Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2273 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Εξύβριση, Απειλή.




Περίληψη:
Απειλή και εξύβριση. Λόγοι αναιρέσεως: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων ότι απουσίαζαν από τον χώρο που έγιναν οι πράξεις δεν είναι αυτοτελής, ώστε να χρειάζεται ειδική απάντηση, αλλά αρνητικός της κατηγορίας και στο σκεπτικό εμμέσως, πλην σαφώς απαντάται, αφού γίνεται δεκτό ότι ήσαν παρόντες και τέλεσαν τις πράξεις. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.




Αριθμός 2273/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια- Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1.Χ1 και 2. Χ2, κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπύρο Πιτσινή, περί αναιρέσεως της 946/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε.
Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Απριλίου 2008 αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 688/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

ΕΠΕΙΔΗ κατά τη διάταξη του άρθρου 333 του Ποινικού Κώδικα, στοιχείο του αδικήματος της απειλής είναι όχι η άσκηση βίας αλλά η απειλή ασκήσεως βίας ή τελέσεως άλλης παράνομης πράξεως, η οποία (απειλή) μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, ήτοι προφορικώς, εγγράφως, με νεύματα ή άλλες απειλητικές κινήσεις και περαιτέρω η εκδήλωση αυτή της απειλής να περιήγαγε τον άλλο σε τρόμο ή ανησυχία. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 361 του ίδιου Κώδικα, όποιος εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφημήσεως (άρθρα 362 και 363 ΠΚ) προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξεως της εξυβρίσεως απαιτείται να διατυπωθούν από τον δράστη γραπτώς ή προφορικώς για κάποιον άλλον λέξεις ή φράσεις που, κατά κοινή αντίληψη, περιέχουν είτε αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου του, είτε περιφρόνηση γ' αυτόν από τον δράστη, ο οποίος γνωρίζει ότι με μία τέτοια ενέργεια προσβάλλει την τιμή του άλλου. Δηλαδή στην εξύβριση ο όρος "τιμή" λαμβάνεται με ευρεία έννοια και σημαίνει την αξίωση να μη τυγχάνει το άτομο από κάποιον άλλο αρνητικής αξιολογικής κρίσεως ή μεταχειρίσεως τέτοιας που να δηλώνει έλλειψη εκτιμήσεως του δράστη προς τον παθόντα σχετικά με τη συνολική αξία του, δηλαδή και την ηθική και την κοινωνική. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η σύμφωνα με τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Ως αυτοτελείς ισχυρισμοί θεωρούνται όσοι τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, της ικανότητας προς καταλογισμό, τη μείωση της ικανότητας αυτής, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Πρέπει όμως, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός να είναι ορισμένος, δηλαδή, κατά περίπτωση, να αναφέρονται κατά τρόπο αναλυτικό τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη συγκρότηση της νομικής εννοίας του συγκεκριμένου ισχυρισμού, έτσι, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα αξιολογήσεως και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει στους αόριστους αυτούς ισχυρισμούς, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 946/2008 αποφάσεως, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πατρών που την εξέδωσε, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική του κρίση, ότι από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "α) Στην ..., στις 17.11.2005,οι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2 λόγω μακροχρόνιων διαφορών με την οικογένεια Ζ, απηύθυναν εκ προθέσεως προς τον Ψ τις πρόσφορες να προσβάλουν την τιμή και υπόληψή του φράσεις "τι κοιτάς ρε κωλόπαιδο, θες να σε γαμήσω;", ο δεύτερος και "θες να σε γαμήσω, έχετε φάει ψωλή στον κώλο σας, θα σας γαμήσω όλους οικογενειακώς", ο πρώτος και ούτω προσέβαλαν την τιμή και την υπόληψή του. β) στον αυτό τόπο και χρόνο, οι κατηγορούμενοι προκάλεσαν εκ προθέσεως τρόμο και ανησυχία στο Ψ, ο μεν πρώτος απευθύνοντας προς αυτόν τις απειλητικές φράσεις "θα σας γαμήσω όλους οικογενειακώς...σας έχω κάνει τρεις καταγγελίες, θες να σε γαμήσω;" ενώ κινούνταν εναντίον του κραδαίνοντας ένα σιδηρολοστό, ο δε δεύτερος απηύθυνε προς τον εγκαλούντα τις φράσεις "με κοιτάς ακόμη; Δεν έβαλες μυαλό; Θες να σε γαμήσω;" και "εσύ θες πολλές κλοτσιές, δεν ξέρεις ποιος είμαι εγώ". Με τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων της απειλής και της εξυβρίσεως, για τις οποίες καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 333 και 361 του Ποινικού Κώδικα, τις οποίες εφάρμοσε ορθά, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα στην απόφαση αναφέρονται με λεπτομέρεια οι φράσεις τις οποίες απηύθυναν οι αναιρεσείοντες προς τον εγκαλούντα, με τις οποίες προσεβλήθη οι τιμή και η υπόληψή του, καθώς και εκείνες οι οποίες προξένησαν σ' αυτόν τρόμο και ανησυχία, με αναφορά στα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο και εκτίμησε. Οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων ότι το Δικαστήριο δεν απάντησε στον αυτοτελή ισχυρισμό τους, σύμφωνα με τον οποίο, την ημέρα του επεισοδίου αυτοί απουσίαζαν, δεν ευσταθούν, διότι ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας και ως εκ τούτου δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο να απαντήσει με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Εν τούτοις το Δικαστήριο, εμμέσως πλην σαφώς απάντησε, αφού στο σκεπτικό γίνεται δεκτό ότι ήσαν οι αναιρεσείοντες παρόντες και τέλεσαν τις πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν. Περαιτέρω, οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, με τις οποίες προβάλλεται ότι δεν έγινε σωστή εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο εγκαλών περιήλθε σε τρόμο και ανησυχία, είναι απαράδεκτη, διότι με την πρόφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος ειδική και εμπεριστατωμένη είναι και η αιτιολογία ως προς την ποινή, η οποία επιβλήθηκε στους αναιρεσείοντες, αφού εκτίθεται ότι για την επιμέτρηση αυτής έλαβε υπόψη το Δικαστήριο τη βαρύτητα των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν, όπως ειδικά και εμπεριστατωμένα και με λεπτομέρειες περιγράφηκαν, σύμφωνα με τα παραπάνω και όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις που απαιτούνταν για την επιβολή των ποινών που επιβλήθηκαν. Επομένως, ο μοναδικός, με τις ανωτέρω αιτιάσεις, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την 2/4 Απριλίου 2008 αίτηση των Χ1 και Χ2, για αναίρεση της 946/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Και
Καταδικάζει τον κάθε αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Νοεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή