Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη τετελεσμένη από δράστη που διαπράττει κατ’ επάγγελμα και συνήθεια. Αναίρεση βουλεύματος με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει αιτιάσεις: α) για επιλεκτική χρήση των αποδεικτικών μέσων, β) ότι το Συμβούλιο έκανε καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση, γ) αιτιολογείται πλήρως η επιβαρυντική περίσταση του κατ’ επάγγελμα και συνήθεια. Απορρίπτει αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2244/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Οκτωβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 207/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Μαρτίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 591/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη με αριθμό 293/30.5.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠοινΔ, την υπ'αριθμ. 43/3-3-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ, οδ. ..... αριθμ. ..., η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από τον δικηγόρο Αθηνών Φώτιο Μήτση, δυνάμει της από 2-3-2008 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του υπ'αριθμ. 207/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ'αριθμ. 2142/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξεως της απάτης, από την οποία το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.). Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως αυτής εξεδόθη το υπ'αριθμ. 207/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε την έφεση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικύρωσε το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 20-2-2008 με θυροκόλληση, επειδή συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 155 Κ.Ποιν.Δ. Στη συνέχεια, την ίδια ημέρα, στις 20-2-2008, επιδόθηκε και στον διορισθέντα αντίκλητό του δικηγόρο Αθηνών Φώτιο Μήτση, η δε αίτηση ασκήθηκε την 3-3-2008, ημέρα Δευτέρα, ενώπιον της Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Αικ. Σωφρόνη, συνετάγη δε από εκείνη η υπ'αριθμ. 43/3-3-2008 έκθεση, στην οποία διατυπώνεται αναλυτικά ο λόγος για τον οποίο ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθεί ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβης ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Περιουσιακό δε όφελος υπάρχει όταν επιδιώκεται η αύξηση της περιουσίας του ιδίου του δράστη ή άλλου, καθώς και η ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσιακής καταστάσεως οποιουδήποτε εξ αυτών και είναι παράνομο το όφελος όταν ο δράστης ή το άλλο πρόσωπο δεν έχει νόμιμη αξίωση κατά του παθόντα.
Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης.
Εξάλλου κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ (ΑΠ 1023/2006). Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά, στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τί προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία αυτή επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή (ΑΠ 1687/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΓ σελ. 638, ΑΠ 336/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΒ, 978, ΑΠ 348/1996 σε Συμβούλιο Π.Χρ., ΜΖ, 33).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι από τη συνεκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων στην εισαγγελική πρόταση αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα από την ανωμοτί κατάθεση του εγκαλούντα Ψ, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο κατηγορούμενος Χ, που είχε ήδη παλαιότερα γνωριστεί με τον εγκαλούντα Ψ, στον οποίο είχε συστηθεί ως μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος, και με αποκλειστικό σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, προέβη στις παρακάτω ενέργειες:
Το Δεκέμβριο του έτους 2002, πλησίασε τον εγκαλούντα ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου και ως διευθύνων σύμβουλος της νεοσύστατης ανώνυμης εταιρείας "ΑΓΚΡΙΦΑΡΜ ΙΧΘΥΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΕΛΛΑΣ" με έδρα το Καλαμάκι Κορινθίας και εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη που ο εγκαλών επέδειξε στο πρόσωπό του, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς σ'αυτόν (εγκαλούντα) ότι η εν λόγω εταιρεία πρόκειται να προβεί σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου και να εισαχθεί στο χρηματιστήριο, ότι η αγορά μετοχών της εν λόγω εταιρείας θα ήταν επωφελής επένδυση, διότι πρόκειται για επιχείρηση φερέγγυα κι επικερδή και ότι έχει τη δυνατότητα να μεσολαβήσει προκειμένου ο εγκαλών να αγοράσει μετοχές της εν λόγω εταιρείας, αξίας 145.000 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό έπεισε τον εγκαλούντα να του παραδώσει τμηματικά, στο χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο 2002 έως Ιανουάριο 2003 το προαναφερόμενο συνολικό ποσό των 145.000 ευρώ με αποκλειστικό σκοπό να λάβει το αντίστοιχο ποσό μετοχών, με προοπτική να προβεί η εν λόγω εταιρεία σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου και να εισαχθεί στο χρηματιστήριο.
Ο εγκαλών καταγγέλει στη συνέχεια ότι αυτός κατέβαλε τμηματικά το άνω χρηματικό ποσό δίχως να λάβει τα σώματα των τίτλων ή κάποιο ανάλογο παραστατικό, αφού κατά τους ισχυρισμούς του δεν είχαν ακόμη τυπωθεί.
Ο ίδιος εγκαλών στην από 5-1-2006 έκθεση ανωμοτί εξέτασής του ενώπιον του ανακριτή ισχυρίζεται ότι έλαβε και αποδείξεις από τον κατηγορούμενο, όπου φέρεται ότι έδινε τα χρήματα αυτά σε κάλυψη τμήματος του μετοχικού κεφαλαίου, τις οποίες αποδείξεις κατόπιν επέστρεψε στον κατηγορούμενο προκειμένου αυτός να τις αντικαταστήσει με έξι (6) συναλλαγματικές αποδοχής της εταιρείας του ενώ δεν προσκομίζονται παραστατικά τραπεζών ή αντίστοιχο βιβλιάριο κινήσεως τραπεζικού λογαριασμού από τα οποία να προκύπτει η εκταμίευση του χρηματικού ποσού 145.000 ευρώ γιατί ο τηρούμενος από τον εγκαλούντα λογαριασμός στην Εθνική Τράπεζα ήταν όψεως και όχι ταμιευτηρίου ως προς τον οποίο το πιστωτικό ίδρυμα δηλώνει δυσχέρεια ευρέσεως αντιστοίχων παραστατικών των ετών 2003-2004.
Μετά από μερικούς μήνες όταν ο εγκαλών απαίτησε να του παραδοθούν οι τίτλοι των μετοχών ο κατηγορούμενος εξήγησε σ'αυτόν ότι η εν λόγω επένδυση είχε ματαιωθεί επειδή δήθεν οι άγγλοι συνεταίροι δεν συναινούσαν στην μεταβίβαση των μετοχών προς τρίτους, ενώ απέκρυψε εν γνώσει του την αλήθεια την οποία ως μέτοχος, μέλος και διευθύνων σύμβουλος της ανωτέρω εταιρείας εξ υπαρχής γνώριζε, και φυσικά παντελώς αγνοούσε ο παθών, δηλαδή ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε πρόθεση εισαγωγής αυτής στο Χρηματιστήριο και μεταβίβασης μετοχών αφού όπως συνάγεται η εταιρεία που ο κατηγορούμενος εκπροσωπούσε ήταν νεοσυσταθείσα και ουδεμία σχετική απόφαση διοικητικού συμβουλίου ή γενικής συνελεύσεως κατά τις διακρίσεις του καταστατικού διαπιστώθηκε να έχει ληφθεί για αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου. Αν ο εγκαλών γνώριζε την αλήθεια, ουδέποτε αυτός θα κατέβαλε στον κατηγορούμενο το προρρηθέν ποσόν. Είναι προφανές ότι ο κατηγορούμενος-εκκαλών τον παρέπεισε και τον παραπλάνησε με την συμπεριφορά του όπως άνω περιγράφεται.
Κατόπιν των παραπάνω εξελίξεων ο μηνυτής απαίτησε από τον κατηγορούμενο την επιστροφή των χρημάτων που είχε παραδώσει προς αυτόν για την αγορά των μετοχών που θα προέκυπταν από την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου αλλά ο κατηγορούμενος δηλώνοντας του αδυναμία επιστροφής αυτών του παρέδωσε τις ως άνω έξι συναλλαγματικές αποδοχής της εταιρείας που νομίμως εκπροσωπούσε λήξεως 30-9-2003, 30-10-2003, 30-11-2003, 30-1-2004, 30-2-2004 και 30-3-2004 ποσών 10.000, 20.000, 20.000, 30.000, 30.000 και 15.000 Ευρώ αντίστοιχα και συνολικά ποσόν 125.000 Ευρώ καλύπτοντας μερικώς μόνο την απαίτηση αφού όπως διατείνεται ο ίδιος ο εγκαλών, ο κατηγορούμενος δεν είχε επαρκή αριθμό εντύπων ώστε να συμπληρώσει ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό διαβεβαιώνοντάς τον ότι προ της λήξης της πρώτης συναλλαγματικής θα του απέδιδε τις 20.000 ευρώ μετρητά. Όπως προκύπτει από τα σώματα των συναλλαγματικών που προσαρτώνται στην δικογραφία, έχει συμπληρωθεί επ'αυτών η ημερομηνία λήξης, το ποσό των συναλλαγματικών τα στοιχεία που αποδέκτη με την επωνυμία την έδρα, το ΑΦΜ και το τηλέφωνο της εν λόγω εταιρείας καθώς και μία υπογραφή κάτω από τη θέση με την ένδειξη "δεκτή". Απουσιάζουν όμως εντελώς τα στοιχεία του εκδότη του εις διαταγή δικαιούχου αυτών καθώς και η ημερομηνία εκδόσεως αυτών.
Ο κατηγορούμενος και οι προτεινόμενοι από αυτόν μάρτυρες ευθύς εξ αρχής ισχυρίζονται ότι η υπογραφή επί των συναλλαγματικών είναι πλαστή και ουδεμία ομοιότητα φέρει με την γνήσια υπογραφή του κατηγορουμένου ενώ τα ελλιπή στοιχεία στα ανωτέρω αξιόγραφα τα έχει θέσει ο ίδιος ο εγκαλών χωρίς τη συναίνεση του κατηγορουμένου.
Ούτε όμως ο κατηγορούμενος ούτε οι προταθέντες μάρτυρές του, δίνουν επαρκείς και σαφείς εξηγήσεις για ποιό λόγο ο κάτοχος αυτών των συναλλαγματικών να συμπληρώσει ελλιπώς κι ακύρως τα στοιχεία τους αφού με τον τρόπο αυτό δεν αποκτούσε το δικαίωμα να αξιώσει την είσπραξή τους, ενώ είχε την δυνατότητα να συμπληρώσει ορθά όλα τα ουσιώδη στοιχεία τους ώστε εγκύρως στη συνέχεια να απαιτήσει τα εκ των εγκύρων συναλλαγματικών απορρέοντα δικαιώματα και αξιώσεις.
Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος-κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της απάτης από την οποία το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.), και για το λόγο αυτό απέρριψε την από αυτόν ασκηθείσα, κατά του αριθμ. 2142/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, έφεση ως κατ'ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ. 3β ΠΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα ρητώς αναφέρει ότι ο ήδη αναιρεσείων-κατηγορούμενος με την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου και του διευθύνοντος συμβούλου της νεοσύστατης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΓΚΡΙΦΑΝ ΙΧΘΥΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΕΛΛΑΣ" παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στον εγκαλούντα Ψ ότι η εν λόγω εταιρεία επρόκειτο να προβεί σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου και να εισαχθεί στο χρηματιστήριο, ότι η αγορά μετοχών της εν λόγω εταιρίας θα ήταν επωφελής επένδυση, διότι επρόκειτο για επιχείρηση φερέγγυα και επικερδή και ότι είχε τη δυνατότητα να μεσολαβήσει προκειμένου ο εγκαλών Ψ να αγοράσει μετοχές της εν λόγω εταιρίας αξίας 145.000 ευρώ, ενώ η αλήθεια ήταν ότι η εταιρία αυτή δεν επρόκειτο να εισαχθεί στο χρηματιστήριο, ούτε ήταν δυνατό να γίνει αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της διότι δεν είχε ληφθεί σχετική απόφαση από το Διοικητικό Συμβούλιο ή από την Γενική συνέλευση των μετόχων κατά τις διακρίσεις και ορισμούς του καταστατικού της και έτσι με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις έπεισε τον εγκαλούντα και του παρέδωσε τμηματικά, κατά το χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο του έτους 2002 έως και Ιανουάριο του έτους 2003 το συνολικό ποσό των 145.000 ευρώ, ποσό το οποίο ούτε επένδυσε στην αγορά μετοχών της εν λόγω εταιρίας ούτε του το απέδωσε, ζημιώνοντας τον κατ'αυτό με αντίστοιχη ισόποση δική του ωφέλεια. Την κρίση του αυτή στήριξε το Συμβούλιο Εφετών όχι μόνο στην ανωμοτί κατάθεση του εγκαλούντος αλλά στη συνεκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, είναι δε αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι με την απόρριψη των ισχυρισμών του με την αιτιολογία "ούτε όμως ο κατηγορούμενος ούτε οι προταθέντες μάρτυρες του δίνουν επαρκείς εξηγήσεις για πιο λόγο ο κάτοχος αυτών των συναλλαγματικών να συμπληρώσει ελλιπώς και ακύρως τα στοιχεία τους αφού με τον τρόπο αυτό δεν αποκτούσε το δικαίωμα να αξιώσει την είσπραξή τους, ενώ είχε τη δυνατότητα να συμπληρώσει ορθά όλα τα ουσιώδη στοιχεία τους ώστε εγκύρως στη συνέχεια να απαιτήσει τα εκ των εγκύρων συναλλαγματικών απορρέοντα δικαιώματα και αξιώσεις" μετατίθεται το βάρος της αποδείξεως από τον εγκαλούντα σ'αυτόν (αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο) και παραβιάζεται έτσι το τεκμήριο της αθωότητας του, καθόσον η παράδοση των συναλλαγματικών επακολούθησε της τέλεσης από αυτόν της απάτης και δεν μετετέθη έτσι το βάρος της αποδείξεως της τέλεσης της απάτης στον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα.
Συνεπώς ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι αβάσιμος.
Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Να απορριφθεί η με αριθμό 43/3-3-2008 αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο Χ, κατοίκου ....., κατά του αριθμ. 207/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 12-5-2008 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 43/3-3-2008 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του Χ κατά του υπ' αριθμό 207/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεσή του, κατά του υπ' αριθμό 2142/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για τα Κακουργήματα) Αθηνών, για να δικαστεί ως υπαίτιος της πράξης της κακουργηματικής απάτης, από την οποία το περιουσιακό όφελος και αντίστοιχα η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ(386 παρ.1,3 του ΠΚ.), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, γι' αυτό δε και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη εξ' υπαρχής την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε, συντρεχόντων και των λοιπών όρων, θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου (ή του δικαστηρίου) της ουσίας, ενώ, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, είναι επιτρεπτή, η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας κατ' είδος των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 περ. β του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξ' ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος, και συγκεκριμένα από την ανώμοτη κατάθεση του εγκαλούντος, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ, που είχε ήδη παλαιότερα γνωριστεί με τον εγκαλούντα Ψ, στον οποίο είχε συστηθεί ως μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος, και με αποκλειστικό σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, προέβη στις παρακάτω ενέργειες:
Το Δεκέμβριο του έτους 2002, πλησίασε τον εγκαλούντα ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου και ως διευθύνων σύμβουλος της νεοσύστατης ανώνυμης εταιρείας "ΑΓΚΡΙΦΑΡΜ ΙΧΥΘΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΕΛΛΑΣ" με έδρα το Καλαμάκι Κορινθίας και εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη που ο εγκαλών επέδειξε στο πρόσωπο του, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς σ'αυτόν (εγκαλούντα) ότι η εν λόγω εταιρεία πρόκειται να προβεί σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου και να εισαχθεί στο χρηματιστήριο, ότι η αγορά μετοχών της εν λόγω εταιρείας θα ήταν επωφελής επένδυση, διότι πρόκειται για επιχείρησηφερέγγυα κι επικερδή και ότι έχει τη δυνατότητα να μεσολαβήσειπροκειμένου ο εγκαλών να αγοράσει μετοχές της εν λόγωεταιρείας, αξίας 145.000 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό έπεισε τον εγκαλούντα να του παραδώσει τμηματικά, στο χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο 2002 έως Ιανουάριο 2003. το προαναφερόμενο συνολικό ποσό των 145.000 ευρώ με αποκλειστικό σκοπό να λάβει το αντίστοιχο ποσό μετοχών, με προοπτική να προβεί η εν λόγω εταιρεία σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου και να εισαχθεί στο χρηματιστήριο. Ο εγκαλών καταγγέλει στη συνέχεια ότι αυτός κατέβαλε τμηματικά το άνω χρηματικό ποσό δίχως να λάβει τα σώματα των τίτλων ή κάποιο ανάλογο παραστατικό, αφού κατά τους ισχυρισμούς του δεν είχαν ακόμη τυπωθεί. Ο ίδιος εγκαλών στην από 5-1-2006 έκθεση ανωμοτί εξέτασης του ενώπιον του ανακριτή ισχυρίζεται ότι έλαβε και αποδείξεις από τον κατηγορούμενο, όπου φέρεται ότι έδινε τα χρήματα αυτά σε κάλυψη τμήματος του μετοχικού κεφαλαίου τις οποίες αποδείξεις κατόπιν επέστρεψε στον κατηγορούμενο προκειμένου αυτός να τις αντικαταστήσει με έξι (6) συναλλαγματικές, αποδοχής της εταιρείας του, ενώ δεν προσκομίζονται παραστατικά τραπεζών ή αντίστοιχο βιβλιάριο κινήσεως τραπεζικού λογαριασμού, από τα οποία να προκύπτει η εκταμίευση του χρηματικού ποσού 145.000 ευρώ, γιατί ο τηρούμενος από τον εγκαλούντα λογαριασμός στην Εθνική Τράπεζα ήταν όψεως, και όχι ταμιευτηρίου, ως προς τον οποίο το πιστωτικό ίδρυμα δηλώνει δυσχέρεια ευρέσεως αντιστοίχων παραστατικών των ετών 2003-2004.
Μετά από μερικούς μήνες, όταν ο εγκαλών απαίτησε να του παραδοθούν οι τίτλοι των μετοχών, ο κατηγορούμενος εξήγησε σ'αυτόν ότι η εν λόγω επένδυση είχε ματαιωθεί, επειδή δήθεν οι Αγγλοι συνεταίροι δεν συναινούσαν στην μεταβίβαση των μετοχών προς τρίτους, ενώ απέκρυψε εν γνώσει του την αλήθεια την οποία ως μέτοχος, μέλος και διευθύνων σύμβουλος της ανωτέρω εταιρείας εξ υπαρχής γνώριζε, και φυσικά παντελώς αγνοούσε ο παθών, δηλαδή ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε πρόθεση εισαγωγής αυτής στο Χρηματιστήριο και μεταβίβασης μετοχών, αφού όπως συνάγεται η εταιρεία που ο κατηγορούμενος εκπροσωπούσε ήταν νεοσυσταθείσα και ουδεμία σχετική απόφαση διοικητικού συμβουλίου ή γενικής συνελεύσεως κατά τις διακρίσεις του καταστατικού διαπιστώθηκε να έχει ληφθεί για αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου. Αν ο εγκαλών γνώριζε την αλήθεια, ουδέποτε αυτός θα κατέβαλε στον κατηγορούμενο το προρρηθέν ποσόν. Είναι προφανές ότι ο κατηγορούμενος-εκκαλών τον παρέπεισε και τον παραπλάνησε με την συμπεριφορά του όπως άνω περιγράφεται.
Κατόπιν των παραπάνω εξελίξεων ο μηνυτής απαίτησε από τον κατηγορούμενο την επιστροφή των χρημάτων που είχε παραδώσει προς αυτόν για την αγορά των μετοχών που θα προέκυπταν από την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου, αλλά ο κατηγορούμενος δηλώνοντας του αδυναμία επιστροφής αυτών του παρέδωσε τις ως άνω έξι συναλλαγματικές, αποδοχής της εταιρείας, που νομίμως εκπροσωπούσε, λήξεως 30-9-2003, 30-10-2003, 30-11-2003, 30-1-2004, 30-2-2004 και 30-3-2004, ποσών 10.000, 20.000, 20.000, 30.000, 30.000 και 15.000 ευρώ, αντίστοιχα, και συνολικά ποσού 125.000 ευρώ, καλύπτοντας μερικώς μόνο την απαίτηση, αφού, όπως διατείνεται ο ίδιος ο εγκαλών, ο κατηγορούμενος δεν είχε επαρκή αριθμό εντύπων, ώστε να συμπληρώσει ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό διαβεβαιώνοντας τον ότι προ της λήξης της πρώτης συναλλαγματικής θα του απέδιδε τις 20.000 ευρώ μετρητά. Όπως προκύπτει από τα σώματα των συναλλαγματικών που προσαρτώνται στην δικογραφία, έχει συμπληρωθεί επ' αυτών η ημερομηνία λήξης, το ποσό των συναλλαγματικών, τα στοιχεία που αποδέκτη με την επωνυμία, την έδρα το ΑΦΜ και το τηλέφωνο της εν λόγω εταιρείας, καθώς και μία υπογραφή κάτω από τη θέση με την ένδειξη "δεκτή". Απουσιάζουν όμως εντελώς τα στοιχεία του εκδότη, του εις διαταγή δικαιούχου αυτών, καθώς και η ημερομηνία εκδόσεως αυτών.
Ο κατηγορούμενος και οι προτεινόμενοι από αυτόν μάρτυρες ευθύς εξ αρχής ισχυρίζονται ότι η υπογραφή επί των συναλλαγματικών είναι πλαστή και ουδεμία ομοιότητα φέρει με την γνήσια υπογραφή του κατηγορουμένου, ενώ τα ελλιπή στοιχεία στα ανωτέρω αξιόγραφα τα έχει θέσει ο ίδιος ο εγκαλών, χωρίς τη συναίνεση του κατηγορουμένου.
Ούτε όμως ο κατηγορούμενος, ούτε οι προταθέντες μάρτυρες του, δίνουν επαρκείς και σαφείς εξηγήσεις για ποιο λόγο ο κάτοχος αυτών των συναλλαγματικών να συμπληρώσει ελλιπώς και ακύρως τα στοιχεία τους, αφού με τον τρόπο αυτό δεν αποκτούσε το δικαίωμα να αξιώσει την είσπραξη τους, ενώ είχε την δυνατότητα να συμπληρώσει ορθά όλα τα ουσιώδη στοιχεία τους, ώστε εγκύρως στη συνέχεια να απαιτήσει τα εκ των εγκύρων συναλλαγματικών απορρέοντα δικαιώματα και αξιώσεις".
Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος-κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της απάτης, από την οποία το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.), και για το λόγο αυτό απέρριψε την από αυτόν ασκηθείσα κατά του υπ' αριθ. 2142/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, έφεση ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το εν λόγω εκκαλούμενο βούλευμα. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, και 386 παρ.1 και 3β του ΠΚ, όπως η παρ.3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, τις οποίες σωστά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα, εκτίθεται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, με πληρότητα και σαφήνεια, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, ότι το Συμβούλιο Εφετών, εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και αναφέρει λεπτομερώς και αναλυτικά με ποιο τρόπο ο αναιρεσείων παρέστησε ψευδώς στον εγκαλούντα, σε γνώση της αναληθείας, συγκεκριμένα περιστατικά που προέκυψαν. Ειδικότερα, ότι ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος, που συνδεόταν με τον εγκαλούντα με φιλική σχέση, με την ιδιότητα που αυτός (αναιρεσείων) είχε, με αυτή δηλαδή του Δ/ντος Συμβούλου της πρόσφατα συσταθείσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΓΚΡΙΦΑΝ ΙΧΘΥΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΕΛΛΑΣ", τον διαβεβαίωσε ότι η ως άνω εταιρεία αμέσως πρόκειται να προβεί σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της, και ότι επίκειται επίσης, η εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και ότι η από μέρους αυτού (εγκαλούντος) αγορά μετοχών θα ήταν επωφελής, αφού, η ως άνω εταιρεία τυγχάνει οικονομικά ισχυρή και επικερδής. Αιτιολογείται, επίσης, η παραδοχή, σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσείων τον διαβεβαίωσε, ότι έχει τη δυνατότητα να τον εφοδιάσει με τον αντίστοιχο αριθμό μετοχών. 'Ετσι, τον παρέπεισε να του καταβάλει τμηματικά στο χρονικό διάστημα, από το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2002 έως και τον Ιανουάριο του επόμενου έτους, το συνολικό ποσό των 145.000 ευρώ. Επίσης, διεξοδικά αναφέρονται στο αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα και τα περιστατικά εκείνα, που συνέχονται με την παραπλάνηση του εγκαλούντος, που έλαβε χώρα κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, καθώς και με το ύψος του τιμήματος που συμφωνήθηκε σε 145.000 ευρώ, για την αγορά των μετοχών. Επιπρόσθετα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με ειδική αιτιολογία, αναφέρεται και στο υποκειμενικό στοιχείο του δόλου του αναιρεσείοντος, ο οποίος, αν και γνώριζε εξαρχής ότι δεν είχε ληφθεί σχετική απόφαση από τη Γενική Συνέλευση της εταιρείας για την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, ούτε για την εισαγωγή της εταιρείας αυτής στο Χρηματιστήριο Αξιών, παρέπεισε τον εγκαλούντα, ο οποίος παραπλανήθηκε από τις ως άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις του με αποτέλεσμα να του καταβάλει το ως άνω ποσό και στη συνέχεια με τον τρόπο αυτό, να ζημιωθεί η περιουσία του κατά το ισόποσο των 145.000 ευρώ, το οποίο αποκόμισε αυτός και ωφελήθηκε ο αναιρεσείων παρανόμως. Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠοινΔ λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η, επί της ουσίας, αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, είναι απορριπτέες, ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, στα δικαστικά έξοδα. (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό 43/3-3-2008 αίτηση του Χ για αναίρεση του υπ' αριθμό 207/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ