Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2203 / 2007    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση.




Περίληψη:
Ορθή και αιτιολογημένη παραπομ-πή αναιρεσείοντος για κακουργηματική απάτη κατά συναυτουργία και απόρριψη αιτήματος αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Συμ-βουλίου του Α.Π




Αριθμός 2203/2007

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1 περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 2646/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1) Χ2 και 2) Χ3 και με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1.Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 651/2007.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή με αριθμό 195/14.05.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"1-Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ, την 63/6-3-07 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου X1 κατά του 2646/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε την έφεσή του κατά του πρωτόδικου 793/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών, επικύρωσε το βούλευμα τούτο και παραπέμπει τους 1) Χ2 2) Χ3 και 3) τον αναιρεσείοντα ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για κακουργηματική απάτη, κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, (άρθρα 45, 60, 98 και 386 παρ. 1α, 3α ΠΚ), και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα.
2- Η εισαγόμενη αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου ασκήθηκε δια του ειδικού πληρεξουσίου του, δικηγόρου Παναγ. Δημόπουλου, ενώπιον του γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, μέσα στη δεκαήμερη προθεσμία από την επίδοση, που έγινε με θυροκόλληση στον ίδιο μεν στις ...., στο αντίκλητό του δε δικηγόρο στις ..... , όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά επιδόσεως των δικ. επιμελητών ..... και ..... αντίστοιχα, και εδράζεται στις διατάξεις του άρθρου 482 παρ. 1 ΚΠΔ, με τις οποίες του δίνεται το σχετικό δικαίωμα, καθόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα τον παραπέμπει για κακούργημα. Η έκθεση συντάχθηκε από την αρμόδια γραμματέα Γ. Αράπου με την τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται από τα άρθρα 150 και 474 ΚΠΔ και περιέχει τους προβλεπόμενους από το άρθρο 484 παρ.1 περ. α, β και ε ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως της εσφαλμένης ερμηνείας - εφαρμογής, της έλλειψης της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139 ΚΠΔ, και της απόλυτης ακυρότητας.
Συνεπώς, είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και δικαιωματικά ασκηθείσα, οπότε πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητά της.
3-Έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας-εφαρμογής.
Α-Νομική βάση.
α-Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά απ' αυτά. [ΑΠ.19/01ΟΛΟΜ-ΠΔΙΚ.01/1225,ΠΧΡ.02/402,ΠΛΟΓ.01/1693].
β-Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, θεμελιώνουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1β΄ ΚΠΔ αναιρετικό λόγο, υφίσταται όταν ο δικαστής αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει πραγματικά, ή όταν δεν υπήγαγε σωστά τα υπό τούτου δεχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση δε τέτοιας εσφαλμένης εφαρμογής συντρέχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μη είναι εφικτός από τον ΄Αρειο Πάγο ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως.
γ-Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στοιχεία του εγκλήματος της απάτης είναι: α) Σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, ανεξαρτήτως της πραγμάτωσης ή μη του οφέλους αυτού, β) Η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος. και γ) βλάβη ξένης περιουσίας που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Η διάταξη της παρ.3 του ανωτέρω άρθρου αντικαταστάθηκε αρχικά μεν από το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, που καθόριζε ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ΄ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, ακολούθως δε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 22721/1999, που ορίζει ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α)αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ΄ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων δραχμών.
Β-Παραδοχές και σκέψεις του βουλεύματος
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, (καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων και απολογιών) προέκυψαν τα εξής, κατ' εκτίμηση, ουσιώδη περιστατικά:
Ο Ψ1 κατά το πρώτο εξάμηνο του 2001 ενδιαφερόταν να εξεύρει πηγές χρηματοδότησης της επιχείρησης εκτροφής στρουθοκαμήλων, που διατηρούσε με τον αδελφό του Ψ2 στον .... Για το σκοπό αυτόν βρήκε τον πρώτο κατηγορούμενο, Χ2 που του εμφανίσθηκε ως οικονομολόγος και εκπρόσωπος της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης υπό την επωνυμία ALEJANDRIAN SERVICE INTERNATIONAL LTD - Μονοπρόσωπη ΕΠΕ, που εδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι έχει τη δυνατότητα να του αντλήσει χρηματοδότηση από σοβαρούς τραπεζικούς οργανισμούς του εξωτερικού. Τούτος, κατά τη διαδικασία της συγκέντρωσης των απαιτούμενων δικαιολογητικών για τη χρηματοδότηση, του συνέστησε και τους άλλους δυο κατηγορουμένους, Χ3 και X1 -τον αναιρεσείοντα, οπότε και τρεις τους διέπραξαν σε βάρος του διαδοχικώς τις εξής αξιόποινες πράξεις:
α-Ο πρώτος κατηγορούμενος [Χ2 ] στην Αθήνα κατά το δεύτερο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου του 2001 με σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος παρέστησε στον παθόντα Ψ1 ότι έχει τη δυνατότητα υπό την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της εταιρίας υπό την επωνυμία ALEJANDRIAN SERVICE INTERNATIONAL LTD- Μονοπρόσωπη ΕΠΕ, που εδρεύει στην Αθήνα, να του συντάξει οικονομική μελέτη και να του εξασφαλίσει χρηματοδότηση της επιχείρησης εκτροφής στρουθοκαμήλων, που διατηρούσε τούτος με τον αδελφό του Ψ2 στον ...., από επενδυτικούς οίκους του εξωτερικού, ύψους 2.000.000.000 δρχ., με ενδεχόμενη συμμετοχή των επενδυτών στην επιχείρησή τους ως αντάλλαγμα, ενώ αληθινό είναι ότι αυτός δεν είχε τέτοια δυνατότητα, να συντάξει δηλ. μελέτη αποδεκτή προς άμεση χρηματοδότηση από τραπεζικούς οίκους του εξωτερικού, και έτσι, παραπλανώντας τον, τον περέπεισε να υπογράψει συμβόλαιο-ειδική εντολή εκτέλεσης οικονομικών εργασιών με την ως άνω εταιρία του και να του προκαταβάλει, για τη δήθεν αμοιβή του, το ποσό των 12.000.000 δρχ., [5.000.000 στις 13-2-01 και 7.000.000 στις 19-2-01], με το οποίο ποσό ζημίωσε την περιουσία του παθόντος με αντίστοιχο περιουσιακό αυτού όφελος.
β-Οι δυο πρώτοι κατηγορούμενοι [Χ2 και Χ3] στην Αθήνα στις 23-5-01 με σκοπό να περιποιήσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, κατόπιν συναπόφασης, παρέστησαν στον ανωτέρω παθόντα, ότι ο δεύτερος απ' αυτούς είχε εξασφαλισμένη εγγυητική επιστολή τραπέζης του εξωτερικού με άμεση ρευστοποίηση, χωρίς καμία χρονοβόρα διαδικασία, ύψους 1.950.000.000 δρχ., προκειμένου να χρηματοδοτήσει την ως άνω επιχείρηση εκτροφής στρουθοκαμήλων, ενώ αληθινό είναι ότι ο ανωτέρω δεν διέθετε τέτοια εξασφαλισμένη εγγυητική επιστολή, και έτσι, παραπλανώντας τον, τον έπεισαν να τους εκδώσει και να τους παραδώσει σε επιταγές, για τη δήθεν προμήθεια τους, το ποσό των 230.000 δρχ, ήτοι την .... επιταγή σε διαταγή του πρώτου αξίας 115.000 δρχ., και τις ...., ... και ..., αξίας 40.000.000, 15.000.000 και 60.000.000 δρχ., με το οποίο ποσό ζημίωσε την περιουσία του παθόντος με αντίστοιχο περιουσιακό αυτών όφελος.
γ-Οι τρεις κατηγορούμενοι, [Χ2 , Χ3 και X1 αναιρεσείων ] στην Αθήνα στις 28-5-01 με σκοπό να περιποιήσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, κατόπιν συναπόφασης, παρέστησαν στον ανωτέρω παθόντα ότι είχαν εξασφαλισμένη εγγυητική επιστολή Βρετανικής τράπεζας εμπορίου, ύψους 5.000.000 δολαρίων, την οποία Άραβες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων ήσαν διατεθειμένοι να προεξοφλήσουν, προκειμένου να χρηματοδοτήσει την ως άνω επιχείρηση εκτροφής στρουθοκαμήλων, μάλιστα ο τρίτος απ' αυτούς προς επίρρωση των διαβεβαιώσεών τους του παρέδωσε και δυο επιστολές της εταιρίας, που εκπροσωπούσε WORLD WIDE, με το ίδιο περιεχόμενο, ενώ αληθινό είναι ότι αυτοί δεν είχαν εξασφαλισμένη τέτοια εγγυητική επιστολή, που Άραβες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων ήσαν διατεθειμένοι να την προεξοφλήσουν, ούτε το αναφερόμενο ως άνω περιεχόμενο των δυο επιστολών ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, και έτσι, παραπλανώντας τον, τον έπεισαν να τους εκδώσει και να τους μεταβιβάσει, για τα δήθεν ασφάλιστρα και αντασφάλιστρα αυτής στην ασφαλιστική εταιρία WORLD WIDE, την ...... επιταγή επί της τράπεζας ALPHA BANK, αξίας 89.212.000 δρχ, με το οποίο ποσό ζημίωσαν την περιουσία του παθόντος με αντίστοιχο περιουσιακό αυτών όφελος.
δ-Οι δυο πρώτοι κατηγορούμενοι [Χ2 και Χ3] στην Αθήνα στις 13-6-01 με σκοπό να περιποιήσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, κατόπιν συναπόφασης, παρέστησαν στον ανωτέρω παθόντα ότι είχαν εξασφαλίσει επ' ονόματί του την ..... εγγυητική επιστολή της Βρετανικής τράπεζας εμπορίου, αξίας 5.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, προκειμένου να χρηματοδοτήσει την ως άνω επιχείρηση εκτροφής στρουθοκαμήλων, ενώ αληθινό είναι ότι αυτοί δεν είχαν εξασφαλίσει τέτοια επιστολή, και έτσι, παραπλανώντας τον, τον έπεισαν να τους καταθέσει για λογαριασμό τους, για την κάλυψη δήθεν των δαπανών τους, στην τράπεζα ALPHA BANK το ποσό των 60.000.000 δρχ. για την κάλυψη των δήθεν δαπανών τους, ήτοι 30.000.000 δρχ. στον ..... λογαριασμό του πρώτου και 30.000.000 δρχ στον .... λογαριασμό του δευτέρου, με το οποίο ποσό έβλαψαν την περιουσία του παθόντος με αντίστοιχο περιουσιακών αυτών όφελος. Από τα περιστατικά αυτά έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι πληρούται η ποινική υπόσταση του εγκλήματος της ιδιαίτερα διακεκριμένης απάτης, που τέλεσε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κατά συναυτουργία με τους πρώτο και δεύτερο σε βάρος του παθόντος στην Αθήνα στις 28-5-2001,με αντικείμενο το ιδιαίτερα μεγάλης αξίας χρηματικό ποσό των 89.212.500 δρχ., που υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 25.000.000 δρχ. Στη συνέχεια, απέρριψε την έφεση αυτού ως ουσιαστικά αβάσιμη, επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών και τον παραπέμπει ενώπιον του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτιος τελέσεως του εγκλήματος τούτου.
Γ-Κριτική αξιολόγηση
Με τις παραδοχές του αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε, την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της απάτης, κατά συναυτουργία με τους άλλους δυο συγκατηγορουμένους του, με τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης ότι η προθενηθείσα ζημία και το αντίστοιχο περιουσιακό αυτού όφελος είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και δη ότι υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 25.000.000 δρχ, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 386 παρ.1α,3β ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν την παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, διαλαμβάνει από πλευράς μεν της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος προέκυψαν ότι ο κατηγορούμενος προέβη σε ψευδείς παραστάσεις στον παθόντα σχετικά με το ότι έχουν εξασφαλίσει την έκδοση εγγυητικής επιστολής από την Βρετανική Τράπεζα Εμπορίου, την οποία Άραβες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων ήσαν διατεθειμένοι να προεξοφλήσουν, ότι τον παραπλάνησαν να τους εκδώσει και μεταβιβάσει την .... επιταγή επί της τραπέζης ALPHA BANK αξίας 89.212.500 δρχ., και ότι προξένησε, μαζί με τους άλλους, που έδρασαν με συναπόφαση μεταξύ τους, στον παθόντα ισόποση ζημία με αντίστοιχο περιουσιακό αυτών όφελος που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ., και από πλευράς δε της υποκειμενικής υπόστασης αυτού ότι τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας των ψευδών τούτων παραστάσεών του, της παραπλανήσεως του παθόντος και ότι σκόπευε εξαρχής τον προσπορισμό του ανωτέρω παράνομου περιουσιακού οφέλους που αποκόμισε. Η αιτίασή του ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχει τη δέουσα αιτιολογία και ότι το Συμβούλιο Εφετών εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 45 και 386 ΠΚ είναι ουσιαστικά αβάσιμη και απορριπτέα.
Η λοιπές αιτιάσεις του ότι το Συμβούλιο Εφετών εκτίμησε εσφαλμένα τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και πείσθηκε ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης, για την οποία κατηγορείται, όπως ότι η συνάντησή τους με τον παθόντα δεν έγινε στις 28-5-01, αλλά στις 24-5-2001, ότι δεν δόθηκαν σ' αυτόν τότε διαβεβαιώσεις για την έκδοση της εγγυητικής επιστολής, ότι η πράξη του συνιστά το αδίκημα της υπεξαίρεσης κλπ., είναι απαράδεκτες διότι βάλλουν κατά της ανέλεγκτα αναιρετικά ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας.
4-Απόλυτη ακυρότητα για τη στέρηση του δικαιώματος εμφάνισης.
α-Κατά το άρθρο 309 παρ.2 του ΚΠΔ, το οποίο επίσης εφαρμόζεται αναλόγως και κατά τη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών (άρθρ. 316 παρ.2), "το συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι μόνο αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, ή αν αρνηθεί αναιτιολογήτως την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ` του ΚΠΔ, η οποία δημιουργεί λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατ` άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α` του ίδιου Κώδικα. [Α.Π. 336/02 Π.ΛΟΓ. 02/262]
β-Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος με την έφεσή του υπέβαλε το αίτημα να εμφανισθεί ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών για να αναπτύξει τους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς. Το Συμβούλιο απέρριψε το αίτημά του τούτο για το λόγο ότι επαρκώς με τα υπομνήματα του ανέπτυξε τους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς και παρείλκε και η ενώπιον αυτού περαιτέρω ανάπτυξή τους. Επίσης, για τον ίδιο λόγο έκρινε ότι είναι ορθή η σκέψη του Συμβουλίου Πλημμ/κών, που απέρριψε αντίστοιχο αίτημά του για την ενώπιον αυτού εμφάνισή του.
Ενόψει τούτων, το Συμβούλιο Εφετών ούτε αναιτιολόγητα αρνήθηκε την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιόν του, αλλ' ούτε και αναιτιολόγητα απέρριψε ως αβάσιμο το λόγο της εφέσεως αυτού κατά του εκκαλουμένου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών που απέρριψε παρόμοιο αίτημά του για την ενώπιόν του εμφάνιση.
5-Αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης
Κατά το άρθρο 309 παρ.2 του ΚΠΔ το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Μπορεί ακόμη να επιτρέψει στους συνηγόρους και την προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης. Το συμβούλιο μπορεί να προβεί στις προηγούμενες ενέργειες και αυτεπαγγέλτως. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα.
Στην προκείμενη περίπτωση η αίτηση του αναιρεσείοντος, που υποβάλλει με την αίτηση αναιρέσεώς του, για να διαταχθεί η εμφάνισή του στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου κατά την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί καθόσον με την δεκαεπτασέλιδη αίτηση αναιρέσεως έχει εκθέσει επαρκώς τους ισχυρισμούς του ως προς τις πλημμέλειες που προσάπτει στο προσβαλλόμενο βούλευμα και, επομένως, παρέλκει η εμφάνισή του στο δικαστήριο προς περαιτέρω διευκρινίσεις.
6-Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο πρέπει το μεν απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, καθώς και το αίτημα της αυτοπρόσωπης εμφάνισής του, το δε να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα στο ποσό των 220 Ε.

ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Α-Να απορριφθεί η 63/6-3-07 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου X1 κατά του 2646/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Β-Να απορριφθεί η από 6-3-07 αίτησή του για εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Και
Γ-Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των 220 Ε.

Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Φώτιος Μακρής"

Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.- Η κρινόμενη 63/6-3-2007 έκθεση αναιρέσεως του χ1 κατά του 2646/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση αυτού κατά του 793/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που παρέπεμψε αυτόν (καθώς και τους συγκατηγορούμενούς του Χ2 και Χ3] στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για απάτη κατά συναυτουργία σε βάρος του εγκαλούντος Ψ1 από την οποία η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ.(ήδη 73000 ευρώ), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ασχέτως αν το όφελος αυτό πραγματοποιήθηκε ή όχι, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης, περιουσίας [ζημία], η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωσή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη απ' αρχής την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου κατά την παράγραφο 3 εδ. β΄ του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/3.6.1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών(ήδη 73000 ευρώ κατά το άρθρο 5 ν 2943/2001). Τέλος, κατά το άρθρο 45 Π.Κ. "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 Π.Κ. πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. (Ολ. ΑΠ 50/1990). Απάτη μπορεί να τελεστεί και κατά συναυτουργία, όταν οι συναυτουργοί προβαίνουν στις ψευδείς παραστάσεις είτε συγχρόνως από κοινού είτε διαδοχικά, κατόπιν όμως κοινής συναπόφασης, δηλαδή με κοινό δόλο, και με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους. Εξάλλου η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται στο βούλευμα με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη του και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως. Τέλος όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ του ΚΠΔ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του με δικές του σκέψεις, όπως συνάγεται από το σκεπτικό και το διατακτικό του, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεων μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένων και λοιπών εγγράφων της δικογραφίας), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο Ψ1 κατά το πρώτο εξάμηνο του 2001 ενδιαφερόταν να εξεύρει πηγές χρηματοδότησης της επιχείρησης εκτροφής στρουθοκαμήλων, που διατηρούσε με τον αδελφό του Ψ2 στον .... Για το σκοπό αυτόν βρήκε τον πρώτο κατηγορούμενο, Χ2 που του εμφανίσθηκε ως οικονομολόγος και εκπρόσωπος της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης υπό την επωνυμία ALEΧANDRIAN SERVICE INTERNATIONAL LTD- Μονοπρόσωπη ΕΠΕ, που εδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι έχει τη δυνατότητα να του αντλήσει χρηματοδότηση από σοβαρούς τραπεζικούς οργανισμούς του εξωτερικού. Αυτός, κατά τη διαδικασία συγκέντρωσης των απαιτούμενων δικαιολογητικών για τη χρηματοδότηση, του συνέστησε και τους άλλους δυο κατηγορουμένους, Χ3 και Χ1 (αναιρεσείοντα) νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας με την επωνυμία "Α. ABIRA FINANCIAL ASSOCIATED LTD" τα γραφεία της οποίας βρίσκονταν στο Χολαργό Αττικής και επί της οδού Μεσογείων αριθμ. 224. Στις 28-5-2001 σε συνάντηση που είχαν οι τρεις ως άνω κατηγορούμενοι με τον παθόντα Ψ1 στα γραφεία της παραπάνω εταιρείας με σκοπό να περιποιήσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, κατόπιν συναπόφασης, παρέστησαν στον δεύτερο (Ψ1) ότι είχαν εξασφαλισμένη εγγυητική επιστολή Βρετανικής Τράπεζας Εμπορίου, ύψους 5.000.000 δολλαρίων που ήταν ασφαλισμένη στην ασφαλιστική εταιρεία " WORLD WIDE", την οποία Άραβες επενδυτές των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων ήσαν διατεθειμένοι να προεξοφλήσουν, προκειμένου να χρηματοδοτήσει την ως άνω επιχείρηση εκτροφής στρουθοκαμήλων, μάλιστα ο τρίτος από αυτούς (αναιρεσείων) προς επίρρωση των διαβεβαιώσεών τους του παρέδωσε και δύο επιστολές της εταιρείας που εκπροσωπούσε, Α. ABIRA FINANCIAL ASSOCIATED LTD, με το ίδιο περιεχόμενο, ενώ αληθινό είναι ότι αυτοί δεν είχαν εξασφαλισμένη τέτοια εγγυητική επιστολή, που Άραβες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων ήσαν διατεθειμένοι να την προεξοφλήσουν, ούτε το περιεχόμενο των δύο επιστολών ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, και έτσι, παραπλανώντας τον, τον έπεισαν να τους εκδώσει και να τους μεταβιβάσει, για τα δήθεν ασφάλιστρα και αντασφάλιστρα αυτής (εγγυητικής επιστολής) στην ως άνω ασφαλιστική εταιρεία, την ..... επιταγή επί της τράπεζας ALPHA BANK, αξίας 89.212.500 ΔΡΧ. μέσω του υπ' αριθμ. .... λογαριασμού του και να τους την παραδώσει οπισθογραφώντας την στον όνομα του αναιρεσείοντος, ο οποίος μάλιστα υπέγραψε απόδειξη παραλαβής της με το οποίο ποσό ζημίωσαν την περιουσία του παθόντος με αντίστοιχο περιουσιακό αυτών όφελος. Κατέληξε δε το Συμβούλιο Εφετών με βάση τα προεκτεθέντα στην κρίση ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για το ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος τέλεσε την αποδιδόμενη σε αυτόν αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης κατά συναυτουργία.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα πιο πάνω αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης κατά συναυτουργία, και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης αυτής πράξεως, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1β, 45, 386 παρ. 1 και 3 εδ. β΄ του ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Συγκεκριμένα αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα τα ψευδή γεγονότα, τα οποία εν γνώσει του ο αναιρεσείων παρέστησε ως αληθή και που με αυτά παραπλανήθηκε ο παθών, στον σκοπό του να περιποιήσει στον εαυτό του και στους συγκατηγορουμένους του που έδρασαν με συναπόφαση παράνομο περιουσιακό όφελος και ότι η ζημία από την πράξη (ως χρόνος τελέσεως της οποίας λαμβάνεται ο χρόνος που έγιναν τα ψευδή γεγονότα) υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι η αιτιολογία του συμπίπτει με αυτή που εκτίθεται στην πρόταση του εισαγγελέως στο συμβούλιο πλημμελειοδικών είναι απορριπτέα ως αβάσιμη δεδομένου ότι το βούλευμα αναφέρεται σε δικές του σκέψεις και όχι στην ενσωματωμένη στο πρωτόδικο βούλευμα εισαγγελική πρόταση οπότε στην τελευταία περίπτωση θα ετίθετο θέμα ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Οι λοιπές δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος α) ότι η συνάντηση του αναιρεσείοντος με τους συγκατηγορούμενους του δεν έλαβε χώρα την 28-5-2001 αλλά την 24-5-2001 β) ότι δεν δόθηκε η διαβεβαίωση ότι η εγγυητική επιστολή ήταν ασφαλισμένη στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "WORLD WIDE" γ) ότι δεν δόθηκε η διαβεβαίωση ότι Άραβες επενδυτές ήταν έτοιμοι να προεξοφλήσουν την εγγυητική επιστολή δ) ότι δεν περιλαμβάνεται στο ποσό των 89.212.500 δρχ. το αντασφάλιστρο, είναι απαράδεκτες, διότι με την επίκληση λόγου της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Συμβουλίου. Επομένως οι από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 εδ. 1 και 4 του Κ.Π.Δ., ''Το Συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του Εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση.... Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα''. Εξάλλου η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. δ΄ (πρώην ε΄) του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται και στην απορριπτική της αιτήσεως κατηγορούμενου, για την εμφάνισή του στο Συμβούλιο, διάταξη του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Έτσι, αν μεν το Συμβούλιο, δεν απαντήσει σε ένα τέτοιο αίτημα του κατηγορούμενου που υποβάλλεται κατά τρόπο νόμιμο, υπάρχει παραβίαση των διατάξεων που αφορούν την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται σ' αυτόν (αρθ. 171 παρ. 1 περ. δ΄ του Κ.Π.Δ.) και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. α΄ του Κ.Π.Δ., αν δε απορρίψει το αίτημα, χωρίς επαρκή αιτιολογία, ικανοποιούσα τις απαιτήσεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. δ΄ του ίδιου Κώδικα, για ελλιπή αιτιολογία.
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, είχε υποβάλει με την έφεσή του κατά του πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο, προκειμένου να παράσχει επί της υποθέσεως διευκρινίσεις. Το Συμβούλιο δε Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε με ρητή διάταξή του, το αίτημα αυτό του κατηγορούμενου, με την αιτιολογία ότι "ο κατηγορούμενος, με επάρκεια και πληρότητα έχει αναπτύξει τις απόψεις του και διατυπώσει τους ισχυρισμούς του και τις παρατηρήσεις του με το υπόμνημα που έχει καταθέσει ενώ από την προσκόμιση εκ μέρους του ικανού αριθμού εγγράφων παρεσχέθη στο Συμβούλιο η δυνατότητα διεξοδικής έρευνας της υπό κρίση υπόθεσης και της ευχέρειας εντεύθεν αυτού, ν' αχθεί στην κατά νόμο κρίση του, χωρίς ουδόλως να παραβλαφθούν τα δικαιώματα και τα εν γένει συμφέροντα του κατηγορουμένου. Επομένως η εμφάνισή του στο Συμβούλιο ουδέν θα εισέφερε". Εκ της απορριπτικής, του αιτήματος για αυτοπρόσωπη του κατηγορούμενου εμφάνισή του στο Συμβούλιο, διατάξεως του βουλεύματος, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα, αφού το Συμβούλιο απάντησε έπ' αυτού ρητά, χωρίς όπως αναφέρθηκε, να είναι υποχρεωμένο να διατάξει την εμφάνιση, ενώ και η αναφερόμενη αιτιολογία της απορριπτικής αυτής διατάξεως του βουλεύματος, είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη. Αυτό δε γιατί πράγματι η εμφάνιση του κατηγορούμενου στο Συμβούλιο είναι περιττή, όταν αυτός έχει αναπτύξει τις απόψεις του με υπομνήματα ή αιτήσεις και η υπόθεση δεν εμφανίζει κενά προς διευκρίνιση. Η απορριπτική αυτή διάταξη, δεν προσκρούει εξάλλου, ούτε στο άρθρο 20 του Συντάγματος, για το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, ούτε στα άρθρα 5 παρ. 3 και 4 και 6 παρ. 3 της "Ε.Σ.Δ.Α.". Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. α΄ και δ΄ του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα, άλλως ανεπαρκής αιτιολογία, της απορριπτικής αυτής διατάξεως του Συμβουλίου, είναι αβάσιμα και απορριπτέα, ενώ ως προς την αιτίαση για εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 309 παρ. 2 ΚΠΔ πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως απαράδεκτος, διότι η παραβίαση (ευθέως ή εκ πλαγίου) δικονομικής ποινικής διάταξης, όπως η ανωτέρω, δεν στοιχειοθετεί τον κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως. Με την ίδια ως άνω αιτιολογία το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών απέρριψε αίτημα του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση αυτού ενώπιόν του προς παροχή διευκρινήσεων το δε Συμβούλιο Εφετών αιτιολογημένα απέρριψε ως αβάσιμο σχετικό λόγο εφέσεως κατά του εκκαλουμένου βουλεύματος. Επομένως δεν ανακύπτει θέμα ελλείψεως της προσήκουσας ως προς αυτό αιτιολογίας και συνακολούθως ο από το άρθρο 484 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος.- Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 309 παρ 2, 485 παρ. 1 και 3 του Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι σε περίπτωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά βουλεύματος, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα υποβολής αιτήσεως για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο.
Συνεπώς το περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου αίτημα του αναιρεσείοντος είναι νόμιμο, κατά τις παραπάνω διατάξεις, πρέπει όμως να απορριφθεί ως αβάσιμο, γιατί ο αναιρεσείων με την αίτηση αναιρέσεως διεξοδικώς εκθέτει τις απόψεις του επί των λόγων της υπό κρίση αναιρέσεως.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 63/6-3-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 2646/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Απορρίπτει το περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεως ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο αίτημα του αναιρεσείοντος. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Οκτωβρίου 2007. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007.-

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή