Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό.
Περίληψη:
Είναι απαράδεκτη η αίτηση αναίρεσης όταν ο κατηγορούμενος προσβάλλει το βούλευμα μόνο για το συναφές ή συρρέον με το κακούργημα πλημμέλημα, διότι η αίτηση αναίρεσης για το συναφές ή συρρέον με κακούργημα πλημμέλημα προϋποθέτει τη σύγχρονη προσβολή και για το κακούργημα.
Αριθμός 2042/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21.7.10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου, Κ. Μ. του Γ., κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 657/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Απριλίου 2010 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 603/2010.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 232/14.06.2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ι) Το συμβούλιο Πλημ/κών Χαλκίδας με το υπ'αριθμ. 275/2009 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου [ για κακουργήματα ] Αθηνών τον Κ. Μ. του Γ. για να δικαστεί ως υπαίτιος τελέσεως: 1) τοκογλυφίας κατ'εξακολούθηση και κατ'επάγγελμα, 2) ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβίασης με απειλή βλάβης της επιχείρησης, 3) απειλής κατά συρροή - 404 παρ. 3, 2 περ. α, β, 1, 42 και 46 παρ. 1, 385 παρ. 1 περ β, 333 ΠΚ- .Να σημειωθεί εδώ ειδικά για τη πράξη της εκβίασης το πρωτόδικο βούλευμα ρητά αναφέρει ότι η παραπομπή αφορά το εδάφιο β της παρ. 1 του άρθρου 385 ΠΚ ήτοι για απειλή βλάβης της επιχείρησης χωρίς κατά συνήθεια ή κατ' επάγγελμα. Επομένως σε βαθμό πλημμελήματος αφού η πράξη τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. [ βλ. άρθρο 385 παρ. 1 εδ. β εδ α ΠΚ ]. Κατά του άνω βουλεύματος ο παραπεμφθείς κατηγορούμενος άσκησε την υπ'αριθμ. 49/2009 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 657/2010 βούλευμα του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε αυτή ως κατ'ουσίαν αβάσιμη. Συγκεκριμένα το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ρηθέν βούλευμα του και με καθολική [ και επιτρεπτή κατά το νόμο] αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα και δέχθηκε τα εξής: Στην προκειμένη περίπτωση για την υπόθεση διενεργήθηκε κυρία ανάκριση που περατώθηκε νομίμως, το προσβαλλόμενο δε βούλευμα εδέχθη ότι, από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : "Ο κατηγορούμενος, ο οποίος ασκεί το επάγγελμα του παιδίατρου, στην Αθήνα, στις αρχές του έτους 2005, γνώρισε το μηνυτή, που διατηρεί εστιατόριο στην ..., μέσω ενός κοινού γνωστού τους, του Γ. Δ.. Ο μηνυτής αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες εκείνη την εποχή και αναζητούσε χρήματα, γεγονός που γνώριζε ο Γ. Δ., ο οποίος και έφερε τους δύο άνδρες σε επαφή. Έτσι, στις 14.3.2005, στη ..., ο κατηγορούμενος δάνεισε στο μηνυτή χρηματικό ποσό ύψους 10.000 ευρώ. Πλην όμως αυτός - εκμεταλλεύθηκε την ανάγκη του μηνυτή για χρηματοδότηση. Ειδικότερα, ο μηνυτής εξέδωσε σε διαταγή του κατηγορουμένου μία επιταγή της Τράπεζας EUROBANK, με αριθμό ..., ποσού 17.000 ευρώ, με αναγραφόμενη ημεροχρονολογία έκδοσης την 27.5.2006, παρόλο που το χορηγηθέν ποσό ήταν ύψους 10.000 ευρώ ( βλ. την από 7.5.2009 έκθεση εξέτασης του μηνυτή ενώπιον του Ανακριτή ). Επομένως, η επιταγή αυτή ενσωμάτωνε τοκογλυφικούς τόκους ύψους 7.000 ευρώ, που συμφωνήθηκαν κατά τη χορήγηση του δανείου ύψους 10.000 ευρώ, με διάρκεια αποπληρωμής αυτού 14 μήνες. Χαρακτηρίζονται δε ως τοκογλυφικοί, διότι κατά το έτος 2005 το νόμιμο ποσοστό του δικαιοπρακτικού τόκου ήταν 8% ενώ οι παράνομοι τόκοι συνομολογήθηκαν σε ποσοστό 41,17%. Εν συνεχεία, ο κατηγορούμενος στις 7.4.2005, προκειμένου να εξασφαλίσει την πληρωμή των τόκων και του δανείου ζήτησε την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε βάρος ακινήτου του μηνυτή. Ειδικότερα, κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με αριθμό 741/2005 κατά του μηνυτή. Κατά την προφορική συζήτηση της αίτησης ο μηνυτής αποδέχθηκε το περιεχόμενο της αίτησης και εκδόθηκε η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας με αριθμό 667/7.4.2005, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε αγρό του μηνυτή, κείμενο στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου ... (βλ. αίτηση και απόφαση). Μετά την ανωτέρω εξέλιξη, ο μηνυτής κατέβαλε προσπάθειες να εξοφλήσει την οφειλή του μέχρι τη λήξη της επιταγής ( δηλαδή μέχρι την 27.5.2006 ), πλην όμως δεν το κατόρθωσε. Ειδικότερα, στις 29.5.2006 ενώ βρισκόταν στην πόλη ... της Γερμανίας, κατέθεσε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος σε λογαριασμό του κατηγορουμένου που τηρούσε στο Υποκατάστημα της Κυψέλης, ποσό ύψους 5.000 ευρώ {βλ. το με αριθμό REF 14952 έγγραφο της τράπεζας EMPORIKI BANK - GERMANYGMBH ). To γεγονός αυτό της καταβολής δεν το αμφισβήτησε ο κατηγορούμενος (βλ. απολογία του ). Βλέποντας ο κατηγορούμενος ότι ο μηνυτής δεν του κατέβαλε το συνολικό ποσό παρόλο που παρήλθε η συμφωνημένη ημέρα αποπληρωμής του δανείου ( η 27η Μαϊου 2006 ), παρέτεινε τότε για ένα δίμηνο ακόμη την προθεσμία πληρωμής, δηλαδή μέχρι το μήνα Ιούλιο του έτους 2006, με τον όρο να του καταβάλει ο μηνυτής επιπλέον το ποσό των 2.000 ευρώ. Το ποσό αυτό των 2.000 ευρώ αντιστοιχεί σε τοκογλυφικούς τόκους, διότι το μήνα Μάιο του έτους 2006 το νόμιμο ποσοστό του δικαιοπρακτικού τόκου ήταν 8,50% ενώ οι παράνομοι τόκοι συνομολογήθηκαν σε ποσοστό 16,6%. Όταν παρήλθε το δίμηνο- χρονικό διάστημα της παράτασης της προθεσμίας αποπληρωμής του δανείου, τον Ιούλιο του έτους 2006, ο κατηγορούμενος επισκέφθηκε το εστιατόριο του μηνυτή και ο τελευταίος του κατέβαλε τότε σε μετρητά το ποσό των 12.000 ευρώ. Παρών σε αυτή τη συναλλαγή ήταν και ο εργαζόμενος ως μάγειρας στο εστιατόριο του μηνυτή ( βλ. την από 14.5.2009 έκθεση ένορκης εξέτασης του μάρτυρα R. C. ενώπιον του Ανακριτή ). Στη συνέχεια, παρόλο που ο μηνυτής κατόρθωσε τελικά τον Ιούλιο του έτους 2006 να καταβάλει το ποσό των 17.000 ευρώ, αναγκάστηκε να καταβάλει και το επιπλέον ποσό ύψους 2.000 ευρώ, αφού ο κατηγορούμενος δεν του επέστρεψε το σώμα της επιταγής. Έτσι, στις 5.10.2006 ο μηνυτής κατέθεσε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος σε λογαριασμό του κατηγορουμένου το ποσό των 2.000 ευρώ (βλ. την από 5.10.2006 απόδειξη είσπραξης της τράπεζας ). Η παράνομη δραστηριότητα του κατηγορουμένου δεν σταμάτησε ούτε μετά την είσπραξη του συνολικού ποσού των 19.000 ευρώ. Ειδικότερα, στις 24.9.2007 ο κατηγορούμενος με δικές του προτροπές και παραινέσεις έπεισε δύο άγνωστους άνδρες να επισκεφθούν το κατάστημα του μηνυτή στην ... και να απειλήσουν την ευρισκόμενη εκεί σύζυγο του μηνυτή με τις φράσεις "αν μέχρι αύριο δεν δώσεις τα λεφτά, θα σας κάψουμε το μαγαζί", "θα βρούμε τα παιδιά σου στη Γερμανία και στη Βουλγαρία και θα τα σκοτώσουμε", "θα σκοτώσουμε εσένα και τον άνδρα σου". Σκοπός της ενέργειας αυτής του κατηγορουμένου ήταν να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος και ειδικότερα να εισπράξει και άλλα χρήματα, εκμεταλλευόμενος προφανώς το γεγονός της αδυναμίας του μηνυτή να αποδείξει την καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού, αφού οι δύο έγγραφες αποδείξεις που προαναφέρθηκαν αφορούσαν μόνο το ποσό των 7.000 ευρώ, καθώς και το γεγονός ότι κρατούσε στα χέρια του την επιταγή και ανά πάσα στιγμή μπορούσε να την εμφανίσει προς πληρωμή στην Τράπεζα αλλά και το ότι ήταν προσημειούχος δανειστής. Μετά την αποχώρηση των δύο αυτών ανδρών από το εστιατόριο, η σύζυγος του μηνυτή κατάλαβε ότι ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που έστειλε τους δύο άνδρες. Κάλεσε τότε τον κατηγορούμενο στο τηλέφωνο που γνώριζε και κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής συνομιλίας τους, αυτός όχι μόνο δεν αρνήθηκε την ανάμιξη του με τους δύο άγνωστους άνδρες αλλά την απείλησε με τις φράσεις "αν δεν πάρω τα λεφτά μου μέχρι αύριο θα σας σκοτώσω", προκαλώντας σε αυτήν τρόμο και ανησυχία, αφού αντιλήφθηκε πλέον ότι ο κατηγορούμενος μπορεί κάλλιστα να πραγματοποιήσει τις απειλές του. Όταν ο μηνυτής το απόγευμα της ίδιας ημέρας (24.9.2007) ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από τη σύζυγο του για το ανωτέρω συμβάν, επικοινώνησε και ο ίδιος τηλεφωνικά με τον κατηγορούμενο, προκειμένου να ζητήσει εξηγήσεις. Τότε, ο κατηγορούμενος επανέλαβε τις ίδιες απειλές και στο μηνυτή, και συγκεκριμένα του είπε "θέλω τα λεφτά μου, αν δεν τα πάρω θα σε ξεκληρίσω, θα σε σκοτώσω, θα στείλω και άλλους να σε απειλήσουν". Τελικά, ο σκοπός του κατηγορουμένου να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος δεν επιτεύχθηκε, διότι την επόμενη ημέρα (25.9.2007) ο Ε. Α. και η σύζυγος του R. Α. κατέφυγαν στο Αστυνομικό Τμήμα της ... και κατήγγειλαν τις ανωτέρω πράξεις. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι τρεις (3) μερικότερες πράξεις της τοκογλυφίας ( α. στις 14.3.2005 κατάρτισε δάνειο ύψους 10.000 ευρώ και έλαβε τόκους ύψους 7.000 ευρώ παραλαμβάνοντας ισόποση επιταγή, β. στις 7.4.2005 προς εξασφάλιση της απαίτησης πέτυχε την έκδοση απόφασης εγγραφής προσημείωσης υποθήκης και γ. το μήνα Ιούλιο του έτους 2006 συμφώνησε για δίμηνη παράταση προθεσμίας να εισπράξει το ποσό των 2.000 ευρώ ) έχουν χαρακτήρα κακουργήματος, διότι ο κατηγορούμενος τις τέλεσε κατ' επάγγελμα ( άρθρο 404 παρ.3, 2 α' και β' σε συνδυασμό με άρθρο 13 στ' ΠΚ ). Ειδικότερα, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος είχε διαμορφώσει υποδομή για να τελεί πράξεις τοκογλυφίας με σκοπό πορισμού εισοδήματος, αφού προσέγγισε τον ευρισκόμενο σε οικονομική δυσχέρεια μηνυτή ο οποίος του ήταν εντελώς άγνωστος, χορήγησε δάνειο σε αυτόν ύψους 10.000 ευρώ, φρόντισε να γίνει δικαιούχος επιταγής του μεγαλύτερου ποσού των 17.000 ευρώ, εξασφάλισε με νόμιμο τρόπο την απαίτηση του πετυχαίνοντας την έκδοση απόφασης για εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε αγρό έκτασης 2 στρεμμάτων περίπου ιδιοκτησίας του μηνυτή, είχε "στις υπηρεσίες του" τρίτα πρόσωπα που απείλησαν τη σύζυγο του μηνυτή και όλα αυτά τα έπραττε υπό την κάλυψη του επαγγέλματος του παιδιάτρου. Οι δε ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ότι αυτός τελικά είναι το "θύμα", διότι πείστηκε από το μηνυτή και του έδωσε χρηματικό ποσό ύψους 80.000 ευρώ για να ξεκινήσουν την εκμετάλλευση εστιατορίου χωρίς να έχει καμία έγγραφη απόδειξη και τελικώς ο μηνυτής εξαφανίστηκε έχοντας εισπράξει τα χρήματα, δεν ευσταθούν, αφού τίθεται το εύλογο ερώτημα πώς είναι δυνατό για το ποσό των 17.000 ευρώ να εξασφαλίζεται ο δανειστής-κατηγορούμένος με τόσους τρόπους ( επιταγή, εγγραφή προσημείωσης ) ενώ για το τετραπλάσιο ποσό, "τις οικονομίες μιας ζωής" όπως ο ίδιος αναφέρει στην απολογία του, να εμπιστεύεται τυφλά το μηνυτή του. Ως προς την αξιόποινη πράξη της τοκογλυφίας πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι παρόλο που οι τρόποι τέλεσης της τοκογλυφίας συρρέουν μεταξύ τους αληθινά, πραγματικά (ΑΠ 421/2009 ο.π.), ο κατηγορούμενος πρέπει να παραπεμφθεί για τοκογλυφία κατ' εξακολούθηση, όπως δηλαδή του απαγγέλθηκε η κατηγορία, αφού η διάταξη του άρθρου 98 παρ.1 ΠΚ είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο από τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.1 ΠΚ. Ως προς την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβίασης κατά συρροή, ο κατηγορούμενος πρέπει να παραπεμφθεί για να δικαστεί μόνο για την ηθική αυτουργία σε απόπειρα εκβίασης που προβλέπεται στη β' περίπτωση του άρθρου 385 παρ.1 ΠΚ δηλαδή μόνο για την απειλή βλάβης της επιχείρησης; διότι η απόπειρα εκβίασης της παρ. 1 περ.γ (τηλεφωνικές απειλές που ανάγονται στο μέλλον ) συρρέει φαινομενικά κατ' ιδέαν με τη βαρύτερη μορφή της εκβίασης της περίπτωσης β' και απορροφάται από αυτή (ΑΠ 829/2006 ο.π. ) ". Από όσα προεκτέθηκαν φαίνεται ότι υπάρχει εξακολουθητική και οργανωμένη τέλεση τοκογλυφίας με τα προαναφερθέντα κάθε φορά ποσοστά τοκογλυφικού τόκου μηνιαίως και συνεπώς συνάγεται από όλη αυτή τη συμπεριφορά του εκκαλούντα σκοπός του για -πορισμό εισοδήματος με την τέλεση από την πλευρά του, του αδικήματος της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση. Επίσης σαφώς προκύπτει ότι υπάρχει και ηθική αυτουργία σε απόπειρα εκβίασης με απειλή βλάβης της επιχείρησης του παθόντα και τέλος απειλή σε βάρος των Ε. Α. και R. Α.. Ο εκκαλών υποστηρίζει, ως προεκτέθηκε, στην έφεση του, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκτίμησε σωστά τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η κατηγορία και συνεπώς εσφαλμένα αυτό κατέληξε στην κρίση ότι έλαβε χώραν, μεταξύ των άλλων, εξακολουθητική και κατ' επάγγελμα πράξη τοκογλυφίας καθώς και ηθική αυτουργία σε απόπειρα κακουργηματικής εκβίασης . Κατ' αρχάς, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, πλήρως αιτιολογείται η κατ' επάγγελμα και εξακολουθητική τέλεση της πράξης της τοκογλυφίας, αφού από τα στοιχεία της δικογραφίας, συνάγεται υποδομή του κατηγορουμένου με εξακολουθητικές πράξεις τοκογλυφίας με σκοπό πορισμό εισοδήματος, δοθέντος ότι ο κατηγορούμενος προσέγγισε τον ευρισκόμενο σε οικονομική δυσχέρεια Ε. Α., χορήγησε δάνειο σε αυτόν ύψους 10.000 ευρώ, φρόντισε να γίνει δικαιούχος επιταγής του μεγαλύτερου ποσού των 17.000 ευρώ, εξασφάλισε με νόμιμο τρόπο την απαίτηση του πετυχαίνοντας την έκδοση απόφασης για εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε αγρό έκτασης 2 στρεμμάτων περίπου ιδιοκτησίας του πιο πάνω δανειολήπτη και τέλος είχε στη διάθεση του τρίτα πρόσωπα ικανά να απειλήσουν τον λήπτη του τοκογλυφικού δανείου, σε περίπτωση που αυτός δεν ήθελε να καταβάλει τα τοκογλυφικά απαιτούμενα ποσά, ακόμη και με απειλή βλάβης της επιχείρησης του, κάτι που φέρεται να έπραξε, αφού τέτοια άτομα απείλησαν τη σύζυγο του δανειολήπτη, όπως θα εκτεθεί παρακάτω. Όπως προκύπτει επίσης από το αιτιολογικό του πιο πάνω βουλεύματος, αυτό έλαβε υπ' όψη του, για να καταλήξει στην παραπεμπτική κρίση του, μεταξύ των άλλων, εκτός από τα όσα ισχυρίζεται ο Ε. Α., περί σύναψης τοκογλυφικού δανείου με τον κατηγορούμενο δανειστή του, και ηθική αυτουργία σε εκβίαση κ,λ.π. ( βλ. την από 25-9-2007 ένορκη κατάθεση του Ε. Α. στο AT ... ), τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου. Μεταξύ λοιπόν των μαρτύρων κατηγορίας είναι και οι μάρτυρες P. C. του Α. και A. R. του G.. Ο πρώτος στην από 14-5-2009 ένορκη εξέταση του ενώπιον του Ανακριτή του Β' Τμήματος Πλημμελειοδικών Χαλκίδας εκθέτει μεταξύ των άλλων και τα εξής: "... Δούλεψα στο μαγαζί του Α. ... ως μάγειρας ... ως το 2004 και μετά ως σήμερα πηγαίνω και τον βοηθάω όποτε έχει ανάγκη. Τον Κ. Μ. τον γνωρίζω διότι απ' ότι ξέρω είχε δανείσει λεφτά στον Α. και ο Α.ς του έδωσε μια επιταγή. Δεν γνωρίζω πόσα ακριβώς λεφτά δάνεισε ο Μ., αν θυμάμαι καλά ήταν τέλη Ιουλίου του 2006 και εργαζόμουν στην κουζίνα του εστιατορίου του Α.. Η κουζίνα είναι ανοικτή και ακριβώς μπροστά υπάρχει ένα τραπέζι που είναι για τον ιδιοκτήτη και το προσωπικό. Ήρθε ο Μ. και κάθισε στο τραπέζι αυτά μαζί με τον Α.. Εγώ ήμουν στην κουζίνα όπως είπα και ήταν μαζί μου και η γυναίκα του Α. και βλέπαμε και ακούγαμε τι γινόταν μεταξύ τους•. Είδα τον Α. να μετράει και να δίνει στον κ. Κ. ένα μεγάλο χρηματικό ποσό σε μετρητά χωρίς να ξέρω ακριβώς πόσα λεφτά είναι. Ο Α.ς μετά μου είπε πόσα λεφτά του έδωσε, αλλά δεν θυμάμαι ακριβώς να σας πω. Ίσως δέκα, ίσως έντεκα χιλιάδες ευρώ. Δεν άκουσα ποτέ οτιδήποτε για επαγγελματική συνεργασία μεταξύ Α. και Μ.. Εκείνη την ημέρα φεύγοντας, θυμάμαι ο Μ. είπε στον Α. ότι θέλει δυο χιλιάδες ακόμα και θα του δώσει πίσω την επιταγή....". Η δευτέρα δε, στην από 25-9-2009 προανακριτική ένορκη εξέταση της, στο AT ... , εκθέτει μεταξύ των άλλων και τα εξής : " Είμαι σύζυγος του Ε. Α. ο οποίος είναι ιδιοκτήτης εστιατορίου στην πόλη της ... με την επωνυμία "Το κατώι της Ελένης ... Χθες 24-9-2007 και περί ώρα 18:00 ήρθαν στο μαγαζί ... δύο άγνωστα σε μένα άτομα και τότε ο ένας με ρώτησε που είναι ο άνδρας σου το ίδιο άτομο μου απάντησε πως τους στέλνει ο "Κ." ξέρουν πως έχω παιδιά στη Βουλγαρία και ο άνδρας μου στη Γερμανία. Τότε το άτομο αυτό άρχισε να με απειλεί με τις φράσεις " αν μέχρι αύριο δεν δώσει τα λεφτά θα σας κάψουμε το μαγαζί" Εγώ αφού έφυγαν κατάλαβα πως επρόκειτο για τον Μ. Κ.. Του τηλεφώνησα και του είπα γιατί το έκανε αυτό του εξήγησα πως από αυτό που έκανε φοβήθηκα και πως θα πάω στην Αστυνομία και τότε μου είπε "καλά θα κάνεις, εγώ θέλω τα λεφτά μου" και "αν δεν πάρω μέχρι αύριο τα λεφτά θα σας σκοτώσω. Μετά από χρονικό διάστημα περίπου μιας ώρας με πήρε τηλέφωνο το ίδιο άτομο που είχε έρθει στο κατάστημα και μου επανέλαβε πως έχουμε χρόνο μέχρι αύριο ( 25-9-2007 ) για να δώσουμε τα χρήματα.". Οι καταθέσεις αυτές, λοιπόν, επιβάλλεται να αξιολογηθούν, εν όψει των προκυψασών επαρκών ενδείξεων για παραπομπή του κατηγ/νου, ομού με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα ενώπιον του ακροατηρίου και ιδίως με τις από 24-9-2008 και 19-6-2009,καταθέσεις του μάρτυρα Ν. Δ., προανακριτική και ανακριτική αντίστοιχα, στις οποίες ο μάρτυς κάμνει λόγο για εταιρική συνεργασία μεταξύ των Ε. Α. και κατηγορουμένου, με μεσιτεία μάλιστα του ιδίου προς τούτο, καθώς και την από 19-6-2009 ανακριτική κατάθεση του μάρτυρα Γ. Λ., ο οποίος αναφέρει ότι ήταν παρών όταν ο κατηγορούμενος έδινε στον Ε. Α. το ποσόν των 80.000 ευρώ για να ανοίξουν συνεταιρικά επιχείρηση και μάλιστα στη συνέχεια μετά από 2 ώρες είχαν δώσει ραντεβού στην ταβέρνα του Ε. Α., για να πάνε σε συμβολαιογράφο να κάνουν το σχετικό συμφωνητικό και εκεί πλέον, των ως άνω μαρτύρων υποβληθησομένων, στη βάσανο της ακροαματικής διαδικασίας και με κατ' αντιπαράσταση, μεταξύ τους, αλλά και με τους διαδίκους, εξέταση, σε συνδυασμό και με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, είτε να μεταβληθούν οι πιο πάνω ενδείξεις σε αποδείξεις είτε να εξασθενήσουν και να οδηγήσουν σε απαλλαγή του κατηγ/νου. Άλλωστε, αυτή είναι και η έννοια των επαρκών ενδείξεων ενοχής για παραπομπή, οι οποίες υπάρχουν όταν η ενώπιον του δικαστηρίου φερομένη κατηγορία, ήθελε προκαλέσει τη σοβαρή απασχόληση του δικαστηρίου με αυτήν, κάτι το οποίο συμβαίνει όταν αυτή εμφανίζει ίσες πιθανότητες περί της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου ( βλ. Γιώτη, Συμβούλια, Α' σελ. 41 ). Έτσι λοιπόν, κατόπιν όλων αυτών, εκτιμάται ότι προκύπτουν κατά του κατηγορουμένου επαρκείς ενδείξεις ενοχής για στήριξη δημόσιας στο ακροατήριο κατ' αυτού κατηγορίας για τις πιο πάνω πράξεις, όπου και θα συνεκτιμηθούν ενισχυτικά και αποδυναμωτικά της κατηγορίας στοιχεία, για μεταβολή πλέον των-πιο πάνω επαρκών ενδείξεων σε αποδείξεις ή για εξασθένησή τους και απαλλαγή του . Ενόψει αυτών, ορθώς κρίθηκαν ως επαρκείς οι ενδείξεις σε βάρος του εκκαλούντα με το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, στις ορθές και νομίμους σκέψεις του οποίου, συμπληρωματικά, αναφερόμεθα.
Συνεπώς πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί κατ'ουσίαν και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ". Το βούλευμα αυτό [ 657/2010 του συμβουλίου Εφετών Αθηνών ] επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 30.3.2010 και δη στον ίδιο [ βλ. το από 30.3.2010 αποδεικτικό της επιμελήτριας ... ] και κατ'αυτού άσκησε δια πληρεξουσίου στις 12.4.2010 ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας την υπ'αριθμ. 10/2010 αίτηση αναίρεσης προβάλλων ως λόγους αναίρεσης εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 385 παρ. 1 περ β Π.Κ., ήτοι η αναίρεση περιορίζεται στο άνω έγκλημα και μόνο. Να σημειωθεί εδώ ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος κατοικεί - όπως ρητά αναφέρεται στην από 12.4.2010 εξουσιοδότησή του αλλά και στη δήλωση ασκήσεως αναίρεσης - στην ..., όπου και έγινε η επίδοση του βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ο δε διορισθείς αντίκλητος [= Δημήτριος Κουκουλάς ] είναι και αυτός κάτοικος Αθηνών [Ζωοδόχου Πηγής 8-10 ]. -
ΙΙ) Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ - όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων, μεταξύ των οποίων και η αναίρεση, είναι δέκα ημέρες από την επίδοση του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 482 παρ. 1, 2 Κ.Π.Δ. σε αναίρεση υπόκεινται τα βουλεύματα που παραπέμπουν τον κατηγορούμενο σε βαθμό κακουργήματος - και, σε περίπτωση συρροής ή συνάφειας με το κακούργημα, για πλημ/μα. 'Ετσι και κατά του βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών που απέρριψε την έφεση κατά αντίστοιχου πρωτόδικου βουλεύματος. Επομένως αναίρεση δεν χωρεί κατά βουλεύματος που παραπέμπει τον κατηγορούμενο σε βαθμό πλημ-τος [βλ. και ΑΠ 231/2007, ΑΠ 684/2004, ΑΠ 53/92, κ.α. ]. Το αυτό ισχύει και όταν ο κατηγορούμενος προσβάλλει το βούλευμα μόνο για το συναφές ή συρρέον με το κακούργημα πλημ/μα. Με άλλες λέξεις η αναίρεση για το συναφές ή συρρέον με κακούργημα πλημ/μα προϋποθέτει την σύγχρονη προσβολή και για το κακούργημα - βλ. ΑΠ 1064/2000 , ΑΠ 359/2009, ΑΠ 1878/83 κ.α. - Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 η άσκηση του ενδίκου μέσου γίνεται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ... στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί προσωρινά ο δικαιούμενος. Ήτοι προϋπόθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου είναι όπως ο δικαιούμενος κατοικεί ή διαμένει στην περιφέρεια του Ειρηνοδικείου, πράγμα που πρέπει να αναφέρεται - δηλούται στην οικεία έκθεση - βλ. ΑΠ 1460/84 ΠΧρ ΛΕ 464, ΑΠ 2304/2002, Ζησιάδη, ποινική Δικονομία τομ. γ σελ. 309 -Να σημειωθεί εδώ ότι το ένδικο μέσο ανήκει στον διάδικο, ο οποίος μπορεί να το ασκήσει είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου. Στην τελευταία περίπτωση ο αντιπρόσωπος δεν είναι, ούτε καθίσταται δικαιούχος αλλά ασκεί το ανήκον στον διάδικο και για λογαριασμό του ένδικο μέσο. Διαφορετική είναι η περίπτωση που ο νόμος αναγνωρίζει δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου σε συγκεκριμένα πρόσωπα - βλ. άρθρ. 465 παρ. 2 ΚΠΔ. Ενόψει των ανωτέρω η υπό κρίση αναίρεση είναι πολλαπλώς απαράδεκτη και δη ασκείται κατά βουλεύματος που δεν υπόκειται σε αναίρεση [αφού ο λόγος αυτής περιορίζεται μόνο στο πλημ/μα της εκβίασης], ασκείται ενώπιον αναρμοδίου γραμματέα [αφού ο δικαιούμενος κατοικεί εκτός της έδρας του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας] ασκήθηκε εκπροθέσμως [ήτοι μετά την πάροδο των δέκα ημερών χωρίς να γίνεται επίκληση λόγων ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος που να δικαιολογούν το εκπρόθεσμο]. Τέλος είναι και απαράδεκτη και αβάσιμη σε σχέση με τον λόγον εφέσεως αφού το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν παρέπεμψε αυτόν για εκβίαση σε βαθμό κακουργήματος - δηλ. 385 παρ. 1 εδ. α Π.Κ. - έτσι ώστε να απαιτείται όπως η απειλή αναφέρεται σε επικείμενο κίνδυνο ζωής - σώματος αλλά σε βαθμό πλημτος με κίνδυνο βλάβης της επιχείρησης που δεν απαιτείται να είναι επικείμενος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω όπως απορριφθεί η υπ' αριθμ. 10/2010 αίτηση αναίρεσης του Κ. Μ. κατά του υπ'αριθμ. 657/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και να επιβληθούν τα έξοδα σε βάρος αυτού. Αθήνα 10-5-2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κονταξής".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 482 παρ. 1 στοιχ. α' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας "ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, όταν τούτο τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα. Σε εγκλήματα που συρρέουν ή είναι συναφή, ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την αναίρεση για όλα, έστω και αν το ένδικο αυτό μέσο επιτρέπεται μόνο για ένα από αυτά". Από τη διάταξη αυτή, που περιοριστικά απαριθμεί τις περιπτώσεις ασκήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος από τον κατηγορούμενο, προκύπτει ότι αυτός δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση βουλεύματος, το οποίο τον παραπέμπει στο ακροατήριο για πλημμέλημα, συνεπώς δε και βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου και επικυρώνει το πρωτόδικο βούλευμα, αφού στην περίπτωση αυτή το πρωτόδικο βούλευμα ενσωματώνεται σε εκείνο που το επικυρώνει. Όταν δε ο κατηγορούμενος ασκεί αναίρεση για το κακούργημα, αυτή δεν επεκτείνεται και στο συρρέον ή συναφές πλημμέλημα, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να υποβληθεί από αυτόν σχετικό αίτημα. Επομένως, ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να ασκήσει ούτε αυτοτελή αναίρεση μόνο για πλημμέλημα που είναι συναφές ή συρρέον με κακούργημα, για το οποίο δεν άσκησε αναίρεση. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η άσκηση του ένδικου μέσου γίνεται με δήλωση στον Γραμματέα του δικαστηρίου, που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα ή στον γραμματέα του ειρηνοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί προσωρινά ο δικαιούμενος. Ήτοι, προϋπόθεση ασκήσεως του ένδικου μέσου στον γραμματέα του ειρηνοδικείου είναι ο δικαιούμενος να κατοικεί ή διαμένει στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου, πράγμα το οποίο πρέπει να αναφέρεται στην οικεία έκθεση. Εξάλλου, το ένδικο μέσο ανήκει στον διάδικο, ο οποίος μπορεί να το ασκήσει είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου. Στην τελευταία περίπτωση, ο αντιπρόσωπος δεν είναι ούτε καθίσταται δικαιούχος, αλλά ασκεί το ένδικο μέσο, το οποίο ανήκει στον διάδικο για λογαριασμό του τελευταίου.
Εν προκειμένω, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας με το 275/2009 βούλευμα του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Αθηνών τον Κ. Μ. για να δικασθεί ως υπαίτιος 1) τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, 2) ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβιάσεως με απειλή βλάβης επιχειρήσεως και 2) απειλής κατά συρροή. Για την πράξη της εκβιάσεως, το πρωτόδικο βούλευμα ρητώς αναφέρει ότι η παραπομπή αφορά το εδάφιο β' της παραγράφου 1 του Ποινικού Κώδικα, ήτοι για απειλή βλάβη επιχειρήσεως, όχι όμως κατά συνήθεια ή κατ' επάγγελμα. Κατά του βουλεύματος αυτού ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε το 657/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο την απέρριψε ως αβάσιμη κατ ουσίαν, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα. Κατά του τελευταίου (εφετειακού) βουλεύματος ο κατηγορούμενος άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, προβάλλοντας ως λόγους την εσφαλμένη ερμηνεία - εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 385 παρ. 1 περ. β' του Ποινικού Κώδικα. Δηλαδή η αναίρεση περιορίζεται μόνο στο ως άνω πλημμέλημα. Περαιτέρω, η αναίρεση ασκήθηκε στις 12 Απριλίου 2010, ενώ το βούλευμα επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 30 Μαρτίου 2010 (βλ. το από 30.3.2010 αποδεικτικό της επιμελήτριας ...), ήτοι μετά την πάροδο της προβλεπόμενης από το άρθρο 473 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα δεκαήμερης προθεσμίας, χωρίς ο αναιρεσείων να επικαλείται περίπτωση ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος που δικαιολογούν το εκπρόθεσμο. Η άσκηση της αναιρέσεως έγινε με δήλωση της συνηγόρου και πληρεξούσιας του αναιρεσείοντος Χρυσούλας Αναστασίου, η οποία είναι δικηγόρος και κάτοικος Χαλκίδας ενώπιον του Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Χαλκίδος, ενώ ο κατηγορούμενος αναιρεσείων είναι κάτοικος Αθηνών, όπως ρητά αναφέρεται στην από 12 Απριλίου 2010 έκθεση αναιρέσεως. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και ενόψει των όσων έχουν εκτεθεί στη μείζονα σκέψη, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι α) ασκείται κατά βουλεύματος που δεν υπόκειται σε αναίρεση, αφού ο λόγος της περιορίζεται μόνο στο πλημμέλημα της εκβιάσεως, β) ασκήθηκε ενώπιον αναρμόδιου γραμματέως, αφού ο δικαιούμενος κατοικεί εκτός της έδρας του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας και γ) ασκήθηκε εκπροθέσμως, ήτοι μετά την πάροδο της προβλεπόμενης, σύμφωνα με τα ανωτέρω δεκαήμερης προθεσμίας από την επίδοση του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Τέλος, ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την από 12 Απριλίου 2010 αίτηση του Κ. Μ. του Γ., κατοίκου ..., για αναίρεση του 657/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Δεκεμβρίου 2010.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ