Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Βούλευμα απαλλακτικό.
Περίληψη:
Κακουργηματική Απάτη. Αναίρεση Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά του απαλλακτικού βουλεύματος, με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Αναιρείται για έλλειψη αιτιολογίας, λόγω των ασαφειών και αντιφάσεων του αιτιολογικού. Αναιρεί και παραπέμπει στο ίδιο Συμβούλιο.
ΑΡΙΘΜΟΣ 750/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 265/2008 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Με κατηγορούμενο τον Χ, κάτοικο ...... . Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ...... .
Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 52/5-11-2008 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1755/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ζύγουρας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή με αριθμό 5/13.1.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ι. Εισάγω στο Δικαστήριό σας (σε Συμβούλιο), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 ΚΠΔ, προς συζήτηση και έκδοση αποφάσεως την 52/5-11-2008 αίτησή μου, με την οποία ζητώ να αναιρεθεί το 265/6-10-2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και μόνον όσον αφορά την διάταξή του με την οποία κρίθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ......, για την πράξη της κακουργηματικής απάτης που φέρεται να τέλεσε στον Πειραιά κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-1997 μέχρι 23-7-1997 σε βάρος του Ψ, κατοίκου ...... .
ΙΙ. Για την βασιμότητα των λόγων για τους οποίους ασκήθηκε αναίρεση, αναφέρομαι εξ ολοκλήρου στο περιεχόμενο της 52/5-11-2008 έκθεσης αναιρέσεως.
Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω Ι. Να γίνει δεκτή η αίτησή μου.
ΙΙ. Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο 265/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά και μόνον ως προς την ως άνω απαλλακτική διάταξή του και
ΙΙΙ. Να παραπεμφθεί η υπόθεση για εκδίκαση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, που θα το αποτελέσουν άλλοι δικαστές, από εκείνους που το εξέδοσαν.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Βασίλειος Μαρκής
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 483 παρ. 3 του Κ.Π.Δ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 479, το δεύτερο εδάφιο της οποίας εφαρμόζεται και σε αυτή την περίπτωση, δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την έκδοσή του (άρθρο 306), για τους αναφερόμενους στο άρθρο 484 του ίδιου Κώδικα, οριζόμενους λόγους, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούναι: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη εξ' υπαρχής την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε, συντρεχόντων και των λοιπών όρων, θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά την παρ. 3 εδ. α' του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, έλλειψη της επιβαλλομένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως του απαλλακτικού βουλεύματος, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε την ανυπαρξία αποχρωσών ενδείξεων για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, για το οποίο ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε για τη συνδρομή των περιστατικών αυτών και τέλος οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ή αποχρώσες ενδείξεις για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης, που προβλέπεται και τιμωρείται από την ουσιαστική ποινική διάταξη, στην οποία αυτά υπήχθησαν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συνιστά λόγο αναίρεσης του βουλεύματος η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο προσδίδει στην ουσιαστική ποινική διάταξη, έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας συντρέχει, όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει αυτή, δεν υπάγει στην αληθινή έννοια της, τα προκύψαντα από την ανάκριση και δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά, αλλά τα υπάγει σε άλλη διάταξη νόμου, που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο βούλευμα εμφιλοχώρησαν, κατά την έκθεση και ανάπτυξη των πραγματικών περιστατικών, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με το υπ' αριθμό 1209/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς, αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των: 1) Χ και 2) Α, για την πράξη της απάτης κατ' επάγγελμα και από την οποία το επιδιωχθέν όφελος καθώς και η προξενηθείσα ή απειληθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, πράξη που φέρεται ότι τέλεσαν στον Πειραιά κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-1997 έως 23-7-1997. Κατά του ως άνω βουλεύματος ασκήθηκε από μέρους του πολιτικώς ενάγοντος, έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, το οποίο αφού απέρριψε την έφεση του πολιτικώς ενάγοντος, ως ουσιαστικά αβάσιμη, επικύρωσε το προσβαλλόμενο με την έφεση βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Κατά του ως άνω βουλεύματος, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, με την οποία ζητεί την αναίρεση του ως άνω βουλεύματος, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των οικείων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, και μόνο κατά το μέρος που αποφάνθηκε αυτό, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου Χ, για την πράξη της κακουργηματικής απάτης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση, αλλά και με δική του σκέψη για ένα επί μέρους ζήτημα, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τη χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα, τα υπομνήματα και τις απολογίες των κατηγορουμένων, δέχθηκε, ότι προέκυψαν κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Κατά των Χ και Α απαγγέλθηκε η κατηγορία ότι από κοινού στον ...... κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-1997 παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στον εγκαλούντα Ψ ότι Α/Γ πλοία α) ......, με σημαία Μάλτας και αριθμό νηολογίου Βαλέτας ..., και ......, με σημαία Κύπρου και αριθμό νηολογίου Λεμεσού ..., που ανήκαν στις εταιρείες πλειοψηφικού ελέγχου του Χ "Diana Navigation Ltd" και "Gigan Shipping Co Ltd" και διαχειρίζοντο από την εταιρεία πλειοψηφικού ελέγχου του ίδιου "Fortuna Overseas Shipping S.A.", ήταν σε άριστη κατάσταση, ότι αμφότεροι μπορούσαν να αποφέρουν στην κατάσταση που ευρίσκοντο έσοδα περίπου 900.000 δολλαρίων ΗΠΑ ανά δίμηνο, ότι σε περίπτωση που ο εγκαλών θα τα αγόραζε θα του παρείχε δικαίωμα είσπραξης του συνολικού ποσού των 983.000 δολλαρίων ΗΠΑ που αντιστοιχούσε στους ναύλους τους μέχρι την λήξη των ταξιδιών τους (δεδομένου ότι ήταν ήδη φορτωμένα και ναυλωμένα για ταξίδια από λιμένες της ...... σε λιμένες της ...... και της ...... αντίστοιχα), ότι οι δόσεις των ασφαλίστρων τους είχαν αποπληρωθεί και ότι σύντομα θα αποπληρώνοντο και οι λοιπές οφειλές τους σε τρίτους (πληρώματα, προμηθευτές κ.ά.) μέχρι το τέλος των άνω ταξιδιών τους, οι οποίες οφειλές αφορούσαν διάστημα μικρότερο των δύο μηνών και δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλες. Όμως οι άνω αληθείς, καθόσον τα άνω πλοία, που πωλούσαν ως ομάδα περιουσίας ή επιχείρησης μέχρι το τέλος των ταξιδιών τους (στις 30-10-97 στην ..... το ...... και στις 12-9-97 στην ...... το ......), δεν ήταν σε άριστη κατάσταση, αφού απαιτήθηκε να καταβάλει ο εγκαλών στη συνέχεια για επισκευές της μηχανής του δευτέρου 208.407,39 γερμανικά μάρκα, ήδη από τα μέσα Ιουλίου 1997 είχαν εισπράξει μέσω της διαχειρίστριας εταιρείας τους ναύλους τους μέχρι την λήψη των ταξιδιών τους ποσών 391.000 και 592.000 δολλαρίων ΗΠΑ αντίστοιχα, ενώ ωφείλετο ακόμη η πληρωμή α) μισθών των πληρωμάτων τους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των οκτώ μηνών, συνολικού ποσού 412.366,43 δολλαρίων ΗΠΑ β) εξόδων επαναπατρισμού μελών των πληρωμάτων τους συνολικού ποσού 57.156,19 δολλαρίων ΗΠΑ γ) δόσεων ασφαλίστρων τους συνολικού ποσού 439.129,86 δολλαρίων ΗΠΑ και δ) λοιπών οφειλών τους σε τρίτους (μηχανουργεία, προμηθευτές ανταλλακτικών, εφοδίων, καυσίμων, πράκτορες, δικηγόρους κ.ά.) συνολικού ποσού 88.001,54 δολλαρίων ΗΠΑ, γεγονότα που κατά το ίδιο άνω διάστημα αθέμιτα απέκρυψαν από τον εγκαλούντα. Με τις άνω ψευδείς παραστάσεις και αθέμιτες αποκρύψεις αληθών γεγονότων, του δευτέρου των κατηγορουμένων εμφανιζομένου ως εγγυητή των όσων υπήσχετο ο πρώτος κατηγορούμενος, επιδίωκαν να παρουσιάσουν στον εγκαλούντα την αγορά των άνω πλοίων ως ιδιαίτερα συμφέρουσα γι' αυτόν και έτσι πέτυχαν να τον παρασύρουν και στις 23-7-1997 να αγοράσει τα άνω πλοία, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος και στο όνομα των εταιρειών Marianna Navigation Ltd και Artibel Shipping Co Ltd αντίστοιχα που συνέστησε προς τούτο, αντί τιμήματος 700.000 ΚΑΙ 1.800.000 δολλαρίων ΗΠΑ αντίστοιχα, το οποίο και αυθημερόν κατέβαλε ως εξής: α) 2.075.000 δολλάρια ΗΠΑ σε περίπτωση δανειακού λογαριασμού των άνω πωλητριών εταιρειών στην τράπεζα Βank of Scotland με παράλληλη χρέωση δανειακού λογαριασμού των άνω αγοραστριών εταιρειών στην ίδια Τράπεζα β) 320.000 δολλάρια ΗΠΑ με συμψηφισμό αντίστοιχα ποσού που οι άνω πωλήτριες εταιρείες όφειλαν στις άνω αγοράστριες εταιρίες (για λιμενικά έξοδα και τέλη των πλοίων πριν την μεταβίβαση τους, μετρητά που τους είχε χορηγήσει κ.ά.) Έτσι με την προαναφερθείσα παράνομη συμπεριφορά τους ζημίωσαν τον εγκαλούντα και τις αγοράστριες εταιρείες του, που εκ του νόμου αναδέχθηκαν σωρευτικά και τα μέχρι την μεταβίβαση των πλοίων χρέη τους κατά το συνολικό ποσό των 1.622.283, 17ευρώ(391.000+592.000+412.366,43+57.136,14+439.12986+88.001,54=1.979.633,8 7 δολλάρια ΗΠΑ ή 552.792.990 δραχμές) και των 208.407,39 γερμανικών μάρκων ή 96.806,83 ευρώ, με αντίστοιχο όφελος των πωλητριών εταιρειών. Από τις πράξεις δε αυτές προκύπτει ότι μετέρχονται κατ' επάγγελμα απάτες αφού από την υποδομή που έχουν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης τους, ήτοι χρήση οργανωμένου σχεδίου δράσης και οργάνωσης έχοντας στη διάθεση τους ως εφοπλιστές όλη την υλικοτεχνική υποδομή που είχαν οι άνω εταιρείες τους, με σκοπό να εκδοθεί δι' αυτών η παράνομη επιχειρηματική τους δραστηριότητα, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος.
Από το σύνολο του συγκομισθέντος ανακριτικού υλικού την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα της μεταθέσεις των μαρτύρων τα έγγραφα, τα υπομνήματα και τις απολογίες των κατηγορουμένων προέκυψαν τα ακόλουθα. Σύμφωνα με τον αριθμό ...... πωλητήριο η εδρεύουσα στη ..... εταιρεία Gigan Shipping co Limited, πλειοψηφικού ελέγχου Χ, πώλησε στην εδρεύουσα επίσης στη ...... εταιρία Artibell Shipping Company Limited, συμφερόντων Ψ, αντί 1.800.000 δολλαρίων ΗΠΑ, το πλοίο ......, ελεύθερο από επιβαρύνσεις, υποθήκες εμπράγματα προνόμια ή οποιαδήποτε άλλα χρέη. Σύμφωνα με το με αριθμ. ...... πωλητήριο η εδρεύουσα στη ...... εταιρεία Daiana Navigation Limited, πλειοψηφικού ελέγχου Χ, πώλησε στην εδρεύουσα επίσης στην ...... εταιρεία Marianna Navigation Limited, συμφερόντων Ψ αντί 700.000 δολλαρίων ΗΠΑ, το πλοίο ......, ελεύθερο από επιβαρύνσεις, υποθήκες, εμπράγματα προνόμια ή οποιαδήποτε άλλα χρέη. Σύμφωνα με προϋπογραφέντα στις 9/6/1997 μνημόνια συμφωνίας για την αγορά του πλοίου ...... είχαν ήδη καταβληθεί προκαταβολή 300.000 δολλαρίων ΗΠΑ και για την αγορά του πλοίου ...... . Είχε ήδη καταβληθεί προκαταβολή 200.000 δολλαρίων ΗΠΑ ενώ οι πωλήτριες είχαν αναλάβει την υποχρέωση να αποζημιώσουν τις αγοράστριες έναντι όλων των συνεπειών των αξιώσεων που θα προσβάλοντο εναντίον των πλοίων, οι οποίες είχαν αναβληθεί πριν το χρόνο παραδόσεώς τους. Σύμφωνα με την από 23/7/1997 δανειακή σύμβαση οι άνω αγοράστριες δανείστηκαν από The Govemor And Company of The Bank of Scotland 2.075.000 δολλάρια ΗΠΑ ως χρηματοδότηση μέρους του κόστους αποκτήσεως των άνω πλοίων. Η αποπληρωμή δε του δανείου συμφωνήθηκε να γίνει σε επτά δόσεις, της πρώτης ορισθείσας τον Δεκέμβριο 1997. Σύμφωνα με την από 23/7/1997 ειδοποίηση αναλήψεως οι αγοράστριες των πλοίων και δανειολήπτριες εξουσιοδότησαν την δανείστρια Τράπεζα να καταθέσει το ποσό του δανείου στους λογαριασμούς που τηρούσαν οι πωλήτριες σ' αυτήν. Σύμφωνα με τις από 22/7/1997 ενημερώσεις χρεώσεως της Εurobank, ο εκεί τηρούμενος λογαριασμός του Ψ χρεώθηκε προς καταβολή στις πωλήτριες 169.000 και 80.000 δολλαρίων ΗΠΑ αντίστοιχα. Ο εκκαλών Ψ ισχυρίζεται ότι συνεδέετο φιλικά από το 1992 με τον Χ, ο οποίος είχε αναθέσει τον Αύγουστο 1996 στην εταιρεία του εκκαλούντος Topmar Shipping Corporation S.A. την αντιπροσωπία του πλοίου ...... για να κανονίσει την διέλευση του από το κανάλι του Σουέζ και τον Δεκέμβριο 1996 στην εταιρεία του ίδιου Topmar Oil Corporation S.A. τις προμήθειες από εκφορτώσεις καυσίμων σε διάφορα λιμάνια των πλοίων ...... και ......, πληρώνοντας με μεταχρονολογημένες επιταγές, ότι τον Ιανουάριο 1997 δάνεισε στον Χ 110.000 δολλάρια ΗΠΑ για να πληρώσει, όπως του είχε πει, το πλήρωμα πλοίου του που το είχε καταλάβει σε αναμονή εισπράξεως ναύλων που είχαν απρόσμενα καθυστερήσει, από τον Ιούνιο 1997 και ενώ ο Χ του όφειλε συνολικά 320.000 δολλάρια ΗΠΑ, ο τελευταίος του ανακοίνωσε πως αδυνατούσε να του καταβάλει τα άνω χρήματα και ως λύση του πρότεινε να αγοράσει τα άνω πλοία, ότι τον διαβεβαίωσε ψευδώς πως τα πλοία δεν είχαν ελαττώματα ούτε χρέη, ότι τόσο ο ίδιος ο Χ όσο και ο πατέρας του Α εγγυήθηκαν για την πληρωμή οποιονδήποτε χρεών ήθελαν προκύψει, σε κάθε δε περίπτωση οφειλές των πλοίων προς τρίτους, προς πλήρωμα, προμηθευτές κ.λ.π. αφορούσαν χρονικό διάστημα το πολύ δύο μηνών και δεν ήταν μεγάλες, ότι τον διαβεβαίωσαν πως οι δόσεις των ασφαλίστρων των πλοίων είχαν πληρωθεί, ότι τον διαβεβαίωσαν πως τα επίμαχα πλοία αποδίδουν μεγάλους ναύλους περί τα 900.000 δολλάρια Η ΠΑ το δίμηνο και αφού αυτά ήταν ήδη φορτωμένα θα εισέπραττε ούτος τα ναύλα των επομένων μηνών, ότι προκειμένου να μην χάσει τα 320.000 δολλάρια ΗΠΑ και παραπλανηθείς από τις άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις, βασισθείς στο όνομα Χ-Α στον μεγάλο κύκλο ναυτιλιακών δραστηριοτήτων του Α και στις στενές φιλικές και οικογενειακές σχέσεις που είχε με τον Χ, προέβη στην αγορά των πλοίων, ότι μετά την αγορά διαπίστωσε πως τα πλοία ήταν τα ίδια προβληματικά και εμφανίστηκαν και τα χρέη που αναφέρονται στο κατηγορητήριο τα οποία υπολογίζει πλέον στα 24.803.500 δολλάρια ΗΠΑ, ότι λόγω της φιλίας τους δεν ζήτησε να ελεγχθούν πριν την αγορά τα πλοία με επιτόπια εξέταση από τεχνικούς συμβούλους, ο δε αρχιμηχανικός του Β, που πήγε στα γραφεία της διαχειρίστριας των πλοίων εταιρείας μόνο δέκα ημέρες πριν την πώληση, δεν ήταν σε θέση να ελέγξει ούτε τα πλοία, που άλλωστε ταξίδευαν, ούτε τα χρέη τους, ότι τα πλοία τελικά εκπλειστηριάστηκαν το 1998 αντί συνολικού ποσού 450.000 δολλαρίων ΗΠΑ, ότι έκτοτε είχε πολλές συναντήσεις με τον Α και τον Χ, ο οποίος μάλιστα είχες παραμείνει στο γραφείο του εκκαλούντος επί οκτώ περίπου μήνες μετά την πώληση, και περίμενε να τον αποζημιώσουν, μη προβαίνοντας σε μηνύσεις ή αγωγές εναντίον τους, λόγω φιλίας και μετά από σχετικές παρακλήσεις του Χπου του υπόσχετο πως θα τον πληρώσει, μέχρι το 2004, όταν ο τελευταίους του είπε "δεν σου χρωστάω τίποτα", ενώ ο Α είχε ήδη φροντίσει να πωλήσει όλα του τα ακίνητα στην ......, ο δε εκκαλών είχε εξοφλήσει το δάνειο που είχε πάρει για την αγορά των πλοίων.
Στις 9/9/2005 ο εκκαλών ζητά με την με αριθμό 7787/05 αίτηση που κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων των Χ και Α μέχρι το ποσό των 6.000.000.000 ευρώ προκειμένου να εξασφαλιστεί η άνω απαίτηση του. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 11431/06 απόφαση που την απέρριψε στο δε σκεπτικό της αναφέρει μεταξύ άλλων ότι δεν πιθανολογήθηκαν στοιχεία απατηλής συμπεριφοράς των καθ' ων σε βάρος του αιτούντος. Η εν λόγω απόφαση έλαβε υπ' όψιν της, μεταξύ άλλων, και την με αριθμό ...... ένορκη βεβαίωση του Γ, ο οποίος από το 1992 μέχρι το 1998 ασχολείτο με τα λογιστικά και τα οικονομικά των ναυτιλιακών επιχειρήσεων του εκκαλούντος Ψ. Ο μάρτυρας αυτός κατέθεσε ότι είχε λάβει προσωπικά μέρος από πλευράς του εκκαλούντος μαζί με τον τελευταίο σε όλες τις διαπραγματεύσεις για την απόκτηση των πλοίων, ότι ο Χ τους είχε δώσει κατάσταση από την οποία φαινόταν πως τα πλοία χρωστούσαν συνολικά πάνω από 2.000.000 δολάρια ΗΠΑ, ότι δεν καταβλήθηκε τίμημα από τις αγοράστριες εταιρείες συμφερόντων εκκαλούντος γιατί το τίμημα συνυπολογίστηκε μαζί με τις οφειλές στην αξία των πλοίων, οι δε εκφράσεις για είσπραξη και εξόφληση τιμήματος καθώς και ότι το πλοίο ήταν ελεύθερο βαρών είναι τυπικές, έντυπες, στερεότυπες εκφράσεις που δεν αποδίδουν την πραγματικότητα και έμειναν στα έγγραφα λόγω εθίμου που ισχύει σε κάθε πώληση πλοίου, ενώ υπερίσχυε η σαφώς αντίθετη συμφωνία μεταξύ των μερών, ότι τα χρέη είχαν γνωστοποιηθεί αναλυτικά στους αγοραστές, ότι οι επισκευές που έκανε μετά την αγορά ο εκκαλών δεν ήταν απαραίτητες αλλά έγιναν κατά την κρίση του τελευταίου για βελτίωση της κατάστασης των πλοίων και τέλος ότι ο ναύλος των πλοίων κατά την πάγια ναυτιλιακή πρακτική ήταν εκχωρημένος στην δανείστρια Τράπεζα έναντι των ενυπόθηκων χρεών, την πληρωμή των οποίων είχε εγγυηθεί ο ίδιος ο εκκαλών και πάντως ουδέποτε ο Χ είχε διαβεβαιώσει τον εκκαλούντα για την είσπραξη των ναύλων από τους αγοραστές. Τα άνω κατατεθέντα ο Γ ανακαλεί με την με αριθμό ...... ένορκη βεβαίωση και τις από 3-2-06 και 15-12-06 ένορκες καταθέσεις του, όπου επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, με τη δικαιολογία ότι το 1998 είχε έλθει σε ρήξη με τον εκκαλούντα και ένοιωθε δυσαρεστημένος από αυτόν γι' αυτό δέχθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας του Χ ότι τα χρέη που κατέθεσε πως γνώριζε ο εκκαλών, του τα είχε αναφέρει η πλευρά Χ-Α και αυτός τα είχε αποδεχθεί καλή τη πίστη αλλά ότι μετά την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης ο εκκαλών ήλθε σε επαφή μαζί του και του έδωσε εξηγήσεις και έγγραφα, την ύπαρξη των οποίων δεν γνώριζε. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί, σε συνδυασμό με το υποστηριχθέν από τον ίδιο το είχε λάβει προσωπικά μέρος σε όλες τις διαπραγματεύσεις για την αγορά των πλοίων με την πλευρά του εκκαλούντος καθιστούν αμφίβολη την αξιοπιστία του ως προς όλα τα κατατεθέντα από αυτόν. Ο Δ, δικηγόρος Αθηνών με ειδίκευση στο Ναυτικό Δίκαιο, με την με αριθμό ...... ένορκη βεβαίωση του και τις από 6-02-06 και 11.12.06 ένορκες εξετάσεις του, κατέθεσε μεταξύ άλλων ότι είναι αυτός που συνέταξε τα σχετικά με την αγοραπωλησία έγγραφα και επιμελήθηκε για την κατάρτιση και υπογραφή των δανειακών εγγράφων, ότι παρουσία του ο Χείχε διαβεβαιώσει τον εκκαλούντα προ της πωλήσεως πως τα πλοία ήταν σε καλή κατάσταση, ήταν κερδοφόρα και δεν είχαν χρέη, μετά δε την πώληση ο ίδιος ως άνω επανειλημμένα και ενώπιον του είχε αναγνωρίσει και αναλάβει να καταβάλει τα χρέη που του αποδίδει ο εκκαλών σταδιακά και μόλις είχε τα χρήματα. Ο Ε, με τις από 14.12.06 και 27.1.06 ένορκες εξετάσεις του, κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι ενώπιον του ο Χ διαβεβαίωνε τον εκκαλούντα, πριν από την αγορά τους, πως τα πλοία δεν είχαν χρέη και ήταν σε καλή κατάσταση και ότι από τους πωλητές είχε δοθεί η υπόσχεση πως τους ναύλους των δύο επομένων μηνών από την πώληση, συνολικού ποσού 900.000 δολαρίων ΗΠΑ περίπου, θα τους εισέπραττε ο εκκαλών, πράγμα που δεν έγινε. Ο Β με την με αριθμό ...... ένορκη βεβαίωση του, η οποία επίσης ελήφθη υπ' όψιν για την έκδοση της προαναφερθείσας με αριθμό 11431/06 αποφάσεως, κατέθεσε μεταξύ άλλων ότι τέλη Μαΐου 1997 τον είχε προσλάβει ο εκκαλών ως αρχιμηχανικό για τα δύο πλοία που επρόκειτο να αποκτήσει, ότι πριν αγοραστούν τα πλοία είχε πάει στα γραφεία της τότε διαχειρίστριας των πλοίων εταιρείας, όπου γνώρισε τον Χ, ότι ο τελευταίος του έδωσε όλα τα τεχνικά έγγραφα - αρχεία τα σχετικά με τα δύο πλοία, ότι για όλα ενημέρωνε τον εργοδότη του εκκαλούντα, ότι ο εκκαλών πήρε τα πλοία με δική του πρωτοβουλία χωρίς να τους στείλει να τα επιθεωρήσουν στο εξωτερικό όπου ευρίσκοντο, ότι από συζητήσεις που εγίνοντο ενώπιον του μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών ήταν φανερό πως ο εκκαλών γνώριζε τα πάντα για την οικονομική κατάσταση των πλοίων και μάλιστα αυτός λάμβανε και τις σχετικές αποφάσεις και τέλος ότι παρουσία του ο εκκαλών είχε πει πως θα έπαιρνε τα πλοία χωρίς να δώσει λεφτά στους πλοιοκτήτες και θα πλήρωνε σιγά σιγά τα χρέη τους. Βέβαια ο ίδιος ο μάρτυρας στην από 12.1.07 ένορκη εξέταση του καταθέτει ότι στα γραφεία του Χ πήγε προς έλεγχο των πλοίων μετά την αγορά τους, πλην όμως την εκεί παρουσία του προ της αγοράς αποδέχεται και ο ίδιος ο εκκαλών.
Ο ΣΤ, μέτοχος σε ένα από τα πλοία, και ο Ζ, ηλεκτρολόγος, εργαζόμενος κατά την επίμαχη χρονική περίοδο της αγοράς στα γραφεία του Χ, κατέθεσαν μεταξύ άλλων ότι ο Β είχε εγκατασταθεί στα άνω γραφεία δύο μήνες πριν την αγορά, ότι η συμφωνία ήταν να μην καταβάλει ο εκκαλών αντίτιμο για τα πλοία αλλά να τα αναλάβει με όλα τα προηγούμενα χρέη τους καθώς και αυτά που θα γεννιόνταν στη συνέχεια, ότι τα πλοία δεν είχαν σοβαρά μηχανολογικά προβλήματα και τέλος ο ΣΤ διευκρίνισε ότι τα τρέχοντα ναύλα των πλοίων υποχρεωτικά πήγαιναν στην Τράπεζα που είχε δανειοδοτήσει τον Χ και δεν υπήρχε η δυνατότητα να συγχωνευθούν μεταξύ πωλητή και αγοραστή και να τα πάρει στα χέρια του ο τελευταίος. Ο κατηγορούμενος Χ ισχυρίζεται ότι ουδέν ψευδές παρέστησε στον εκκαλούντα ώστε να τον πείσει να αγοράσει τα πλοία δεδομένου ότι ο εκκαλών τόσον εξ ιδίας αντιλήψεως όσο και μέσω των ανθρώπων του, όπως του Β, που είχε εγκαταστήσει στα γραφεία της διαχειρίστριας των πλοίων εταιρείας πριν την αγοραπωλησία, γνώριζε πλήρως την κατάσταση και τα χρέη τους, ότι ο εκκαλών αγόρασε τα πλοία χωρίς να καταβάλει οποιοδήποτε τίμημα αναλαμβάνοντας να εξοφλήσει τα χρέη τους. Ο κατηγορούμενος Α αρνείται οποιαδήποτε ανάμειξη του στα καταγγελλόμενα. Από το σύνολο των προεκτεθέντων σε συνδυασμό με τα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα, ότι λόγω της καλοπιστίας του, (παρά τα μεγάλα ποσά που διακυβεύοντο και την μέχρι τότε περιγραφείσα από τον ίδιο συμπεριφορά του Χ), δεν φρόντισε να ελέγξει με οποιονδήποτε τρόπο την λειτουργική κατάσταση των πλοίων που προτίθετο να αγοράσει ούτε ζήτησε καν να ενημερωθεί με σχετικά έγγραφα για τις καταβολές των ασφαλίστρων τους, αλλά και με το από 12-6-97 τηλεγράφημα της διαχειρίστριας των πλοίων εταιρείας Fortuna προς το πλοίο ......, με το οποίο γνωστοποιούσε προς αυτό πως για κάθε τεχνικό ζήτημα θα έπρεπε να επικοινωνούν πλέον με τον Β, από όπου συνάγεται η επαφή του άνω αρχιμηχανικού του εκκαλούντος με τα επίμαχα πλοία 40 τουλάχιστον ημέρες πριν την αγοραπωλησία, προκύπτει ότι ο εκκαλών γνώριζε εν πολλοίς τα χρέη των πλοίων και τα μειονεκτήματα που είχαν οι συγκεκριμένες αγοραπωλησίες. Όπως όμως και ο ίδιος παραδέχεται, εκτός των λοιπών ισχυρισμών του, είχε βασιστεί στο όνομα και την περιουσία της οικογένειας του Χ, ώστε να πεισθεί στις υποσχέσεις του τελευταίου ότι θα είχε την δυνατότητα να τον αποζημιώσει έναντι όλων των αξιώσεων που θα προβάλοντο εναντίον των πλοίων και που είχαν αναληφθεί πριν τον χρόνο παραδόσεως τους. Τούτο άλλωστε συνάγεται και από την περιληφθείσα στο από 9-6-97 προαναφερθέν μνημόνιο συμφωνίας σχετική παράγραφο αλλά και από την μετέπειτα συμπεριφορά του εκκαλούντος, όταν ανέμενε επί μακρόν χρονικό διάστημα, χωρίς να προσφεύγει στα δικαστήρια, την ικανοποίηση των αξιώσεων του από τον Χ, όπως αυτές προκύπτουν από τις σχετικές αποδείξεις και καταστάσεις που προσκομίζει, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται από τον Χ. Προς αυτό το συμπέρασμα κατατείνει και η συναίνεση του Χ να εγγραφούν προσημειώσεις υποθήκης σε ακίνητα του για χρέη των πλοίων πριν την πώληση τους ανερχόμενα σε 80.000.000 δραχμές για το ...... και 40.000.000 δραχμές για το ...... (βλ. με αριθμούς 486/98 και 944/98 αντίστοιχα αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς). Πλην όμως σε κάθε περίπτωση οι άνω υποσχέσεις αφορούσαν το μέλλον και δεν συνιστούσαν γεγονότα αναγόμενα στο παρόν ή το παρελθόν απαραίτητο στοιχείο για την στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της απάτης. Επί πλέον από κανένα αξιόπιστο στοιχείο της δικογραφίας, πλην των ισχυρισμών του εκκαλούντος, δεν συνάγεται πως ο Χ είχε παραστήσει στον εκκαλούντα πως είχε τη δυνατότητα είσπραξης των ναύλων, η οποία άλλωστε, ως παροχή και μάλιστα τέτοιου ύψους, θα ανέμενε κανείς να έχει περιβληθεί τον έγγραφο τύπο. Οι συνθήκες αγοράς των πλοίων και οι εξ αυτών αξιώσεις του εκκαλούντος, που μπορεί να εξελίχθηκαν σε υψηλότερες από ό,τι τις υπολόγιζε αποτελούν αντικείμενο αρμοδιότητας των αστικών δικαστηρίων". Πέραν των παραπάνω, ως ειδική, συμπληρωματική αιτιολογία, αναφέρονται στο βούλευμα από το Συμβούλιο Εφετών τα εξής: "Αναφορικά με τον ισχυρισμό του εγκαλούντος ότι κατέβαλε για την αγορά των ενδίκων πλοίων το επικαλούμενο ποσό, πρέπει να σημειωθεί επιπλέον ότι αυτός δεν επιβεβαιώνεται απ' τα έγγραφα που επικαλέστηκε και προσκόμισε σχετικά. Ειδικότερα: Τα ποσά των 300.000 και 200.000 δολλαρίων, τα οποία αναφέρεται στα δύο μνημόνια συμφωνίας (ΜΕΜΟRANDUΜ ΟF ΑGRΕΕΜΕΝΤ) ότι καταβλήθηκαν ως προκαταβολή αντίστοιχα με το καθένα, όπως απ' το ίδιο το κείμενο τους προκύπτει, δεν καταβλήθηκαν πραγματικά, αλλά συμψηφίστηκαν με οφειλές των εταιριών συμφερόντων του κατηγορουμένου Χ.
Το ποσό των 2.075.000 δολλαρίων ΗΠΑ που εμφανίζεται στην από 23 Ιουλίου 1997 ειδοποίηση ανάληψης (ΝΟΤΙCΕ ΟF DRAWNDOWN) ότι ο εγκαλών έδωσε εντολή στην τράπεζα "ΤΗΕ GOVERNOR AND CΟΜΡΑΝΥ ΟF ΤΗΕ ΒΑΝΚ ΟF SCOTLAND" να καταβάλει στις πωλήτριες των πλοίων εταιρίες συμφερόντων του κατηγορουμένου Χ, δεν αποδείχθηκε ότι πράγματι καταβλήθηκε, αλλ'ούτε προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι η σχετική εντολή (ΝΟΤΙCΕ ΟF DRAWNDAWN) του εγκαλούντος στάλθηκε στην πιο πάνω πληρώτρια τράπεζα. Τα μόνα ποσά που πράγματι αποδείχθηκε ότι καταβλήθηκαν από ατομικό λογαριασμό του εγκαλούντος στις πληρώτριες των πλοίων εταιρίες είναι αυτά των 169.000 δολαρίων ΗΠΑ και 80.000 δολαρίων ΗΠΑ, τα οποία φαίνονται στις σχετικές αποδείξεις από 22 Ιουλίου 1997 της τράπεζας ΕUROΒΑΝΚ. Το σύνολο όμως αυτών (249.000 δολαρίων ΗΠΑ) υπολείπεται κατά πολύ του συνολικού τιμήματος των 2.500.000 δολαρίων ΗΠΑ που ο εγκαλών υποστηρίζει ότι συμφώνησε και πλήρωσε στον κατηγορούμενο Χ ως τίμημα της αγοράς των ένδικων πλοίων".
Με αυτά, που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, αφενός στέρησε το βούλευμα από την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου δε, υπέπεσε και στην πλημμέλεια της εκ πλαγίου παράβασης, λόγω των ασαφειών και των αντιφάσεων. Τούτο, γιατί, το Συμβούλιο Εφετών, κατά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, α) δεν προσδιορίζει με σαφήνεια και πληρότητα, ποιες συγκεκριμένες από τις διαβεβαιώσεις, που κατά τον εγκαλούντα δόθηκαν σ' αυτόν από τον ως άνω κατηγορούμενο, κατά τις διαπραγματεύσεις για την αγοραπωλησία των πλοίων, και με βάση τις οποίες αυτός (εγκαλών) παραπείσθηκε, αποτελούσαν υποσχέσεις που αναφέρονταν στο μέλλον και αντίθετα δεν συνιστούσαν γεγονότα, που ανάγονταν στο παρόν ή το παρελθόν, που αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξεως της απάτης, β) η παραδοχή του βουλεύματος περί "μη απόδειξης" της καταβολής από μέρους του εγκαλούντος του συμφωνηθέντος τιμήματος, και την εξ' αυτής περιουσιακή βλάβη του τελευταίου, έρχεται σε αντίφαση με την εισαγγελική πρόταση, στην οποία γίνεται ρητή αναφορά περί του αντιθέτου, παρά το γεγονός ότι η καταβολή του τιμήματος, δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά του κατηγορουμένου. Πέραν αυτών, στο προσβαλλόμενο βούλευμα υφίσταται ασάφεια και ως προς το στοιχείο που αφορά την αιτία καταβολής των χρηματικών ποσών των 300.000 και 200.000 δολαρίων αντίστοιχα, που φέρονται να έχουν καταβληθεί λόγω προκαταβολής, ενώ, το Συμβούλιο δέχεται ότι οι ως άνω χρηματικές καταβολές, χώρησαν προκειμένου να συμψηφιστούν με εταιρικές οφειλές της εταιρείας που εκπροσωπούσε ο ως άνω κατηγορούμενος. Επομένως, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β και δ του Κ.Π.Δ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσία βάσιμοι. Μετά από αυτά, πρέπει, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθμό 265/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ