Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 845 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.




Περίληψη:
Απάτη κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια με όφελος και ζημιά που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ. Άμεση συνέργεια κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια στην ανωτέρω πράξη. Έννοια των στοιχείων της κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης. Δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το ίδιο έγκλημα. Έννοια γεγονότος. Σε περίπτωση παραπομπής του κατηγορουμένου με απ’ ευθείας κλήση για απάτη σε βαθμό πλημμελήματος, ο εισαγγελέας μπορεί, μέχρι να αρχίσει η συζήτηση στο ακροατήριο, να αποσύρει την υπόθεση και να παραγγείλει κύρια ανάκριση. Προϋποθέσεις για την απόσυρση. Δεν επηρεάζονται από αυτήν τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Απορρίπτεται η αναίρεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών με λόγους την έλλειψη αιτιολογίας, την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 386 του ΠΚ και την απόλυτη ακυρότητα.




Αριθμός 845/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ιωάννη Παπαδόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ2 και 2) Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 125/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης.

Το Συμβούλιο Εφετών Θράκης, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 2 Ιουνίου 2008 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1065/2008.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 425/15.09.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Ι) Το συμβούλιο Εφετών Θράκης με το υπ'αριθμ. 125/2008 βούλευμά του απέρριψε ως αβάσιμες στην ουσία τους τις υπ'αριθμ. 1 και 2/14-1-2008 εφέσεις των Χ1 και Χ2 κατά του υπ'αριθμ. 75/2007 βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών Ξάνθης με το οποίο είχαν παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Θράκης για να δικαστούν ως υπαίτιοι τελέσεως α) απάτης κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, κατά συρροή, και β) υπερημερίας αγοραστή γεωργικών προϊόντων για την καταβολή του τιμήματος στους πωλητές- παραγωγούς κατά συρροή -ο πρώτος- και άμεσης συνέργειας στην άνω απάτη, κατεπάγγελμα και κατασυνήθεια, του δε σκοπούμενου οφέλους και της επελθούσης ζημίας άνω των 15.000 ευρώ, κατά συρροή -ο δεύτερος (-άρθρα 386 § § 1,3 περ. α, 1 § 1,2 ν.δ. 3424/55, 47, 13 περ. στ, 94 Π.Κ.-).Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στους ανωτέρω στις 9-6-2008 (με την ολοκλήρωση της επιδόσεως στον αντίκλητό τους, σύμφωνα με το άρθρο 155 § 2 εδ. τελ. Κ.Π.Δ.) και κατ'αυτού άσκησαν δια πληρεξουσίου και δη του αυτού πληρεξούσιου με βάση σχετικές εξουσιοδοτήσεις τους και βεβαίωση του γνησίου των υπογραφών τους- τις υπ'αριθμ. 22 και 21/2-6-2008 αναιρέσεις, ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Θράκης, προβάλλοντες ως λόγους αναίρεσης έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή-ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης και απόλυτη ακυρότητα (βλ. πιο κάτω).
Οι αναιρέσεις αυτές, ενόψει των άρθρων 462, 463, 474, 465, 473, 482, 484 Κ.Π.Δ. και 18, 19, 386 § § 1, 3 ΠΚ -είναι τυπικά δεκτές και πρέπει να ερευνηθούν στην ουσία τους.
ΙΙ) Το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχθηκε τα εξής: "Με αφορμή την από 16-12-2003, μήνυση των Ψ1 και Ψ2 κατοίκων ..., ασκήθηκε ποινική δίωξη εις βάρος του πρώτου κατηγορουμένου Χ1 για : α) απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας (και κατόπιν ορθότερου χαρακτηρισμού) κατά συρροή, σε βαθμό πλημμελήματος (αρθρ. 386 παρ. 1β,94 ΠΚ) και β) υπερημερία αγοραστή γεωργικών προϊόντων για την καταβολή του τιμήματος στους πωλητές παραγωγούς (και κατόπιν ορθότερου χαρακτηρισμού) κατά συρροή. Κατά τη διάρκεια της παραγγελθείσας προανάκρισης συσχετίσθηκε και η από 21-6-2004 μήνυση των ιδίων ως άνω μηνυτών κατά των Χ3 και Χ2 (δεύτερου εκκαλούντος), εις βάρος των οποίων ασκήθηκε συμπληρωματική ποινική δίωξη για απλή συνεργεία στις προαναφερόμενες δυο πράξεις του πρώτου εκκαλούντος Χ1 για τις οποίες, εν συνεχεία, όλοι οι ως άνω κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης στη δικάσιμο της 17-10-2006. Ακολούθως, κατόπιν της από 21-6-2006 αναφοράς - υπομνήματος των ιδίων ως άνω μηνυτών, στις 31-8-2006 η υπόθεση αποσύρθηκε από το ως άνω ακροατήριο, κατ' άρθρο 323 ΚΠΔ, από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ξάνθης και αποδόθηκε ορθότερα ο νομικός χαρακτηρισμός της πρώτης κατηγορίας εις βάρος του εκκαλούντος Χ1 σε (κακουργηματική) απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 €, κατά συρροή (αρθρ. 386 παρ. 3 α, παρ. 1 ΠΚ σε συνδ. με αρθρ. 13 στ, 94 παρ. 2 ΠΚ) και εις βάρος των λοιπών κατηγορουμένων (Χ3 και Χ2) για απλή συνεργεία στην ως άνω πράξη του πρώτου κατηγορουμένου (αρθρ. 386 παρ. 3 α - 1 ΠΚ σε συνδ. με αρθρ. 13 στ, 47 παρ. 1, 94 παρ. 2 ΠΚ) και παραγγέλθηκε η διενέργεια κυρίας ανακρίσεως, η οποία περατώθηκε νομίμως, μετά την απολογία του Χ1 για όλες τις αποδιδόμενες σ' αυτόν πράξεις, του Χ2 για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της απλής συνέργειας σε κακουργηματική απάτη, τελεσθείσα κατά συρροή και την έκδοση τυπικής κλήσεως εις βάρος του κατηγορουμένου Χ3 για όλες τις αποδιδόμενες σ' αυτόν πράξεις, καθώς και εις βάρος του Χ2 για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της απλής συνέργειας στην υπερημερία αγοραστή γεωργικών προϊόντων για την καταβολή του τιμήματος στους πωλητές παραγωγούς, τελεσθείσα κατά συρροή. (Εις βάρος του κατηγορουμένου -εκκαλούντος Χ1, ο οποίος, μετά την απολογία του στην Ανακρίτρια Ξάνθης και πριν την ακρόαση του από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ξάνθης, αποχώρησε αυτοβούλως, εξεδόθησαν, για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της κακουργηματικής απάτης, το υπ' αριθμ. 11/2007 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως και το υπ' αριθμ. 9/2007 ένταλμα συλλήψεως, των οποίων διαφεύγει, ενώ εις βάρος του δευτέρου κατηγορουμένου - εκκαλούντος Χ2 επεβλήθησαν, με την υπ' αριθμ. 42/2006 διάταξη της Ανακρίτριας Ξάνθης, για την εις βάρος του κατηγορία της απλής συνέργειας σε κακουργηματική απάτη, τελεσθείσα κατά συρροή, οι περιοριστικοί όροι της καταβολής χρηματικής εγγύησης, ποσού 5.000 €, της εμφάνισης στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του μια φορά κάθε μήνα και της απαγόρευσης εξόδου του από τη Χώρα). Ακολούθως εκδόθηκε το εκκαλούμενο βούλευμα με το οποίο παραπέμπονται ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης ο μεν Χ1 για : α) απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό επιδιωκόμενο όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 €, τελεσθείσα κατ' εξακολούθηση, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό και β) υπερημερία αγοραστή γεωργικών προϊόντων για την καταβολή του τιμήματος στους πωλητές παραγωγούς, τελεσθείσα κατά συρροή, ο δε Χ2 μετά την παραδοχή της συνδρομής και στο πρόσωπο του της επιβαρυντικής περίστασης της κατ' επάγγελμα τέλεσης και κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξης, για άμεση συνεργεία κατ' επάγγελμα σε απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό επιδιωκόμενο όφελος και προκληθείσα συνολική ζημία άνω του ποσού των 15.000 ευρώ (κακούργημα), τελεσθείσα κατ' εξακολούθηση, ενώ με το ίδιο βούλευμα το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ξάνθης αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για τις αποδιδόμενες στο Χ3 πράξεις, καθώς και για την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο - εκκαλούντα Χ2 πράξη της απλής συνέργειας σε υπερημερία αγοραστή γεωργικών προϊόντων για την καταβολή του τιμήματος στους πωλητές παραγωγούς, κατά συρροή.
Περαιτέρω από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε κατά τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση, την προανάκριση και την κυρία ανάκριση και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, τις χωρίς όρκο καταθέσεις των παρασταθέντων, ως πολιτικώς εναγόντων, μηνυτών και τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα σε συνδυασμό με απολογίες των κατηγορουμένων-εκκαλούντων προκύπτουν, κατά την κρίση του Συμβουλίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2 πατέρας και γιος αντίστοιχα, από τους οποίους ο πρώτος είναι έμπορος αγροτικών προϊόντων και ο δεύτερος αρχιτέκτονας-μηχανικός, στα πλαίσια υλοποίησης μεθοδικά καταστρωμένου σχεδίου τους, με το οποίο αποσκοπούσαν να αντλήσουν παράνομα μεγάλα χρηματικά ποσά, συνέστησαν, με απατηλές συμπεριφορές και ενέργειες τους, από το καλοκαίρι του 1996 διάφορες εικονικές εταιρίες (αλλά και ατομικές επιχειρήσεις), με αντικείμενο, δήθεν, την εμπορία αγροτικών προϊόντων, τοποθετώντας σ' αυτές, ως νομίμους εκπροσώπους και διαχειριστές, διάφορα αφερέγγυα πρόσωπα, άσχετα με την εμπορία αγροτικών προϊόντων (αχυρανθρώπους), με αποκλειστικό σκοπό να εξαπατήσουν πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να επιτύχουν τη χρηματοδότηση των ελεγχόμενων ουσιαστικά από τους ίδιους εικονικών εταιριών, καρπούμενοι οι ίδιοι τα ποσά των χρηματοδοτήσεων, αλλά και δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και ιδιώτες, κυρίως αγρότες-παραγωγούς, από τους οποίους αγόραζαν τα αγροτικά προϊόντα παραγωγής τους, χωρίς να καταβάλουν το συμφωνηθέν τίμημα, αποκομίζοντας, έτσι, παράνομα, πολύ μεγάλα οικονομικά οφέλη. Μεταξύ των εικονικών αυτών εταιριών είναι και οι: α) "ΑΓΡΟΣΙΤΕΜΠΟΡΙΚΗ Ε.Π.Ε.", "ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΕΠΕ", "ΣΙΤΕΜΠΟΡΙΚΗ ΛΑΓΚΑΔΙΚΙΩΝ ΕΠΕ", "ΑΓΕΜ ΕΠΕ", "ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΕΛΛΑΣ ΕΠΕ", των οποίων οι φαινόμενοι νόμιμοι εκπρόσωποι, καθ' υπόδειξη των κατηγορουμένων που τις ήλεγχαν ουσιαστικά, εξέδωσαν εικονικά σωρεία επιταγών, τις οποίες παρέδωσαν στους τελευταίους για να τις χρησιμοποιήσουν, καταθέτοντας αυτές στα παρακάτω αναφερόμενα πιστωτικά ιδρύματα, ως ενέχυρο, ώστε εξαπατώντας τους αρμοδίους υπαλλήλους διάφορων πιστωτικών ιδρυμάτων, να επιτύχουν την παράνομη χρηματοδότηση της λήπτριας των επιταγών και ελεγχόμενης από τους ίδιους (κατηγορουμένους) εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΙΤΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ-ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΕΠΕ", της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής ήταν ο πρώτος εκκαλών κατηγορούμενος Χ1 και μέλος αυτής ο δεύτερος, Χ2, με συνέπεια να προκαλέσουν συνολική ζημία, ύψους 542.366.883 € εις βάρος των πιστωτικών ιδρυμάτων "ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ", "ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ", "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ", "ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΤΤΙΚΗΣ" και "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ". Μάλιστα με το υπ' αριθμ. 1387/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για από κοινού απάτη κατ' εξακολούθηση, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε εις βάρος τραπεζών είναι ιδιαίτερα μεγάλη και υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ., τελεσθείσα από τους δράστες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Περαιτέρω ο πρώτος εκκαλών κατηγορούμενος Χ1 συνέστησε εικονικά τις παρακάτω αναφερόμενες εταιρίες, οι οποίες ελέγχονταν στην πραγματικότητα από τον ίδιο και δη : α) στις ..., δυνάμει του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου της συμβ/φου Θεσσαλονίκης Γεωργίας Κ. Νταή, τη μονοπρόσωπη ΕΠΕ με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΠΕ", με έδρα τη Θεσσαλονίκη (Ερμού 65), της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής ορίστηκε, τυπικά και μόνον, ο ήδη αποβιώσας Δ1 κάτοικος εν ζωή ..., ο οποίος, σύμφωνα με την από 12-6-2002 υπεύθυνη δήλωση, διόρισε τον πρώτο εκκαλούντα κατηγορούμενο Χ1, ως μεσίτη της εταιρίας του, με εξουσία υπογραφής και συμπλήρωσης επιταγών, εκδόσεως της, χωρίς να προκύπτει οποιαδήποτε συναλλακτική δράση του φαινόμενου διαχειριστή της, β) στις ..., δυνάμει του υπ' αριθμ. ...συμβολαίου της συμβ/φου Θεσσαλονίκης Μαρίας Λαζαρίδου-Γρηγοριάδου, την προαναφερόμενη ΕΠΕ με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΕΛΛΑΣ ΕΠΕ", με έδρα τη Θεσσαλονίκη (Ερμού 57), της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής, τυπικά και μόνον, ορίστηκε ο ..., ανεψιός και πρωτεξάδελφος των κατηγορουμένων αντίστοιχα, μαθητής Γυμνασίου και γ) στις ..., δυνάμει του υπ' αριθμ. ...συμβολαίου της συμβ/φου Θεσσαλονίκης Μαρίας Ι. Αντωνοπούλου, την ΕΠΕ με την επωνυμία "ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ- ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" και το διακριτικό τίτλο "ΔΗΜΑΚ ΕΠΕ", με έδρα τη Θεσσαλονίκη (Π. Γρηγορίου Ε' 38), με πρώτο διαχειριστή αυτής τον Δ3, κάτοικο ... . Στην έδρα της τελευταίας εταιρίας στην πραγματικότητα έδρευε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΑΖΜ MARCOS Α.Ε.", με αντικείμενο εμπορίας την κατασκευαστική, τουριστική, επενδυτική, συμμετοχική δραστηριότητα (δηλαδή άσχετο με την εμπορία αγροτικών προϊόντων), της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2. Στις αρχές Φεβρουαρίου 2003 οι μηνυτές Ψ1 και Ψ2 (γιος και πατέρας αντίστοιχα), κάτοικοι ..., οι οποίοι είναι αγρότες-παραγωγοί γεωργικών προϊόντων και κυρίως αραβόσιτου, τα οποία διαθέτουν προς πώληση για βιοπορισμό, στα πλαίσια των σχετικών συναλλακτικών τους επαφών και ύστερα από υπόδειξη του κοινού γνωστού τους Ν1 ήλθαν σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον ως τότε άγνωστο σ' αυτούς πρώτο εκκαλούντα, Χ1, ο οποίος τους δήλωσε ότι είναι έμπορος αγροτικών προϊόντων και ενδιαφέρεται να αγοράσει αραβόσιτο, παραγωγής τους, τους προσκάλεσε, δε, να επισκεφθούν τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης του στα ... για μια πρώτη κατ' αρχήν γνωριμία και περαιτέρω διερεύνηση για μελλοντική επαγγελματική συνεργασία. Πράγματι, για το σκοπό αυτό, κατ' εντολήν των μηνυτών, ο αδελφός του πρώτου εξ αυτών και γιος του δεύτερου, Ψ3 μετέβη στο χωριό .... όπου συναντήθηκε με τον εκκαλούντα Χ1, παρουσία του υπαλλήλου του Υ1. Ο Χ1 του δήλωσε ότι ενδιαφέρεται να αγοράσει τον αραβόσιτο της αποθηκευμένης παραγωγής των μηνυτών και ότι για το σκοπό αυτό θα τους επισκεπτόταν στο χωριό τους, τον διαβεβαίωσε, δε, ότι είχε μεγάλη περιουσία και ότι ήταν πλήρως εξασφαλισμένη η πληρωμή του τιμήματος, ενώ τον ξενάγησε σε κτιριακές και άλλες εγκαταστάσεις (αποθήκες, ξηραντήρια, γεφυροπλάστιγγες, μηχανήματα, φορτηγά αυτοκίνητα, τριώροφο κτίσμα κ.ά.), για τις οποίες τον διαβεβαίωσε ότι ανήκαν κατά κυριότητα στην επιχείρηση του που λειτουργούσε με τη μορφή μονοπρόσωπης ΕΠΕ με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΠΕ", προκειμένου να πείσει τον ίδιο που ενεργούσε, ως αντιπρόσωπος των μηνυτών, και κατ' επέκταση και τους μηνυτές ότι αυτός είναι έμπειρος και σοβαρός επιχειρηματίας, με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, ώστε να κάμψει κάθε τυχόν ενδοιασμό τους για την προς αυτόν πώληση της αγροτικής παραγωγής τους με πίστωση του τιμήματος. Ακολούθως στις 5-2-2003 ο κατηγορούμενος Χ1 μετέβη στο ... και συναντήθηκε με τους μηνυτές στην οικία του Ψ3 παρουσία του ιδίου και της συζύγου του Σ1 συνοδευόμενος από τον δεύτερο εκκαλούντα, γιο του, Χ2 τον οποίο εμφάνισε, ως προσωπικό οδηγό του, αποκρύπτοντας τη συγγενική τους σχέση από τους μηνυτές, προκειμένου να πεισθούν αυτοί για την μεγάλη οικονομική επιφάνεια του. Το ίδιο έπραξε και ο Χ2 επιβεβαιώνοντας τους ισχυρισμούς του πατέρα του ότι δήθεν ήταν προσωπικός οδηγός του και αποκρύπτοντας τη συγγενική τους σχέση, ενώ κατά τις διαπραγματεύσεις που επακολούθησαν για την αγοραπωλησία του αραβόσιτου αναμίχθηκε στη συμφωνία για το ύψος του τιμήματος και τον τρόπο καταβολής του και διαβεβαίωνε τους μηνυτές ότι δεν θα έχαναν τα χρήματα τους. Έτσι οι μηνυτές ζήτησαν μεν αρχικά την προκαταβολή μέρους του τιμήματος, για τη διασφάλιση τους και την μ' αυτήν διευκόλυνση τους στην εξόφληση δικών τους οφειλών, αλλά τελικώς μεταπείσθηκαν, μετά τις διαβεβαιώσεις και των δυο εκκαλούντων για τη φερεγγυότητα του πρώτου εξ αυτών, καθώς και της ως άνω εκπροσωπούμενης απ' αυτόν μονοπρόσωπης εταιρίας, για την απόδειξη της οποίας αυτός επικαλέστηκε τις επιδειχθείσες στο Ψ3 εγκαταστάσεις της στα ... αξίας άνω των 1.000.000.000 δρχ., με τις οποίες δήθεν εξασφαλιζόταν πλήρως η πληρωμή του συμφωνηθέντος τιμήματος, ισχυρισθείς περαιτέρω ότι η εν λόγω εταιρία είχε μεγάλη συναλλακτική δράση, αγοράζοντας από παραγωγούς αγροτικά προϊόντα, αξίας πολλών .εκατομμυρίων δραχμών και ότι δεν υπήρχαν οφειλές της προς τρίτους. Άλλωστε και η εκ μέρους του Χ2 επίκληση της ιδιότητας του, ως οδηγού του Χ1, συνηγορούσε υπέρ της οικονομικής ευρωστίας του "εργοδότη" του. Τελικώς οι μηνυτές πείσθηκαν στις ως άνω παραστάσεις και συμφώνησαν να πωλήσουν την παραγωγή τους, αντί τιμήματος 0,1643 € ανά κιλό αραβοσίτου, αλλά και να πιστωθεί το συνολικό τίμημα, ύψους 68.070 €, το οποίο συμφωνήθηκε να καταβληθεί μέχρι τις 27-8-2003. Εξ άλλου ο εκκαλών Χ1 για να είναι πειστικός και να άρει οποιονδήποτε τυχόν ενδοιασμό των μηνυτών εν σχέσει με την εξασφάλιση πληρωμής του τιμήματος, ανέλαβε να εκδώσει, χάριν καταβολής του, ισόποση μεταχρονολογημένη επιταγή εις διαταγήν των μηνυτών. Εις εκτέλεση των συμφωνηθέντων από την επομένη της επιτευχθείσας μεταξύ τους συμφωνίας, ήτοι από 6-2-2003, άρχισε η τμηματική παράδοση της παραγωγής αραβοσίτου των μηνυτών στις αποθήκες τους στο ... και η μεταφορά της από τον υπάλληλο του πρώτου κατηγορουμένου, Υ1 στις προαναφερόμενες εγκαταστάσεις στα ... , καθώς και, κατ' εντολήν του πρώτου κατηγορουμένου, σε αποθήκες ρυζιού στην περιοχή της ... , ιδιοκτησίας άλλης εταιρίας του. Τελικώς, εκ των μηνυτών ο μεν Ψ1 κατά το χρονικό διάστημα από 6/2/2003 έως 20-2-2003, πώλησε και παρέδωσε τμηματικά στον πρώτο εκκαλούντα, ως διαχειριστή της "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΠΕ" συνολική ποσότητα 359.500 κιλών αραβοσίτου, συνολικής αξίας 63.758,22 €, ο δε Ψ2 στις 26-2-2003 πώλησε και παρέδωσε στον ίδιο κατηγορούμενο 27.050 κιλά αραβοσίτου, συνολικής αξίας 4.312,03 €, όπως οι επιμέρους παραδοθείσες ποσότητες και η αξία καθεμιάς, καθώς και τα εκδοθέντα για καθεμιά παραστατικά έγγραφα (τιμολόγια αγοράς-δελτία αποστολής) αναφέρονται ειδικότερα στην Εισαγγελική πρόταση, στην οποία κατά το σημείο αυτό αναφέρεται το Συμβούλιο. Σε όλα τα εκδοθέντα τιμολόγια-δελτία αποστολής για τις ως άνω αγορές, ως έδρα της αγοράστριας εταιρίας "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΠΕ" αναγράφεται η οδός Ερμού αρ. 57 στη Θεσσαλονίκη, όπου, όμως, όπως έχει εκτεθεί, είχε την έδρα της, σύμφωνα με το καταστατικό της, η εταιρία με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΕΛΛΑΣ ΕΠΕ" και όχι η "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΠΕ", η οποία είχε καταστατική έδρα στην οδό Ερμού αρ. 65. Χάριν εξοφλήσεως των ως άνω τιμολογίων ο πρώτος κατηγορούμενος παρέδωσε, κατά τα συμφωνηθέντα, στους εγκαλούντες την υπ' αριθμ. ... μεταχρονολογημένη επιταγή της ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, εκδόσεως της εταιρίας με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ", με ημεροχρονολογία εκδόσεως 27-8-2003, ποσού 68.070 €, πληρωτέα εις διαταγήν του εγκαλούντος Ψ1 διαβεβαιώνοντας εκ νέου τους εγκαλούντες για την εμπρόθεσμη εξόφληση της. Η επιταγή αυτή εμφανίσθηκε προς πληρωμή εμπρόθεσμα, στις 27-8-2003, στην ως άνω πληρώτρια Τράπεζα, αλλά δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων. Αμέσως οι μηνυτές επικοινώνησαν με τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος επικαλέστηκε προσωρινή έλλειψη ρευστότητας και ζήτησε πίστωση χρόνου, διαβεβαιώνοντας αυτούς επανειλημμένα ότι θα εξοφλούσε το ποσό της επιταγής, η οποία, όμως, τελικώς δεν πληρώθηκε και γι' αυτό σφραγίστηκε στις 2-9-2003. Οι μηνυτές συνέχισαν να οχλούν τον πρώτο κατηγορούμενο για την πληρωμή του ποσού του οφειλομένου τιμήματος τόσο τηλεφωνικά όσο και με προσωπικές επαφές τους, χωρίς, όμως, αποτέλεσμα. Ο Ψ3 (που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος των μηνυτών) και η σύζυγος του Σ1 σε επίσκεψη τους στην οικία του πρώτου εκκαλούντος, Χ1, στη ... για να οχλήσουν για την πληρωμή του τιμήματος, συνάντησαν τον δεύτερο εκκαλούντα, Χ2 τον οποίο η σύζυγος του πρώτου σύστησε ως γιο τους, ενώ οι μηνυτές τον γνώριζαν ως οδηγό του πρώτου εκκαλούντος. Τότε αυτός, μετά από σχετική ερώτηση του ζεύγους Ψ3, αρνήθηκε ότι ήταν το ίδιο πρόσωπο που συνόδευε τον πατέρα του στο ..., κατά το κλείσιμο της συμφωνίας για την πώληση του αραβοσίτου που είχε γίνει στην οικία τους και είχε εμφανισθεί, ως οδηγός του, αμέσως, δε, αποχώρησε βιαστικά από την πατρική του οικία, προφανώς για να αποφύγει περαιτέρω ερωτήσεις των επισκεπτών και την εκ μέρους τους αναγνώριση του. Βεβαίως το ζεύγος Ψ3 έχοντας αναγνωρίσει στο πρόσωπο του γιου του πρώτου εκκαλούντος, το πρόσωπο που είχε εμφανισθεί ως οδηγός του, κατάλαβε ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει και ότι είχαν εξαπατηθεί. Έκτοτε ο ενεργών ως αντιπρόσωπος των μηνυτών Ψ3 δεν ξανασυνάντησε μεν τον δεύτερο εκκαλούντα, Χ2 αλλά συνομίλησε τηλεφωνικά μαζί του, όταν αυτός απαντώντας σε κλήση του πρώτου προς τον Χ1, αρνήθηκε την οποιαδήποτε σχέση του με τον τελευταίο (πατέρα του) και ισχυρίσθηκε ότι έχει να μιλήσει μαζί του 10-15 χρόνια. Το ίδιο ισχυρίστηκε και ο Χ1 για το συγκατηγορούμενο γιο του, σε άλλη τηλεφωνική συνομιλία που είχε με το Ψ3. Οι ισχυρισμοί αυτοί των εκκαλούντων που κατέτειναν να διασκεδάσουν τις υπόνοιες των μηνυτών ότι έχουν εξαπατηθεί, αλλά και να αποκλείσουν το ενδεχόμενο καταλογισμού ευθυνών και στο δεύτερο εκκαλούντα, ήταν ψευδείς, όπως προκύπτει από τις πειστικές καταθέσεις των μηνυτών, τις ένορκες καταθέσεις των Ψ3 και Σ1 αλλά και του Υ1 ο οποίος απασχοληθείς κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ως οδηγός φορτηγού στις επιχειρήσεις του Χ1, κατέθεσε μετά λόγου γνώσεως ότι οι εκκαλούντες, πατέρας και γιος αντίστοιχα, είχαν πολύ καλές σχέσεις, ότι ο δεύτερος εξ αυτών, Χ2 πήγαινε συχνά στις εγκαταστάσεις στα ... και μάλιστα πέντε-έξι φορές ο ίδιος (ο μάρτυρας), κατ' εντολήν του Χ1 είχε μεταφέρει δομικά υλικά για λογαριασμό του γιου του Χ2 από τα ... προς τη ... Εξ άλλου, ο τελευταίος είχε εμφανισθεί, ως προσωπικός οδηγός του πατέρα του, αποκρύπτοντας τη συγγενική τους σχέση και από άλλους εξαπατηθέντες απ' αυτούς (βλ. ένορκη ανακριτική κατάθεση Μ1 καθώς και ανώμοτη κατάθεση Μ2 στα πρακτικά της υπ' αριθμ. 139/2006 απόφασης Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης). Περαιτέρω, λόγω μη πληρωμής της επιταγής, παρά τις επανειλημμένες υποσχέσεις του πρώτου εκκαλούντος, οι μηνυτές προέβησαν σε έρευνα της περιουσιακής κατάστασης της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΠΕ", εκδότριας της επιταγής, επ' ονόματι της οποίας είχε αγοραστεί ο αραβόσιτος, από την οποία διαπίστωσαν ότι : α) Ο πρώτος κατηγορούμενος δεν είχε τύποις ούτε την εταιρική ιδιότητα ούτε αυτήν του νομίμου εκπροσώπου της, αφού φαινομενικά τις παραπάνω ιδιότητες είχε ο Δ1 κάτοικος εν ζωή ... ο οποίος ήδη απεβίωσε στις 3-12-2003 στη Λευκωσία Κύπρου, ήταν δε παντελώς άγνωστος στους μηνυτές και ούτε είχε πραγματική ανάμιξη στις εταιρικές υποθέσεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο αδελφός του τελευταίου, Δ2 παρά το ότι ο ίδιος διατηρούσε εκτελωνιστικό γραφείο στην οδό ... στη ..., κατέθεσε αφ' ενός μεν ότι αγνοούσε ότι ο αδελφός του φαινόταν να διατηρεί γραφείο στον ... της ίδιας οδού, πράγμα που πληροφορήθηκε για πρώτη φορά από τους μηνυτές, αφ' ετέρου δε ότι ο αδελφός του δεν εργαζόταν, έπαιζε στο Καζίνο και άλλες λέσχες, ζητούσε χρήματα από τη μητέρα του επικαλούμενος οφειλές προς τρίτους και είχε μεταβεί στην Κύπρο 4-5 μήνες πριν από το θάνατο του για να εργαστεί σε καφετέρια, β) οι εγκαταστάσεις που είχε εμφανίσει ο πρώτος κατηγορούμενος στα ... δεν ανήκαν στην κυριότητα της ως άνω αγοράστριας εταιρίας, αλλά στη συγκυριότητα του Χ3 γιου, επίσης, του Χ1 (για τον οποίο το εκκαλούμενο βούλευμα αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία για τις ως άνω αποδιδόμενες σ' αυτόν πράξεις), και της εδρεύουσας στη Θεσσαλονίκη (Π. Γρηγορίου Ε' 38) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΖΜ MARCOS Α.Ε.", της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής ήταν ο κατηγορούμενος Χ2 αντιπρόεδρος δε αυτής ήταν ο ως άνω αδελφός του Χ3. Η εν λόγω εταιρία, με το από 15-11-2000 μισθωτήριο συμφωνητικό, είχε εκμισθώσει τις ως άνω αποθήκες στην εταιρία "ΔΗΜΑΚ ΕΠΕ", η οποία έδρευε τύποις στην οδό Π. Γρηγορίου Ε' αρ. 38 στη Θεσσαλονίκη (όπου, όπως έχει εκτεθεί, έδρευε πράγματι η "ΑΖΜ MARCOS Α.Ε."), νόμιμος, δε, εκπρόσωπος της, ήταν τύποις μεν, ο Δ3 ουσιαστικά, όμως, ο πρώτος εκκαλών Χ1, ο οποίος έδινε όλες τις εντολές προς τους υπαλλήλους της εταιρίας, μεταξύ των οποίων και στον Υ1 ο οποίος είχε προσληφθεί, ως οδηγός φορτηγού από την ως άνω εταιρία, αλλά γνώριζε ως αφεντικό τον πρώτο κατηγορούμενο, είχε δε μεταφέρει ο ίδιος, κατ' εντολήν του Χ1, την πωληθείσα από τους μηνυτές ποσότητα αραβόσιτου από τις αποθήκες τους στο ... προς τις αποθήκες στα ... Εξ άλλου, ούτε ο πρώτος εκκαλών ήταν φερέγγυος, όπως ψευδώς είχε παραστήσει στους μηνυτές, καθόσον ο ίδιος δεν διέθετε περιουσιακά στοιχεία, είχαν δε εκδοθεί εις βάρος του πολλές διαταγές πληρωμής και όφειλε σε άλλους παραγωγούς και αγροτικούς συνεταιρισμούς μεγάλα ποσά από αγορές αγροτικών προϊόντων, καθώς και σε Τράπεζες και σε εμπόρους, ενώ είχαν υποβληθεί εις βάρος τόσο του ίδιου όσο και του συγκατηγορουμένου γιου του μηνύσεις για απάτες σε βαθμό κακουργήματος και υπεξαιρέσεις. Μάλιστα ήδη με την υπ' αριθμ. 835/2004 οριστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης έχουν καταδικαστεί σε κάθειρξη επτά ετών ο καθένας για απάτη από κοινού, κατ' εξακολούθηση, ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, υπερβαίνουσα το ποσό των 5.000.000 δρχ., τελεσθείσα κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια εις βάρος της "ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ Α.Ε." και με την υπ'αριθμ. 102/2004 αμετάκλητη απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης δυο ετών ο καθένας, επίσης, για απάτη από κοινού κατ' εξακολούθηση, ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας. Από τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι οι ως άνω παραστάσεις του πρώτου εκκαλούντος, Χ1, προς τους μηνυτές, περί του ότι αυτός ήταν μοναδικός εταίρος και διαχειριστής της αγοράστριας εταιρίας "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ", η οποία δήθεν ήταν φερέγγυα, ιδιοκτήτρια των εγκαταστάσεων στα ... αξίας άνω των 1.000.000 δρχ., με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, χωρίς χρέη και άριστη φήμη στην αγορά, ήταν εν γνώσει του ψευδείς, αφού τυπικά εμφανιζόταν, ως μοναδικός εταίρος και διαχειριστής της ως άνω εταιρίας ο Δ1 που ήταν παντελώς αφερέγγυος, οι εγκαταστάσεις στα ... δεν ανήκαν στην ως άνω αγοράστρια εταιρία, αλλά κατ' ισομοιρία στην εκπροσωπούμενη από το δεύτερο εκκαλούντα, εταιρία "ΑΖΜ MARCOS Α.Ε." και στο Χ3, ενώ ο ίδιος ο πρώτος εκκαλών, καθώς και η ως άνω αγοράστρια εταιρία δεν διέθεταν περιουσιακά στοιχεία ή οποιαδήποτε χρηματοοικονομική ικανότητα, αλλά αντίθετα είχαν δημιουργήσει χρέη και δεν είχαν αξιοπιστία στην αγορά. Στις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις, προέβη ο πρώτος εκκαλών, προκειμένου να πείσει τους μηνυτές να πωλήσουν και παραδώσουν στην ως άνω, ουσιαστικά ελεγχόμενη από τον ίδιο, εταιρία, τις ως άνω ποσότητες αραβόσιτου με πίστωση του τιμήματος, χωρίς, εξ αρχής, να έχει πρόθεση έντιμης και σοβαρής συνεργασίας, σκοπεύοντας να μην πληρώσει το συμφωνηθέν τίμημα, συνολικού ύψους 68.070,92 €, ώστε να αποκομίσει ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη βλάβη των μηνυτών, η οποία και επήλθε, αφού οι μηνυτές πείσθηκαν στις ψευδείς παραστάσεις του και πώλησαν και παρέδωσαν προς αυτόν τις προαναφερόμενες ποσότητες αραβόσιτου με πίστωση του τιμήματος, χωρίς η ελεγχόμενη απ' αυτόν αγοράστρια εταιρία να πληρώσει σ' αυτούς το συμφωνηθέν τίμημα στο συμφωνηθέντα χρόνο (27-8-2003), αλλά ούτε και μέχρι σήμερα. Εξ άλλου οι ως άνω ψευδείς παραστάσεις, παρά τις αντίθετες αιτιάσεις των εκκαλούντων, αποτελούν γεγονότα με την έννοια του άρθρου 386 παρ.1 ΠΚ, ως αναγόμενα στο παρόν, διότι δημιούργησαν στους παθόντες την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως των συμβατικών υποχρεώσεων του πρώτου εκκαλούντος, ο οποίος εξ αρχής είχε ειλημμένη την απόφαση να μην τις εκπληρώσει. Οι ως άνω τελεσθείσες εις βάρος καθενός εκ των μηνυτών μερικότερες πράξεις της απάτης, αποτελούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ο πρώτος εκκαλών, όμως, απέβλεπε με τις μερικότερες αυτές πράξεις στο συνολικό περιουσιακό όφελος που προέκυπτε απ' αυτές, ως αποτέλεσμα. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά προέκυψε η αποφασιστική συνδρομή του δευτέρου εκκαλούντος, Χ2 στην τέλεση της ως άνω πράξης από τον πρώτο και κατά τη διάρκεια της, καθόσον αυτός, εμφανιζόμενος, ως προσωπικός οδηγός του, αποκρύπτοντας τη συγγενική τους σχέση και παρεμβαίνοντας στις μεταξύ αυτού και των μηνυτών διαπραγματεύσεις, διαβεβαιώνοντας τους τελευταίους για τη φερεγγυότητα του αντισυμβαλλομένου τους, συνέβαλε στην εδραίωση της παραπλάνησης των μηνυτών για τη φερεγγυότητα του πατέρα του, πρώτου εκκαλούντος, και τη μελλοντική πληρωμή του συμφωνηθέντος τιμήματος. Επίσης, από τα προαναφερόμενα και δη την επανειλημμένη τέλεση εκ μέρους των εκκαλούντων του εγκλήματος της απάτης (για την οποία έχουν παραπεμφθεί σε δίκη, αλλά και καταδικαστεί με τις προαναφερόμενες αποφάσεις), τη μεθοδευμένη δράση τους με την κατανομή ρόλων κατά τις ψευδείς παραστάσεις τους στους μηνυτές (αλλά και σε άλλους παθόντες), αλλά και την ύπαρξη σχετικής υποδομής (σύσταση εικονικών εταιριών με νομίμους εκπροσώπους αυτών παρένθετα πρόσωπα, με έδρα την εταιρία που εκπροσωπούσε ο δεύτερος εκκαλών και χρήση μεγάλης αξίας εγκαταστάσεων), προκύπτει η κατ' επάγγελμα τέλεση της, δηλαδή, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, καθώς και η κατά συνήθεια τέλεση της, δηλαδή η ροπή αυτών για την τέλεση του αδικήματος της απάτης, ως στοιχείο της προσωπικότητας τους. Επίσης, προέκυψε ότι ο πρώτος εκκαλών, Χ1, ως πραγματικός εκδότης της ως άνω επιταγής που εκδόθηκε χάριν καταβολής του τιμήματος των γεωργικών προϊόντων και, ως ελέγχων ουσιαστικά ο ίδιος την ως άνω αγοράστρια εταιρία, κατέστη υπερήμερος στην καταβολή του συμφωνηθέντος τιμήματος, αφού δεν το κατέβαλε στο συμφωνημένο χρόνο (27-8-2003) στους μηνυτές, ως πωλητές, παραγωγούς των γεωργικών προϊόντων. Μετά από όλα τα παραπάνω, παρά τις αντίθετες αιτιάσεις των εκκαλούντων, προκύπτουν κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου, επαρκείς και αποχρώσες ενδείξεις για να παραπεμφθούν αυτοί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Θράκης για να δικαστούν ο μεν πρώτος, Χ1 για : α) απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 €, κατ' εξακολούθηση (κατόπιν ορθότερου νομικού χαρακτηρισμού) και β) υπερημερία γεωργικών προϊόντων για την καταβολή του τιμήματος στους πωλητές παραγωγούς, τελεσθείσα κατά συρροή, ο δε δεύτερος, Χ2 για άμεση συνεργεία κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια σε απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 €, τελεσθείσα κατ' εξακολούθηση (κατόπιν ορθότερου νομικού χαρακτηρισμού).
Σύμφωνα με το άρθρο 320 παρ. 3 του ΚΠΔ, "μετά την επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, ο εισαγγελέας δεν μπορεί να αποσύρει την υπόθεση από τη δικάσιμο που ορίστηκε, εξαιρούνται οι περιπτώσεις των άρθρων 169 παρ. 2 και 323". Το τελευταίο δε αυτό άρθρο (323) ορίζει τα εξής: "Ωσότου αρχίσει η συζήτηση στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να αποσύρει την υπόθεση και να διατάξει κύρια ανάκριση, αν, από λόγους που εμφανίστηκαν μετά την απευθείας κλήση στο ακροατήριο και δίνουν βαρύτερο χαρακτήρα στο πλημμέλημα, κρίνει ότι επιβάλλεται να γίνει κύρια ανάκριση". Η ευχέρεια αυτή του εισαγγελέα αποσκοπεί στη δυνατότητα επανορθώσεως μιας εσφαλμένης αρχικής κρίσεως που προκλήθηκε από την αδυναμία συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία μεταγενέστερα θεωρήθηκαν αναγκαία και προσδίδουν στην πράξη βαρύτερο χαρακτήρα, δεδομένου ότι επιβάλλεται να εφαρμόζεται ο νόμος κατά τον προσήκοντα τρόπο (ΑΠ 894/1995). Εξ άλλου το δικαίωμα αυτό του εισαγγελέως ασκείται μέχρι την έναρξη της συζήτησης στο ακροατήριο, δηλαδή και μετά τη λήψη της ταυτότητας του κατηγορουμένου (αρθρ.342 ΚΠΔ) ή άλλως πριν από την εξέταση του πρώτου μάρτυρα ή πριν αρχίσει η χρήση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου που αφορά την υπόθεση. Μετά ταύτα το δικάζον δικαστήριο, πειθόμενο για τη βαρύτερη μορφή της πράξεως θα κηρύξει εαυτό αναρμόδιο. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ως άνω διάταξη έχει εφαρμογή μόνο στα πλημμελήματα και μόνον όταν η παραπομπή του κατηγορουμένου γι' αυτήν στο ακροατήριο γίνεται με απευθείας κλήση. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι μετά την κίνηση της εναντίον τους ποινικής δίωξης για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας σε βαθμό πλημμελήματος κατά συρροή (εις βάρος του πρώτου εξ αυτών) και για απλή συνεργεία στην προαναφερόμενη πράξης (εις βάρος του δευτέρου εξ αυτών) για τις οποίες, εν συνεχεία, παραπέμφθηκαν αυτοί με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης στη δικάσιμο της 17-10-2006, ακολούθως, κατόπιν αιτήματος των μηνυτών, στις 31-8-2006 η υπόθεση αποσύρθηκε από το ως άνω ακροατήριο, κατ' άρθρο 323 ΚΠΔ, από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ξάνθης και ασκήθηκε ανεπίτρεπτα ποινική δίωξη για την ίδια πράξη σε βαθμό κακουργήματος, παρά το ότι τα στοιχεία, με βάση τα οποία αποδόθηκε βαρύτερος χαρακτήρας στις πράξεις τους (όπως αυτά που προκύπτουν από το ποινικό τους μητρώο), δεν γεννήθηκαν μετά την παραπομπή τους, αλλά ήταν ήδη εξ αρχής γνωστά στην κατηγορούσα αρχή, ώστε η απόσυρση της υποθέσεως και η παραπομπή τους σε κυρία ανάκριση, παραβιάζει τις διατάξεις που καθορίζουν "την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων του...", η δε διαδικασία που έλαβε χώρα μετά την απόσυρση της υποθέσεως τους από την ως άνω δικάσιμο είναι άκυρη, κατ' άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' και 175 εδ. α' ΚΠΔ. Όπως, όμως, προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, μετά την άσκηση της ποινικής διώξεως εις βάρος των εκκαλούντων για τις ως άνω πράξεις σε βαθμό πλημμελήματος, μετά την προσκομιδή νέων στοιχείων εκ μέρους των μηνυτών με την από 21-6-2006 υποβληθείσα αναφορά - υπόμνημα τους, στις 31-8-2006 ο αρμόδιος Εισαγγελέας, μόλις διαπίστωσε την ύπαρξη πλειόνων εγκλήσεων διαφόρων παθόντων κατά των ιδίων προσώπων (εκκαλούντων), αλλά και καταδικαστικών αποφάσεων εις βάρος αυτών, απέσυρε, πριν αρχίσει η συζήτηση στο ακροατήριο (κατ'άρθρο 323 ΚΠΔ), την εισηγμένη με απευθείας κλήση σ' αυτό υπόθεση και (κρίνοντας προδήλως ότι η συνολική παράνομη δραστηριότητα των κατηγορουμένων και η πολλαπλότητα των περιπτώσεων αποτελεί μεταγενέστερο λόγο που δικαιολογεί να δοθεί βαρύτερος χαρακτηρισμός στο πλημμέλημα), παράγγειλε να γίνει κύρια ανάκριση για κακουργηματική απάτη (κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελεσθείσα) και κακουργηματική απλή συνεργεία στην πράξη αυτή. Η μετέπειτα αυτή παραγγελία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών προς τον ανακριτή για διενέργεια κύριας ανακρίσεως κατά των κατηγορουμένων για κατ' εξακολούθηση απάτη σε βαθμό κακουργήματος και κακουργηματική άμεση συνεργεία σ' αυτήν, σύμφωνα με όσα έχουν αναπτυχθεί στη νομική σκέψη, ήταν επιτρεπτή και έγκυρη, εφόσον δεν είχε αρχίσει η συζήτηση στο ακροατήριο των υποθέσεων αυτών, είναι δε αδιάφορο αν τα προσκομισθέντα από τους μηνυτές νέα στοιχεία (εγκλήσεις και καταδικαστικές αποφάσεις) υπήρχαν και έπρεπε να είναι γνωστά στον αρμόδιο εισαγγελέα πριν από την άσκηση της αρχικής ποινικής δίωξης, αφού με τη διάταξη του άρθρου 323 ΚΠΔ, παρέχεται η δυνατότητα σ' αυτόν να επανορθώσει τυχόν ασκηθείσα εσφαλμένη ποινική δίωξη λόγω της αδυναμίας συλλογής τους. Ούτε, εξ άλλου οι κατηγορούμενοι στερήθηκαν οποιουδήποτε δικαιώματος που αφορά την εμφάνιση, εκπροσώπηση ή υπεράσπιση τους, αφού διενεργήθηκε κυρία ανάκριση, η οποία περατώθηκε νομίμως, όπως έχει ήδη εκτεθεί, και οι ίδιοι απολογήθηκαν, προβάλλοντας όλους τους ισχυρισμούς τους, ώστε δεν τίθεται ζήτημα ακυρότητας της προδικασίας. Περαιτέρω οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι κατά παράβαση του Ν. 2472/1996 που διασφαλίζει το απόρρητο των προσωπικών δεδομένων, αλλά και του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, το οποίο ορίζει ότι "παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της αποδείξεως της ενοχής του", προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ο κακουργηματικός χαρακτήρας των ως άνω αποδιδόμενων εις βάρος τους πράξεων (απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και άμεση συνεργεία κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια στην κακουργηματική απάτη) ελήφθησαν υπόψη από το εκκαλούμενο βούλευμα καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος τους, οι οποίες, όμως, δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες, παραβιάζοντας τις δικονομικές διατάξεις που διασφαλίζουν την εμφάνιση εκπροσώπηση και υπεράσπιση τους, ως κατηγορουμένων, και ως εκ τούτου επήλθε ακυρότητα της μετέπειτα διαδικασίας. Πλην, όμως, οι ως άνω μη αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις νομίμως περιελήφθησαν στην παρούσα δικογραφία, με μέριμνα του εισαγγελέα και του ανακριτή, οι οποίοι δικαιούνται να έχουν πρόσβαση και επί στοιχείων, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στην έννοια των προσωπικών ή ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, εφόσον θεωρούν, ότι τα στοιχεία αυτά συντελούν στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, το δε εκκαλούμενο βούλευμα ορθώς τις έλαβε υπόψη, αφού αρκείται στην ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων και όχι αποδείξεων, προκειμένου να θεμελιώσει την παραπομπή τους με τη συνδρομή της ως άνω επιβαρυντικής περίπτωσης, η οποία άλλωστε ως προς την κατ' επάγγελμα τέλεση μπορεί να θεμελιωθεί και χωρίς να έχει προηγηθεί καταδίκη, όπως προεκτέθηκε. Εξ άλλου, όπως έχει ήδη εκτεθεί, από το ποινικό μητρώο των εκκαλούντων προκύπτει και η αμετάκλητη καταδίκη τους για το αδίκημα της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας. Ενόψει των προαναφερομένων πρέπει να απορριφθούν οι εφέσεις των κατηγορουμένων, ως αβάσιμες κατ' ουσίαν και να επικυρωθεί σύμφωνα με το άρθρο 319 παρ. 3 ΚΠοινΔ, το προσβαλλόμενο βούλευμα και διαταχθεί η εκτέλεση αυτού". Ill) Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 386 §1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων" τιμωρείται για απάτη. Κατά την §3 του αυτού άρθρου - όπως αντικ. αρχικά με το άρθρο 1§11 Ν. 2408/96 και στη συνέχεια με το άρθρο 14§4 Ν.2721/99 - "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ". Επομένως, η κάθε μία από τις τρεις αυτές επιβαρυντικές περιπτώσεις είναι αυτοτελής και αρκεί για τον χαρακτηρισμό του εγκλήματος ως κακουργήματος, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι συντρέχει το βασικό έγκλημα της απάτης της §1.
Για τη στοιχειοθέτηση της βασικής διάταξης της απάτης, δηλ. της §1 του άρθρου 1386 ΠΚ, απαιτείται παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, από την οποία - ως συνέπεια δηλ. - επέρχεται (ή διατηρείται) πλάνη σε άλλον, από την οποία (πλάνη) ο άλλος (πείθεται και) προβαίνει σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, η οποία συνιστά διάθεση περιουσίας και από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του άλλου ή τρίτου, ο δε υπαίτιος ενεργεί και με σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, το οποίο αποτελεί το αντίστοιχο της περιουσιακής ζημίας, δηλ. να προέρχεται από την άνω περιουσιακή ζημία, χωρίς όμως να απαιτείται και να ταυτίζεται προς αυτή - πρβλ. Χωραφά, Ποινικό Δίκαιο (1978), σελ. 268 σημ. 4, Μπουρόπουλο Ερμ. ΠΚ, τομ. γ, σελ. 69 επ, ΑΠ 760/2000, ΑΠ 353/64, ΑΠ 2264/2003. Ως γεγονότα ναι μεν δεν θεωρούνται τα αναγόμενα, αυτά που μπορεί να συμβούν στο μέλλον, πλην όμως όταν με την παράσταση του μελλοντικού γεγονότος συγχρόνως υποδηλώνονται περιστατικά του παρόντος ή παρελθόντος που επιτρέπουν τη σχετική πρόγνωση, πρόκειται για γεγονότα που ανάγονται στο παρόν, όταν δηλ. τα δυνάμενα να συμβούν στο μέλλον είναι συνέπεια των συγχρόνως παρισταμένων που ανάγονται στο παρόν ή παρελθόν (βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. Π.Κ. τόμ. γ σελ. 69, ΑΠ 2004/2006, ΑΠ 1986/2006, ΑΠ 691/97, ΑΠ 116/90 κ.α.-Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ ΠΚ -που προστέθηκε με το άρθρο 1§1 ν. 2408/96 - "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη". Από τη διάταξη προκύπτει ότι για την κατ' επάγγελμα τέλεση απαιτείται να συντρέχει είτε επανειλημμένη τέλεση της πράξης (αντικειμενικό στοιχείο) από την οποία προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος είτε υποδομή (αντικειμενικό στοιχείο) που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση (δεν απαιτείται δηλ. επανειλημμένη τέλεση) επανειλημμένης τέλεσης της πράξης (υποκειμενικό στοιχείο που προκύπτει από το άνω αντικειμενικό στοιχείο), με σκοπό πορισμού εισοδήματος, έστω και αν ο δράστης τελεί άπαξ την πράξη, η οποία έτσι εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της υποδομής (πρβλ. ΑΠ 382/2006, ΑΠ 1539/2003, ΑΠ 5/2001, ΑΠ 2014/2001, ΑΠ 1277/99, ΑΠ 1104/99, ΑΠ 1796/99, ΑΠ 680/2000, ΑΠ 372/2000, ΑΠ 692/2000 κ.α). Δεν αρκεί επομένως τέλεση ενός εγκλήματος π.χ. απάτης μια φορά, έστω και αν είναι αριστοτεχνικά σχεδιασμένη. Απαιτείται υποδομή που έγινε με σκοπό κατ' επανάληψη τέλεση της πράξης. Απαιτείται δηλ. οργανωμένη ετοιμότητα χωρίς να απαιτείται όπως αυτή έχει εκδηλωθεί με προγενέστερες καταδίκες. Η υποδομή να είναι το μέσο ή ο τρόπος τελέσεως του οικείου εγκλήματος. Αρκεί προφανώς προς τούτο μεθοδευμένη δραστηριότητα που χρησιμοποιείται για την τέλεση της πράξης (πρβλ. ΑΠ 1651/2002). Μπορεί να προκύπτει και από άλλα περιστατικά της ζωής του δράστη ή από την εν γένει προσωπικότητα του. Αρκεί, όπως ελέχθη, η σταθερή ροπή να είναι χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του δράστη. Επανειλημμένη τέλεση σημαίνει τέλεση του αυτού εγκλήματος τουλάχιστον δύο φορές - χωρίς όμως να απαιτείται όπως υπάρχουν και προηγούμενες καταδίκες (βλ. ΑΠ 1273/2005, ΑΠ 157/2002, ΑΠ 372/2002, ΑΠ 1854/2001 κ.α.). Έτσι αρκεί η τέλεση κατ' εξακολούθηση, αφού κατ' εξακολούθηση έγκλημα αποτελεί περίπτωση πραγματικής ομοειδούς συρροής - βλ. ΑΠ 40/2003, ΑΠ 1303/2003, ΑΠ 1307/2002, ΑΠ 157/2002, ΑΠ 265/2001 κ.α.).
Κατά συνήθεια τέλεση υπάρχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης (αντικειμενικό στοιχείο) προκύπτει ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη η σταθερή ροπή αυτού προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος (σχετ. ΑΠ 151/2001). Δεν αρκεί επομένως η επανειλημμένη τέλεση αλλά η επανειλημμένη τέλεση πρέπει να αποτελεί απόρροια της σταθερής ροπής του δράστη ως στοιχείου της προσωπικότητας του (πρβλ. ΑΠ 789/99). Και εδώ δεν απαιτείται να υπάρχουν προηγούμενες καταδίκες για το αυτό έγκλημα - πρβλ. ΑΠ 889/98 κ.α. Ο σκοπός πορισμού εισοδήματος και η ροπή του δράστη αποδεικνύονται κυρίως όταν υπάρχει και χρονική εγγύτητα και λειτουργική συνέχεια των πράξεων. Ο σκοπός αυτός είναι κάτι το διάφορο από την απαξία του οικείου εγκλήματος στο οποίο περιέχεται αντίστοιχος σκοπός, αφού χωρίς τον τελευταίο δεν υπάρχει έγκλημα. Απαιτείται να πρόκειται για όφελος προς βιοπορισμό (πρβλ. ΑΠ 447/96). Για την επιβαρυντική περίπτωση της § 3 του άρθρου 386 ΠΚ αρκεί το κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αλλά μπορεί να συντρέχουν αμφότερα, (πρβλ. ΑΠ 184/2002). Εάν, επομένως, συντρέχει το ένα εξ αυτών που είναι και ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο, αλλά το συμβούλιο στηρίζει την παραπομπή σε αμφότερα, τότε δεν έχει ο κατηγορούμενος έννομο συμφέρον, αφού υπάρχει ούτως ή άλλως η κακουργηματική μορφή του εγκλήματος και η τυχόν (μη αιτιολογημένη) και αλλού έχει σημασία για την ποινή, δηλ. στο ακροατήριο - βλ. ΑΠ 1244/84- Η αιτιολογία, η ειδική και εμπεριστατωμένη, απαιτείται και για τις επιβαρυντικές περιπτώσεις που συνιστούν νομικές έννοιες. Προς τούτο δεν αρκεί η απλή αναφορά των συνθηκών υπό τις οποίες τελέσθηκε το έγκλημα και η τυπική χρήση των οικείων όρων των επιβαρυντικών περιστάσεων αλλά απαιτείται να παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατ' ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, συγκροτούν τις γενόμενες δεκτές επιβαρυντικές περιπτώσεις ΑΠ 766/2000, ΑΠ 460/2007, ΑΠ 864/2000, ΑΠ 478/2000, ΑΠ 2120/2005, ΑΠ 301/2001, ΑΠ 188/2001, πρβλ. ΑΠ 1640/2001, ΑΠ 397/2001, ΑΠ 974/2006 κ.α.
Kατά τη διάταξη του άρθρου 46 § 1 εδ. β'Π.Κ. άμεση συνέργεια είναι η παροχή άμεσης συνδρομής από τον δράστη στον αυτουργό κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της κύριας πράξης που εκδηλώνεται κατά τρόπο ώστε χωρίς τη συνδρομή αυτή δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε -βλ. ΑΠ 1656/2007 -ενώ ο δόλος του άμεσου συνεργού περιλαμβάνει τη θέληση ή αποδοχή για άμεση υποστήριξη του εκτελούντος την κύρια πράξη και τη γνώση της συγκεκριμένης πράξης στην οποία παρέχει τη συνδρομή του, καθώς και ότι η τελευταία παρέχεται κατά την εκτέλεση της ίδιας πράξης -βλ Απ 1235/2005, πράγμα που προκύπτει από τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά βλ. ΑΠ 321/72 Π Χρ ΚΒ 529 κ.α. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 § 3 Συντ. και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στη διάταξη που εφάρμοσε και έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες (σοβαρές, επαρκείς) ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο - βλ. ΑΠ 1698/2007, ΑΠ 1668/2007, ΑΠ 1573/2007, ΑΠ 1459/2004 κ.α. Η αιτιολογία του βουλεύματος συμπληρώνεται και για το δευτεροβάθμιο, όταν με αυτό επικυρώνεται το πρωτοβάθμιο - βλ. ΑΠ 429/86. Δεν απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας σε σχέση με τις αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) η χωριστή αναφορά καθεμίας από αυτές σε συνδυασμό με το τι αποδείχθηκε από κάθε μία, αλλά αρκεί η γενική αναφορά τους στο συνοδό του είδους τους - ΑΠ 2/2003 Ολ., ΑΠ 1999/2006, ΑΠ 1371/2006, ΑΠ 1762/2006, ΑΠ 48/2007, ΑΠ 661/2001, ΑΠ 1462/2003, ΑΠ 111/2004, ΑΠ 428/2002 κ.α., από την οποία (αναφορά του είδους τους) προκύπτει κατά κανόνα ότι εκτιμήθησαν όλες (οι αποδείξεις). Ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα σε σχέση με τις παραδοχές του βουλεύματος, θεωρεί δηλ. ο Άρειος Πάγος ότι αυτά που δέχθηκε το βούλευμα ότι προέκυψαν, αυτά όντως προέκυψαν και δεν μπορεί να ελέγχει εάν και πράγματι προέκυψαν, αφού αυτά προϋποθέτουν έλεγχο της ουσίας της υπόθεσης, στην οποία δεν μπορεί να προβεί, αφού δεν είναι δικαστήριο ουσίας. Ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμηση των αποδείξεων, που ανήκει αποκλειστικά στο συμβούλιο της ουσίας. Έτσι, δεν μπορεί να ελέγξει αν το συμβούλιο εκτίμησε ορθά ή όχι τα πράγματα, αν εκ της ανακρίσεως προέκυψαν και άλλα τα οποία δεν δέχθηκε κλπ. Η αναίρεση είναι το κατεξοχήν "νομικό" έκτακτο ένδικο μέσο με το οποίο πλήττεται η απόφαση - βούλευμα για νομικά σφάλματα, "δικάζει την απόφαση, την ορθότητα του σχετικού νομικού συλλογισμού, ελέγχει" και όχι το πραγματικό μέρος, το οποίο κρίθηκε ήδη τελειωτικά από το δικαστήριο ουσίας. Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου αρχίζει αφού σημείου ο δικαστής της ουσίας δέχθηκε αυτά που αναφέρει ως αποδειχθέντα. Έτσι η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστά λόγον αναίρεσης βλ. ΑΠ 2203/2006, ΑΠ 2078/2005, ή όταν επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων - βλ. ΑΠ 829/2006, ΑΠ 1280/82, ΑΠ 474/2001, ΑΠ 1380/2002, ΑΠ 11 38/2002.Επίσης η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, η παράλειψη αναγραφής της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης (-ΑΠ 1/2005 Ολ., ΑΠ 501/2006, ΑΠ 567/2006- αφού η αξιολόγηση και σύγκριση λαμβάνει χώρα δια της εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών-).Επίσης η παράλειψη αναφοράς της δικαιολογήσεως περί της αξιοπιστίας των αποδεικτικών μέσων από τα οποία έγιναν αποδεκτά τα αναφερόμενα ή γιατί δεν έγιναν δεκτά άλλα που απορρέουν από συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα κλπ. βλ. ΑΠ 2199/2006, ΑΠ 474/2001 κ.α., δηλ. επί παντός που άπτεται της ουσιαστικής εκτιμήσεως των αποδεικτικών μέσων.
Έτσι ειδική αιτιολογία δεν απαιτείται για απάντηση σε πραγματικά επιχειρήματα ή άρνηση της κατηγορίας - βλ.ΑΠ 548/89, ΑΠ 85/82, ΑΠ 886/78, ΑΠ 1709/90, ΑΠ 1617/85, ΑΠ 1187/88, ΑΠ 1281/85, ΑΠ 210/84 κ.α., Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, τόμ. γ (1977), σελ. 326, ούτε να αναφέρεται από ποιο ή ποια συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα προέκυψε η κάθε παραδοχή - πρβλ. ΑΠ 2200/2007, ΑΠ 286/2006 κ.ά. Να σημειωθεί εδώ ότι το υπόμνημα δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο, ούτε έγγραφο βλ. ΑΠ 896/2001, ΑΠ 100/2004.
Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος - που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος - ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση ΑΠ 9/2001 Ολ., ΑΠ 2/2000 Ολ., βλ. ΑΠ 1668/2007, ΑΠ 1573/2007, ΑΠ 661/2001 - που να στηριχθεί η ορθή εφαρμογή του συγκεκριμένου ουσιαστικού ποινικού νόμου. Στη περίπτωση δηλ. αυτή δεν καθίσταται δυνατόν να διαπιστωθεί ποια πραγματικά περιστατικά απεδείχθησαν και έγιναν δεκτά από το συμβούλιο.
Ενόψει των ανωτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 § 2 Συντ. και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού περιέχει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, τις αποδείξεις και δη όλα τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά (πραγματικά περιστατικά) και τους λόγους -σκέψεις ότι υπάρχουν οι απαιτούμενες (άρθρο 313 Κ.Π.Δ.) για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Ειδικώτερα δε σαφώς δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι η παράσταση ανάγεται σε ψευδή γεγονότα, ήτοι περί του ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν μοναδικός εταίρος και διαχειριστής της αγοράστριας εταιρίας "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ...", η οποία ήταν φερέγγυα, ιδιοκτήτρια των εγκαταστάσεων στα Λαγκαδίκια Θεσσαλονίκης, αξίας άνω των 1.000.000 δρχ. με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, χωρίς χρέη και άριστη φήμη στην αγορά, με την αποφασιστική συνδρομή του δευτέρου ...εμφανιζόμενος ως προσωπικός του οδηγός... και παρεμβαίνοντας στις μεταξύ του πρώτου και των μηνυτών διαπραγματεύσεις, διαβεβαιώνοντας τους τελευταίους για την φερεγγυότητά του και την μελλοντική πληρωμή του συμφωνηθέντος τιμήματος. Στις άνω ψευδείς παραστάσεις προέβαιναν εν γνώσει του ψεύδους αυτών, κατεξακολούθηση, δηλαδή κάθε φορά από 6-2-2003 έως 20-2-2003 αφ'ενός και 26-2-2003 αφετέρου που λάμβανε χώρα παράδοση της συμφωνηθείσης ποσότητας στους δύο παθόντες αποβλέποντες να μην πληρώσουν το συμφωνηθέν τίμημα, το οποίο σκόπευαν να προσποριστεί ο πρώτος, στο οποίο -συνολικό τίμημα- και απέβλεπαν από την αρχή- και που ανέρχεται στο ποσό των 68.070,92 ευρώ. Από τα δεκτά γενόμενα, πραγματικά περιστατικά σαφώς προκύπτει και τέλεση της απάτης και άμεσης συνέργειας σ'αυτήν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια από τους κατηγορουμένους -αντίστοιχα. Εξ'άλλου τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά όντως στοιχειοθετούν το έγκλημα της απάτης και της άμεσης συνέργειας σ'αυτό -άρθρα 386, 46 § β Π.Κ.- τις διατάξεις των οποίων δεν ερμήνευσε ή εφάρμοσε εσφαλμένα και δη ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Επομένως οι σχετικοί λόγοι αναίρεσης περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής- ερμηνείας είναι αβάσιμοι όμως οι λόγοι αυτοί είναι και απαράδεκτοι διότι στηρίζονται σε φερόμενη εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και σε πραγματικά περιστατικά που δεν έγιναν δεκτά από το προσβαλλόμενο βούλευμα. Συγκεκριμένα: ο πρώτος λόγος στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά που δεν έγιναν δεκτά από το προσβαλλόμενο βούλευμα αλλά από την κατά τους αναιρεσείοντες "παραδεκτή επισκόπηση του φακέλου" της δικογραφίας -και σε δέκα γενόμενα πραγματικά περιστατικά της Εισαγγελικής προτάσεως ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν κάνει παραπομπή σ'αυτά αλλά έχει αποκλειστικά δικές του σκέψεις. Επίσης η φερόμενη εσφαλμένη εφαρμογή -ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, δηλ. του άρθρου 386 Π.Κ., στηρίζεται στο ότι αυτά που δέχθηκε το προσβαλλόμενο δεν στηρίζονται σε αποδεικτικά στοιχεία, ενώ προκύπτουν άλλα "από την παραδεκτή επισκόπηση της δικογραφίας". Επίσης ότι δεν υπάρχει παράσταση ψευδούς γεγονότος, γίνεται δε επίκληση πραγματικών γεγονότων και δη ότι η φερόμενη ψευδής παράσταση συνιστάται στην υπόσχεση για την ολοσχερή εξόφληση, δηλ. σε ανάληψη μιας μελλοντικής υποχρέωσης και αθέτηση αυτής, ενώ κάτι τέτοιο δεν γίνεται δεκτόν από το προσβαλλόμενο βούλευμα. Τέλος γίνεται επίκληση πραγματικών γεγονότων και δη ότι προσφέρθηκε ο πρώτος να καταβάλλει το ισόποσο της αξίας των προϊόντων κλπ, ενώ κάτι τέτοιο δεν γίνεται δεκτόν από το προσβαλλόμενο βούλευμα.Επίσης ο λόγος αναίρεσης περί ακυρότητας λόγω παραβιάσεως του άρθρου 323 Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμος αφού από τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά καθίσταται σαφές ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του.Τέλος η φερομένη ακυρότητα διότι ελήφθησαν υπόψη έγγραφα από άλλη ποινική δικογραφία αν και δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση είναι αβάσιμος αφού κάτι τέτοιο δεν συνιστά ακυρότητα Πρ βλ ΑΠ 1317/98Ο δε ν.2472/96 δεν έχει εφαρμογή στην ποινική διαδικασία -άρθρο 7 § 1 εδ. στ' αυτού, που προστέθηκε με το άρθρο 10 ν.3090/2002 Πρ βλ ΑΠ 1945/2002Ενόψει όλων των ανωτέρω πρέπει οι υπό κρίση αναιρέσεις να απορριφθούν.IV) Επειδή η παραγραφή είναι θεσμός δημόσιας τάξης και λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως και από αυτόν τούτον τον 'Αρειο Πάγο, αρκεί η αναίρεση να είναι τυπικά δεκτή, χωρίς να απαιτείται όπως επί βουλευμάτων γίνει δεκτός και ουσιαστικά βάσιμος κάποιος λόγος αναίρεσης -αφού το άρθρο 511 ΚΠΔ αναφέρεται μόνο σε αποφάσεις- και συνεπώς, εάν επέλθη ο χρόνος παραγραφής πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη -310 § 1 Κ.Π.Δ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το έγκλημα του ν.δ. 3424/1955 φέρει χαρακτήρα πλημμελήματος (12, 18, 19 ΠΚ) αφού τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή μέχρι 500.000 δραχμές (=1.500 ευρώ) από δε του χρόνου τελέσεως του 27-8-2003 μέχρις σήμερα παρήλθε πλήρης πενταετία πλην όμως με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος για τη δικάσιμο της 17-10-2006 στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ξάνθης έχει ήδη επέλθει λόγος αναστολής της άνω παραγραφής (113 § 2 ΠΚ), χωρίς να ενδιαφέρει εάν έγινε ματαίωση της άνω δικασίμου ή εάν το δικαστήριο αυτό ήταν τελικά αναρμόδιο, αφού η πράξη της επίδοσης ως τέτοια ήταν έγκυρη κατά τον χρόνο της επίδοσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω όπως απορριφθούν οι υπ'αριθμ. 22 και 21/2-6-2008 αναιρέσεις των Χ1 και Χ2 κατά του υπ'αριθμ. 125/2008 βουλεύματος του Εφετείου Θράκης να επιβληθούν δε τα έξοδα σε βάρος τούτων.
Αθήνα 28 Ιουλίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Αθανάσιος Κονταξής"

Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 386 § 1 του Π.Κ., όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 Ευρώ. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται η προς το σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από το δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ευρώ ή, ανεξάρτητα από την κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση, το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 Ευρώ. Ως γεγονότα κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 386 § 1 του Π.Κ., νοούνται τα πραγματικά περιστατικά του εξωτερικού κόσμου που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που ανάγονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, θεμελιώνεται και τότε το έγκλημα της απάτης. Περαιτέρω κατά το άρθρο 13 στοιχ. στ του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι για τη συνδρομή του στοιχείου της κατ' επάγγελμα τέλεσης απαιτείται αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος, υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση αυτού και αρκεί επίσης η τέλεση του εγκλήματος μία μόνο φορά όχι όμως ευκαιριακά αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης του εγκλήματος αυτού προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Για τη συνδρομή του στοιχείου της κατά συνήθεια τέλεσης απαιτείται επανειλημμένη τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος, και η εξ αυτής προκύπτουσα διάγνωση της σταθερής ροπής του δράστη προς διάπραξη αυτού ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, χωρίς να ενδιαφέρουν τα αίτια της εν λόγω ροπής. Για τη συνδρομή του στοιχείου τόσο της κατ' επάγγελμα όσο και της κατά συνήθεια τέλεσης δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το ίδιο έγκλημα.
Εξάλλου το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. γ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικές σκέψεις με βάση τις οποίες το Συμβούλιο έκρινε ότι τα εν λόγω περιστατικά αναγόμενα στις εφαρμοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου. Δεν θεμελιώνουν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση του ανακριτικού ή προανακριτικού υλικού και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων και η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε στοιχείου της δικογραφίας χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχέτισης μεταξύ των ανωτέρω στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. β του ΚΠΔ αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφάρμοσε. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Θράκης με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 125/2008 βούλευμά του απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις εφέσεις των ήδη αναιρεσειόντων κατά του υπ' αριθ. 75/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ξάνθης με το οποίο είχαν παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Θράκης για να δικαστούν ως υπαίτιοι τελέσεως ο μεν πρώτος α) απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ευρώ κατά συρροή και β) υπερημερίας αγοραστή γεωργικών προϊόντων για την καταβολή τιμήματος στους πωλητές παραγωγούς κατά συρροή, ο δε δεύτερος άμεσης συνέργειας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια στην ανωτέρω (κακουργηματική) απάτη. Σχετικά με τις κακουργηματικές ως άνω πράξεις της απάτης και της άμεσης σ'αυτήν συνέργειας, στις οποίες αφορούν οι αναιρέσεις, το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχτηκε ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι εκκ-αλούντες κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2 πατέρας και γιος αντίστοιχα, από τους οποίους ο πρώτος είναι έμπορος αγροτικών προϊόντων και ο δεύτερος αρχιτέκτονας-μηχανικός, στα πλαίσια υλοποίησης μεθοδικά καταστρωμένου σχεδίου τους, με το οποίο αποσκοπούσαν να αντλήσουν παράνομα μεγάλα χρηματικά ποσά, συνέστησαν, με απατηλές συμπεριφορές και ενέργειες τους, από το καλοκαίρι του 1996 διάφορες εικονικές εταιρίες (αλλά και ατομικές επιχειρήσεις), με αντικείμενο, δήθεν, την εμπορία αγροτικών προϊόντων, τοποθετώντας σ' αυτές, ως νομίμους εκπροσώπους και διαχειριστές, διάφορα αφερέγγυα πρόσωπα, άσχετα με την εμπορία αγροτικών προϊόντων (αχυρανθρώπους), με αποκλειστικό σκοπό να εξαπατήσουν πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να επιτύχουν τη χρηματοδότηση των ελεγχόμενων ουσιαστικά από τους ίδιους εικονικών εταιριών, καρπούμενοι οι ίδιοι τα ποσά των χρηματοδοτήσεων, αλλά και δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και ιδιώτες, κυρίως αγρότες-παραγωγούς, από τους οποίους αγόραζαν τα αγροτικά προϊόντα παραγωγής τους, χωρίς να καταβάλουν το συμφωνηθέν τίμημα, αποκομίζοντας, έτσι, παράνομα, πολύ μεγάλα οικονομικά οφέλη. Μεταξύ των εικονικών αυτών εταιριών είναι και οι: α) "ΑΓΡΟΣΙΤΕΜΠΟΙΚΗ Ε.Π.Ε.", "ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΕΠΕ", "ΣΙΤΕΜΠΟΡΙΚΗ ΛΑΓΚΑΔΙΚΙΩΝ ΕΠΕ", "ΑΓΕΜ ΕΠΕ", "ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΕΛΛΑΣ ΕΠΕ", των οποίων οι φαινόμενοι νόμιμοι εκπρόσωποι, καθ' υπόδειξη των κατηγορουμένων που τις ήλεγχαν ουσιαστικά, εξέδωσαν εικονικά σωρεία επιταγών, τις οποίες παρέδωσαν στους τελευταίους για να τις χρησιμοποιήσουν, καταθέτοντας αυτές στα παρακάτω αναφερόμενα πιστωτικά ιδρύματα, ως ενέχυρο, ώστε εξαπατώντας τους αρμοδίους υπαλλήλους διάφορων πιστωτικών ιδρυμάτων, να επιτύχουν την παράνομη χρηματοδότηση της λήπτριας των επιταγών και ελεγχόμενης από τους ίδιους (κατηγορουμένους) εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΙΤΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ-ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΕΠΕ", της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής ήταν ο πρώτος εκκαλών κατηγορούμενος Χ1 και μέλος αυτής ο δεύτερος, Χ2 με συνέπεια να προκαλέσουν συνολική ζημία, ύψους 542.366.883 € εις βάρος των πιστωτικών ιδρυμάτων "ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ", "ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ", "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ", "ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΤΤΙΚΗΣ" και "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ". Μάλιστα με το υπ' αριθμ. 1387/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για από κοινού απάτη κατ' εξακολούθηση, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε εις βάρος τραπεζών είναι ιδιαίτερα μεγάλη και υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ., τελεσθείσα από τους δράστες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Περαιτέρω ο πρώτος εκκαλών κατηγορούμενος Χ1 συνέστησε εικονικά τις παρακάτω αναφερόμενες εταιρίες, οι οποίες ελέγχονταν στην πραγματικότητα από τον ίδιο και δη: α) στις ..., δυνάμει του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου της συμβ/φου Θεσσαλονίκης Γεωργίας Κ. Νταή, τη μονοπρόσωπη ΕΠΕ με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΠΕ", με έδρα τη Θεσσαλονίκη (Ερμού 65), της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής ορίστηκε, τυπικά και μόνον, ο ήδη αποβιώσας Δ1 κάτοικος εν ζωή ... ο οποίος, σύμφωνα με την από 12-6-2002 υπεύθυνη δήλωση, διόρισε τον πρώτο εκκαλούντα κατηγορούμενο Χ1, ως μεσίτη της εταιρίας του, με εξουσία υπογραφής και συμπλήρωσης επιταγών, εκδόσεως της, χωρίς να προκύπτει οποιαδήποτε συναλλακτική δράση του φαινόμενου διαχειριστή της, β) στις 10-6-1996, δυνάμει του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου της συμβ/φου Θεσσαλονίκης Μαρίας Λαζαρίδου-Γρηγοριάδου, την προαναφερόμενη ΕΠΕ με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΕΛΛΑΣ ΕΠΕ", με έδρα τη Θεσσαλονίκη (Ερμού 57), της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής, τυπικά και μόνον, ορίστηκε ο ..., ανεψιός και πρωτεξάδελφος των κατηγορουμένων αντίστοιχα, μαθητής Γυμνασίου και γ) στις 9-6-1999, δυνάμει του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου της συμβ/φου Θεσσαλονίκης Μαρίας Ι. Αντωνοπούλου, την ΕΠΕ με την επωνυμία "ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ- ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" και το διακριτικό τίτλο "ΔΗΜΑΚ ΕΠΕ", με έδρα τη Θεσσαλονίκη (Π. Γρηγορίου Ε' 38), με πρώτο διαχειριστή αυτής τον Δ3 κάτοικο Αργυρούπολης Δράμας. Στην έδρα της τελευταίας εταιρίας στην πραγματικότητα έδρευε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΑΖΜ MARCOS Α.Ε.", με αντικείμενο εμπορίας την κατασκευαστική, τουριστική, επενδυτική, συμμετοχική δραστηριότητα (δηλαδή άσχετο με την εμπορία αγροτικών προϊόντων), της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2. Στις αρχές Φεβρουαρίου 2003 οι μηνυτές Ψ1 και Ψ2 (γιος και πατέρας αντίστοιχα), κάτοικοι ..., οι οποίοι είναι αγρότες-παραγωγοί γεωργικών προϊόντων και κυρίως αραβόσιτου, τα οποία διαθέτουν προς πώληση για βιοπορισμό, στα πλαίσια των σχετικών συναλλακτικών τους επαφών και ύστερα από υπόδειξη του κοινού γνωστού τους Ν1 ήλθαν σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον ως τότε άγνωστο σ' αυτούς πρώτο εκκαλούντα, Χ1, ο οποίος τους δήλωσε ότι είναι έμπορος αγροτικών προϊόντων και ενδιαφέρεται να αγοράσει αραβόσιτο, παραγωγής τους, τους προσκάλεσε, δε, να επισκεφθούν τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης του στα ... για μια πρώτη κατ' αρχήν γνωριμία και περαιτέρω διερεύνηση για μελλοντική επαγγελματική συνεργασία. Πράγματι, για το σκοπό αυτό, κατ' εντολήν των μηνυτών, ο αδελφός του πρώτου εξ αυτών και γιος του δεύτερου, Ψ3 μετέβη στο χωριό ... όπου συναντήθηκε με τον εκκαλούντα Χ1, παρουσία του υπαλλήλου του Υ1. Ο Χ1, του δήλωσε ότι ενδιαφέρεται να αγοράσει τον αραβόσιτο της αποθηκευμένης παραγωγής των μηνυτών και ότι για το σκοπό αυτό θα τους επισκεπτόταν στο χωριό τους, τον διαβεβαίωσε, δε, ότι είχε μεγάλη περιουσία και ότι ήταν πλήρως εξασφαλισμένη η πληρωμή του τιμήματος, ενώ τον ξενάγησε σε κτιριακές και άλλες εγκαταστάσεις (αποθήκες, ξηραντήρια, γεφυροπλάστιγγες, μηχανήματα, φορτηγά αυτοκίνητα, τριώροφο κτίσμα κ.ά.), για τις οποίες τον διαβεβαίωσε ότι ανήκαν κατά κυριότητα στην επιχείρηση του που λειτουργούσε με τη μορφή μονοπρόσωπης ΕΠΕ με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΠΕ", προκειμένου να πείσει τον ίδιο που ενεργούσε, ως αντιπρόσωπος των μηνυτών, και κατ' επέκταση και τους μηνυτές ότι αυτός είναι έμπειρος και σοβαρός επιχειρηματίας, με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, ώστε να κάμψει κάθε τυχόν ενδοιασμό τους για την προς αυτόν πώληση της αγροτικής παραγωγής τους με πίστωση του τιμήματος. Ακολούθως στις 5-2-2003 ο κατηγορούμενος Χ1 μετέβη στο ... και συναντήθηκε με τους μηνυτές στην οικία του Ψ3 παρουσία του ιδίου και της συζύγου του Σ1 συνοδευόμενος από τον δεύτερο εκκαλούντα, γιο του, Χ2 τον οποίο εμφάνισε, ως προσωπικό οδηγό του, αποκρύπτοντας τη συγγενική τους σχέση από τους μηνυτές, προκειμένου να πεισθούν αυτοί για την μεγάλη οικονομική επιφάνεια του. Το ίδιο έπραξε και ο Χ2, επιβεβαιώνοντας τους ισχυρισμούς του πατέρα του ότι δήθεν ήταν προσωπικός οδηγός του και αποκρύπτοντας τη συγγενική τους σχέση, ενώ κατά τις διαπραγματεύσεις που επακολούθησαν για την αγοραπωλησία του αραβόσιτου αναμίχθηκε στη συμφωνία για το ύψος του τιμήματος και τον τρόπο καταβολής του και διαβεβαίωνε τους μηνυτές ότι δεν θα έχαναν τα χρήματα τους. Έτσι οι μηνυτές ζήτησαν μεν αρχικά την προκαταβολή μέρους του τιμήματος, για τη διασφάλιση τους και την μ' αυτήν διευκόλυνση τους στην εξόφληση δικών τους οφειλών, αλλά τελικώς μεταπείσθηκαν, μετά τις διαβεβαιώσεις και των δυο εκκαλούντων για τη φερεγγυότητα του πρώτου εξ αυτών, καθώς και της ως άνω εκπροσωπούμενης απ' αυτόν μονοπρόσωπης εταιρίας, για την απόδειξη της οποίας αυτός επικαλέστηκε τις επιδειχθείσες στο Ψ3 εγκαταστάσεις της στα ..., αξίας άνω των 1.000.000.000 δρχ., με τις οποίες δήθεν εξασφαλιζόταν πλήρως η πληρωμή του συμφωνηθέντος τιμήματος, ισχυρισθείς περαιτέρω ότι η εν λόγω εταιρία είχε μεγάλη συναλλακτική δράση, αγοράζοντας από παραγωγούς αγροτικά προϊόντα, αξίας πολλών .εκατομμυρίων δραχμών και ότι δεν υπήρχαν οφειλές της προς τρίτους. Άλλωστε και η εκ μέρους του Χ2 επίκληση της ιδιότητας του, ως οδηγού του Χ1, συνηγορούσε υπέρ της οικονομικής ευρωστίας του "εργοδότη" του. Τελικώς οι μηνυτές πείσθηκαν στις ως άνω παραστάσεις και συμφώνησαν να πωλήσουν την παραγωγή τους, αντί τιμήματος 0,1643 € ανά κιλό αραβοσίτου, αλλά και να πιστωθεί το συνολικό τίμημα, ύψους 68.070 €, το οποίο συμφωνήθηκε να καταβληθεί μέχρι τις 27-8-2003. Εξ άλλου ο εκκαλών Χ1 για να είναι πειστικός και να άρει οποιονδήποτε τυχόν ενδοιασμό των μηνυτών εν σχέσει με την εξασφάλιση πληρωμής του τιμήματος, ανέλαβε να εκδώσει, χάριν καταβολής του, ισόποση μεταχρονολογημένη επιταγή εις διαταγήν των μηνυτών. Εις εκτέλεση των συμφωνηθέντων από την επομένη της επιτευχθείσας μεταξύ τους συμφωνίας, ήτοι από 6-2-2003, άρχισε η τμηματική παράδοση της παραγωγής αραβοσίτου των μηνυτών στις αποθήκες τους στο ... και η μεταφορά της από τον υπάλληλο του πρώτου κατηγορουμένου, Υ1 στις προαναφερόμενες εγκαταστάσεις στα ... καθώς και, κατ' εντολήν του πρώτου κατηγορουμένου, σε αποθήκες ρυζιού στην περιοχή της ..., ιδιοκτησίας άλλης εταιρίας του. Τελικώς, εκ των μηνυτών ο μεν Ψ1 κατά το χρονικό διάστημα από 6/2/2003 έως 20-2-2003, πώλησε και παρέδωσε τμηματικά στον πρώτο εκκαλούντα, ως διαχειριστή της "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΠΕ" συνολική ποσότητα 359.500 κιλών αραβοσίτου, συνολικής αξίας 63.758,22 €, ο δε Ψ2 στις 26-2-2003 πώλησε και παρέδωσε στον ίδιο κατηγορούμενο 27.050 κιλά αραβοσίτου, συνολικής αξίας 4.312,03 €, όπως οι επιμέρους παραδοθείσες ποσότητες και η αξία καθεμιάς, καθώς και τα εκδοθέντα για καθεμιά παραστατικά έγγραφα (τιμολόγια αγοράς-δελτία αποστολής) αναφέρονται ειδικότερα στην Εισαγγελική πρόταση, στην οποία κατά το σημείο αυτό αναφέρεται το Συμβούλιο. Σε όλα τα εκδοθέντα τιμολόγια-δελτία αποστολής για τις ως άνω αγορές, ως έδρα της αγοράστριας εταιρίας "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΠΕ" αναγράφεται η οδός ... στη ..., όπου, όμως, όπως έχει εκτεθεί, είχε την έδρα της, σύμφωνα με το καταστατικό της, η εταιρία με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΕΛΛΑΣ ΕΠΕ" και όχι η "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΠΕ", η οποία είχε καταστατική έδρα στην οδό ... Χάριν εξοφλήσεως των ως άνω τιμολογίων ο πρώτος κατηγορούμενος παρέδωσε, κατά τα συμφωνηθέντα, στους εγκαλούντες την υπ' αριθμ. ... μεταχρονολογημένη επιταγή της ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, εκδόσεως της εταιρίας με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ", με ημεροχρονολογία εκδόσεως 27-8-2003, ποσού 68.070 €, πληρωτέα εις διαταγήν του εγκαλούντος Ψ1 διαβεβαιώνοντας εκ νέου τους εγκαλούντες για την εμπρόθεσμη εξόφληση της. Η επιταγή αυτή εμφανίσθηκε προς πληρωμή εμπρόθεσμα, στις 27-8-2003, στην ως άνω πληρώτρια Τράπεζα, αλλά δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων. Αμέσως οι μηνυτές επικοινώνησαν με τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος επικαλέστηκε προσωρινή έλλειψη ρευστότητας και ζήτησε πίστωση χρόνου, διαβεβαιώνοντας αυτούς επανειλημμένα ότι θα εξοφλούσε το ποσό της επιταγής, η οποία, όμως, τελικώς δεν πληρώθηκε και γι' αυτό σφραγίστηκε στις 2-9-2003. Οι μηνυτές συνέχισαν να οχλούν τον πρώτο κατηγορούμενο για την πληρωμή του ποσού του οφειλομένου τιμήματος τόσο τηλεφωνικά όσο και με προσωπικές επαφές τους, χωρίς, όμως, αποτέλεσμα. Ο Ψ3 (που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος των μηνυτών) και η σύζυγος του Σ1 σε επίσκεψη τους στην οικία του πρώτου εκκαλούντος, Χ1, στη ... για να οχλήσουν για την πληρωμή του τιμήματος, συνάντησαν τον δεύτερο εκκαλούντα, Χ2 τον οποίο η σύζυγος του πρώτου σύστησε ως γιο τους, ενώ οι μηνυτές τον γνώριζαν ως οδηγό του πρώτου εκκαλούντος. Τότε αυτός, μετά από σχετική ερώτηση του ζεύγους Ψ3, αρνήθηκε ότι ήταν το ίδιο πρόσωπο που συνόδευε τον πατέρα του στο ... κατά το κλείσιμο της συμφωνίας για την πώληση του αραβοσίτου που είχε γίνει στην οικία τους και είχε εμφανισθεί, ως οδηγός του, αμέσως, δε, αποχώρησε βιαστικά από την πατρική του οικία, προφανώς για να αποφύγει περαιτέρω ερωτήσεις των επισκεπτών και την εκ μέρους τους αναγνώριση του. Βεβαίως το ζεύγος Ψ3 έχοντας αναγνωρίσει στο πρόσωπο του γιου του πρώτου εκκαλούντος, το πρόσωπο που είχε εμφανισθεί ως οδηγός του, κατάλαβε ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει και ότι είχαν εξαπατηθεί. Έκτοτε ο ενεργών ως αντιπρόσωπος των μηνυτών Ψ3 δεν ξανασυνάντησε μεν τον δεύτερο εκκαλούντα, Χ2 αλλά συνομίλησε τηλεφωνικά μαζί του, όταν αυτός απαντώντας σε κλήση του πρώτου προς τον Χ1, αρνήθηκε την οποιαδήποτε σχέση του με τον τελευταίο (πατέρα του) και ισχυρίσθηκε ότι έχει να μιλήσει μαζί του 10-15 χρόνια. Το ίδιο ισχυρίστηκε και ο Χ1 για το συγκατηγορούμενο γιο του, σε άλλη τηλεφωνική συνομιλία που είχε με το Ψ3. Οι ισχυρισμοί αυτοί των εκκαλούντων που κατέτειναν να διασκεδάσουν τις υπόνοιες των μηνυτών ότι έχουν εξαπατηθεί, αλλά και να αποκλείσουν το ενδεχόμενο καταλογισμού ευθυνών και στο δεύτερο εκκαλούντα, ήταν ψευδείς, όπως προκύπτει από τις πειστικές καταθέσεις των μηνυτών, τις ένορκες καταθέσεις των Ψ3 και Σ1 αλλά και του Υ1 ο οποίος απασχοληθείς κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ως οδηγός φορτηγού στις επιχειρήσεις του Χ1 κατέθεσε μετά λόγου γνώσεως ότι οι εκκαλούντες, πατέρας και γιος αντίστοιχα, είχαν πολύ καλές σχέσεις, ότι ο δεύτερος εξ αυτών, Χ2 πήγαινε συχνά στις εγκαταστάσεις στα ... και μάλιστα πέντε-έξι φορές ο ίδιος (ο μάρτυρας), κατ' εντολήν του Χ1 είχε μεταφέρει δομικά υλικά για λογαριασμό του γιου του Χ2 από τα ... προς τη ... Εξ άλλου, ο τελευταίος είχε εμφανισθεί, ως προσωπικός οδηγός του πατέρα του, αποκρύπτοντας τη συγγενική τους σχέση και από άλλους εξαπατηθέντες απ' αυτούς (βλ. ένορκη ανακριτική κατάθεση Μ1 καθώς και ανώμοτη κατάθεση Μ2 στα πρακτικά της υπ' αριθμ. 139/2006 απόφασης Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης). Περαιτέρω, λόγω μη πληρωμής της επιταγής, παρά τις επανειλημμένες υποσχέσεις του πρώτου εκκαλούντος, οι μηνυτές προέβησαν σε έρευνα της περιουσιακής κατάστασης της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΠΕ", εκδότριας της επιταγής, επ' ονόματι της οποίας είχε αγοραστεί ο αραβόσιτος, από την οποία διαπίστωσαν ότι: α) Ο πρώτος κατηγορούμενος δεν είχε τύποις ούτε την εταιρική ιδιότητα ούτε αυτήν του νομίμου εκπροσώπου της, αφού φαινομενικά τις παραπάνω ιδιότητες είχε ο Δ1 κάτοικος εν ζωή ..., ο οποίος ήδη απεβίωσε στις 3-12-2003 στη Λευκωσία Κύπρου, ήταν δε παντελώς άγνωστος στους μηνυτές και ούτε είχε πραγματική ανάμιξη στις εταιρικές υποθέσεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο αδελφός του τελευταίου, Δ2 παρά το ότι ο ίδιος διατηρούσε εκτελωνιστικό γραφείο στην οδό ... στη ... κατέθεσε αφ' ενός μεν ότι αγνοούσε ότι ο αδελφός του φαινόταν να διατηρεί γραφείο στον ... της ίδιας οδού, πράγμα που πληροφορήθηκε για πρώτη φορά από τους μηνυτές, αφ' ετέρου δε ότι ο αδελφός του δεν εργαζόταν, έπαιζε στο Καζίνο και άλλες λέσχες, ζητούσε χρήματα από τη μητέρα του επικαλούμενος οφειλές προς τρίτους και είχε μεταβεί στην Κύπρο 4-5 μήνες πριν από το θάνατο του για να εργαστεί σε καφετέρια, β) οι εγκαταστάσεις που είχε εμφανίσει ο πρώτος κατηγορούμενος στα ... δεν ανήκαν στην κυριότητα της ως άνω αγοράστριας εταιρίας, αλλά στη συγκυριότητα του Χ3 γιου, επίσης, του Χ1 (για τον οποίο το εκκαλούμενο βούλευμα αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία για τις ως άνω αποδιδόμενες σ' αυτόν πράξεις), και της εδρεύουσας στη Θεσσαλονίκη (Π. Γρηγορίου Ε' 38) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΖΜ MARCOS Α.Ε.", της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής ήταν ο κατηγορούμενος Χ2 αντιπρόεδρος δε αυτής ήταν ο ως άνω αδελφός του Χ3. Η εν λόγω εταιρία, με το από 15-11-2000 μισθωτήριο συμφωνητικό, είχε εκμισθώσει τις ως άνω αποθήκες στην εταιρία "ΔΗΜΑΚ ΕΠΕ", η οποία έδρευε τύποις στην οδό Π. Γρηγορίου Ε' αρ. 38 στη Θεσσαλονίκη (όπου, όπως έχει εκτεθεί, έδρευε πράγματι η "ΑΖΜ MARCOS Α.Ε."), νόμιμος, δε, εκπρόσωπος της, ήταν τύποις μεν, ο Δ3 ουσιαστικά, όμως, ο πρώτος εκκαλών Χ1, ο οποίος έδινε όλες τις εντολές προς τους υπαλλήλους της εταιρίας, μεταξύ των οποίων και στον Υ1, ο οποίος είχε προσληφθεί, ως οδηγός φορτηγού από την ως άνω εταιρία, αλλά γνώριζε ως αφεντικό τον πρώτο κατηγορούμενο, είχε δε μεταφέρει ο ίδιος, κατ' εντολήν του Χ1, την πωληθείσα από τους μηνυτές ποσότητα αραβόσιτου από τις αποθήκες τους στο ... προς τις αποθήκες στα ... Εξ άλλου, ούτε ο πρώτος εκκαλών ήταν φερέγγυος, όπως ψευδώς είχε παραστήσει στους μηνυτές, καθόσον ο ίδιος δεν διέθετε περιουσιακά στοιχεία, είχαν δε εκδοθεί εις βάρος του πολλές διαταγές πληρωμής και όφειλε σε άλλους παραγωγούς και αγροτικούς συνεταιρισμούς μεγάλα ποσά από αγορές αγροτικών προϊόντων, καθώς και σε Τράπεζες και σε εμπόρους, ενώ είχαν υποβληθεί εις βάρος τόσο του ίδιου όσο και του συγκατηγορουμένου γιου του μηνύσεις για απάτες σε βαθμό κακουργήματος και υπεξαιρέσεις. Μάλιστα ήδη με την υπ' αριθμ. 835/2004 οριστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης έχουν καταδικαστεί σε κάθειρξη επτά ετών ο καθένας για απάτη από κοινού, κατ' εξακολούθηση, ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, υπερβαίνουσα το ποσό των 5.000.000 δρχ., τελεσθείσα κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια εις βάρος της "ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ Α.Ε." και με την υπ'αριθμ. 102/2004 αμετάκλητη απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης δυο ετών ο καθένας, επίσης, για απάτη από κοινού κατ' εξακολούθηση, ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας. Από τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι οι ως άνω παραστάσεις του πρώτου εκκαλούντος, Χ1 προς τους μηνυτές, περί του ότι αυτός ήταν μοναδικός εταίρος και διαχειριστής της αγοράστριας εταιρίας "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ", η οποία δήθεν ήταν φερέγγυα, ιδιοκτήτρια των εγκαταστάσεων στα ... αξίας άνω των 1.000.000 δρχ., με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, χωρίς χρέη και άριστη φήμη στην αγορά, ήταν εν γνώσει του ψευδείς, αφού τυπικά εμφανιζόταν, ως μοναδικός εταίρος και διαχειριστής της ως άνω εταιρίας ο Δ1 που ήταν παντελώς αφερέγγυος, οι εγκαταστάσεις στα ... δεν ανήκαν στην ως άνω αγοράστρια εταιρία, αλλά κατ' ισομοιρία στην εκπροσωπούμενη από το δεύτερο εκκαλούντα, εταιρία "ΑΖΜ MARCOS Α.Ε." και στο Χ3, ενώ ο ίδιος ο πρώτος εκκαλών, καθώς και η ως άνω αγοράστρια εταιρία δεν διέθεταν περιουσιακά στοιχεία ή οποιαδήποτε χρηματοοικονομική ικανότητα, αλλά αντίθετα είχαν δημιουργήσει χρέη και δεν είχαν αξιοπιστία στην αγορά. Στις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις, προέβη ο πρώτος εκκαλών, προκειμένου να πείσει τους μηνυτές να πωλήσουν και παραδώσουν στην ως άνω, ουσιαστικά ελεγχόμενη από τον ίδιο, εταιρία, τις ως άνω ποσότητες αραβόσιτου με πίστωση του τιμήματος, χωρίς, εξ αρχής, να έχει πρόθεση έντιμης και σοβαρής συνεργασίας, σκοπεύοντας να μην πληρώσει το συμφωνηθέν τίμημα, συνολικού ύψους 68.070,92 €, ώστε να αποκομίσει ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη βλάβη των μηνυτών, η οποία και επήλθε, αφού οι μηνυτές πείσθηκαν στις ψευδείς παραστάσεις του και πώλησαν και παρέδωσαν προς αυτόν τις προαναφερόμενες ποσότητες αραβόσιτου με πίστωση του τιμήματος, χωρίς η ελεγχόμενη απ' αυτόν αγοράστρια εταιρία να πληρώσει σ' αυτούς το συμφωνηθέν τίμημα στο συμφωνηθέντα χρόνο (27-8-2003), αλλά ούτε και μέχρι σήμερα. Εξ άλλου οι ως άνω ψευδείς παραστάσεις, παρά τις αντίθετες αιτιάσεις των εκκαλούντων, αποτελούν γεγονότα με την έννοια του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, ως αναγόμενα στο παρόν, διότι δημιούργησαν στους παθόντες την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως των συμβατικών υποχρεώσεων του πρώτου εκκαλούντος, ο οποίος εξ αρχής είχε ειλημμένη την απόφαση να μην τις εκπληρώσει. Οι ως άνω τελεσθείσες εις βάρος καθενός εκ των μηνυτών μερικότερες πράξεις της απάτης, αποτελούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ο πρώτος εκκαλών, όμως, απέβλεπε με τις μερικότερες αυτές πράξεις στο συνολικό περιουσιακό όφελος που προέκυπτε απ' αυτές, ως αποτέλεσμα. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά προέκυψε η αποφασιστική συνδρομή του δευτέρου εκκαλούντος, Χ2, στην τέλεση της ως άνω πράξης από τον πρώτο και κατά τη διάρκεια της, καθόσον αυτός, εμφανιζόμενος, ως προσωπικός οδηγός του, αποκρύπτοντας τη συγγενική τους σχέση και παρεμβαίνοντας στις μεταξύ αυτού και των μηνυτών διαπραγματεύσεις, διαβεβαιώνοντας τους τελευταίους για τη φερεγγυότητα του αντισυμβαλλομένου τους, συνέβαλε στην εδραίωση της παραπλάνησης των μηνυτών για τη φερεγγυότητα του πατέρα του, πρώτου εκκαλούντος, και τη μελλοντική πληρωμή του συμφωνηθέντος τιμήματος. Επίσης, από τα προαναφερόμενα και δη την επανειλημμένη τέλεση εκ μέρους των εκκαλούντων του εγκλήματος της απάτης (για την οποία έχουν παραπεμφθεί σε δίκη, αλλά και καταδικαστεί με τις προαναφερόμενες αποφάσεις), τη μεθοδευμένη δράση τους με την κατανομή ρόλων κατά τις ψευδείς παραστάσεις τους στους μηνυτές (αλλά και σε άλλους παθόντες), αλλά και την ύπαρξη σχετικής υποδομής (σύσταση εικονικών εταιριών με νομίμους εκπροσώπους αυτών παρένθετα πρόσωπα, με έδρα την εταιρία που εκπροσωπούσε ο δεύτερος εκκαλών και χρήση μεγάλης αξίας εγκαταστάσεων), προκύπτει η κατ' επάγγελμα τέλεσή της, δηλαδή, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, καθώς και η κατά συνήθεια τέλεσή της, δηλαδή η ροπή αυτών για την τέλεση του αδικήματος της απάτης, ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους". Με αυτά που δέχτηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα διέλαβε την απαιτούμενη κατά τις ως άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα αιτιολόγησε τη συνδρομή στο πρόσωπο των κατηγορουμένων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της απάτης, καθώς και των στοιχείων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης και τη μορφή συμμετοχής του καθενός, περιέχει δε με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν και τις σκέψεις περί του ότι υπάρχουν οι απαιτούμενες αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένους το ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου. Επίσης ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 του Π.Κ. ως προς την έννοια του γεγονότος με το να δεχτεί ότι και η υπόσχεση μελλοντικής εκπλήρωσης της συμβατικής υποχρεώσεως του πρώτου κατηγορουμένου συνιστά γεγονός, επειδή συνοδεύτηκε ταυτόχρονα με τις αναφερόμενες στο βούλευμα παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν και το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργηθεί στους παθόντες η εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, ενώ ο ανωτέρω κατηγορούμενος είχε εξαρχής ειλημμένη την απόφαση να μην τις εκπληρώσει, αναφέρονται δε στο βούλευμα τα περιστατικά από τα οποία προέκυψαν οι ανωτέρω παραδοχές. Επομένως οι δύο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ και β του ΚΠΔ περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 386 § 1 του Π.Κ., είναι αβάσιμοι στην ουσία, ενώ η συναφής αιτίαση των αναιρεσειόντων ότι από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτουν τα περιστατικά που δέχτηκε το Συμβούλιο ότι στοιχειοθετούν το έγκλημα της απάτης, είναι απαράδεκτη, επειδή πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου.
Κατά το άρθρο 320 § 3 του ΚΠΔ "μετά την επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος ο εισαγγελέας δεν μπορεί να αποσύρει την υπόθεση από τη δικάσιμο που ορίστηκε· εξαιρούνται οι περιπτώσεις των άρθρων 169 § 2 και 323", κατά δε το άρθρο 323 του ίδιου Κώδικα, "ωσότου αρχίσει η συζήτηση στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να αποσύρει την υπόθεση και να διατάξει κύρια ανάκριση αν, από λόγους που εμφανίστηκαν μετά την απευθείας κλήση στο ακροατήριο και δίνουν βαρύτερο χαρακτήρα στο πλημμέλημα, κρίνει ότι επιβάλλεται να γίνει κύρια ανάκριση". Η ευχέρεια αυτή του εισαγγελέα αποσκοπεί στη δυνατότητα επανορθώσεως μιας εσφαλμένης αρχικής κρίσεως που προκλήθηκε από την αδυναμία συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία έγιναν γνωστά μεταγενεστέρως και προσδίδουν βαρύτερο χαρακτήρα στην πράξη, δεδομένου ότι επιβάλλεται να εφαρμόζεται ο νόμος κατά τον προσήκοντα τρόπο, η διάταξη δε αυτή έχει εφαρμογή μόνο στα πλημμελήματα και μόνο όταν η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο έγινε με απευθείας κλήση. Εξάλλου κατά το άρθρο 171 αριθ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ, ακυρότητα που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο και στον Άρειο Πάγο ακόμη προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος, η ανωτέρω δε απόλυτη ακυρότητα συνιστά και λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 § 1 στοιχ. α του Κ.Π.Δ. Στην προκειμένη περίπτωση, σε βάρος του κατηγορουμένου ασκήθηκε αρχικά ποινική δίωξη για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας κατά συρροή σε βαθμό πλημμελήματος και για απλή συνέργεια σ'αυτήν αντίστοιχα και παραπέμφθηκαν αυτοί με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης στη δικάσιμο της 17-10-2006. Κατόπιν όμως αιτήματος των μηνυτών, οι οποίοι προσκόμισαν στοιχεία τα οποία προσέδιδαν βαρύτερο χαρακτήρα στα πλημμελήματα, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ξάνθης απέσυρε την 31-8-2006 την υπόθεση από την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο και παράγγειλε κύρια ανάκριση, μετά το πέρας της οποίας εκδόθηκε το πρωτόδικο βούλευμα, το οποίο παρέπεμψε τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο για τις προαναφερθείσες κακουργηματικές πράξεις. Η ως άνω απόσυρση της υποθέσεως και η παραγγελία κύριας ανάκρισης νομίμως έλαβαν χώρα σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, καθώς και η περαιτέρω διαδικασία, ενώ οι κατηγορούμενοι απολογήθηκαν κατά την κύρια ανάκριση και άσκησαν τα δικαιώματα που τους δίνει ο νόμος. Επομένως ο τρίτος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο σκέλος του σύμφωνα με το οποίο με την απόσυρση της υποθέσεως και την περαιτέρω διαδικασία έλαβε χώρα απόλυτη ακυρότητα γιατί παραβιάστηκαν τα δικαιώματα υπερασπίσεώς τους, είναι αβάσιμος στην ουσία. Επίσης είναι αβάσιμος στην ουσία ο ίδιος λόγος και κατά το δεύτερο σκέλος του σύμφωνα με το οποίο παραβιάστηκαν τα ίδια δικαιώματά τους από το ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα έλαβε υπόψη του προκειμένου να θεμελιώσει την κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση του αποδοθέντος εγκλήματος και την υπ' αριθ. 835/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία δεν είχε καταστεί αμετάκλητη, αφού όπως έχει αναφερθεί, για τη θεμελίωση της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος δεν απαιτείται ούτε καταδίκη. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως και να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσειόντων τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ. 583 § 1 του ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 2-6-2008 αιτήσεις των α) Χ1 και β) Χ2, για αναίρεση του υπ' αριθ. 125/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης.
Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Μαρτίου 2009.-

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή