Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1205 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Εισαγγελικής πρότασης γνωστοποίηση.




Περίληψη:
Η διάταξη του άρθρου 308 § 2 ΚΠΔ εφαρμόζεται όχι μόνο στην διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, αλλά και στην διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και του Αρείου Πάγου. Το αίτημα των διαδίκων ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης μπορεί να υποβληθεί και με την έφεση. Εφόσον ο κατηγορούμενος ειδοποιηθείς έλαβε γνώση της εισαγγελικής προτάσεως η μετά ταύτα παραμονή της δικογραφίας στη γραμματεία της εισαγγελίας μέχρι εξαντλήσεως του δεκαημέρου από την ειδοποίηση είναι περιττή και εάν δεν παραμείνει (επί δεκαημέρου) δεν επέρχεται απόλυτη ακυρότης. Για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων, είναι δε επιτρεπτή η αναφορά εν μέρει ή εξολοκλήρου του Συμβουλίου Εφετών, στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών και δι’ αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα. Λόγος αναιρέσεως περί πλημμελούς εκτιμήσεως των αποδεικτικών μέσων απορρίπτεται ως απαράδεκτος, γιατί πλήττει την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επί αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο Συμβούλιο επέρχεται απόλυτη ακυρότητα μόνον εφ’ όσον το Συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου στο σχετικό αίτημα ή αν αρνηθεί αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή. Απορρίπτει αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης. Απορρίπτει.





Αριθμός 1205/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 159/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 748/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 297/25.07.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 20-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 159/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής:
Δια του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 157/2006 βουλεύματος, του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δια του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του ορισθησομένου από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου περιφερείας Εφετείου Αθηνών, δια να δικασθή δια βιασμό. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αναιρέσεως, την απόλυτη ακυρότητα και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Α) Επειδή, κατά το άρθρο 308 § 2 Κ.Π.Δ., οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο εισαγγελέας οφείλει σ'αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει τον διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της προτάσεώς του, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Η ειδοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και προφορικά ή τηλεφωνικά οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα της εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στην δικογραφία. Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση, η δικογραφία δεν εισάγεται στο συμβούλιο αλλά παραμένει στην γραμματεία της εισαγγελίας, εκτός αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο στην διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών, αλλά και στην διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών και του Αρείου Πάγου (άρθρ. 485 § 1 Κ.Π.Δ.), η παραβίαση δε αυτής, όταν εκείνος που ζήτησε να λάβει γνώση της προτάσεως του εισαγγελέα πριν υποβληθή στο συμβούλιο και δεν ειδοποιήθηκε να λάβει γνώση είναι ο κατηγορούμενος, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατ'άρθρ. 171 § 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ., που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. Το εν λόγω αίτημα μπορεί να υποβληθή και με την έφεση, αφού με τον τρόπο αυτό περιέρχεται άμεσα σε γνώση του εισαγγελέα, ο οποίος προ της καταρτίσεως της προτάσεώς του λαμβάνει γνώση της εφέσεως (ΑΠ 2116/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/548). 'Όταν, όμως, ο κατηγορούμενος ειδοποιήθηκε περί της καταθέσεως της προτάσεως του εισαγγελέα και προσήλθε στο αρμόδιο γραφείο και έλαβε γνώση αυτής, ικανοποιείται ο σκοπός του νόμου και δεν είναι αναγκαίο να παραμείνει η πρόταση στο γραφείο του γραμματέα επί δέκα ημέρες, αλλά μπορεί να εισαχθή η υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο για περαιτέρω έρευνα, χωρίς να προκύπτει ακυρότης (ΑΠ 2556/2003, εις Ποιν. Δικ./2004/511). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 309 § 2 Κ.Π.Δ., το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Μόνον δε όταν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου στην αίτηση του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του ή αρνηθή αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, γεννάται απόλυτη ακυρότητα και δημιουργείται ο αναιρετικός λόγος του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. (ΑΠ 576/2003, εις Ποιν. Δικ./2003/1020). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι ο συνήγορος και αντίκλητος του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, Γαβριήλ Παντάκης, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικώς στις 29-12-2006, κατά την σχετική βεβαίωση της γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, να προσέλθει και λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως, της οποίας και έλαβε γνώση, δια της εξουσιοδοτηθείσης από αυτόν συνεργάτιδός του δικηγόρου Αικατερίνης Μπάκα, στις 3-1-2007. 'Ετσι, ο αναιρεσείων άσκησε το δικαίωμά του για έγκαιρη γνώση της εισαγγελικής προτάσεως και, επομένως, η περί του αντιθέτου αιτίαση, δια της οποίας προσάπτεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα απόλυτη ακυρότητα, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Η δε αιτίαση, περί απολύτου ακυρότητος εκ της μη παραμονής της δικογραφίας επί δεκαήμερο στην γραμματεία της εισαγγελίας, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, ο αναιρεσείων έλαβε γνώση της εισαγγελικής προτάσεως (ΑΠ 2556/2003, ένθ. ανωτ.). Περαιτέρω, με το προσβαλλόμενο βούλευμα, επιτρεπτώς αναφερόμενο στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, απερρίφθη αιτιολογημένα η αίτηση του αναιρεσείοντος, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, αφού, δια την απόρριψή της, διαλαμβάνεται η αιτιολογία, ότι αυτός έχει ήδη αναπτύξει επαρκώς τις απόψεις του, τόσο με την απολογία του, όσο και με την έφεσή του και το έγγραφο υπόμνημά του. Επομένως, αβασίμως προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα, εκ της εν λόγω απορρίψεως, ο περί απολύτου ακυρότητος αναιρετικός λόγος.
Β) Επειδή, η εκ του άρθρου 93 § 3 του Συντάγματος και του άρθρου 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν όλω ή εν μέρει στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αρκεί να εκτίθενται σ'αυτή με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται εν όλω ή εν μέρει και η κρίση του Συμβουλίου (ΑΠ 1242/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/220). Στην προκειμένη περίπτωση, ως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόσαν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, επιτρεπτώς αναφέρεται πλήρως στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθεται ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων σ'αυτή αποδεικτικών μέσων, κατ'είδος προσδιορισμένων, προέκυψαν τα διαλαμβανόμενα σ'αυτή πραγματικά περιστατικά, τα οποία, συνοπτικώς, έχουν ως εξής: Ο αναιρεσείων, την 7-12-2004, ευρισκόμενος στο επί της οδού ......, στην Καλλιθέα, κομμωτήριό του, μετά της εργαζομένης σ'αυτό Βασιλικής -'Ηρας Ζαχαροπούλου, ηλικίας 18 ετών, και προφασιζόμενος ότι έπρεπε να κατεβάσουν από το πατάρι του καταστήματος το χριστουγεννιάτικο δένδρο, προς στολισμό της βιτρίνας, παρέσυρε αυτήν εκεί, περί ώρα 16,00', και αφού την ώθησε επί ενός ευρισκομένου εκεί κρεββατιού και έπεσε με δύναμη επάνω της, κατόρθωσε, λόγω της υπερτέρας σωματικής δυνάμεώς του, να της αφαιρέση τα ενδύματα και να έλθη σε εξώγαμη συνουσία μετ'αυτής, παρά την θέλησή της. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία αυτό αναφέρεται, εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες στηρίζεται η παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών. Εξ άλλου, η αιτιολογία δια την μη αποδοχή του αιτήματος του αναιρεσείοντος να κληθούν και εξετασθούν η παθούσα και οι γονείς της, περιλαμβάνεται στην αιτιολογία της παραπεμπτικής δι'αυτόν κρίσεως του Συμβουλίου Εφετών. Επίσης, η μη αποδοχή του αιτήματος αυτού, περί παύσεως οριστικώς της κατ'αυτού ποινικής διώξεως, κατ'εφαρμογή του άρθρ. 344 Π.Κ, πλήρως αιτιολογείται από το προσβαλλόμενο βούλευμα, αναφερόμενο στην εισαγγελική πρόταση, αφού σε αυτήν εκτίθεται ότι, λαμβανομένων υπ'όψη της βαρύτητας της πράξεως τούτου και των ως άνω συνθηκών τελέσεώς της, λόγοι δημοσίου συμφέροντος που υπερτερούν, στην προκειμένη περίπτωση, σε ένταση και αξία, του ατομικού συμφέροντος της παθούσης, επιβάλλουν την παραπομπή αυτού (αναιρεσείοντος) στο ακροατήριο. Επομένως, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, ο επικαλούμενος λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Οι δε λοιπές αιτιάσεις, δια των οποίων πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση των αποδείξεων και ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατ'ακολουθία, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Να απορριφθούν δε και οι από 20-4-2007 και 11-5-2007 αιτήσεις αυτού, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (εν συμβουλίω), προς παροχή διευκρινίσεων, διότι δια της εκθέσεως αναιρέσεως εξέθεσε επαρκώς τις απόψεις του, επί της προκειμένης υποθέσεως.

Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω
Να απορριφθή η από 20-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 159/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Και.
Να απορριφθούν οι από 20-4-2007 και 11-5-2007 αιτήσεις αυτού, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (εν συμβουλίω), προς παροχή διευκρινίσεων.
Αθήναις 22 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου ΠάγουΔημήτριος-Πρίαμος Λεκκός"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατ' άρθρον 308 § 2 Κ.Ποιν.Δικ., όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. αυτής αντικατεστάθη με το άρθρο 20 § 2 του Ν. 3160/2003 "οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα, και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο εισαγγελέας οφείλει σ' αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει τον διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, να κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής του, μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες. Η ειδοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και προφορικά ή τηλεφωνικά, οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα της εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στη δικογραφία. Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση, η δικογραφία δεν εισάγεται στο συμβούλιο, αλλά παραμένει στη γραμματεία της εισαγγελίας, εκτός αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής". Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνον στην διενεργουμένη ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών διαδικασία, αλλά και σε εκείνη που διεξάγεται ενώπιον του συμβουλίου εφετών και του Αρείου Πάγου (άρθρο 485 § 1 Κ.Ποιν.Δικ.) η δε παραβίαση αυτής, όταν εκείνος που ζήτησε να λάβει γνώση της προτάσεως του εισαγγελέως πριν να υποβληθεί στο συμβούλιο και δεν ειδοποιήθηκε να λάβει γνώση, είναι ο κατηγορούμενος, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 § 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δικ, διότι ανάγεται στην στέρηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του και ιδρύει τον υπό του άρθρου 484 § 2 στοιχ. α' Κ.Ποιν.Δικ. προβλεπόμενο λόγον αναιρέσεως. Η θεσμοθέτηση της διατάξεως σκοπόν έχει να λάβουν γνώση οι διάδικοι της εισαγγελικής προτάσεως πριν την υποβολή της στο συμβούλιο, για να επιφέρουν τις παρατηρήσεις τους και προετοιμάσουν την υπεράσπισή τους. Σε περίπτωση όμως κατά την οποίαν ο κατηγορούμενος ειδοποιηθείς, έλαβε γνώση της εισαγγελικής προτάσεως, ή μετά ταύτα παραμονή της δικογραφίας στην γραμματεία της εισαγγελίας μέχρις εξαντλήσεως του δεκαημέρου από την ειδοποίηση είναι περιττή, αφού ικανοποιείται ο σκοπός του νόμου και συνεπώς η προ του δεκαημέρου εισαγωγή της υποθέσεως στο δικαστικό συμβούλιο δεν επάγεται ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της αιτήσεως αναιρέσεώς του επικαλείται ότι με το δικόγραφο της εφέσεώς του κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, είχε ζητήσει να κληθεί και λάβει γνώση της προτάσεως του εισαγγελέως εφετών, διορίσας με το εφετήριο και αντίκλητό του τον δικηγόρο Αθηνών Γαβριήλ Παντάκη, πλην ούτοι δεν εκλήθησαν και δεν έλαβαν γνώση της προτάσεως του εισαγγελέως, από την μη ειδοποίηση δε σε συνδυασμό (και) με την μη παραμονή της δικογραφίας επί δεκαήμερο στα γραφεία της εισαγγελίας, επήλθε απόλυτη ακυρότης. Όμως από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, και δη από την υπηρεσιακή βεβαίωση της γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών προκύπτει ότι την 29/12/2006 ειδοποιήθη τηλεφωνικώς ο αντίκλητος δικηγόρος του κατ/νου Γαβριήλ Παντάκης να προσέλθει και λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως, της οποίας και έλαβε γνώση, δια της εξουσιοδοτηθείσης υπ' αυτού συνεργάτιδός του δικηγόρου Αικατερίνης Μπάκα την 3/1/2007.
Συνεπώς, εφ' όσον ο πληρεξούσιος του κατηγορουμένου, έλαβε, κατά τον άνω χρόνο, γνώση της εισαγγελικής προτάσεως και του περιεχομένου αυτής, από την μη παραμονή της δικογραφίας επί δεκαήμερο στα γραφεία της εισαγγελίας, ο κατηγορούμενος δεν στερήθηκε των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων, και δεν παρεβιάσθη η διάταξη του άρθρου 308 § 2 Κ.Ποιν.Δικ., και οι σχετικοί περί απόλυτης ακυρότητος λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και, εντεύθεν, απορριπτέοι. Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άνω άρθρου (484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δικ.) λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με την αποδιδομένη εις τον κατ/νο αξιόποινη πράξη, ως προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία αυτής, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα άνω περιστατικά και τα υπήγαγε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος των, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογή, όπως επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 § 1 και 178 Κ.Ποιν.Δικ. (ολ. ΑΠ 1/2005). Η απαιτουμένη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δικ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, στην οποίαν εκτίθενται με πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποίαν συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Η θεμελιουμένη με τον τρόπον αυτό αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιης δίκης που καθιερώνει το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόμων (άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το από το άρθρο 2 § 1 του εβδόμου πρωτοκόλλου της ιδίας ως άνω Σύμβασης, που υπεγράφη στο Στρασβούργο την 21/11/1984 και εκυρώθη με τον Ν. 1705/1987, δικαίωμα αυτού που δικάζεται για εγκληματική ενέργεια να προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να κριθεί από εμπειροτέρους δικαστάς του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου, αφού στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, με την οποίαν αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψεν από την ανάκριση ή την προανάκριση.
Εξάλλου κατά το άρθρο 344β Π.Κ. "Στις περιπτώσεις του άρθρου 336 η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως μπορεί κατ' εξαίρεση με αιτιολογημένη διάταξή του ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, να απέχει οριστικά από την άσκηση της ποινικής δίωξης, ή, αν έχει ασκήσει την ποινική δίωξη, να εισαγάγει την υπόθεση στο αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών· αυτό μπορεί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εκτιμώντας την δήλωση του θύματος ή των κατά το άρθρο 118 προσώπων ότι η δημοσιότητα από την ποινική δίωξη θα έχει ως συνέπεια τον σοβαρό ψυχικό τραυματισμό του θύματος". Στην προκειμένη περίπτωση με το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 59/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απερρίφθη η ασκηθείσα από τον αναιρεσείοντα έφεση κατά του υπ'αριθμ. 157/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο έχει παραπεμφθεί να δικασθεί για βιασμό. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του εισαγγελική πρόταση δι' αυτής δε και στο πρωτόδικο βούλευμα και με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπ'όψη του, "καταθέσεις μαρτύρων και τα συνημμένα έγγραφα σε συνδυασμό με τις κατά την αστυνομική προανάκριση και την κυρία ανάκριση, ληφθείσες απολογίες του κατηγορουμένου", εδέχθη κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ1, κάτοικος ....... Αττικής, ο οποίος είναι κομμωτής και διατηρεί το κομμωτήριο "...", στην περιοχή της Καλλιθέας επί της οδού ..... απασχολούσε στο μαγαζί του από χρονικό διάστημα μόλις δύο εβδομάδων πριν την 8/12/2004 (βλ. την από 8/12/2004 έγκληση της εργαζομένης) σαν βοηθό κομμωτή την ηλικίας 18 ετών Ψ1. Η τελευταία, είναι ένα άτομο που αντιμετωπίζει προβλήματα και δη εμφανίζει ειδική αναπτυξιακή διαταραχή των σχολικών ικανοτήτων (δυσλεξία) η οποία εκδηλώνεται ως δυσχέρεια στην ανάγνωση - κατανόηση των κειμένων που διαβάζει, στη γραπτή και προφορική έκφραση των σκέψεών της και στην ορθογραφία οι παραπάνω δε δυσκολίες, έχουν επιπτώσεις στην συναισθηματική της κατάσταση και επηρεάζουν τα σχέδιά της για το μέλλον (βλ. την από ...... ψυχολογική έκθεση του Παιδοψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής), επίσης έχει χειρουργηθεί για αποκλίνοντα στραβισμό και παρουσιάζει ανισομετρία, μυωπία, αστιγματισμό και αμβλωπία του Δ.Ο. (βλ. την από ..... εγχειρισθείσα στον Ανακριτή Αθηνών ιατρική βεβαίωση του χειρούργου οφθαλμιάτρου ....... . Η μητέρα και ο πατριός λοιπόν της πιο πάνω εργαζόμενης, Ψα και Ψβ αντίστοιχα, ζήτησαν από τον κατηγορούμενο, επειδή ακριβώς η τελευταία παρουσίαζε τα πιο πάνω προβλήματα, να επιδείξει μια κάποια ιδιαίτερη προσοχή για το πρόσωπο της Ψ1. Η ανωτέρω εργαζομένη απασχολείτο, καθημερινά στο κατάστημα από ώρα 9:00 έως 14:00 και από ώρα 17:00 έως 21:00, τις δε ενδιάμεσες μεσημβρινές ώρες, κατά τις οποίες το κομμωτήριο παρέμενε κλειστό (14:00 - 17:00) επέστρεφε στο σπίτι της για να φάει και να ξεκουραστεί. Την 7/12/2004 ο κατηγορούμενος παρακάλεσε την ανωτέρω εργαζομένη να παραμείνει στο κατάστημα και μετά την 14:00 ώρα προκειμένου, όπως της είπε, να διακοσμήσουν το κατάστημα, ενόψει των εορτών των Χριστουγέννων. Έτσι περί ώρα 16:00 και με την πρόφαση ότι έπρεπε να κατεβάσουν το χριστουγεννιάτικο δένδρο από το πατάρι του καταστήματος, για να στολίσουν τη βιτρίνα, την παρέσυρε εκεί, όπου βρισκόταν ένα κρεββάτι, την έσπρωξε πάνω σ' αυτό και έπεσε με δύναμη πάνω της με σκοπό να έρθει σε συνουσία μαζί της. Η ανωτέρω προσπάθησε ν' αντισταθεί, κτυπώντας με τα χέρια της τον κατηγορούμενο, μάταια όμως, ενόψει της υπέρτερης σωματικής δύναμης του κατηγορουμένου, ο οποίος αφού κατάφερε να της βγάλει τα ρούχα που φορούσε, ήλθε παρά την θέληση αυτής σε εξώγαμη κατά φύση συνουσία μαζί της. Μετά την ανωτέρω πράξη, ο κατηγορούμενος κατέβασε την παθούσα από το πατάρι όπου και λιποθύμησε. Στη συνέχεια, αφού την συνέφερε παρήγγειλε πίτσα για φαγητό και η παθούσα, ούσα φοβισμένη, καθόσον ο κατηγορούμενος την απείλησε ότι θα της κάνει κακό, γιατί ξέρει τους γονείς της, συνέχισε κανονικά το απογευματινό ωράριο εργασίας της, στο κατάστημα του κατηγορουμένου από ώρα 17:00 μέχρι ώρα 21:00 (βλ. την από 20-12-2004 συμπληρωματική ανωμοτί κατάθεση της Ψ1 στον 22° Ανακριτή Αθηνών). Μετά το πέρας του ωραρίου, συνεχίζοντας να είναι φοβισμένη, δεν προέβαλε αντίρρηση να την μεταφέρει ο κατηγορούμενος με τη μηχανή του στο σπίτι της, όπερ και εγένετο, από φόβο της δε, μήπως δεν γίνει πιστευτή, δεν ανέφερε το γεγονός του βιασμού της στον πατριό και την μητέρα της εκείνο το βράδυ, την επόμενη μέρα όμως που ήλθε στο σπίτι η αδελφή της Ευγενία, πρόσωπο που ως εκθέτει η ίδια της έχει εμπιστοσύνη, και που τυγχάνει Υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, εκμυστηρεύτηκε στην τελευταία, το βιασμό που υπέστη την προηγούμενη. Η δε αδελφή της, με τη σειρά της, ενημέρωσε τον πατριό της και τη μητέρα τους και οι δύο τελευταίοι μαζί με την παθούσα μετέβησαν μαζί στο Τμήμα Ασφάλειας Καλλιθέας, όπου κατήγγειλαν το γεγονός με συνέπεια να συλληφθεί εντός των ορίων του αυτοφώρου ο κατηγορούμενος. Στη συνέχεια δε η πιο πάνω μεγαλύτερη αδελφή ενημέρωσε και τον πατέρα τους Ψ, για τον βιασμό της μικρής αδελφής και για τη μετάβαση μητέρας, πατριού και παθούσας στην Αστυνομία για την υποβολή σχετικής μηνύσεως. Στο εκκαλούμενο βούλευμα, κατά την κρίση μας, αφού λάβαμε υπ' όψη τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, αναλύονται και ερμηνεύονται ορθά οι σχετικές διατάξεις και γίνεται ορθή αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών. Έτι περαιτέρω συμπληρωματικά, προς την κατεύθυνση ότι όντως έλαβε χώραν βιασμός της παθούσας πρέπει να αναφέρουμε, συμπληρωματικά και τα εξής: α) Η παθούσα δεν είχε κάποιο λόγο, για να καταγγείλει για βιασμό τον εργοδότη της και μάλιστα να συνδυάσει αυτή την καταγγελία με απόπειρα αυτοκτονίας, του προβαλλομένου λόγου της επικείμενης απόλυσής της από την εργασία της μη αρκούντως, κατά την κοινή λογική, για την πιο πάνω απόπειρα, β) Η καταγγελία έγινε, αμέσως μόλις την επομένη του βιασμού της, με εκμυστήρευση από την πλευρά της, σε πρόσωπο που την ενέπνεε για μια τέτοια αποκάλυψη, και αυτό το πρόσωπο ήταν η αδελφή της η οποία, ούσα και Υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, δεν θα μετέφερε περαιτέρω τη διήγηση της παθούσας και στους γονείς και τον πατριό, ώστε το θέμα να λάβει έκταση, αν αυτή ήταν καταφανώς ψευδής. γ) Ήταν η πρώτη φορά που η παθούσα παρέμεινε στο κομμωτήριο του κατηγορουμένου το μεσημέρι (βλ. την από 27-12-2004 κατάθεση της μητέρας της παθούσας Ψα, στον Ανακριτή). δ) Σύμφωνα με την καταγγελία της παθούσας ο βιασμός της έλαβε χώραν στο πατάρι του καταστήματος. Εκεί λοιπόν υπήρχαν και πορνοπεριοδικά (βλ. την από 27-12-2004 κατάθεση του πατριού της παθούσας, Ψβ, στον Ανακριτή). ε) Σύμφωνα με το περιεχόμενο της από ..... ιατροδικαστικής εξέτασης του ιατροδικαστή ......, κατά την γυναικολογική εξέταση εκ των μεγάλων, μικρών χειλέων του αιδοίου και της περιαιδοιϊκής χώρας της παθούσας, παρατηρείται μικρή περιοχή αιμορραγικής διήθησης με εκροή μικρής ποσότητας αίματος στην περιοχή του μικρού χείλους του αιδοίου και κατά την 7η-8η ώρα του αιδοιϊκού ωρολογίου, όσον αφορά δε την μη ανεύρεση σπερματικού υγρού στον κόλπο της παθούσας, αυτό, όπως εκθέτει ο πάνω ιατροδικαστής, θα έχει απομακρυνθεί από τον κόλπο με φυσικό τρόπο κατά το χρονικό διάστημα πού μεσολάβησε από το βιασμό μέχρι την εξέταση (περισσότερες από 40 ώρες) ειδικά αν ληφθεί υπ' όψη και η παρουσία εμμήνου ρήσεως. στ) Ο πατριός της παθούσας Ψβ την 22:10 ώραν της 8-12-2004 προξενεί φθορές στο κατάστημα του κατηγορουμένου, στο οποίο δούλευε η παθούσα. Απολογούμενος λοιπόν στα πλαίσια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης εκθέτει ότι, ενημερώθηκε από την κόρη του τη μεγάλη, σχετικά με το συμβάν στην κόρη του τη μικρή, διότι η τελευταία δεν είχε το κουράγιο να του το εξομολογηθεί και επιστρέφοντας στην Αθήνα, αντικρύζοντας την κατάσταση της παθούσας αντέδρασε ενστικτωδώς σαν πατέρας και γονέας. Αυτή η εικόνα που μεταφέρει λοιπόν ο μάρτυς, δεν είναι συμβατή με σκηνοθετημένο βιασμό από την πλευρά της παθούσας, επειδή ο εργοδότης της την απείλησε με απόλυση. ζ) Τέλος ιδιαίτερη αξία για τη συναγωγή των επαρκών ενδείξεων ότι έλαβε χώραν ο πιο πάνω βιασμός έχει, μαζί με όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία και αυτό που καταθέτει η μάρτυς Ψα, μητέρα της παθούσας, ότι η ίδια είδε σπασμένο το φερμουάρ του παντελονιού της κόρης της και σχισμένο το εσώρουχό της, εικόνα που εναρμονίζεται με την εικόνα διάπραξης του βιασμού που κατήγγειλε η παθούσα, όταν εξέθετε στην από 8-12-2004 μήνυσή της ότι, η ίδια προσπάθησε να αντισταθεί αλλά ο κατηγορούμενος ήταν πιο δυνατός από αυτήν και κατάφερε να της βγάλει τα ρούχα και να την βιάσει. (βλ. την από 27-12-2004 κατάθεση της μητέρας της παθούσας Ψα, στον Ανακριτή). Κατά τα λοιπά, αναφερόμεθα, συμπληρωματικά, για τη συναγωγή της πιο πάνω ημέτερης κρίσης, προς αποφυγή άσκοπης επανάληψης, στα όσα εμπεριστατωμένα δέχεται το προαναφερθέν βούλευμα. Η πιο πάνω παθούσα λοιπόν Ψ1, προσήλθε την 5-5-2006 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, Ιφιγένειας Αντωνίου και δήλωσε μεταξύ των άλλων και τα εξής: "... σε καμμία περίπτωση δεν επιθυμώ να συνεχιστεί η ποινική δίωξη σε βάρος του Χ1, για το αδίκημα του βιασμού πολύ δε περισσότερο να οδηγηθεί αυτός στο δικαστήριο όπου θα είναι δυσβάσταχτο και εξοντωτικό για μένα να παραστώ και να υποστώ την δημοσιότητα όλης αυτής της επώδυνης διαδικασίας, όπου με βεβαιότητα θα επιτείνει τον βαρύ ψυχολογικό τραυματισμό μου, και ότι δεν έλαβε χωράν βιασμός αλλά ότι προέβη σε αναφορά για βιασμό της διότι της είχε πει ο εκκαλών ότι μετά το τέλος των εορτών θα διακοπτόταν η συνεργασία τους και αυτό την στεναχώρησε (βλ. την υπ' αριθ. ... Ένορκη Βεβαίωση). Ο εκκαλών από την πλευρά του, μετά την πιο πάνω δήλωση της παθούσας, ισχυρίζεται επικουρικά, με την έφεσή του ότι κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 344 ΠΚ θα πρέπει να παύσει οριστικά η ασκηθείσα κατ' αυτού ποινική δίωξη για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη του βιασμού. Επ' αυτού πρέπει να λεχθούν τα εξής : Η παθούσα Ψ1, όπως προεκτέθηκε, είναι ένα άτομο που αντιμετωπίζει προβλήματα και δη εμφανίζει ειδική αναπτυξιακή διαταραχή των σχολικών ικανοτήτων (δυσλεξία) η οποία εκδηλώνεται ως δυσχέρεια στην ανάγνωση - κατανόηση των κειμένων που διαβάζει, στη γραπτή και προφορική έκφραση των σκέψεών της και στην ορθογραφία οι παραπάνω δε δυσκολίες, έχουν επιπτώσεις στην συναισθηματική της κατάσταση και επηρεάζουν τα σχέδιά της για το μέλλον (βλ. την από ..... ψυχολογική έκθεση του Παιδοψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής) επίσης έχει χειρουργηθεί για αποκλίνοντα στραβισμό και παρουσιάζει ανισομετρία, μυωπία, αστιγματισμό και αμβλωπία του Δ.Ο. (βλ. την από ... εγχειρισθείσα στον Ανακριτή Αθηνών ιατρική βεβαίωση του χειρούργου οφθαλμιάτρου .....) για το λόγο αυτό και η μητέρα και ο πατριός της ζήτησαν από τον κατηγορούμενο να επιδείξει μια κάποια ιδιαίτερη προσοχή, για το πρόσωπο της Ψ1.
Εν προκειμένω όμως ο εκκαλών, ουδεμία ευαισθησία επέδειξε προς την πιο πάνω παθούσα που, καίτοι αντιμετώπιζε τα πιο πάνω προβλήματα υγείας, η ανάγκη για επιβίωση της επέβαλαν να εργαστεί και ουδόλως έλαβε υπ' όψη του το αίτημα της μητέρας αυτής και του πατριού της, για ιδιαίτερη προσοχή αυτού ως εργοδότη της, για το πρόσωπο της πιο πάνω εργαζομένης του, συνεπεία ακριβώς των προβλημάτων υγείας που αυτή αντιμετώπιζε, πέραν του νεαρού της ηλικίας αυτής, η οποία ήταν μόλις 18 ετών. Αντίθετα αυτός προέβη στη διάπραξη της πιο πάνω πράξης του, την ώρα που η τελευταία εργαζόταν στο κατάστημά του, με τον προεκτεθέντα τρόπο. Υπό τα δεδομένα αυτά όμως, και δη αν ληφθούν υπ' όψη η βαρύτητα της πράξης του εκκαλούντα και οι ιδιάζουσες προαναφερθείσες συνθήκες τέλεσης αυτής από τον τελευταίο, ο οποίος αδιαφορώντας για την πιο πάνω ψυχοσωματική κατάσταση της παθούσας την εξανάγκασε να δεχτεί την συνουσία μαζί του, πράξη δηλαδή που προσβάλλει βάναυσα την προσωπική αξιοπρέπεια και ελευθερία του θύματος και καταρρακώνει το περί αιδούς συναίσθημα των νέων και μάλιστα νεαρών και εργαζομένων, όπως η εν λόγω παθούσα, κατά την κρίση μας δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 344 ΠΚ. αντίθετα, λόγοι δημοσίου συμφέροντος που υπερτερούν, στην προκειμένη περίπτωση σε ένταση και αξία του ατομικού συμφέροντος της παθούσας, η οποία μάλιστα, καίτοι κατά την προμνησθείσα ψυχολογική έκθεση έχει δυσχέρεια στην ανάγνωση και κατανόηση των κειμένων που διαβάζει ως επίσης και στη γραπτή και προφορική έκφραση των σκέψεών της, προέβη στη πιο πάνω δήλωση εκθέτοντας και ότι τάχα δεν έλαβε χωράν βιασμός, σε μια καταφανή, καθ' ημάς, προσπάθειά της, για να βοηθήσει τον κατηγορούμενο, (προσπάθεια η οποία ομοίως επιχειρείται και από τον πατριό της, Ψβ με την υπ' αριθμ....... ένορκη βεβαίωση της συμβολαιογράφου Αθηνών Ιφιγένειας Αντωνίου, σε αντίθεση με τους φυσικούς γονείς της παθούσας οι οποίοι, πρέπει να σημειωθεί ότι, σε ουδεμία τέτοια δήλωση προέβησαν, την οποία ομοίως επικαλείται ο εκκαλών) καθόσον τα προεκτεθέντα αποδεικτικά στοιχεία αντιμάχονται σφόδρα, τη θέση της αυτή, επιβάλλουν την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Έτι περαιτέρω κατά την άποψή μας, εν όψει και του ότι, ήδη έχει λάβει δημοσιότητα η υπόθεση, από την άσκηση της ποινικής δίωξης, και μάλιστα μετά από τη σύλληψη του κατηγορουμένου εντός των ορίων του αυτοφώρου, αλλά όπως προκύπτει και από το αποδεικτικό υλικό και λόγω μετάδοσης σχετικής είδησης, στο χρόνο του συμβάντος, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (βλ. την από 18-1-2005 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα ........ στον Ανακριτή), ουδόλως προέκυψε ότι η παθούσα θα υποστεί τον απαιτούμενο, κατά νόμο, σοβαρό ψυχικό τραυματισμό, από τη δημόσια στο ακροατήριο συζήτηση της υπόθεσης, αλλά τον απλό ψυχικό τοιούτο, τον οποίο, ως είναι φυσικό, είναι δυνατόν να συνεπάγεται κάθε δίκη που διεξάγεται είτε δημόσια είτε κεκλεισμένων των θυρών. Υπό τα προεκτεθέντα, λοιπόν, πραγματικά περιστατικά και δεδομένα προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντα, κατά τα προρρηθέντα, για την αξιόποινη πράξη το βιασμού (άρθρα 1, 14, 1, 18α, 26 § 1, 27, 60, 79 και 336 § 1 ΠΚ). Επομένως, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το προσβαλλόμενο με αριθμό 157/2006 βούλευμά του, αποφάνθηκε με τις ίδιες παραδοχές κατά τα άρθρα 309 § 1ε και 313 ΚΠΔ, την παραπομπή του εκκαλούντος στο ακροατήριο του αρμοδίου καθ' ύλη και κατά τόπο στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο που θα ορίσει ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών στην περιφέρεια του οικείου Εφετείου, για να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη του βιασμού (άρθρα 97 § 2 Συντάγματος, 8 § 1α, 109α, 119 και 122 § 1 ΚΠΔ) δεν έσφαλε αλλά προέβη σε σωστή ερμηνεία του νόμου και ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν. Κατά συνέπεια η έφεση του εκκαλούντος με την οποίαν υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ'ουσίαν". Με αυτά τα οποία εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτουμένη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο εκρίθη παραπεμπτέος ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 336 § 1 και 344 β' Π.Κ. για την τελευταία των οποίων και ορθώς εδέχθη ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της. Επομένως ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίον ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για τον λόγον το μεν ότι δεν περιέχει "δικό του ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένο σκεπτικό", αλλ' αναφέρεται στην εισαγγελική πρόταση, "αποδεχόμενο αυτήν, η οποία πάσχει παντάπασι", το δε ότι απέρριψεν αναιτιολογήτως τον ισχυρισμόν περί εφαρμογής του άρθρου 344 Π.Κ. ως και ο τρίτος λόγος, κατά το έτερον σκέλος του, κατά το οποίον απερρίφθη το αίτημά του να κληθούν και εξετασθούν η παθούσα και οι οικείοι της, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι προβαλλόμενοι με το δικόγραφο της αναιρέσεως και τον τέταρτο λόγο αυτής ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί πλημμελούς και αναιτιολογήτου εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων, με τη παράθεση ιδία των κειμένων της εφέσεώς του, της από ...... ιατροδικαστικής εκθέσεως και των από 20/2/2007 δύο ενόρκων βεβαιώσεων των φυσικών γονέων της παθούσας, αποτελούν αιτιάσεις, κατά της αναιρετικώς ανέλεγκτης ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας και είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 309 § 2 εδ. α' και δ' Κ.Ποιν.Δικ. "το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση... Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Η κατά τα άνω άρθρα, εντεύθεν, 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ. απαιτουμένη αιτιολογία, εκτείνεται και στην απορριπτική της αιτήσεως του κατ/νου για την εμφάνισή του στο Συμβούλιο διάταξη του παραπεμπτικού βουλεύματος η οποία πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως και εάν το αίτημά του απορριφθεί χωρίς επαρκή αιτιολογία ικανοποιούσα τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δικ. λόγος αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον τρίτον λόγον αναιρέσεώς του κατά το πρώτον σκέλος του ισχυρίζεται, ότι το Συμβούλιο Εφετών απέρριψεν αναιτιολόγητα το υποβληθέν υπ' αυτού με την έφεσή του κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος αίτημά του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του τότε εκκαλούντος - νυν αναιρεσείοντος κατ/νου, προκειμένου να παράσχει επί της υποθέσεως διευκρινίσεις. Όμως το Συμβούλιο Εφετών έκρινεν ότι πρέπει να απορριφθεί το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του (τότε εκκαλούντος -) ήδη αναιρεσείοντος ενώπιον αυτού και απέρριψε την σχετική αίτησή του για εμφάνιση, αφού την κρίση του αυτή εστήριξε, με επιτρεπτή αναφορά, στην πρόταση του Εισαγγελέως, στην οποία με επαρκή αιτιολογία εκτίθεται ότι "αυτός έχει ήδη αναπτύξει επαρκώς τις απόψεις του, τόσο με την απολογία του όσο και με την έφεσή του και το έγγραφο υπόμνημά του". Εντεύθεν και εφ' όσον το αίτημα περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης απερρίφθη με επαρκή αιτιολογία, ο σχετικός περί του αντιθέτου ως και περί απόλυτης ακυρότητας τρίτος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτον σκέλος του είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά πάντα ταύτα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Επίσης πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του αναιρεσείοντος περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου (υποβληθέν και δια του από 11/5/2007 υπομνήματός του) διότι και δια της εκθέσεως αναιρέσεώς του εξέθεσε επαρκώς τις απόψεις του, ώστε δεν παρίσταται ανάγκη διευκρινίσεως τινός επί της υποθέσεως, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 Κ.Ποιν.Δικ).



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20/4/2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ'αριθμ. 159/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Απορρίπτει το αίτημα περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως του αναιρεσείοντος ενώπιον του Συμβουλίου τούτου.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Φεβρουαρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή