Θέμα
Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Παραγραφή, Απόφαση αθωωτική.
Περίληψη:
Φοροδιαφυγή δια εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων, κατ’ εξακολούθηση (19 παρ. 1, 4 Ν. 2523/1997). Αναίρεση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών κατά απόφασης Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, με την οποία έπαυσε οριστικά η σε βάρος των κατηγορουμένων ποινική δίωξη για τις πράξεις της έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση και αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση. Παραγραφή αδικήματος άρθρο 19 ν. 2523/1997. Έναρξη χρόνου παραγραφής. Αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου. Δέχεται αναίρεση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και για υπέρβαση εξουσίας. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αριθμός 1309/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, περί αναιρέσεως της 17156/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενους τους 1) Χ1, 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Δημήτραινα, και Πολιτικώς Ενάγοντα το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργού Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Πανάγου.
Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 6/27 Ιουνίου 2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Βαρβάρας Χαραλάμπους και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 43/08.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο ν. 2523/1997 "Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις", τυποποιεί ως εγκλήματα τρεις βασικές περιπτώσεις φοροδιαφυγής α) τη μη υποβολή ή τη υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήματος (άρθρο 17), β) τη μη απόδοση ΦΠΑ και άλλων παρακρατουμένων φόρων ή εισφορών (άρθρο 18), και γ) την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, την αποδοχή εικονικών και τη νόθευση τέτοιων στοιχείων (άρθρο 19). Ειδικότερα το άρθρο 19 παρ.1 του πιο πάνω νόμου (όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 40 παρ.1 του ν.3220/2004), ορίζει ότι "1. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. ...2. Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου. 3. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού, είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. 4. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό νομικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 του ίδιου νόμου, "η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου, αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της". Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ίσχυε και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου, έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ησκείτο άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν. 2523/1997, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 12 παρ. 3 του ν. 2753/1999, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν είχε προϋπόθεση την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2523/1997). Με τη διάταξη του άρθρου 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004 ''για την αντικειμενικοποίηση του φορολογικού ελέγχου κ.λ.π.'', μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη κατά την οποία, "ειδικά όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή, στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται, α') με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και β') με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ". Η ρύθμιση όμως αυτή είναι δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο της προηγούμενης και δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 ''περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.'', στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο) κατά την οποία, "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο". Η τελευταία όμως αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της την 2α Νοεμβρίου 2001, λαμβανομένου υπόψη ότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν την έναρξη και τη διάρκεια της παραγραφής (όχι πότε και πως λαμβάνεται αυτή υπόψη από το Δικαστήριο), είναι ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Η διάταξη δε του άρθρου 2 παρ. 9 του ίδιου νόμου (2954/2001), κατά την οποία η αμέσως ανωτέρω διάταξη, ισχύει ανάλογα ''και για τα αδικήματα των περιπτώσεων ζ' και η' της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 1591/1986, για τα οποία κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, δεν έχει επέλθει παραγραφή, κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα'', δεν έχει (ανάλογη) εφαρμογή και στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997, για τα οποία ισχύει πάντοτε ο επιεικέστερος αυτός νόμος σε σχέση με το χρόνο έναρξης της παραγραφής και δεν τίθεται ζήτημα συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής τους, προ της ισχύος του νόμου. Περαιτέρω η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι όπως αναφέρθηκε θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του Π.Κ., πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του Κώδικα, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και πολύ περισσότερο όταν προβάλλεται (με αυτοτελή ισχυρισμό). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ.2 εδ.α του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών μπορεί να ζητήσει μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507 παρ.1 α την αναίρεση οποιασδήποτε από τις αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 504 παρ.1 αποφάσεως του δικαστηρίου όπου είναι τοποθετημένος και των αποφάσεων των μονομελών πλημμελειοδικείων και των πταισματοδικείων της περιφέρειας του και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ.1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη 17156/2007 απόφασή του, έπαυσε οριστικά την σε βάρος των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2, ποινική δίωξη, για τις πράξεις της από κοινού έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση και αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση (παράβαση του άρθρου 19 του ν. 2523/1997), που συνίστατατο στο ότι αυτοί, ως νόμιμοι εκπρόσωποι-εταίροι της εταιρίας εκμετάλλευσης φωτογραφικού υλικού, με την επωνυμία "........ Ο.Ε.": Α) στις 19-6-1998,25-11-1998,16-7-1999, εξέδωσαν από κοινού εικονικά φορολογικά στοιχεία, συνολικής αξίας 202.136.554 δραχμών (593.210,72 ευρώ), Β) στις 19-3-1999 αποδέχθηκαν εικονικό φορολογικό στοιχείο αξίας 13.124.622 δρχ (38.516,87 ευρώ) και Γ) κατά το χρονικό διάστημα από 23-4-1998 έως και 15-7-1999, επιτηδευματίες τυγχάνοντες, αποδέχθηκαν και καταχώρησαν στα λογιστικά βιβλία εικονικά φορολογικά στοιχεία, που αφορούσαν συναλλαγή ανύπαρκτη -στο σύνολο της, προκειμένου να μην προβούν σε καταβολή των οφειλόμενων άμεσων και έμμεσων φόρων και να προβούν σε είσπραξη Φ.Π.Α., ήτοι (α) (στη χρήση 1998) δέκα οκτώ (18) δελτία αποστολής τιμολόγια συνολικής καθαρής αξίας 233.565.885 δρχ. ή 685.446 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. (συνολικής αξίας 275.607.745) και (β) (στη χρήση 1999) επτά (7) δελτία αποστολής τιμολόγια συνολικής καθαρής αξίας 74.163.083 δρχ. ή 217.646 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. (συνολικής αξίας 87.512.438 δρχ). Ως αιτιολογία της αποφάσεώς του αυτής το Τριμελές Πλημμελειοδικείο διέλαβε τα εξής. "Κατά το άρθρο 19 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 2523/1997, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με την παρ. 1 του άρθρου 40 του Ν. 3220/2004, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Καθόσον αφορά την ποινική δίωξη, το άρθρο 21 παρ. 2 του ως άνω νόμου ορίζει ότι ασκείται αυτεπάγγελτα και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (εδ. 1 και 2), ενώ "κατ' εξαίρεση", στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας (ΔΟΥ) ή του προϊσταμένου της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο, σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) ή των Ελεγκτικών Κέντρων του άρθρου 3 του Ν 2343/1995, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο εδ. 3 της άνω παρ.2 του άρθρου 21 του Ν 2523/1997, όπως το εν λόγω εδάφιο αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 12 του Ν 2753/1999. Ως προς την παραγραφή ο Ν. 2523/1997, με την παρ. 10 του άρθρου 21 όριζε αρχικά ότι "η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε η σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκηση της". Η εν λόγω διάταξη δεν έχει εφαρμογή στα πλημμελήματα που προβλέπονται στο άρθρο 19 του Ν 2523/1997, για τα οποία, κατ' εφαρμογή του άρθρου 21 παρ. 12 του ίδιου νόμου, που ορίζει ότι κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του γενικού μέρους του ποινικού κώδικα, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 17, 111 και 112 του ΠΚ, κατά τις οποίες η παραγραφή επί πλημμελημάτων είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα τέλεσης τους, δηλαδή από την ημέρα που ο δράστης ενέργησε η όφειλε να ενεργήσει. Τούτο προκύπτει και από το ότι, με το άρθρο 2 παρ. 8 του Ν. 2954/2001 προστέθηκε στο άρθρο 21 παρ. 10 του Ν.2523/1997 δεύτερο εδάφιο, κατά το οποίο "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που διενέργησε τον έλεγχο". Η με το Ν. 2954/2001 ως άνω προσθήκη, με την οποία επιμηκύνεται ο χρόνος της παραγραφής των εγκλημάτων του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997, αφού η έναρξη της, αντί του χρόνου τέλεσης της πράξης, που έως τότε ίσχυε κατά τα προαναφερόμενα, αφετηριάζεται στο μετέπειτα χρόνο διαπίστωσης αυτής, με αποτέλεσμα η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής και η εξάλειψη του αξιοποίνου να επέρχεται βραδύτερα από ό,τι προβλεπόταν με τις προηγούμενες διατάξεις, δεν εφαρμόζεται σε πράξεις που τελέστηκαν από την έναρξη ισχύος του Ν. 2523/1997 (1.1.1998 κατ' άρθρο 38 παρ. 5 του νόμου αυτού) έως την έναρξη ισχύος του Ν. 2954/2001(2.11.2001), αφού οι ρυθμίσεις του άρθρου 2 παρ. 8 του τελευταίου αυτού νόμου, είναι δυσμενέστερες ως προς το θέμα της παραγραφής για τον κατηγορούμενο και δεν εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.1 ΠΚ. Στην προκείμενη περίπτωση. Α) η πράξη της έκδοσης τριών εικονικών φορολογικών στοιχείων(τιμολογίων) φέρεται ότι τελέστηκε, κατ' εξακολούθηση, απ' τους κατηγορούμενους, από την 19-6-1998 μέχρι την 16-7-1999, Β) η πράξη της αποδοχής ενός εικονικού τιμολογίου, φέρεται ότι τελέστηκε την 3-5-1999 και Γ) η πράξη της αποδοχής είκοσι πέντε(17+8=25) εικονικών τιμολογίων, φέρεται ότι τελέστηκε, κατ' εξακολούθηση, απ' αυτούς, από την 23-4-1998 μέχρι την 15-7-1999. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προεκτεθείσα νομική σκέψη, οι αποδιδόμενες στους κατηγορούμενους πράξεις έχουν υποπέσει σε πενταετή παραγραφή, δεδομένου ότι ο χρόνος τέλεσης αυτών ανάγεται σε χρονικό διάστημα προγενέστερο του χρόνου εφαρμογής του άρθρου 2 παρ.8 του ν.2954/2001, δηλαδή, της 2-11-2001, κατά το διάστημα, δε, αυτό, τέλεσης των μερικότερων πράξεων της κατ' εξακολούθηση έκδοσης και αποδοχής των εικονικών φορολογικών στοιχείων, από τους κατηγορούμενους, ίσχυαν τα άρθρα 21 παρ.2εδ.γ'και 21 παρ.12 του ν.2523/1997 και ενόψει της έλλειψης άλλης αντίθετης ειδικής διάταξης του νόμου εκείνου, η παραγραφή των συγκεκριμένων πράξεων ρυθμιζόταν από τα άρθρα 111επ.Π.Κ. και συνεπώς, επέρχεται εξάλειψη του αξιοποίνου, λόγω παραγραφής, μετά την πάροδο πέντε ετών από την τέλεση της κάθε μερικότερης πράξης. Επίσης, οι νεότερες διατάξεις με τις οποίες ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η παραγραφή των αδικημάτων αυτών αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής, που διενήργησε τον έλεγχο, εκτός του ότι εφαρμόζονται για τις περιπτώσεις παραβίασης του άρθρου 19 του ν.2523/1997, μετά την 2.11.2001, είναι δυσμενέστερες από τις διατάξεις του Π.Κ., σύμφωνα με τις οποίες η παραγραφή άρχιζε από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, ως δυσμενέστερες, δε, διατάξεις δεν βρίσκουν εφαρμογή σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση του άρθρου 2 ΠΚ. Κατόπιν τούτων, ενόψει του ότι από τους κατά τα παραπάνω, φερόμενους χρόνους τέλεσης των μερικότερων πράξεων μέχρι την επίδοση στον καθέναν απ' τους κατηγορούμενους του κλητηρίου θεσπίσματος, που, όπως προκύπτει, έγινε, στις 3-4-2007 και 2-4-2007, αντίστοιχα, το αξιόποινο των εν λόγω πράξεων έχει, ήδη, εξαλειφθεί με παραγραφή. Πρέπει, επομένως, να παύσει οριστικά η σε βάρος των κατηγορουμένων ασκηθείσα ποινική δίωξη για τις παραπάνω πράξεις λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου τους συνεπεία παραγραφής, κατ'αποδοχήν και της σχετικής ένστασης των κατηγορουμένων".
Έτσι, όμως, το Δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε, σύμφωνα με τα προπαρατεθέντα, τις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2, 111, 112, ΠΚ , 19 παρ.1 του νόμου 2523/1997 (όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 40 παρ.1 του ν.3220/2004), 21 παρ. 4 του ίδιου νόμου, και του άρθρου 2 παρ.8 του ν. 2954/2001, κατά τις ρυθμίσεις του οποίου στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον Προϊστάμενο της αρχής που ενήργησε τον έλεγχο, διάταξη η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είναι ευμενέστερη για την κατηγορούμενη- αναιρεσείουσα εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής. Ακολούθως δε το Δικαστήριο, με το να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής του αξιοποίνου, δεχόμενο εσφαλμένα, ως χρόνο ενάρξεως της παραγραφής, τους αναφερόμενους στο σκεπτικό του χρόνους τελέσεως της πράξεως και όχι από τον χρόνο θεώρησης του οικείου πορίσματος φορολογικού ελέγχου (χρόνο τον οποίο δεν προσδιόρισε), υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, που ασκήθηκε παραδεκτώς και εμπροθέσμως, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, καθώς και ο εμπεριεχόμενος σε αυτήν λόγος της υπερβάσεως εξουσίας ( 510 παρ.1 περ. Η ΚΠΔ), είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 17156/19-6-2007 ανέγκλητη απόφαση Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 17156/19-6-2007 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Μαΐου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ