Θέμα
Τρομοκρατία, Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, Προσφυγή.
Περίληψη:
Τρομοκρατία. Προσφυγή κατά αποφάσεως της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης (άρθρα 7, 7 Α, 49 ΑΝ 3691/2008), με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του προσφεύγοντος για ανάκληση αποφάσεως για ένταξη του ονόματος του στον κατάλογο των σχετιζομένων με την τρομοκρατία προσώπων και αποδεσμεύθηκε τραπεζικός (μισθοδοτικός) λογαριασμός, μόνο για κατάθεση και ανάληψη μισθού. Απόρριψη αιτιάσεων για μη νόμιμη συγκρότηση της Αρχής με τη συμμετοχή εισαγγελικού λειτουργού, ως Προέδρου αυτής, ακυρότητα της απόφασης αυτής εκ του ότι ελήφθη υπό μόνου του Προέδρου που την υπογράφει και όχι από τη Β' Μονάδα της Αρχής και για μη αναγραφή συνθέσεως και μη κλήτευσή του για ακρόαση. Αιτιολογημένη η απόφαση κατά το πρώτο σκέλος. Απόρριψη, κατ' αυτό, της προσφυγής και μεταρρύθμιση της αποφάσεως ως προς την αποδέσμευση του λογαριασμού.
ΑΡΙΘΜΟΣ 422/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Μαρτίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την προσφυγή του αιτούντος - προσφεύγοντος Κ. Τ. του Β., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Πρωτέκδικο, κατά των υπ' αριθμ. 02/2013 και 09/2011 αποφάσεων της Β' Μονάδας της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης.
Η Β' Μονάδα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης με την ως άνω απόφασή της διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών- προσφεύγων προσφεύγει τώρα κατά της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Φεβρουαρίου 2013 αίτηση προσφυγής, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 196/13.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Κολιοκώστας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη με αριθμό 43 και αριθμό 18-2-2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "-Εισάγοντας, ενώπιον Σας, κατ' άρθ. 49Α § 9 και 10 του ν. 3691/2008, (όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3932/2011), την από 11/2/2013 προσφυγή του Κ. Τ. του Β., κατοίκου ... κατά της 2/2013 απόφασης της Ολομέλειας της Β' Μονάδας της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, με την οποία απορρίφθηκε η από 10/12/2012 αίτηση αυτού, για ανάκληση της 09/2011 αποφάσεως της ίδιας Μονάδας της Αρχής, που αφορούν την ένταξη του ονόματος του στον κατάλογο των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων και τη δέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων, εκθέτουμε τα ακόλουθα: -Με το άρθρο 7 του ν. 3691/2008, (ως αντικ με το άρθρο 2 § 1 του ν. 3932/2011), συνιστάται "Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης" (εφεξής "Αρχή"). Σκοπός της Αρχής είναι η λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη και καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ' έως και ιε' της § 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003. -Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7Α του ν. 3691/2008, (όπως προστ. με το άρθρο 2 § 2 του ν. 3932/2011), η Αρχή απαρτίζεται από τρεις αυτοτελείς Μονάδες, με διακριτές αρμοδιότητες, προσωπικό και υποδομές, υπό κοινό Πρόεδρο. Σύμφωνα με την § 2 του άρθρου αυτού (7Α) με τον τίτλο "Β' Μονάδα Οικονομικών Κυρώσεων κατά Υπόπτων Τρομοκρατίας", η Β' Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και δύο μέλη, πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από επιστημονικό προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Το προσωπικό της Μονάδας συγκεντρώνει και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Αρχή από τις αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές ή περιέρχονται σε αυτήν με οποιονδήποτε τρόπο και αφορούν στην τέλεση πράξης από αυτές που περιγράφονται στο άρθρο 187Α του ΠΚ. Ομοίως, από φορείς της αλλοδαπής, με τους οποίους και συνεργάζεται για την παροχή κάθε δυνατής συνδρομής. Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Μονάδας είναι αρμόδιοι για τις ενέργειες που προβλέπονται στο άρθρο 49 σχετικά με την εφαρμογή του μέτρου της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων ... Η Μονάδα είναι επίσης αρμόδια για τον προσδιορισμό των φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων που σχετίζονται με την τρομοκρατία και τη δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 49Α. Τέλος, στο άρθρο 49Α του ν. 3691/2008, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3932/2011, ορίζονται τα εξής: "1. Η Β' Μονάδα της Αρχής προσδιορίζει τα σχετιζόμενα με την τρομοκρατία φυσικά και νομικά πρόσωπα ή οντότητες, βασιζόμενη σε ακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία που υποβάλλονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ή τις εισαγγελικές, δικαστικές ή άλλες διωκτικές αρχές. Οι πληροφορίες και τα στοιχεία αυτά αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα ή οντότητες που διαμένουν ή εδρεύουν ή κατέχουν περιουσία, σύμφωνα με την έννοια της § 6 του άρθρου 187Α ΠΚ, στην ημεδαπή και τα οποία διέπραξαν ή αποπειρώνται να διαπράξουν ή συμμετέχουν ή με οποιονδήποτε τρόπο διευκολύνουν την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 187Α ΠΚ, όπως ισχύει. Ειδικότερα, στη Μονάδα υποβάλλονται τα εξής: α) τα αποδεικτικά στοιχεία ή οι πληροφορίες οποιουδήποτε είδους που προέκυψαν από τη διενέργεια ελέγχων σε βάρος νομικών προσώπων ή οντοτήτων που ανήκουν ή ελέγχονται από τρομοκράτες ή τρομοκρατικές οργανώσεις ή σε βάρος φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων που είτε βοηθούν ή παρέχουν οικονομική, υλική, τεχνολογική ή οποιαδήποτε άλλη υποστήριξη με σκοπό την υποβοήθηση τρομοκρατικών ενεργειών, είτε συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με τρομοκράτες ή τρομοκρατικές οργανώσεις, β) οι ασκηθείσες ποινικές διώξεις για τρομοκρατικές πράξεις ή χρηματοδότηση τρομοκρατών ή τρομοκρατικών οργανώσεων, γ) οι καταδικαστικές αποφάσεις για την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων και δ) οι καταδικαστικές αποφάσεις για τη χρηματοδότηση μεμονωμένων τρομοκρατών ή τρομοκρατικών οργανώσεων. Η Μονάδα συντάσσει και τηρεί κατάλογο που περιλαμβάνει τα ονόματα των προσδιοριζόμενων ως σχετιζόμενων με την τρομοκρατία φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων, καταχωρίζοντας σε αυτόν επαρκή συμπληρωματικά στοιχεία που επιτρέπουν την αποτελεσματική διαπίστωση της ταυτότητας τους, διευκολύνοντας έτσι την αποφυγή λήψης μέτρων κατά εκείνων που φέρουν το αυτό ή παρόμοιο όνομα, επωνυμία ή διακριτικό τίτλο. 2. Η Μονάδα ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση όλα τα υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 5 και ζητεί επισταμένη έρευνα για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων πάσης φύσεως των αναφερόμενων φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων. Τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να παράσχουν αμελλητί τα αιτούμενα στοιχεία. Σε διαφορετική περίπτωση, υπόκεινται στις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 52. 3. Με την επιφύλαξη τυχόν ενεργειών των αρμόδιων εισαγγελικών αρχών, η Μονάδα με απόφαση της διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο, καθώς και των περιουσιακών στοιχείων που ελέγχουν μέσω παρένθετων προσώπων ή κατέχουν μαζί με άλλους, την απαγόρευση κίνησης λογαριασμών και ανοίγματος τραπεζικών θυρίδων, την απαγόρευση παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στα ανωτέρω πρόσωπα, υπό την έννοια του στοιχείου 3 του άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου, όπως ισχύει, καθώς και τη λήψη κάθε άλλου αναγκαίου μέτρου αν συντρέχουν προς τούτο σοβαροί δικαιολογητικοί λόγοι. Η δέσμευση εκτείνεται και στις προσόδους των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων. Ως δέσμευση, υπό την έννοια του παρόντος, νοείται: η απαγόρευση οποιασδήποτε κίνησης, μεταβίβασης, μεταβολής, χρήσης ή διαπραγμάτευσης περιουσιακών στοιχείων, η οποία θα καθιστούσε δυνατή τη χρησιμοποίηση τους, περιλαμβανομένης και της διαχείρισης χαρτοφυλακίων.......... 6. Η Μονάδα προβαίνει στην εξέταση των στοιχείων και πληροφοριών που της υποβάλλονται κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 ή των αιτημάτων της παραγράφου 4 και αποφασίζει χωρίς καθυστέρηση για την ένταξη στον κατάλογο ή τη δέσμευση περιουσίας. 7. Η επίδοση της απόφασης της Μονάδας στα φυσικά και νομικά πρόσωπα ή οντότητες γίνεται κατά το άρθρο 155 παρ. 1 εδάφιο α' ΚΠΔ, αμέσως μετά την ένταξη των ονομάτων τους στον κατάλογο ή τη δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων. 8. Η Μονάδα μπορεί να ανακαλέσει την απόφαση της για την ένταξη του ονόματος στο σχετικό κατάλογο ή τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου ή οντότητας, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από σχετική αίτηση του προσδιοριζόμενου στην απόφαση πραγματικού δικαιούχου ή οποιουδήποτε τρίτου έχει έννομο συμφέρον, επί της οποίας αποφαίνεται εντός δέκα ημερών, αν πεισθεί ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι που επέβαλαν τη λήψη της σχετικής απόφασης. 9. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή οντότητες, των οποίων η ανωτέρω αίτηση δεν έγινε δεκτή, μπορούν μέσα σε διάστημα τριάντα ημερών από την επίδοση της απορριπτικής απόφασης της Μονάδας, να προσφύγουν ενώπιον του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου, που συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση ως συμβούλιο. 10. Το συμβούλιο του Αρείου Πάγου αποφαίνεται για την προσφυγή που ασκείται κατά την προηγούμενη παράγραφο εντός τριάντα ημερών από την κατάθεση της, ύστερα από έγγραφη πρόταση του οικείου εισαγγελέα, που υποβάλλεται στο συμβούλιο εντός δέκα ημερών από την κατάθεση της προσφυγής. Ο αιτών έχει δικαίωμα αυτοπρόσωπης εμφάνισης ενώπιον του συμβουλίου μαζί με τους συνηγόρους του για να ακουσθεί και να δώσει κάθε διευκρίνηση, καλείται δε για το σκοπό αυτό πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες. 11. Η Μονάδα μπορεί μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου προσώπου ή οντότητας, να αποφασίσει εντός δέκα ημερών την αποδέσμευση συγκεκριμένων ποσών, αναγκαίων για την κάλυψη των γενικότερων δαπανών διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας του, των εξόδων για τη νομική του υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων περιουσιακών του στοιχείων. Κατά της απορριπτικής απόφασης επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Η προσφυγή εκδικάζεται κατ' απόλυτη προτεραιότητα, εντός τριάντα ημερών από την κατάθεση της. Η εκδιδόμενη επί της προσφυγής απόφαση υπόκειται στα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ένδικα μέσα, η εκδίκαση των οποίων προσδιορίζεται επίσης κατ" απόλυτη προτεραιότητα....... 14. Οι συνεδριάσεις της Μονάδας είναι μυστικές και πραγματοποιούνται σε ειδικό χώρο ασφαλείας. 15. Κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας οι δικαστικές αρχές συνεργάζονται στενά με τη Μονάδα για να διασφαλισθεί η προστασία του διαβαθμισμένου υλικού. -Στην προκειμένη περίπτωση, η Β' Μονάδα της Αρχής, με την 09/2011 απόφαση της, αποφάσισε την ένταξη του Κ. Τ. του Β., κατοίκου ... στον τηρούμενο κατάλογο των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων, καθώς και τη δέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων, στηρίζοντας την κρίση της αυτή στο γεγονός ότι αυτός καταδικάστηκε, μεταξύ άλλων, για πράξεις οι οποίες, όπως λεπτομερώς περιγράφονται στο σκεπτικό και το διατακτικό των 2363, 2364, 2377, 2378, 2452 και 2453/2005 αμετάκλητων αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, τελέστηκαν με τέτοιο τρόπο και τέτοια ένταση, κάτω από συνθήκες που ήταν δυνατόν να βλάψουν τη Χώρα, αλλά και με σκοπό να εξαναγκάσουν παρανόμως δημόσιες αρχές (Δικαστικές, Αστυνομικές κλπ), να απόσχουν από πράξεις που ανάγονται στα καθήκοντα τους, και συνεπώς, οι πράξεις του αυτές, και η όλη εγκληματική δράση του εντάσσονται στην έννοια της προβλεπόμενης από το άρθρο 187Α του ΠΚ εγκληματικής συμπεριφοράς. Προκύπτει δε από την 02/2013 απόφαση της Ολομέλειας της Β1 Μονάδας της Αρχής, ότι με την ως άνω 09/2011 απόφαση της, δεσμεύθηκαν όλα τα περιουσιακά στοιχεία του αιτούντος, καθώς και ο υπ' αριθ. ... τραπεζικός λογαριασμός της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ. Με την από 10/12/2012 αίτηση του ο Κ. Τ. ζήτησε την ανάκληση της παραπάνω αποφάσεως, η οποία όμως απορρίφθηκε με την 02/2013 απόφαση της Ολομέλειας της Β' Μονάδας της Αρχής. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης άσκησε την υπό κρίση από 11/2/2013 προσφυγή, με την οποία επιδιώκει την ακύρωση και συνακόλουθα την ανάκληση των αποφάσεων 09/2011 και 2/2013 της Β' Μονάδας της Αρχής. -Ειδικότερα, με την κρινόμενη προσφυγή του κατά των αποφάσεων αυτών αιτιάται: i) ότι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 49 και 49Α του ν. 3691/2008, όπως το τελευταίο προστέθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3932/2008, ως και για αντίθεση τούτων, με τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 3, 8 παρ. 1, 17 και 96 παρ. 1 του Συντάγματος, ii) ότι είναι άκυρες, διότι δεν ελήφθησαν από την Ολομέλεια της Β' Μονάδας της Αρχής, αλλά μόνο από τον Πρόεδρο της, και ειδικότερα ότι η προσβαλλόμενη 02/2013 απόφαση είναι άκυρη, διότι "δεν αναγράφεται η σύνθεση των μελών της, όπως ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 13, 14 και 15 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ώστε να μπορεί να γίνει δικαστικός έλεγχος των προϋποθέσεων νόμιμης συγκρότησης του διοικητικού οργάνου, δηλαδή του προσώπου των μελών του, της νόμιμης απαρτίας του, των απόψεων, που διατυπώθηκαν, και του αποτελέσματος της ψηφοφορίας", iii) ότι όλες οι παραπάνω αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν, ως εκδοθείσες κατά παράβαση των διατάξεων των §§ 2 και 3 του άρθρου 89, σε συνδυασμό με το άρθρο 118 § 4 του Συντάγματος, διότι η Β' Μονάδα της Αρχής συγκροτήθηκε με τη συμμετοχή εν ενεργεία εισαγγελικού λειτουργού, ως Προέδρου, iv) ότι για να στηρίξει την κρίση της, έλαβε υπόψη, το άρθρο 187 του ΠΚ, ενώ η ένταξη στον κατάλογο των υπόπτων τρομοκρατίας απαιτεί τα οριζόμενα στο άρθρο 187Α του Π Κ και vi) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που απορρίπτει την από 10/12/2012 αίτηση του, για ανάκληση των αποφάσεων 09/2011 και 2/2013 και αποδέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων είναι πλήρως αναιτιολόγητη, καθώς δεν περιλαμβάνει την παραμικρή σκέψη για τον λόγο δέσμευσης τους, ενώ σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 49Α § 3 πρέπει να συντρέχουν προς τούτο σοβαροί δικαιολογητικοί λόγοι. -Με το περιεχόμενο αυτό η ένδικη προσφυγή, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως και νομοτύπως, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 49Α § 9 του ν. 3691/2008, (όπως προστ. με το άρθρο 7 του ν. 3932/2011), είναι τυπικά παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσία. -Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 02/2013 απόφασης της Ολομέλειας της Β1 Μονάδας της Αρχής προκύπτει, ότι η εν λόγω Αρχή απόρριψε την από 10/12/2012 αίτηση του ανωτέρω Κ. Τ., καθόσον; "δεν αναφέρονταν σ' αυτή λόγοι, που να δικαιολογούν διαφορετική από την αρχική -για ένταξη του στον τηρούμενο κατάλογο των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων-, κρίση της(σελ.5 αποσπάσματος πρακτικών-απόφασης)". -Ειδικότερα η Αρχή αφού έλαβε υπόψη και αξιολόγησε: 1. Τα άρθρα 187 και 187Α του ΠΚ, (όπως ισχύουν σήμερα), 2. Τα άρθρα 49 και 49Α του ν. 3691/2008, (όπως τροπ. με το ν. 3932/2011), 3. Ο Κανονισμός (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου, 4. Η από 10/01/2000 Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών, (που κυρώθηκε με το ν. 3034/2002), 5. Η υπ' αριθμ 699, 780, 3244/2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακ/των) Αθηνών, 6. Η υπ' αριθμ. 1149 κλπ/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, και 7. Η υπ1 αριθμ. 1413/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, κατέληξε στην ως άνω απορριπτική για τον προαναφερθέντα απόφαση με το εξής σκεπτικό: "....Α) Για τη λήψη των ειδικών περιοριστικών μέτρων που προβλέπονται από τις προαναφερθείσες διατάξεις και κυρίως αυτών του προσδιορισμού προσώπου (φυσικού ή νομικού) ως σχετιζομένου με την τρομοκρατία και της δέσμευσης των περιουσιακών του στοιχείων, δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επιβολή ποινικών κυρώσεων, αλλά ούτε και αυτού για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Αντίθετα αρκεί η ύπαρξη και μόνο έλλογων υπονοιών, ενδείξεων ή πιθανολόγησης, αφού αντικειμενικά είναι αρκετή, κατά νόμο, η ύπαρξη πληροφοριών τις οποίες η Β' Μονάδα της Αρχής κρίνει ως "ακριβείς". Άλλωστε μόνο έτσι τα παραπάνω μέτρα είναι δυνατό να εκπληρώσουν τον προληπτικό και ενίοτε προ-προληπτικό ρόλο τους στον τομέα της πρόληψης και καταστολής της τρομοκρατίας και της χρηματοδότησης της, όπως ο ρόλος αυτός διαγράφεται και προσδιορίζεται από τις νομικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν, αλλά και από πλήθος άλλων σχετικών διατάξεων, τις οποίες η χώρα μας έχει αναλάβει την υποχρέωση να εφαρμόζει. Β) Η "Ε.Ο. 17Ν" είναι μια οργάνωση της οποίας οι απαρχές δράσης ανάγονται από το έτος 1975, οπότε έλαβε χώρα η πρώτη εγκληματική ενέργεια της (εκτέλεση του Αμερικανού RW) και δημοσιεύτηκε η υπ' αριθμ. 1 προκήρυξη της. Έκτοτε ανέπτυξε πρωτοφανή και εντυπωσιακή, σε χρονική διάρκεια και αριθμό εγκληματικών ενεργειών δράση (ανθρωποκτονίες και απόπειρες ανθρωποκτονιών με στόχους αστυνομικούς, μέλη ξένων αποστολών, πρόσωπα που σχετίζονταν με ΜΜΕ, εισαγγελείς, άτομα με επιχειρηματική δραστηριότητα, ληστείες, εκρήξεις και άλλα εγκλήματα). Τον Ιούλιο του 2001 και λίγο αργότερα έγινε δυνατό να συλληφθεί και να οδηγηθεί σε δίκη μεγάλος αριθμός "μελών" της παραπάνω οργάνωσης καθώς και ο θεωρηθείς ως "αρχηγός" της. Η ποινική δίκη και η παραπομπή των συλληφθέντων σε δίκη για συγκρότηση και συμμετοχή σε εγκληματική Οργάνωση και άλλα εγκλήματα, έγινε με βάση το άρθρο 187 του ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε από 27-06-2001, μετά το Ν. 2928/2001. Με την παραπάνω ποινική διάταξη δεν γινόταν διάκριση μεταξύ τρομοκρατικών και κοινών εγκληματικών οργανώσεων και αμφότερες υπάγονταν σ' αυτή. Αργότερα και κατά την εκδίκαση της υπόθεσης κατ' έφεση, ίσχυε πλέον η ειδικότερη διάταξη του άρθρου 187Α του ΠΚ, με την οποία προσδιορίζονται ειδικότερα οι πράξεις που θεωρούνται "τρομοκρατικές" και ο σχετικός κατάλογος διαφοροποιείται, εν μέρει, απ' αυτόν του άρθρου 187 του Π Κ. Επισημαίνεται πάντως ότι ορισμένα εγκλήματα και μεταξύ αυτών, η συγκρότηση και ένταξη στην οργάνωση, η ανθρωποκτονία από πρόθεση και η απόπειρα της, η ληστεία, η έκρηξη, είναι κοινά και στους δύο καταλόγους. Η νέα και ειδικότερη διάταξη του άρθρου 187Α του ΠΚ, δεν εφαρμόστηκε στις μετά την έφεση διαδικασίες, διότι κρίθηκε αυστηρότερη απ' αυτήν του άρθρου 187 ΠΚ, κυρίως και πρωτίστως, όσον αφορά τον προβλεπόμενο χρόνο παραγραφής των πράξεων. Ωστόσο, ο χαρακτήρας της οργάνωσης "17Ν", ως τρομοκρατικής οργάνωσης είναι αδιαμφισβήτητος και αυτό συνάγεται από το σύνολο των παραδοχών στα αντίστοιχα σκεπτικά των δικαστικών αποφάσεων και των τριών βαθμών. Γ) Τα εγκλήματα της συγκρότησης και της ένταξης-συμμετοχής σε εγκληματική-τρομοκρατική οργάνωση είναι ex lege διαρκή και η διάρκεια τους εκτείνεται σε όλο το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο υφίσταται η εγκληματική οργάνωση, εφόσον ο δράστης δεν αίρει την παράνομη κατάσταση, που δημιουργήθηκε με την από μέρους του συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης ή την ένταξη του σ' αυτή. Κατά τη συναυτουργική τέλεση ενός διαρκούς εγκλήματος, ο ένας των συναυτουργών μόνο με θετική ενέργεια μπορεί να άρει την παράνομη κατάσταση, που έχει δημιουργηθεί ή να σταματήσει την επέλευση του παράνομου αποτελέσματος. Τέλος, με δεδομένα, ότι η συμμετοχή σε Ε.Ο. είναι έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης και έγκλημα διαρκές, ότι η ιδιότητα του μέλους δεν απαιτείται να εμφανίζεται ως συνεχής και τέλος ότι για την ιδιότητα του μέλους δεν είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή στις κατ' ιδίαν πράξεις της οργάνωσης, γίνεται δεκτό ότι δεν μπορεί να σημαίνει "αποχώρηση" από την οργάνωση, η για κάποιο διάστημα (έστω και μεγάλο) μη ενεργός ή μη εμφανής δράση του μέλους, αφού η παράνομη κατάσταση που δημιουργήθηκε με την ένταξη-συμμετοχή του συνεχίζει να υφίσταται όσο υφίσταται η οργάνωση. Δ) Με τη σύλληψη μεγάλου αριθμού μελών της "Ε.Ο. 17Ν", τα οποία, όπως προκύπτει από τα σκεπτικά των προαναφερθέντων δικαστικών αποφάσεων, αποτελούσαν τον επιχειρησιακό βραχίονα της οργάνωσης και τον εγκλεισμό πολλών απ' αυτούς στις φυλακές, η δράση της οργάνωσης φαίνεται ότι έχει ανασταλεί, τουλάχιστον ως τρομοκρατική δράση οργάνωσης με τον τίτλο "Ε.Ο. 17Ν". Τούτο όμως ουδόλως σημαίνει ότι η συγκεκριμένη οργάνωση περιήλθε σε κατάσταση ανυπαρξίας. Το αντίθετο μάλιστα, από τα πρακτικά των δικών που διεξήχθησαν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, προκύπτει καθαρά ότι: 1ον) Υπάρχουν ακόμη ασύλληπτα μέλη της "Ε.Ο. 17Ν" (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πολλάκις αναφερόμενη ξανθιά γυναίκα με το όνομα "Ά." καθώς και άλλες γυναίκες-μέλη της οργάνωσης. Επίσης, αναφέρεται η ύπαρξη δακτυλικών αποτυπωμάτων που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρόσωπο στο οποίο ανήκουν είναι μέλος της οργάνωσης, πλην όμως δεν έχει ταυτοποιηθεί). 2ον) Δεν έχει βρεθεί μέρος του οπλισμού τον οποίο η οργάνωση διέθετε πριν τη σύλληψη πολλών μελών της τον Ιούλιο του 2001. 3ον) Δεν έχει βρεθεί το εγκληματικό προϊόν των ληστειών, τις οποίες σύμφωνα με τις προαναφερθείσες δικαστικές αποφάσεις τέλεσαν τα μέλη της οργάνωσης. Γίνεται κατά συνέπεια δεκτό, ότι η τρομοκρατική οργάνωση "17Ν" συνεχίζει να υπάρχει και σήμερα, έστω και αν ορισμένα μέλη της ευρίσκονται στις φυλακές, κάτι που βεβαίως δεν εμποδίζει εξ ορισμού, τη συμμετοχή σε εγκληματική δράση. Η δράση αυτή δεν είναι εμφανής, δεν συγκεκριμενοποιείται, δεν εκδηλώνεται εμφανώς και κατά συνέπεια δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αξιόποινη "συμμετοχή" στην οργάνωση αυτή, η οποία φαίνεται τουλάχιστον να είναι αδρανής. Όμως σαφώς και μπορεί να θεωρείται υφιστάμενη η προϋπάρχουσα συμμετοχή, εφόσον συνεχίζεται η από μέρους του μέλους τήρηση-διαφύλαξη της μυστικότητας που αφορά τη συγκρότηση, σύνθεση και λειτουργία της οργάνωσης και την υλικοτεχνική υποδομή της, κάτι που αποτελεί αντικειμενικά συμβολή στην προσπάθεια να διατηρηθεί έστω και "εν υπνώσει" και ταυτόχρονα να προφυλάξει από τυχόν σύλληψη τα ασύλληπτα μέλη της και να διατηρήσει την διασωθείσα υλικοτεχνική υποδομή της σε χρήμα και οπλισμό. Ε) Ο αιτών Κ. Τ. όπως έχει αμετακλήτως κριθεί από τα δικαστήρια, υπήρξε επί μακρόν μέλος της αποκαλούμενης ήδη και με τη νομική του όρου έννοια τρομοκρατικής οργάνωσης "17Ν", αφού οι πράξεις που τελέστηκαν στα πλαίσια της δράσης της συγκροτούν πλήρως την έννοια τρομοκρατικών πράξεων, όπως αυτές διαλαμβάνονται στις διατάξεις του άρθρου 187Α του ΠΚ. Η παραπάνω διαπίστωση κρίνεται αρκετή, για να προσδώσει στον αιτούντα την ιδιότητα του "σχετιζόμενου με την τρομοκρατία προσώπου", όπως αυτή περιγράφεται στο άρθρο 49Α του Ν. 3691/2008.
Συνεπώς, η ένταξη του στον προβλεπόμενο από τις ίδιες διατάξεις κατάλογο είναι κατά νόμο επιβεβλημένη και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση του είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι....." -Περαιτέρω, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι αμέσως μετά την ένταξη του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων και τη δέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων έγινε, στις 16/12/2011, η επίδοση της απόφασης 09/2011 της Β' Μονάδας της Αρχής, κατά το άρθρο 155 § 1 εδ. α' του ΚΠΔ, στον προσφεύγοντα, ο οποίος, όπως ήδη εκτέθηκε, υπέβαλε αίτηση ανάκλησης αυτής ενώπιον της ίδιας Μονάδας της Αρχής, που απορρίφθηκε, κατά δε της απορριπτικής απόφασης άσκησε την κρινόμενη προσφυγή ενώπιον του Αρείου Πάγου. -Ως εκ τούτου, δεν θεμελιώνεται παραβίαση των διατάξεων του Συντάγματος, εφόσον ο αιτών είχε το δικαίωμα και την ευχέρεια να εμφανιστεί ενώπιον των αρχών και να αντικρούσει τα στοιχεία, δικαίωμα το οποίο κατά τα ανωτέρω άσκησε, έτσι ώστε είναι αβάσιμη η αιτίαση για έλλειψη ακρόασης και παροχής έννομης προστασίας. Εξάλλου, ο προσφεύγων, εκτός της ένδικης προσφυγής που άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου, έχει και το δικαίωμα, σύμφωνα με το άρθρο 49Α § 11 του ν.3691/2008, να ζητήσει από την Αρχή, με αίτηση του, την αποδέσμευση συγκεκριμένων ποσών, αναγκαίων για την κάλυψη των γενικότερων δαπανών διαβίωσης κλπ και κατά της τυχόν απορριπτικής απόφασης να ασκήσει προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, η δε εκδιδόμενη επί της προσφυγής απόφαση υπόκειται στα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ένδικα μέσα. Επομένως, με βάση τις παραπάνω διατάξεις του νόμου, παρέχεται σ' αυτόν πλήρης δικαστική προστασία. -Εξάλλου, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 3932/2011, (με τις οποίες τροποποιήθηκε το άρθρο 49 του ν. 3691/2008 και προστέθηκε το άρθρο 49Α), προκύπτει ότι η Β1 Μονάδα της Αρχής, μετά την επεξεργασία των πληροφοριών που φθάνουν στην υπηρεσία της από τις αρμόδιες αρχές, εντάσσει τα προσδιοριζόμενα, ως σχετιζόμενα με την τρομοκρατία πρόσωπα σε κατάλογο και δεσμεύει τυχόν υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία. Τα μέτρα αυτά εντάσσονται στο πλαίσιο της διαφύλαξης της κοινωνίας από πράξεις τρομοκρατίας, αποβλέπουν στην πρόληψη και καταστολή της τρομοκρατίας και της χρηματοδότησης της και δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ποινή. Η διαδικασία ενώπιον της Β' Μονάδας της Αρχής είναι ειδική, αφού κατά το νόμο οι συνεδριάσεις της είναι μυστικές, πραγματοποιούνται σε ειδικό χώρο ασφαλείας και επιβάλλεται η διασφάλιση της προστασίας του διαβαθμισμενου υλικού της (αρθρ. 49Α §§ 14 και 15). Έτσι, το ενδιαφερόμενο φυσικό η νομικό πρόσωπο μπορεί να αμφισβητήσει μόνο tic προϋποθέσεις επιβολής των επιβαλλόμενων μέτρων, όπως αυτές εκτίθενται στην απόφαση, δε μπορεί όμως να έχει πρόσβαση στο διαβαθμισμένο υλικό της Μονάδας που καταχωρίζεται στα πρακτικά των συνεδριάσεων αυτής, η προστασία του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, ακόμη και κατά τη δικαστική διαδικασία. Από την επισκόπηση του συνημμένου στη δικογραφία αποσπάσματος της 02/2013 απόφασης της Ολομέλειας της Β1 Μονάδας της Αρχής, σαφώς προκύπτει ότι με την απόφαση αυτή, που είναι ομόφωνη, απορρίφθηκε η από 10/12/2012 αίτηση του προσφεύγοντος και ότι στην αιτιολογία της, που στηρίζεται στα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται σ1 αυτή, εκτίθενται οι παραδοχές και σκέψεις του Προέδρου και των Μελών της Μονάδας, ενώ δεν ήταν απαραίτητο να καταχωρηθούν στο απόσπασμα της απόφασης τα ονόματα των Μελών και οι διατυπωθείσες κατά τη συνεδρίαση απόψεις ενός εκάστου τούτων, και συνεπώς η αιτίαση του προσφεύγοντος για ακυρότητα της απόφασης, είναι αβάσιμη. Η αιτίαση περί μη νόμιμης συγκρότησης της Β' Μονάδας της Αρχής, λόγω συμμετοχής σε αυτήν, ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού εν ενεργεία, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 89 §§ 2 και 3 του Συντάγματος, είναι αβάσιμη διότι, όπως ήδη εκτέθηκε, η συμμετοχή εισαγγελικού λειτουργού στη συγκρότηση της Αρχής, ως Προέδρου αυτής, προβλέπεται ειδικά από το ν. 3691/2008 και τα καθήκοντα που ανατίθενται σ' αυτόν, για την υλοποίηση του προαναφερόμενου σκοπού τΠζ Αρχής αυτής, είναι αναμφισβήτητα προεχόντως δικαστικά και όχι διοικητικά. Περαιτέρω, με αυτά που δέχθηκε η Ολομέλεια της Β1 Μονάδας της Αρχής και με την προσβαλλόμενη 02/2013 απόφαση της, απέρριψε την από 10/12/2011 αίτηση του προσφεύγοντος , για ανάκληση της 09/11 αποφάσεως της ίδιας Μονάδας, διέλαβε στην απόφαση αυτή την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού περιέχονται σ' αυτήν τα απαραίτητα για τη θεμελίωση της απορριπτικής κρίσεως στοιχεία και συγκεκριμένα, εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από τα μνημονευόμενα σ1 αυτήν αποδεικτικά μέσα, καθώς και οι συλλογισμοί με τους οποίους κρίθηκε ότι οι πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε ο προσφεύγων, καθώς και η όλη εγκληματική δράση του, όπως περιγράφεται στην αιτιολογία (σκεπτικό και διατακτικό) των επικαλούμενων δικαστικών αποφάσεων, ήτοι των 699, 780, 3244/2003 αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών, των 1149, 1199, 1265, 1299/2007 αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και της 1413/2010 απόφασης του Αρείου Πάγου, εντάσσεται στην έννοια της προβλεπόμενης από το άρθρο 187Α του ΠΚ εγκληματικής συμπεριφοράς. -Ειδικότερα, στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης: α) αναφέρεται ότι για τον προσδιορισμό των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επιβολή ποινικών ή διοικητικών κυρώσεων, αλλά αρκεί ακόμη και η ύπαρξη έλλογων υπονοιών, ενδείξεων ή πιθανολόγησης, που στηρίζονται σε πληροφορίες που η Β' Μονάδα της Αρχής κρίνει ως "ακριβείς", διότι μόνο έτσι τα παραπάνω μέτρα είναι δυνατόν να εκπληρώσουν τον προληπτικό και ενίοτε προ-προληπτικό ρόλο τους στον τομέα της πρόληψης και καταστολής της τρομοκρατίας και της χρηματοδότησης της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 49Α του ν. 3691/2008, αλλά και τις διατάξεις νόμων σχετικών με τη διεθνή τρομοκρατία τις οποίες η Χώρα μας έχει αναλάβει την υποχρέωση να εφαρμόζει, β) εκτίθεται ότι η "Ε.Ο. 17 Ν" για μακρό χρονικό διάστημα από το έτος 1975 μέχρι τον Ιούλιο του 2001 που έγινε δυνατό να συλληφθεί και να οδηγηθεί σε δίκη μεγάλος αριθμός "Μελών" της, καθώς και ο θεωρηθείς ως αρχηγός" της, λειτουργούσε με ιεραρχική δομή, με κατανομή καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών, με θέσπιση εσωτερικών κανόνων λειτουργίας, που προβλέπουν ακόμη και κυρώσεις για παραβάσεις των μελών της, με σταθερή υποδομή, με διατήρηση κρησφύγετων και χώρων αποθήκευσης οπλισμού, εκρηκτικών υλών και άλλων υλικών και επιδίωκαν συστηματικά τη διάπραξη κακουργημάτων και ειδικότερα ανθρωποκτονίες, εκρήξεις, ληστείες και παραβάσεις σχετικές με εκρηκτικές ύλες, γ) αναφέρεται ότι η παραπομπή των συλληφθέντων σε δίκη για συγκρότηση και συμμετοχή σε εγκληματική Οργάνωση και άλλα εγκλήματα, έγινε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 187 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το ν. 2928/2001, στις οποίες (διατάξεις) υπάγονταν, χωρίς διάκριση, τρομοκρατικές και κοινές εγκληματικές οργανώσεις, ενώ αργότερα, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης κατ' έφεση, με τη διάταξη του άρθρου 187Α του ΠΚ, προσδιορίζονται ειδικότερα οι πράξεις που θεωρούνται "τρομοκρατικές", η οποία όμως δεν εφαρμόσθηκε επειδή κρίθηκε αυστηρότερη απ' αυτήν του άρθρου 187 του ΠΚ, δ) δέχθηκε ότι ο χαρακτήρας της οργάνωσης "17 Ν", ως τρομοκρατικής οργάνωσης, είναι αδιαμφισβήτητος, όπως σαφώς συνάγεται αυτό από το σύνολο των παραδοχών των δικαστικών αποφάσεων και των τριών βαθμών, ότι η συμμετοχή σε Ε. Ο. είναι έγκλημα διαρκές αφηρημένης διακινδύνευσης και ότι η ιδιότητα του μέλους δεν απαιτείται να εμφανίζεται ως συνεχής, ούτε είναι αναγκαία για την ιδιότητα αυτή και η προσωπική συμμετοχή στις κατ' ιδίαν πράξεις της οργάνωσης, ε) δέχθηκε επίσης ότι δεν μπορεί να σημαίνει "αποχώρηση" από την οργάνωση, η για κάποιο διάστημα (έστω και μεγάλο) μη ενεργός ή μη εμφανής δράση του μέλους, αφού η παράνομη κατάσταση που δημιουργήθηκε με την ένταξη-συμμετοχή του συνεχίζει να υφίσταται όσο υφίσταται η οργάνωση, στ) εκτίθεται ότι με τη σύλληψη μεγάλου αριθμού μελών της "Ε.Ο. 17 Ν", τα οποία αποτελούσαν τον επιχειρησιακό βραχίονα της οργάνωσης και των εγκλεισμό πολλών απ' αυτούς στις φυλακές, η δράση της οργάνωσης φαίνεται μεν ότι έχει ανασταλεί, τουλάχιστον ως τρομοκρατική δράση οργάνωσης με τον τίτλο "Ε.Ο. 17 Ν", πλην όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η συγκεκριμένη οργάνωση περιήλθε σε κατάσταση ανυπαρξίας, διότι από τα πρακτικά των δικών που διεξήχθησαν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, στοιχεία των οποίων παραθέτει, προκύπτει το ακριβώς αντίθετο και συγκεκριμένα ότι υπάρχουν ακόμη ασύλληπτα μέλη της "Ε.Ο. 17 Ν", ότι δεν έχει βρεθεί μέρος του οπλισμού τον οποίο η οργάνωση διέθετε πριν τη σύλληψη πολλών μελών της τον Ιούλιο του 2001 και ότι δεν έχει βρεθεί το εγκληματικό προϊόν των ληστειών τις οποίες τέλεσαν τα μέλη της Οργάνωσης, ζ) δέχθηκε επίσης, με βάση τα στοιχεία που περιέχονται στις ως άνω δικαστικές αποφάσεις, ότι η τρομοκρατική Οργάνωση "17 Ν" συνεχίζει να υπάρχει και σήμερα έστω και αν ορισμένα μέλη της ευρίσκονται στις φυλακές, γεγονός που δεν εμποδίζει τη συμμετοχή σε εγκληματική δράση, που δεν είναι εμφανής, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για αξιόποινη "συμμετοχή" στην Οργάνωση αυτή, η οποία φαίνεται τουλάχιστον να είναι αδρανής, θεωρείται όμως υφιστάμενη η προϋπάρχουσα συμμετοχή, εφόσον συνεχίζεται η από μέρους του μέλους τήρηση - διαφύλαξη της μυστικότητας που αφορά τη συγκρότηση, σύνθεση και λειτουργία της Οργάνωσης και την υλικοτεχνική υποδομή της, κάτι που αποτελεί αντικειμενικά συμβολή στην προσπάθεια της Οργάνωσης να διατηρηθεί έστω και "εν υπνώσει" και ταυτόχρονα να προφυλάξει από τυχόν σύλληψη τα ασύλληπτα μέλη της και να διατηρήσει την διασωθείσα υλικοτεχνική υποδομή της σε χρήμα και οπλισμό, η) τέλος, δέχθηκε η απόφαση ότι ο προσφεύγων Κ. Τ., όπως έχει αμετακλήτως κριθεί από τα αρμόδια δικαστήρια, υπήρξε επί μακρόν μέλος της αποκαλούμενης ήδη και με τη νομική του όρου έννοια τρομοκρατικής οργάνωσης "17 Ν", αφού οι πράξεις που τελέσθηκαν στα πλαίσια της δράσης της, στις οποίες αυτός συμμετείχε και για τις οποίες καταδικάστηκε αμετακλήτως, συγκροτούν πλήρως την έννοια τρομοκρατικών πράξεων, όπως αυτές διαλαμβάνονται στις διατάξεις του άρθρου 187Α του ΠΚ και ότι η παραπάνω διαπίστωση κρίνεται αρκετή για να προσδώσει στον αιτούντα την ιδιότητα του "σχετιζομένου με την τρομοκρατία προσώπου", όπως αυτή περιγράφεται στο άρθρο 49Α του ν. 3691/2008 και συνεπώς η ένταξη του στον προβλεπόμενο από τις ίδιες διατάξεις κατάλογο είναι κατά νόμο επιβεβλημένη. -Με βάση τις παραπάνω παραδοχές και σκέψεις της Ολομέλειας της Β1 Μονάδας της Αρχής, που διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η καταχώρηση του προσφεύγοντος στον κατάλογο των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων, είναι δικαιολογημένη και έγινε σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του Ν. 3691/2008, οι οποίες ορθώς ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν. Τέλος, κατά το μέρος που αφορά τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του προσφεύγοντος, όσο και η αντίστοιχη απορριπτική κρίση για την αποδέσμευση τούτων, στηρίζονται στους ίδιους δικαιολογητικούς λόγους που περιέχονται στην παραπάνω αιτιολογία. Ειδικά όμως σε σχέση με τον υπ' αριθ. ... τραπεζικό λογαριασμό της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ, προκύπτει ότι -για λόγους ανθρωπιστικούς- έγινε δεκτή εν μέρει η αίτηση του και αποδεσμεύτηκε για την ανάληψη του υπολοίπου, που ανέρχεται στο ποσό των 7082.51€,που έχει σχηματισθεί από την μηνιαία καταβολή ποσών, που λαμβάνει από το Ελληνικό Δημόσιο εκ της σχέσεως του, ως εκπαιδευτικού ως και για την χρησιμοποίηση του εν λόγω λογαριασμού, αποκλειστικά και μόνο προς τον σκοπό της κατάθεσης και ανάληψης των επιδομάτων και του μισθού του. Είναι συνεπώς, άνευ αντικειμένου η υπό κρίση προσφυγή κατά το σκέλος της αυτό, αφού ο προσφεύγων μπορεί να αναλάβει το ποσό του λογαριασμού, στο οποίο αντιστοιχεί ο μισθός και τα επιδόματα του χωρίς την διάκριση της χρησιμοποιήσεως του. Για την δυνατότητα δε της υπ' αυτού χρησιμοποίησης του λογαριασμού για εξυπηρέτηση άλλου σκοπού (πληρωμή τυχόν φορολογικών του υποχρεώσεων κτλ), πρέπει, κατ' άρθρο 49Α § 9 του ν. 3691/2008, (όπως προστ. με το άρθρο 7 του ν. 3932/2011), να ζητηθεί τούτο ειδικά από την ως άνω Αρχή, δικαιουμένου σε περίπτωση αρνήσεως της, σε προσφυγή και στα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ένδικα μέσα. -Κατά συνέπεια ενόψει των προεκτεθέντων, θα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη προσφυγή στο σύνολο της, ως ουσία αβάσιμη, χωρίς να επιβληθούν στον προσφεύγοντα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνουμε :
Να απορριφθεί η από 11/2/2013 προσφυγή του Κ. Τ. του Β., κατά της 02/2013 απόφασης της Ολομέλειας της Β1 Μονάδας της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, με την οποία απορρίφθηκε η από 10/12/12 αίτηση αυτού για ανάκληση της 09/2011 αποφάσεως της ίδιας Μονάδας της Αρχής, που αφορούν την ένταξη του στον κατάλογο των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων και τη δέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων. Αθήνα 15-2-2013
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Μπόμπολης"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, (Αυτό στην περίπτωση που δεν έχει παρασταθεί ο αναιρεσείων.) Εάν έχει παρασταθεί να γραφεί:
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 3691/2008, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3932/2011, "συνιστάται "Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης" (εφεξής "Αρχή"). Σκοπός της αρχής είναι η λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη και καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ' έως και ιε' της παρ. 1 του άρθρου 3213/2003. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7Α του ίδιου ν. 3691/2008, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011, η Αρχή απαρτίζεται από τρεις αυτοτελείς Μονάδες, με διακριτές αρμοδιότητες, προσωπικό και υποδομές, υπό κοινό Πρόεδρο. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού (7Α) με τον τίτλο Β' Μονάδα Οικονομικών Κυρώσεων κατά Υπόπτων Τρομοκρατίας, η Β' Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και δύο μέλη, πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από επιστημονικό προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Το προσωπικό της Μονάδας συγκεντρώνει και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Αρχή από τις αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές ή περιέρχονται σε αυτήν με οποιονδήποτε τρόπο και αφορούν στην τέλεση πράξης από αυτές που περιγράφονται στο άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα. Ομοίως, από φορείς της αλλοδαπής, με τους οποίους και συνεργάζεται για την παροχή κάθε δυνατής συνδρομής. Η Μονάδα είναι επίσης αρμόδια για τον προσδιορισμό των φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων που σχετίζονται με την τρομοκρατία και τη δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 49Α. Τέλος, στο άρθρο 49Α του ν. 3691/2008, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3932/2011, ορίζονται τα εξής: "1. Η Β' Μονάδα της Αρχής προσδιορίζει τα σχετιζόμενα με την τρομοκρατία φυσικά και νομικά πρόσωπα ή οντότητες, βασιζόμενη σε ακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία που υποβάλλονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ή τις εισαγγελικές, δικαστικές ή άλλες διωκτικές αρχές. Οι πληροφορίες και τα στοιχεία αυτά αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα ή οντότητες που διαμένουν ή εδρεύουν ή κατέχουν περιουσία, σύμφωνα με την έννοια της παρ. 6 του άρθρου 187Α ΠΚ, στην ημεδαπή και τα οποία διέπραξαν ή αποπειρώνται να διαπράξουν ή συμμετέχουν ή με οποιονδήποτε τρόπο διευκολύνουν την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 187Α ΠΚ, όπως ισχύει. Ειδικότερα, στη Μονάδα υποβάλλονται τα εξής: α) τα αποδεικτικά στοιχεία ή οι πληροφορίες οποιουδήποτε είδους που προέκυψαν από τη διενέργεια ελέγχων σε βάρος νομικών προσώπων ή οντοτήτων που ανήκουν ή ελέγχονται από τρομοκράτες ή τρομοκρατικές οργανώσεις ή σε βάρος φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων που είτε βοηθούν ή παρέχουν οικονομική, υλική, τεχνολογική ή οποιαδήποτε άλλη υποστήριξη με σκοπό την υποβοήθηση τρομοκρατικών ενεργειών, είτε συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με τρομοκράτες ή τρομοκρατικές οργανώσεις, β) οι ασκηθείσες ποινικές διώξεις για τρομοκρατικές πράξεις ή χρηματοδότηση τρομοκρατών ή τρομοκρατικών οργανώσεων, γ) οι καταδικαστικές αποφάσεις για την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων και δ) οι καταδικαστικές αποφάσεις για τη χρηματοδότηση μεμονωμένων τρομοκρατών ή τρομοκρατικών οργανώσεων. Η Μονάδα συντάσσει και τηρεί κατάλογο που περιλαμβάνει τα ονόματα των προσδιοριζομένων ως σχετιζόμενων με την τρομοκρατία φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων, καταχωρίζοντας σε αυτόν επαρκή συμπληρωματικά στοιχεία που επιτρέπουν την αποτελεσματική διαπίστωση της ταυτότητάς τους, διευκολύνοντας έτσι την αποφυγή λήψης μέτρων κατά εκείνων που φέρουν το αυτό ή παρόμοιο όνομα, επωνυμία ή διακριτικό τίτλο. 2. Η μονάδα ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση όλα τα υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 5 και ζητεί επισταμένη έρευνα για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων πάσης φύσεως των αναφερόμενων φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων. Τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να παράσχουν αμελλητί τα απαιτούμενα στοιχεία. Σε διαφορετική περίπτωση, υπόκεινται στις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 52. 3. Με την επιφύλαξη τυχόν ενεργειών των αρμόδιων εισαγγελικών αρχών, η μονάδα με απόφασή της διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο, καθώς και των περιουσιακών στοιχείων που ελέγχουν μέσω παρένθετων προσώπων ή κατέχουν μαζί με άλλους, την απαγόρευση κίνησης λογαριασμών και ανοίγματος τραπεζικών θυρίδων, την απαγόρευση παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στα ανωτέρω πρόσωπα, υπό την έννοια του στοιχείου 3 του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου, όπως ισχύει, καθώς και τη λήψη κάθε άλλου αναγκαίου μέτρου αν συντρέχουν προς τούτο σοβαροί δικαιολογητικοί λόγοι. Η δέσμευση εκτείνεται και στις προσόδους των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων. Ως δέσμευση, υπό την έννοια του παρόντος νοείται η απαγόρευση οποιασδήποτε κίνησης, μεταβίβασης, μεταβολής, χρήσης ή διαπραγμάτευσης περιουσιακών στοιχείων, η οποία θα καθιστούσε δυνατή τη χρησιμοποίησή τους, περιλαμβανομένης και της διαχείρισης χαρτοφυλακίων. ... 6. Η Μονάδα προβαίνει στην εξέταση των στοιχείων και πληροφοριών που της υποβάλλονται κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 ή των αιτημάτων της παραγράφου 4 και αποφασίζει χωρίς καθυστέρηση για την ένταξη στον κατάλογο ή τη δέσμευση περιουσίας. 7. Η επίδοση της απόφασης της Μονάδας στα φυσικά και νομικά πρόσωπα ή οντότητες γίνεται κατά το άρθρο 155 παρ. 1 εδάφιο α' ΚΠΔ, αμέσως μετά την ένταξη των ονομάτων τους στον κατάλογο ή τη δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων. 8. Η Μονάδα μπορεί να ανακαλέσει την απόφασή της για την ένταξη του ονόματος στο σχετικό κατάλογο ή τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου ή οντότητας, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από σχετική αίτηση του προσδιοριζόμενου στην απόφαση πραγματικού δικαιούχου ή οποιουδήποτε τρίτου έχει έννομο συμφέρον, επί της οποίας αποφαίνεται εντός δέκα ημερών, αν πεισθεί ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι που επέβαλαν τη λήψη της σχετικής απόφασης. 9. Τα φυσικά πρόσωπα ή οντότητες, των οποίων η ανωτέρω αίτηση δεν έγινε δεκτή, μπορούν σε διάστημα τριάντα ημερών από την επίδοση της απορριπτικής απόφασης της Μονάδας, να προσφύγουν ενώπιον του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου, που συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση ως συμβούλιο. 10. Το συμβούλιο του Αρείου Πάγου αποφαίνεται για την προσφυγή που ασκείται κατά την προηγούμενη παράγραφο εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή της, ύστερα από έγγραφη πρόταση του οικείου εισαγγελέα, που υποβάλλεται στο συμβούλιο εντός δέκα ημερών από την κατάθεση της προσφυγής. Ο αιτών έχει δικαίωμα αυτοπρόσωπης εμφάνισης ενώπιον του συμβουλίου μαζί με τους συνηγόρους του για να ακουσθεί και να δώσει κάθε διευκρίνηση, καλείται δε για το Σκοπό αυτόν πριν από είκοσι τέσσερις ώρες. ...".
Στην προκείμενη περίπτωση, η Β' Μονάδα της Aρχής με την υπ` αριθ. 9/2011 απόφασή της, αποφάσισε την ένταξη του προσφεύγοντος Κ. Τ. του Β., κατοίκου ... στον τηρούμενο κατάλογο προσώπων σχετιζομένων με την τρομοκρατία, και δέσμευσε τα περιουσιακά του στοιχεία και συγκεκριμένα τον υπ` αριθ. ... τραπεζικό λογαριασμό της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος. Η κρίση της Aρχής στηρίχθηκε στο γεγονός ότι ο ανωτέρω υπήρξε επί μακρόν μέλος της αποκαλούμενης ήδη και με τη νομική του όρου έννοια τρομοκρατικής οργάνωσης "17Ν", αφού οι πράξεις που τελέστηκαν στα πλαίσια της δράσης της προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 187Α ΠΚ. Ο ανωτέρω, με την από 10-12-2012 αίτηση ενώπιον της Αρχής, ζήτησε την ανάκληση της αποφάσεως για την ένταξή του στον κατάλογο και τη δέσμευση της περιουσίας του, η οποία, κατά το πρώτο σκέλος, απορρίφθηκε με την υπ` αριθ. 2/2013 απόφαση της Β' Μονάδας της Αρχής, ενώ, κατά το δεύτερο σκέλος, έγινε δεκτή και συγκεκριμένα αποδεσμεύθηκε ο παραπάνω λογαριασμός και επετράπη η χρησιμοποίησή του αποκλειστικά και μόνο προς το σκοπό της καταθέσεως και αναλήψεως του μισθού του. Ο προσφεύγων, με την ένδικη προσφυγή, επιδιώκει την ακύρωση των ανωτέρω αποφάσεων της Αρχής και τη διαγραφή του από τον κατάλογο των προσώπων που σχετίζονται με την τρομοκρατία για τους λόγους που αναφέρει σ' αυτή, καθώς και την αποδέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων. Η προσφυγή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά το οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 49Α παρ. 9 του ν. 3691/2008, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3932/2011 και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ` αριθ. 2/2013 αποφάσεως της Β' Μονάδας της Αρχής, προκύπτει ότι για την έκδοσή της λήφθηκαν υπόψη, αναλύθηκαν και αξιολογήθηκαν ως προς τα κρίσιμα σημεία τους: 1. Τα άρθρα 187 και 187Α του ΠΚ, όπως ισχύουν σήμερα, 2. τα άρθρα 49 και 49Α του ν. 3691/2008, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3932/2011, 3. ο Κανονισμός (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου, 4. η από 10-01-2000 Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών που κυρώθηκε με το ν. 3034/2002, 5. η υπ' αριθμ. 699, 780, 3244/2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακ/των) Αθηνών, 6. η υπ' αριθ. 1149 κλπ/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, 7. η υπ' αριθμ 1413/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου. Η απόφαση περιέχει τις ακόλουθες αιτιολογίες: "Από τη μελέτη και αξιολόγηση των παραπάνω στοιχείων η Μονάδα κατέληξε στα εξής συμπεράσματα: Α) Για τη λήψη των ειδικών περιοριστικών μέτρων που προβλέπονται από τις προαναφερθείσες διατάξεις και κυρίως αυτών του προσδιορισμού προσώπου (φυσικού ή νομικού) ως σχετιζομένου με την τρομοκρατία και της δέσμευσης των περιουσιακών του στοιχείων, δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επιβολή ποινικών κυρώσεων, αλλά ούτε και αυτού για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Αντίθετα αρκεί η ύπαρξη και μόνο έλλογων υπονοιών, ενδείξεων ή πιθανολόγησης, αφού αντικειμενικά είναι αρκετή, κατά νόμο, η ύπαρξη πληροφοριών τις οποίες η Β' Μονάδα της Αρχής κρίνει ως "ακριβείς". Άλλωστε μόνο έτσι τα παραπάνω μέτρα είναι δυνατό να εκπληρώσουν τον προληπτικό και ενίοτε προ-προληπτικό ρόλο τους στον τομέα της πρόληψης και καταστολής της τρομοκρατίας και της χρηματοδότησής της, όπως ο ρόλος αυτός διαγράφεται και προσδιορίζεται από τις νομικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν, αλλά και από πλήθος άλλων σχετικών διατάξεων τις οποίες η χώρα μας έχει αναλάβει την υποχρέωση να εφαρμόζει. Β) Η "ΕΟ 17Ν" είναι μια οργάνωση της οποίας οι απαρχές δράσης ανάγονται από το έτος 1975, οπότε έλαβε χώρα η πρώτη εγκληματική ενέργειά της (εκτέλεση του Αμερικανού R.W.) και δημοσιεύτηκε η υπ' αριθμ 1 προκήρυξή της. Έκτοτε ανέπτυξε πρωτοφανή και εντυπωσιακή, σε χρονική διάρκεια και αριθμό εγκληματικών ενεργειών δράση (ανθρωποκτονίες και απόπειρες ανθρωποκτονιών με στόχους αστυνομικούς, μέλη ξένων αποστολών, πρόσωπα που σχετίζονταν με ΜΜΕ, εισαγγελείς, άτομα με επιχειρηματική δραστηριότητα, ληστείες, εκρήξεις και άλλα εγκλήματα). Τον Ιούλιο του 2001 και λίγο αργότερα έγινε δυνατό να συλληφθεί και να οδηγηθεί σε δίκη μεγάλος αριθμός "μελών" της παραπάνω οργάνωσης καθώς και ο θεωρηθείς ως "αρχηγός" της. Η ποινική δίκη και η παραπομπή των συλληφθέντων σε δίκη για συγκρότηση και συμμετοχή σε εγκληματική Οργάνωση και άλλα εγκλήματα, έγινε με βάση το άρθρο 187 ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε από 27-06-2001, μετά το ν. 2928/2001. Με την παραπάνω ποινική διάταξη δεν γινόταν διάκριση μεταξύ τρομοκρατικών και κοινών εγκληματικών οργανώσεων και αμφότερες υπάγονταν σ' αυτή. Αργότερα και κατά την εκδίκαση της υπόθεσης κατ' έφεση, ίσχυε πλέον η ειδικότερη διάταξη του άρθρου 187Α του ΠΚ, με την οποία προσδιορίζονται ειδικότερα οι πράξεις που θεωρούνται "τρομοκρατικές" και ο σχετικός κατάλογος διαφοροποιείται, εν μέρει, απ' αυτόν του άρθρου 187 ΠΚ. Επισημαίνεται πάντως ότι ορισμένα εγκλήματα και μεταξύ αυτών, η συγκρότηση και ένταξη στην οργάνωση, η ανθρωποκτονία από πρόθεση και η απόπειρά της, η ληστεία, η έκρηξη, είναι κοινά και στους δύο καταλόγους. Η νέα και ειδικότερη διάταξη του άρθρου 187Α του ΠΚ δεν εφαρμόστηκε στις μετά την έφεση διαδικασίες, διότι κρίθηκε αυστηρότερη απ' αυτήν του άρθρου 187 ΠΚ, κυρίως και πρωτίστως όσον αφορά τον προβλεπόμενο χρόνο παραγραφής των πράξεων. Ωστόσο, ο χαρακτήρας της οργάνωσης "17Ν", ως τρομοκρατικής οργάνωσης είναι αδιαμφισβήτητος και αυτό συνάγεται από το σύνολο των παραδοχών στα αντίστοιχα σκεπτικά των δικαστικών αποφάσεων και των τριών βαθμών. Γ) Τα εγκλήματα της συγκρότησης και της ένταξης-συμμετοχής σε εγκληματική-τρομοκρατική οργάνωση είναι ex lege διαρκή και η διάρκειά τους εκτείνεται σε όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η εγκληματική οργάνωση, εφόσον ο δράστης δεν αίρει την παράνομη κατάσταση που δημιουργήθηκε με την από μέρους του συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης ή την ένταξή του σ' αυτή. Κατά τη συναυτουργική τέλεση ενός διαρκούς εγκλήματος, ο ένας των συναυτουργών μόνο με θετική ενέργεια μπορεί να άρει την παράνομη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί ή να σταματήσει την επέλευση του παράνομου αποτελέσματος. Τέλος, με δεδομένα, ότι η συμμετοχή σε ΕΟ είναι έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης και έγκλημα διαρκές, ότι η ιδιότητα του μέλους δεν απαιτείται να εμφανίζεται ως συνεχής και τέλος ότι για την ιδιότητα του μέλους δεν είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή στις κατ' ιδίαν πράξεις της οργάνωσης, γίνεται δεκτό ότι δεν μπορεί να σημαίνει "αποχώρηση" από την οργάνωση, η για κάποιο διάστημα (έστω και μεγάλο) μη ενεργός ή μη εμφανής δράση του μέλους, αφού η παράνομη κατάσταση που δημιουργήθηκε με την ένταξη-συμμετοχή του συνεχίζει να υφίσταται όσο υφίσταται η οργάνωση. Δ) Με τη σύλληψη μεγάλου αριθμού μελών της "ΕΟ 17Ν", τα οποία, όπως προκύπτει από τα σκεπτικά των προαναφερθέντων δικαστικών αποφάσεων, αποτελούσαν τον επιχειρησιακό βραχίονα της οργάνωσης και τον εγκλεισμό πολλών απ' αυτούς στις φυλακές, η δράση της οργάνωσης φαίνεται ότι έχει ανασταλεί, τουλάχιστον ως τρομοκρατική δράση οργάνωσης με τον τίτλο "ΕΟ 17Ν". Τούτο όμως ουδόλως σημαίνει ότι η συγκεκριμένη οργάνωση περιήλθε σε κατάσταση ανυπαρξίας. Το αντίθετο μάλιστα, από τα πρακτικά των δικών που διεξήχθησαν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, προκύπτει καθαρά ότι: 1ον) Υπάρχουν ακόμη ασύλληπτα μέλη της "ΕΟ 17Ν" (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πολλάκις αναφερόμενη ξανθιά γυναίκα με το όνομα Ά. καθώς και άλλες γυναίκες-μέλη της οργάνωσης. Επίσης αναφέρεται η ύπαρξη δακτυλικών αποτυπωμάτων που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρόσωπο στο οποίο ανήκουν είναι μέλος της οργάνωσης, πλην όμως δεν έχει ταυτοποιηθεί). 2ον) Δεν έχει βρεθεί μέρος του οπλισμού τον οποίο η οργάνωση διέθετε πριν τη σύλληψη πολλών μελών της τον Ιούλιο του 2001. 3ον) Δεν έχει βρεθεί το εγκληματικό προϊόν των ληστειών τις οποίες σύμφωνα με τις προαναφερθείσες δικαστικές αποφάσεις τέλεσαν τα μέλη της οργάνωσης. Γίνεται κατά συνέπεια δεκτό ότι η τρομοκρατική οργάνωση "17Ν" συνεχίζει να υπάρχει και σήμερα έστω και αν ορισμένα μέλη της ευρίσκονται στις φυλακές, κάτι που βεβαίως δεν εμποδίζει εξ ορισμού, τη συμμετοχή σε εγκληματική δράση. Η δράση αυτή δεν είναι εμφανής, δεν συγκεκριμενοποιείται, δεν εκδηλώνεται εμφανώς και κατά συνέπεια δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αξιόποινη "συμμετοχή" στην οργάνωση αυτή, η οποία φαίνεται τουλάχιστον να είναι αδρανής. Όμως σαφώς και μπορεί να θεωρείται υφιστάμενη η προϋπάρχουσα συμμετοχή, εφόσον συνεχίζεται η από μέρους του μέλους τήρηση-διαφύλαξη της μυστικότητας που αφορά τη συγκρότηση, σύνθεση και λειτουργία της οργάνωσης και την υλικοτεχνική υποδομή της, κάτι που αποτελεί αντικειμενικά συμβολή στην προσπάθεια να διατηρηθεί έστω και "εν υπνώσει" και ταυτόχρονα να προφυλάξει από τυχόν σύλληψη τα ασύλληπτα μέλη της και να διατηρήσει την διασωθείσα υλικοτεχνική υποδομή της σε χρήμα και οπλισμό. Ε) Ο αιτών Τ. Κ. του Β., όπως έχει αμετακλήτως κριθεί από τα δικαστήρια, υπήρξε επί μακρόν μέλος της αποκαλούμενης ήδη και με τη νομική του όρου έννοια τρομοκρατικής οργάνωσης "17Ν", αφού οι πράξεις που τελέστηκαν στα πλαίσια της δράσης της συγκροτούν πλήρως την έννοια τρομοκρατικών πράξεων, όπως αυτές διαλαμβάνονται στις διατάξεις του άρθρου 187Α του ΠΚ. Η παραπάνω διαπίστωση κρίνεται αρκετή για να προσδώσει στον αιτούντα την ιδιότητα του "σχετιζόμενου με την τρομοκρατία προσώπου", όπως αυτή περιγράφεται στο άρθρο 49Α του Ν 3691/2008.
Συνεπώς η ένταξή του στον προβλεπόμενο από τις ίδιες διατάξεις κατάλογο είναι κατά νόμο επιβεβλημένη και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλονται με την κρινόμενη αίτησή του είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. ΣΤ) Η παραπάνω απόφαση (υπ` αριθμ. 09/2011) επεδόθη στον ίδιο τον ενδιαφερόμενο την 16-12-2011 (βλ. σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως και σχετικό έγγραφο του Διευθυντή Φυλακών …). Με την ίδια (ταυτάριθμη) απόφασή μας διατάχθηκε η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του αιτούντα και τελικώς δεσμεύτηκε ο υπ` αριθμ. ... τραπεζικός λογαριασμός της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ. Σύμφωνα με την παρ. 8 του προαναφερθέντος άρθρου 49 Α, ... Αυτεπαγγέλτως διαπιστώσαμε ότι το σημερινό υπόλοιπο του επίμαχου λογαριασμού είναι 7.082,51 Ευρώ. ... Για την ανάληψη του παραπάνω υπολοίπου, αλλά και για τη συνέχιση χρησιμοποίησης του επίμαχου λογαριασμού αποκλειστικά και μόνο προς το σκοπό αυτό (μισθοδοσία), η "Αρχή" κρίνει ότι συντρέχουν ανθρωπιστικοί λόγοι ... Η αποδέσμευση ... κρίνεται σκόπιμη και ενδεδειγμένη. ...". Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση υπ` αριθ. 2/2013 της Β' Μονάδας της Αρχής, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του προσφεύγοντος για ανάκληση της υπ` αριθ. 9/2011 αποφάσεως, κατά το μέρος που αφορά την ένταξή του στον κατάλογο των προσώπων των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία, διαλαμβάνει πλήρη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού περιέχονται σ' αυτήν τα απαραίτητα για τη θεμελίωση της απορριπτικής κρίσεως στοιχεία και, συγκεκριμένα, εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από τα μνημονευόμενα σ' αυτήν αποδεικτικά μέσα, καθώς και οι συλλογισμοί, με τους οποίους κρίθηκε ότι οι πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε ο προσφεύγων, καθώς και η όλη εγκληματική δράση του, όπως περιγράφεται στην αιτιολογία (σκεπτικό και διατακτικό) των επικαλούμενων δικαστικών αποφάσεων, ήτοι των υπ` αριθ. 699, 780, 3244/2003 αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών, των υπ` αριθ. 1149, 1199, 1265, 1299/2007 αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και της υπ` αριθ. 1413/2010 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, εντάσσεται στην έννοια της προβλεπόμενης από το άρθρο 187Α του ΠΚ εγκληματικής συμπεριφοράς. Ειδικότερα, στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως α) αναφέρεται ότι για τον προσδιορισμό των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επιβολή ποινικών ή διοικητικών κυρώσεων, αλλά αρκεί ακόμη και η ύπαρξη έλλογων υπονοιών, ενδείξεων ή πιθανολόγησης, που στηρίζονται σε πληροφορίες που η Β' Μονάδα της Αρχής κρίνει ως "ακριβείς", γιατί μόνο έτσι τα παραπάνω μέτρα είναι δυνατόν να εκπληρώσουν τον προληπτικό και ενίοτε προ-προληπτικό ρόλο τους στον τομέα της προλήψεως και καταστολής της τρομοκρατίας και της χρηματοδοτήσεώς της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 49Α του ν. 3691/2008, αλλά και τις διατάξεις νόμων σχετικών με τη διεθνή τρομοκρατία τις οποίες η Χώρα μας έχει αναλάβει την υποχρέωση να εφαρμόζει, β) εκτίθεται ότι η "Ε.Ο. 17 Ν" για μακρό χρονικό διάστημα από το έτος 1975 μέχρι τον Ιούλιο του 2001, που έγινε δυνατό να συλληφθεί και να οδηγηθεί σε δίκη μεγάλος αριθμός "μελών" της, καθώς και ο θεωρηθείς ως "αρχηγός" της, λειτουργούσε με ιεραρχική δομή, με κατανομή καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών, με θέσπιση εσωτερικών κανόνων λειτουργίας, που προβλέπουν ακόμη και κυρώσεις για παραβάσεις των μελών της, με σταθερή υποδομή, με διατήρηση κρησφύγετων και χώρων αποθήκευσης οπλισμού, εκρηκτικών υλών και άλλων υλικών και επιδίωκαν συστηματικά τη διάπραξη κακουργημάτων και ειδικότερα ανθρωποκτονιών, κ.λπ., γ) αναφέρεται ότι η παραπομπή των συλληφθέντων σε δίκη για συγκρότηση και συμμετοχή σε εγκληματική Οργάνωση και άλλα εγκλήματα, έγινε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 187 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το ν. 2928/2001, στις οποίες (διατάξεις) υπάγονταν, χωρίς διάκριση, τρομοκρατικές και κοινές εγκληματικές οργανώσεις, ενώ αργότερα, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως κατ' έφεση, με τη διάταξη του άρθρου 187Α του ΠΚ, προσδιορίζονται ειδικότερα οι πράξεις που θεωρούνται "τρομοκρατικές", η οποία, όμως, δεν εφαρμόσθηκε επειδή κρίθηκε αυστηρότερη απ' αυτήν του άρθρου 187 του ΠΚ, δ) έγινε δεκτό ότι ο χαρακτήρας της οργάνωσης "17 Ν" ως τρομοκρατικής είναι αδιαμφισβήτητος, όπως σαφώς συνάγεται αυτό από το σύνολο των παραδοχών των δικαστικών αποφάσεων και των τριών βαθμών, ότι η συμμετοχή σε Ε.Ο. είναι έγκλημα διαρκές αφηρημένης διακινδυνεύσεως και ότι η ιδιότητα του μέλους δεν απαιτείται να εμφανίζεται ως συνεχής, ούτε είναι αναγκαία για την ιδιότητα αυτή και η προσωπική συμμετοχή στις κατ' ιδίαν πράξεις της οργάνωσης, ε) έγινε, επίσης, δεκτό ότι δεν μπορεί να σημαίνει "αποχώρηση" από την οργάνωση η για κάποιο διάστημα (έστω και μεγάλο) μη ενεργός ή μη εμφανής δράση του μέλους, αφού η παράνομη κατάσταση που δημιουργήθηκε με την ένταξη - συμμετοχή του συνεχίζει να υφίσταται όσο υφίσταται η οργάνωση, στ) εκτίθεται ότι με τη σύλληψη μεγάλου αριθμού μελών της "Ε.Ο. 17 Ν", τα οποία αποτελούσαν τον επιχειρησιακό βραχίονα της οργανώσεως και των εγκλεισμό πολλών απ' αυτούς στις φυλακές, η δράση της οργανώσεως φαίνεται μεν ότι έχει ανασταλεί, τουλάχιστον ως τρομοκρατική δράση οργανώσεως με τον τίτλο "Ε.Ο. 17 Ν", πλην αυτό δεν σημαίνει ότι η συγκεκριμένη οργάνωση περιήλθε σε κατάσταση ανυπαρξίας, γιατί από τα πρακτικά των δικών που διεξήχθησαν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, στοιχεία των οποίων παραθέτει, προκύπτει το ακριβώς αντίθετο και, συγκεκριμένα, ότι υπάρχουν ακόμη ασύλληπτα μέλη της "Ε.Ο. 17 Ν", ότι δεν έχει βρεθεί μέρος του οπλισμού τον οποίο η οργάνωση διέθετε πριν από τη σύλληψη πολλών μελών της τον Ιούλιο του 2001 και ότι δεν έχει βρεθεί το εγκληματικό προϊόν των ληστειών τις οποίες τέλεσαν τα μέλη της Οργάνωσης, ζ) έγινε δεκτό, ακόμη, με βάση τα στοιχεία που περιέχονται στις ως άνω δικαστικές αποφάσεις, ότι η τρομοκρατική Οργάνωση "17 Ν" συνεχίζει να υπάρχει και σήμερα έστω και αν ορισμένα μέλη της ευρίσκονται στις φυλακές, η) τέλος, έγινε δεκτό ότι ο προσφεύγων, όπως έχει αμετακλήτως κριθεί από τα αρμόδια δικαστήρια, υπήρξε επί μακρόν μέλος της αποκαλούμενης ήδη και με τη νομική του όρου έννοια τρομοκρατικής οργάνωσης "17 Ν", αφού οι πράξεις που τελέσθηκαν στα πλαίσια της δράσης της, στις οποίες αυτός συμμετείχε και για τις οποίες καταδικάστηκε αμετακλήτως, συγκροτούν πλήρως την έννοια τρομοκρατικών πράξεων, όπως αυτές διαλαμβάνονται στις διατάξεις του άρθρου 187Α του ΠΚ, και ότι η παραπάνω διαπίστωση κρίνεται αρκετή για να προσδώσει στον αιτούντα την ιδιότητα του "σχετιζομένου με την τρομοκρατία προσώπου", όπως αυτή περιγράφεται στο άρθρο 49Α του ν. 3691/2008 και, συνεπώς, η ένταξή του στον προβλεπόμενο από τις ίδιες διατάξεις κατάλογο είναι κατά νόμο επιβεβλημένη. Με βάση τις παραπάνω ορθές παραδοχές και σκέψεις της Ολομέλειας της Β' Μονάδας της Αρχής, που διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η καταχώρηση του προσφεύγοντος στον κατάλογο των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων, είναι δικαιολογημένη και έγινε σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του Ν. 3691/2008, οι οποίες ορθώς ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν και ο τέταρτος λόγος της προσφυγής, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Η διαδικασία ενώπιον της Β' Μονάδας της Αρχής είναι ειδική, αφού, κατά το νόμο, οι συνεδριάσεις της είναι μυστικές, πραγματοποιούνται σε ειδικό χώρο ασφαλείας και επιβάλλεται η διασφάλιση της προστασίας του διαβαθμισμένου υλικού της (άρθρ. 49Α παρ. 14 και 15). Έτσι, το ενδιαφερόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να αμφισβητήσει μόνο τις προϋποθέσεις επιβολής των επιβαλλόμενων μέτρων, όπως αυτές εκτίθενται στην απόφαση, δεν μπορεί, όμως, να έχει πρόσβαση στο διαβαθμισμένο υλικό της Μονάδας που καταχωρίζεται στα πρακτικά των συνεδριάσεων αυτής, η προστασία του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, ακόμη και κατά τη δικαστική διαδικασία. Από την επισκόπηση του συνημμένου στη δικογραφία αποσπάσματος της προσβαλλόμενης υπ` αριθ. 2/2013 απόφασης της Ολομέλειας της Β' Μονάδας της Αρχής, σαφώς προκύπτει ότι με την απόφαση αυτή, που είναι ομόφωνη, απορρίφθηκε η από 10.12.2012 αίτηση του προσφεύγοντος, κατά το μέρος που ζητείτο η ανάκληση της υπ` αριθ. 9/2011 αποφάσεως για ένταξη του ονόματός του στον κατάλογο των σχετιζομένων με την τρομοκρατία προσώπων, και ότι στην αιτιολογία της, που στηρίζεται στα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται σ' αυτή, εκτίθενται οι παραδοχές και σκέψεις του Προέδρου και των Μελών της Μονάδας, ενώ δεν ήταν απαραίτητο να καταχωρηθούν στο απόσπασμα της αποφάσεως τα ονόματα των Μελών και οι απόψεις ενός εκάστου τούτων που διατυπώθηκαν κατά τη συνεδρίαση. Ορθώς δε η υπ` αριθ. 9/2011 απόφαση της Αρχής υπογράφεται μόνο από τον Πρόεδρο αυτής, γεγονός που αρκεί για το κύρος της και δεν έχει την έννοια ότι λήφθηκε μόνο από τον Πρόεδρο, χωρίς συμμετοχή των μελών. Επομένως, ο πρώτος λόγος της προσφυγής, με τον οποίο ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι οι ως άνω αποφάσεις (9/2011 και προσβαλλόμενη) είναι άκυρες, γιατί η μεν πρώτη έχει ληφθεί μόνο από τον Πρόεδρο της Αρχής, η δε προσβαλλόμενη φαίνεται ότι λήφθηκε από την Ολομέλεια της Β' Μονάδας της Αρχής, αλλά λήφθηκε μόνο από τον Πρόεδρό της, χωρίς να αναγράφεται η σύνθεση του οργάνου που την εξέδωσε, όπως ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 14 και 15 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ώστε να μπορεί να γίνει δικαστικός έλεγχος των προϋποθέσεων νόμιμης συγκροτήσεως του διοικητικού οργάνου, δηλαδή του προσώπου των μελών του, της νόμιμης απαρτίας του, των απόψεων, που διατυπώθηκαν, και του αποτελέσματος της ψηφοφορίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι αμέσως μετά την ένταξη του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων και τη δέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων έγινε η επίδοση της υπ` αριθ. 9/2011 αποφάσεως της Β' Μονάδας της Αρχής, κατά το άρθρο 155 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠοινΔ, στον προσφεύγοντα, ο οποίος, όπως ήδη εκτέθηκε, υπέβαλε αίτηση ανακλήσεως αυτής ενώπιον της ίδιας Μονάδας της Αρχής, που απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά δε της απορριπτικής αποφάσεως άσκησε την κρινόμενη προσφυγή ενώπιον του Αρείου Πάγου. Κατ' ακολουθίαν, δεν θεμελιώνεται παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1-2 και 25 του Συντάγματος, ούτε των διατάξεων του άρθρου 6 και 13 της ΕΣΔΑ, εφόσον ο αιτών είχε το δικαίωμα και την ευχέρεια να εμφανιστεί ενώπιον των Αρχών και να αντικρούσει τα στοιχεία, δικαίωμα το οποίο, κατά τα ανωτέρω, άσκησε. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της προσφυγής, με τον οποίο ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι δεν κλήθηκε σε ακρόαση για να αντικρούσει τις απόψεις της Β' Μονάδας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Τέλος, η αιτίαση, που προβάλλεται με τον τρίτο λόγο της προσφυγής, περί μη νόμιμης συγκροτήσεως της Β' Μονάδας της Αρχής, λόγω συμμετοχής σε αυτήν ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού εν ενεργεία, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 89 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, είναι αβάσιμη και απορριπτέα, γιατί, όπως ήδη εκτέθηκε, η συμμετοχή εισαγγελικού λειτουργού στη συγκρότηση της Αρχής, ως Προέδρου αυτής, προβλέπεται ειδικά από το ν. 3691/2008 και τα καθήκοντα που ανατίθενται σ' αυτόν, για την υλοποίηση του προαναφερόμενου σκοπού της Αρχής αυτής, είναι αναμφισβήτητα προεχόντως δικαστικά και όχι διοικητικά.
Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων, η προσφυγή, κατά το σκέλος που επιδιώκει τη διαγραφή του προσφεύγοντος από τον κατάλογο των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων, πρέπει να απορριφθεί ως κατ` ουσίαν αβάσιμη.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις που έλαβε υπόψη η Β' Μονάδα της Αρχής προκύπτει ότι η εντόπιση των προσώπων για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες ότι σχετίζονται με την τρομοκρατία, η ένταξή τους σε σχετικό κατάλογο και η δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων στοχεύει στην καταπολέμηση της χρηματοδοτήσεως της τρομοκρατίας και ότι αποτελεσματικό στοιχείο στη μάχη κατ' αυτής είναι η λήψη μέτρων για την καταπολέμηση κάθε μορφής χρηματοδοτήσεως τρομοκρατικών δραστηριοτήτων. Για το σκοπό αυτό προβλέπεται η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που εντάσσονται στον κατάλογο των υπόπτων, πλην από τις ίδιες διατάξεις προβλέπεται η αποδέσμευση των περιουσιακών στοιχείων, των αναγκαίων για την κάλυψη των γενικότερων δαπανών διαβιώσεως, συντηρήσεως ή λειτουργίας του, των εξόδων για τη νομική του υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων περιουσιακών του στοιχείων. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση, σχετικά με τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του προσφεύγοντος, δέχεται ότι ο δεσμευθείς με αριθμό ... τραπεζικός λογαριασμός της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος χρησιμοποιείται προκειμένου να κατατίθενται εκεί τα ποσά τα οποία ο προσφεύγων λαμβάνει ως μισθό από την εργασία του ως εκπαιδευτικός, ότι η αποδέσμευση του ποσού κρίνεται αναγκαία και σκόπιμη προς κάλυψη των αναγκών συντηρήσεως του ιδίου και της οικογενείας του και ότι για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτών είναι απαραίτητη η χρησιμοποίηση του λογαριασμού που δεσμεύτηκε, αφού σήμερα οι καταβολές επιδομάτων και μισθών γίνονται μέσω τραπεζικού λογαριασμού. Ακολούθως, στο διατακτικό, η διάταξη που αναφέρεται στην παραδοχή αυτή διατυπώνεται ως ακολούθως: "Γίνεται δεκτή η ίδια παραπάνω αίτηση, κατά το μέρος που ζητάει την αποδέσμευση των περιουσιακών στοιχείων που έχουν δεσμευθεί με την παραπάνω απόφαση μας. Αποδεσμεύεται ο υπ' αριθμ. ... τραπεζικός λογαριασμός που τηρεί ο αιτών στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ και επιτρέπεται η χρησιμοποίηση του αποκλειστικά και μόνο προς το σκοπό της κατάθεσης και ανάληψης του προαναφερθέντος μισθού". Η διατύπωση κατ' αυτόν τον τρόπο του διατακτικού έρχεται σε αντίφαση με το αιτιολογικό, εφόσον σ' αυτό (αιτιολογικό) γίνεται δεκτό ότι ο δεσμευθείς λογαριασμός χρησιμοποιείται προκειμένου να κατατίθενται εκεί ποσά τα οποία ο προσφεύγων λαμβάνει ως μισθό, ενώ είναι δυνατόν να δημιουργήσει προβλήματα στην ανάληψη ποσών που προέρχονται από το μισθό, τα οποία, ενδεχομένως, δεν θα χρησιμοποιηθούν άμεσα αλλά θα αποταμιευθούν, ή στην ανάληψη ποσών που προέρχονται από επιδόματα. Μια τέτοια εξέλιξη υπερακοντίζει τον ανωτέρω διαγραφέντα σκοπό του νόμου, και, ως εκ τούτου, η προσφυγή, κατά το δεύτερο σκέλος της, πρέπει να γίνει δεκτή και η απόφαση πρέπει να μεταρρυθμιστεί, έτσι ώστε να διατάσσεται απλώς η αποδέσμευση του προαναφερόμενου λογαριασμού.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8 Φεβρουαρίου 2013 προσφυγή του Κ. Τ. του Β. κατά της υπ` αριθ. 2/2013 αποφάσεως της Β' Μονάδας της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, κατά το σκέλος που επιδιώκει την ακύρωση αυτής και την ανάκληση της υπ` αριθ. 9/2011 αποφάσεως της Αρχής, η οποία τον ενέταξε στον κατάλογο των προσώπων των σχετιζομένων με την τρομοκρατία.
Δέχεται εν μέρει την προσφυγή κατά το σκέλος της αποφάσεως που αφορά τη δέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων, ήτοι τη δεύτερη διάταξη της αποφάσεως, την οποία μεταρρυθμίζει και διατυπώνει ως ακολούθως: "Αποδεσμεύεται ο υπ' αριθμ. ... τραπεζικός λογαριασμός, τον οποίο τηρεί ο αιτών στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος".
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου 2013. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαρτίου 2013.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ