Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 973 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απιστία, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Νομίμου βάσεως έλλειψη, Βούλευμα απαλλακτικό.




Περίληψη:
Απαλλακτικό βούλευμα για κακουργηματική απιστία κατ' εξακολούθηση. Στοιχεία του εγκλήματος της απιστίας. Έννοια του όρου "από κοινού". Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας απαλλακτικού βουλεύματος και πότε εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη νόμιμης βάσης.




Αριθμός 973/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.1058/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1)Χ1, κατοίκου ..., 2)Χ2, κατοίκου ..., 3)Χ3, κατοίκου ..., 4)Χ4, κατοίκου ..., 5)Χ5, κατοίκου ..., 6)Χ6, κατοίκου ..., 7)Χ7, κατοίκου ..., 8)Χ8 και 9)Χ9, κατοίκων ..., και
πολιτικώς ενάγοντα το Αστικό σωματείο με την επωνυμία "ΤΑΜΕΙΟ ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΕΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΙΟΝΙΚΗΣ-ΛΑΪΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ (ΤΑΠΙΛΤΑΤ)", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 37/20 Ιουλίου 2009 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1099/2009.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή, με αριθμό 251/21-7-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

"Ι. Εισάγω στο Δικαστήριο Σας (σε Συμβούλιο), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 Κ.Π.Δ., προς συζήτηση και έκδοση αποφάσεως του με αριθμό 37/20-7-2009 αίτησή μου, με την οποία ζητώ να αναιρεθεί το με αριθμό 1058/09 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
ΙΙ. Για την βασιμότητα των λόγων για τους οποίους ασκήθηκε η κρινόμενη αναίρεση, αναφέρομαι εξολοκλήρου στο περιεχόμενο της 37/20-7-2009 σχετικής εκθέσεως.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω:
1) Να γίνει δεκτή η αίτηση μου
2) Να αναιρεθεί το με αριθμό 1058/09 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 3) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση, στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα.

Αθήνα 21 Ιουλίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής"
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Kατά το άρθρο 483 παρ. 3 του Κ.Π.Δ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 479, το δεύτερο εδάφιο της οποίας εφαρμόζεται και σε αυτή την περίπτωση, δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την έκδοσή του (άρθρο 306), για τους αναφερόμενους στο άρθρο 484 του ίδιου Κώδικα, οριζόμενους λόγους, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 390 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 15 του ν. 3242/2004, "όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Εάν η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσόν των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών". Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας απαιτείται ο δράστης, χωρίς να έχει σκοπό ιδιοποίησης, κατά τη διαχείριση ή επιμέλεια της περιουσίας άλλου, που έχει από το νόμο ή από δικαιοπραξία, να τη ζημιώσει, με πράξη ή παράλειψη. Περαιτέρω, κατά την κρατούσα στη νομολογία και την επιστήμη άποψη, η ενέργεια αυτή πρέπει να έχει εξωτερική φύση, καθώς εάν η ζημία προέλθει από εσωτερική ενέργεια, όπως είναι η ιδιοποίηση, θα πρόκειται για υπεξαίρεση. Θα πρέπει, δηλαδή, η ζημία να επέλθει από διαχειριστική πράξη ή παράλειψη του δράστη, κατά κατάχρηση της έναντι τρίτων αντιπροσωπευτικής εξουσίας του. Για να έχει ο δράστης την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας δεν θα πρέπει να ενεργεί απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις, με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, με δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού.
Συνεπώς, πράξεις εσωτερικές και δη είτε με υλικό είτε με δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, και εξωτερικές που έχουν είτε υλικό είτε δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, αλλά δεν αποτελούν ενάσκηση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας, δεν συνιστούν απιστία. Επιπλέον, δεν υπάρχει κατάχρηση και, επομένως, δεν τελείται το αδίκημα, όταν δεν παραβιάζονται οι κανόνες επιμελούς διαχείρισης, όπως όταν οι ενέργειες επιτρέπονται από τη σύμβαση ή δεν υπήρχε δυνατότητα επωφελέστερης επιλογής, τηρήθηκαν οι διαδικασίες, εξαντλήθηκαν τα περιθώρια διαπραγμάτευσης κ.λπ. Επομένως, τέσσερα είναι τα βασικά στοιχεία της απιστίας: α) νομίμως θεμελιωμένη εξουσία αντιπροσωπεύσεως, β) εξωτερική και δικαιοπρακτική ενέργεια του αντιπροσώπου, γ) κατάχρηση της (αντιπροσωπευτικής) εξουσίας διαθέσεως, συνιστάμενη στην υπέρβαση των ορίων της επιτρεπτής δράσεως του αντιπροσώπου επί τη βάσει της εσωτερικής σχέσεως στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του να προκαλεί την παραγωγή εννόμων συνεπειών και δ) επαγωγή ζημίας στην αλλότρια περιουσία. Ως περιουσία νοείται το σύνολο των εχόντων χρηματική αξία οικονομικών αγαθών του προσώπου που μπορεί να διατίθενται νομίμως, δηλαδή αγαθών κάθε είδους, κινητών (μεταξύ των οποίων και το χρήμα), ακινήτων, απαιτήσεων, δικαιωμάτων, εμπραγμάτων ή ενοχικών, καθώς επίσης η νομή, η σταθερή πελατεία, η με σταθερότητα περιβαλλόμενη προσδοκία κτήσης τέτοιων γενικώς οικονομικών αγαθών και οι ελπίδες ακόμη, όχι οι γενικές, απλές και ακαθάριστες, αλλά οι στηριζόμενες σε ορισμένες πιθανότητες. Βλάβη δε της περιουσίας είναι η μείωσή της που επέρχεται με τη μεταβίβαση πράγματος ή παροχής ή με την πληρωμή σε χρήμα, δηλαδή η επί έλαττον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας του συνόλου της περιουσίας προ της διαθέσεως αυτής και της αξίας της περιουσίας που απομένει μετά τη διάθεσή της από το δράστη. Υποκειμενικά δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος, αφού πλέον η διατύπωση του άρθρου, μετά τον ν. 2172/1993, είναι "με γνώση", δηλ. απαιτείται "υπερχειλής υποκειμενική υπόσταση", άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι η πράξη είναι επιζήμια για την περιουσία που διαχειρίζεται ή επιμελείται και τη θέλησή του να επιφέρει τη ζημία αυτή. Η πράξη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, όταν η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 παρ. 1 ΠΚ, "αν δύο η περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος, η σύμπραξη δε στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες ή επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται εξειδίκευση των ενεργειών καθενός συναυτουργού. Ειδικότερα, απαιτείται καθένας από τους συναυτουργούς να θέλει ή να γνωρίζει και να αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας παράλληλα ότι και οι λοιποί συναυτουργοί πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος. Επίσης, απαιτείται καθένας από τους συναυτουργούς να συμπράττει, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, υλοποιώντας, αυτοπροσώπως και αμέσως, είτε ολόκληρη την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος είτε επί μέρους πράξεις συγκλίνουσες στην πραγμάτωση αυτού. Όταν, όμως, στον ίδιο τόπο και χρόνο περισσότεροι διαπράττουν την ίδια πράξη κατά το αντικειμενικό σκέλος της, χωρίς να υπάρχει κοινός δόλος (συναπόφαση) των δραστών, τότε δεν πρόκειται για συναυτουργία, αλλά για παραυτουργία ή παράλληλη αυτουργία, οπότε καθένας από τους δράστες διώκεται και κρίνεται ως αυτουργός της σχετικής πράξης. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει μια και μόνο ποινή. Για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 17 και 18 του Ν. 1969/1991, όπως ισχύει μετά το π.δ. 433/1993 και το ν. 2533/1997 (άρθρα 111-115 αυτού) προκύπτει ότι μεταξύ των κινητών αξιών, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαχείρισης χαρτοφυλακίου από σχετικές προς τούτο συνιστώμενες εταιρείες επενδύσεων, είναι και οι τίτλοι μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων. Το συνιστώμενο δε αμοιβαίο κεφάλαιο δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο, αλλά ομάδα περιουσίας, η οποία αποτελείται από κινητές αξίες και μετρητά, που ανήκουν εξ αδιαιρέτου σε περισσότερα πρόσωπα και καθίσταται, ύστερα από απόφαση της επιτροπής κεφαλαιαγοράς, αντικείμενο διαχείρισης από ανώνυμη εταιρεία που συνιστάται για το σκοπό αυτό. Η ως άνω περιουσία καθίσταται αντικείμενο διαχείρισης από τις λεγόμενες ΑΕΔΑΚ (Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων), οι οποίες, αφού λάβουν την άδεια λειτουργίας τους από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ενεργούν, με βάση την εμπειρία τους, για λογαριασμό των δικαιούχων με σκοπό την επίτευξη υψηλών αποδόσεων των κεφαλαίων τους, επενδύοντάς τα κατ' επιλογή τους σε ομόλογα, ομολογίες και μετοχές, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Η σημασία που αποδίδει η ελληνική και κοινοτική νομοθεσία στη διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων και τις επενδύσεις σε κινητές αξίες αποτυπώθηκε στο ν. 3283/2004, που ρυθμίζει τα σχετικά θέματα.
Εξάλλου, έλλειψη της επιβαλλομένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως του απαλλακτικού βουλεύματος, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε την ανυπαρξία αποχρωσών ενδείξεων για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, για το οποίο ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε για τη συνδρομή των περιστατικών αυτών, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ή αποχρώσες ενδείξεις για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης, που προβλέπεται και τιμωρείται από την ουσιαστική ποινική διάταξη, στην οποία αυτά υπήχθησαν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συνιστά λόγο αναίρεσης του βουλεύματος και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει αυτή, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά της τα προκύψαντα από την ανάκριση και δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά, αλλά τα υπάγει σε άλλη διάταξη νόμου, που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο βούλευμα εμφιλοχώρησαν, κατά την έκθεση και ανάπτυξη των πραγματικών περιστατικών, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με το υπ' αριθ. 1270/2008 βούλευμα, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών αποφάνθηκε να παραπεμφθούν στο Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Αθηνών οι Χ2, Χ1, Χ3, Χ4,Χ8, Χ9, Χ5, Χ6 και Χ7 για την πράξη της απιστίας κατά συναυτουργία και κατ` εξακολούθηση, τετελεσμένης και σε απόπειρα και δια παραλείψεως, σε βαθμό πλημμελήματος και κακουργήματος, πράξη που φέρονται ότι τέλεσαν στην ... κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2003 μέχρι τις 18.12.2005. Επί εφέσεως δε των ανωτέρω, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο υπ` αριθ. 1058/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για την πλημμεληματική απιστία, ενώ αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των εκκαλούντων - κατηγορουμένων για την κακουργηματική απιστία. Κατά του βουλεύματος αυτού, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε την κρινόμενη αίτηση, με την οποία ζητεί την αναίρεσή του, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της στερήσεως νόμιμης βάσεως, και μόνο κατά το μέρος που αποφάνθηκε αυτό ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων για τις μερικότερες πράξεις της κακουργηματικής απιστίας που φέρονται ότι τελέσθηκαν από 18.11.2005 μέχρι 18.12.2005 (ρευστοποίηση αμοιβαίων κεφαλαίων), την 1.7.2004 (απόφαση για δειγματοληπτικό έλεγχο των αποδοχών των απασχολουμένων υπαλλήλων) και από 15.5.2004 μέχρι 3.12.2004 (ανάθεση εκπόνησης αναλογιστικών μελετών). Περαιτέρω, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με δικές του σκέψεις και χωρίς αναφορά στην ενσωματωμένη σ` αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι από τα ειδικώς μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψαν, όσον αφορά το προσβαλλόμενο με την αίτηση αναιρέσεως μέρος του, επί λέξει, τα εξής: "...από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας...προκύπτουν τα ακόλουθα: Από πολλών ετών έχει συσταθεί επαγγελματικό εργασιακό σωματείο με την επωνυμία "ΤΑΜΕΙΟ ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΕΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΙΟΝΙΚΗΣ - ΛΑΪΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ" ( ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ ), το οποίο έχει ως σκοπό τη χορήγηση μηνιαίου επικουρικού βοηθήματος στους αποχωρούντες από την υπηρεσία του προσωπικού οποιασδήποτε από τις συμμετέχουσες Τράπεζες, εφόσον θεμελιώνουν δικαίωμα κυρίας συντάξεως στο ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ ή στο ΙΚΑ ή σε ειδικούς ασφαλιστικούς φορείς κατά την επέλευση των ασφαλιστικών κινδύνων που ορίζονται από το καταστατικό του και εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις αυτού. Μέλη του Ταμείου αυτού κατά το καταστατικό γίνονται τα πρόσωπα που παρέχουν κάθε φορά εξαρτημένη εργασία, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με αμοιβή στην Ι.Λ.Τ.Ε. και στις Τράπεζες, Εργασίας, Κρήτης, Κεντρικής Ελλάδας, Επαγγελματικής Πίστης, Αττικής, Επενδύσεων, ..., Αραβοελληνική Τράπεζα, ΕΤΕΒΑ, Εθνική Στεγαστική Τράπεζα και στην Εθνική Α.Ε. Διοικήσεως και Οργανώσεως, τα οποία είναι μέλη των οικείων συλλόγων των Τραπεζών. Ήδη δε μέλη του Ταμείου είναι, μεταξύ άλλων, οι υπάλληλοι των τραπεζών ALPHA ΒΑΝΚ (πρώην Ιονική Τράπεζα), EUROBANK (πρώην Τράπεζες ΚΡΗΤΗΣ, ΕΡΓΑΣΙΑΣ και ΑΘΗΝΩΝ), ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ (πρώην Τράπεζα Κεντρικής Ελλάδος), ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΤΤΙΚΗΣ, ΕΘΝΟΚΑΡΤΑ, ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (πρώην Τράπεζα ΕΤΕΒΑ), Τράπεζα ΠΕΙΡΑΙΩΣ (πρώην Τράπεζα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ). Το ως άνω ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ διοικείται από 9μελές Διοικητικό Συμβούλιο εκλεγόμενο κάθε τριετία από τη Γενική Συνέλευση των μελών του Ταμείου με μυστική ψηφοφορία, πόροι δε αυτού είναι, εκτός των άλλων: 1) Εισφορά 3% στις κάθε φύσεως αποδοχές των ασφαλισμένων, εισπραττομένη με κρατήσεις από τις μισθολογικές καταστάσεις από καθεμία Τράπεζα, η οποία υποχρεούται να την καταθέσει στο Ταμείο εντός του ιδίου μισθολογικού μήνα. 2) Εισφορά 4% στις πάσης φύσεως αποδοχές των ασφαλισμένων στο Ταμείο, καταβαλλόμενη από κάθε Τράπεζα στο Ταμείο μέσα στον ίδιο μήνα βάσει της καταβαλλόμενης μισθοδοσίας. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ είναι ένα σωματειακής μορφής επικουρικό ταμείο, που αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, διεπόμενο αποκλειστικά από τις διατάξεις του από 3-7-1990 νόμιμα δημοσιευθέντος καταστατικού του και των σχετικών νόμων. Κατά τις αρχαιρεσίες της 21/25-10-2002 οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι εξελέγησαν ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου αυτού, ανέλαβαν δε τη διοίκησή του για μια τριετία από 6-12-2002 και συγκεκριμένα: 1) Ο Χ2 ως πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου. 2) Ο Χ1 ως αντιπρόεδρος. 3) Ο Χ3 ως γενικός γραμματέας. 4) Ο Χ4 ως ταμίας. 5) Οι Χ8 και Χ6 ως αναπληρωτές ταμίες και Χ9, Χ5 και Χ7 ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Επίσης, μέλη αυτού κατά το ως άνω χρονικό διάστημα διετέλεσαν και οι .... Το Διοικητικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το νόμο και το καταστατικό, διοικεί το Ταμείο και διαχειρίζεται την περιουσία αυτού και συγκεκριμένα: α) Επιμελείται για την κανονική είσπραξη των πόρων του Ταμείου. β) Διαχειρίζεται τα κεφάλαια του Ταμείου, βάσει των διατάξεων του Καταστατικού και της γενικής νομοθεσίας. γ) Αποφασίζει για την τοποθέτηση των κεφαλαίων, της εκποιήσεως, υποθηκεύσεως και ενεχυριάσεως των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου... ι) Συγκροτεί ... 2) Επιτροπή παροχών από μέλη αυτού, που έχει σαν έργο τον έλεγχο των προϋποθέσεων και την εισήγηση προς αυτό ή κατόπιν αποφάσεως ταύτης τη χορήγηση των ορισθησομένων παροχών από το Διοικητικό Συμβούλιο. Το σωματείο με την επωνυμία "Σύλλογος Προσωπικού ALPHA ΒΑΝΚ", το οποίο με 2.700 περίπου μέλη είναι το μεγαλύτερο από τα απαρτίζοντα το ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ, υπέβαλε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την παρούσα από 19-6-2006 μηνυτήρια αναφορά του, αποδίδοντας στα ως άνω μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ κατά το χρονικό διάστημα των ετών από τα τέλη του 2002 έως τα τέλη του 2005 τη διάπραξη αξιοποίνων πράξεων (απιστίας). Ειδικότερα, όσον αφορά τις αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους αξιόποινες πράξεις προκύπτουν τα εξής: Ι) Κατά τα αναφερόμενα στην από 19-6-2006 μηνυτήρια αναφορά του σωματείου με την επωνυμία "Σύλλογος Προσωπικού ALPHA ΒΑΝΚ" οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι Χ2, Χ1, Χ3, Χ4, Χ8, Χ9, Χ5, Χ6 και Χ7, με τις ανωτέρω ιδιότητές τους ως μελών του Δ.Σ. του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ, από κοινού ενεργώντας προξένησαν εν γνώσει τους ζημία στο ως άνω Ταμείο. Ειδικότερα, αυτοί κατά το χρονικό διάστημα από 18-11-2005 και έως την 18-12-2005, μετέχοντας σε δύο διαδοχικές συνεδριάσεις του Δ.Σ. του πιο πάνω Ταμείου, την 24-11-2005 και την 17-12-2005, αποφάσισαν τη ρευστοποίηση έντεκα (11) συνολικά αμοιβαίων κεφαλαίων από το χαρτοφυλάκιο του "ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ", των εταιρειών με τις επωνυμίες "ΔΙΕΘΝΙΚΗ ΑΕΔΑΚ", "Alico ΑΕΔΑΚ", "Alpha ΑΕΔΑΚ" και "Alpha Trust ΑΕΔΑΚ", οι οποίες είναι από τις μεγαλύτερες εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων. Η αξία των πιο πάνω αμοιβαίων κεφαλαίων, σύμφωνα με την αξία κτήσης τους, ανερχόταν κατά την 18-11-2005 σε 31.253.761,41 ευρώ. Με την ολοκλήρωση της ρευστοποίησης των πιο πάνω κεφαλαίων κατά το ως άνω χρονικό διάστημα προξένησαν στο "ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ" εν γνώσει τους ζημία ανερχόμενη στο ποσό των 5.603.088,47 ευρώ. Η γνώση τους για την πρόκληση της πιο πάνω ζημίας προκύπτει κατά την κατηγορία από το γεγονός ότι κατά τη συνεδρίαση του Δ.Σ. του "ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ", της 17-12-2005, αποφάσισαν την επένδυση του προϊόντος της πιο πάνω ρευστοποίησης σε ασφαλιστικό πρόγραμμα της εταιρείας με την επωνυμία "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ Α.Ε.Γ.Α.", με διακριτικό τίτλο "ASPIS ASSET", ενώ καλώς γνώριζαν ότι δεν είχαν λάβει τη γνώμη και τη συναίνεση της αρμόδιας επενδυτικής επιτροπής, δεν υπήρχε κανένας λόγος για την πιο πάνω αιφνίδια και μαζική ρευστοποίηση αμοιβαίων κεφαλαίων, επί ζημία, έναντι της τιμής κτήσης των πιο πάνω αμοιβαίων κεφαλαίων, η δε σκοπούμενη επένδυση στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ Α.Ε.Γ.Α." ήταν εν γνώσει τους επισφαλής, καθόσον η πιστοληπτική θέση της εταιρείας αυτής ήταν περιορισμένη και η καθαρή θέση της εταιρείας τα τελευταία δέκα έτη (δηλαδή η διαφορά ενεργητικού και του συνόλου των υποχρεώσεών της), ήταν αρνητική, κατά ποσό 25.918.000 ευρώ, την οποία σε κάθε περίπτωση δεν είχαν ελέγξει, ως όφειλαν, πριν αποφασίσουν την πιο πάνω επένδυση. Πλην όμως από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα ουδόλως προέκυψε η βασιμότητα της πιο πάνω αποδιδόμενης στους εκκαλούντες - κατηγορουμένους αξιόποινης πράξης της απιστίας. Την 18-11-2005 οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ4, Πρόεδρος και Ταμίας αντίστοιχα του Δ.Σ. του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ, απέστειλαν τις υπ' αριθ. πρωτ. ... επιστολές προς τις εταιρείες "ΔΙΕΘΝΙΚΗ ΑΕΔΑΚ", "ALICO A IG ΑΕΔΑΚ", "ALPHA ΑΕΔΑΚ" και "ALPHA TRUST ΑΕΔΑΚ" με την εντολή να προβούν σε ολική εξαγορά έντεκα (11) συνολικά αμοιβαίων κεφαλαίων του Ταμείου. Η ενέργεια αυτή έγινε, μετά από προηγηθείσες συζητήσεις και συσκέψεις ως προς το ζήτημα της αναγκαιότητας αναδιάρθρωσης του χαρτοφυλακίου του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ, ενόψει και των εκθέσεων των τελευταίων ετών της εταιρείας ορκωτών λογιστών, που διενεργούσε τον ετήσιο έλεγχο των οικονομικών του Ταμείου, για εξυγίανση του χαρτοφυλακίου αμοιβαίων κεφαλαίων του τελευταίου. Κατά την έκτακτη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της 24-11-2005, ένα από τα θέματα της ημερήσιας διάταξης ήταν και αυτό των "επενδύσεων". Κατά τη διάρκεια αυτής της συνεδρίασης ο εκκαλών -κατηγορούμενος Χ2 ανέφερε ότι σε συνεργασία με τις υπηρεσίες του Ταμείου και το λογιστή ρευστοποίησαν μία σειρά παλαιών αμοιβαίων κεφαλαίων ύψους 25.650.000 ευρώ περίπου, τα οποία ήταν ένα μίγμα ζημιογόνων αλλά και κερδοφόρων αμοιβαίων κεφαλαίων και ζήτησε από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου την έγκριση για τις εν λόγω ρευστοποιήσεις. Επίσης, κατά την ίδια συνεδρίαση ο ως άνω κατηγορούμενος ανέφερε ότι οι συγκεκριμένες επενδύσεις ήταν ζημιογόνες, δεδομένου ότι υπήρξαν σημαντικές απώλειες και για το λόγο αυτό θα έπρεπε να εξεταστεί σοβαρά μία πρόταση ασφαλούς τοποθέτησης και συγκεκριμένα στο πρόγραμμα ASPIS ASSET, ένα πρόγραμμα ασφαλιστηρίου συμβολαίου της ασφαλιστικής εταιρείας "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ Α.Ε.Γ.Α.". Μετά ταύτα κατά τις συνεδριάσεις του Δ.Σ. της 17-12-2005 και 22-12-2005 εισήχθη προς συζήτηση το θέμα της επένδυσης στην εταιρεία "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ Α.Ε.Γ.Α." και η σχετική πρόταση υπερψηφίστηκε. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η θητεία του απερχόμενου κατά το έτος 2005 Δ.Σ. του Ταμείου έληγε την 6-12-2005, χωρίς να διενεργηθούν αρχαιρεσίες για την εκλογή νέας διοίκησης. Ακολούθως, την 16-12-2005 κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών αίτηση περί διορισμού προσωρινής διοίκησης και μέχρι το τέλος του έτους 2005 δεν είχε οριστεί τέτοια. Περαιτέρω, η απόφαση του Δ.Σ. του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ για την κατά τα ως άνω ρευστοποίηση των ανωτέρω αμοιβαίων κεφαλαίων, που στην πλειοψηφία τους ήσαν μετοχικά, εντάσσεται στα πλαίσια της αλλαγής του επενδυτικού προσανατολισμού του Ταμείου και τη στροφή του σε πιο συντηρητικές επιλογές, οι οποίες εξασφάλιζαν σταθερή απόδοση. Τα αμοιβαία κεφάλαια δε που ρευστοποιήθηκαν αποτελούσαν περίπου το 22,65% του χαρτοφυλακίου Α/Κ και περίπου το 6,5% του συνόλου της περιουσίας του Ταμείου. Ακόμη είναι γνωστό ότι τα αμοιβαία κεφάλαια αποτελούν επενδυτικά προϊόντα υψηλού κινδύνου, από αυτά δε τα μετοχικά, λόγω της φύσης της επένδυσης, εμπερικλείουν το μεγαλύτερο επενδυτικό κίνδυνο. Στην ουσία η απόφαση περί ρευστοποίησης των αμοιβαίων κεφαλαίων λήφθηκε με σκοπό τη διόρθωση μίας εσφαλμένης πρακτικής των προηγούμενων διοικήσεων, την εξυγίανση του χαρτοφυλακίου του Ταμείου και την πραγματική διασφάλιση των συμφερόντων και της περιουσίας του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ. Γενικότερα δε η απόφαση να ρευστοποιηθούν τα εν λόγω αμοιβαία κεφάλαια ήταν απολύτως επωφελής για το Ταμείο, καθόσον ματαίωσε την περαιτέρω ζημία από τη μείωση της περιουσίας αυτού. Ο ισχυρισμός του εγκαλούντος - πολιτικώς ενάγοντος σωματείου ότι από την κατά τα ως άνω ρευστοποίηση των αμοιβαίων κεφαλαίων την 18-11-2005 επήλθε ζημία στην περιουσία του Ταμείου ύψους 5.603.088,40 ευρώ είναι αβάσιμος. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με τους βασικούς κανόνες της λογιστικής και του ισχύοντος Π.Δ. 80/1997 "περί Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης", ως τιμή κτήσης των αμοιβαίων κεφαλαίων θα ληφθεί εκείνη της αρχικής αγοράς αυτών από το Ταμείο κατά το έτος 1994 και όχι εκείνη που είχαν αυτά κατά το έτος 1999, οπότε πωλήθηκαν και επαναγοράσθηκαν αυθημερόν (εγγράφοντας λογιστικά και μόνο κέρδη και διογκώνοντας πλασματικά την αξία τους). Ακόμη, στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί και το γεγονός ότι με τη σημερινή εξέλιξη των τιμών του Χρηματιστηρίου, εάν τα επίμαχα Αμοιβαία Κεφάλαια είχαν παραμείνει στην περιουσία του Ταμείου, οι απώλειες του επενδεδυμένου κεφαλαίου θα ήσαν πολύ μεγαλύτερες. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Ένωσης Θεσμικών Επενδυτών, το συνολικό ενεργητικό των ελληνικών αμοιβαίων κεφαλαίων μέσα στο έτος 2008 παρουσίασε σημαντικές αρνητικές αποδόσεις. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από την από 12-6-2008 σαφή και εμπεριστατωμένη έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα ..., που διορίστηκε από την Ανακρίτρια του 18ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο οποίος αναφέρει, μεταξύ άλλων, και τα εξής : "...Από τα ανωτέρω α. β, γ, δ αντίγραφα κινήσεων των επενδυτικών λογαριασμών σε αμοιβαία κεφάλαια, δεν αναφέρονται καταγεγραμμένες αποδόσεις για τις περιγραφόμενες επενδύσεις κατά τη χρονική περίοδο από την πρώτης εγγραφής μέχρι σήμερα, αν και έγιναν πολλές εγγραφές και εξαγορές. Σε καμία περίπτωση δεν αναφέρονται αν υπήρξαν κέρδη ή ζημίες από τις επενδύσεις σε αμοιβαία κεφάλαια από το έτος 1994 μέχρι σήμερα και αν τα εν λόγω κέρδη έχουν καταγραφεί στο λογιστικό σχέδιο του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ. Σε καμία όμως από τις ανωτέρω εξαγορές δεν μου παραδόθηκαν καταγεγραμμένες αποδόσεις στο ενιαίο λογιστικό σχέδιο του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ. Έτσι δεν γνωρίζουμε αν υπήρχαν αποδόσεις για τις εν λόγω επενδύσεις, αν ήσαν θετικές ή αρνητικές και ποιο το ύψος των. Εκείνο που γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας είναι τα ποσά που αναφέρονται στη μήνυση για την περίοδο από το έτος 1999 έως την 18-11-2005, δηλαδή ύψος συνολικής επένδυσης (αγορά) 19.719.456,06 ευρώ, αξία εξαγοράς (πώληση) 12.615.168,55 ευρώ, ζημία για το ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ 7.104.287,51 ευρώ. Το γεγονός τούτο ισχυροποιείται ακόμη περισσότερο αν λάβουμε υπόψη μας την αναφορά στο αντίγραφο κινήσεων του επενδυτικού λογαριασμού της ALPHA ASSET MANAGEMENT από 3-5-1994 μέχρι 18-11-2005, όπου καταγράφεται αρνητική απόδοση -18,60% από 1-1-2008 έως 8-4-2008, δηλαδή αν κρατούσαν την επένδυση μέχρι την 8-4-2008 το ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ θα έχανε 18% του συνολικά επενδυμένου κεφαλαίου (σελ. 19-20) .... Αφού οι πρώτες εγγραφές σε αμοιβαία κεφάλαια έγιναν το έτος 1994 και συνεχίστηκαν για μία σειρά ετών κατά παράβαση του καταστατικού του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ και σε αντιπαράθεση προς τις προτεινόμενες από το καταστατικό εναλλακτικές επενδύσεις σε αξίες σταθερών αποδόσεων και αφού οι προτεινόμενες από το καταστατικό εναλλακτικές επενδύσεις το 1994 είχαν κατ' ελάχιστο αποδόσεις 32% ετησίως, γίνεται αντιληπτό σε κάθε καλοπροαίρετο μελετητή ότι το Ταμείο, αν επένδυε σε προθεσμιακές καταθέσεις με ετήσια κεφαλαιοποίηση, θα είχε σήμερα υπερδεκαπλασιάσει το αρχικά επενδυθέν κεφάλαιο. Οι ευθύνες όλων των διοικήσεων του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ είναι πασιφανείς από την ημερομηνία της πρώτης επένδυσης το έτος 1994 μέχρι την ημερομηνία της τελευταίας εξαγοράς την 18-11-2005. Η απόφαση δε της απομάκρυνσης από την εν λόγω αρνητικών αποδόσεων επένδυση ήταν αρίστη και ωφέλησε το ταμείο, διότι από την εγγραφή στα αντίστοιχα αμοιβαία κεφάλαια το έτος 1999 έως και την 18-11-2005 όπου ρευστοποιήθηκαν, είχαν συνεχώς αρνητικές αποδόσεις, οι οποίες στο σύνολό τους ανέρχονται στο ποσό των 7.104.287,51 ευρώ ... (σελ. 23-24). Το ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ επέλεξε την επένδυση των αμοιβαίων κεφαλαίων από το1994. Κατά το χρονικό διάστημα από την πρώτη εγγραφή το 1994 μέχρι και της συνολικής ρευστοποίησης των στις18-11-2005, έλαβαν χώρα επαναλαμβανόμενες πράξεις εξαγοράς (πωλήσεων μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων) και επανεγγραφής (αγορών ισόποσων μεριδίων των ίδιων αμοιβαίων κεφαλαίων). Η απόφαση του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ για επενδύσεις σε αμοιβαία κεφάλαια έγινε κατά παρέκκλιση του καταστατικού του (άρθρο 18). Στο εν λόγω άρθρο ορίζεται ο τρόπος επενδύσεων των αποθεματικών του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ και κατονομάζονται - υποδεικνύονται επακριβώς οι δυνατοί τρόποι επενδύσεων. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι τα διαθέσιμα κεφάλαια του Ταμείου που υπερβαίνουν τις 200.000 δραχμές θα κατατίθενται εντόκως στις τράπεζες, ή θα επενδύονται κατόπιν αποφάσεως του Δ.Σ. σε χρεόγραφα του Ελληνικού Δημοσίου, σε μετοχές μεγάλων τραπεζών, σε άλλες ασφαλείς αξίες ή σε ακίνητα. Επομένως, κάθε πράξη απομάκρυνσης από επενδύσεις σε μη ασφαλείς αξίες, όπως είναι τα αμοιβαία κεφάλαια, είναι πράξη καταστατικά σύννομος και υποχρεωτική για όλες τις διοικήσεις του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ. Η διοίκηση του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ την 18-11-2005 με τη συνολική ρευστοποίηση των επενδύσεων σε αμοιβαία κεφάλαια, έπραξε σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς και το καταστατικό του Ταμείου. Ωφέλησε δε οικονομικά το Ταμείο με εξαφάνιση των επενδύσεων με αρνητικές αποδόσεις και τοποθέτηση των ρευστοποιημένων κεφαλαίων σε ασφαλείς, όπως ορίζεται στο καταστατικό του Ταμείου επενδύσεις (χρεόγραφα του Ελληνικού Δημοσίου....) ... Δηλαδή, συνολικά από το 1994 μέχρι την 18-11-2005 από το ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ επενδύθηκαν συνολικά 70.274.304,04 ευρώ και απεκόμισαν συνολικά κέρδη 6.692.537,36 ευρώ. Δηλαδή, η επί τοις εκατό συνολική απόδοση των κεφαλαίων που επενδύθηκαν σε αμοιβαία κεφάλαια, ανήλθε σε 9,52%/12 = 0,79%. Αν το ίδιο ως ανωτέρω ποσό που επενδύθηκε σε αμοιβαία κεφάλαια το ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ το τόκιζε στην ελεύθερη αγορά με ετήσιο ανατοκισμό, τότε με χρήση των κατωτέρων κατ' έτος δικαιοπρακτικών επιτοκίων, η εξέλιξη του ποσού αυτού στη 12ετία θα ανήρχετο σε 440.096.956,25 ευρώ, δηλαδή το αρχικό ποσό των 70.274.304,04 ευρώ θα υπερεξαπλασιάζετο. Σε περίπτωση που δεν θα επιτυγχάνονταν κατά τις συναλλαγές τα δικαιοπρακτικά επιτόκια πιθανόν να επιτυγχάνονταν μικρότερα έσοδα, ποτέ όμως δεν θα επιτυγχάνονταν μέσα ετήσια έσοδα 0,79%. Οι απώλειες για το ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ ήσαν υπέρογκες με ευθύνη όλων των διοικήσεων από το 1994 μέχρι την 19-11-2005" και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: "Η διοίκηση του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ την 18-11-2005 με τη συνολική ρευστοποίηση των επενδύσεων σε αμοιβαία κεφάλαια, έπραξε σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς και το καταστατικό του Ταμείου. Ωφέλησε δε οικονομικά το Ταμείο με εξαφάνιση των επενδύσεων με αρνητικές αποδόσεις και τοποθέτηση των ρευστοποιημένων κεφαλαίων σε ασφαλείς, όπως ορίζεται από το καταστατικό του Ταμείου, επενδύσεις (χρεόγραφα του Ελληνικού Δημοσίου). Η διοίκηση του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ επεχείρησε να επενδύσει στο προϊόν assets της "Ασπίδας Πρόνοιας" έπειτα από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου με ψήφους 5 προς δύο. Η επένδυση δεν ευδοκίμησε. Κατά τη διαδικασία δεν πληρώθηκαν δαπάνες για προμήθειες. Οι δαπάνες που πληρώθηκαν ως αμοιβή σε δικηγόρους για την παροχή υπηρεσιών νομικών συμβούλων ανέρχονται σύμφωνα με τις αποδείξεις που μου παραδόθηκαν σε 13.030 ευρώ". Εξάλλου, τα παραπάνω δεν μπορούν να κλονιστούν και αποδυναμωθούν από την από 27-6-2008 έκθεση του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ..., τεχνικού συμβούλου του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ, την από 10-5-2006 έκθεση του οικονομολόγου ..., που συντάχθηκε μετά από ανάθεση από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του "Συλλόγου Προσωπικού της Alpha Bank", την από 22-5-2006 έκθεση αξιολόγησης του καθηγητή του Τμήματος Μηχανικών Παραγωγής και Διοίκησης του Πολυτεχνείου ..., ούτε από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων .... Τούτο δε διότι όλοι οι παραπάνω κάνουν λόγο για ζημία της περιουσίας του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ από τη ρευστοποίηση των αμοιβαίων κεφαλαίων αυτού την 18-11-2005 ύψους 5.603.088,47 ευρώ. Πλην όμως η ως άνω αναφερόμενη ζημία προέρχεται από πλασματικές εγγραφές στα βιβλία του Ταμείου και ως εκ τούτου είναι "λογιστική" με την έννοια ότι σχηματίζεται μετά από επιλογή εκ μέρους του εγκαλούντος-πολιτικώς ενάγοντος σωματείου των συμφερότερων για τις απόψεις του χρονικών σημείων για τον υπολογισμό των σχετικών αξιών των μεριδίων των αμοιβαίων κεφαλαίων. Έτσι, για το σχηματισμό της κρίσης αν υπάρχει ζημία της περιουσίας του Ταμείου ως στοιχείο της αντικειμενική υποστάσεως του διωκόμενου εγκλήματος της απιστίας, η αξία των αμοιβαίων κεφαλαίων ορθό είναι να υπολογίζεται διαχρονικά, με σημείο εκκίνησης την αξία της αρχικής κτήσης των μεριδίων των αμοιβαίων κεφαλαίων (1994) σε σύγκριση με την αξία αυτών κατά το χρόνο ρευστοποίησης τους (εξαγοράς), λαμβανομένης βέβαια υπόψη και της μεταγενέστερης εξέλιξης (μετά τη ρευστοποίηση) και πορείας της αξίας αυτών, αλλά σε βάθος χρόνου και όχι επιλεκτικά σε περιορισμένο και συγκεκριμένο χρονικό σημείο. Με τα δεδομένα αυτά είναι φανερό ότι κατά τη λήψη των πιο πάνω αποφάσεων δεν υπάρχει παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης εκ μέρους των κατηγορουμένων, ούτε επέλευση περιουσιακής ζημίας του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ και συνεπώς δεν ασκεί έννομη επιρροή στην παρούσα περίπτωση το γεγονός ότι δεν ζητήθηκε η γνώμη της Επενδυτικής Επιτροπής (άτυπη επιτροπή από στελέχη τραπεζών με συμβουλευτικό -γνωμοδοτικό ρόλο σε θέματα τοποθέτησης των κεφαλαίων), ούτε επίσης το γεγονός ότι κατά το χρόνο λήψης των πιο πάνω αποφάσεων είχε δημιουργηθεί ζήτημα και υπήρχε δικαστική διένεξη σχετικά με τη λήξη της θητείας της απερχόμενης διοίκησης του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί και το ότι η επένδυση στο επενδυτικό-ασφαλιστικό πρόγραμμα ASPIS Asset της ασφαλιστικής εταιρείας "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ Α.Ε.Γ.Α.", σε αντίθεση με τα αμοιβαία κεφάλαια, αποτελούσε μία επένδυση με εγγυημένη σταθερή απόδοση, ενώ από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα ουδόλως προέκυψε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο σχετικά με την επικαλούμενη έλλειψη φερεγγυότητας της πιο πάνω ασφαλιστικής εταιρείας. Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί ότι τα παραπάνω ισχύουν για όλους τους εκκαλούντες-κατηγορουμένους, ανεξαρτήτως του ότι για τους εξ αυτών Χ8, Χ9, Χ5, Χ6 και Χ7 ουδόλως προκύπτει ότι είχαν πλήρη και ουσιαστική συμμετοχή στη λήψη των προαναφερόμενων αποφάσεων του Δ.Σ. του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ για τη ρευστοποίηση των πιο πάνω αμοιβαίων κεφαλαίων. Κατόπιν αυτών στην παρούσα περίπτωση ως προς όλους τους εκκαλούντες -κατηγορουμένους δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκόμενου εγκλήματος της απιστίας. II ) Κατά τα αναφερόμενα στην από 19-6-2006 μηνυτήρια αναφορά του σωματείου με την επωνυμία "Σύλλογος Προσωπικού ALPHA ΒΑΝΚ" οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι Χ2, Χ1, Χ3, Χ4, Χ8, Χ9, Χ5, Χ6 και Χ7, με τις ανωτέρω ιδιότητές τους ως μελών του Δ.Σ. του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ, από κοινού ενεργώντας προξένησαν εν γνώσει τους ζημία στο ως άνω Ταμείο, ανερχόμενη στο ποσό των 1.500.000 ευρώ. Ειδικότερα, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι, ενώ είχαν την υποχρέωση να διαφυλάξουν την περιουσία του "ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ" και να εξασφαλίσουν την καταβολή των εισφορών των μελών σ' αυτό, να ελέγξουν το σύνολο των κάθε είδους αποδοχών των μελών του, επί των οποίων η εισφορά στο "ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ" ανέρχεται σε ποσοστό 4%, ιδίως μετά την εξαγορά και συγχώνευση των τραπεζών "ΚΡΗΤΗΣ", "ΕΡΓΑΣΙΑΣ" και "ΑΘΗΝΩΝ", στην τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "Eurobank", οπότε οι συσχετισμοί και οι αποδοχές των απασχολούμενων υπαλλήλων - μελών του "ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ" μεταβλήθηκαν, την 1-7-2004, έλαβαν την απόφαση ο έλεγχος αυτός να γίνεται δειγματοληπτικά στους υπαλλήλους της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Eurobank", εξυπηρετώντας τα συμφέροντα αυτής, της οποίας υπάλληλοι είναι οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ4, έτσι ώστε να παραλείψουν τον έλεγχο αυτό στον οποίο είχαν υποχρέωση να προβούν, ώστε να απολέσει εν γνώσει τους το "ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ", από τη μη είσπραξη των προσδοκώμενων διαφορών εισφορών των μελών, υπαλλήλων της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Eurobank", ποσό 1.500.000 ευρώ. Το ποσό αυτό προσδοκάται με βεβαιότητα ότι θα εισπράττετο από το "ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ", αν είχε διενεργηθεί ο έλεγχος των εισφορών, γιατί στο ποσό αυτό ανήλθε η εισπραχθείσα από το "ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ" διαφορά των εισφορών των μελών του, υπαλλήλων της τραπεζικής εταιρείας "Alpha Bank", μετά από συγχωνεύσεις, της οποίας τα μεγέθη, από πλευράς προσωπικού είναι ανάλογα με αυτά της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Eurobank". Πλην όμως από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα ουδόλως προέκυψε η βασιμότητα της πιο πάνω αποδιδόμενης στους εκκαλούντες - κατηγορουμένους αξιόποινης πράξης της απιστίας. Το καταστατικό του Ταμείου δεν περιέχει πρόβλεψη για τις διαδικασίες απόδοσης των εισφοροκρατήσεων εκ μέρους των Τραπεζών, εκτός βέβαια από τη γενική ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. α', το οποίο ορίζει ότι "το Δ.Σ. επιμελείται για την κανονική είσπραξη των πόρων του ταμείου". Πρέπει δε να σημειωθεί ότι βασικό πόρο εσόδων του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ αποτελούν οι εισφορές, τις οποίες καταβάλουν οι τράπεζες, ανάλογα με τον αριθμό των υπαλλήλων τους, που είναι μέλη του Ταμείου. Η σχετική υποχρέωση περιλαμβάνεται στο άρθρο 3 του καταστατικού του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ, στο οποίο απαριθμούνται οι εισφορές, τις οποίες καταβάλλουν οι τράπεζες στο Ταμείο. Ειδικότερα, οι Τράπεζες για κάθε εργαζόμενό τους, ο οποίος είναι και ασφαλισμένος στο Ταμείο, καταβάλλουν: 1) εισφορά σε ποσοστό 3% επί των κάθε φύσεως αποδοχών των ασφαλισμένων, η οποία και εισπράττεται με κρατήσεις από τις μισθολογικές καταστάσεις από καθεμία Τράπεζα, που είναι υποχρεωμένη να την καταθέσει στο Ταμείο μέσα στον ίδιο μισθολογικό μήνα και 2) εισφορά σε ποσοστό 4% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των ασφαλισμένων στο Ταμείο, καταβαλλόμενη από κάθε Τράπεζα στο Ταμείο μέσα στον ίδιο μήνα και με βάση την καταβαλλόμενη μισθοδοσία. Την 1-7-2004 ήταν ασφαλισμένοι στο ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ για τη χορήγηση μηνιαίου επικουρικού βοηθήματος : α) από το προσωπικό της Τράπεζας "ALPHA ΒΑΝΚ" μόνο οι προερχόμενοι από την τέως Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα, β) από το προσωπικό της Τράπεζας "EUROBANK EFG" μόνο οι προερχόμενοι από τις τέως Τράπεζες Αθηνών, Κρήτης και Εργασίας, γ) από το προσωπικό της Τράπεζας Πειραιώς μόνο οι προερχόμενοι από την τέως Τράπεζα Μακεδονίας-Θράκης, δ) όλοι οι υπάλληλοι της Τράπεζας Αττικής, ε) όλοι οι υπάλληλοι της "ΕΘΝΟΚΑΡΤΑ Α.Ε.", στ) από το προσωπικό της Εγνατίας Τράπεζας μόνο οι προερχόμενοι από την τέως Τράπεζα Κεντρικής Ελλάδος και ζ) από το προσωπικό της Εθνικής Τράπεζας μόνο οι προερχόμενοι από την τέως Ε.Τ.Ε.Β.Α. υπάλληλοι. Στα πλαίσια της πιο πάνω ρύθμισης, πριν από τις διαδικασίες συγχωνεύσεων και εξαγορών Τραπεζών, που έλαβαν χώρα από το έτος 1999 και μεταγενέστερα, ο έλεγχος της ορθής καταβολής των εισφορών από τις Τράπεζες ήταν πράγματι ευχερής. Τούτο δε διότι οι Τράπεζες με ασφαλισμένους στο ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ είχαν αυτοτελή (αυτόνομη) πορεία και το προσωπικό τους ήταν καθολικά ασφαλισμένο στο ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ. Έτσι, με μια απλή παραβολή των ποσών που είχε αποδώσει η καθεμία στο ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ τον προηγούμενο χρόνο και των συνολικών ποσών για τη μισθοδοσία του προσωπικού, που δηλώνονταν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. με την οριστική φορολογική δήλωση της Τράπεζας για το αντίστοιχο έτος, γινόταν ορθή διασταύρωση των στοιχείων και ως εκ τούτου πραγματικός έλεγχος και επαλήθευση τους. Πλην όμως οι συγχωνεύσεις και απορροφήσεις Τραπεζών, που έλαβαν χώρα από το έτος 1999 έως και το έτος 2002, δημιούργησαν αρκετά προβλήματα στις διαδικασίες ελέγχου της ορθής απόδοσης των εισφοροκρατήσεων. Τούτο δε γιατί οι οριστικές φορολογικές δηλώσεις των "νέων" Τραπεζών ήσαν πλέον ενιαίες, με αποτέλεσμα να είναι δυσχερής ο διαχωρισμός των αμοιβών που εμφανίζονταν στις οριστικές δηλώσεις. Πρέπει δε να τονιστεί ότι στις εν λόγω δηλώσεις εμφανίζονταν πλέον ενιαία τόσο το προσωπικό που υπαγόταν στην ασφάλιση του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ όσο και το προσωπικό που υπαγόταν σε άλλους ασφαλιστικούς φορείς. Μετά τις πιο πάνω εξελίξεις ήταν πλέον επιβεβλημένη η καθιέρωση νέων διαδικασιών ελέγχου σ' όλες τις Τράπεζες των οποίων το προσωπικό δεν υπαγόταν πλέον καθολικά στην επικουρική ασφάλιση του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ. Αρχικά επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί τρόπος διενέργειας ελέγχου των Τραπεζών μέσω του μηχανογραφικού συστήματος, να καλούνται δηλαδή οι ελεγχόμενες Τράπεζες να παρέχουν εφεξής στοιχεία για τις αποδοχές των ασφαλισμένων κάθε Τράπεζας (ως πρώην αυθύπαρκτης Τράπεζας υπαγόμενης ολικά στην επικουρική ασφάλιση του Ταμείου), οι οποίες αθροιζόμενες να συμφωνούν με τα σύνολα των αποδοχών, όπως αυτά εμφανίζονταν στις ετήσιες οριστικές δηλώσεις τους προς τη Δ.Ο.Υ. Σύντομα όμως αναδείχθηκε η αναποτελεσματικότητα του πιο πάνω τρόπου διενέργειας του ελέγχου αυτού, ενόψει μάλιστα και του ότι στην ουσία η διοίκηση του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ ανέθετε την επαλήθευση του ελέγχου στις ίδιες τις ελεγχόμενες Τράπεζες. Μετά τη διαπίστωση αυτή αναζητήθηκε από τη διοίκηση του Ταμείου νέος αποτελεσματικός τρόπος και κατάλληλες διαδικασίες ελέγχου, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι η διενέργεια καθολικού ελέγχου, δηλαδή ελέγχου στις βεβαιώσεις και των 9.500 περίπου ενεργών τότε ασφαλισμένων 5 διαφορετικών Τραπεζών, θα απαιτούσε πάρα πολύ χρόνο αλλά και σημαντικά έξοδα, λόγω και της έλλειψης του απαραίτητου προσωπικού. Έτσι, κατά την υπ' αριθ. 26/1-7-2004 συνεδρίαση του Δ.Σ. λήφθηκε "κατ' αρχήν απόφαση για καθιέρωση πλέον δειγματοληπτικού ελέγχου βάσει των χορηγουμένων υπό των Τραπεζών βεβαιώσεων αποδοχών για την υποβολή τους στη Δ.Ο.Υ. του κάθε ενεργού ασφαλισμένου και με βάση κατάσταση ενεργών ασφαλισμένων που θα κατάρτιζε η διοίκηση του Ταμείου". Μετά από περαιτέρω συζητήσεις τελικά κατά την υπ' αριθ. 33/30-11-2004 συνεδρίαση του Δ.Σ. λήφθηκε οριστική πλέον απόφαση για εφεξής διενέργεια του δειγματοληπτικού ελέγχου, με τους όρους που αναλυτικά περιγράφονται σ' αυτήν. Από την πιο πάνω απόφαση του Δ.Σ. της 30-11-2004 προκύπτει ότι ουδεμία μεροληπτική στάση επιδείχθηκε προς την Τράπεζα "EFG EUROBANK", η οποία αντιμετωπίστηκε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως και όλες οι λοιπές Τράπεζες που ενέπιπταν στην κατηγορία των Τραπεζών, οι οποίες είχαν προέλθει από απορροφήσεις και συγχωνεύσεις τραπεζών. Από τον ίδιο δε τον τίτλο της πιο πάνω απόφασης προκύπτει ότι οι ίδιοι ακριβώς όροι και οι ίδιες ακριβώς προδιαγραφές του ελέγχου θεσπίστηκαν και για όλες τις λοιπές Τράπεζες της ίδιας κατηγορίας (ALPHA ΒΑΝΚ, ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ και ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ). Σε εφαρμογή της πιο πάνω απόφασης του Δ.Σ. της 30-11-2004 καταρτίστηκαν, μετά από επιλογή, πίνακες ασφαλισμένων για τη διενέργεια δειγματοληπτικού ελέγχου των απορροφηθεισών από την Τράπεζα EUROBANK τέως Τραπεζών ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΡΗΤΗΣ και ΑΘΗΝΩΝ, που απεστάλησαν στην Τράπεζα με το υπ' αριθ. 16336/24-3-2005 έγγραφο του Ταμείου. Τελικά ο λογιστής του Ταμείου ... διενήργησε δειγματοληπτικό έλεγχο χωρίς να διαπιστωθούν διαφορές στην Τράπεζα "E.F.G. EUROBANK" των χρήσεων 1999 έως και 2004 κατά το χρονικό διάστημα από το Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο του 2006, οπότε διεκόπη από τη νέα διοίκηση του Ταμείου ο έλεγχος. Επιπλέον, το έτος 2006 η νέα διοίκηση του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ κατήργησε την απόφαση του Δ.Σ. της 30-11-2004 και επανέφερε σε ισχύ τον προηγούμενο τρόπο ελέγχου των κρατήσεων. Επίσης, με το υπ' αριθ. ... έγγραφο της Τράπεζας "E.F.G. EUROBANK" προς το ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ αναφέρεται ότι "όλα τα στοιχεία που ζητήθηκαν βρίσκονται στην υπηρεσία τους και είναι στη διάθεση του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ για έλεγχο και ότι είναι ανέφικτη η δημιουργία ειδικών μηχανογραφικών προγραμμάτων για την παροχή στοιχείων σύμφωνα με τον προηγούμενο τρόπο ελέγχου". Μετά ταύτα η νέα διοίκηση του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ ουδέποτε διενήργησε έλεγχο της ως άνω Τράπεζας, ούτε και με οποιοδήποτε τρόπο γνωστοποίησε οποιαδήποτε απαίτηση της προς αυτήν, ούτε βέβαια έχει εγερθεί αγωγή για διεκδίκηση οποιουδήποτε ποσού. Εξάλλου, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα ουδόλως προέκυψε ότι κατά το χρόνο λήψης των ως άνω αποφάσεων για δειγματοληπτικό έλεγχο, στις λοιπές Τράπεζες, πλην της EUROBANK, διενεργείτο καθολικός έλεγχος, όπως αναφέρεται στη σχετική κατηγορία. Όσοι έλεγχοι διενεργήθηκαν ήσαν είτε δειγματοληπτικοί, είτε με βάση τα στοιχεία που οι ίδιες οι ελεγχόμενες Τράπεζες παρείχαν, προκειμένου αυτές να ελεγχθούν από το Ταμείο, η ακρίβεια όμως αυτών ήταν αδύνατο να διασταυρωθεί. Η τελευταία φορά που διενεργήθηκε καθολικός έλεγχος στις Τράπεζες, των οποίων υπάλληλοι ήταν ασφαλισμένοι στο ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ, έγινε το έτος 1999 και αφορούσε τη χρήση του έτους 1998. Από τον έλεγχο αυτό, που ήταν αντικειμενικός και ασφαλής, διαπιστώθηκαν διαφορές στις οφειλόμενες εισφορές μόνο από την Ιονική Τράπεζα και μετέπειτα ALPHA ΒΑΝΚ. Όλοι οι μετέπειτα έλεγχοι που έγιναν, διεξήχθησαν είτε με τα στοιχεία που χορηγούσαν οι ίδιες οι Τράπεζες, είτε με δείγματα, χωρίς όμως να υπάρχει θεσπισμένος και οργανωμένος τρόπος ελέγχου από το Δ.Σ. του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ. Στους ελέγχους δε που έγιναν και αφορούσαν σε χρήσεις μέχρι και το έτος 2001, διαπιστώθηκαν εκ νέου οφειλές της ALPHA ΒΑΝΚ, ενώ για τις υπόλοιπες Τράπεζες και από τα στοιχεία που οι ίδιες χορήγησαν, δεν διαπιστώθηκαν οφειλές. Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί και ο κατά τα ως άνω εντελώς αόριστος και υποθετικός τρόπος προσδιορισμού της επικαλούμενης ζημίας της περιουσίας του Ταμείου ύψους 1.500.000 ευρώ κατ' αναλογίαν προς τα οικονομικά μεγέθη της ALPHA ΒΑΝΚ. Ακόμη, το ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ είχε ασκήσει κατά της "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" την από 25-9-2002 και με αριθμό καταθέσεως 7934/2002 αγωγή της με αντικείμενο την καταβολή εισφορών επί των αναφερομένων σ' αυτήν (αγωγή) μισθολογικών και άλλων παροχών (διάφορα επιδόματα, πριμ, bonus κλπ), που είχαν χορηγηθεί σε ασφαλισμένους στο Ταμείο υπαλλήλους της τέως Ιονικής Τράπεζας και για το χρονικό διάστημα από το έτος 1997 έως και το έτος 2001. Για τη διαφορά που είχε δημιουργηθεί με την άσκηση της πιο πάνω αγωγής, καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων το από 3-12-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό συναινετικής επίλυσης διαφοράς, με το οποίο οι πιο πάνω συμβαλλόμενοι συμφώνησαν να καταβάλει η Τράπεζα στο Ταμείο σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση κάθε απαιτήσεώς του από την εν λόγω αγωγή το ποσό των 1.150.360 ευρώ, εντόκως και σε ποσοστό 40% των οφειλομένων τόκων υπερημερίας. Επιπλέον, από το κείμενο του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού προκύπτει ότι οι αναφερόμενες διαφορές στην απόδοση των εισφοροκρατήσεων από την Τράπεζα ALPHA ΒΑΝΚ αφορούσαν συγκεκριμένα τις εξής παροχές: Αποζημίωση αδειών, βοήθημα γάμου, βρεφονηπιακό επίδομα, πριμ παραγωγικότητας, διάφορα επιδόματα ευθύνης, προσαύξηση επιδόματος ισολογισμού, πριμ TELLERS, επίδομα παιδιών ειδικών αναγκών, βοηθήματα γαλοπούλας και αρνιού, BONUS καταστημάτων και διάφορα άλλα επιδόματα. Τέτοια όμως επιδόματα και έξοδα δεν χορηγούνταν στην Τράπεζα EUROBANK και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατό να νοηθεί οποιοσδήποτε συνδυασμός και αναλογικός προσδιορισμός ζημίας μεταξύ των δύο αυτών τραπεζών (ALPHA ΒΑΝΚ και EUROBANK). Στο σημείο δε αυτό πρέπει να τονιστεί συμπληρωματικά ότι τα μέλη του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ, που ήσαν υπάλληλοι της EUROBANK, αμείβονταν με ενιαίο συμβατικό μισθό (χωρίς ανάλυση του σε βασικό μισθό και επιδόματα), ενώ τα μέλη του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ, που ήσαν υπάλληλοι της ALPHA ΒΑΝΚ, αμείβονταν με βάση το ενιαίο μισθολόγιο της Ο.Τ.Ο.Ε., που περιλάμβανε βασικό μισθό και πάρα πολλά επιδόματα, παροχές, bonus κλπ και έτσι υπήρχε μεγάλη διαφοροποίηση στις καταβαλλόμενες αποδοχές των υπαλλήλων της Τράπεζας αυτής. Επιπλέον, χαρακτηριστικό της αντικειμενικής αδυναμίας ελέγχου της απόδοσης των εισφορών από τις Τράπεζες, η οποία ( αδυναμία ) προέκυψε μετά τις συγχωνεύσεις αυτών από το έτος 1999 και μεταγενέστερα, αποτελεί η δικαστική εξέλιξη τη υπόθεσης κατά τα έτη 2008 και 2009. Συγκεκριμένα, το ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της "ΤΡΑΠΕΖΑΣ EFG EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" την από 28-3-2008 αίτησή του περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων (επίδειξη εγγράφων), με την οποία ζήτησε να του χορηγηθούν με δαπάνες του από την καθ' ης: 1) αντίγραφα των ετήσιων οριστικών φορολογικών δηλώσεων μισθωτών υπηρεσιών της καθ' ης Τράπεζας για τα έτη 1999 έως και 2007, 2) συγκεντρωτικές ετήσιες καταστάσεις για τα έτη 1999 έως και 2007 των αποδοχών των υπαλλήλων της καθ' ης που είναι μέλη του αιτούντος, στις οποίες να περιέχονται όλες εν γένει οι αποδοχές των εργαζομένων, τα πάσης φύσεως και ονομασίας bonus και όλα εν γένει τα επιδόματα που κατέβαλε σ' αυτούς, χωρίς να παραλείπεται από αυτές οποιαδήποτε παροχή, 3) τα εκκαθαριστικά σημειώματα από 1-1-1999 έως 31-12-2007, στα οποία να αναφέρονται αναλυτικά οι πάσης φύσεως αποδοχές των εργαζομένων που ασφαλίζονται στο αιτούν και οι επ' αυτών γενόμενες κρατήσεις, 4) αναλυτική βεβαίωση-κατάσταση ανά έτος από 1-1-1999 μέχρι 31-12-2007 στην οποία να προκύπτει το συνολικό ποσό που έχει χορηγήσει η τράπεζα στους ασφαλισμένους στο αιτούν υπό μορφή bonus και καρτών και οποιαδήποτε άλλη μορφή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ' αριθ. 115/2009 απόφαση του απέρριψε την ως άνω αίτηση, δεχόμενο, εκτός των άλλων, και τα εξής : α) τα υπό στοιχεία 2, 3 και 4 αιτούμενα έγγραφα δεν υπάρχουν ως συγκροτημένα έγγραφα αλλά πρέπει να συνταχθούν , ώστε να περιέχουν τα αιτούμενα στοιχεία και ως εκ τούτου δεν είναι επιτρεπτό κατά το νόμο να διαταχθεί η επίδειξη ή χορήγηση τους και β) τα υπό στοιχείο 1 αιτούμενα έγγραφα μέχρι και το έτος 2005 έχουν ήδη επιδειχθεί και ετέθησαν υπόψη του αιτούντος, τα δε υπό στοιχεία 2 και 3 αιτούμενα έγγραφα με το περιεχόμενο το οποίο όντως έχουν (και όχι με το περιεχόμενο που ζητείται να περιέχουν), έχουν ήδη παραδοθεί στο αιτούν. Έτσι, μετά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης, αναδεικνύεται κατά τον πλέον σαφή τρόπο η αναγκαιότητα θέσπισης άλλου τρόπου ελέγχου της απόδοσης των ασφαλιστικών εισφορών και προς την κατεύθυνση ακριβώς αυτή και για τη διασφάλιση των συμφερόντων και της περιουσίας του Ταμείου λήφθηκαν από τους εκκαλούντες - κατηγορουμένους οι πιο πάνω αποφάσεις της 1-7-2004 και 30-11-2004 για τη διενέργεια δειγματοληπτικού ελέγχου σε όλες τις Τράπεζες. Με τα δεδομένα αυτά είναι φανερό ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίσταται οποιαδήποτε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους των εκκαλούντων - κατηγορουμένων, ούτε εξάλλου έχει προκληθεί ή διαπιστωθεί ή διαγνωστεί καμία ζημία της περιουσίας του Ταμείου από την κατά τα ως άνω λήψη της απόφασης για δειγματοληπτικό έλεγχο των εισφοροκρατήσεων στις Τράπεζες και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκόμενου εγκλήματος της απιστίας. III) Κατά τα αναφερόμενα στην από 19-6-2006 μηνυτήρια αναφορά του σωματείου με την επωνυμία "Σύλλογος Προσωπικού ALPHA ΒΑΝΚ" οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι Χ2, Χ1, Χ3, Χ4, Χ8, Χ9, Χ5, Χ6 και Χ7, με τις ανωτέρω ιδιότητες του ως μελών του Δ.Σ. ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ, προξένησαν εν γνώσει τους ζημία στην περιουσία αυτού, ανερχόμενη συνολικά στο ποσό των 103.022 ευρώ. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι την 3-12-2004 αποφάσισαν με αδιαφανείς διαδικασίες την ανάθεση της εκπόνησης οκτώ (8) αναλογιστικών μελετών στην εταιρεία με την επωνυμία "PRUDENTIAL Ε.Π.Ε.", η οποία (εκπόνηση αναλογιστικών μελετών) κανένα σκοπό δεν εξυπηρετούσε, καθόσον ήδη είχαν εκπονηθεί οι απαραίτητες αναλογιστικές μελέτες από το έτος 2001 και 2002, ενώ η ως άνω εταιρεία ήταν ανεπαρκής να εκτελέσει το εν λόγω έργο. Με τον τρόπο αυτό, και προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των νομίμων εκπροσώπων της παραπάνω εταιρείας, κατά τα αναφερόμενα στην κατηγορία που απαγγέλθηκε στους κατηγορουμένους, προξένησαν στο "ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ", εν γνώσει τους ζημία ανερχόμενη στην πραγματική αξία του έργου, ύψους 103.022 ευρώ (87.000 ευρώ + ΦΠΑ 16.022 ευρώ), που μέχρι σήμερα έχει καταβληθεί σε εκτέλεση της ανωτέρω συμβάσεως, για τις προαναφερθείσες αναλογιστικές μελέτες, οι οποίες δεν ήταν αναγκαίες, ούτε και χρήσιμες, και οι οποίες σε κάθε περίπτωση δεν ολοκληρώθηκαν εμπρόθεσμα, καθόσον εντός του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2006 είχαν παραδοθεί μόνο τα εξώφυλλα των μελετών αυτών. Πλην όμως από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα ουδόλως προέκυψε η βασιμότητα της πιο πάνω αποδιδόμενης στους εκκαλούντες-κατηγορουμένους αξιόποινης πράξης της απιστίας. Τούτο δε διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υφίστανται τα απαιτούμενα για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος στοιχεία της υπέρβασης των κανόνων και ορίων της επιμελούς διαχείρισης κατά την άσκηση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας εκ μέρους των κατηγορουμένων καθώς και της επέλευσης βλάβης στην περιουσία του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ. Η απόφαση για τη διενέργεια των οκτώ (8) αναλογιστικών μελετών λήφθηκε ύστερα από τρεις συνεδριάσεις του Δ.Σ. του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ, που έλαβαν χώρα την 6-5-2004, 15-7-2004 και 30-11-2004. Στις δύο πρώτες συζητήθηκε το θέμα της αναγκαιότητας διενέργειας αναλογιστικών μελετών, στη δε τρίτη λήφθηκε η οριστική απόφαση. Περαιτέρω, οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι, με τις ανωτέρω ιδιότητες του ως μελών του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ, αφού με το υπ' αριθ. πρωτ. 15269/10-11-2004 έγγραφο είχαν αποστείλει επιστολές εκδήλωσης ενδιαφέροντος στις εταιρείες "PRUDENTIAL Ε.Π.Ε.", "ΟΝΕ ΤΟ ΟΝΕ" και "REACT", κατά τη συνεδρίαση της 3-12-2004 αποφάσισαν την ανάθεση της εκπόνησης του συνόλου των αναλογιστικών μελετών στην εταιρεία "PRUDENTIAL Ε.Π.Ε.". Ειδικότερα, στην εταιρεία αυτή ανατέθηκαν οκτώ (8) αναλογιστικές μελέτες για τα εξής θέματα: Α) Τον προσδιορισμό των οικονομικών επιβαρύνσεων που προέκυψαν εξαιτίας των προγραμμάτων εθελουσίας ή πρόωρης εξόδου από τις τράπεζες. Β) Τον προσδιορισμό των απολεσθέντων οικονομικών πόρων λόγο) της μη εγγραφής του προσωπικού που απορροφήθηκε από τις τράπεζες - μέλη και των μεταγενέστερων προσλήψεων. Γ) Την κατάρτιση ατομικών μερίδων ασφαλισμένων. Δ) Τον προσδιορισμό των οικονομικών επιπτώσεων ( θετικών ή αρνητικών ) από την εφαρμογή των κανόνων διαδοχικής ασφάλισης. Ε) Τον προσδιορισμό των χρηματορροών και το χρονικό σημείο μηδενισμού των αποθεματικών του Ταμείου (με διαφορετικά σενάρια και παραδοχές). ΣΤ) Τον υπολογισμό κατ' άτομο των εισφορών που θα κατέβαλαν, εάν κατά τον ίδιο χρόνο ασφάλισης τους είχαν ασφαλιστεί στο ΙΚΑ-ΤΕΑΜ. Ζ) Για την εκπόνηση νέας συνταξιοδοτικής κλίμακας (με 10 εναλλακτικά σενάρια) και Η) Επικαιροποιημένη αναλογιστική μελέτη βιωσιμότητας και υποβολή προτάσεων για λήψη μέτρων, που να διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του Ταμείου. Από την κατά τα ως άνω παράθεση του αντικειμένου και των θεμάτων των αναλογιστικών μελετών γίνεται φανερή η ανάγκη εκπονήσεως αυτών, η οποία ανέκυψε αφενός μεν μετά την έκδοση σχετικών δικαστικών αποφάσεων και αφετέρου μετά τις σημαντικές εξελίξεις τον τομέα των ασφαλιστικών ταμείων και ειδικότερα στο χώρο των τραπεζοϋπαλλήλων. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η δεύτερη μελέτη εκπονήθηκε για να χρησιμοποιηθεί σε αγωγές του Ταμείου κατά Τραπεζών, ενώ η τρίτη σε συμμόρφωση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 17 του Ν. 3029/2002. Εξάλλου, η ως άνω απόφαση για την εκπόνηση των οκτώ (8) αναλογιστικών μελετών δεν ήταν αντίθετη με τη διάταξη του άρθρου 9 του Καταστατικού του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ, η οποία ορίζει ότι το Ταμείο δύναται να προβαίνει στη σύνταξη αναλογιστικής μελέτης για την πορεία του Ταμείου μία φορά κάθε δεκαετία και μόνο εάν υφίσταται σοβαρή ανάγκη να προβαίνει σε αναλογιστικές μελέτες προ της παρέλευσης της δεκαετίας. Τούτο δε διότι από την πιο πάνω διάταξη του Καταστατικού προβλέπεται η δυνατότητα σύνταξης αναλογιστικής μελέτης μία φορά κάθε δεκαετία, χωρίς να απαγορεύεται η εκπόνηση και άλλων σχετικών μελετών πριν την πάροδο της δεκαετίας, όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι. Τέτοιοι δε σοβαροί λόγοι είναι σαφές ότι συνέτρεχαν στην προκειμένη περίπτωση μετά την επέλευση σημαντικών ανακατατάξεων στις Τράπεζες, των οποίων υπάλληλοι αποτελούσαν μέλη του Ταμείου, καθώς και θεαματικών αλλαγών στο χώρο των ασφαλιστικών ταμείων και την επικείμενη ρύθμιση με νόμους των σχετικών θεμάτων. Πρέπει δε να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι δεν ασκεί καμία επιρροή στην ως άνω κρίση για την αναγκαιότητα των αναλογιστικών μελετών το γεγονός ότι απ' αυτές (τις έξι τελικά που εκπονήθηκαν) χρησιμοποιήθηκε μόνο η μία. Τούτο δε διότι η χρησιμοποίηση αναλογιστικών μελετών από το Δ.Σ. του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το γεγονός ότι το Δ.Σ. είναι ένα αιρετό όργανο διοίκησης του Ταμείου, που εκλέγεται κάθε τριετία από τη γενική συνέλευση των μελών του τελευταίου. Επίσης, οι πιο πάνω συνταχθείσες τελικά μελέτες παραδόθηκαν στο Ταμείο μέσα στα χρονικά όρια που προέβλεπε η προσφορά, έχουν εκταμιευτεί δε γι' αυτές συνολικά 87.000 ευρώ, ενώ εκκρεμεί ακόμη η οριστική εκκαθάριση της σύμβασης. Επιπλέον, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα ουδόλως προέκυψε ότι υπήρξαν παρατυπίες στη διαδικασία για την ανάθεση των ως άνω αναλογιστικών μελετών. Κατά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της 30-11-2004 αποσφραγίστηκαν ενώπιον των μελών αυτού και κατατέθηκαν στα πρακτικά η από 17-11-2004 προσφορά της εταιρείας "PRUDENTIAL Ε.Π.Ε.", η από 18-11-2004 προσφορά της εταιρείας "REACT" και η από 18-11-2004 προσφορά της εταιρείας "ΟΝΕ ΤΟ ΟΝΕ". Το γεγονός δε ότι οι κλειστές προσφορές πρωτοκολλήθηκαν μεταγενέστερα σε καμία περίπτωση δεν δημιουργεί κανένα ζήτημα ως προς την εγκυρότητα της έγκαιρης παραλαβής και αξιολόγησης των προσφορών από το Διοικητικό Συμβούλιο. Εξάλλου, η εταιρεία "PRUDENTIAL Ε.Π.Ε." συνεργαζόταν με το ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ από το έτος 1993, είναι δε μία από τις πλέον αξιόπιστες εταιρείες στον τομέα της, με πλήθος συνεργασιών της σε μελέτες της Γ.Σ.Ε.Ε. και Ο.Τ.Ο.Ε. και πολλών ασφαλιστικών ταμείων, μάλιστα δε συμμετείχε με σημαντικό ρόλο στην εκπόνηση μελέτης για το σύνολο του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας. Τα παραπάνω ενισχύονται και απο την απο 13-6-2008 έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης του ειδικού πραγματογνώμονα ..., που διορίστηκε από την Ανακρίτρια του 18ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών. Στην εν λόγω έκθεση αναφέρεται ότι κατά τη διαδικασία ανάθεσης της εκπόνησης σειράς αναλογιστικών μελετών σε τρίτους το ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ προέβη σε διαγωνισμό δια περιφοράς, του οποίου διαγωνισμού μειοδότης ήταν η εταιρεία "PRUDENTIAL Ε.Π.Ε." με συνολική τιμή προσφοράς 145.000 ευρώ. Μέχρι σήμερα το συνολικό ποσό που έχει εκταμιευθεί από το ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ για την πληρωμή του εν λόγω έργου ανέρχεται σε 87.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 16.022 ευρώ. Το υπόλοιπο οφείλεται μέχρι σήμερα, αν και έχουν παραδοθεί όλες οι αναλογιστικές μελέτες. Κατόπιν αυτών στην παρούσα περίπτωση δεν συντρέχουν τα κατά τα ως άνω ουσιώδη στοιχεία του εγκλήματος της απιστίας και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει λόγος για διάπραξη αυτού εκ μέρους των κατηγορουμένων".
Με αυτά που δέχθηκε, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, και τους συλλογισμούς με τους οποίους έκρινε ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο για την πράξη της κακουργηματικής απιστίας κατ` εξακολούθηση, για την οποία ασκήθηκε κατ' αυτών ποινική δίωξη και ειδικών κατά τα ανωτέρω υπο Ι,
ΙΙ και
ΙΙΙ εκτιθέμενα (στα οποία αφορά και η αίτηση αναιρέσεως), ενώ ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα: Α) Ως προς την πράξη της ρευστοποίησης των αμοιβαίων κεφαλαίων: Η μερικότερη αιτίαση ότι δεν προσδιορίζεται από ποια στοιχεία κατέληξε το Συμβούλιο στο συμπέρασμα ότι οι ως άνω επενδύσεις ήταν ζημιογόνες, ποιες ήταν οι απώλειες και σε τι ποσά ανέρχονταν, ενώ δε γίνεται δεκτό ότι η απόφαση της ρευστοποίησης ήταν επωφελής καθόσον ματαιώθηκε περαιτέρω ζημία από τη μείωση της περιουσίας του Ταμείου, δεν επισημαίνεται ποια ήταν η ωφέλεια και ποια η ζημία που ματαιώθηκε, είναι αβάσιμη, αφού αιτιολογείται πλήρως γιατί η απόφαση να ρευστοποιηθούν τα αμοιβαία κεφάλαια ήταν επωφελής για το Ταμείο και γιατί, με τον τρόπο αυτό, ματαιώθηκε η περαιτέρω ζημία από τη μείωση της περιουσίας αυτού, καθώς και η αβασιμότητα του ισχυρισμού του πολιτικώς ενάγοντος σωματείου ότι από την εν λόγω ρευστοποίηση επήλθε ζημία ύψους 5.603.088,40 ευρώ, εφόσον η ζημία αυτή προέρχεται από πλασματικές εγγραφές στα βιβλία του Ταμείου και, ως εκ τούτου, είναι "λογιστική", όπως αναλυτικά εκτίθεται ανωτέρω. Τονίζεται δε ότι η απόφαση για την εν λόγω ρευστοποίηση εντάσσεται στα πλαίσια της αλλαγής του επενδυτικού προσανατολισμού του Ταμείου και τη στροφή του σε πιο συντηρητικές επιλογές, που εξασφάλιζαν σταθερή απόδοση, στην ουσία δε η απόφαση αυτή λήφθηκε με σκοπό τα διόρθωση μιας εσφαλμένης πρακτικής των προηγουμένων διοικήσεων, την εξυγίανση του χαρτοφυλακίου του Ταμείου και την πραγματική διασφάλιση των συμφερόντων και της περιουσίας αυτού. Για την κρίση αυτή, το Συμβούλιο στηρίχθηκε και στην έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, ενώ, με αιτιολογημένη σκέψη, αποκρούει τις εκθέσεις του ορκωτού λογιστή ελεγκτή ..., του οικονομολόγου ..., καθώς και τις καταθέσεις των μαρτύρων .... Η αιτίαση ότι γίνεται αναφορά στην εξέλιξη των χρηματιστηριακών πραγμάτων του έτους 2008 και τη συνεχή πτώση των τιμών των μετοχών και συνδέεται το γεγονός αυτό με τις ενέργειες των κατηγορουμένων τρία χρόνια νωρίτερα, με το συλλογισμό ότι εάν δεν είχε γίνει ρευστοποίηση η ζημία θα ήταν μεγαλύτερη, είναι αβάσιμη, γιατί, πέραν του ότι η εν λόγω εξέλιξη αναφέρεται στην από 12.6.2008 λογιστική πραγματογνωμοσύνη, για να κριθεί αν, από την ένδικη ρευστοποίηση, επήλθε ή όχι ζημία στην περιουσία του Ταμείου, ορθά το Συμβούλιο περιέλαβε σκέψη για την πορεία των χρηματιστηριακών πραγμάτων μετά το χρόνο που έγινε η ρευστοποίηση, η οποία, κατά τις παραδοχές του, ήταν φθίνουσα, με λογική συνέπεια η ζημία, αν δεν είχε γίνει η ρευστοποίηση, να ήταν πλέον αυξημένη. Ακόμη, από την παραδοχή ότι "ως τιμή κτήσης των αμοιβαίων κεφαλαίων θα ληφθεί εκείνη της αρχικής αγοράς αυτών από το Ταμείο κατά το έτος 1994 και όχι εκείνη που είχαν αυτά κατά το έτος 1999, οπότε πωλήθηκαν και επαναγοράσθηκαν αυθημερόν (εγγράφοντας λογιστικά και μόνο κέρδη και διογκώνοντας πλασματικά την αξία τους)" δεν δημιουργείται καμιά αντίφαση, αφού δεν προκύπτει ότι το Συμβούλιο δέχθηκε ότι οι επενδύσεις ήταν από το έτος 1994 ζημιογόνες, ενώ η πώληση και η αγορά των αμοιβαίων αυτών κεφαλαίων το 1999 ήταν επωφελής για το Ταμείο και η σχετική μερικότερη αιτίαση είναι αβάσιμη. Τέλος, η αιτίαση ότι το Συμβούλιο, ενώ δέχεται ότι από τη ρευστοποίηση της 18.11.2005 καταγράφηκαν ζημιές και στα βιβλία ύψους 7.104.287,51 ευρώ, καταλήγει ότι η πράξη αυτή ήταν απολύτως επωφελής οικονομικά, γιατί εξαφανίσθηκαν επενδύσεις με αρνητικές αποδόσεις και ότι οι εγγραφές στα βιβλία ήσαν "πλασματικές" και η ζημία που εμφανίζεται "λογιστική" είναι αβάσιμη, αφού το Συμβούλιο δέχθηκε, όπως αναφέρθηκε, βασιζόμενο στην ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ότι "η απόφαση της απομάκρυνσης από την εν λόγω αρνητικών αποδόσεων επένδυση ήταν αρίστη και ωφέλησε το ταμείο, διότι από την εγγραφή στα αντίστοιχα αμοιβαία κεφάλαια το έτος 1999 έως και την 18-11-2005 όπου ρευστοποιήθηκαν, είχαν συνεχώς αρνητικές αποδόσεις, οι οποίες στο σύνολό τους ανέρχονται στο ποσό των 7.104.287,51 ευρώ", ότι, δηλαδή, η ως άνω ζημία είχε συσσωρευθεί από το 1999 μέχρι τις 18.11.2005 που έγινε η ρευστοποίηση, η οποία, επομένως, έθετε τέρμα στην περαιτέρω ζημία. Β) Ως προς την πράξη της απόφασης για δειγματοληπτικό έλεγχο των αποδοχών των απασχολουμένων υπαλλήλων: Η μερικότερη αιτίαση ότι το Συμβούλιο, με αντιφατικές αιτιολογίες, αποφάνθηκε να μη γίνει κατά των κατηγορουμένων κατηγορία για την απιστία που φέρεται ότι έγινε την 1.7.2004 και συγκεκριμένα ότι, ενώ δέχεται ότι με την από 1.7.2004 απόφαση του ΔΣ θεσπίστηκε δειγματοληπτικός έλεγχος και η απόφαση αφορούσε όλες τις Τράπεζες και ότι, στην ουσία, η απόφαση αυτή αφορούσε την EUROBANK, γιατί σε όλες τις άλλες Τράπεζες το Ταμείο ασκούσε καθολικό έλεγχο, στη συνέχεια δέχεται ότι δεν ήταν δυνατός ο καθολικός έλεγχος σε όλες τις Τράπεζες και γι` αυτό αποφασίσθηκε δειγματοληπτικός κατ` αντίφαση με την αμέσως επόμενη παραδοχή ότι σε ελέγχους που έγιναν το 2006 διαπιστώθηκαν οφειλές της ALPHA BANK, ενώ για τις υπόλοιπες δεν διαπιστώθηκαν οφειλές, είναι αβάσιμη. Διότι το Συμβούλιο δεν περιέπεσε σε καμιά αντίφαση, αφού, αρχίζοντας το σκεπτικό του για κάθε μερικότερη πράξη με όσα το πολιτικώς ενάγον εκθέτει στη μηνυτήρια αναφορά του, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι "κατά την υπ' αριθ. 26/1-7-2004 συνεδρίαση του Δ.Σ. λήφθηκε κατ' αρχήν απόφαση για καθιέρωση πλέον δειγματοληπτικού ελέγχου βάσει των χορηγουμένων υπό των Τραπεζών βεβαιώσεων αποδοχών για την υποβολή τους στη Δ.Ο.Υ. του κάθε ενεργού ασφαλισμένου και με βάση κατάσταση ενεργών ασφαλισμένων που θα κατάρτιζε η διοίκηση του Ταμείου, μετά δε από περαιτέρω συζητήσεις τελικά κατά την υπ' αριθ. 33/30-11-2004 συνεδρίαση του Δ.Σ. λήφθηκε οριστική πλέον απόφαση για εφεξής διενέργεια του δειγματοληπτικού ελέγχου, με τους όρους που αναλυτικά περιγράφονται σ' αυτήν. Από την πιο πάνω απόφαση του Δ.Σ. της 30-11-2004 προκύπτει ότι ουδεμία μεροληπτική στάση επιδείχθηκε προς την Τράπεζα "EFG EUROBANK", η οποία αντιμετωπίστηκε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως και όλες οι λοιπές Τράπεζες που ενέπιπταν στην κατηγορία των Τραπεζών, οι οποίες είχαν προέλθει από απορροφήσεις και συγχωνεύσεις τραπεζών. Από τον ίδιο δε τον τίτλο της πιο πάνω απόφασης προκύπτει ότι οι ίδιοι ακριβώς όροι και οι ίδιες ακριβώς προδιαγραφές του ελέγχου θεσπίστηκαν και για όλες τις λοιπές Τράπεζες της ίδιας κατηγορίας (ALPHA ΒΑΝΚ, ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ και ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ)". Σε κανένα δε σημείο των παραδοχών του, το Συμβούλιο δεν αναφέρεται σε ελέγχους που έγιναν κατά το έτος 2006, αφού αναφέρει, στο σχετικό σημείο, επί λέξει, ότι: "Στους ελέγχους δε που έγιναν και αφορούσαν σε χρήσεις μέχρι και το έτος 2001 (και, επομένως, όχι το 2006 που αναφέρεται στην αίτηση), διαπιστώθηκαν εκ νέου οφειλές της ALPHA ΒΑΝΚ, ενώ για τις υπόλοιπες Τράπεζες και από τα στοιχεία που οι ίδιες χορήγησαν, δεν διαπιστώθηκαν οφειλές". Και Γ) ως προς την πράξη της αναθέσεως της εκπονήσεως αναλογιστικών μελετών: Η αιτίαση, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα, ως προς τη μερικότερη πράξη της απιστίας που φέρεται ότι τελέστηκε κατά το χρονικό διάστημα από 15.5.2004 μέχρι 3.12.2004, δεν περιλαμβάνει καμιά σκέψη γιατί δεν χρησιμοποιήθηκαν οι αναλογιστικές μελέτες, αφού δέχεται ότι ήταν αναγκαίες, είναι αβάσιμη, γιατί το Συμβούλιο, και ως προς το ζήτημα αυτό, αιτιολογεί την κρίση του, αναφέροντας ότι "δεν ασκεί καμία επιρροή στην ως άνω κρίση για την αναγκαιότητα των αναλογιστικών μελετών το γεγονός ότι απ' αυτές (τις έξι τελικά που εκπονήθηκαν) χρησιμοποιήθηκε μόνο η μία. Τούτο δε διότι η χρησιμοποίηση αναλογιστικών μελετών από το Δ.Σ. του ΤΑΠΙΛΤ-ΑΤ εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το γεγονός ότι το Δ.Σ. είναι ένα αιρετό όργανο διοίκησης του Ταμείου, που εκλέγεται κάθε τριετία από τη γενική συνέλευση των μελών του τελευταίου". Στη συνέχεια, αναφέρει ότι οι συνταχθείσες μελέτες παραδόθηκαν στο Ταμείο μέσα στα χρονικά όρια που προέβλεπε η προσφορά, ενώ δεν προέκυψε ότι υπήρξαν παρατυπίες στη διαδικασία (την οποία και εκθέτει) για την ανάθεσή τους, ενώ η εταιρία "PRUDENTIAL ΕΠΕ" συνεργαζόταν με το Ταμείο από το έτος 1993 και είναι μία από τις πλέον αξιόπιστες εταιρίες στον τομέα της.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. 37/20 Ιουλίου 2009 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση του υπ` αριθ. 1058/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Φεβρουαρίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαϊου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή