Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 26 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπέρβαση εξουσίας, Ναυαγίου πρόκληση.




Περίληψη:
Βούλευμα παραπεμπτικό για πρόκληση ναυαγίου (άρθρο 277 περ. β΄ Π.Κ.). Αρμοδιότητα ΜΟΔ. Λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και υπέρβαση εξουσίας για παραπομπή σε αναρμόδιο δικαστήριο. Απορρίπτει αναίρεση.





ΑΡΙΘΜΟΣ 26/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 43/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 513/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 354/2.10.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθ. 2/16-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου χ1, κατά του υπ'αριθ. 43/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, εκθέτω δε τα ακόλουθα:
1.- Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς με το υπ'αριθμ. 429/2006 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο χ1 και τον μη ασκήσαντα αναίρεση κατηγορούμενο χ2, προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι της αξιόποινης πράξεως της προκλήσεως ναυαγίου κατά συναυτουργία, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο ( ο αναιρεσείων χ1) και της ηθικής σ'αυτήν αυτουργίας (ο κατηγορούμενος χ2). Εναντίον του παραπάνω βουλεύματος ο παραπεμφθείς αναιρεσείων κατηγορούμενος χ1 άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ'αριθμ. 43/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο εν λόγω αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε νομίμως στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 8-2-2007, η δε αίτηση ασκήθηκε την 16-2-2007 (άρθρ. 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Πειραιώς, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθ. 2/16-2-2007 έκθεση, στην οποία διατυπώνονται αναλυτικώς οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα α) η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας β) η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και γ) η υπέρβαση εξουσίας. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα.
Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. 2.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 277 ΠΚ όποιος με πρόθεση προκαλεί βύθιση ή προσάραξη πλοίου τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα β) με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχείου β'επήλθε ο θάνατος. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος της προκλήσεως ναυαγίου απαιτείται αντικειμενικά η πλήρης καταβύθιση του πλοίου ή η προσάραξη τούτου κατά τρόπο που να μη μπορεί να πλέει, καθώς και η από τη βύθιση ή προσάραξή του πρόκληση δυνατότητας κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα ή κινδύνου για άνθρωπο. Υποκειμενικώς απαιτείται πρόθεση (και υπό την μορφή του ενδεχομένου δόλου), που ενέχει τη γνώση ότι από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος ανθρώπου και τη θέληση της βυθίσεως ή της προσαράξεως του πλοίου. Επομένως ο δόλος πρέπει να καλύπτει τόσο την πρόκληση ναυαγίου, όσο και τον κοινό κίνδυνο που μπορεί να προκύψει σε ξένα πράγματα και ανθρώπους. Ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος αυτού μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, δηλαδή και ο πλοιοκτήτης ή μέλος του πληρώματος ή και τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοίου ευρισκόμενο. Η βύθιση ή η προσάραξη μπορεί να τελεσθεί με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη και με παράλειψη. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της σχετικής ενέργειας ή παραλείψεως και της επελθούσας βυθίσεως ή προσαράξεως του πλοίου (ΑΠ 1553/2006, ΑΠ 1371/2006, ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 500/2003).
3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005 ΠΧ ΝΣΤ 19, ΑΠ 114/2004 ΠΧ ΝΒ'29), β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006 ΠΧ ΝΣΤ'819, ΑΠ 345/2006 ΠΧ ΝΣΤ1 829). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1071/2005 ΠΧ ΝΣΤ 135, ΑΠ 1364/2006).
Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παράβαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος , που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μη είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006). 4. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς που το εξέδωσε, έκρινε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, τα ουσιώδη έγγραφα, πλην της προσκομισθείσας τηλεοπτικής μαγνητοσκοπεισθείσας μαγνητοταινίας, η οποία δεν αποτελεί δημόσια πράξη ούτως ώστε να δύναται να ληφθεί υπόψιν, αλλά μαγνητοσκόπηση ιδιωτικής συνομιλίας, ανεξαρτήτως του αληθούς η μη του περιεχομένου της, τις απολογίες και τα απολογητικά υπομνήματα των κατηγορουμένων, τα υπομνήματα του νυν εκκαλούντος και το υπόμνημά του που ενσωματώνεται στην παρούσα έφεσή του, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο εκκαλών κατηγορούμενος είναι συνταξιούχος αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος. Στο Λιμενικό Σώμα υπηρέτησε ως βατραχάνθρωπος στην ειδική μονάδα βατραχανθρώπων επί σειρά ετών και έχει πολλές γνώσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες. Τις γνώσεις του "περί τα εκρηκτικά" τις αποκόμισε κυρίως από την στρατιωτική του θητεία στην μονάδα υποβρυχίων καταστροφών (ΟΥΚ). Με τον κατηγορούμενο χ3, που απεβίωσε στις 11-3-2001 συνεπεία εγκληματικής ενέργειας σε βάρος του (πυροβολήθηκε εξ επαφής από πυροβόλο όπλο) τους συνέδεε γνωριμία και φιλική σχέση γιατί και αυτός (ο αποβιώσας) είχε υπηρετήσει την θητεία του στα ΟΥΚ και είχε τελειώσει την σχολή βατραχανθρώπων. Και οι δύο (ο εκκαλών και ο αποβιώσας) ανήκαν στον σύλλογο βατραχανθρώπων. Στον σύλλογο αυτό ανήκαν άτομα που είχαν εκπληρώσει την στρατιωτική τους θητεία στην ως άνω μονάδα, είχαν υποστεί πολύ σκληρή εκπαίδευση, και είχαν άριστες γνώσεις σχετικά με τις εκρηκτικές ύλες. Ο φερόμενος ως ηθικός αυτουργός στην παρούσα υπόθεση και μη εκκαλών χ2, είναι επιχειρηματίας, ασχολούμενος κυρίως με το εμπόριο των αυτοκινήτων, έχει φιλία και οικογενειακές σχέσεις με τον εκκαλούντα, και οι δύο έχουν και άλλες εκκρεμότητες με την Δικαιοσύνη. Το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης έχει ως εξής: Στις 9-3-1997 (ημέρα Κυριακή) στην περιοχή ".........." του Λιμένα ......... σημειώθηκε έκρηξη ανάμεσα στα Δ/Ξ Μ/S "........." Νηολ. Χαλκίδας ..... και "'......." Νηολ. Πειραιά ...... τα οποία ευρίσκοντο πλαγιοδετημένα, με αποτέλεσμα την δημιουργία ρηγμάτων, την εισροή υδάτων και την επικάθησή τους στο βυθό (ημιβύθιση). Το Δ/Ξ "........" ήταν κενό φορτίου και εκτελούσε επισκευές ενώ το Δ/Ξ "'........" ήταν έμφορτο πετρελαίου 75010 lit Diesel + Fl oil 460656 Μ/Τ (κίνησης πλοίων). Και τα δύο πλοία ανήκαν στον πλοιοκτήτη Γ1 και ήταν ανασφάλιστα. Συνεπεία της εκρήξεως το μεν πλοίο "........" ημιβυθίστηκε με προοδευτική αυξανόμενη κλίση προς τα αριστερά, το δε "'........." επικάθησε στον πυθμένα του λιμένα ..........., το βάθος του οποίου στο εν λόγω σημείο ήταν και είναι περί τα έξι (6) μέτρα.
Ειδικότερα από την εξέταση των ρηγμάτων που υπέστησαν τα πλοία προέκυψε ότι ο εκρηκτικός μηχανισμός είχε τοποθετηθεί επάνω στο εξωτερικό κέλυφος των ισάλων του Δ/Ξ "..........". Το εκρηκτικό κύμα πέρασε στο εσωτερικό του πλοίου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί συνεχόμενο ρήγμα στην ΑΡ Νο6 δεξαμενή φορτίου και στο μηχανοστάσιο μήκους 1,20 μέτρων Χ 0,8 και στην συνέχεια επειδή συνάντησε εγκάρσια στεγανή φρακτή, διαχωρίστηκε ακολουθώντας δύο διαφορετικές διαδρομές, που κατέληγαν και οι δύο στο μηχανοστάσιο. Επίσης προκάλεσε μεγάλη παραμόρφωση των χαλύβδινων ελασμάτων του πλοίου στο σημείο της έκρηξης, καθώς και παραμόρφωση-ρήγμα διαστάσεων 2,40m Χ 5 cm στο Δ/Ξ "'.........". Ο φύλακας των πλοίων Β1 που τη στιγμή της έκρηξης βρισκόταν στον μώλο, άκουσε ένα ξερό κρότο πολύ δυνατό σαν να είχαν πέσει σίδερα από κάποιο γερανό, τρομοκρατήθηκε τρομερά και άρχισε να τρέχει για να σωθεί, αλλά και για να ειδοποιήσει τον ιδιοκτήτη των πλοίων Γ1 με τηλεφωνική επικοινωνία, για την καταστροφή που είχαν υποστεί τα πλοία του συνεπεία της εκρήξεως. Όπως καταθέτει χαρακτηριστικά στην από 12-3-1997 ένορκη μαρτυρική κατάθεσή του ο ανωτέρω μάρτυρας ενώπιον των αξιωματικών του Λιμενικού Σώματος, που επελήφθησαν εν συνεχεία της υποθέσεως, "επειδή τρομοκρατήθηκα πολύ και έτρεξα κιόλας για να γρηγορεύσω, κόντεψα να μείνω από την καρδιά μου".
'Όπως φαίνεται από την από ...... έκθεση αυτοψίας επί των ανωτέρω βυθισθέντων πλοίων των αξιωματικών του Λιμενικού Σώματος Ε1 και Ε2, η οποία επισυνάπτεται και επιβεβαιώνεται από την υπ'αριθμ. πρωτ. ......... υποβλητική αναφορά του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς προς την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ακόμη και από την υπ'αριθμ. ..... έκθεση του Γ' Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων του ΓΕΝ, αλλά και από την από ...... εγχειρισθείσα πραγματογνωμοσύνη επί των ανωτέρω πλοίων, την οποία διενήργησαν κατόπιν διορισμού τους από την Λιμενική προανακριτική αρχή, οι ........., Διπλωματούχος Ναυπηγός-Μηχανολόγος και .......... Ανθυπασπιστής Λ.Σ, η ανωτέρω βύθιση έγινε μετά από μελετημένη επιχειρησιακή υποθαλάσσια ενέργεια από έμπειρα πρόσωπα, τα οποία, κινούμενα καταδυτικώς και υποβρυχίως και μη γενόμενα ωσαύτως αντιληπτά, επικόλλησαν εξωτερικώς επί των ελασμάτων των υφάλων του Δ/Ξ ".........." εκρητική ύλη, πιθανότατα λόγω της ισχύος της στρατιωτικού υλικού ΤΝΤ ή C4. Η εκρηκτική ύλη αυτή ήταν προσεκτικά επιλεγμένη και προμελετημένη για την πρόκληση της μέγιστης δυνατής κατακλίσεως του ανωτέρω πλοίου με προφανή στόχο την ολοκληρωτική βύθισή του, (βλ. όλα τα προαναφερθέντα έγγραφα και την πραγματογνωμοσύνη .........-........... στη σελίδα 6η). 'Όλα τα ανωτέρω ήτοι η ύπαρξη εκρήξεως ένεκα εκρηκτικού μηχανισμού, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τους ανθρώπους που βρίσκονται έξω από τα πλοία στη γύρω περιοχή, όπως π.χ. στον φύλακα Β1, αλλά και σε άλλους που πιθανόν να ευρίσκοντο πέριξ των πλοίων, παρά την απουσία πληρώματος στα πλοία αυτά, δεν αναιρούνται από την υπ'αριθμ. .......... έκθεση εργαστηριακής εξετάσεως της Δ/νσεως Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛΑΣ, η οποία αναφέρει ότι επί των υπολειμμάτων δεν ανιχνεύθηκαν υπολείμματα εκρηκτικής ύλης, και τούτο διότι η ως άνω έκθεση αποφαίνεται βάσει μόνο των πειστηρίων που εστάλησαν εκεί από τις λιμενικές αρχές και όχι επί πλειόνων αντικειμένων των ανωτέρω πλοίων (βλ. και τις σχετικές φωτογραφίες των πλοίων).
'Αλλωστε από την ίδια έκθεση δεν αποκλείεται η ύπαρξη εκρηκτικού μηχανισμού (βλ. την παράγραφο με την εξής παρατήρηση: " δεν είναι δυνατόν να αποφανθούμε για το είδος του τυχόν χρησιμοποιηθέντος εκρηκτικού μηχανισμού). Είναι απολύτως βέβαιο ότι πρόκειται για "δολιοφθορά" επί των δύο πλοίων με τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού που εξερράγη προγραμματισμένα και προκάλεσε την κλίση επ' αριστερών στο πλοίο "......." και την επικάθηση στον πυθμένα του Λιμένος ...... στο πλοίο "'.........", είναι δε πασιφανές ότι από την ενέργεια αυτή μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για άνθρωπο και άλλον εκτός από τον προαναφερθέντα φύλακα που, ως προελέχθη, κινδύνευσε να πεθάνει από ανακοπή καρδιάς από τον τρόμο του. Πρέπει δε να ληφθεί υπόψη ότι το δεξαμενόπλοιο "'........" ήταν έμφορτο πετρελαίου που σε περίπτωση αναφλέξεώς του οι συνέπειες θα ήταν ολέθριες για τους ανθρώπους, αλλά και τα αντικείμενα της περιοχής του λιμένος ......... Αυτή η δυνατότητα της πρόκλησης κινδύνου σε ένα πολυσύχναστο λιμάνι σαν το λιμάνι του ....... -έστω και ημέρα Κυριακή- σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Κινδύνευσαν άνθρωποι που πιθανότατα ευρίσκοντο στην περιοχή την στιγμή της εκρήξεως και οι δράστες που τοποθέτησαν τον εκρηκτικό μηχανισμό στα ύφαλα του πλοίου το γνώριζαν και το αποδέχθηκαν. Μετά ταύτα και την διαβίβαση της σχετικής δικογραφίας από τις Λιμενικές Αρχές στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά ασκήθηκε ποινική δίωξη για πρόκληση ναυαγίου από πρόθεση από κοινού, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος σε άνθρωπο (1,14,26 παρ. 1α 27 § 2 45, 277 στοιχ. β' Π.Κ.) κατ'αγνώστων δραστών και παραγγέλθηκε η διενέργεια κυρίας ανάκρισης, η οποία ανατέθηκε στην ΣΤ' τακτική ανακρίτρια Πειραιά. Μετά την διενέργεια της κυρίας ανάκρισης η ΣΤ'Ανακρίτρια με την υπ αριθμ. 343/23-12-98 σημείωσή της περαίωσε την ανακριτική δικογραφία χωρίς να καταστεί δυνατή η ανεύρεση των αγνώστων δραστών, ενώ στις 9-2-99 η ως άνω υπόθεση με εισαγγελική παραγγελία τέθηκε στο αρχείο αγνώστων δραστών.
Μετά την πάροδο σημαντικού χρόνου και δη στις 10-2-2004 κατά την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε δυνάμει της υπ'αριθμ. ΔΟ2/2204 Εισαγγελικής παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών από την ανακρίτρια του 11ου τακτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για τις πράξεις της εγκληματικής οργάνωσης, ανθρωποκτονίας από πρόθεση, εκβιάσεως σε βαθμό κακουργήματος κλπ με 42 κατηγορουμένους, μεταξύ των οποίων περιελαμβάνοντο και οι Χ1 και Χ2 εξετάσθηκε ενόρκως ο μάρτυρας Ζ1 ο οποίος, μεταξύ άλλων, κατέθεσε ότι τα δυο βυθισθέντα πλοία ΔΧ "......." και ΔΧ "........." βυθίστηκαν από τους Χ1 και Χ3 ύστερα από προτροπή του Χ2.
Η ως άνω ανακριτική ένορκη μαρτυρική κατάθεση διαβιβάσθηκε στις 2-3-2004 από την 11η ανακρίτρια Αθηνών με το υπ'αριθμ. 2680/15-3-2004 έγγραφό της στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, με αποτέλεσμα η υπ'αριθ. ΑΒΜ Β 98/511 ανακριτική δικογραφία να ανασυρθεί από το αρχείο και να δοθεί η από 21-4-2004 εισαγγελική παραγγελία προς τον ΣΤ' ανακριτή για την διενέργεια συμπληρωματικής κυρίας ανάκρισης. Κατά την συμπληρωματική κυρία ανάκριση εξετάσθηκε εκ νέου από τον ΣΤ Ανακριτή Πειραιά ο μάρτυρας Ζ1 στις 22-12-2004 και στην νέα του κατάθεση επιβεβαίωσε όλα όσα είχε καταθέσει στις 10-2-2004 στην 11η Ανακρίτρια Αθηνών, αναφέροντας περισσότερες λεπτομέρειες για την υπόθεση. Συγκεκριμένα ο ανωτέρω μάρτυρας κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος Χ2 και ο πλοιοκτήτης των δύο ως άνω πλοίων Γ1 είχαν έλθει σε προστριβή, με αφορμή μία υπόθεση λαθρεμπορίας, στην οποία συμμετείχαν οι κατηγορούμενοι αυτοί. Επειδή ο Γ1 ενεπλάκη στην υπόθεση χωρίς να ευθύνεται, προκειμένου να αποδείξει την αθωότητά του, μαγνητοφώνησε τον Χ2, χωρίς ο τελευταίος να το γνωρίζει. Την μαγνητοφωνημένη αυτή ταινία την κατέθεσε ο Γ1 στον ανακριτή και στον προϊστάμενο του Λιμενικού Σώματος. Το γεγονός αυτό της διάρρηξης των σχέσεων του Γ1 και του Χ2 με αφορμή την υπόθεση λαθρεμπορίας επιβεβαιώνεται και από τον Γ1, ο οποίος και παραδέχεται την μαγνητοφώνηση συνομιλιών με τους παρόντες κατηγορουμένους εν αγνοία τους, προκειμένου να απαλλαγεί από την κατηγορία της λαθρεμπορίας. Προσκομίζει δε αυτός (ο Γ1) και αντίγραφο της επιστολής του στον αρχηγό του Λιμενικού Σώματος, καθώς και αντίγραφο των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών (βλ. το αντίγραφο της επιστολής του Γ1 προς τον αρχηγό του Λιμενικού Σώματος). Ο εξετασθείς μάρτυς Ζ1 κατέθεσε ότι τα εκρηκτικά για την βύθιση των πλοίων τοποθετήθηκαν στο εξωτερικό σκαρί του ενός πλοίου και όχι στο εσωτερικό του κύτους, ότι τα εκρηκτικά τα είχε πάρει ο Χ1 από την βάση του ναυτικού, ότι ο Χ2 την επόμενη ημέρα του είπε "Ζ1 το ένα πλοίο έκατσε με τον κώλο, και το άλλο στο πλάι, και ότι οι Χ1 και Χ3 έπεσαν στη θάλασσα από απόσταση 200 μέτρων και τοποθέτησαν υποθαλάσσια τα εκρηκτικά. Τα ανωτέρω λεχθέντα από τον μάρτυρα Ζ1 περιέχουν φοβερές λεπτομέρειες που καταδεικνύουν την γνώση του για την συγκεκριμένη υπόθεση και εκτός αυτού ενισχύονται και από τα στοιχεία της παρούσης δικογραφίας όπως α) Από την από ...... έκθεση αυτοψίας, στην οποία αναφέρεται ότι ο εκρηκτικός μηχανισμός είχε τοποθετηθεί μεταξύ των δύο πλοίων σε απόσταση ενός μέτρου από την ισαλογραμμή β) Από την υπ'αριθ. ...... έκθεση του Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων ΑΣΝΑ, στην οποία αναφέρεται ότι το μεν πλοίο Δ/Ξ "......." παρουσίασε κλίση προς τα αριστερά, το δε πλοίο Δ/Ξ "'......." κατακλύσθηκε από νερά και επικάθησε στον πυθμένα του λιμανιού που είχε βάθος 6μ., συνεπεία εκρήξεως με πιθανό στρατιωτικό υλικό γ) από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα ........., στην οποία ο πραγματογνώμονας αυτός γνωματεύει ότι η εκρηκτική ύλη ήταν στρατιωτικό εκρηκτικό υλικό (ΤΝΤ ή C4). Το ακριβές σημείο της εκρήξεως ήταν στο μεν Δ/Ξ "......." στην αριστερή πλευρά των υφάλων, στο δε "'........" στην δεξιά πλευρά των υφάλων του δ) στο γεγονός ότι τόσο ο κατηγορούμενος Χ1, όσο και ο θανών Χ3 έχουν υπηρετήσει στους βατραχανθρώπους και έχουν θητεύσει στα ΟΥΚ, έχοντας εκπαιδευτεί στα εκρηκτικά (βλ. εκ νέου τα επικαλούμενα έγγραφα). Επομένως και οι δύο είχαν την δυνατότητα να προβούν σε υποθαλάσσια επιμελή καταδυτική ενέργεια τοποθετήσεως εκρηκτικού μηχανισμού. Επιπροσθέτως οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ1, που τυγχάνουν οικογενειακοί φίλοι, παραπέμπονται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για το έγκλημα της συγκροτήσεως εγκληματικής οργάνωσης, δια της οποίας επιδιώκετο μεταξύ άλλων και η τέλεση του εγκλήματος της εκρήξεως. Ως προελέχθη με έκρηξη στην προκειμένη περίπτωση πραγματοποιήθηκε η βύθιση των εν λόγω πλοίων. 'Αλλωστε αποκλείεται η δολιοφθορά να προέρχεται από τον ιδιόκτήτη των εν λόγω πλοίων, καθόσον τα τελευταία ήταν ανασφάλιστα.
Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι ο μάρτυρας Ζ1 δεν είναι αξιόπιστος εκ του λόγου ότι απελύθη εκ της τάξεως του Ελληνικού Στρατού πάσχων από ψυχοπαθητικού τύπου εκδηλώσεις με τα δυσπροσαρμοστίας στο στρατιωτικό περιβάλλον, δεν αναιρεί την αλήθεια των υπ'αυτού λεχθέντων. Ο ανωτέρω μάρτυρας μπορεί να είχε ψυχολογικά προβλήματα σε νεαρή ηλικία, σήμερα όμως μετά την πάροδο αρκετών ετών καταθέτει λεπτομέρειες για την υπόθεση της έκρηξης και της πρόκλησης ναυαγίου στα πλοία του Γ1, οι οποίες επιεβεβαιώνονται πλήρως, ως προελέχθη, και από άλλα στοιχεία της δικογραφίας. Δεν πρόκειται για μυθεύματα, αλλά για πραγματικά γεγονότα που τα είπε στον ανωτέρω μάρτυρα ο ίδιος ο Χ2, με τον οποίο είχε πολύ στενή σχέση, η οποία διερράγη για άγνωστη αιτία. Ακόμη ο ίδιος ο μάρτυρας στην από 22-12-2004 ένορκη ανακριτική μαρτυρική του κατάθεση καταθέτει ότι τα εκρηκτικά τα είχε πάρει ο Χ1 από την βάση του Ναυτικού. Το γεγονός ότι δεν αναφέρθηκε κλοπή εκρηκτικού υλικού για μία δεκαετία στην μονάδα υποβρυχίων αποστολών, στην οποία υπηρετούσε ο Χ1, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η κλοπή εκρηκτικού υλικού από οποιαδήποτε βάση του Ναυτικού. 'Αλλωστε ο μάρτυρας αυτός δεν αναφέρεται ειδικώς στην μονάδα υποβρυχίων αποστολών.
Τέλος ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η έκρηξη με την οποία προκλήθηκε η βύθιση των πλοίων μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο σε πράγματα και όχι σε άνθρωπο, δεδομένου ότι ήταν Κυριακή και στο λιμάνι ......... δεν ήταν κανείς, δεν ευσταθεί, διότι ακόμη και εν απουσία πληρωμάτων των πλοίων που είναι ελλιμενισμένα στο λιμάνι αυτό, στην περιοχή υπάρχουν φύλακες ακόμη και τις αργίες για τον φόβο των δολιοφθορών. Οι φύλακες αυτοί, αλλά και οποιοσδήποτε βρισκόταν στο λιμάνι την ημέρα αυτή, κινδύνευε άμεσα από την έκρηξη λαμβανομένου υπόψη ως προελέχθη και του γεγονότος ότι το ένα εκ των δύο πλοίων ήταν έμφορτο καυσίμων. Χαρακτηριστική είναι στο σημείο αυτό και η από 12-3-97 ένορκη προανακριτική μαρτυρική κατάθεση του φύλακα μεταξύ άλλων πλοίων και των υπό κρίση δεξαμενόπλοιων Γ2.
Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου Χ1 στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της προκλήσεως ναυαγίου κατά συναυτουργία, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς με αυτά που δέχθηκε διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26, 27, 45 και 277 εδ. β' Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσεις ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα ρητώς και με εκτενείς σκέψεις εκτίθεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι από την βύθιση και την προσάραξη των αναφερομένων σ'αυτό πλοίων, που οφείλεται σε εγκληματική ενέργεια του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου και του αποβιώσαντα συναυτουργού του, μπορούσε να προκύψει κίνδυνος σε άνθρωπο και συγκεκριμένα τόσο για τον φύλακα των πλοίων Β1, όσο και σε αόριστο αριθμό άλλων προσώπων (φυλάκων άλλων πλοίων, καθώς και οποιουδήποτε τρίτου παρευρισκομένου πλησίον των πλοίων). Εξ'άλλου από το σύνολο του αιτιολογικού προκύπτει καθαρά ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται την ύπαρξη στο πρόσωπό του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου όχι ενδεχομένου δόλου, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται, αλλά αμέσου δόλου, ο οποίος δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, όπως αυτές περιγράφονται με λεπτομέρεια στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, ενώ, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της προκλήσεως ναυαγίου με πρόθεση. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντα, που προβάλλονται στα πλαίσια των παραπάνω λόγων αναιρέσεως, με τις οποίες επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και γενικά αποδίδεται σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου.
Με τα δεδομένα αυτά πρέπει να απορριφθούν οι ανωτέρω δύο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως, δηλαδή αυτοί της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
5.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 97 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος τα κακουργήματα δικάζονται (κατ'αρχή) από μικτά ορκωτά δικαστήρια, που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους, όπως ορίζει ο νόμος, όσα δε κακουργήματα έχουν υπαχθεί, κατ'εξαίρεση, μέχρι την ισχύ του Συντάγματος, με συντακτικές πράξεις, ψηφίσματα ή ειδικούς νόμους, στη δικαιοδοσία των εφετείων, εξακολουθούν να δικάζονται από αυτά, εφόσον δεν υπαχθούν με νόμο στην αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, ενώ θεσπίζεται και δυνατότητα υπαγωγής με νόμο στη δικαιοδοσία των ίδιων εφετείων και άλλων κακουργημάτων. Περαιτέρω κατά το άρθρο 109 ΚΠΔ το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο δικάζει σε πρώτο βαθμό, μεταξύ άλλων, τα κακουργήματα, εκτός από εκείνα που ανήκουν στην αρμοδιότητα των Τριμελών Εφετείων, ενώ κατά το άρθρο 111 του ίδιου Κώδικα (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 Ν.1272/1982 και έχει περαιτέρω αντικατασταθεί), στην αρμοδιότητα των τελευταίων (Εφετείων) υπάγονται, μεταξύ άλλων και τα κακουργήματα κατά της ασφάλειας της σιδηροδρομικής ή υδάτινης συγκοινωνίας ή της αεροπλοΐας, που προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους, καθώς και τα συναφή με αυτά κακουργήματα ή πλημμελήματα, έστω και αν τα τελευταία κακουργήματα τιμωρούνται βαρύτερα από τα ως άνω κύρια κακουργήματα. Τέλος κατά το άρθρο 277 ΠΚ, που είναι εντεταγμένο στις διατάξεις του 13ου κεφαλαίου για τα "Κοινώς Επικίνδυνα Εγκλήματα", όποιος με πρόθεση προκαλεί την βύθιση ή την προσάραξη πλοίου τιμωρείται, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, με κάθειρξη, ενώ κατά το άρθρο 291 του ίδιου Κώδικα, που είναι εντεταγμένο στις διατάξεις του 14ου κεφαλαίου για τα "Εγκλήματα κατά της Ασφάλειας των Συγκοινωνιών", όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της σιδηροδρομικής ή υδάτινης συγκοινωνίας ή της αεροπλοΐας, τιμωρείται, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, με κάθειρξη. Είναι φανερό ότι τα δύο αυτά εγκλήματα, εκ των οποίων το πρώτο περιλαμβάνεται στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, ενώ το δεύτερο στα εγκλήματα κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών, είναι μεταξύ τους εντελώς διαφορετικά και ότι η αναφερόμενη εξαίρεση του άρθρου 111 Κ.Π.Δ. και η υπαγωγή στην εξαιρετική αρμοδιότητα των Τριμελών Εφετείων, αφορά μόνο τα κακουργήματα του άρθρου 291 ΠΚ και όχι εκείνα του άρθρου 277, τα οποία συνεχίζουν (αφού δεν έχουν εξαιρεθεί) να υπάγονται στην αρμοδιότητα των Μικτών Ορκτωτών Δικαστηρίων (ΑΠ 718/2003). Στην προκειμένη περίπτωση με το πρωτόδικο υπ'αριθ. 429/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς παραπέμφθηκαν ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ1, καθώς και ο μη ασκήσας αναίρεση Χ2, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως της προκλήσεως ναυαγίου κατά συναυτουργία, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, με την αιτιολογία ότι η πράξη αυτή στρέφεται κατά της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας. Το εν λόγω πρωτόδικο βούλευμα, μετά από έφεση που άσκησε εναντίον του ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, επικυρώθηκε στο σύνολό του, (δηλαδή και κατά την περί παραπομπής στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιώς διάταξή του) από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 43/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Σύμφωνα όμως με τα όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, καθ'ύλην αρμόδιο να δικάσει το κακούργημα αυτό είναι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, το οποίο θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς. Επομένως το προσβαλλόμενο βούλευμα που δέχθηκε τα αντίθετα υπερέβη την εξουσία του κατά το σκέλος του αυτό. 'Ετσι ο από το άρθρο 484 στοιχ. στ' Κ.Π.Δ. τρίτος λόγος αναιρέσεως (πρώτος του δικογράφου της αιτήσεως) είναι βάσιμος. Κατά συνέπεια πρέπει να αναιρεθεί κατά το σκέλος του αυτό το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί ο αναιρεσείων, κατ'ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 516 Κ.Π.Δ., στο αρμόδιο δικαστήριο και συγκεκριμένα στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς. Το αποτέλεσμα αυτό της αναιρέσεως πρέπει να επεκταθεί και στον μη ασκήσαντα αναίρεση Χ2, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 469 Κ.Π.Δ., δεδομένου ότι ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως δεν αρμόζει αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω:
Α) Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 43/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, αναφορικά με τη διάταξη του περί παραπομπής του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου Χ1 και του μη ασκήσαντα αναίρεση συγκατηγορουμένου του Χ2 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς.
Β) Να παραπεμφθούν οι ανωτέρω κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2, στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, για να δικασθούν ως υπαίτιοι της αναφερόμενης στο προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 43/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και σε βαθμό κακουργήματος τιμωρούμενης αξιόποινης πράξεως της προκλήσεως ναυαγίου κατά συναυτουργία, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο και της ηθικής σ'αυτήν αυτουργίας. Και Γ) Να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.
Αθήνα 2 Μαΐου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΣτέλιος Κ. Γκρόζος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη 2/16-2-2007 έκθεση αναιρέσεως του Χ1, κατά του 43/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η 39/9-62006 έφεση του κατά του. 429/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς καθώς και τον μη ασκήσαντα αναίρεση συγκατηγορούμενό του Χ2, προκειμένου να δικασθεί ο μεν αναιρεσείων, ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της προκλήσεως ναυαγίου κατά συναυτουργία (με τον ήδη θανόντα Χ3), από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο (άρ. 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 277 β ΠΚ), ο δε συγκατηγορούμενός του Χ2, της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι'αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. Κατά το άρθρο 277 ΠΚ, όποιος με πρόθεση προκαλεί τη βύθιση ή την προσάραξη πλοίου τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για τον άνθρωπο, και γ) με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχείου β` επήλθε θάνατος. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της πρόκλησης ναυαγίου, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η πλήρης καταβύθιση του πλοίου ή η προσάραξη τούτου κατά τρόπο που να μη μπορεί να πλέει, καθώς και η από τη βύθιση ή προσάραξή του πρόκληση κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα ή κινδύνου για άνθρωπο, υποκειμενικώς δε πρόθεση (και με τη μορφή του ενδεχομένου δόλου), που ενέχει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, ότι από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος ανθρώπου και τη θέληση ή την αποδοχή της βύθισης ή της προσάραξης του πλοίου. Ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι οιοσδήποτε, δηλαδή και ο πλοιοκτήτης ή μέλος του πληρώματος ή και τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοίου ευρισκόμενο. Η βύθιση ή η προσάραξη μπορεί να τελεσθεί με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη και με παράλειψη, όταν το υποκείμενο της πράξης είναι πρόσωπο που έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση για την ασφάλεια του πλοίου. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ της σχετικής παράλειψης ή ενέργειας και της επελθούσας βύθισηςή προσάραξης του πλοίου. Το έγκλημα αυτό, της πρόκλησης ναυαγίου, διαπλάσσεται από το νομοθέτη και σε διακεκριμένη μορφή, ως έγκλημα εκ του αποτελέσματος, τιμωρούμενο, με κάθειρξη μεν ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, εάν από τη συμπεριφορά του δράστη επήλθε θάνατος (άρθρο 277 περ. γ` ΠΚ), και με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο ( άρθρο 277 περ. β` ΠΚ).
Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν, από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το Συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ' επιλογή μερικά εξ αυτών. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ` αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ` αυτό κατ` είδος αποδεικτικών (ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, έγγραφα, πλην της αναφερόμενης τηλεοπτικής μαγνητοσκοπεισθείσας ιδιωτικής συνομιλίας, τις απολογίες και τα υπομνήματα των κατηγορουμένων), δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω ουσιώδη πραγματικά περιστατικά:
Ο εκκαλών κατηγορούμενος είναι συνταξιούχος αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος. Στο Λιμενικό Σώμα υπηρέτησε ως βατραχάνθρωπος στην ειδική μονάδα βατραχανθρώπων επί σειρά ετών και έχει πολλές γνώσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες. Τις γνώσεις του "περί τα εκρηκτικά" τις αποκόμισε κυρίως από την στρατιωτική του θητεία στην μονάδα υποβρυχίων καταστροφών (ΟΥΚ). Με τον κατηγορούμενο Χ3, που απεβίωσε στις 11-3-2001, συνεπεία εγκληματικής ενέργειας σε βάρος του (πυροβολήθηκε εξ επαφής από πυροβόλο όπλο) τους συνέδεε γνωριμία και φιλική σχέση γιατί και αυτός (ο αποβιώσας) είχε υπηρετήσει την θητεία του στα ΟΥΚ και είχε τελειώσει την σχολή βατραχανθρώπων. Και οι δύο (ο εκκαλών και ο αποβιώσας) ανήκαν στον σύλλογο βατραχανθρώπων. Στον σύλλογο αυτό ανήκαν άτομα που είχαν εκπληρώσει την στρατιωτική τους θητεία στην ως άνω μονάδα, είχαν υποστεί πολύ σκληρή εκπαίδευση, και είχαν άριστες γνώσεις σχετικά με τις εκρηκτικές ύλες. Ο φερόμενος ως ηθικός αυτουργός στην παρούσα υπόθεση και μη εκκαλών Χ2, είναι επιχειρηματίας, ασχολούμενος κυρίως με το εμπόριο των αυτοκινήτων, έχει φιλία και οικογενειακές σχέσεις με τον εκκαλούντα, και οι δύο έχουν και άλλες εκκρεμότητες με την Δικαιοσύνη. Το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης έχει ως εξής: Στις 9-3-1997 (ημέρα Κυριακή), στην περιοχή "......." του Λιμένα ...... σημειώθηκε έκρηξη ανάμεσα στα Δ/Ξ Μ/5 "........" Νηολ. Χαλκίδας ..... και "........." Νηολ. Πειραιά ..... τα οποία ευρίσκοντο πλαγιοδετημένα, με αποτέλεσμα την δημιουργία ρηγμάτων, την εισροή υδάτων και την επικάθησή τους στο βυθό (ημιβύθιση). Το Δ/Ξ "........" ήταν κενό φορτίου και εκτελούσε επισκευές ενώ το Δ/Ξ "......." ήταν έμφορτο πετρελαίου 75010 lit diesel + fl oil 460656 Μ/Τ (κίνησης πλοίων). Και τα δύο πλοία ανήκαν στον πλοιοκτήτη Γ1 και ήταν ανασφάλιστα. Συνεπεία της εκρήξεως το μεν πλοίο "......" ημιβυθίστηκε με προοδευτική αυξανόμενη κλίση προς τα αριστερά, το δε "........." επικάθησε στον πυθμένα του λιμένα ......., το βάθος του οποίου στο εν λόγω σημείο ήταν και είναι περί τα έξι (6) μέτρα. Ειδικότερα από την εξέταση των ρηγμάτων που υπέστησαν τα πλοία προέκυψε ότι ο εκρηκτικός μηχανισμός είχε τοποθετηθεί επάνω στο εξωτερικό κέλυφος των ίσαλων του Δ/- ".......". Το εκρηκτικό κύμα πέρασε στο εσωτερικό του πλοίου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί συνεχόμενο ρήγμα στην ΑΡ Νο6 δεξαμενή φορτίου και στο μηχανοστάσιο μήκους 1,20 μέτρων Χ 0,8 και στην συνέχεια, επειδή συνάντησε εγκάρσια στεγανή φρακτή, διαχωρίστηκε, ακολουθώντας δύο διαφορετικές διαδρομές, που κατέληγαν και οι δύο στο μηχανοστάσιο. Επίσης προκάλεσε μεγάλη παραμόρφωση των χαλύβδινων ελασμάτων του πλοίου στο σημείο της έκρηξης, καθώς και παραμόρφωση-ρήγμα, διαστάσεων 2,40 m Χ 5 cm στο Δ/Ξ ".......". Ο φύλακας των πλοίων Β1 που τη στιγμή της έκρηξης βρισκόταν στον μώλο, άκουσε ένα ξερό κρότο πολύ δυνατό σαν να είχαν πέσει σίδερα από κάποιο γερανό, τρομοκρατήθηκε τρομερά και άρχισε να τρέχει για να σωθεί, αλλά και για να ειδοποιήσει τον ιδιοκτήτη των πλοίων Γ1 με τηλεφωνική επικοινωνία, για την καταστροφή που είχαν υποστεί τα πλοία του συνεπεία της εκρήξεως. Όπως καταθέτει χαρακτηριστικά στην από 12-3-1997 ένορκη μαρτυρική κατάθεσή του, ο ανωτέρω μάρτυρας ενώπιον των αξιωματικών του Λιμενικού Σώματος, που επελήφθησαν εν συνεχεία της υποθέσεως, "επειδή τρομοκρατήθηκα πολύ και έτρεξα κιόλας για να γρηγορεύσω, κόντεψα να μείνω από την καρδιά μου". Όπως φαίνεται από την από ..... έκθεση αυτοψίας επί των ανωτέρω βυθισθέντων πλοίων των αξιωματικών του Λιμενικού Σώματος Ε1 και Ε2, η οποία επισυνάπτεται και επιβεβαιώνεται από την υπ'αριθμ. πρωτ............ υποβλητική αναφορά του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς προς την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ακόμη και από την υπ'αριθμ. ..... έκθεση του Γ' Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων του ΓΕΝ, αλλά και από την από ...... εγχειρισθείσα πραγματογνωμοσύνη επί των ανωτέρω πλοίων, την οποία διενήργησαν κατόπιν διορισμού τους από την Λιμενική προανακριτική αρχή, οι ........, Διπλωματούχος Ναυπηγός-Μηχανολόγος και ........ Ανθυπασπιστής Λ.Σ, η ανωτέρω βύθιση έγινε μετά από μελετημένη επιχειρησιακή υποθαλάσσια ενέργεια από έμπειρα πρόσωπα, τα οποία, κινούμενα καταδυτικώς και υποβρυχίως και μη γενόμενα ωσαύτως αντιληπτά, επικόλλησαν εξωτερικώς επί των ελασμάτων των υφάλων του Δ/Ξ "........" εκρητική ύλη, πιθανότατα, λόγω της ισχύος της, στρατιωτικού υλικού ΤΝΤ ή C4. Η εκρηκτική ύλη αυτή ήταν προσεκτικά επιλεγμένη και προμελετημένη για την πρόκληση της μέγιστης δυνατής κατακλίσεως του ανωτέρω πλοίου, με προφανή στόχο την ολοκληρωτική βύθιση του, (βλ. όλα τα προαναφερθέντα έγγραφα και την πραγματογνωμοσύνη .......-....... στη σελίδα 6η). Όλα τα ανωτέρω,ήτοι η ύπαρξη εκρήξεως ένεκα εκρηκτικού μηχανισμού, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τους ανθρώπους που βρίσκονται έξω από τα πλοία στη γύρω περιοχή, όπως π.χ. στον φύλακα Β1, αλλά και σε άλλους που πιθανόν να ευρίσκοντο πέριξ των πλοίων, παρά την απουσία πληρώματος στα πλοία αυτά, δεν αναιρούνται από την υπ'αριθμ. ...... έκθεση εργαστηριακής εξετάσεως της Δ/νσεως Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛΑΣ, η οποία αναφέρει ότι επί των υπολειμμάτων δεν ανιχνεύθηκαν υπολείμματα εκρηκτικής ύλης, και τούτο διότι η ως άνω έκθεση αποφαίνεται βάσει μόνο των πειστηρίων που εστάλησαν εκεί από τις λιμενικές αρχές και όχι επί πλειόνων αντικειμένων των ανωτέρω πλοίων (βλ. και τις σχετικές φωτογραφίες των πλοίων). Άλλωστε, από την ίδια έκθεση δεν αποκλείεται η ύπαρξη εκρηκτικού μηχανισμού (βλ. την παράγραφο με την εξής παρατήρηση: "δεν είναι δυνατόν να αποφανθούμε για το είδος του τυχόν χρησιμοποιηθέντος εκρηκτικού μηχανισμού). Είναι απολύτως βέβαιο ότι πρόκειται για "δολιοφθορά" επί των δύο πλοίων με τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού που εξερράγη προγραμματισμένα και προκάλεσε την κλίση επ' αριστερών στο πλοίο "......." και την επικάθηση στον πυθμένα του Λιμένος ...... στο πλοίο ".......", είναι δε πασιφανές ότι από την ενέργεια αυτή μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για άνθρωπο και άλλον εκτός από τον προαναφερθέντα φύλακα που, ως προελέχθη, κινδύνευσε να πεθάνει από ανακοπή καρδιάς από τον τρόμο του. Πρέπει δε να ληφθεί υπόψη ότι το δεξαμενόπλοιο "......" ήταν έμφορτο πετρελαίου, που σε περίπτωση αναφλέξεώς του οι συνέπειες θα ήταν ολέθριες για τους ανθρώπους, αλλά και τα αντικείμενα της περιοχής του λιμένος ....... Αυτή η δυνατότητα της πρόκλησης κινδύνου σε ένα πολυσύχναστο λιμάνι σαν το λιμάνι του ....... -έστω και ημέρα Κυριακή- σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Κινδύνευσαν άνθρωποι που πιθανότατα ευρίσκοντο στην περιοχή την στιγμή της εκρήξεως και οι δράστες που τοποθέτησαν τον εκρηκτικό μηχανισμό στα ύφαλα του πλοίου το γνώριζαν και το αποδέχθηκαν. Μετά ταύτα και την διαβίβαση της σχετικής δικογραφίας από τις Λιμενικές Αρχές στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά ασκήθηκε ποινική δίωξη για πρόκληση ναυαγίου από πρόθεση από κοινού, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος σε άνθρωπο (1,14,26 παρ. Γ 27 § 2 45, 277 στοιχ. β' Π.Κ.) κατ'αγνώστων δραστών και παραγγέλθηκε η διενέργεια κυρίας ανάκρισης, η οποία ανατέθηκε στην ΣΤ' τακτική ανακρίτρια Πειραιά. Μετά την διενέργεια της κυρίας ανάκρισης η ΣΤ Ανακρίτρια με την υπ αριθμ. 343/23-12-98 σημείωσή της, περαίωσε την ανακριτική δικογραφία χωρίς να καταστεί δυνατή η ανεύρεση των αγνώστων δραστών, ενώ στις 9-2-99 η ως άνω υπόθεση με εισαγγελική παραγγελία τέθηκε στο αρχείο αγνώστων δραστών. Μετά την πάροδο σημαντικού χρόνου και δη στις 10-2-2004 κατά την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε δυνάμει της υπ'αριθμ. ΔΟ2/2204 Εισαγγελικής παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών από την ανακρίτρια του 11ου τακτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για τις πράξεις της εγκληματικής οργάνωσης, ανθρωποκτονίας από πρόθεση, εκβιάσεως σε βαθμό κακουργήματος κλπ με 42 κατηγορουμένους, μεταξύ των οποίων περιελαμβάνοντο και οι Χ1 και Χ2 εξετάσθηκε ενόρκως ο μάρτυρας Ζ1, ο οποίος, μεταξύ άλλων, κατέθεσε ότι τα δυο βυθισθέντα πλοία ΔΧ "......" και ΔΧ "......." βυθίστηκαν από τους Χ1και Χ3 ύστερα από προτροπή του Χ2. Η ως άνω ανακριτική ένορκη μαρτυρική κατάθεση διαβιβάσθηκε στις 2-3-2004 από την 11η ανακρίτρια Αθηνών με το υπ'αριθμ. 2680/15-3-2004 έγγραφό της στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, με αποτέλεσμα η υπ'αριθ. ΑΒΜ Β 98/511 ανακριτική δικογραφία να ανασυρθεί από το αρχείο και να δοθεί η από 21-4-2004 εισαγγελική παραγγελία προς τον ΣΤ' ανακριτή για την διενέργεια συμπληρωματικής κυρίας ανάκρισης. Κατά την συμπληρωματική κυρία ανάκριση εξετάσθηκε εκ νέου από τον ΣΤ Ανακριτή Πειραιά ο μάρτυρας Ζ1 στις 22-12-2004 και στην νέα του κατάθεση επιβεβαίωσε όλα όσα είχε καταθέσει στις 10-2-2004 στην 11η Ανακρίτρια Αθηνών, αναφέροντας περισσότερες λεπτομέρειες για την υπόθεση. Συγκεκριμένα ο ανωτέρω μάρτυρας κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος Χ2 και ο πλοιοκτήτης των δύο ως άνω πλοίων Γ1 είχαν έλθει σε προστριβή, με αφορμή μία υπόθεση λαθρεμπορίας, στην οποία συμμετείχαν οι κατηγορούμενοι αυτοί. Επειδή ο Γ1 ενεπλάκη στην υπόθεση χωρίς να ευθύνεται, προκειμένου να αποδείξει την αθωότητα του, μαγνητοφώνησε τον Χ2, χωρίς ο τελευταίος να το γνωρίζει. Την μαγνητοφωνημένη αυτή ταινία την κατέθεσε ο Γ1 στον ανακριτή και στον προϊστάμενο του Λιμενικού Σώματος. Το γεγονός αυτό της διάρρηξης των σχέσεων του Γ1 και του Χ2 με αφορμή την υπόθεση λαθρεμπορίας επιβεβαιώνεται και από τον Γ1, ο οποίος και παραδέχεται την μαγνητοφώνηση συνομιλιών με τους παρόντες κατηγορουμένους, εν αγνοία τους, προκειμένου να απαλλαγεί από την κατηγορία της λαθρεμπορίας. Προσκομίζει δε αυτός (ο Γ1) και αντίγραφο της επιστολής του στον αρχηγό του Λιμενικού Σώματος, καθώς και αντίγραφο των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών (βλ. το αντίγραφο της επιστολής του Γ1 προς τον αρχηγό του Λιμενικού Σώματος). Ο εξετασθείς μάρτυς Ζ1 κατέθεσε ότι τα εκρηκτικά για την βύθιση των πλοίων τοποθετήθηκαν στο εξωτερικό σκαρί του ενός πλοίου και όχι στο εσωτερικό του κύτους, ότι τα εκρηκτικά τα είχε πάρει ο Χ1 από την βάση του ναυτικού, ότι ο Χ2, την επόμενη ημέρα, του είπε "Ζ1 το ένα πλοίο έκατσε με τον κώλο, και το άλλο στο πλάι, και ότι οι Χ1 και Χ3 έπεσαν στη θάλασσα από απόσταση 200 μέτρων και τοποθέτησαν υποθαλάσσια τα εκρηκτικά". Τα ανωτέρω λεχθέντα από τον μάρτυρα Ζ1 περιέχουν φοβερές λεπτομέρειες, που καταδεικνύουν την γνώση του για την συγκεκριμένη υπόθεση και εκτός αυτού ενισχύονται και από τα στοιχεία της παρούσης δικογραφίας, όπως α) Από την από ...... έκθεση αυτοψίας, στην οποία αναφέρεται ότι ο εκρηκτικός μηχανισμός είχε τοποθετηθεί μεταξύ των δύο πλοίων σε απόσταση ενός μέτρου από την ισαλογραμμή β) Από την υπ'αριθ. ....... έκθεση του Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων ΑΣΝΑ, στην οποία αναφέρεται ότι το μεν πλοίο Δ/Ξ "......." παρουσίασε κλίση προς τα αριστερά, το δε πλοίο Δ/Ξ "......" κατακλύσθηκε από νερά και επικάθησε στον πυθμένα του λιμανιού, που είχε βάθος 6μ., συνεπεία εκρήξεως με πιθανό στρατιωτικό υλικό γ) από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα ......., στην οποία ο πραγματογνώμονας αυτός γνωματεύει ότι η εκρηκτική ύλη ήταν στρατιωτικό εκρηκτικό υλικό (ΤΝΤ ή C4). Το ακριβές σημείο της εκρήξεως ήταν στο μεν Δ/- "......" στην αριστερή πλευρά των υφάλων, στο δε "........" στην δεξιά πλευρά των υφάλων του δ) στο γεγονός ότι τόσο ο κατηγορούμενος Χ1, όσο και ο θανών Χ3 έχουν υπηρετήσει στους βατραχανθρώπους και έχουν θητεύσει στα ΟΥΚ, έχοντας εκπαιδευτεί στα εκρηκτικά (βλ. εκ νέου τα επικαλούμενα έγγραφα). Επομένως και οι δύο είχαν την δυνατότητα να προβούν σε υποθαλάσσια επιμελή καταδυτική ενέργεια τοποθετήσεως εκρηκτικού μηχανισμού. Επιπροσθέτως οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ1, που τυγχάνουν οικογενειακοί φίλοι, παραπέμπονται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για το έγκλημα της συγκροτήσεως εγκληματικής οργάνωσης, δια της οποίας επιδιώκετο μεταξύ άλλων και η τέλεση του εγκλήματος της εκρήξεως. Ως προελέχθη, με έκρηξη στην προκειμένη περίπτωση πραγματοποιήθηκε η βύθιση των εν λόγω πλοίων. Άλλωστε αποκλείεται η δολιοφθορά να προέρχεται από τον ιδιοκτήτη των εν λόγω πλοίων, καθόσον τα τελευταία ήταν ανασφάλιστα. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι ο μάρτυρας Ζ1 δεν είναι αξιόπιστος εκ του λόγου ότι απελύθη εκ της τάξεως του Ελληνικού Στρατού πάσχων από ψυχοπαθητικού τύπου εκδηλώσεις μετά δυσπροσαρμοστίας στο στρατιωτικό περιβάλλον, δεν αναιρεί την αλήθεια των υπ' αυτού λεχθέντων. Ο ανωτέρω μάρτυρας μπορεί να είχε ψυχολογικά προβλήματα σε νεαρή ηλικία, σήμερα όμως μετά την πάροδο αρκετών ετών, καταθέτει λεπτομέρειες για την υπόθεση της έκρηξης και της πρόκλησης ναυαγίου στα πλοία του Γ1, οι οποίες επιβεβαιώνονται πλήρως, ως προελέχθη, και από άλλα στοιχεία της δικογραφίας. Δεν πρόκειται για μυθεύματα, αλλά για πραγματικά γεγονότα που τα είπε στον ανωτέρω μάρτυρα ο ίδιος ο Χ2, με τον οποίο είχε πολύ στενή σχέση, η οποία διερράγη για άγνωστη αιτία. Ακόμη ο ίδιος ο μάρτυρας στην από 22-12-2004 ένορκη ανακριτική μαρτυρική του κατάθεση καταθέτει ότι τα εκρηκτικά τα είχε πάρει ο Χ1 από την βάση του Ναυτικού. Το γεγονός ότι δεν αναφέρθηκε κλοπή εκρηκτικού υλικού για μία δεκαετία στην μονάδα υποβρυχίων αποστολών, στην οποία υπηρετούσε ο Χ1, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η κλοπή εκρηκτικού υλικού από οποιαδήποτε βάση του Ναυτικού. Άλλωστε, ο μάρτυρας αυτός δεν αναφέρεται ειδικώς στην μονάδα υποβρυχίων αποστολών. Τέλος ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η έκρηξη με την οποία προκλήθηκε η βύθιση των πλοίων μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο σε πράγματα και όχι σε άνθρωπο, δεδομένου ότι ήταν Κυριακή και στο λιμάνι ...... δεν ήταν κανείς, δεν ευσταθεί, διότι ακόμη και εν απουσία πληρωμάτων των πλοίων που είναι ελλιμενισμένα στο λιμάνι αυτό, στην περιοχή υπάρχουν φύλακες ακόμη και τις αργίες για τον φόβο των δολιοφθορών. Οι φύλακες αυτοί, αλλά και οποιοσδήποτε βρισκόταν στο λιμάνι την ημέρα αυτή, κινδύνευε άμεσα από την έκρηξη, λαμβανομένου υπόψη ως προελέχθη και του γεγονότος ότι το ένα εκ των δύο πλοίων ήταν έμφορτο καυσίμων. Χαρακτηριστική είναι στο σημείο αυτό και η από 12-3-97 ένορκη προανακριτική μαρτυρική κατάθεση του φύλακα, μεταξύ άλλων πλοίων και των υπό κρίση δεξαμενόπλοιων Γ2". Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ1 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της προκλήσεως ναυαγίου κατά συναυτουργία, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο (αρθ. 26§ια, 27§1,45, 277 περ.β ΠΚ). Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την 39/9-6-2006 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτοδίκου 429/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, το οποίο και επικύρωσε. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα πιο πάνω αξιόποινη πράξη της προκλήσεως ναυαγίου κατά συναυτουργία, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης αυτής πράξεως , τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος στο ακροατήριο , καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων αρθ. 26§ια, 27§1,45, 277 περ.β ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Ειδικότερα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η βύθιση και την προσάραξη των αναφερομένων σ'αυτό πλοίων οφείλεται σε εγκληματική ενέργεια του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και του αποβιώσαντος συναυτουργού του και ότι μπορούσε να προκύψει κίνδυνος σε άνθρωπο και συγκεκριμένα τόσο για τον φύλακα των πλοίων Β1, όσο και σε αόριστο αριθμό άλλων προσώπων (φυλάκων άλλων πλοίων, καθώς και οποιουδήποτε τρίτου ευρισκομένου πλησίον των πλοίων), χωρίς να υποχρεούται, περαιτέρω το Συμβούλιο , για την πληρότητα της αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος, να προβεί σε αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και στην αξιολογική συσχέτιση των αποδεικτικών στοιχείων. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται από την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, "αφού δέχεται ως αληθινά πραγματικά περιστατικά αυθαίρετα και χωρίς να έχουν προκύψει από την προδικασία κατά πλήρη μάλιστα διαστροφή των επαγωγικών συλλογισμών των αποδεικτικών μέσων, δεχόμενο ότι στις αργίες στο λιμάνι του ..... υπάρχουν φύλακες, ότι το λιμάνι του ....... είναι πολυσύχναστο και ότι πραγματώθηκε η δυνατότητα επέλευσης κινδύνου λόγω πιθανότητας καρδιακής προσβολής του φύλακα από τον τρόμο που του προκάλεσε η έκρηξη", ενώ, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων , από τα αναφερόμενα στη αίτησή του αποδεικτικά στοιχεία προκύπτουν τα αντίθετα, και ότι "κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων παραβιάστηκαν τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ότι ουδείς είναι δυνατό να κινδυνεύσει από το ναυάγιο την συγκεκριμένη ώρα και ημέρα, και επρόκειτο για μια καλά μελετημένη κοινώς επικίνδυνη ενέργεια σε χρόνο που δε θα κινδύνευαν άνθρωποι" , απαραδέκτως προβάλλονται , καθόσον με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας , ή της ελλείψεως νόμιμης βάσης, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ανεξαρτήτως αυτών, δεν στήριξε το συμπέρασμά του, όπως αβασίμως ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, ότι από την εγκληματική ενέργεια του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και του αποβιώσαντος συναυτουργού του μπορούσε να προκύψει κίνδυνος σε άνθρωπο, στην "πιθανότητα καρδιακής προσβολής του φύλακα από τον τρόμο που του προκάλεσε η έκρηξη", περιστατικό που αναφέρεται στο βούλευμα, προκειμένου να επισημανθεί η ένταση της εκρήξεως και ο εξ αυτής άμεσος κίνδυνος ζωής του πιο πάνω φύλακα. Εξάλλου, από το σύνολο του αιτιολογικού προκύπτει με σαφήνεια ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται την ύπαρξη στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου όχι ενδεχόμενου δόλου, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται, αλλά άμεσου δόλου, ο οποίος δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, όπως αυτές περιγράφονται με λεπτομέρεια στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ενώ, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της προκλήσεως ναυαγίου με πρόθεση. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που προβάλλονται στα πλαίσια των παραπάνω λόγων αναιρέσεως, με τις οποίες επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και γενικά αποδίδεται σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι, με αυτές, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου. Επομένως, οι από τις διατάξεις του άρθρου 484 στοιχ. β και δ ΚΠΔ δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Η παραπομπή σε αναρμόδιο Δικαστήριο δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης του βουλεύματος, αφού τέτοιος λόγος δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των περιοριστικώς αναφερομένων στο άρθρ. 484 ΚΠΔ, εκτός αν η παραπομπή αυτή είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε ιδρύεται ο από το άρθρ. 484 παρ.1 εδ.β ΚΠΔ λόγος. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι το Συμβούλιο Εφετών, με το να επικυρώσει το πρωτόδικο βούλευμα, μετά την έφεση που άσκησε εναντίον του ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, και κατά την περί παραπομπής διάταξή του, καθ' υπέρβαση εξουσίας παρέπεμψε αυτόν, προκειμένου να δικασθεί για το πάνω κακούργημα στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιώς, αντί στο αρμόδιο καθ'ύλη Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Πειραιώς, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Πρέπει να παρατηρηθεί σχετικά ότι το κακούργημα του άρθρου 277 περ.β του Π.Κ., για το οποίο παραπέμπεται ο αναιρεσείων είναι ενταγμένο στις διατάξεις του 13ου κεφαλαίου για τα ``Κοινώς Επικίνδυνα Εγκλήματα``,και όχι στις διατάξεις του 14ου κεφαλαίου για τα ``Εγκλήματα κατά της Ασφάλειας των Συγκοινωνιών, όπως το κακούργημα του άρθρου 291περ β ΠΚ ( διατάραξη ασφάλειας πλοίων κλπ), η αναφερόμενη δε εξαίρεση του άρθρου 111 του Κ.Π.Δ. και η υπαγωγή στην εξαιρετική αρμοδιότητα των τριμελών εφετείων, αφορά μόνον τα κακουργήματα του άρθρου 291 του Π.Κ. και όχι εκείνα του άρθρου 277, τα οποία συνεχίζουν (αφού δεν έχουν εξαιρεθεί) να υπάγονται στην αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων. Επομένως πράγματι αρμόδιο για την εκδίκαση του κακουργήματος του άρθρου 277 περ.β του Π.Κ., για το οποίο παραπέμπεται ο αναιρεσείων είναι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Πειραιώς, πλην όμως, όπως, προαναφέρθηκε, δεν δίδεται από το νόμο λόγος αναίρεσης του βουλεύματος για την εσφαλμένη αυτή παραπομπή, προφανώς, διότι το Δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται να εκδικασθεί η υπόθεση υποχρεούται να ερευνήσει την καθ' ύλην αρμοδιότητά του και να ενεργήσει τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 120 παρ.1 και 2 ΚΠΔ.
Μετά από αυτά και την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα ( 583 παρ.1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την 2/16-2-2007 έκθεση αναιρέσεως του Χ1, κατά του 43/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα ,που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 2007. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή