Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη. Στοιχεία κακουργηματικής απάτης, όπου το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Αιτιολογία βουλεύματος. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής άρθρου 386. Η δολία παραπλάνηση στην απάτη πραγματώνεται με τρεις υπαλλακτικά μικτούς τρόπους, οι οποίοι διαφέρουν εννοιολογικώς. Η παραδοχή των δύο ή και των τριών τρόπων τελέσεως της απάτης δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση, που καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Δεν δημιουργείται τέτοια ασάφεια και αντίφαση, όταν αναφέρονται περισσότεροι από ένα τρόποι, εφόσον στο σκεπτικό ή το διατακτικό εξειδικεύεται ο ένας τρόπος και η απλή αναφορά των άλλων δεν διαφοροποιεί τον τρόπο τελέσεως της πράξεως, αλλά προσδιορίζει το δόλο του δράστη. Έννοια «γεγονότων». Οι ψευδείς παραστάσεις, ότι ο αναιρεσείων είναι «αξιόπιστος και φερέγγυος επιχειρηματίας» κλπ συνιστούν κατ’ αρχήν αξιολογικές κρίσεις και όχι γεγονότα, ή αποτελούν διαβεβαιώσεις για περιστατικά αναγόμενα στο μέλλον. Όταν όμως συνοδεύονται με ψευδείς βεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 2184/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειο Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Σεπτεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1818/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1892/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειο Μαρκής, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού, με αριθμό 243/8-5-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 1/11/2007, αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ κατά του υπ' αριθμ. 1818/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής: Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος έγινε δεκτή η έφεση της εταιρίας περιωρισμένης ευθύνης "RAIFFEISEN UND VOLKSBANKEN TOURISTIK GmbH", ως πολιτικώς εναγούσης, κατά του υπ' αριθμ. 1231/2007 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και ο αναιρεσείων κατηγορούμενος παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθή δι' απάτη εκ της οποίας η ιδιαιτέρως μεγάλη ζημία υπερβαίνει συνολικώς το ποσό των 73.000 ευρώ. Προβάλλει δε, ως λόγους αναιρέσεως, την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 386§1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίση ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η προξενηθείσα ζημία είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Ως γεγονότα, κατά την στην ανωτέρω διάταξη έννοια, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτοχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, αναφερομένων στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τρόπον, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, βάσει της εμφανιζομένης ψευδούς καταστάσεως, από τον δράστη ο οποίος έχει ειλημμένη την πρόθεση να μη εκπληρώση την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΑΠ 51/2007). Εξ άλλου, από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης συντελείται με την επέλευση βλάβης σε ξένη περιουσία, με σκοπό να περιέλθη σε κάποιον παράνομο περιουσιακό όφελος, με δόλια παραπλάνηση επιτυγχανομένη είτε με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών, είτε με την αθέμιτη απόκρυψη αληθών γεγονότων ή με την παρασιώπηση αυτών. Η δόλια δηλαδή παραπλάνηση πραγματώνεται με τρεις υπαλλακτικώς τρόπους που διαφέρουν εννοιολογικώς μεταξύ τους. Ειδικότερα οι δύο πρώτοι τρόποι, δηλαδή η παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών και η αθέμιτη απόκρυψη των αληθών γεγονότων συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ η αθέμιτη παρασιώπηση αληθών γεγονότων πραγματώνεται με παράλειψη ανακοινώσεως στον παθόντα αληθών γεγονότων, τα οποία είχε υποχρέωση ο δράστης να ανακοινώση σ' αυτόν, είτε από τον νόμο, είτε από σύμβαση, είτε από προηγούμενη ενέργειά του. Έτσι, η παραδοχή των δύο ή και των τριών αυτών υπαλλακτικών τρόπων τελέσεως της απάτης δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση, που καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο και έτσι παραβιάζεται εκ πλαγίου η ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρ. 386§1 ΠΚ και στερείται η απόφαση ή το βούλευμα νομίμου βάσεως. Δεν δημιουργείται, όμως, τέτοια ασάφεια και αντίφαση, όταν αναφέρονται οι δύο πρώτοι τρόποι, εφ' όσον στο σκεπτικό ή στο διατακτικό εξειδικεύεται ο ένας τρόπος και η απλή αναφορά του άλλου δεν διαφοροποιεί τον τρόπο τελέσεως της πράξεως αλλ' απλώς προσδιορίζει (εξειδικεύει)τον δόλο του δράστη. Όταν όμως η απόκρυψη αληθών γεγονότων και η αθέμιτη παρασιώπηση τέτοιων γεγονότων χρησιμοποιούνται συγχρόνως, ως τρόποι τελέσεως της απάτης, όχι μόνο ανακύπτει ασάφεια, αλλά δημιουργείται αντίφαση, αφού η μία περίπτωση (απόκρυψη) αποτελεί έγκλημα ενεργείας, ενώ η άλλη (παρασιώπηση) αποτελεί έγκλημα διά παραλείψεως τελούμενο, που προϋποθέτει πάντοτε ιδιαιτέρα υποχρέωση (άρθρ. 15 ΠΚ) προς ανακοίνωση, αυτά δε δεν μπορούν να συνυπάρχουν, αλλά το ένα αποκλείει το άλλο, εκ της φύσεως του πράγματος (βλ. ΑΠ 826/2006). Περαιτέρω, κατά την πάραγρ. 2 του ανωτέρω άρθρου, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, α)αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, ή β)αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικώς το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ. Τέλος, κατά μεν το άρθρ. 6§1 ΠΚ οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και για πράξη που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα και που τελέστηκε στην αλλοδαπή από ημεδαπό, αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέστηκε, στην δε παράγραφο 263 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα προβλέπεται και τιμωρείται το έγκλημα της απάτης, στον δράστη της οποίας, σε ιδιαιτέρως βαριές περιπτώσεις, επιβάλλεται ποινή στερητική της ελευθερίας, από έξι μήνες μέχρι δέκα έτη. Ιδιαιτέρως δε βαριά περίπτωση απάτης υπάρχει κατά κανόνα, αν ο δράστης προξενεί περιουσιακή ζημία μεγάλης εκτάσεως (παράγρ. 263 Γερμανικού ΠΚ). Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη το βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία, κατ' είδος προσδιορισμένα, προέκυψαν τα εξής, κατά τα ουσιώδη μέρη των, πραγματικά περιστατικά: Ο αναιρεσείων, στο ..... - Γερμανίας, την 20-1-2005 παριστάνοντας στον Α, νόμιμο εκπρόσωπο της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία "Raiffeisen und Volksbanken Touristik GmbH" που εδρεύει στο ..... Γερμανίας, ότι η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΠΛΩΤΙΝ ΤΡΑΒΕΛ Α.Ε.", της οποίας ο αναιρεσείων ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, ήταν φερέγγυα, με ανοδική πορεία και σε καλή οικονομική κατάσταση, μη αντιμετωπίζουσα κανένα πρόβλημα στην εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων που ανελάμβανε στα πλαίσια της λειτουργίας της, έπεισε αυτόν (Α) και του κατέβαλε, ενεργώντας για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας, το ποσό των 200.000 ευρώ, ως προκαταβολή για τις τουριστικές υπηρεσίες (ανεύρεση ξενοδοχείων για διαμονή και εστιατορίων για σίτιση, ανεύρεση ξεναγών και γενικά την οργάνωση της διαμονής των "γκρουπ" τουριστών που η εγκαλούσα έστελνε στην Ελλάδα για διακοπές) που θα παρείχε η εταιρεία με την επωνυμία "ΠΛΩΤΙΝ ΤΡΑΒΕΛ Α.Ε.", εντός του έτους 2005 προς την εγκαλούσα εταιρεία,που είχε ως κύρια δραστηριότητα την παροχή τουριστικών υπηρεσιών. Παρέστησε δε στον ως άνω νόμιμο εκπρόσωπο της εγκαλούσας εταιρείας τα παραπάνω ψευδή πραγματικά περιστατικά, από τα οποία (περιστατικά) όσα ανάγονταν στο μέλλον, συνοδεύονταν από ψευδείς βεβαιώσεις και παραστάσεις, αναφερόμενων στο παρόν γεγονότων (περί της φερεγγυότητας και της καλής οικονομικής κατάστασης της εταιρείας "ΠΛΩΤΙΝ ΤΡΑΒΕΛ Α.Ε."), προκειμένου να τον πείσει να του καταβάλει, ενεργώντας για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας, το ποσό των 200.000 ευρώ, όπως και πράγματι έγινε, ενώ από την αρχή γνώριζε το αναληθές αυτών και συγκεκριμένα, ότι η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΠΛΩΤΙΝ ΤΡΑΒΕΛ Α.Ε.", της οποίας ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, δεν ήταν φερέγγυα, είχε πολλά συσσωρευμένα χρέη, ετοιμάζονταν να διακόψει τις δραστηριότητές της και ήταν πολύ πιθανή η κήρυξή της σε κατάσταση πτωχεύσεως, γεγονότα που αθεμίτως απέκρυψε από την αντισυμβαλλόμενη Γερμανική εταιρεία, καθώς και ότι δεν είχε από την αρχή πρόθεση, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις, που ανέλαβε έναντι της εγκαλούσας εταιρείας. Στην πράξη του αυτή προέβη με σκοπό, η εταιρεία με την επωνυμία "ΠΛΩΤΙΝ ΤΡΑΒΕΛ Α.Ε." και ο ίδιος να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, το οποίο υπερέβαινε το ποσό των 73.000 ευρώ, και συγκεκριμένα ανέρχονταν στο ποσό των 200.000 ευρώ, προκαλώντας αντίστοιχη ζημία στην περιουσία της εγκαλούσας εταιρείας, η οποία (ζημία) υπήρξε ιδιαιτέρως μεγάλη. Μετά από αυτά, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών, αναφερόμενο στην εισαγγελική πρόταση, η οποία δέχεται ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του αναιρεσείοντος διά την αποδιδομένη σ' αυτόν ανωτέρω αξιόποινη πράξη και αφού έλαβε υπ' όψη του τα υπομνήματα και κατατεθέντα σχετικά έγγραφα του κατηγορουμένου, εδέχθη την έφεση της πολιτικώς εναγούσης, μεταρρύθμισε το πρωτόδικο βούλευμα και παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του ανωτέρω δικαστηρίου, διά να δικασθή διά την πράξη αυτή. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη από τα άρθρ. 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του ανωτέρω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρ. 386 ΠΚ και έκρινε αυτό ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο. Επίσης, τούτο ορθώς εφήρμοσε και ερμήνευσε τις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και δεν παρεβίασε αυτές ούτε εκ πλαγίου. Έτσι, δεν καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος και το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα δε, εκ της αναφοράς, ότι ο αναιρεσείων αθεμίτως απέκρυψε αληθή γεγονότα, δεν δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, εν σχέσει προς την παραδοχή ότι η απάτη διά την οποία παραπέμπεται ο αναιρεσείων ετελέσθη διά της εν γνώσει παραστάσεως ψευδών γεγονότων ως αληθών, αφού στο διατακτικό σαφώς γίνεται δεκτό ότι μόνο με τον τρόπο αυτό επείσθη ο παραπλανηθείς να προβή στην ζημιογόνο πράξη, η δε ως άνω αναφορά του άλλου δεν διαφοροποιεί τον ανωτέρω τρόπο τελέσεως, αλλά προσδιορίζει τον δόλο του δράστου. Εξ άλλου, και το αναφερόμενο στο σκεπτικό, ότι ο αναιρεσείων ώφειλε "να ανακοινώση την δεινή οικονομική κατάσταση της εταιρείας του και τον υφιστάμενο κίνδυνο μη εκπληρώσεως των συμβατικών της υποχρεώσεων, λόγω και της πολυετούς σχέσεως συνεργασίας και εμπιστοσύνης", παρατίθεται όχι ως παραδοχή, ότι η εν προκειμένω απάτη ετελέσθη και δι' αθεμίτου παρασιωπήσεως αληθών γεγονότων, αλλά διηγηματικώς, προς τονισμό του δόλου του κατηγορουμένου. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, εκ του άρθρ. 484§1 στοιχ. β', δ' ΚΠΔ, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατ' ακολουθία δε, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω Να απορριφθή η από 1/11/2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ κατά του υπ' αριθμ. 1818/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήναι 28 Δεκεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η κρινόμενη 240/1-11-2007 έκθεση αναίρεσης του Χ κατά του 1818/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εκδόθηκε ύστερα από έφεση της πολιτικώς ενάγουσας κατά του 1231/2007 απαλλακτικού Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, και με το οποίο, μετά την μεταρρύθμιση του παραπάνω πρωτοδίκου βουλεύματος, παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για απάτη, εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικώς το ποσόν των 73.000 ευρώ (άρθρο 386 παρ. 1 και 3 στοιχ. β' Π.Κ), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 386 παρ.1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας άλλον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Μετά την αντικατάσταση της παρ.3 του άρθρου 386 του ΠΚ με το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και στην περίπτωση κατά την οποία το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο δράστης, ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ ( 73.000 ευρώ). Από τη διάταξη αυτή του άρθρου 386 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι το έγκλημα της απάτης συντελείται με την επέλευση βλάβης σε ξένη περιουσία με σκοπό να περιέλθει σε κάποιον παράνομο περιουσιακό όφελος με δολία παραπλάνηση, που επιτυγχάνεται είτε με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, είτε με αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών, είτε με αθέμιτη παρασιώπηση αυτών. Έτσι η δολία παραπλάνηση στην απάτη πραγματώνεται με τρεις υπαλλακτικά μικτούς τρόπους, οι οποίοι διαφέρουν εννοιoλογικώς. Ειδικότερα οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος (αθέμιτη παρασιώπηση των αληθινών) συντελείται με παράλειψη ανακοινώσεως στον παθόντα αληθινών γεγονότων, τα οποία έχει υποχρέωση ο δράστης να ανακοινώσει στον ίδιο είτε από το νόμο, είτε από τη σύμβαση, είτε από προηγουμένη ενέργειά του. Η παραδοχή των δύο ή και των τριών αυτών τρόπων τελέσεως της απάτης δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση, που καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο και έτσι επέρχεται εκ πλαγίου παράβαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Όμως δεν δημιουργείται τέτοια ασάφεια και αντίφαση, όταν αναφέρονται περισσότεροι από έναν τρόποι, εφόσον στο σκεπτικό ή το διατακτικό εξειδικεύεται ο ένας τρόπος και η απλή αναφορά των άλλων δεν διαφοροποιεί τον τρόπο τελέσεως της πράξεως, αλλά προσδιορίζει το δόλο του δράστη. Κατά την έννοια της άνω διάταξης, ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή υπάρχουν τουλάχιστον στο παρόν ή συμβαίνουν τη στιγμή της βεβαιώσεως, δηλαδή κάθε συμβάν (κατάσταση, σχέση, συμπεριφορά) που αναφέρεται η προσωπική κατάσταση λ.χ. φερεγγυότητα κλπ του δράστη ή άλλου. Η υπόσχεση εκπληρώσεως παροχής σε μελλοντικό χρόνο συνδυαζόμενη με ψευδή παράσταση ενός εσωτερικού γεγονότος ως αληθινού, όπως είναι η ενδιάθετη πρόθεση του δράστη να μην εκτελέσει την συμβατική υποχρέωσή του στο μέλλον, δεν εμπίπτει στην έννοια του γεγονότος και άρα με αυτήν δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης, αφού στη περίπτωση αυτή ανακύπτει μόνον αστική διαφορά, για το λόγο ότι η υπόσχεση εκπληρώσεως παροχής στο μέλλον με την πρόθεση αθετήσεως της, δεν έχει εξωτερική υπόσταση και δεν υποπίπτει στις αισθήσεις εκείνου προς τον οποίο δίνεται. Όταν όμως οι υποσχέσεις και οι συμβατικές υποχρεώσεις συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από τον δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Χρόνος τελέσεως της απάτης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος, με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του. Περαιτέρω, κατά μεν το αρθρ. 6§1 ΠΚ οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και για πράξη που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα και που τελέστηκε στην αλλοδαπή από ημεδαπό, αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέστηκε, στην δε παράγραφο 263 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα προβλέπεται και τιμωρείται το έγκλημα της απάτης, στον δράστη της οποίας, σε ιδιαιτέρως βαριές περιπτώσεις, επιβάλλεται ποινή στερητική της ελευθερίας, από έξι μήνες μέχρι δέκα έτη. Ιδιαιτέρως δε βαριά περίπτωση απάτης υπάρχει κατά κανόνα, αν ο δράστης προξενεί περιουσιακή ζημία μεγάλης εκτάσεως (παραγρ. 263 Γερμανικού ΠΚ). Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί , βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Λόγο αναίρεσης , κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ..β του ΚΠΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων και πολιτικώς ενάγοντος, έγγραφα της δικογραφίας, απολογία κατηγορουμένου και υπομνήματα), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από την εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. "...Η εγκαλούσα Γερμανική εταιρεία "Raiffeisan and Volksbanken Touristik GmbH" και η Ελληνική εταιρεία "ΠΛΩΤΙΝ ΤΡΑΒΕΛ Α.Ε." της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος και διευθύνων σύμβουλος ετύγχανε ο κατηγορούμενος Χ, κατήρτισαν την από 24.1.2005 σύμβαση, δυνάμει της οποίας η Ελληνική εταιρεία ανέλαβε να παράσχει στην αντισυμβαλλόμενη τουριστικές υπηρεσίες για το έτος 2005, για την εξυπηρέτηση των γκρούπ τουριστών, που έστελνε κάθε χρόνο στην Ελλάδα για διακοπές, και ειδικότερα ανέλαβε την ανεύρεση ξενοδοχείων για διαμονή και εστιατορίων για σίτιση, ανεύρεση ξεναγών και γενικά την οργάνωση της διαμονής στην Ελλάδα των τουριστών, η δε εγκαλούσα εταιρεία κατέβαλε, ως προκαταβολή για τις υπηρεσίες αυτές, το ποσό των 200.000 ευρώ, απολαμβάνοντας στο κόστος των προσφερόμενων σ' αυτή υπηρεσιών μείωση ύψους 6%. Πριν τη σύναψη της σύμβασης, στις 20.1.2005, είχε προηγηθεί συνάντηση του πιο πάνω κατηγορουμένου με τον Α στα γραφεία της εγκαλούσας εταιρείας στο ..... της Γερμανίας. Κατά τη συνάντηση ο κατηγορούμενος, προκειμένου να πείσει τον Α να υπογράψει τη σύμβαση και να του εμβάσει το ποσό της προκαταβολής των 200.000 ευρώ, τον διαβεβαίωσε ότι η εταιρεία "ΠΛΩΤΙΝ ΤΡΑΒΕΛ Α.Ε.", την οποία ο ίδιος εκπροσωπούσε, ήταν μια εύρωστη οικονομική επιχείρηση, με ανοδική πορεία, δεν παρουσίαζε οικονομικά προβλήματα και ήταν φερέγγυα, ώστε μπορούσε ανά πάσα στιγμή, να ανταποκρίνεται στις συμβατικές της υποχρεώσεις, διαθέτουσα την απαραίτητη υποδομή και τις οικονομικές της δυνατότητες γι' αυτό. Μετά τις προαναφερθείσες διαβεβαιώσεις πείστηκαν οι εκπρόσωποι της εγκαλούσας εταιρείας και αφενός μεν υπέγραψαν, όπως ήδη αναφέρθηκε, την από 24.1.2005 σύμβαση, αφετέρου δε, σε εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους, κατέθεσαν σε λογαριασμό της μηνυόμενης εταιρείας τραπεζικό έμβασμα ύψους 200.000 ευρώ, το οποίο άμεσα εισέπραξε ο κατηγορούμενος και η εταιρεία του. Μετά τη λήψη του εμβάσματος η εταιρεία "ΠΛΩΤΙΝ ΤΡΑΒΕΛ Α.Ε." δεν παρέσχε καμιά υπηρεσία από τις συμφωνηθείσες προς την εγκαλούσα Γερμανική εταιρία, ούτε καν ήλθε σε επαφή μαζί της σχετικά με το θέμα της εκτέλεσης των υποχρεώσεών της εκ της συμβάσεως. Επίσης στις οχλήσεις της τελευταίας για επιστροφή του προκαταβληθέντος ως άνω ποσού των 200.000 ευρώ δεν έλαβε καμιά απάντηση ούτε από τον κατηγορούμενο ούτε από κάποιον άλλον εκπρόσωπο της εταιρείας. Όπως ισχυρίζεται ο Α, ως εκπρόσωπος της εγκαλούσας εταιρείας στη μήνυσή της και επιβεβαιώνει στη συμπληρωματική ανακριτική του κατάθεση, ο κατηγορούμενος στις κατ' ιδίαν συναντήσεις και διαπραγματεύσεις που είχε μαζί του, τον εξαπάτησε, γιατί ήδη κατά τον χρόνο των επίμαχων διαπραγματεύσεων, η εταιρεία "ΠΛΩΤΙΝ ΤΡΑΒΕΛ Α.Ε.", που εκπροσωπούσε, ήταν σε δεινή οικονομική κατάσταση, είχε ήδη δανεισθεί υπέρογκα χρηματικά ποσά από Τράπεζα και ιδιώτες και ετοιμαζόταν να "κλείσει", αφού δεν υπήρχε δυνατότητα να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις, η πρόθεση δε του κατηγορουμένου από την αρχή, ήταν να καρπωθεί η εταιρεία του τα εισπραχθέντα ως προκαταβολή χρήματα, χωρίς να εκπληρώσει καμιά από τις αναληφθείσες έναντι της εγκαλούσας συμβατικές υποχρεώσεις, γεγονότα που διαπίστωσε η τελευταία εκ των υστέρων, δηλαδή ότι αυτή ("ΠΛΩΤΙΝ ΤΡΑΒΕΛ Α.Ε.") από το παρελθόν και δη προ του έτους 2005 ταλανιζόταν από σοβαρά οικονομικά προβλήματα και ετοιμαζόταν να κλείσει. Τα γεγονότα αυτά δεν ανακοίνωσε στους εκπροσώπους της εγκαλούσας εταιρείας ο κατηγορούμενος, όπως όφειλε, από την αρχή με βάση τις αρχές της χρηστοήθειας, της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (άρθρα 197 και 200 του Α.Κ.), προκειμένου να τα σταθμίσουν και αξιολογήσουν, οπότε με βεβαιότητα δεν θα υπέγραφαν την προεκτεθείσα σύμβαση, από την οποία η εταιρεία τους ζημιώθηκε τουλάχιστον κατά το ποσό των 200.00 ευρώ (πλέον των δικαστικών εξόδων που κατέβαλαν για την επιδίωξή τους δικαστικώς με αγωγή, κατάθεση μηνύσεως κ.λ.π.), με αντίστοιχη παράνομη περιουσιακή ωφέλεια του κατηγορουμένου και της εταιρείας του. Επισημαίνεται ότι η εταιρεία "ΠΛΩΤΙΝ ΤΡΑΒΕΛ Α.Ε." κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως με την υπ' αριθμ. 1617/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που όριζε ως χρόνο παύσεως πληρωμών την 19.4.2005, δηλαδή περίπου 2 1/2 μήνες αργότερα μετά τη λήψη της προκαταβολής των 200.000 ευρώ, κατόπιν μάλιστα αιτήσεως άλλου δανειστή αυτής, ήτοι της εταιρείας ".....", γεγονός που καταδεικνύει ότι πράγματι, στο αμέσως προηγούμενο της πτώχευσης χρονικό διάστημα, είχε οικονομικά προβλήματα και σωρευμένα χρέη σε δανειστές της και ενισχύει αντικειμενικά τον ισχυρισμό του Α, νομίμου εκπροσώπου της εγκαλούσας εταιρείας, περί της αφερεγγυότητας της αντισυμβαλλόμενης εταιρείας και της ειλημμένης από την αρχή αποφάσεως του κατηγορουμένου, να καρπωθεί παράνομα το ποσό της προκαταβολής, αφού η εταιρεία του δεν είχε έκτοτε την δυνατότητα να τηρήσει τις συμβατικές δεσμεύσεις και υποχρεώσεις της. Ο κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία ισχυριζόμενος ότι δεν υπήρχε απάτη, γιατί η εταιρεία του ήταν φερέγγυα, η αδυναμία της να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρέωσεις οφείλεται στην οικονομική της δυσπραγία, η οποία ήταν αποτέλεσμα της ξαφνικής διακοπής συνεργασίας που είχε με τη Γερμανική εταιρεία ".....", η οποία και συντηρούσε το βασικό κύκλο εργασιών της, ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 15.3.2005, δηλαδή κατά τον κρίσιμο χρόνο της καταρτίσεως της συμβάσεως (24.1.2005) κατέβαλε σε προμηθευτές της και σε Τράπεζες το ποσό των 5.461.037, 64 ευρώ συνολικά και ότι η συνεργασία της με την εγκαλούσα εταιρεία ξεκίνησε πριν από 23 έτη, ενώ τα τελευταία οκτώ έτη μονίμως αυτή της κατέβαλε προκαταβολές διαφόρων χρηματικών ποσών έναντι των υπηρεσιών που θα της παρείχε. Οι παραπάνω υπερασπιστικοί ισχυρισμοί, όμως, βασίμως σφόδρα αμφισβητούνται, με πειστικά επιχειρήματα που προβάλλει η πλευρά της εκκαλούσας εταιρείας και ενισχύονται από τα στοιχεία της δικογραφίας. Κατ' αρχάς ο κατηγορούμενος δεν προσκόμισε έγγραφη καταγγελία της συμβάσεώς του με την ".....", που επικαλείται ότι συνέβη τον Μάρτιο του 2005, προκειμένου να διακριβωθεί ο λόγος της "αιφνίδιας" καταγγελίας, που ίσως να οφειλόταν στην αποκρυβείσα από την εγκαλούσα κακή οικονομική κατάσταση της εταιρείας του και την εντεύθεν αδυναμία της να ανταποκριθεί στις συμβατικές της υποχρεώσεις. Περαιτέρω, η άρνηση παροχής των συμφωνηθεισών τουριστικών υπηρεσιών άρχισε από τον επόμενο μήνα (Φεβρουάριο του 2005) της λήψεως της προκαταβολής με διάφορες προφάσεις και δικαιολογίες, δηλαδή πριν ακόμη την επικαλούμενη, ως οικονομικά καταστροφική διακοπή της συνεργασίας με την "....." (βλ. την από 27.9.2006 αγωγή της εγκαλούσας εταιρείας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Τέλος, ενόψει της μεταβάσεως του κατηγορουμένου στο ....., η οποία σημειωτέον δεν δικαιολογείται επαρκώς, προκειμένου μόνον να υπογραφεί η επίμαχη σύμβαση, όφειλε ούτος να ανακοινώσει την δεινή οικονομική κατάσταση της εταιρείας του και τον υφιστάμενο κίνδυνο μη εκπλήρωσης των συμβατικών της υποχρεώσεων λόγω και της πολυετούς σχέσεως συνεργασίας και εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ τους και όχι να διαβεβαιώσει τους εκπροσώπους της για τα αντίθετα, προκειμένου να αποσπάσει την ως άνω προκαταβολή....". IV. Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αναφερόμενο στην εισαγγελική πρόταση, έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί ως υπαίτιος των αξιόποινων πράξεων της κακουργηματικής απάτης, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, ( άρθρα 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 386 παρ. 3β-1 του Π.Κ., όπως το τελευταίο άρθρο αντικ. με άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, σε συνδυασμό με το άρθρο 263 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα). Έτσι, αφού δέχθηκε την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας, μεταρρύθμισε το πρωτόδικο βούλευμα και παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του ανωτέρω δικαστηρίου, για να δικασθεί για την πιο πάνω πράξη. Το Συμβούλιο κατέληξε στην κρίση του αυτή, αφού, με την αναφορά του στην εισαγγελική πρόταση, εξετίμησε όλα τα αναφερόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα πιο πάνω αξιόποινη πράξη και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης αυτής πράξεως , τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντα στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13γ, 26 παρ.1α, 27 παρ.1α, και 386 παρ.3β-1 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο και συνεπώς δεν καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος και το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, οι πιο πάνω παραδοχές του σκεπτικού του προσβαλλόμενου βουλεύματος παραδεκτώς συμπληρώνονται από εκείνες του διατακτικού, η συμπλεκτική δε διατύπωση στο διατακτικό της αποφάσεως ότι η εξαπάτηση έγινε "με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών", δηλαδή με τους πιο πάνω πρώτο και δεύτερο προβλεπόμενους νόμιμους τρόπους με καθένα από τους οποίους μπορεί να τελεστεί η απάτη, δεν δημιουργεί ασάφεια ή σύγχυση σε ό,τι αφορά την παραδοχή της για τον τρόπο πραγματοποίησης της εξαπάτησης. Και αυτό διότι από το περιεχόμενό της αποφάσεως προκύπτει ότι έχει σαφήνεια η παραδοχή, ότι η προκειμένη εξαπάτηση του παθόντος έγινε από τον αναιρεσείοντα μόνο με την εν γνώσει του παράσταση προς τον παθόντα των ψευδών γεγονότων που προαναφέρθηκαν σαν αληθινών, η δε συμπλεκτική διατύπωση και του πιο πάνω δευτέρου τρόπου δεν έχει αντίκρυσμα στα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε το Συμβούλιο ότι αποδείχτηκαν για τη νομική και ουσιαστική θεμελίωση της απάτης, η δε ως άνω αναφορά του άλλου τρόπου δεν διαφοροποιεί τον ανωτέρω τρόπο τελέσεως, αλλά προσδιορίζει τον δόλο του δράστου. Ομοίως το αναφερόμενο στο σκεπτικό, ότι ο αναιρεσείων ώφειλε "να ανακοίνωση την δεινή οικονομική κατάσταση της εταιρείας του και τον υφιστάμενο κίνδυνο μη εκπληρώσεως των συμβατικών της υποχρεώσεων, λόγω και της πολυετούς σχέσεως συνεργασίας και εμπιστοσύνης", παρατίθεται όχι ως παραδοχή, ότι η εν προκειμένω απάτη τελέσθηκε και με αθέμιτη παρασιώπηση αληθών γεγονότων, αλλά διηγηματικώς, προς τονισμό του δόλου του κατηγορουμένου. Επομένως είναι αβάσιμες, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, οι προβαλλόμενες με τους δεύτερο και τρίτο, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β και δ ΚΠΔ, λόγους αναίρεσης, αιτιάσεις, για εκ πλαγίου παραβίαση του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ., καθώς και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος, καθόσον υπάρχει ασάφεια και αντίφαση μεταξύ διατακτικού και σκεπτικού, ως προς τον τρόπο τελέσεως της απάτης, διότι, όπως αναφέρει ο αναιρεσείων, "το διατακτικό του βουλεύματος αναφέρει ως τρόπο τελέσεως της φερόμενης απάτης την ψευδή παράσταση γεγονότων ως αληθών, ενώ στο σκεπτικό όμως αναφέρεται ότι υπάρχει εκ μέρους του αθέμιτη παρασιώπηση γεγονότων, ότι ,δηλαδή, αυτός όφειλε αυτό "να ανακοινώσει την δεινή οικονομική κατάσταση της εταιρείας του και τον υφιστάμενο κίνδυνο μη εκπληρώσεως των συμβατικών της υποχρεώσεων κλπ". Επίσης οι προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα, με τον πρώτο, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης, αιτιάσεις, για εσφαλμένη ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 386 Π.Κ., κατά τις οποίες οι κατά τις παραδοχές του βουλεύματος ψευδείς παραστάσεις, (ότι η εταιρεία "ΠΛΩΤΙΝ ΤΡΑΒΕΛ Α.Ε." ήταν αξιόπιστη και φερέγγυα κλπ ), συνιστούν αξιολογικές κρίσεις και όχι γεγονότα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, αφού η ψευδής παράσταση αναφέρεται σε ενεστώτα και παρόντα πραγματικά περιστατικά, δηλαδή στην οικονομική ικανότητα της εκπροσωπούμενης από τον αναιρεσείοντα εταιρείας, η οποία αποδείχθηκε ψευδής. Ειδικότερα, κατά τις σαφείς παραδοχές του βουλεύματος, τις υποσχέσεις του ο αναιρεσείων ότι θα πράξει όσα τελικά δεν έπραξε, τις συνόδευσε, προκειμένου να εξαπατήσει τον εγκαλούντα, με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις ψευδών γεγονότων , δηλαδή ότι η πιο πάνω εταιρεία ήταν αξιόπιστη και φερέγγυα (ενώ ήδη ετοιμαζόταν να διακόψει τη δραστηριότητά της λόγω των πολλών συσσωρευμένων χρεών), που αποτελούν πραγματικά περιστατικά αναφερόμενα στο παρόν.
Συνεπώς , πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και οι τρεις πιο πάνω λόγοι αναιρέσεως, ακολούθως δε πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα ( 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 240/1-11-2007 έκθεση αναίρεσης του Χ για αναίρεση του 1818/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Οκτωβρίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα , στις 17 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και ήδη ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ