Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2705 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.




Περίληψη:
Στοιχεία απάτης σε βαθμό κακουργήματος. Άμεση και απλή συνέργεια σ’ αυτήν. Σε τι συνίσταται ο δόλος του άμεσου και του απλού συνεργού επί κακουργηματικής απάτης. Ο δόλος αυτός πρέπει να αιτιολογείται ειδικά στο παραπεμπτικό βούλευμα. Αναιρείται για έλλειψη αιτιολογίας το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς την απόρριψη των εφέσεων των αναιρεσειόντων, παραπεμπομένων με το επικυρωθέν πρωτόδικο βούλευμα για άμεση και απλή συνέργεια σε κακουργηματική απάτη, διότι δεν εκτίθενται σ’ αυτό περιστατικά που θεμελιώνουν τον άμεσο δόλο τους.




Αριθμός 2705/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη και Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ, 2) Ζ και 3) Ψ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 520/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ξ και 2) Φ, και συγκατηγορουμένους τους: 1) Σ, 2) Ρ και 3) Μ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 17.5.2007, 2.5.2007 και 4.5.2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 965/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 452/13.11.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, κατ'άρθρ. 485 § 1 Κ.Π.Δ. 1) την υπ'αριθμ. 110/17-5-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ 2) την υπ'αριθμόν 105/4-5-2007 αίτησιν αναίρεσης της Ψ και 3) την υπ'αριθ. 104/2-5-2007 αίτησιν αναίρεσης του Ζ, κατά του υπ'αριθ. 520/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και επάγομαι τα ακόλουθα:
Ι) Αι υπό κρίσιν αιτήσεις αναιρέσεως ησκήθησαν νομοτύπως και εμπροθέσμως από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο, δυνάμει των από 17-5-2007, 3-5-2007 και 28-4-2007 εξουσιοδοτήσεών των, αντιστοίχως, προς τον πληρεξούσιον δικηγόρον των, και κατά βουλεύματος υποκειμένου εις αναίρεσιν, σύμφωνα με τα άρθρ. 473 § 1, 474 και 482 § § 1,3 Κ.Π.Δ., με τις δηλώσεις των αναιρεσειόντων στον αρμόδιο γραμματέα του Εφετείου Αθηνών για τις οποίες συνετάχθησαν αι προδιαληφθείσες εκθέσεις, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επεδόθη εις τούτους την 17-5-2007, 25-4-2007 και 21-5-2007, αντιστοίχως και επομένως είναι τυπικά δεκτές. Με τα υπό κρίσιν ένδικα μέσα οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ως λόγο αναίρεσης της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
ΙΙ) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ'αριθ. 3844/04 βούλευμά του, παρέπεμψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων) τους 1) Κ, 2) Σ, 3) Χ 4) Ψ, 5) Ζ, 6) Ρ και 7) Μ για να δικασθούν για τις πράξεις α) της Απάτης από κοινού κατ'επάγγελμα και με σκοπό πορισμού εισοδήματος, συνολικού οφέλους και αντίστοιχης ζημίας του παθόντος που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. , β) της υπεξαιρέσεως, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί εις τον υπαίτιο λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου και διαχειριστού ξένης περιουσίας, γ) υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης κατ'εξακολούθησιν και δ) υπεξαγωγής εγγράφων, οι εξ αυτών πρώτος και δευτέρα των κατηγορουμένων, οι δε εξ αυτών τρίτος, πέμπτος, έκτος και εβδόμη για την πράξιν της αμέσου συνεργείας εις την παραπάνω πράξιν της απάτης εις βαθμόν κακουργήματος και η τετάρτη για την πράξιν της απλής συνεργείας εις την ιδίαν ως άνω πράξιν της απάτης εις βαθμόν κακουργήματος. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ησκήθη έφεσις υπό των κατηγορουμένων επί της οποίας εξεδόθη το υπ'αριθμ. 776/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δια του οποίου απερρίφθησαν, κατ'ουσίαν αι ως άνω εφέσεις των κατηγορουμένων και παράλληλα επεκυρώθη (με κάποια μεταρρύθμιση) το εκκαλούμενο ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Κατά του βουλεύματος αυτού ησκήθη το ένδικο μέσο της αναιρέσεως υπό των εκ των κατηγορουμένων Ζ, Χ, Κ, Σκαι Ψ, επί της οποίας εξεδόθη η υπ'αριθ. 1151/2006 απόφασις (σε Συμβούλιο) του Αρείου Πάγου δια της οποίας ανηρέθη το ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και παρεπέφθη η υπόθεσις για νέα κρίση, καθ'ην εξεδόθη το προσβαλλόμενο ως άνω βούλευμα με αριθ. 520/2007 του Συμβουλίου Εφετών δια του οποίου το μεν έπαυσε οριστικώς η ποινική δίωξις για τις πράξεις της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως και υπεξαγωγής εγγράφων, το δε απερρίφθησαν, ως κατ'ουσίαν αβάσιμες, αι εφέσεις των κατηγορουμένων και επεκύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ως προς τις λοιπές διατάξεις του.

ΙΙΙ) 'Ελλειψις της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον υπό του άρθρου 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν εις το βούλευμα του Συμβουλίου δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικώς με την αποδιδομένη εις τον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και αι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις δια την παραπομπή του κατηγορουμένου εις το ακροατήριο (ΑΠ 572/2005 Ποιν. Λόγ. 2005 σελ. 521, ΑΠ 385/2006 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ' σελ. 902). Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας του βουλεύματος δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τί προέκυψε από το κάθε ένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπ'όψιν του και αξιολόγησε το Συμβούλιο (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), χωρίς να απαιτείται αναλυτικά παράθεση τους και να μνημονεύεται τί προέκυψε από το κάθε ένα. Η αόριστη όμως αναφορά στο σύνολο της ανάκρισης, χωρίς προσδιορισμό του είδους των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπ'όψιν για τον σχηματισμό της κρίσης του Συμβουλίου, πολύ δε περισσότερο η παράλειψη οποιασδήποτε αναφοράς εις αυτά, συνιστά έλλειψη αιτιολογίας που παρέχει τον πιο πάνω λόγο αναίρεσης του βουλεύματος. 'Όταν, όμως, ασκείται έφεσις από τον κατηγορούμενο κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο έχει μεν την δυνατότητα για να στηρίξει τις δικές του σκέψεις, να παραπέμπει συμπληρωματικώς στο πρωτόδικο βούλευμα καθώς και εις την πρότασιν του Εισαγγελέως αρκεί να παρατίθενται εις ταύτην τα προαναφερόμενα στοιχεία, δεν συγχωρείται όμως το Συμβούλιο Εφετών να μην διαλαμβάνει τίποτα για τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και τις σκέψεις με τις οποίες απεφάνθη ότι υπάρχουν αποχρώσες (επαρκείς) ενδείξεις και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις που εφήρμοσε, αλλά απλώς να αναφέρεται εξ ολοκλήρου στα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος ή (και) στην ενσωματωμένη σ'αυτό (πρωτόδικο βούλευμα) εισαγγελική πρόταση. Με τον τρόπο αυτό εκμηδενίζεται η δικαιοδοτική του εξουσία και απεκδύεται αυτό της προβλεπομένης από τον νόμο δευτέρου βαθμού κρίσεως, η οποία έχει ανάγκη δικής της αιτιολογίας, με αποτέλεσμα στην περίπτωση αυτή το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών να στερείται παντελώς της επιβαλλομένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κατά μείζονα δε λόγον όταν ο εκκαλών κατηγορούμενος έχει υποβάλλει υπόμνημα προς το Συμβούλιο Εφετών, μετά την κατάθεσιν της εισαγγελικής πρότασης και παραλείπεται η εκτίμησή του (Α.Π. 1074/2006 Ποιν. Χρ. ΝΖ' σελ. 405 και τις υπ'αυτήν παραπομπές, Α.Π. 732/2005 Ποιν. Χρ. ΝΕ'σελ. 1014).
IV) Κατά το άρθρο 386 § 1 Π.Κ., ως αντικ. δι'άρθρ. 14 § 4 ν.2721/99, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών, αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά την παράγρ. 3 του ιδίου ως άνω άρθρου επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος της απάτης, προσαπαιτείται η επέλευση βλάβης στην περιουσία τρίτου προσώπου, με σκοπό την πρόσκτηση παρανόμου ωφελείας στον αυτουργό ή τρίτο δια δολίας παραπλανήσεως, επιτυγχανομένης δια της εν γνώσει παραστάσεως ψευδών γεγονότων ως αληθών ή απόκρυψη αληθών. Η κάθε μία περίπτωση συνιστά θετική απατηλή συμπεριφορά, ενώ η παρασιώπηση συνιστά περίπτωση απάτης τελουμένης δια παραλείψεως, αφού προϋποθέτει υποχρέωση του δράστου σε ανακοίνωση όσων αναφέρεται ότι απεσιώπησε, η οποία πηγάζει από τον νόμο, την σύμβαση ή από προηγηθείσα ενέργειά του. Η απάτη μορφοποιείται ως κακούργημα, εφόσον συντρέξει μία εκ των προδιαληφθεισών περιπτώσεων του άρθρ. 386 § 3 Π.Κ., μεταξύ των οποίων και η κατ'επάγγελμα τέλεση, ήτοι η επί σκοπώ αποκτήσεως εισοδήματος βιοπορισμού. Πρέπει να σημειωθεί ότι το θεμελιωτικό στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του αδικήματος της απάτης, με περιεχόμενο τον σκοπό αποκομίσεως παρανόμου περιουσιακού οφέλους δια τον αυτουργό ή τρίτο, δεν ταυτίζεται με το κατ'επάγγελμα, το οποίον συνιστά επιβαρυντική περίπτωση, προϋποθέτουσα τέλεση του βασικού αδικήματος της απάτης, εντεύθεν δε διαχωρίζεται ουσιαστικώς, όμως συνέχεται η εκδηλωθείσα ενδιάθετη βούληση του αυτουργού, την οποία οφείλει το Συμβούλιο ή δικαστήριο να εξειδικεύσει δι' αναφοράς σε πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν εκ της ανακρίσεως ή της διαδικασίας στο ακροατήριο. Εξάλλου δια την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος απαιτείται δόλος, ήτοι γνώση των συστατικών της πράξεως περιστατικών και η βούληση της αμέσου παραγωγής τους. Συνήθως δεν απαιτείται ιδιαίτερη αναφορά στην απόφαση ή το βούλευμα, δεδομένου ότι κατά κανόνα θεωρείται ενυπάρχον στην έννοια των εκτιθεμένων περιστατικών (ΑΠ 592/2000 Ποιν. Χρ. Ν' σελ. 1004, Α.Π. 326/96 Ποιν. Χρ. ΜΖ' σελ. 27, ΑΠ 138/95 Ποιν. Χρ. ΜΣΤ' σελ. 1581).
Περαιτέρω από την διάταξη του άρθρ. 46 § 1 περ. β'Π.Κ. προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται δόλος του άμεσου συνεργού δηλαδή ηθελημένη παροχή συνδρομής στον αυτουργό εν γνώσει ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης, και παροχή άμεσης συνδρομής κατά την εκτέλεση και κατά την διάρκεια της εκτέλεσης της κυρίας πράξης, συνδεόμενη προς αυτή κατά τρόπο ώστε χωρίς την βοηθητική ενέργεια του άμεσου συνεργού δεν θα ήταν δυνατή μετά βεβαιότητας η διάπραξη του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί. Εξάλλου κατά την έννοια του άρθρ. 47 § 1 Π.Κ. απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή, υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική η οποία παρέχεται στον αυτουργό (χωρίς να είναι άμεση), εφόσον εκείνος που την παρέχει γνωρίζει ότι ο αυτουργός διαπράττει ορισμένο έγκλημα. Για την πράξη της απλής συνέργειας υποκειμενικά απαιτείται δόλος του συνεργού, ο οποίος συνίσταται στην γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης και στην βούληση ή αποδοχή να συμβάλλει με την συνδρομή του στην πραγμάτωσή της. Τέλος κατά το άρθρ. 49 § 2 εν συνδ. με άρθρ. 386 § § 1,3 Π.Κ., αι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις που επιτείνουν, μειώνουν ή αποκλείουν την ποινή λαμβάνονται υπόψη μόνο για εκείνον στο πρόσωπο του οποίου υπάρχουν και επομένως για την εφαρμογή της τελευταίας αυτής διάταξης επί συμμετόχων θα πρέπει να συντρέχουν αυτοτελώς και γι'αυτούς οι ίδιοι λόγοι των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ'επάγγελμα και συνήθεια τελέσεως της περιγραφομένης ως άνω πράξεως της απάτης (Α.Π. 54/99 Ποιν. Χρ. ΜΘ' σελ. 305, ΑΠ 1666/98 Ποιν. Χρ. ΜΘ/354). Περαιτέρω η διάταξη του άρθρ. 30 § 1 Π.Κ. ορίζει ότι η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που την συνιστούν. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι η πραγματική πλάνη, που είναι άγνοια (πλάνη σε ευρεία έννοια), με την οποία ταυτίζεται και η εσφαλμένη αντίληψη (πλάνη σε στενή έννοια) του πράττοντος για κάποιο ουσιαστικό όρο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αποκλείει τον καταλογισμό. Επί πραγματικής πλάνης ο δράστης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται τι πράττει, αναφέρεται δε αυτή σε περιστατικά της εγκληματικής πράξης και δη όχι μόνο σε γεγονότα ή πραγματικές καταστάσεις, αλλά και σε νομικές ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και είναι αδιάφορο ποία υπήρξε η πηγή της πλάνης. Εξάλλου η παρ. 2 του άρθρ. 31 Π.Κ. με τον τίτλο "νομική πλάνη" ορίζει ότι "η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή είναι συγγνωστή". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι πλάνη υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει μεν τί πράττει, αλλά είτε αγνοεί ότι η πράξη του είναι κατ'αρχήν άδικη, είτε πιστεύει πεπλανημένως ότι δικαιούται να προβεί σε αυτήν και η πλάνη συνίσταται σε εσφαλμένη αντίληψη κανόνα δικαίου και υπό τα ειδικώς αναφερόμενα περιστατικά συντρέχει περίπτωση που αποκλείει το αξιόποινο. Επιβάλλεται όμως να είναι συγγνωστή η πλάνη για μη καταλογισμό του αξιόποινου, με την έννοια ότι οποιαδήποτε επιμέλεια και αν κατέβαλλε ο αυτουργός δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξης. Το αρμόδιο Συμβούλιο ή δικαστήριο συνεκτιμά τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης που αναφέρονται στην ατομικότητα του δράστη. Η προβολή δε της πλάνης, πραγματικής ή νομικής, αποτελεί ισχυρισμό και οφείλει το Συμβούλιο ή το δικαστήριο, αν τον απορρίψει να αιτιολογήσει την κρίσιν του, διότι επί των αυτοτελών ισχυρισμών έχουν εφαρμογή αι διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ.
Προϋποτίθεται όμως ότι ο προβαλλόμενος αυτοτελής ισχυρισμός είναι ορισμένος κατά περιεχόμενο και περιλαμβάνει τα επί μέρους περιστατικά της συγκεκριμένης περίπτωσης με ειδική αναφορά, προκειμένου δε περί νομικής πλάνης ότι αυτή ήταν συγγνωστή (ΑΠ 1505/2004 Ποιν. Χρ. ΝΕ'σελ. 623, Α.Π. 1055/98 Ποιν. Χρ. ΜΘ'σελ. 584 και τας υπ'αυτήν παρατηρήσεις εις Ποιν. Χρ. ΜΗ' σελ. 839, Α.Π. 1727/92 Ποιν. Χρ. ΜΓ' σελ. 561, Α.Π. 1763/84 Ποιν. Χρ. ΛΕ'σελ. 555).
V) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο με αριθ. 520/2007 βούλευμά του με επιτρεπτή μεν και καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, χωρίς όμως να αναφέρονται εις αυτό τα κατ'είδος αποδεικτικά στοιχεία που, κατ'εκτίμησιν και αξιολόγησίν των, ελήφθησαν υπ'όψιν δια να καταλήξει στην παραπεμπτική κρίσιν των, εδέχθη ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.
Οι εγκαλούντες Ξ και Φ είναι οι δύο εκ των τεσσάρων εταίρων της εταιρίας με την επωνυμία "ΚΛΕΒΕΡ ΕΛΛΑΣ (CLEVER HELLAS) - ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΩΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ", η οποία εδρεύει στην Αθήνα. Ο πρώτος τούτων είχε 6.000 εταιρικά μερίδια και μία μερίδα συμμετοχής και η δευτέρα 1000 εταιρικά μερίδια και μία μερίδα συμμετοχής. Στην ίδια εταιρία μετείχαν και οι εκ των κατηγορουμένων Κ και Σ, από τους οποίους ο μεν πρώτος με 12.000 εταιρικά μερίδια και μία μερίδα συμμετοχής, η δε δευτέρα με 1000 εταιρικά μερίδια και μία μερίδα συμμετοχής. Σύμφωνα με το άρθρ. 7 του κωδικοποιημένου καταστατικού της εν λόγω εταιρίας "οι αποφάσεις στην Γενική Συνέλευση λαμβάνονται με πλειοψηφία πλέον του ημίσεως του όλου αριθμού των εταίρων που εκπροσωπούν το πλέον του ημίσεως του όλου εταιρικού κεφαλαίου". Με βάση την ρύθμιση αυτή για να ληφθεί έγκυρη απόφαση της συνελεύσεως των εταίρων, απαιτείται συμφωνία τριών εκ των τεσσάρων εταίρων. Πέραν τούτου όμως, σύμφωνα με το άρθρ. 6 του ιδίου ως άνω καταστατικού "Η μεταβίβαση του όλου ή μέρους των εταιρικών μεριδίων είναι ελεύθερη μεταξύ των εταίρων, απαγορεύεται όμως η μεταβίβαση του όλου ή μέρους των εταιρικών μεριδίων με πράξη εν ζωή ή αιτία θανάτου προς τρίτους μη εταίρους χωρίς προηγούμενη απόφαση της Συνέλευσης των εταίρων. Η απόφαση αυτή θα λαμβάνεται με πλειοψηφία των τριών τετάρτων (3/4) του όλου αριθμού των εταίρων, εκπροσωπούντων τα τρία τέταρτα (3/4) του όλου εταιρικού κεφαλαίου. Σε περίπτωση κατά την οποία επιθυμεί κάποιος από τους εταίρους να αποχωρήσει από την εταιρία, υποχρεούται να προσφέρει το εταιρικό μερίδιο ή τα μερίδια συμμετοχής του ή μέρους αυτών, στους λοιπούς μεριδούχους κατά τον λόγο συμμετοχής καθενός στην εταιρία. Σε περίπτωση δε κατά την οποία οι λοιποί μεριδούχοι δεν μπορούν ή δεν επιθυμούν να εξαγοράσουν τα μεταβιβαζόμενα εταιρικά μερίδια, τότε μόνον θα είναι δυνατή η σε τρίτο ή σε τρίτους ελεύθερη μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους των εταιρικών μεριδίων. Η πρόσκληση των εταίρων για να δηλώσουν αν θα εξαγοράσουν μερίδιο ή μερίδια θα γίνεται εγγράφως θα τάσσεται δε στους εταίρους προθεσμία ενός (1) μηνός για να απαντήσουν εγγράφως, αφού δε παρέλθει η προθεσμία άπρακτη, θα μπορεί ο εταίρος που επιθυμεί, να μεταβιβάσει ελεύθερα σε τρίτους μη μεριδούχους το ή τα πωλούμενα απ'αυτόν εταιρικά μερίδια....". Επομένως και με βάση την παραπάνω διάταξη απαραίτητες προϋποθέσεις για την μεταβίβαση από τους εταίρους σε τρίτους εταιρικών μεριδίων τους ήτο: α) προηγούμενη προ μηνός, τουλάχιστον, γραπτή πρόσκληση και προσφορά εκ μέρους των πωλούντων προς τους λοιπούς εταίρους για να διαπιστωθεί η δυνατότητα ή επιθυμία τους να αγοράσουν τα προς μεταβίβαση μερίδια και β) προηγούμενη απόφαση της Συνελεύσεως των εταίρων, η οποία θα ήτο έγκυρη μόνο αν συμφωνούσαν και οι λοιποί εταίροι στην μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων σε τρίτους. 'Ετσι την 22-2-2000 οι εκ των κατηγορουμένων Κ και Σ επέδωσαν στους παραπάνω εγκαλούντας την από 18-2-2000 πρόσκληση-Γνωστοποίηση με την οποία: α) τους γνωστοποιούσαν την σύγκλησιν έκτακτης συνέλευσης των εταίρων της εταιρίας "CLEVER HELLAS" για την 2-3-2000 με θέματα, μεταξύ άλλων, την μεταβίβαση των 11.990 και των 990, αντιστοίχως, εταιρικών μεριδίων τους (εκ του συνόλου των 12.000 και 1000 που κατείχον αντιστοίχως), β) τους προσκαλούσαν, χωρίς να κάνουν ρητή προσφορά, να εκδηλώσουν την δυνατότητα ή επιθυμία τους για την αγορά των ως άνω μεριδίων και γ) τους δήλωναν ότι αν παρερχόταν η ως άνω προθεσμία, δηλ. των οκτώ (8) ημερών, θα εθεωρείτο ότι δεν υφίστατο ενδιαφέρον ή δυνατότητα εξαγοράς των μεριδίων τους από μέρους τους. Οι εγκαλούντες με την από 29-2-2000 εξώδικη δήλωση-απάντησή τους προς τους εν λόγω κατηγορουμένους τους γνωστοποίησαν ότι η παραπάνω πρόσκλησή τους δεν ήτο νόμιμη, επειδή δεν υπήρχε ρητή πρόταση-προσφορά, δεν προσδιοριζόταν το τίμημα και δεν είχε τηρηθεί η προθεσμία του ενός μηνός για να απαντήσουν, ενώ τους δήλωσαν ρητώς ότι σε κάθε περίπτωση είχαν την πρόθεση να αγοράσουν τα μεταβιβαζόμενα εκ μέρους τους εταιρικά μερίδια. Παρά ταύτα όμως την 8 Μαΐου 2000 στην Αθήνα, ο εκ των κατηγορουμένων Κ, ενεφανίσθη ως πωλητής, με την επίσης κατηγορουμένη σύζυγό του Σ, ως εκ τρίτου συμβαλλομένου, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Θέτιδας Καφαντάρη στην οποία δήλωσε ότι : Ι) παρήλθε δήθεν άπρακτη η ταχθείσα από αυτούς, με βάση το καταστατικό της ως άνω εταιρίας "CLEVER HELLAS EΠΕ", προθεσμία του ενός μηνός από την κοινοποίηση της από 18-2-2000 προσκλήσεως και γνωστοποιήσεως προς τους Ξ και Φ, εταίρους της παραπάνω εταιρίας, προκειμένου να δηλώσουν, σύμφωνα με την ανωτέρω πρόσκληση, αν θα αγοράσουν τα πωλούμενα μερίδιά τους σ'αυτήν και
ΙΙ) ότι μετά την πάροδο της εν λόγω προθεσμίας και την έλλειψη, δήθεν, απάντησης εκ μέρους των παραπάνω προσώπων, μετεβίβασε τέσσαρα εταιρικά μερίδια του στις εταιρείες με τις επωνυμία "ΠΕΛΟΠΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", "STALMARK ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", " ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και "ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", αποκρύπτοντας παράλληλα την αλήθεια, την οποία εγνώριζε και την οποία είχε υποχρέωση να αποκαλύψει με βάση τις αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών συναλλακτικών ηθών και ειδικώτερον χ) ότι σε απάντηση της ως άνω από 18-2-2000 προσκλήσεως-γνωστοποιήσεώς του οι Ξ και Φ του είχαν επιδώσει την από 29-2-2000 εξώδικη δήλωση-απάντησή τους με την οποίαν δήλωσαν ρητά την επιθυμία των να αγοράσουν τα εκ μέρους του μεταβιβαζόμενα μερίδια της εταιρίας χχ) ότι η από 18-2-2000 πρόσκληση-γνωστοποίηση του δεν αφορούσε την μεταβίβαση τεσσάρων μόνο εταιρικών μεριδίων του, αλλά είχε περιεχόμενο ουσιωδώς διάφορο, αφού αφορούσε την μεταβίβαση 11.990 εταιρικών μεριδίων του και 990 εταιρικά μερίδια της συζύγου του Σ και χχχ) ότι ουδέποτε είχε γνωστοποιήσει στους παραπάνω εγκαλούντας την πρόθεση του να μεταβιβάσουν τέσσαρα μόνο εταιρικά μερίδια και ουδέποτε τους είχε προσκαλέσει να εκδηλώσουν την επιθυμία και την δυνατότητα τους να αγοράσουν. Παράλληλα οι προαναφερθέντες κατηγορούμενοι (Κ και Σ προσκόμισαν στην προαναφερόμενη συμβολαιογράφο Θετ. Καφαντάρη τα ακόλουθα έγγραφα: Ι) πρακτικό έκτατης Αυτόκλητης Καθολικής Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Ανωνύμου εταιρίας εξουσία εκδοτική Ανώνυμη εταιρία της 2-5-2000, 2) Αντίγραφο πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανώνυμη εταιρίας εξουσία Εκδοτική Ανώνυμη εταιρία της 2-5-2000 και 3) πρακτικό έκτακτης Αυτόκλητης Καθολικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της Ανωνύμου Εταιρίας Τετάρτη εξουσία εκδοτικές επιχειρήσεις Ανώνυμη εταιρία της 2-5-2000, εις τα οποία εν γνώσει του είχε βεβαιώσει ψευδώς ότι δήθεν αποτελούν ακριβή αντίγραφα από τα αντίστοιχα βιβλία πρακτικών των Γενικών Συνελεύσεων και των Διοικητικών Συμβουλίων των παραπάνω εταιριών, παριστάνοντας εν γνώσει του ψευδώς στην εν λόγω Συμβολαιογράφο ότι τα ανωτέρω πρακτικά περιέχονται δήθεν στα αντίστοιχα βιβλία των εν λόγω ανωνύμων εταιριών και ότι υπήρχαν δήθεν νόμιμες αποφάσεις των κατά νόμο συλλογικών οργάνων των εταιριών αυτών που εξουσιοδοτούσαν τον εκ των κατηγορουμένων και αναιρεσείοντα Χ καθώς και την εξ αυτών Μ να παραστούν σε συμβολαιογράφο για λογαριασμό των παραπάνω εταιριών και να αγοράσουν, για λογαριασμό τους, από τον Κ από ένα εταιρικό μερίδιο για κάθε μία εταιρία. Η αλήθεια όμως την οποία και ο ίδιος εγνώριζε είναι ότι εις τα αντίστοιχα βιβλία των εταιριών αυτών δεν περιέχονται τα συγκεκριμένα πρακτικά και ότι δεν υπήρχαν νόμιμες αποφάσεις των αρμοδίων κατά νόμων συλλογικών οργάνων τους με τις οποίες ενομιμοποιούντο οι Χ και Μ να τις εκπροσωπήσουν και να προβούν στην ανωτέρω αγορά. Με τον τρόπο αυτό παρεπλάνησε την συμβολαιογράφο Θέτιδα Καφαντάρη, η οποία πίστεψε αφ'ενός μεν ότι είχαν τηρηθεί οι όροι του άρθρ. 6 του καταστατικού της εταιρίας "CLEVER HELLAS EΠΕ", για να γίνει έγκυρη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων του σε πρόσωπα που δεν είχαν την ιδιότητα του εταίρου, αφ'ετέρου δε ότι τα προαναφερθέντα ακριβή αντίγραφα των πρακτικών των εταιριών "ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΑΕ" και "ΕΞΟΥΣΙΑ ΑΕ" ήτο αληθινά, έγκυρα και γνήσια και ότι οι Χ και Μ ενομιμοποιούντο να παραστούν στην σύνταξη του σχετικού Συμβολαίου, ως εκπρόσωποι των αγοραστριών εταιριών και έτσι επείσθη η ανωτέρω Συμβολαιογράφος να προβεί στην σύνταξη του υπ'αριθ. 16722/2000 συμβολαίου της, με το οποίο μετεβίβασε τέσσαρα εταιρικά μερίδια του (ανά ένα) στις εταιρείες "ΠΕΛΟΠΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", "STALMARK ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", " ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και "ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", με αποτέλεσμα να εισέλθουν στην εταιρία (δηλ. την CLEVER HELLAS Ε.Π.Ε.) τέσσερες νέοι εταίροι, συμφερόντων του ιδίου και της συζύγου του και επίσης κατηγορουμένης Σ και έτσι αθέμιτα να ανατραπεί υπέρ αυτού η ισορροπία δυνάμεων στην εν λόγω εταιρία, αφού αι εταιρικές μερίδες από τέσσαρες, ήτοι του ιδίου, της Σ, του Ξ και της Φ, έγιναν οκτώ, αποτέλεσμα που συνδεόταν αρρήκτως και αμέσως με τον εκ μέρους του μονομερή όπως και επεδίωκε σχηματισμό εταιρικής πλειοψηφίας και έτσι εζημιώθη η περιουσία των εγκαλούντων Ξ και Φ κατά το ποσόν των εβδομήντα εκατομμυρίων (70.000.000 δρχ.), τουλάχιστον επειδή το ποσοστό τους στις Γενικές Συνελεύσεις για την λήψη των διαφόρων αποφάσεων μειώθηκε από 50% σε 25%, εκμηδενίσθηκε η αγοραστική αξία των εταιρικών τους μεριδίων, η ονομαστική αξία των οποίων ανήρχετο το έτος 1995 στο παραπάνω ποσό των εβδομήντα εκατομμυρίων (70.000.000) δρχ., ενώ ωφελήθη αντιστοίχως ο ίδιος και η σύζυγός του Σ, καθόσον η αγοραστική αξία των εταιρικών μεριδίων τους ηυξήθη κατακόρυφα, αφού εμφανίζονται ότι μπορούν πλέον να λαμβάνουν μόνοι τους αποφάσεις, χωρίς να απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της καταστατικής μειοψηφίας. Διαπράττει δε το έγκλημα της απάτης κατ'επάγγελμα αφού από την υποδομή που έχει διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, το δε συνολικό όφελός του με αντίστοιχη ζημία των παθόντων υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ. Η εκ των κατηγορουμένων Σ στην Αθήνα την 8-5-2000 από κοινού με τον συγκατηγορούμενο της Κ, με σκοπό να αποκομίσουν και οι δύο παράνομο περιουσιακό όφελος, με πρόθεση έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την απόκρυψη αληθινών γεγονότων, διαπράττει δε απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, το συνολικό δε όφελος από την πράξη της με αντίστοιχη ζημία των παθόντων υπερβαίνει το ποσόν των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ. ή 73.376 ευρώ. Ειδικώτερα κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο ενεφανίσθη ως εκ τρίτου συμβαλλομένη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Θέτιδας Καφαντάρη και 1) αποδέχθηκε τις δηλώσεις του συγκατηγορουμένου συζύγου της Κ, ο οποίος εδήλωσε ψευδώς στην εν λόγω Συμβολαιογράφο ότι: α) παρήλθε δήθεν άπρακτη η ταχθείσα από τους ίδιους, με βάση το καταστατικό της εταιρίας "CLEVER HELLAS ΕΠΕ", προθεσμία του ενός μηνός από την κοινοποίηση της από 18-2-2000 προσκλήσεως και γνωστοποιήσεώς τους προς τους Ξ και Φ, εταίρους της παραπάνω εταιρίας, προκειμένου να δηλώσουν, σύμφωνα με την εν λόγω πρόσκληση, αν θα αγοράσουν μερίδιο ή μερίδιά τους εις αυτήν και β) ότι μετά την πάροδο της προθεσμίας και την έλλειψη δήθεν απάντησης των ως άνω εγκαλούντων μετεβίβασαν τέσσαρα εταιρικά μερίδια του συζύγου της Κ στις εταιρίες "ΠΕΛΟΠΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", "STALMARK ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", "ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", και "ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", αποκρύπτοντας αθέμιτα την αλήθεια, την οποία εγνώριζε και την οποία είχε την υποχρέωση να αποκαλύψει με βάση τις αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών συναλλακτικών ηθών και συγκεκριμένα ι) ότι σε απάντηση της ως άνω με ημερομηνία 18-2-2000 προσκλήσεως-γνωστοποιήσεώς τους οι Ξ και Φ την 1-3-2000 τους είχαν επιδώσει την από 29-2-2000 εξώδικη δήλωση-απάντηση, με την οποία τους είχαν δηλώσει ρητά την επιθυμία τους να αγοράσουν τα μεταβιβαζόμενα εκ μέρους τους μερίδια της εταιρίας ιι) η από 18-2-2000 πρόσκληση-γνωστοποίησή τους δεν αφορούσε την μεταβίβαση τεσσάρων μόνο εταιρικών μεριδίων του Κ, αλλά είχε περιεχόμενο ουσιωδώς διάφορο, αφού αφορούσε τη μεταβίβαση 11.990 μεριδίων του Κ και 990 δικών της μεριδίων και ιιι) ότι ουδέποτε ο Κ είχε γνωστοποιήσει στους παραπάνω εγκαλούντας την πρόθεσή του να μεταβιβάσει τέσσαρα μόνο εταιρικά μερίδια και ουδέποτε τους είχε προσκαλέσει να εκδηλώσουν την επιθυμία και την δυνατότητά τους να τα αγοράσουν και 2) Από κοινού με τον συγκατηγορούμενο και σύζυγό της Κ προσεκόμισε στην παραπάνω Συμβολαιογράφο Θέτιδα Καφαντάρη έγγραφα και συγκεκριμένα "Πρακτικό έκτακτης αυτόκλητης καθολικής Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Ανωνύμου εταιρίας Εξουσία εκδοτική Ανώνυμη εταιρία της 2-5-2000", "Αντίγραφο Πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανώνυμης Εταιρίας Εξουσία Εκδοτική Ανώνυμη εταιρία της 2-5-2000" και "Πρακτικό 'Εκτακτης Αυτόκλητης Καθολικής Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Ανωνύμου εταιρίας Τετάρτη εξουσία εκδοτικές επιχειρήσεις Ανώνυμη εταιρία της 2-5-2000", εις τα οποία ο Κ είχε βεβαιώσει συνειδητά ψευδώς ότι αυτά αποτελούν ακριβή, δήθεν, αντίγραφα από τα αντίστοιχα βιβλία πρακτικών των Γενικών Συνελεύσεων και των Διοικητικών Συμβουλίων των ανωτέρω εταιριών, παριστάνοντας εν γνώσει της ψευδώς στην προαναφερόμενη Συμβολαιογράφο ότι τα πρακτικά αυτά περιέχονται, δήθεν, στα αντίστοιχα βιβλία των συγκεκριμένων εταιριών και ότι υπήρχαν δήθεν νόμιμες αποφάσεις των κατά νόμο συλλογικών οργάνων τους που εξουσιοδοτούσαν δήθεν τους Χ και Μ να παραστούν σε συμβολαιογράφο για λογαριασμό των ανωτέρω εταιριών και να αγοράσουν για λογαριασμό τους, από την προαναφερόμενη κατηγορουμένη και τον σύζυγό της Κ από ένα εταιρικό μερίδιο για κάθε μία εταιρία. Η αλήθεια όμως την οποία και η ιδία ως άνω κατηγορουμένη εγνώριζε, είναι ότι στα αντίστοιχα βιβλία των εταιριών αυτών δεν περιέχονται τα συγκεκριμένα πρακτικά και ότι δεν υπήρχαν νόμιμες αποφάσεις των αρμοδίων κατά νόμον συλλογικών οργάνων τους με τις οποίες ενομιμοποιούντο οι Χ και Μ να τις εκπροσωπήσουν και να προβούν στην ανωτέρω αγορά. Με τον τρόπο αυτό παρεπλάνησε την συμβολαιογράφο Θέτιδα Καφαντάρη, η οποία πίστεψε, αφ'ενός μεν ότι είχαν τηρηθεί οι όροι του άρθρου 6 του καταστατικού της εταιρίας "CLEVER HELLAS ΕΠΕ", για να γίνει έγκυρη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων της σε πρόσωπα που δεν είχαν την ιδιότητα του εταίρου, αφ'ετέρου δε ότι τα προαναφερθέντα ακριβή αντίγραφα των πρακτικών των εταιριών "ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ Α.Ε." και "ΕΞΟΥΣΙΑ Α.Ε." ήτο αληθή, έγκυρα και γνήσια και ότι τόσον η ιδία (Μ) όσον και ο Χ ενομιμοποιούντο να παραστούν στην σύνταξη του σχετικού συμβολαίου ως εκπρόσωποι των αγοραστριών εταιριών και έτσι την έπεισε να προβεί στην σύνταξη του υπ'αριθμ. 16722/2000 συμβολαίου της, με το οποίο ο Κ μετεβίβασε τέσσαρα εταιρικά του μερίδια (ανά ένα) στις εταιρίες με τις επωνυμίες "ΠΕΛΟΠΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", "STALMARK ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", "ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ" και "ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", με αποτέλεσμα να εισέλθουν στην εταιρία τέσσερες νέοι εταίροι, συμφερόντων της ιδίας και του συζύγου της Κ και να ανατραπεί η ισορροπία των δυνάμεων στην εταιρία, αφού αι εταιρικές μερίδες από τέσσαρες (τη δικιά της, του Κ, του Ξ και της Φ) έγιναν οκτώ, γεγονός που συνδεόταν αρρήκτως και αμέσως με τον εκ μέρους της μονομερή, όπως άλλωστε και επεδίωκε, σχηματισμό εταιρικής πλειοψηφίας και έτσι εζημιώθη η περιουσία του Ξ και της Φ κατά το ποσό των εβδομήκοντα εκατομμυρίων (70.000.000) δρχ., τουλάχιστον, επειδή το ποσοστό τους στις Γενικές Συνελεύσεις των εταιριών για την λήψη αποφάσεων εμειώθη από 50% σε 25%, εκμηδενίσθη η αγοραστική αξία των εταιρικών τους μεριδίων, η ονομαστική αξία των οποίων ανήρχετο το έτος 1995 εις εβδομήκοντα εκατομμύρια (70.000.000) δρχ., ενώ ωφελήθη παρανόμως η ιδία και ο συγκατηγορούμενός της Κ καθώς η αγοραστική αξία των εταιρικών μεριδίων τους ηυξήθη κατακόρυφα, αφού είχαν πλέον την δυνατότητα να λαμβάνουν μόνοι τους αποφάσεις για τις υποθέσεις της συγκεκριμένης εταιρίας (CLEVER HELLAS Ε.Π.Ε.), χωρίς να απαιτείται προς τούτο η σύμφωνη γνώμη της καταστατικής μειοψηφίας. Από όλα όσα αναφέρονται παραπάνω προκύπτει ότι διαπράττει το έγκλημα της απάτης κατ'επάγγελμα, αφού από την υποδομή που έχει διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσής του, προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος, η δε ζημία που επήλθε εις βάρος των παθόντων υπερβαίνει το ποσόν των 25.000.000 δρχ. ή 73.367 ευρώ. Περαιτέρω οι εκ των κατηγορουμένων Χ, Ζ, Ρ και Μ τ, στην Αθήνα, την 8-5-2000 με πρόθεση και με σκοπό να αποκομίσουν ο συγκατηγορούμενοί τους Κ και Σ παράνομο περιουσιακό όφελος, από κοινού παρείχαν εις αυτούς άμεση συνδρομή στο έγκλημα της απάτης το οποίο αυτοί διέπραξαν. Ειδικώτερον κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο ενεφανίσθησαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Θέτιδας Καφαντάρη, στην οποία εδήλωσαν ότι ενεργούν ως νόμιμοι εκπρόσωποι ο Χ της εταιρίας "ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", ο Ζ της εταιρίας "ΠΕΛΟΠΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", ο Ρ της εταιρίας "STALMARK ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και η Μ της εταιρίας "ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και ότι αγοράζουν και αποδέχονται για λογαριασμό της εταιρίας που, κατά τα ανωτέρω, εκπροσωπούσε κάθε ένας από αυτούς την μεταβίβαση ενός εταιρικού μεριδίου από τον Κ ενώ εγνώριζαν 1) ότι δεν συνέτρεχαν οι όροι του άρθρου 6 του καταστατικού της εταιρίας "CLEVER HELLAS E.Π.Ε.", ότι οι συγκατηγορούμενοί τους Κ και Σ απέκρυψαν αθεμίτως από την παραπάνω Συμβολαιογράφο την αλήθεια και ειδικώτερον ότι: α) σε απάντηση της ως άνω από 18-2-2000 προσκλήσεως-γνωστοποιήσεως των εν λόγω συγκατηγορουμένων τους Κ και Σ οι εγκαλούντες Ξ και Φ είχαν επιδόσει εις αυτούς την 1-3-2000 την από 29-2-2000 εξώδικη δήλωση-απάντησή τους, με την οποία τους είχαν δηλώσει ρητά την επιθυμία τους να αγοράσουν τα εκ μέρους τους μεταβιβαζόμενα μερίδια της εταιρίας "CLEVER HELLAS E.Π.Ε.", β) ότι η από 18-2-2000 πρόσκληση-γνωστοποίησή τους δεν αφορούσε την μεταβίβαση τεσσάρων μόνον εταιρικών μεριδίων του Κ, αλλά είχε περιεχόμενο ουσιωδώς διάφορο, αφού αφορούσε μεταβίβαση 1990 μεριδίων του και 990 μεριδίων της Σ και γ) ότι ουδέποτε ο Κ είχε γνωστοποιήσει εις τους εγκαλούντας την πρόθεσή του να μεταβιβάσει τέσσαρα μόνον εταιρικά μερίδια και ουδέποτε τους είχε προσκαλέσει να εκδηλώσουν την επιθυμία και την δυνατότητά τους να τα αγοράσουν 2) ότι οι συγκατηγορούμενοί τους Κ και Σ προσκόμισαν στην προαναφερόμενη συμβολαιογράφο τα έγγραφα "Πρακτικό 'Εκτακτης Αυτόκλητης Καθολικής Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Ανωνύμου Εταιρίας Εξουσία Εκδοτική Ανώνυμη Εταιρία της 2-5-2000", "Αντίγραφο πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανωνύμου εταιρίας Εξουσία Εκδοτική Ανώνυμη Εταιρία της 2-5-2000" και "Πρακτικό 'Εκτακτης Αυτόκλητης Καθολικής Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Ανωνύμου Εταιρίας Τετάρτη Εξουσία Εκδοτικές Επιχειρήσεις Ανώνυμη Εταιρία της 2-5-2000" εις τα οποία ο Κ είχε βεβαιώσει εν γνώσει του ψευδώς ότι αυτά αποτελούν ακριβή, δήθεν, αντίγραφα από τα αντίστοιχα βιβλία των ανωτέρω εταιριών, οι οποίοι εξουσιοδοτούσαν, δήθεν, με νόμιμες αποφάσεις των νομίμων συλλογικών τους οργάνων τους Χ και Μ να παραστούν σε Συμβολαιογράφο και να αγοράσουν για λογαριασμό των εταιριών αυτών από τον Μ από ένα εταιρικό μερίδιο για κάθε μία εταιρία. Η αλήθεια όμως την οποίαν και εγνώριζαν είναι ότι εις τα αντίστοιχα βιβλία των προαναφερομένων εταιριών δεν περιέχονται τα συγκεκριμένα πρακτικά και ότι δεν υπήρχαν νόμιμες αποφάσεις των κατά νόμο συλλογικών οργάνων των παραπάνω εταιριών αι οποίες ενομιμοποιούσαν τους Χ και Μ να εκπροσωπήσουν τις εταιρίες αυτές και να προβούν στην συγκεκριμένη αγορά, με αποτέλεσμα, το οποίον και επεδίωκαν οι Κ και Σ, με την σύμπραξή τους, η οποία ήταν αναγκαία για την σύνταξη του συγκεκριμένου υπ'αριθμ. 16722/2000 συμβολαίου αγοραπωλησίας εταιρικών μεριδίων, να παραπλανηθεί η Συμβολαιογράφος Θεμ. Καφαντάρη και να πραγματοποιηθεί έτσι η εν λόγω μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων της εταιρίας "CLEVER HELLAS Ε.Π.Ε.", η οποία επέφερε ζημία στην περιουσία των εγκαλούντων Ξ και ΣΦ με τον τρόπο και κατά το ύψος που περιγράφεται αναλυτικά παραπάνω. Τέλος η Ψ, Στην Αθήνα την 2-5-2000, με πρόθεση και με σκοπό να αποκομίσουν οι συγκατηγορούμενοί της Κ και Σ παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη πρόκληση ζημίας στην περιουσία τρίτων, παρέσχε εις αυτούς απλή συνδρομή στην άδικη πράξη της απάτης την οποία από κοινού αυτοί τέλεσαν. Ειδικότερα στον παραπάνω τόπο και χρόνο συνέπραξε στην λήψη αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Τετάρτη Εξουσία Α.Ε." με την οποία απεφασίσθη η αγορά εταιρικών μεριδίων του Κ στην εταιρία "CLEVER HELLAS Ε.Π.Ε.", ενώ εγνώριζε ότι δεν συνέτρεχαν οι όροι του άρθρου 6 του καταστατικού της εταιρίας "CLEVER HELLAS Ε.Π.Ε." και ειδικότερα ότι: α) σε απάντηση της από 18-2-2000 προσκλήσεως-Γνωστοποιήσεως των συγκατηγορουμένων της Κ και Σ οι εγκαλούντες Ξ και Φ την1-3-2000 είχαν επιδώσει εις τούτους την από 29-2-2000 εξώδικη δήλωση-απάντηση με την οποίαν είχαν δηλώσει ρητά την επιθυμία τους να αγοράσουν τα εκ μέρους τους μεταβιβαζόμενα μερίδια της εταιρίας β) Η από 18-2-2000 πρόσκληση-γνωστοποίησή τους δεν αφορούσε την μεταβίβαση τεσσάρων μόνον εταιρικών μεριδίων του Κ, αλλά είχε περιεχόμενο ουσιωδώς διάφορο, αφού αφορούσε την μεταβίβαση 11.990 εταιρικών μεριδίων του Κ και 990 εταιρικών μεριδίων της Σ και γ) ουδέποτε ο Κ είχε γνωστοποιήσει εις τους παραπάνω εγκαλούντας την πρόθεσή του να μεταβιβάσει τέσσαρα μόνο εταιρικά μερίδια και ουδέποτε τους είχε προσκαλέσει να εκδηλώσουν την επιθυμία και την δυνατότητά τους να τα αγοράσουν, με αποτέλεσμα, με την σύμπραξή της και την προσκόμιση του συγκεκριμένου πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας "ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ Α.Ε.", εις το οποίο η ίδια συμμετείχε, στην Συμβολαιογράφο Θετ. Καφαντάρη, να συνδράμει στην σύνταξη του υπ'αριθ. 16722/2000 συμβολαίου αγοραπωλησίας εταιρικών μεριδίων, η οποία είχε ως περαιτέρω συνέπεια, όπως άλλωστε και επεδίωκε, την πρόκληση ζημίας στην περιουσία των εγκαλούντων Ξ και Φ, με τον τρόπο και κατά το ύψος που περιγράφεται αναλυτικά παραπάνω. Μετά ταύτα το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δια του προσβαλλομένου ως άνω βουλεύματός του απέρριψε ως κατ'ουσίαν αβάσιμες τις με αριθ. 485/2004, 502/2004 και 484/2004 των κατηγορουμένων Χ, Ζ και Ψ, αντιστοίχως κατά του υπ'αριθμ. 3844/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκύρωσε τούτο ως προς την διάταξίν του που παρεπέμφθησαν ούτοι εις το ακροατήριον του αρμοδίου δικαστηρίου για την πράξιν της αμέσου συνεργείας ο πρώτος και δεύτερος και απλής συνεργείας η τρίτη στην πράξιν της απάτης τελεσθείσαν κατ'επάγγελμα και η προκληθείσα εκ ταύτης ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ υπό των εκ των κατηγορουμένων Κ και Σ.
Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο παραπεμπτικό βούλευμα στερείται της κατά τα άρθρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης. Ειδικότερον: α) Ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται ότι, καθόσον αφορά τους αυτουργούς της περιγραφομένης ως άνω πράξεως της απάτης (Κ και Σ), συντρέχουν εις το πρόσωπό των αι επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα τέλεσής της εκ της οποίας προεκλήθη ζημία εις βάρος των παθόντων και αντίστοιχο όφελος των ως άνω κατηγορουμένων που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ουδόλως εκτίθενται εις αυτό τα πραγματικά περιστατικά και αι αντίστοιχες σκέψεις του Συμβουλίου που αξιώνει ο νόμος για την στοιχειοθέτηση των επιβαρυντικών αυτών περιστάσεων και αι οποίες πρέπει να συντρέχουν εις το πρόσωπο των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, ως αμέσων συνεργών στην παραπάνω κακουργηματική πράξιν της απάτης των εξ αυτών Χ και Ζ και της απλής συνέργειας εις ταύτην της Ψ. β) Εκτός τούτου, ουδόλως μνημονεύει τα αποδεικτικά μέσα, ούτε κατά το είδος τους, από τα οποία προέκυψαν τα αναφερόμενα περιστατικά, γεγονός που δεν νομιμοποιείται εκ της καθολικής αναφοράς του στην εισαγγελική πρόταση, εξ ου συνάγεται ότι δεν αξιολογήθηκε υπό του παραπάνω Συμβουλίου και το περιεχόμενο του από 6-10-2004 υπομνήματος της εκκαλούσης Ψ καθώς και των συνημμένων εις τούτο εγγράφων. Ενταύθα επισημαίνεται ότι η διάταξη του άρθρ. 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ., όπως συνεπληρώθη με το άρθρ. 19 ν. 4090/60, εφαρμόζεται αναλόγως και στην διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, σύμφωνα με το άρθρ. 316 παρ. 2 Κ.Π.Δ. Από το παραπάνω υπόμνημα της παραπάνω κατηγορουμένης, μεταξύ των άλλων, προκύπτει ότι προσήγαγε αυτή σχετικά έγγραφα τα οποία έτσι δεν προκύπτει ότι αξιολογήθηκαν. γ) Ενώ ο εκ των αναιρεσειόντων Χ με το απολογητικό του υπόμνημα ενώπιον του Ανακριτού του 24ου τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών προέβαλε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τον αυτοτελή ισχυρισμό του περί πραγματικής πλάνης, συνιστώμενο εις το ότι αφ'ενός μεν δεν εγνώριζε τους όρους του καταστατικού της εταιρίας "CLEVER HELLAS Ε.Π.Ε." και ειδικώτερον του άρθρ. 6 αυτού εις τα πλαίσια του οποίου συνεβλήθη ούτος στην κατάρτιση του υπ'αριθμ. 16722/2000 Συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Θετ. Καφαντάρη για λογαριασμό της εταιρίας με την επωνυμία "ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" αφ'ετέρου δε το περιεχόμενο των από 18-2-2000 και 29-2-2000 εξωδίκων προσκλήσεων των εκ των κατηγορουμένων Κ και Σ προς τους εγκαλούντας, το προσβαλλόμενο βούλευμα καθώς και η εισαγγελική πρόταση, στην οποία τούτο καθ'ολοκληρία αναφέρεται, αντί, ως όφειλε να αιτιολογήσει την απόρριψη του εν λόγω αυτοτελούς ισχυρισμού του, αντιπαρήλθε σιγή τούτον, χωρίς να ασχοληθεί με αυτόν, εν όψει μάλιστα και του γεγονότος ότι αι αποφάσεις των συλλογικών οργάνων τόσον της παραπάνω εταιρίας όσον και των λοιπών που εξουσιοδοτούσαν τους εξ αυτών Ζ και Ψ να παραστούν για λογαριασμόν των κατά την σύνταξιν του προαναφερθέντος Συμβολαίου, δεν ήτο αληθείς και γνήσιαι αφού παράλληλα γίνεται δεκτό ότι ουδέποτε είχαν συνεδριάσει τις συγκεκριμένες ημερομηνίες το Διοικητικό Συμβούλιο τόσον της παραπάνω εταιρίας όσον και των υπολοίπων και ουδέποτε είχαν ληφθεί αι σχετικές αποφάσεις. Δεν αποτελεί δε επαρκή αιτιολογία η απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού η αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία καθ'ολοκληρίαν ανεφέρθη το Συμβούλιο Εφετών, ότι "οι εκκαλούντες ουδέν το νεώτερον και σημαντικόν επικαλούνται, αρκούμενοι στην επανάληψη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι, κατά τα ανωτέρω έχουν εκτιμηθεί επιτυχώς και κριθεί νομίμως", καθώς και η απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού δια του εκκαλουμένου υπ'αριθ. 3844/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με μόνη την φερομένην ως δήλωσιν των παραπάνω κατηγορουμένων ενώπιον της προδιαληφθείσης Συμβολαιογράφου "...ότι γνωρίζουν καλά τα βιβλία, την οικονομική κατάσταση, τις εργασίες της εταιρίας, το καταστατικό της και όλα τα έγγραφα που την αφορούν", όταν τούτο αφ'ενός μεν δεν επιβεβαιούται από κανένα άλλο στοιχείο αφ'ετέρου δε η εν λόγω δήλωσις δεν διευκρινίζεται αν αφορά και τα συγκεκριμένα ως άνω έγγραφα που προσεκομίσθησαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου για την κατάρτισιν του εν λόγω Συμβολαίου.
Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω και ως προς την πράξιν της α) αμέσου συνεργείας στην πράξιν της απάτης εις βαθμόν κακουργήματος που φέρεται ότι ετελέσθη υπό των αναιρεσειόντων Χ και Ζ καθώς και της β) Απλής συνεργείας εις την ιδίαν ως άνω πράξιν που φέρεται ότι ετελέσθη υπό της Ψ, είναι βάσιμος κατ'ουσίαν περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας λόγος της υπό κρίσιν αιτήσεως αναιρέσεώς των και γι'αυτό πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο βούλευμα μόνον ως προς την παραπεμπτική διάταξή του εις βάρος των παραπάνω κατηγορουμένων της αμέσου και απλής συνεργείας στην πράξιν της απάτης εις βαθμόν κακουργήματος και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστάς, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρ. 485 παρ. 1, 519 Κ.Π.Δ.) επεκταθεί δε το αποτέλεσμα τούτο κατ'άρθρ. 469 Κ.Π.Δ., και ως προς τους εκ των κατηγορουμένων για την ιδίαν πράξιν Ρ που συνεβλήθη ως εκπρόσωπος της εταιρίας "STALMARK ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και Μ, ως εκπρόσωπος της εταιρείας "ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", καθ'όσον ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως δεν αναφέρεται αποκλειστικά εις το πρόσωπον των κατηγορουμένων που ήσκησαν το ένδικο μέσο της αναίρεσης και ωφελεί και τους λοιπούς ως άνω κατηγορουμένους που δεν ήσκησαν το εν λόγω ένδικο μέσον.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω: Ι) Να γίνουν δεκτές αι υπ'αριθ. 110/17-5-2007, 104/2-5-2007 και 105/4-5-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ, Ζ και Ψ, αντιστοίχως.

ΙΙ) Να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με αριθ. 520/2007 και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστάς.

ΙΙΙ) Να επεκτεθεί το αποτέλεσμα τούτο και ως προς τους εκ των κατηγορουμένων Ρ και Μ, κατηγορουμένων για την ιδίαν πράξιν της αμέσου συνεργείας στην πράξιν της απάτης εις βαθμόν κακουργήματος που δεν ήσκησαν το ένδικο μέσο της αναιρέσεως.
Αθήναι τη 27 Αυγούστου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες τρεις αιτήσεις αναιρέσεως α) από 17.5.2007 του Χ, β) από 2.5.2007 του Ζ και γ) από 4.5.2007 της Ψ, κατά του 520/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, πρέπει να συνεδικασθούν, ως συναφείς.
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης τελείται με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει, με πράξη, παράλειψη ή ανοχή, σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον, με σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται πραγματοποίηση του σκοπού αυτού. Εκείνος που εξαπατήθηκε δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με αυτόν που ζημιώθηκε. Έτσι, υπάρχει απάτη και όταν ο παραπλανηθείς είναι πρόσωπο διάφορο του βλαπτομένου, αρκεί να μπορεί ο παραπλανηθείς, από τα πράγματα ή κατά νόμον, να ενεργήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη, όπως είναι και ο συμβολαιογράφος, όταν πείθεται από την ψευδή δήλωση του δράστη και συντάσσει συμβόλαιο, με το οποίο επέρχεται περιουσιακή βλάβη σε τρίτον. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ). Περιουσιακή βλάβη (ζημία) θεωρείται οποιαδήποτε μείωση της αξίας της περιουσίας, αλλά και η κατ' αυτής απειλή, όταν δημιουργεί χειροτέρευση της ενεστώσας αξίας αυτής. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1β και 47 παρ. 1 ΠΚ, άμεσος συνεργός είναι αυτός που με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον δράστη κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της άδικης πράξεως που εκείνος διέπραξε, απλός δε συνεργός όποιος, εκτός από την προηγούμενη περίπτωση, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που ο άλλος διέπραξε. Στο έγκλημα της απάτης μπορούν να υπάρξουν και οι δύο μορφές συνέργειας. Προϋπόθεση, όμως, για τη θεμελίωση της ευθύνης του άμεσου ή του απλού συνεργού είναι ο δόλος του, ο οποίος έγκειται επί άμεσης μεν συνέργειας στην ηθελημένη παροχή συνδρομής στον αυτουργό κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση άδικης πράξεως και στη γνώση ότι η συνδρομή παρέχεται κατά την εκτέλεση άδικης πράξαεως, επί απλής δε συνέργειας στη γνώση της τελέσεως απ' τον αυτουργό ορισμένης άδικης πράξεως και στη θέληση να συμβάλει με τη συνδρομή στην πραγμάτωσή της. Αν για την τέλεση της κύριας πράξεως απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, πρέπει και ο συνεργός τέτοιας πράξεως να πράττει με τον ίδιο δόλο. Τέλος, κατά το άρθρο 49 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις, που επιτείνουν, μειώνουν ή αποκλείουν την ποινή, λαμβάνονται υπόψη μόνον για εκείνον τον συμμέτοχο στον οποίο υπάρχουν. Από τον συνδυασμό όλων των ανωτέρω συνάγεται ότι η κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση της πράξεως της απάτης πρέπει να συντρέχει ιδιαίτερα και αυτοτελώς και στο πρόσωπο του συνεργού για να έχει και γι' αυτόν η πράξη της συνέργειας (άμεσης ή απλής) κακουργηματικό χαρακτήρα και δεν είναι αρκετό ότι η κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση της πράξεως συντρέχει στο πρόσωπο του αυτουργού. Εξάλλου, η κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο αξιόποινης πράξεως, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως το να έχει τελεσθεί η πράξη "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού, δηλαδή άμεσο δόλο, όπως συμβαίνει και επί απάτης, οπότε απαιτείται να αιτιολογείται ειδικώς και η γνώση αυτή. Έτσι, προκειμένου για συνέργεια σε απάτη, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού για συνέργεια σε απάτη βουλεύματος, στερείται της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο την ύπαρξη του άμεσου δόλου του συνεργού. Η ειδική αυτή αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται, εν όλω ή εν μέρει, στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα, όπου συμπληρωματικά αναφέρεται η πρόταση του Εισαγγελέα, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην εισαγγελική πρόταση, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις που στηρίζουν την πρόταση με την οποία συντάσσεται και το Συμβούλιο. Η επιτρεπτή αυτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση καλύπτει και τη μνεία των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε (μετά την αναίρεση, με την 1151/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου, του 776/2005 προηγουμένου ομοίου), έκρινε ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών ορθώς παρέπεμψε τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους, με το 3844/2004 βούλευμά του, στο ακροατήριο του Τριμελούς για κακουργήματα Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν οι μεν Χ και Ζ για από κοινού μεταξύ τους και με τους Ρ και Μ κακουργηματική άμεση συνέργεια σε κακουργηματική απάτη, τελεσθείσα από τους συγκατηγορουμένους αυτών Κ και Σ, η δε Ψ για κακουργηματική απλή συνέργεια στην ίδια κακουργηματική απάτη. Ακολούθως απέρριψε κατ' ουσίαν τις εφέσεις των αναιρεσειόντων και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμά του εισαγγελική πρόταση, αναφορά που καλύπτει και τα εκεί μνημονευόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε, για τους αναιρεσείοντες και τους ανωτέρω φυσικούς αυτουργούς, τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στην πρόταση αυτή, η οποία αναφέρεται μεν κυρίως στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, διαλαμβάνει όμως και ίδιες σκέψεις, έτσι ώστε, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τους αναιρεσείοντες, η δευτεροβάθμια κρίση δεν στηρίζεται αποκλειστικά και μόνον στο πρωτόδικο βούλευμα. Συγκεκριμένα δέχθηκε τα εξής: "Οι Ξ και Φ (εγκαλούντες) είναι δύο εκ των τεσσάρων εταίρων της εταιρίας "ΚΛΕΒΕΡ ΕΛΛΑΣ (CLEVER HELLAS) - ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΩΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ", η οποία εδρεύει στην Αθήνα. Ο πρώτος τούτων είχε 6.000 εταιρικά μερίδια και μία μερίδα συμμετοχής και η δευτέρα 1000 εταιρικά μερίδια και επίσης μία μερίδα συμμετοχής. Στην ίδια εταιρία μετείχαν και οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι (εννοούνται οι Κ και Σ). Ο μεν πρώτος Κ με 12.000 εταιρικά μερίδια και μία μερίδα συμμετοχής, η δε δευτέρα Σ με 1000 εταιρικά μερίδια και επίσης μία μερίδα συμμετοχής. Σύμφωνα με το άρθρο 7 του κωδικοποιημένου καταστατικού της εν λόγω εταιρίας "οι αποφάσεις στην Γενική Συνέλευση λαμβάνονται με πλειοψηφία πλέον του ημίσεως του όλου αριθμού των εταίρων εκπροσωπούντων πλέον του ημίσεως του όλου εταιρικού κεφαλαίου". Με βάση την ρύθμιση αυτή για να ληφθεί έγκυρη απόφαση της Συνελεύσεως των εταίρων, απαιτείται συμφωνία τριών εκ των τεσσάρων εταίρων. Πέραν τούτου, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ιδίου καταστατικού "Η μεταβίβαση του όλου ή μέρους των εταιρικών μεριδίων είναι ελεύθερη μεταξύ των εταίρων, απαγορεύεται όμως η μεταβίβαση του όλου ή μέρους των εταιρικών μεριδίων με πράξη εν ζωή ή αιτία θανάτου προς τρίτους μη εταίρους χωρίς προηγούμενη απόφαση της Συνέλευσης των εταίρων. Η απόφαση αυτή θα λαμβάνεται με πλειοψηφία των τριών τετάρτων (3/4) του όλου αριθμού των εταίρων, εκπροσωπούντων τα τρία τέταρτα (3/4) του όλου εταιρικού κεφαλαίου. Σε περίπτωση κατά την οποία επιθυμεί κάποιος από τους εταίρους να αποχωρήσει από την εταιρία, υποχρεούται να προσφέρει το εταιρικό μερίδιο ή τα μερίδια συμμετοχής του ή μέρος αυτού, στους λοιπούς μεριδούχους κατά το λόγο της συμμετοχής καθενός στην εταιρία. Σε περίπτωση δε κατά την οποία οι λοιποί μεριδούχοι δεν μπορούν ή δεν επιθυμούν να εξαγοράσουν τα μεταβιβαζόμενα εταιρικά μερίδια, τότε μόνο θα είναι δυνατή η σε τρίτο ή σε τρίτους ελεύθερη μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους των εταιρικών μεριδίων. Η πρόσκληση των εταίρων για να δηλώσουν αν θα εξαγοράσουν μερίδιο ή μερίδια θα γίνεται εγγράφως θα τάσσεται δε στους εταίρους προθεσμία ενός (1) μηνός για να απαντήσουν εγγράφως, αφού δε παρέλθει η προθεσμία άπρακτη, θα μπορεί ο εταίρος που επιθυμεί, να μεταβιβάσει ελεύθερα σε τρίτους μη μεριδούχους το ή τα πωλούμενα απ' αυτόν εταιρικά μερίδια....". Επομένως και με βάση την παραπάνω διάταξη απαραίτητες προϋποθέσεις για την μεταβίβαση από τους εταίρους σε τρίτους εταιρικών μεριδίων τους ήταν: α) προηγούμενη προ μηνός, τουλάχιστον, γραπτή πρόσκληση και προσφορά εκ μέρους των πωλούντων προς τους λοιπούς εταίρους για να διαπιστωθεί η δυνατότητα ή επιθυμία τους να αγοράσουν τα προς μεταβίβαση μερίδια και β) προηγούμενη απόφαση της Συνελεύσεως των εταίρων, η οποία θα ήταν έγκυρη μόνο αν συμφωνούσαν και οι λοιποί εταίροι στη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων σε τρίτους. Στις 22-2-2000 οι κατηγορούμενοι Κ και Σ επέδωσαν στους εγκαλούντας την από 18-2-2000 Πρόσκληση - Γνωστοποίηση με την οποία: α) τους γνωστοποιούσαν τη σύγκληση έκτακτης Συνελεύσεως των εταίρων της CLEVER HELLAS για τις 2-3-2000 με θέματα, μεταξύ άλλων, τη μεταβίβαση των 11.990 και των 990, αντιστοίχως, εταιρικών μεριδίων τους (εκ του συνόλου των 12.000 και 1000 που κατείχον αντιστοίχως), β) τους προσκαλούσαν, χωρίς να κάνουν ρητή προσφορά, να εκδηλώσουν τη δυνατότητα ή επιθυμία τους για την αγορά των ως άνω μεριδίων και γ) τους δήλωναν ότι αν παρερχόταν η ως άνω προθεσμία, δηλ. των οκτώ (8) ημερών, θα εθεωρείτο ότι δεν υφίστατο ενδιαφέρον ή δυνατότητα εξαγοράς των μεριδίων τους από μέρους τους. Οι εγκαλούντες με την από 29-2-2000 εξώδικη δήλωση-απάντησή τους προς τους εν λόγω κατηγορουμένους τους γνωστοποίησαν ότι η παραπάνω πρόσκλησή τους δεν ήταν νόμιμη, επειδή δεν υπήρχε ρητή πρόταση-προσφορά, δεν προσδιοριζόταν το τίμημα και δεν είχε τηρηθεί η προθεσμία του ενός μηνός για να απαντήσουν, ενώ τους δήλωσαν ρητώς ότι σε κάθε περίπτωση είχαν την πρόθεση να αγοράσουν τα μεταβιβαζόμενα εκ μέρους τους εταιρικά μερίδια. Παρά ταύτα την 8 Μαΐου 2000 στην Αθήνα, ο Κ, ενεφανίσθη ως πωλητής, με την επίσης κατηγορουμένη σύζυγό του Σ, ως εκ τρίτου συμβαλλομένη, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Θέτιδας Καφαντάρη στην οποία δήλωσε ότι : Ι) παρήλθε δήθεν άπρακτη η ταχθείσα από αυτούς, με βάση το καταστατικό της εταιρίας "CLEVER HELLAS EΠΕ", προθεσμία του ενός μηνός από την κοινοποίηση της από 18-2-2000 προσκλήσεως και γνωστοποιήσεως προς τους Ξ και Φ, εταίρους της ως άνω εταιρίας, προκειμένου να δηλώσουν, σύμφωνα με την ανωτέρω πρόσκληση, αν θα αγοράσουν τα πωλούμενα μερίδιά τους σ'αυτήν και
ΙΙ) ότι μετά την πάροδο της εν λόγω προθεσμίας και την έλλειψη, δήθεν, απάντησης εκ μέρους των παραπάνω προσώπων, μεταβίβασε τέσσερα εταιρικά μερίδια του στις εταιρείες με τις επωνυμίες "ΠΕΛΟΠΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", "STALMARK ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", "ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και "ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", αποκρύπτοντας αθέμιτα την αλήθεια, την οποία εγνώριζε και την οποία είχε υποχρέωση να αποκαλύψει με βάση τις αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών συναλλακτικών ηθών και ειδικότερα χ) ότι σε απάντηση της ως άνω από 18-2-2000 προσκλήσεως-γνωστοποιήσεώς του οι Ξ και Φ του είχαν επιδώσει την από 29-2-2000 εξώδικη δήλωση-απάντησή τους με την οποία δήλωσαν ρητά την επιθυμία τους να αγοράσουν τα εκ μέρους του μεταβιβαζόμενα μερίδια της εταιρίας χχ) ότι η από 18-2-2000 πρόσκληση-γνωστοποίηση του δεν αφορούσε τη μεταβίβαση τεσσάρων μόνο εταιρικών μεριδίων του, αλλά είχε περιεχόμενο ουσιωδώς διάφορο, αφού αφορούσε τη μεταβίβαση 11.990 εταιρικών μεριδίων του και 990 εταιρικών μεριδίων της συζύγου του Σ και χχχ) ότι ουδέποτε είχε γνωστοποιήσει στους παραπάνω εγκαλούντες την πρόθεσή του να μεταβιβάσουν τέσσαρα μόνο εταιρικά μερίδια και ουδέποτε τους είχε προσκαλέσει να εκδηλώσουν την επιθυμία και την δυνατότητά τους να αγοράσουν". Περαιτέρω, δέχθηκε το Εφετείο ότι οι προαναφερθέντες κατηγορούμενοι Κ και Σ "προσκόμισαν στην προαναφερόμενη συμβολαιογράφο Θετ. Καφαντάρη τα έγγραφα: "Πρακτικό Έκτακτης Αυτόκλητης Καθολικής Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Ανωνύμου εταιρίας Εξουσία Εκδοτική Ανώνυμη Εταιρία της 2-5-2000", "Αντίγραφο Πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανώνυμης Εταιρίας Εξουσία Εκδοτική Ανώνυμη Εταιρία της 2-5-2000" και "Πρακτικό Έκτακτης Αυτόκλητης Καθολικής Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Ανωνύμου Εταιρίας Τετάρτη Εξουσία Εκδοτικές Επιχειρήσεις Ανώνυμη Εταιρία της 2-5-2000", στα οποία εν γνώσει του είχε βεβαιώσει ψευδώς ότι δήθεν αποτελούν ακριβή αντίγραφα από τα αντίστοιχα βιβλία πρακτικών των Γενικών Συνελεύσεων και των Διοικητικών Συμβουλίων των παραπάνω εταιριών, παριστάνοντας εν γνώσει του ψευδώς στην εν λόγω Συμβολαιογράφο ότι τα ανωτέρω πρακτικά περιέχονται δήθεν στα αντίστοιχα βιβλία των εν λόγω ανωνύμων εταιριών και ότι υπήρχαν δήθεν νόμιμες αποφάσεις των κατά νόμο συλλογικών οργάνων των εταιριών αυτών που εξουσιοδοτούσαν τον εκ των κατηγορουμένων και αναιρεσείοντα Χ καθώς και την εξ αυτών Μ να παραστούν σε συμβολαιογράφο για λογαριασμό των παραπάνω εταιριών και να αγοράσουν, για λογαριασμό τους, από τον Κ από ένα εταιρικό μερίδιο για κάθε μία εταιρία. Η αλήθεια όμως την οποία και ο ίδιος εγνώριζε είναι ότι στα αντίστοιχα βιβλία των εταιριών αυτών δεν περιέχονται τα συγκεκριμένα πρακτικά και ότι δεν υπήρχαν νόμιμες αποφάσεις των αρμοδίων κατά νόμον συλλογικών οργάνων τους με τις οποίες ενομιμοποιούντο οι Χ και Μ να τις εκπροσωπήσουν και να προβούν στην ανωτέρω αγορά. Με τον τρόπο αυτό παρεπλάνησε τη συμβολαιογράφο Θέτιδα Καφαντάρη, η οποία πίστεψε αφ' ενός μεν ότι είχαν τηρηθεί οι όροι του άρθρου 6 του καταστατικού της εταιρίας "CLEVER HELLAS EΠΕ", για να γίνει έγκυρη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων του σε πρόσωπα που δεν είχαν την ιδιότητα του εταίρου, αφετέρου δε ότι τα προαναφερθέντα ακριβή αντίγραφα των πρακτικών των εταιριών "ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΑΕ" και "ΕΞΟΥΣΙΑ ΑΕ" ήταν αληθινά, έγκυρα και γνήσια και ότι οι Χ και Μ ενομιμοποιούντο να παραστούν στη σύνταξη του σχετικού συμβολαίου, ως εκπρόσωποι των αγοραστριών εταιριών και έτσι την έπεισε να προβεί στην σύνταξη του υπ' αριθ. 16722/2000 συμβολαίου της, με το οποίο μεταβίβασε τέσσερα εταιρικά μερίδια του (ανά ένα) στις εταιρίες "ΠΕΛΟΠΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", "STALMARK ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", "ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και "ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", με αποτέλεσμα να εισέλθουν στην εταιρία (δηλ. την CLEVER HELLAS Ε.Π.Ε.) τέσσερις νέοι εταίροι, συμφερόντων του ιδίου και της συζύγου του και επίσης κατηγορουμένης Σ και έτσι αθέμιτα να ανατραπεί υπέρ αυτού η ισορροπία δυνάμεων στην εν λόγω εταιρία, αφού οι εταιρικές μερίδες από τέσσερις, ήτοι του ιδίου, της Σ, του Ξ και της Φ, έγιναν οκτώ, αποτέλεσμα που συνδεόταν αρρήκτως και αμέσως με τον εκ μέρους του μονομερή όπως και επεδίωκε σχηματισμό εταιρικής πλειοψηφίας και έτσι ζημιώθηκε η περιουσία των εγκαλούντων Ξ και Φ κατά το ποσόν των εβδομήντα εκατομμυρίων (70.000.000) δρχ. τουλάχιστον, επειδή το ποσοστό τους στις Γενικές Συνελεύσεις για την λήψη των διαφόρων αποφάσεων μειώθηκε από 50% σε 25%, εκμηδενίσθηκε η αγοραστική αξία των εταιρικών τους μεριδίων, η ονομαστική αξία των οποίων ανερχόταν το έτος 1995 στο παραπάνω ποσό των εβδομήντα εκατομμυρίων (70.000.000) δρχ., ενώ ωφελήθηκε αντίστοιχα ο ίδιος και η σύζυγός του Σ, καθόσον η αγοραστική αξία των εταιρικών μεριδίων τους αυξήθηκε κατακόρυφα, αφού εμφανίζονται ότι μπορούν πλέον να λαμβάνουν μόνοι τους αποφάσεις, χωρίς να απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της καταστατικής μειοψηφίας. Διαπράττει δε το έγκλημα της απάτης κατ' επάγγελμα αφού από την υποδομή που έχει διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, το δε συνολικό όφελός του με αντίστοιχη ζημία των παθόντων υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ.". Περαιτέρω δέχθηκε το Εφετείο ότι η κατηγορουμένη Σ "στην Αθήνα την 8-5-2000 από κοινού με τον συγκατηγορούμενο της Κ, με σκοπό να αποκομίσουν και οι δύο παράνομο περιουσιακό όφελος, με πρόθεση έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αθέμιτη απόκρυψη αληθινών γεγονότων, διαπράττει δε απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, το συνολικό δε όφελος από την πράξη της με αντίστοιχη ζημία των παθόντων υπερβαίνει το ποσόν των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ. ή 73.376 ευρώ. Ειδικότερα κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο εμφανίσθηκε ως εκ τρίτου συμβαλλομένη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Θέτιδας Καφαντάρη και 1) αποδέχθηκε τις δηλώσεις του συγκατηγορουμένου συζύγου της Κ, ο οποίος εδήλωσε ψευδώς στην εν λόγω Συμβολαιογράφο ότι: .........." (παρατίθενται και πάλι οι ανωτέρω δηλώσεις του Κ στη συμβολαιογράφο, οι ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις στην ίδια συμβολαιογράφο δια της προσκομίσεως σ' αυτήν, από τον Κ και τη σύζυγό του, των εκτεθέντων εγγράφων - πρακτικών, η συνεπεία της παραπλανήσεως της συμβολαιογράφου σύνταξη του ιδίου ως άνω 16722/2000 συμβολαίου της και η εντεύθεν ζημία των εγκαλούντων, επαναλαμβάνεται δε, όπως και ανωτέρω για τον Κ, η κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως με ζημία που υπερβαίνει τα 25.000.000 δρχ.). Περαιτέρω δέχθηκε το Εφετείο ότι οι εκ των κατηγορουμένων Χ, Ζ, Ρ και Μ"...... στην Αθήνα, στις 8 Μαΐου 2000, με πρόθεση και με σκοπό να αποκομίσουν οι Κ και Σ παράνομο περιουσιακό όφελος, από κοινού παρείχαν εις αυτούς άμεση συνδρομή στο έγκλημα της απάτης το οποίο αυτοί διέπραξαν. Ειδικώτερον κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο ενεφανίσθησαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Θέτιδας Καφαντάρη, στην οποία εδήλωσαν ότι ενεργούν ως νόμιμοι εκπρόσωποι ο Χ της εταιρίας "ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", ο Ζ της εταιρίας "ΠΕΛΟΠΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", ο Ρ της εταιρίας "STALMARK ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και η Μ της εταιρίας "ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και ότι αγοράζουν και αποδέχονται για λογαριασμό της εταιρίας που, κατά τα ανωτέρω, εκπροσωπούσε κάθε ένας από αυτούς την μεταβίβαση ενός εταιρικού μεριδίου από τον Κ ενώ εγνώριζαν 1) ότι δεν συνέτρεχαν οι όροι του άρθρου 6 του καταστατικού της εταιρίας "CLEVER HELLAS E.Π.Ε.", ότι οι συγκατηγορούμενοί τους Κ και Σ απέκρυψαν αθεμίτως από την παραπάνω Συμβολαιογράφο την αλήθεια και ειδικότερα ότι: α) σε απάντηση της ως άνω από 18-2-2000 προσκλήσεως - γνωστοποιήσεως των εν λόγω συγκατηγορουμένων τους Κ και Σ οι εγκαλούντες Ξ και Φ είχαν επιδώσει σ' αυτούς την 1-3-2000 την από 29-2-2000 εξώδικη δήλωση-απάντησή τους, με την οποία τους είχαν δηλώσει ρητά την επιθυμία τους να αγοράσουν τα εκ μέρους τους μεταβιβαζόμενα μερίδια της εταιρίας "CLEVER HELLAS E.Π.Ε.", β) ότι η από 18-2-2000 πρόσκληση-γνωστοποίησή τους δεν αφορούσε τη μεταβίβαση τεσσάρων μόνον εταιρικών μεριδίων του Κ, αλλά είχε περιεχόμενο ουσιωδώς διάφορο, αφού αφορούσε μεταβίβαση 1990 μεριδίων του και 990 μεριδίων της Σ και γ) ότι ουδέποτε ο Κ είχε γνωστοποιήσει στους εγκαλούντες την πρόθεσή του να μεταβιβάσει τέσσαρα μόνον εταιρικά μερίδια και ουδέποτε τους είχε προσκαλέσει να εκδηλώσουν την επιθυμία και την δυνατότητά τους να τα αγοράσουν 2) ότι οι συγκατηγορούμενοί τους Κ και Σ προσκόμισαν στην παραπάνω συμβολαιογράφο τα έγγραφα "Πρακτικό 'Εκτακτης Αυτόκλητης Καθολικής Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Ανωνύμου Εταιρίας Εξουσία Εκδοτική Ανώνυμη Εταιρία της 2-5-2000", "Αντίγραφο πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανώνυμης εταιρίας Εξουσία Εκδοτική Ανώνυμη Εταιρία της 2-5-2000" και "Πρακτικό 'Εκτακτης Αυτόκλητης Καθολικής Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Ανωνύμου Εταιρίας Τετάρτη Εξουσία Εκδοτικές Επιχειρήσεις Ανώνυμη Εταιρία της 2-5-2000" στα οποία ο Κ είχε βεβαιώσει εν γνώσει του ψευδώς ότι αυτά αποτελούν ακριβή, δήθεν, αντίγραφα από τα αντίστοιχα βιβλία των ανωτέρω εταιριών, οι οποίοι εξουσιοδοτούσαν, δήθεν, με νόμιμες αποφάσεις των νομίμων συλλογικών τους οργάνων τους Χ και Μ να παραστούν σε Συμβολαιογράφο και να αγοράσουν για λογαριασμό των εταιριών αυτών από τον Κ από ένα εταιρικό μερίδιο για κάθε μία εταιρία. Η αλήθεια όμως την οποία και εγνώριζαν είναι ότι στα αντίστοιχα βιβλία των προαναφερομένων εταιριών δεν περιέχονται τα συγκεκριμένα πρακτικά και ότι δεν υπήρχαν νόμιμες αποφάσεις των κατά νόμο συλλογικών οργάνων των παραπάνω εταιριών οι οποίες νομιμοποιούσαν τους Χ και Μ να εκπροσωπήσουν τις εταιρίες αυτές και να προβούν στην συγκεκριμένη αγορά, με αποτέλεσμα, το οποίον και επεδίωκαν οι Κ και Σ, με την σύμπραξή τους, η οποία ήταν αναγκαία για την σύνταξη του συγκεκριμένου υπ' αριθμ. 16722/2000 συμβολαίου αγοραπωλησίας εταιρικών μεριδίων, να παραπλανηθεί η συμβολαιογράφος Θεμ. Καφαντάρη και να πραγματοποιηθεί έτσι η εν λόγω μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων της εταιρίας "CLEVER HELLAS Ε.Π.Ε.", η οποία επέφερε ζημία στην περιουσία των εγκαλούντων Ξ και Φ με τον τρόπο και κατά το ύψος που περιγράφεται αναλυτικά παραπάνω. Και τέλος η Ψ, Στην Αθήνα στις 2 Μαΐου 2000, με πρόθεση και με σκοπό να αποκομίσουν οι συγκατηγορούμενοί της Κ και Σ παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη πρόκληση ζημίας στην περιουσία τρίτων, παρέσχε σ' αυτούς απλή συνδρομή στην άδικη πράξη της απάτης την οποία από κοινού αυτοί τέλεσαν. Ειδικότερα στον παραπάνω τόπο και χρόνο συνέπραξε στη λήψη αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Τετάρτη Εξουσία Α.Ε." με την οποία αποφασίστηκε η αγορά εταιρικών μεριδίων του Κ στην εταιρία "CLEVER HELLAS Ε.Π.Ε.", ενώ εγνώριζε ότι δεν συνέτρεχαν οι όροι του άρθρου 6 του καταστατικού της εταιρίας "CLEVER HELLAS Ε.Π.Ε." και ειδικότερα ότι: α) σε απάντηση της από 18-2-2000 προσκλήσεως - Γνωστοποιήσεως των συγκατηγορουμένων της Κ και Σ, οι εγκαλούντες Ξ και Φ την 1-3-2000 τους είχαν επιδώσει την από 29-2-2000 εξώδικη δήλωση-απάντηση με την οποία είχαν δηλώσει ρητά την επιθυμία τους να αγοράσουν τα εκ μέρους τους μεταβιβαζόμενα μερίδια της εταιρίας β) η από 18-2-2000 πρόσκληση-γνωστοποίησή τους δεν αφορούσε τη μεταβίβαση τεσσάρων μόνον εταιρικών μεριδίων του Κ, αλλά είχε περιεχόμενο ουσιωδώς διάφορο, αφού αφορούσε τη μεταβίβαση 11.990 εταιρικών μεριδίων του Κ και 990 εταιρικών μεριδίων της Σ και γ) ουδέποτε ο Κ είχε γνωστοποιήσει στους παραπάνω εγκαλούντες την πρόθεσή του να μεταβιβάσει τέσσερα μόνο εταιρικά μερίδια και ουδέποτε τους είχε προσκαλέσει να εκδηλώσουν την επιθυμία και την δυνατότητά τους να τα αγοράσουν, με αποτέλεσμα, με την σύμπραξή της και την προσκόμιση του συγκεκριμένου πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας "ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ Α.Ε.", στο οποίο η ίδια συμμετείχε, στη συμβολαιογράφο Θετ. Καφαντάρη, να συνδράμει στη σύνταξη του υπ'αριθ. 16722/2000 συμβολαίου αγοραπωλησίας εταιρικών μεριδίων, η οποία είχε ως περαιτέρω συνέπεια, όπως άλλωστε και επεδίωκε, την πρόκληση ζημίας στην περιουσία των εγκαλούντων Ξ και Φ, με τον τρόπο και κατά το ύψος που περιγράφεται αναλυτικά παραπάνω.........".
Με αυτά που ανελέγκτως δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την κακουργηματική άμεση και απλή συνέργεια των αναιρεσειόντων στην πράξη της κακουργηματικής απάτης των Κ και Σ. Ειδικότερα, ούτε στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, που προπαρατέθηκε, ούτε στο διατακτικό του δι' αυτού επικυρωθέντος πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο Εφετών ότι οι εν λόγω αναιρεσείοντες γνώριζαν τους όρους του καταστατικού της εταιρείας CLEVER HELLAS ΕΠΕ και συγκεκριμένα το περιεχόμενο του άρθρου 6 αυτού και περαιτέρω ότι γνώριζαν περί της ανταλλαγής και του περιεχομένου των εξωδίκων προσκλήσεων - γνωστοποιήσεων μεταξύ των εγκαλούντων και των Κ και Σ, οι δε εξ αυτών άμεσοι συνεργοί ότι γνώριζαν, επίσης, πως δεν υπήρχαν νόμιμες αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων των εταιριών "ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΕ" και "ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΕ". Εκείνο που εκτίθεται στην εισαγγελική πρόταση του πρωτοδίκου βουλεύματος, το οποίο δέχθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα δια της αναφοράς του σ' εκείνο, όπως προεκτέθηκε, ότι δηλαδή στο κρίσιμο 16723/2000 συμβόλαιο αγοραπωλησίας εταιρικών μεριδίων της συμβολαιογράφου Θέτιδας Καφαντάρη έχει καταχωρηθεί δήλωση των εκπροσώπων των αγοραστριών ανωνύμων εταιριών, σύμφωνα με την οποία αυτοί "γνωρίζουν καλά τα βιβλία, την οικονομική κατάσταση, τις εργασίες της εταιρίας, το καταστατικό της και όλα τα έγγραφα που την αφορούν", δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία της ανωτέρω γνώσεως, ακόμα περισσότερο αφού από την παραδοχή αυτή δεν αιτιολογείται η γνώση των συνεργών περί των ως άνω εξωδίκων προσκλήσεων - γνωστοποιήσεων. Η δήλωση αυτή, άλλωστε, δεν αφορά και στην απλή συνεργό αναιρεσείουσα, η οποία δεν έχει συμβληθεί, κατά την οικεία κατηγορία, στην ανωτέρω συμβολαιογραφική πράξη αγοραπωλησίας εταιρικών μεριδίων. Επομένως, οι εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ λόγοι των υπό κρίση αιτήσεων, που πλήττουν το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την ως άνω γνώση των αναιρεσειόντων, είναι βάσιμοι. Ο ίδιος, όμως, λόγος, κατά το μέρος που προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα Χ με την επίκληση της μη ειδικής αιτιολογήσεως της συνδρομής στο πρόσωπό του αυτοτελώς της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της άμεσης συνέργειας που του αποδίδεται, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον η παραπομπή του εν λόγω αναιρεσείοντος (όπως και των λοιπών) είναι σε βαθμό κακουργήματος λόγω του ύψους της εκ της απάτης ζημίας, μεγαλύτερης των 25.000.000 δρχ. και όχι λόγω συνδρομής περιστάσεων στο πρόσωπό του που συνεπάγονται την εφαρμογή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της πράξεώς του, ως αμέσου συνεργού σε κακουργηματική απάτη. Όπως, άλλωστε, προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, που επιτρεπτώς επισκοπούνται για την έρευνα της βασιμότητας του ανωτέρω λόγου, η ποινική δίωξη που ασκήθηκε ήταν για την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1, 3 περ. β' ΠΚ κακουργηματική απάτη, λόγω του ποσού της ζημίας, υπερβαίνουσας τα 25.000.000 δρχ., δηλαδή δεν περιελάμβανε την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τελέσεως της πράξεως, την οποία ούτε ο Ανακριτής έχει περιλάβει κατά την απαγγελία της οικείας κατηγορίας κατά των αναιρεσειόντων, όπως αντιθέτως συνέβη με τους φυσικούς αυτουργούς Κ και Σ.
Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα κατά το μέρος που αφορά στους αναιρεσείοντες, για έλλειψη αιτιολογίας κατά την ως άνω έννοια. Μετά δε την αναίρεση αυτή, ο λόγος της αιτήσεως του αυτού αναιρεσείοντος Χ για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού του περί (πραγματικής) πλάνης, ήτοι ισχυρισμού τείνοντος στον αποκλεισμό του δόλου του, είναι άνευ αντικειμένου. Το αποτέλεσμα αυτό πρέπει να επεκταθεί, κατά το άρθρο 469 ΚΠοινΔ και στους Ρ και Μ, οι οποίοι παραπέμφθηκαν με το πρωτόδικο βούλευμα για από κοινού με τους δύο πρώτους αναιρεσείοντες κακουργηματική άμεση συνέργεια σε κακουργηματική απάτη και δεν άσκησαν αναίρεση. Ακολούθως η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το 520/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, κατά το μέρος του που απέρριψε τις εφέσεις των αναιρεσειόντων 1) Χ, 2) Ζ και 3)Ψ, καθώς και εκείνες των Ρ και Μ κατά του 3844/2004 βουλεύματος του Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά το μέρος αυτό, κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 2008.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή