Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1902 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Αναίρεση μερική, Νομιμοποίηση εσόδων.




Περίληψη:
Βούλευμα. Πράξεις: α) Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη εγκληματική δραστηριότητα, β) πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος. Λόγοι αναιρέσεως: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως ως προς την πρώτη πράξη και γίνεται δεκτή ως προς τη δεύτερη πράξη, διότι πρόκειται για πλαστογραφία πλημμεληματικού χαρακτήρα, αφού οι μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα της πλαστογραφίας με χρήση φέρονται ως τελεσθείσες κατά το χρονικό διάστημα από Μάρτιο του 1998 μέχρι τις 11 Μαΐου 1999 και το όφελος ή η ζημία από κάθε μερικότερη πράξη δεν υπερβαίνει το ποσό των 73.000 €. Μετά την αναίρεση του βουλεύματος ως προς το σκέλος αυτό, το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου διακρατεί την υπόθεση και παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για την πράξη της πλαστογραφίας.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1902/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου X, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 167/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.

Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Μαρτίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 695/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη με αριθμό 367/7-7-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ., την αριθμ. 3/11-3-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ..., οδ. ... αριθμ. ... - ..., η οποία ασκήθηκε από τον ίδιο αυτοπροσώπως και στρέφεται κατά του αριθμ. 167/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το αριθμ. 796/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, προκειμένου να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις της παράβασης του άρθρου 2 του Ν.2331/1995 κατ' εξακολούθηση και της πλαστογραφίας (νόθευσης) με χρήση κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιο, που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον που το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.) και διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρθρα 13 εδ. γ' και στ', 98, 216 παρ. 1-3α-β Π.Κ.). Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος άσκησε έφεση. Επί της εφέσεώς του αυτής εξεδόθη το αριθμ. 167/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, το οποίο δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση αυτή, κήρυξε άκυρο το αριθμ. 796/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και αφού κράτησε την υπόθεση παρέπεμψε τον ήδη αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης προκειμένου να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθηση (άρθρα 98 Π.Κ. και 2 Ν.2331/1995) και της πλαστογραφίας (νόθευσης) με χρήση κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιο, που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον που το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ) και διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρθρα 13 εδ. γ-στ, 98, 216 παρ. 1-3α-β Π.Κ.). Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα στις 20-3-2008 (βλ. το από 20-3-2008 αποδεικτικό επιδόσεως του Αρχιφύλακα του Α.Τ. ..., ....), η δε αίτηση ασκήθηκε, προ πάσης επιδόσεως, την 11-3-2008 ενώπιον της Γραμματέα του Γραφείου Βουλευμάτων του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης Μαρίας Κατσαροπούλου, συνετάγη δε από εκείνη, η αριθμ. 3/11-3-2008 έκθεση, στην οποία διατυπώνονται σαφείς και ορισμένοι λόγοι αναιρέσεως και συγκεκριμένα ως προς το κεφάλαιο της παραπεμπτικής διάταξης του βουλεύματος για την αξιόποινη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων κατ' εξακολούθηση, κατ' εκτίμηση του δικογράφου, εκείνος της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ως προς το κεφάλαιο της παραπεμπτικής διάταξης του βουλεύματος για την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, εκείνοι της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (εκ πλαγίου παραβίαση - έλλειψη νομίμου βάσεως). Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα για κακουργήματα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 και 4 του Ν.2331/1995, όπως η παράγ. 4 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του Ν.2655/1998 "Με ποινή καθείρξεως μέχρι 10 ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιασδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητα κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφ' όσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής". Η έννοια της "εγκληματικής δραστηριότητας" που προβλέπεται και τιμωρείται κατά την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 και 4 του Ν.2331/1995, όπως η παρ. 4 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του Ν.2655/1998, προσδιορίζεται, στην τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων που απαριθμούνται περιοριστικά στο στοιχ. α' του άρθρου 1 του Ν.2331/1995, μεταξύ των οποίων ρητώς αναφέρονται και τα εγκλήματα της κλοπής ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθρο 372 παρ. 1 εδ. β Π.Κ.) και των διακεκριμένων περιπτώσεων κλοπής του άρθρου 374 περ. α-στ του Π.Κ. (υποπερίπτωση αστ. του άρθρου 1α του Ν.2331/95). Η εγκληματική όμως αυτή δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή πιθανολογείται, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς και να εξατομικεύεται ως προς τον χρόνο και τους δράστες αυτής έστω και αν δεν έχουν κατηγορία (Α.Π. 372/2002 ΠΧ, ΝΓ 208). Με την τροποποίηση του Ν.2331/1995 δια του Ν.3424/2005, που ισχύει από 13-12-2005, απαλείφθηκε, από τα πιο πάνω περιοριστικά αριθμούμενα "βασικά" αδικήματα του άρθρου 1 στοιχ. α, η υποπερίπτωση που αφορά την αξιόποινη πράξη της κλοπής. Προστέθηκε όμως με την παρ. 1 του άρθρου 2 του νόμου 3424/2005, η υποπερίπτωση ii, σύμφωνα με την οποία εντάσσεται στα βασικά εγκλήματα "Κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή, στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που είναι υπαλλακτικώς μικτό και ιδιώνυμο έγκλημα αντικειμενικά μεν απαιτείται αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή της εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή στην κατοχή, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας, που προέρχεται από την τέλεση των εμπεριεχόμενων στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου αξιόποινων πράξεων, υποκειμενικά δε, απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος, για τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων και επί πλέον ο δράστης να ενεργεί με σκοπό την κερδοσκοπία ή τη συγκάλυψη της αληθινής προέλευσής της από το άρθρο 1 στοιχ. γ' του ίδιου νόμου καθοριζομένης "περιουσίας" η οποία περιλαμβάνει τα "περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άϋλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων" (Α.Π. 1057/2008, Α.Π. 83/2006, Α.Π. 2548/2005, ΠΧ, ΝΣΤ, 622, Α.Π. 372/2002 ΠΧ, ΝΓ 208). Προκειμένου δε να ενταχθούν μεταξύ των "βασικών" εγκλημάτων και τα αναφερόμενα στην πιο πάνω υποπερίπτωση ii, που προστέθηκε με την παράγ. 1 του άρθρου 2 του νόμου 3424/2005, μεταξύ των οποίων και η κλοπή ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και οι διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής, πρέπει, από την τέλεσή τους, να προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ. Εξάλλου, αναφορικά με την επιβαρυντική περίπτωση της κατ' επάγγελμα τέλεσης της πράξης της νομιμοποίησης παρανόμων εσόδων, το εδ. στ του άρθρου 13 Π.Κ., όπως προστ. με άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, ορίζει ότι κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τον ορισμό αυτό του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης της κρινόμενης πράξης "κατ' επάγγελμα" απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτής, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός αυτού να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος (Α.Π. 176/2006 ΠΧ, ΝΣΤ, 793, Α.Π. 573/2003 Π.Χρ. ΝΔ, 123, Α.Π. 372/2002 ΠΧ, ΝΓ, 208, Α.Π. 1795/2001 ΠΧ, ΝΒ, 639, Α.Π. 692/2000 ΠΧ, ΝΑ, 47 κ. άλ.).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του Π.Κ., όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, η χρήση δε του εγγράφου από αυτόν θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η εξαρχής κατάρτιση από το δράστη εγγράφου, που να εμφανίζεται ότι καταρτίσθηκε δήθεν από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη ή τροποποίηση λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος του δράστη, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη της πλαστογραφίας και επιπροσθέτως σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή που είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης (Α.Π. 217/2003 ΠΧ, ΝΓ, 929, Α.Π. 1224/2001 ΠΧ, ΝΒ, 426).
Επίσης, κατά τις διατάξεις των εδαφίων α' και β' της παρ. 3 του ιδίου ως άνω άρθρου 216 του Π.Κ., όπως το μεν εδάφιο α' προστέθηκε στην παραγ. 3 με το άρθρο 1 παρ. 7α του Ν.2408/1996 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2α του Ν.2721/1999, και όπως το εδάφιο β' της ιδίας παραγράφου προστέθηκε σ'αυτήν με το άρθρο 14 παρ. 2β του Ν. 2721/1999 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών: α) ο υπαίτιος της πράξεως της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου, αν σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και συγχρόνως υπερβαίνει το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ και β) ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της βαρύτερης μορφής της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, που προβλέπεται από τη διάταξη του εδ. α' της παραγ. 3 του άρθρου 216 Π.Κ., απαιτείται πρόσθετος σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη βλάβη τρίτου, ενώ συγχρόνως είναι απαραίτητο να υπερβαίνει το επιδιωκόμενο από αυτόν συνολικό όφελος ή η συνολική ζημιά που προξενήθηκε στην ξένη περιουσία το χρηματικό ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ (Α.Π. 2172/2003 ΠΧ, ΝΔ, 790, Α.Π. 184/2002 ΠΧ, ΝΒ, 898), ενώ για τη στοιχειοθέτηση της βαρύτερης μορφής της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, που προβλέπεται από τη διάταξη του εδαφίου β της παραγ. 3 του άρθρου 216 Π.Κ., απαιτείται να διαπράττει ο υπαίτιος πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ. Ενταύθα πρέπει να σημειωθεί ότι πριν από την τροποποίηση και συμπλήρωση της παραγράφου 3 του άρθρου 216 του Π.Κ., που έγινε με τα εδάφια α' και β' του άρθρου 14 παρ. 2 του Ν.2721/1999, τα οποία άρχισαν να ισχύουν από τις 3-6-1999 και δεν έχουν αναδρομική ισχύ, γιατί είναι δυσμενέστερα για τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, λόγω της ελλείψεως διατάξεως αντίστοιχης προς εκείνη του άρθρου 16 παρ. 2 του ΝΔ 2576/1953, η οποία αναφέρεται μόνο στα προβλεπόμενα από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.1608/1950 εγκλήματα, εφόσον το όφελος ή η βλάβη, που επιδιώχθηκε με κάθε μερικότερη πράξη πλαστογραφίας, δεν υπερέβαινε το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ, έφερε η πράξη αυτή τον χαρακτήρα πλημμελήματος και ετιμωρείτο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του Π.Κ, με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών, έστω και αν το συνολικό ποσό του οφέλους ή της βλάβης (από όλες τις μερικότερες πράξεις) υπερέβαινε τα 25.000.000 δρχ. και είχε τελεσθεί συγχρόνως κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια (Ολ. Α.Π. 5/2002 ΠΧ, ΝΒ, 697, Α.Π. 59/2004 ΠΧ, ΝΔ, 512, Α.Π. 115/2004 ΠΧ, ΝΕ, 32, Α.Π. 1560/2003 κ.α.).
Τέλος, κατά την παρ. 2 του άρθρου 98 του Π.Κ., όπως αυτή προστέθηκε με την παραγ. 1 του άρθρου 14 του Ν.2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε (Α.Π. 17/2004 ΠΧ, ΝΔ, 594). Η προστεθείσα αυτή δεύτερη παράγραφος στο άρθρο 98 Π.Κ. με την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του Ν.2721/1999 δεν μπορεί να εφαρμοσθεί και στα εγκλήματα της πλαστογραφίας της παραγράφου 3 του άρθρου 216 Π.Κ. που τελέστηκαν πριν από τις 3-6-1999, οπότε άρχισε να ισχύει ο Ν.2721/1999, διότι είναι δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο από την προηγούμενη (Ολ. Α.Π. 5/2002).
Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν.2408/1996, προκύπτει ότι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος να δικασθεί στο αρμόδιο δικαστήριο ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες τα περιστατικά αυτά προέκυψαν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόσθηκε. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή αυτής όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τόσο με δικές του σκέψεις, όσο και με επιτρεπτή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα και απολογία κατηγορουμένου) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο κατηγορούμενος, Χ, διατηρεί στη ... και επί της οδού ... στον ..., ατομική επιχείρηση εμπορίας μοτοσυκλεττών με την επωνυμία 'ΜΟΤΟ ...'. Σε μία μη επακριβώς διακριβωθείσα ημερομηνία του έτους 1998 μετέβη στη ..., και εκεί μέσω του φίλου ΑΑ, μονίμου κατοίκου ..., γνώρισε τον Γερμανό υπήκοο ΒΒ, ο οποίος μαζί με τους αδελφούς του, ΓΓ, ΔΔ, ΕΕ και ΣΤ, είχε συστήσει εγκληματική οργάνωση με αντικείμενο τη διάπραξη στη Γερμανία κλοπών τροχοφόρων οχημάτων, και ιδίως μοτοσυκλεττών, τα οποία στη συνέχεια πωλούσαν σε τρίτους αντί χαμηλού αντιτίμου, το οποίο διένειμαν μεταξύ τους. Κατά την παραπάνω συνάντησή τους, συμφώνησαν ο ΑΑ και ο ΒΒ να προμηθεύουν στον Χ μεγάλης αξίας και μεγάλου κυβισμού μοτοσυκλέττες, και ο άνω κατηγορούμενος να τους καταβάλλει το τίμημα, δηλαδή 5.000 Γερμανικά Μάρκα για κάθε μοτοσυκλέττα τύπου ΒΜΒ και 4.500 Γερμανικά Μάρκα για κάθε άλλη, άλλου τύπου. Έτσι, δυνάμει της παραπάνω συμφωνίας, ο Χ με τη μεσολάβηση του ΑΑ προέβαινε σε έγγραφες παραγγελίες προς τους αδελφούς ΒΒ-ΓΓ-ΔΔ-ΕΕ-ΣΤ των μοτοσυκλεττών που επιθυμούσε να του προμηθεύσουν και οι τελευταίοι, αφού τις εντόπιζαν σε διάφορα σημεία της ..., τις έκλεβαν και τις παρέδιδαν στον ΑΑ, ο οποίος διατηρούσε στη ... αποθήκες για το σκοπό αυτό. Στη συνέχεια, αφού ο τελευταίος εξέδιδε τα απαραίτητα πλαστά κατά κανόνα έγγραφα, δηλαδή άδειες κλπ., σε συνεργασία με τον κατηγορούμενο, φρόντιζε για τη μεταφορά των μοτοσυκλεττών στην Ελλάδα, με φορτηγά. Κατά τον τρόπο αυτό περιήλθαν κατά το χρονικό διάστημα από 6-4-1998 μέχρι 11-5-1999,στην κατοχή του κατηγορουμένου οι ακόλουθες μοτοσυκλέττες, οι οποίες κλάπηκαν στην αλλοδαπή: 1) Μοτοσικλέτα τύπου Yamaha, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 13.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 2) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 21.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 3) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 16.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 4) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 16.500 DM, ιδιοκτησίας ... . 5) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 16.430 DM, ιδιοκτησίας ... . 6) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 12.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 7) Μοτοσικλέτα τύπου Kawasaki, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 10.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 8) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 22.500 DM, ιδιοκτησίας ... . 9) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 22.500 DM, ιδιοκτησίας ... . 10) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 14.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 11) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 22.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 12) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 30.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 13) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 16.900 DM, ιδιοκτησίας ... . 14) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 8.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 15) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 21.000 DM, ιδιοκτησίας .... . 16)Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 23.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 17) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 16.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 18) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 12.500 DM ιδιοκτησίας ... . 19) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 22.500 DM, ιδιοκτησίας ... . 20) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 17.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 21) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 18.500 DM, ιδιοκτησίας ... . 22) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 14.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 23) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 11.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 24) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ...9, αξίας 24.500 DM, ιδιοκτησίας ... . 25) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 19.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 26) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 22.100 DM, ιδιοκτησίας ... . 27) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 25.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 28) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 23.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 29) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 15.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 30) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 13.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 31) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 12.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 32) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, άνευ αριθμού κυκλοφορίας, αξίας 20.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 33) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 28.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 34) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 20.478 DM, ιδιοκτησίας ... . 35) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 13.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 36) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 13.000 DM, ιδιοκτησίας ..., 37) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 12.200 DM, ιδιοκτησίας ... . 38) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 19.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 39) Μοτοσικλέτα αδιακρίβωτου τύπου, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 13.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 40) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 11.500 DM, ιδιοκτησίας ... . 41) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 9.500 DM, ιδιοκτησίας ... . 42) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 14.500 DM, ιδιοκτησίας ... . 43) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 16.500 DM, ιδιοκτησίας ... . Από τις παραπάνω 43 μοτοσικλέτες, οι 39 εισήχθησαν τμηματικά στην Ελλάδα, μεταξύ των ετών 1998 και 1999, ενώ τις υπόλοιπες 4 που αποπειράθηκε να εισάγει ο κατηγορούμενος σε συνεργασία με τον ΑΑ, τις κατέσχεσαν οι Γερμανικές Αστυνομικές Αρχές.
Ο κατηγορούμενος για να πετύχει την εισαγωγή των παραπάνω μοτοσυκλετών, στην Ελλάδα, κατέθετε στο Α' και στο Η' Τελωνείο πιστοποιητικά διασαφήσεων, με τους παραποιημένους αριθμούς πλαισίου της κάθε μοτοσυκλέτας και έτσι εκδίδονταν τα αντίστοιχα πιστοποιητικά τελωνισμού. Το όφελος που αποκόμιζε ο κατηγορούμενος, από την δραστηριότητά του αυτή, ήταν μεγάλο, αφού στην συνέχεια πωλούσε, σε διάφορους αγοραστές, την κάθε μοτοσυκλέτα προς 30.000 γερμανικά μάρκα περίπου [αναφέρονται λεπτομερώς στα πιστοποιητικά τελωνισμού].
Από τις παραπάνω περιπτώσεις, στις με αριθμό 31 έως 33, οι μηχανές μεταβιβάστηκαν με πλαστό αριθμό πλαισίου και όχι με τον αρχικό γνήσιο. Η παράνομη δραστηριότητα του εκκαλούντος προέκυψε από την νόμιμη παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων του ίδιου και του συνεργάτη του στην ..., ΑΑ, καθώς και από μελανοταινία της γραφομηχανής του τελευταίου, στην οποία κατάρτιζαν τα φορτωτικά έγγραφα και τους πλαστούς τίτλους κυριότητας των μοτοσυκλεττών, προκειμένου να επιτευχθεί η νομιμοποίησή τους και η εισαγωγή τους στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο ΑΑ ομολόγησε την εγκληματική δραστηριότητα που είχε αναπτύξει με τον εκκαλούντα και τους Γερμανούς συνεργάτες του, με κάθε δυνατή λεπτομέρεια. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά πληρούται η νομοτυπική μορφή των πράξεων, για τις οποίες ασκήθηκε η ποινική δίωξη και συγκεκριμένα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, καθώς ο κατηγορούμενος από κερδοσκοπία αγόρασε και έλαβε στην κατοχή του τις παραπάνω αναφερόμενες μοτοσυκλέττες, που προέρχονται από την παράνομη δραστηριότητα της κακουργηματικής κλοπής. Επιπλέον, από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος διατηρούσε "επιχείρηση εμπορίας μοτοσυκλεττών, μέσω της οποίας μεταπωλούσε έναντι υψηλού τιμήματος τις προαναφερθείσες μοτοσυκλέττες, προκύπτει ο σκοπός του, για πορισμό εισοδήματος και ότι ο συγκεκριμένος δράστης ασκεί τέτοιες δραστηριότητες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Περαιτέρω, στοιχειοθετείται και η πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση, με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ, από άτομο που δρα κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθώς ο κατηγορούμενος παραποίησε τους αριθμούς πλαισίου των μοτοσυκλεττών που κλάπηκαν στην αλλοδαπή, τους οποίους και χρησιμοποίησε καταθέτοντας στα Η' και Α' Τελωνεία ... πιστοποιητικά διασαφήσεων, στα οποία αναγράφονταν οι πλαστοί αριθμοί πλαισίου και εκδόθηκαν τα αντίστοιχα πιστοποιητικά τελωνισμού.
Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του εκκαλούντος - κατηγορουμένου Χ για τις αξιόποινες πράξεις α) της παράβασης του άρθρου 2 του Ν.2331/1995 κατ' εξακολούθηση και β) της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με σκοπό περιουσιακού οφέλους που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.), που τέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1998 έως τον Μάϊο του έτους 1999 (11-5-99). Έτσι, αφού δέχτηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την από αυτόν ασκηθείσα κατά του αριθμ. 796/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης έφεση και κήρυξε άκυρο το παραπάνω παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, κράτησε την υπόθεση και παρέπεμψε τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης προκειμένου να δικασθεί για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης αναφορικά με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθηση διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει στο εν λόγω βούλευμά του με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διεξαχθείσα κυρία ανάκριση και από τα οποία συνήγαγε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ως άνω εγκλήματος, μνημονεύει δε τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και σχημάτισε την κρίση για την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων, παραθέτει, τέλος, τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. στ, 98 Π.Κ. και άρθρο 2 Ν.2331/1995 που στη συγκεκριμένη περίπτωση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως, αφού και κατά την έκδοση του βουλεύματος (7-2-2008) που ήδη είχε τεθεί σε ισχύ (13-12-2005) ο Ν.3424/2005 η διακεκριμένη κλοπή (άρθρο 374 περ. δ Π.Κ.) από την οποία προέκυψε περιουσία, κατά τις παραδοχές του βουλεύματος (κατά την μετατροπή της αξίας των κλαπεισών μοτοσυκλεττών από τα γερμανικά μάρκα σε δραχμές και ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία γερμανικού μάρκου και δραχμής της χρονικής περιόδου της κλοπής) τουλάχιστον 15.000 ευρώ, προβλεπόταν μεταξύ των βασικών εγκλημάτων του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν.2331/1995, ούτε εκ πλαγίου. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν καθορίζει την πράξη της κύριας εγκληματικής δραστηριότητας, από την τέλεση της οποίας, εκ μέρους της ομάδας των αδελφών Μύλλερ στη ..., προήλθε η περιουσία του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων, που του αποδίδεται, είναι αβάσιμη, αφού, όπως προκύπτει από το σκεπτικό και διατακτικό του προσβαλλομένου καθορίζεται σ' αυτό, κατά τρόπο ορισμένο και σαφή, ότι από την τέλεση του εγκλήματος της κακουργηματικής κλοπής εκ μέρους της παραπάνω ομάδας προήλθε η περιουσία του προαναφερομένου εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων, που τέλεσε ο κατηγορούμενος, από τα πραγματικά περιστατικά δε που εκτίθενται σ' αυτό καθίσταται προφανές ότι αναφέρεται στη διακεκριμένη περίπτωση κλοπής του άρθρου 374 περ. δ Π.Κ. "αν η κλοπή τελέσθηκε από δύο ή περισσοτέρους που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες" έστω και αν χρησιμοποιεί διαφορετική φρασεολογία "σύσταση εγκληματικής οργάνωσης με αντικείμενο τη διάπραξη στη ... κλοπών τροχοφόρων οχημάτων και ιδίως μοτοσυκλεττών".
Είναι επομένως αβάσιμος και εντεύθεν απορριπτέος, ως προς το σκέλος αυτό, ο προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα Χ, κατ' εκτίμηση του δικογράφου και προβλεπόμενος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και πρέπει να απορριφθεί, συνακόλουθα δε πρέπει να απορριφθεί, κατά το αντίστοιχο σκέλος της, και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.
Καθόσον αφορά την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιο, που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον που το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.) και διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρθρα 98, 216 παρ. 1-3α-β Π.Κ.), που φέρεται ως τελεσθείσα κατά το χρονικό διάστημα από Μάρτιο του έτους 1998 μέχρι 11-5-99 παρατηρούμε τα εξής: Κατά τα άρθρα 111 παρ. 1-3 και 112 του Π.Κ., το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποία τελέσθηκε το έγκλημα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 στοιχ. β, 370 στοιχ. β και 485 του Κ.Ποιν.Δ., συνάγεται ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το συμβούλιο σε κάθε στάδιο της ποινικής προδικασίας, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο, ο οποίος, αν διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της, οφείλει να αναιρέσει το βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αρκεί η αναιρετική αίτηση να είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι το άρθρο 485 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 του Ν. 3160/30-6-2003, δεν παραπέμπει προς ανάλογη εφαρμογή και επί βουλευμάτων στο άρθρο 511 του Κ.Ποιν.Δ., όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του Ν.3160/2003. Στην προκειμένη περίπτωση παραπέμφθηκε, όπως προαναφέρθηκε, με το προσβαλλόμενο βούλευμα ο αναιρεσείων, εκτός της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθηση και για την κακουργηματική πράξη της πλαστογραφίας (νόθευσης) με χρήση κατ' εξακολούθηση (άρθρα 98, 216 παρ. 1-3α-β Π.Κ.), την οποία φέρεται ότι διάπραξε κατά το χρονικό διάστημα από Μάρτιο του έτους 1998 μέχρι 11-5-1999. Οι μερικότερες όμως αυτές πράξεις που συγκροτούν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα της πλαστογραφίας (νόθευσης) με χρήση φέρουν το χαρακτήρα πλημμελήματος, αφού φέρονται ως τελεσθείσες κατά το χρονικό διάστημα από Μάρτιο 1998 μέχρι 11-5-1999, δηλαδή πριν από την έναρξη (3-6-1999) ισχύος της διατάξεως του άρθρου 14 παρ.1 του Ν. 2721/1999, οπότε η πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση προσελάμβανε κακουργηματικό χαρακτήρα, εφόσον το όφελος ή η ζημία από κάθε μερικότερη πράξη υπερέβαινε το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ), κατά τις παραδοχές δε του βουλεύματος και σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία γερμανικού μάρκου - δραχμής κατά τον χρόνο τέλεσής των (ισοτιμία γερμανικού μάρκου - δραχμής, κατά μέσο όρο, Μάρτιο 1998 - 167, 657 δρχ., Απρίλιο 1998 - 174, 436, Μάϊο 1998 - 172, 971, Ιούνιο 1998 - 169, 690, Αύγουστο 1998 -168, 324, Σεπτέμβριο 1998 - 172, 080, Οκτώβριο 1998 - 172, 123, Νοέμβριο 1998 - 168, 190, Δεκέμβριο 1998 - 168, 003, Ιανουάριο 1999 - 165, 443, Φεβρουάριο 1999 - 164, 631, Μάρτιο 1999 - 164, 852, Απρίλιο 1999 - 165, 540, Μάϊο 1999 -166, 299), το όφελος που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του από την κάθε μία πράξη ο αναιρεσείων (παραποίηση αριθμού πλαισίου κάθε μίας μοτοσυκλέττας) δεν υπερέβαινε το ποσό των 25.000.000 δρχ. ήτοι 73.000 ευρώ, η δε διάταξη του εδαφίου β της παραγράφου 3 του άρθρου 216 Π.Κ., που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2β του Ν.2721/1999 είναι δυσμενέστερη για τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, αφού με αυτή η πλημμεληματική πλαστογραφία μεταβάλλεται σε κακουργηματική τοιαύτη και δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, για τις προ της ισχύος του νόμου (3-6-99) φερόμενες ως τελεσθείσες πράξεις πλαστογραφίας.
Συνεπώς η αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη έχει υποπέσει σε παραγραφή, αφού η τελευταία μερικότερη πράξη φέρεται ως τελεσθείσα στις 11-5-1999, έκτοτε δε και μέχρι σήμερα παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών, χωρίς, να έχει μεσολαβήσει αναστολή του χρονικού αυτού διαστήματος της παραγραφής. Λαμβανομένου, ύστερα από όλα αυτά, υπόψη ότι η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και περιέχει έναν τουλάχιστον παραδεκτό λόγο αναίρεσης, που ανάγεται στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αλλά και στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (εκ πλαγίου παραβίαση-έλλειψη νομίμου βάσεως) (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β-δ' του Κ.Π.Δ.), πρέπει, κατά τούτο, να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παύσει οριστικώς, η κατά του αναιρεσείοντος ασκηθείσα ποινική δίωξη για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση, λόγω παραγραφής.
Συνεπώς παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων αναίρεσης που αναφέρονται στο κεφάλαιο αυτό του προσβαλλομένου βουλεύματος.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: 1) Να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 167/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και δη καθόσον αφορά την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ, κάτοικο ..., οδ. ... αριθμ. ... - ..., αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση σε βαθμό πλημμελήματος, την οποία φέρεται ότι διέπραξε κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Μάρτιο του έτους 1998 μέχρι και 11-5-1999 και να παύσει οριστικά η ασκηθείσα κατ' αυτού για την πράξη αυτή ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής.
2) Να απορριφθεί κατά τα λοιπά η υπ' αριθμ. 3/11-3-2008 αίτηση αναίρεσης του αυτού ως άνω αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 167/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
Αθήνα 17-6-2008
Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ευτέρπη Κουτζαμάνη"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 και 4 του Νόμου 2331/1995, όπως η παράγραφος 4 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του Νόμου 2655/1988 "με ποινή καθείρξεως μέχρι 10 ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητα κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφ' όσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής". Η έννοια της εγκληματικής δραστηριότητας, που προβλέπεται και τιμωρείται κατά την πιο πάνω διάταξη, προσδιορίζεται στην τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων που απαριθμούνται περιοριστικά στο στοιχείο α' του άρθρου 1 του Νόμου 2331/1995, μεταξύ των οποίων ρητώς αναφέρονται και τα εγκλήματα της κλοπής ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθρο 372 παρ. 1 εδ. β' του Ποινικού Κώδικα) και των διακεκριμένων περιπτώσεων κλοπής του άρθρου 374 περ. α - στ του Π.Κ.. Η εγκληματική όμως αυτή δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή να πιθανολογείται, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς και να εξατομικεύεται ως προς τον χρόνο και τους δράστες αυτής, έστω και αν δεν έχουν κατηγορία. Με την τροποποίηση του νόμου 2331/1995 την οποία επέφερε ο νόμος 3424/2004, που ισχύει από 13 Δεκεμβρίου 2005, απαλείφθηκε από τα παραπάνω περιοριστικά απαριθμούμενα "βασικά" αδικήματα του άρθρου 1 στοιχ. α', η υποπερίπτωση που αφορά στην αξιόποινη πράξη της κλοπής. Προστέθηκε, όμως, με την παράγραφο 2 του άρθρου 2 του νόμου 3424/2005, η υποπερίπτωση ϋ, σύμφωνα με την οποία εντάσσεται στα βασικά εγκλήματα "κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ" Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό και ιδιώνυμο, αντικειμενικά μεν απαιτείται αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή της εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή στην κατοχή, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας, που προέρχεται από την τέλεση των αξιόποινων πράξεων που εμπεριέχονται στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου, υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος, για τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων και επί πλέον ο δράστης να ενεργεί με σκοπό την κερδοσκοπία ή τη συγκάλυψη της αληθινής προελεύσεως της περιουσίας που καθορίζεται από το άρθρο 1 στοιχ. γ' του ίδιου νόμου, η οποία περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων. Προκειμένου δε να ενταχθούν μεταξύ των βασικών εγκλημάτων και τα αναφερόμενα στην πιο πάνω υποπερίπτωση ϋ, που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του νόμου 3424/2005, μεταξύ των οποίων και η κλοπή ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και οι διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής, πρέπει από την τέλεσή τους να προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ. εξάλλου, σχετικά με την επιβαρυντική περίπτωση της κατ' επάγγελμα τελέσεως της πράξεως της νομιμοποιήσεως παράνομων εσόδων, το εδ. στ' του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου 2408/1996, ορίζει ότι κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τον ως άνω ορισμό προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως της κρινόμενης πράξεως κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτής, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός αυτού να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση υπάρχει και όταν το έγκλημα τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, η χρήση δε από αυτόν θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των έγγραφων συναλλαγών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν η εξαρχής κατάρτιση από τον δράστη εγγράφου, που να εμφανίζεται ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη ή τροποποίηση ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος του δράστη, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, που απαρτίζουν την πράξη της πλαστογραφίας και επιπροσθέτως σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή που είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος, ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των εδαφίων α' και β' της παραγράφου 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 216 του Ποινικού Κώδικα, όπως το μεν εδάφιο α' προστέθηκε στην παράγραφο 3 με το άρθρο 1 παρ. 7α του νόμου 2408/1996 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2α του ν. 2721/1999 και όπως το εδάφιο β' της ίδιας παραγράφου προστέθηκε σ' αυτήν με το άρθρο 14 παρ. 2β του νόμου 2721/1999, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών: α) ο υπαίτιος της πράξεως της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, αν σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και συγχρόνως υπερβαίνει το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ και β) ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή των 15.000 ευρώ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της βαρύτερης μορφής πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, που προβλέπεται από τη διάταξη του εδαφίου α' της παραγράφου 3 του άρθρου 216 του Ποινικού Κώδικα, απαιτείται πρόσθετος σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη βλάβη τρίτου, ενώ συγχρόνως είναι απαραίτητο να υπερβαίνει το επιδιωκόμενο από αυτόν συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία που προξενήθηκε στην ξένη περιουσία το χρηματικό ποσό των 25.000.000 δραχμών ή των 73.000 ευρώ, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της βαρύτερης μορφής της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, που προβλέπεται από τη διάταξη του εδαφίου β' της παραγράφου 3 του άρθρου 216 του Ποινικού Κώδικα, απαιτείται να διαπράττει ο υπαίτιος πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή των 15.000 ευρώ. ΣΤΟ σημείο αυτό πρέπει να λεχθεί ότι πριν από την τροποποίηση και συμπλήρωση της παραγράφου 3 του άρθρου 216 του Ποινικού Κώδικα, που έγινε με τα εδάφια α' και β' του άρθρου 14 παρ. 2 του νόμου 2721/1999, τα οποία άρχισαν να ισχύουν από τις 3 Ιουνίου 1999 και δεν έχουν αναδρομική ισχύ, γιατί είναι δυσμενέστερα για τον κατηγορούμενο, επί πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, λόγω της ελλείψεως διατάξεως αντίστοιχης προς εκείνη του άρθρου 16 παρ. 2 του Ν.Δ. 2576/1953, η οποία αναφέρεται μόνο στα προβλεπόμενα από το άρθρο 1 παρ. 1 του Νόμου 1608/1950 εγκλήματα, εφόσον το όφελος ή η βλάβη, που επιδιώχθηκε με κάθε μερικότερη πράξη πλαστογραφίας, δεν υπερέβαινε το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ, έφερε η πράξη αυτή τον χαρακτήρα πλημμελήματος και τιμωρούνταν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών, και αν ακόμη το συνολικό ποσό του οφέλους ή της βλάβης (από όλες τις μερικότερες πράξεις) ξεπερνούσε τα 25.000.000 δραχμές και είχε τελεσθεί συγχρόνως κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Τέλος, κατά την παράγραφο 2 του άρθρο 98 του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του Νόμου 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος, που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Η δεύτερη αυτή παράγραφος που προστέθηκε στο άρθρο 98 Π.Κ. δεν μπορεί να εφαρμοσθεί και στα εγκλήματα της πλαστογραφίας της παραγράφου 3 του άρθρου 216 Π.Κ., που τελέστηκε πριν από τις 3 Ιουνίου 1999, οπότε άρχισε να ισχύει ο νόμος 2721/1999, διότι είναι δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο από την προηγούμενη (ΟλΑΠ 5/2002).
Επειδή, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως το δεύτερο απ' αυτά συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα αυτά ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος να δικασθεί στο αρμόδιο δικαστήριο, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στον Νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή αυτής, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως.
Εν προκειμένω, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τόσο με δικές του σκέψεις, όσο και με επιτρεπτή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, Χ, διατηρεί στη ... και επί της οδού ... στον ..., ατομική επιχείρηση εμπορίας μοτοσυκλετών με την επωνυμία "ΜΟΤΟ ...". Σε μία μη επακριβώς διακριβωθείσα ημερομηνία του έτους 1998, μετέβη στη ..., και εκεί, μέσω του φίλου ΑΑ, μονίμου κατοίκου ..., γνώρισε τον Γερμανό υπήκοο ΒΒ, ο οποίος μαζί με τους αδελφούς του, ΓΓ, ΔΔ, ΕΕ και ΣΤ, είχε συστήσει εγκληματική οργάνωση με αντικείμενο τη διάπραξη στη ... κλοπών τροχοφόρων οχημάτων, και ιδίως μοτοσυκλετών, τα οποία στη συνέχεια πωλούσαν σε τρίτους αντί χαμηλού αντιτίμου, το οποίο διένεμαν μεταξύ τους. Κατά την παραπάνω συνάντησή τους, συμφώνησαν ο ΑΑ και ο ΒΒ να προμηθεύουν στον Χμεγάλης αξίας και μεγάλου κυβισμού μοτοσυκλέτες, και ο άνω κατηγορούμενος να τους καταβάλλει το τίμημα, δηλαδή 5.000 γερμανικά μάρκα για κάθε μοτοσυκλέτα, τύπου BMW και 4.500 γερμανικά μάρκα, για κάθε άλλη, άλλου τύπου. Έτσι, δυνάμει της παραπάνω συμφωνίας, ο Χ με τη μεσολάβηση του ΑΑ, προέβαινε σε έγγραφες παραγγελίες προς τους αδελφούς ΒΒ-ΓΓ-ΔΔ-ΕΕ-ΣΤ των μοτοσυκλετών που επιθυμούσε να του προμηθεύσουν και οι τελευταίοι, αφού τις εντόπιζαν σε διάφορα σημεία της ..., τις έκλεβαν και τις παρέδιδαν στον ΑΑ, ο οποίος διατηρούσε στη ... αποθήκες για το σκοπό αυτό. Στη συνέχεια, αφού ο τελευταίος εξέδιδε τα απαραίτητα, πλαστά κατά κανόνα, έγγραφα, δηλαδή άδειες κλπ., σε συνεργασία με τον κατηγορούμενο, φρόντιζε για τη μεταφορά των μοτοσυκλετών στην Ελλάδα, με φορτηγά, κατά τον τρόπο αυτόν περιήλθαν κατά το χρονικό διάστημα από 6.4.1998 μέχρι 11.5.1999, στην κατοχή του κατηγορουμένου οι ακόλουθες μοτοσυκλέτες, οι οποίες κλάπηκαν στην αλλοδαπή: 1) Μοτοσυκλέτα τύπου Yamaha, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 13.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 2) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 21.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 3) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 16.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 4) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 16.500 DM, ιδιοκτησίας ... . 5) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 16.430 DM, ιδιοκτησίας ... . 6) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 12.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 7) Μοτοσικλέτα τύπου Kawasaki, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 10.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 8) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 22.500 DM, ιδιοκτησίας ... . 9) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 22.500 DM, ιδιοκτησίας ... . 10) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 14.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 11) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 22.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 12) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 30.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 13) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 16.900 DM, ιδιοκτησίας ... . 14) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 8.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 15) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 21.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 16) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 23.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 17) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 16.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 18) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 12.500 DM ιδιοκτησίας ... . 19) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 22.500 DM, ιδιοκτησίας ... . 20) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 17.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 21) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 18.500 DM, ιδιοκτησίας ... . 22) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 14.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 23) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 11.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 24) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 24.500 DM, ιδιοκτησίας ... . 25) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 19.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 26) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 22.100 DM, ιδιοκτησίας ... . 27) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 25.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 28) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 23.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 29) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 15.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 30) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 13.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 31) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 12.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 32) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, άνευ αριθμού κυκλοφορίας, αξίας 20.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 33) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 28.000 DM, ιδιοκτησίας .... 34) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 20.478 DM, ιδιοκτησίας .... 35) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 13.000 DM, ιδιοκτησίας .... 36) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 13.000 DM, ιδιοκτησίας ..., 37) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 12.200 DM, ιδιοκτησίας ... . 38) Μοτοσικλέτα τύπου BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 19.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 39) Μοτοσικλέτα αδιακρίβωτου τύπου, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 13.000 DM, ιδιοκτησίας ... . 40) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 11.500 DM, ιδιοκτησίας ... . 41) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 9.500 DM, ιδιοκτησίας ... . 42) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 14.500 DM, ιδιοκτησίας ... . 43) Μοτοσικλέτα τύπου Honda, με αριθμό κυκλοφορίας ..., αξίας 16.500 DM, ιδιοκτησίας ... . Από τις παραπάνω 43 μοτοσικλέτες, οι 39 εισήχθησαν τμηματικά στην Ελλάδα, μεταξύ των ετών 1998 και 1999, ενώ τις υπόλοιπες 4 που αποπειράθηκε να εισάγει ο κατηγορούμενος σε συνεργασία με τον ΑΑ, τις κατέσχεσαν οι Γερμανικές Αστυνομικές Αρχές.
Ο κατηγορούμενος για να πετύχει την εισαγωγή των παραπάνω μοτοσυκλετών στην Ελλάδα, κατέθεσε στο Α' και στο Η' Τελωνείο πιστοποιητικά διασαφήσεων, με τους παραποιημένους αριθμούς πλαισίου της κάθε μοτοσυκλέτας και έτσι εκδίδονταν τα αντίστοιχα πιστοποιητικά τελωνισμού. Το όφελος που αποκόμιζε ο κατηγορούμενος, από τη δραστηριότητά του αυτή, ήταν μεγάλο, αφού στη συνέχεια πωλούσε σε διάφορους αγοραστές την κάθε μοτοσυκλέτα προς 30.000 γερμανικά μάρκα περίπου [αναφέρονται λεπτομερώς στα πιστοποιητικά τελωνισμού], από τις παραπάνω περιπτώσεις στις με αριθμό 31 έως 33, οι μηχανές μεταβιβάστηκαν με πλαστό αριθμό πλαισίου και όχι με τον αρχικό γνήσιο. Η παράνομη δραστηριότητα του εγκαλούντος προέκυψε από τη νόμιμη παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων του ίδιου και του συνεργάτη του στη ..., ΑΑ, καθώς και από μελανοταινία της γραφομηχανής του τελευταίου, στην οποία κατάρτιζαν τα φορτωτικά έγγραφα και τους πλαστούς τίτλους κυριότητας των μοτοσυκλετών, προκειμένου να επιτευχθεί η νομιμοποίησή τους και η εισαγωγή τους στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο ΑΑ, ομολόγησε την εγκληματική δραστηριότητα που είχε αναπτύξει με τον εκκαλούντα και τους Γερμανούς συνεργάτες του, με κάθε δυνατή λεπτομέρεια. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, πληρούται η νομοτυπική μορφή των πράξεων για τις οποίες ασκήθηκε η ποινική δίωξη και συγκεκριμένα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, καθώς ο κατηγορούμενος από κερδοσκοπία αγόρασε και έλαβε στην κατοχή του τις παραπάνω αναφερόμενες μοτοσυκλέτες, που προέρχονται από την παράνομη δραστηριότητα της κακουργηματικής κλοπής. Επιπλέον, από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος διατηρούσε επιχείρηση εμπορίας μοτοσυκλετών, μέσω της οποίας μεταπωλούσε έναντι υψηλού τιμήματος τις προαναφερθείσες μοτοσυκλέτες, προκύπτει ο σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και ότι ο συγκεκριμένος δράστης ασκεί τέτοιες δραστηριότητες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Περαιτέρω στοιχειοθετείται και η πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση, με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ, από άτομο που δρα κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθώς ο κατηγορούμενος παραποίησε τους αριθμούς πλαισίου των μοτοσυκλετών που κλάπηκαν στην αλλοδαπή, τους οποίους και χρησιμοποίησε, καταθέτοντας στα Η' και Α' Τελωνεία Θεσσαλονίκης πιστοποιητικά διασαφήσεων, στα οποία αναγράφονται οι πλαστοί αριθμοί πλαισίου και εκδόθηκαν τα αντίστοιχα πιστοποιητικά τελωνισμού". Δεχόμενο τα παραπάνω το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του ως άνω κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, για τις αξιόποινες πράξεις α) της παραβάσεως του άρθρου 2 του Ν. 2331/1995 κατ' εξακολούθηση και β) της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με σκοπό περιουσιακού οφέλους που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.), που τέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1998 έως τον Μάιο του έτους 1999 (11.5.1999). Έτσι, αφού το Συμβούλιο Εφετών δέχτηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση κατά του 796/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και κήρυξε άκυρο το παραπάνω πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα, κράτησε την υπόθεση και παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (Κακουργημάτων), προκειμένου να δικασθεί για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις. Με τις παραδοχές του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης σχετικά με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα πράξη της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθηση διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει στο ανωτέρω βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από τη διεξαχθείσα κυρία ανάκριση και από τα οποία συνήγαγε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ως άνω εγκλήματος, μνημονεύει δε τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα ως άνω περιστατικά και σχημάτισε την κρίση του για την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων προς στήριξη κατηγορίας κατά του αναιρεσείοντος και τέλος παραθέτει τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς , με βάση τις οποίες εισήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. στ' και 98 του Ποινικού Κώδικα και του άρθρου 2 του Ν. 2331/1995, τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, αφού και κατά την έκδοση του βουλεύματος (7.2.2008) που είχε ήδη τεθεί σε ισχύ (13.12.2005) ο Νόμος 3425/2005, η διακεκριμένη κλοπή (άρθρο 374 περ. δ' Π.Κ.) από την οποία προέκυψε περιουσία, κατά τις παραδοχές του βουλεύματος, τουλάχιστον 15.000 ευρώ, προβλεπόταν μεταξύ των βασικών εγκλημάτων του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2331/1995, ούτε εκ πλαγίου. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν καθορίζει την πράξη της κύριας εγκληματικής δραστηριότητας, από την τέλεση της οποίας προήλθε η περιουσία του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων που του αποδίδεται είναι αβάσιμη, διότι όπως προκύπτει από το σκεπτικό και το διατακτικό του αναιρεσιβαλλόμενου βουλεύματος καθορίζεται σαφώς, και ορισμένως ότι από την τέλεση του εγκλήματος της κακουργηματικής κλοπής από την ομάδα των αδελφών Μύλλερ προήλθε η περιουσία του ως άνω εγκλήματος, που τέλεσε ο κατηγορούμενος, από δε τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο βούλευμα καθίσταται προφανές ότι αναφέρεται στη διακεκριμένη περίπτωση κλοπής του άρθρου 374 περ. δ' του Ποινικού Κώδικα, έστω και αν χρησιμοποιεί διαφορετική φρασεολογία και συγκεκριμένα "σύσταση εγκληματικής οργάνωσης με αντικείμενο τη διάπραξη στη ... κλοπών τροχοφόρων οχημάτων και ιδίως μοτοσυκλετών". Κατ' ακολουθίαν, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί και συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά το αντίστοιχο σκέλος της.
Επειδή, αναφορικά με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, κατ' εξακολούθηση που τελέσθηκε από υπαίτιο, που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, που το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.) και διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, η οποία φέρεται ότι τελέσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο του έτους 1998 μέχρι και τις 11 Μαΐου 1999, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τα άρθρα 111 παρ. 1 - 3 και 112 του Ποινικού Κώδικα, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποία διαπράχθηκε το έγκλημα. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 στοιχ. β', 370 στοιχ. β' και 485 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, συνάγεται ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το συμβούλιο σε κάθε στάδιο της ποινικής προδικασίας, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο, ο οποίος αν διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της, οφείλει να αναιρέσει το βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αρκεί η αναιρετική αίτηση να είναι παραδεκτή, διότι το άρθρο 485 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 του Ν. 3160/30.6.2003 δεν παραπέμπει προς ανάλογη εφαρμογή και επί βουλευμάτων στο άρθρο 511 του ίδιου Κώδικα, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του Ν. 3160/2003.
Εν προκειμένω, με το προσβαλλόμενο βούλευμα, παραπέμφθηκε, όπως προαναφέρεται ο αναιρεσείων να δικασθεί ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου, εκτός για την πράξη της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθηση και για την κακουργηματική πράξη της πλαστογραφίας (νοθεύσεως) με χρήση κατ' εξακολούθηση (άρθρα 98 και 216 παρ. 1 - 3 α Π.Κ.), την οποία φέρεται ότι διέπραξε κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο του έτους 1998 μέχρι τις 11 Μαΐου 1999. Όμως, οι μερικότερες πράξεις που συνιστούν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα της πλαστογραφίας με χρήση είναι πλημμελήματα, αφού φέρονται ότι τελέστηκαν από τον Μάρτιο του 1998 μέχρι τις 11 Μαΐου 1999, δηλαδή πριν από τις 3 Ιουνίου που άρχισε να ισχύει η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του Νόμου 2721/1999, οπότε η πλαστογραφία προσλάμβανε κακουργηματικό χαρακτήρα, εφόσον το όφελος ή η ζημία από κάθε μερικότερη πράξη υπερέβαινε το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 €), κατά δε τις παραδοχές του βουλεύματος και σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία γερμανικού μάρκου - δραχμής, κατά τον χρόνο τελέσεώς τους (Η ισοτιμία γερμανικού μάρκου - δραχμής κατά μέσο όρο, είχε ως εξής: Τον Μάρτιο 1998, 1 μάρκο αντιστοιχεί προς 167,657 δραχμές, τον Απρίλιο 1998 προς 174,436 δραχμές, τον Μάιο 1998 προς 172,971 δραχμές, τον Ιούνιο 1998 προς 169,690 δραχμές, τον Αύγουστο 1998 προς 168,324 δραχμές, τον Σεπτέμβριο 1998 προς 172,080 δραχμές, τον Οκτώβριο 1998 προς 172,123 δραχμές, τον Νοέμβριο 1998 προς 168,190 δραχμές, τον Δεκέμβριο 1998 προς 168,003 δραχμές, τον Ιανουάριο 1999 προς 165,443 δραχμές, τον Φεβρουάριο 1999 προς 164,631 δραχμές, τον Μάρτιο 1999 προς 164,852 δραχμές, τον Απρίλιο 1999 προς 165,540 δραχμές και τον Μάιο του 1999 ένα γερμανικό μάρκο αντιστοιχεί προς 166,299 δραχμές), το όφελος που ο αναιρεσείων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του από την κάθε μία πράξη (παραποίηση αριθμού πλαισίου κάθε μίας μοτοσυκλέτας) δεν υπερέβαινε το ποσό των 25.000.000 δραχμών ήτοι 73.000 ευρώ, η δε διάταξη του εδαφίου β' της παραγράφου 3 του άρθρου 216 του Ποινικού Κώδικα, που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2 β' του ν. 2721/1999 είναι δυσμενέστερη για τον αναιρεσείοντα, αφού έτσι η πλημμεληματική πλαστογραφία μετατρέπεται σε κακουργηματική και δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής για τις πράξεις της πλαστογραφίας που φέρ4ονται ότι τελέσθηκαν πριν από τις 3 Ιουνίου 1999, που άρχισε να ισχύει ο νόμος 2721/1999. Κατ' ακολουθίαν η αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση έχει υποπέσει σε παραγραφή, αφού η τελευταία μερικότερη πράξη φέρεται ως τελεσθείσα στις 11 Μαΐου 1999, από τότε δε και μέχρι σήμερα παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών, χωρίς να έχει μεσολαβήσει αναστολή του χρονικού αυτού διαστήματος της παραγραφής. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. β' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγος και να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, κατά το κεφάλαιό του αυτό, οπότε παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων αναιρέσεως που αναφέρονται στο κεφάλαιο αυτό. Στη συνέχεια πρέπει να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση, λόγω παραγραφής.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την από 11-3-2008 αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ... κατά του 167/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, αναφορικά με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα αξιόποινη πράξη της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθηση (άρθρο 2 του Ν. 23331/1995 σε συνδυασμό προς άρθρο 98 του Ποινικού Κώδικα).

Δέχεται την ως άνω αίτηση αναφορικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας (νοθεύσεως) εγγράφου με χρήση κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιο, που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, που το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν του ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δραχμών) και διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρθρα 13 εδ. γ' και στ', 98, 216 παρ. 1 - 3 α'- β' Π.Κ.).

Αναιρεί το ως άνω βούλευμα, κατά το ως άνω κεφάλαιο.

Διακρατεί την υπόθεση ως προς το αναιρούμενο μέρος.

Παύει οριστικώς την ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος για το ότι στη ... κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο του 1998 έως τι 11 Μαΐου 1999, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, νόθευσε έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, σκοπεύοντας να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, που το όφελος ή η ζημία από κάθε μερικότερη πράξη δεν υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων ευρώ (73.000 €). Συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 1998 στη ..., παραποίησε τους αριθμούς πλαισίου των τριάντα τριών μοτοσυκλετών που αναφέρονται στον κατωτέρω πίνακα, που εκλάπησαν στην αλλοδαπή και η αξία κάθε μίας απ' αυτές δεν ξεπερνά το ποσό των 73.000 ευρώ, κάνοντας στη συνέχεια χρήση των παραποιημένων αριθμών πλαισίου, καθώς κατέθεσε στα Η' και Α' Τελωνεία ... πιστοποιητικά διασαφήσεων, όπου αναγράφονταν ο παραποιημένος αριθμός πλαισίου εκάστης και εκδόθηκαν αντιστοίχως τα αναφερόμενα στον ίδιο πίνακα πιστοποιητικά τελωνισμού (αριθ. 1 έως 30 του πίνακα), ενώ στις με αριθμούς 31 έως και 33 περιπτώσεις, μεταβίβασε τις μηχανές με πλαστό αριθμό πλαισίου και όχι με τον αρχικό γνήσιο. Είναι δε άτομο που κάνει χρήση παραποιημένων εγγράφων κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, γιατί από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Ο προαναφερόμενος πίνακας έχει ως εξής:
(ΠΑΡΑΤΙΘΕΤΑΙ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 33 ΔΙΚΥΚΛΩΝ ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΩΝ)


Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Φεβρουαρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Οκτωβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή