κατά τις ανωτέρω διατάξεις. Κατ ακολουθία τούτων, ο πρώτος λόγος των αναιρέσεων, κατά το δεύτερο τμήμα του, της απόλυτης ακυρότητας κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ' ΚΠΔ (484 παρ. 1 α του ίδιου Κώδικα), είναι βάσιμος. Ο ίδιος όμως λόγος, κατά το πρώτο τμήμα του, με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κατά το Σύνταγμα και το άρθρο 139 ΚΠΔ (484 παρ. 1δ'ΚΠΔ), ενόψει του ότι το Συμβούλιο, ως προς αυτήν, έκανε καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, τυγχάνει, σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν στην νομική σκέψη, αβάσιμος. Επομένως, ο ως άνω λόγος των αιτήσεων, κατά το πρώτο τμήμα του, πρέπει να απορριφθεί και, κατά το δεύτερο τμήμα του, να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές, παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί το 599/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή