Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 614 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Κατηγορούμενος, Επεκτατικό αποτέλεσμα.




Περίληψη:
Αναίρεση βουλεύματος για κακουργηματική απάτη, λόγω μη συμμετοχής κατηγορουμένης (τυπική και ουσιαστική) στο Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρίας υπέρ της οποίας τελέσθηκε η πράξη της απάτης σε χρόνο προγενέστερο εκείνου που άρχισε η συμμετοχή της στο Δ.Σ. της εταιρίας. Παραπομπή υπόθεσης στο Συμβούλιο Εφετών. Επεκτατικό αποτέλεσμα για συναυτουργό, μη ασκήσαντα αναίρεση, λόγω της ιδιότητάς του ως μέλους της ίδιας ανώνυμης εταιρίας κατά τον ίδιο χρόνο που απέκτησε την ίδια ιδιότητα και η αναιρεσείουσα - συγκατηγορούμενή του.




Αριθμός 614/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Νοεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1312/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "UNISYSTEMS Συστήματα Πληροφορικής ΑΕΕ". Με συγκατηγορούμενο τον Ζ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα -κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6.8.2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1380/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 486/17.10.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ι) Το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 1312/2008 βούλευμά του απέρριψε στην ουσία της ως αβάσιμη την υπ'αριθμ. 188/18-4-2008 έφεση της Χ κατά του υπ'αριθμ. 875/2008 βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με το τελευταίο είχε παραπεμφθεί η ανωτέρω στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για να δικαστεί ως υπαίτια τελέσεως απάτης, κατά συναυτουργία με τον Ζ, που τέλεσε στην Αθήνα από τα μέσα του έτους 2001 έως και την 30-3-2004 σε βάρος της ΑΕ με την επωνυμία "UNISYSTEMS Συστήματα Πληροφορικής" - ήτοι σε βαθμό κακουργήματος - 386 § § 1, 3 περ. β ΠΚ, 45 ΠΚ-Συγκεκριμένα: το υπ'αριθμ. 875/2008 βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών Αθηνών παρέπεμψε την άνω κατηγορουμένη "για να δικαστεί ως υπαίτια του ότι στον παρακάτω αναφερόμενο τόπο και χρόνο ενεργώντας με πρόθεση και από κοινού με τον συγκατηγορούμενό της Ζ με σκοπό να αποκομίσει τρίτο νομικό πρόσωπο παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει της αναληθείας τους παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, το δε όφελος που αποκόμισε το νομικό πρόσωπο από την πράξη αυτή με αντίστοιχη ζημία του παθόντος είναι ιδιαίτερα μεγάλο και υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Ειδικότερα από τα μέσα του έτους 2001 έως και την 30.3.2004 ενεργώντας από κοινού με τον Ζ παρέστησε ψευδώς στο νόμιμο εκπρόσωπο της εγκαλούσας εταιρείας και τους υπαλλήλους της ότι η εταιρεία "COMPULINK AE" που προτίθετο να αγοράσει εμπορεύματα από την εγκαλούσα εταιρεία είναι φερέγγυα και ότι σε τραπεζικό λογαριασμό αυτής που σύρονταν οι επιταγές διαθέτει χρηματικά κεφάλαια ικανά να καλύψουν το τίμημα πωλήσεως και έτσι πείσθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας εταιρείας να πωλήσει και παραδώσει στην άνω εταιρεία εντός του έτους 2001 εμπορεύματα συνολικής αξίας 264.386,78 ευρώ και να παραλάβει χάριν εξόφλησης του τιμήματος πωλήσεως αντί μετρητών την μεταχρονολογημένη .... επιταγή ποσού 264.386,78 ευρώ που εξέδωσε ο πρώτος κατηγορούμενος υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας "COMPULINK AE" με ημερομηνία έκδοσης την 30.3.2004 σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρείας πληρωτέα επί της EUROBANK ERGASIAS ΑΕ, η οποία δόθηκε μετά από διαδοχικές αντικαταστάσεις επιταγών σε αντικατάσταση της ισόποσης μεταχρονολογημένης με αριθμό ..... επιταγής που ο Ζ είχε εκδώσει υπό την παραπάνω ιδιότητα του με ημερομηνία έκδοσης την 2.9.2002 σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρείας πληρωτέα στην ίδια τράπεζα και είχε παραλάβει ο νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας πειθόμενος στις άνω ψευδείς παραστάσεις των άνω κατηγορουμένων. Όμως οι παραστάσεις αυτές ήταν ψευδείς, διότι η εταιρεία "COMPULINK AE" καθόλο το παραπάνω χρονικό διάστημα δεν ήταν φερέγγυα, βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση, αδυνατούσε να ασκήσει εμπορία και δεν διέθετε χρήματα στον τραπεζικό λογαριασμό που σύρθηκε η παραπάνω με αριθμό ... επιταγή, η οποία, μολονότι εμφανίσθηκε την 2.4.2004 νομότυπα και εμπρόθεσμα για πληρωμή, δεν εξοφλήθηκε ελλείψει διαθεσίμου υπολοίπου. Με τον τρόπο αυτό πέτυχαν οι άνω κατηγορούμενοι τον σκοπό τους να αποκομίσει η εταιρεία COMPULINK AE παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 264.386,78 ευρώ που καλύπτει το τίμημα των πωληθέντων εμπορευμάτων με αντίστοιχη ζημία της εγκαλούσας εταιρείας, η οποία απώλεσε και τα πωληθέντα εμπορεύματα, αφού μετά την σφράγιση της επιταγής τα γραφεία της COMPULINK AE ήταν άδεια και έτσι η εγκαλούσα εταιρεία στερήθηκε την δυνατότητα να ανακτήσει τα εν λόγω εμπορεύματα". Το υπ'αριθμ. 1312/2008 βούλευμα του συμβουλίου Εφετών δέχθηκε με καθολική αναφορά στην πρόταση του εισαγγελέα Εφετών, ότι "από τις καταθέσεις των μαρτύρων, εκτιμώμενες καθ'εαυτές και στο σύνολό τους, σε συνδυασμό με τα έγγραφα (συμπεριλαμβανομένης και της "τυπικής" εκθέσεως εφέσεως) και τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα: Στο με αριθμό 3016/25-4-2002 Φ.Ε.Κ. (Τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.) δημοσιεύθηκε ανακοίνωση της Νομαρχίας Αθηνών περί της καταχώρησης στο Μ.Α.Ε. του με αριθμό 108/20-3-2002 πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "COMΡULINK NTEWORK AE", με το οποίο το συμβούλιο αυτό συγκροτήθηκε σε σώμα και απαρτίσθηκε από τον πρώτο κατηγορούμενο Ζ ως Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο, την εκκαλούσα Χ ως Αντιπρόεδρο και τους ...., ...., ...., ... και .... ως απλά μέλη. Με το ανωτέρω πρακτικό η εκπροσώπηση της εταιρίας ανατέθηκε στον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος ορίσθηκε ότι δεσμεύει την εταιρία με μόνη την υπογραφή του κάτω από την εταιρική επωνυμία. Οι κατηγορούμενοι Ζ και Χ, με τις προαναφερόμενες ιδιότητες (του Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου ο πρώτο και της Αντ/δρου του Δ.Σ. της εταιρείας COMPULINK NETWORK AE η δεύτερη) περί τα μέσα του έτους 2001 ήλθαν σε επαφή με τους αρμοδίους επί των πωλήσεων υπαλλήλους και το νόμιμο εκπρόσωπο της εγκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία "UNISYSTEMS Συστήματα Πληροφορικής Α.Ε." .... και τους γνωστοποίησαν ότι η εταιρεία "COMPULINK AE" προτίθεται να αγοράσει από την εγκαλούσα (εταιρία) μηχανολογικό εξοπλισμό για την δημιουργία κέντρου INTERNET. Από τον ως άνω χρόνο, δηλαδή τα μέσα του έτους 2001 έως και την 30-3-2004 οι προαναφερόμενοι κατηγορούμενοι παρέστησαν ψευδώς στο νόμιμο εκπρόσωπο της εγκαλούσας εταιρείας κατά τους αρμοδίους για τις πωλήσεις υπαλλήλους της ότι η εταιρία "COMPULINK AE" είναι φερέγγυα και ότι σε τραπεζικό λογαριασμό που σύρονταν οι επιταγές της διαθέτει χρηματικά κεφάλαια ικανά να καλύψουν το τίμημα πωλήσεως και έτσι πείσθηκε ο ως άνω νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας εταιρείας να πωλήσει και παραδώσει στην εταιρία τους, εντός του έτους 2001, εμπορεύματα (ηλεκτρονικούς υπολογιστές και σχετικά υπολογιστικά συστήματα) συνολικής αξίας 264.386,78 ευρώ και να δεχθεί να παραλάβει χάριν εξόφλησης του τιμήματος πωλήσεως αντί μετρητών την μεταχρονολογημένη .... επιταγή, ποσού 264.386,78 ευρώ, που εξέδωσε ο Α' κατηγορούμενος Ζ υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της αγοράστριας εταιρείας "COMPULINI AE.", με ημερομηνία έκδοσης την 30-3-2004 σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας, πληρωτέα επί της EUROBANK ERGASIAS ΑΕ, σε χρέωση του τηρούμενου στην παραπάνω τράπεζα λογαριασμού της προαναφερόμενης εκδότριας εταιρείας, με αριθμό ...., η οποία δόθηκε μετά από διαδοχικές αντικαταστάσεις επιταγών σε αντικατάσταση της ισόποσης μεταχρονολογημένης με αριθμό .... επιταγής, που ο Α' κατηγορούμενος είχε εκδώσει υπό την παραπάνω ιδιότητά του, με ημερομηνία έκδοσης την 2/9/2002, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρείας, πληρωτέας στην ίδια τράπεζα και είχε παραλάβει ο νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας στις 31/7/2002, πειθόμενος στις ως άνω ψευδείς παραστάσεις και παραπλανηθείς ως προς την φερεγγυότητα της εκδούσας την επιταγή εταιρίας και την δυνατότητά της για πληρωμή της επίδικης επιταγής. 'Όμως οι παραστάσεις αυτές ήταν ψευδείς διότι στην πραγματικότητα η εταιρία "COMPULINK AE" σε όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα δεν ήταν φερέγγυα, βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση και αδυνατούσε να ασκήσει εμπορία και δεν διέθετε χρηματικό αντίκρισμα στον τραπεζικό λογαριασμό που σύρθηκε η παραπάνω με αριθμό .... επιταγή, η οποία μολονότι εμφανίστηκε την 2-4-2004 νομότυπα και εμπρόθεσμα για πληρωμή, δεν εξοφλήθηκε ελλείψει διαθεσίμου υπολοίπου. Με τον τρόπο αυτό πέτυχε η εκκαλούσα Χ και ο φυγόδικος συγκατηγορούμενός της Ζ τον σκοπό που επεδίωκαν, να αποκομίσει δηλαδή η εταιρεία "COMPULINK AE" παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 264.386,78 ευρώ με αντίστοιχη ζημία της εγκαλούσας εταιρείας. Η εκκαλούσα Χ κατά την απολογία της ενώπιον του Ανακριτή αρνήθηκε ότι διαβεβαίωσε τον νόμιμο εκπρόσωπο της εγκαλούσας εταιρείας ότι θα εισπράξει τα χρήματα που αντιπροσώπευαν την αξία των πωληθέντων εμπορευμάτων, ισχυρίσθηκε δε περαιτέρω ότι όλη η Ελλάδα γνώριζε ότι υπήρχαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα στην εταιρία "COMPULINK AE". Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει ανεπέρειστος και ελέγχεται ως αναληθής, -διότι είναι προφανές ότι εάν ο νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας εταιρίας γνώριζε ότι η "COMPULINK AE" βρισκόταν σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, αδυνατώντας να ανταποκριθεί στις οικονομικές υποχρεώσεις της προς τρίτους συναλλασσόμενους με αυτήν, τότε ασφαλώς και δεν θα προέβαινε στην πώληση των εμπορευμάτων που προαναφέρθηκαν, παραλαμβάνοντας χάριν εξόφλησης του τιμήματος της πώλησης μεταχρονολογημένες επιταγές αντί μετρητών.
Με τις παραδοχές αυτές υπάρχουν οι απαιτούμενες στο παρόν διαδικαστικό στάδιο σοβαρές ενδείξεις ενοχής της εκκαλούσας κατηγορουμένης για την αποδιδόμενη σ'αυτήν πράξη της απάτης με περιουσιακό όφελος άνω των 73.000 ευρώ δια βλάβης τρίτου, κατά συναυτουργία.....".
Το τελευταίο αυτό βούλευμα επιδόθηκε στην ανωτέρω στις 29-7-2008 (155 παρ. 2 στο τέλος ΚΠοινΔ) και κατ'αυτού άσκησε η ίδια στις 6-8-2008 δια δηλώσεως ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών την υπ'αριθμ. 144/2008 αναίρεση προβάλλουσα ως λόγους αναίρεσης α) 'Ελλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (93 παρ. 3 Συντ. 139, 484 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠΔ)? β) Εσφαλμένη εφαρμογή-ερμηνεία του άρθρου 386 ΠοινΚ, διότι αα) περιέχει πιστή αντιγραφή των παραδοχών του πρωτοδίκου βουλεύματος και συνεπώς δεν υπήρχε στην ουσία δευτεροβάθμια κρίση ββ) περιέχει αντιφάσεις σε αυτό σε σχέση με το πρωτόδικο και δη σε σχέση με την απάντηση στον ισχυρισμό αυτής "ότι όλη η Ελλάδα γνώριζε ότι υπήρχαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα στην COMPULINK AE" και 2) με αυτά που αμφότερα δέχονται σε σχέση με τον χρόνο που αναφέρεται στην ιδιότητά της (και του συναυτουργού της) και με την οποία φέρεται ότι τέλεσε το έγκλημα (βλ. πιο κάτω). γγ) δεν υπάρχει "γεγονός" -αφού τα δεκτά γενόμενα σε σχέση με τις επιταγές ανάγονται στο μέλλον και έτσι δεν στοιχειοθετείται απάτη.
Επίσης διότι δεν προσδιορίζει σε τι συνίσταται ακριβώς η πράξη, ως μορφή περιουσιακής διαθέσεως, της μηνύτριας ως αποτέλεσμα της παραδόσεως των επιταγών προς αυτήν (μηνύτρια), αφού τέτοια (περιουσιακή διάθεση) δεν συνιστά η λήψη των επιδίκων επιταγών.
Ότι η αιτιολογία σε σχέση με τον άνω ισχυρισμό της ενέχει αντίφαση στους κανόνες της κοινής εμπειρίας και λογικής, ότι δεν έλαβε υπόψη στοιχεία-επιχειρήματα-έγγραφα-μάρτυρες που αποδεικνύουν την ανυπαρξία ενδείξεων ενοχής της.
Ότι δεν περιέχει καμία αιτιολογία σε σχέση με την συναυτουργία.
Ενόψει των ανωτέρω-και των άρθρων 462, 463, 465, 473, 474, 482 παρ. 1, 2, 484 παρ. 1 περ. β, δ ΚΠΔ, 386 παρ. 1, 3 περ. β, 18, 19 ΠΚ- η υπό κρίση αναίρεση είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί στην ουσία.

ΙΙ) Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα περιέχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 Συντ. και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠοινΔ, όταν αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις (ή λογικά κενά) τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αποδιδομένης στον κατηγορούμενο αξιόποινης πράξης... (βλ. ΑΠ 1561/2007 ΝοΒ 2008 σελ. 1295, ΑΠ 1/2005 ολ. ΑΠ 1698/2007, ΑΠ 1668/2007 κ.α.), πράγμα που όμως αρκεί και όταν το συμβούλιο εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών που περιέχει τ' άνω στοιχεία (βλ. ΑΠ 96/20004, ΑΠ 1762/2006, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 2168/2005 ΑΠ 1608/2001, ΑΠ 2170/2003, ΑΠ 2354/2003 κ.α.)'Ετσι και επί εσφαλμένης εφαρμογής της οικείας διάταξης του ποινικού νόμου εκ πλαγίου (βλ. 958/2004, ΑΠ 282/2002 κ.α, Μπουρόπουλο Ερμ. ΚΠΔ τομ. β σελ. 199, Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, τομ. Γ (1977) 292.
Επειδή για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης (386 ΠΚ) απαιτείται εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών από την οποία σαν παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, η οποία συνιστά περιουσιακή διάθεση και από την οποία επήλθε ζημία στην περιουσία άλλου (βλ. ΑΠ 517/2003, ΑΠ 1820/2003, ΑΠ 961/2007, ΑΠ 1394/2006, ΑΠ 982/2001 κ.α.) Από τα δεκτά γενόμενα άνω πραγματικά περιστατικά καθίσταται σαφές ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχει την απαιτουμένη πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία διότι ενώ δέχεται σαφώς και ρητώς ότι "Στο με αριθμό 3016/25-4-2002 ΦΕΚ... δημοσιεύτηκε ανακοίνωση της Νομαρχίας Αθηνών περί της καταχώρησης στο Μ. ΑΕ του με αριθμό 108/20-3-2002 Πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "COMPULINK NET WORK AE", με το οποίο το συμβούλιο αυτό συγκροτήθηκε με σώμα και απαρτίστηκε από τον ............. την εκκαλούσα Χ ως Αντιπρόεδρο..." στη συνέχεια δέχεται ότι "οι κατηγορούμενοι...... και Χ με τις προαναφερόμενες ιδιότητες (..... και της Αντ/δρου του ΔΣ της εταιρίας........περί τα μέσα του έτους 2001 ήλθαν σε επαφή με τους αρμόδιους επί των πωλήσεων υπαλλήλους......... της εγκαλούσας....... και τους γνωστοποίησαν ότι η εταιρία COMPULINK AE προτίθεται να αγοράσει από την εγκαλούσα εταιρία μηχανολογικό εξοπλισμό....... Από τον ως άνω χρόνο, δηλαδή τα μέσα του έτους 2001 έως και την 30-3-2004 οι προαναφερόμενοι κατηγορούμενοι παρέστησαν ψευδώς......", ήτοι ενώ δέχεται ότι η κατηγορουμένη (και ο συναυτουργός) απέκτησε την ιδιότητα του Αντιπροέδρου (και προέδρου....) το 2002, συγχρόνως δέχεται -αντιφατικά βέβαια- ότι ενήργησαν με την άνω ιδιότητα το 2001, δηλ. σε χρόνο που δεν είχαν την άνω ιδιότητα.. Να σημειωθεί μάλιστα ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται ρητά ότι η πώληση και παράδοση των εμπορευμάτων έλαβε χώρα "εντός του έτους 2001".
'Ετσι ουσιώδης είναι ο άνω χρόνος, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι δεν γίνεται, δεκτόν ότι πρόκειται για κατεξακολούθηση τέλεση και ότι δεν καθίσταται σαφές -λόγω των μεταγενεστέρων του έτους 2001 (έως 30-3-2004) ψευδών παραστάσεων- σε τί συνίσταται η περιουσιακή διάθεση στην οποία προέβη η εγκαλούσα εταιρεία και στην οποία αποσκοπούσε η κατηγορουμένη (και ο συναυτουργός) όταν παρεδόθη η άνω επιταγή, ποιά δηλ. ήταν η πράξη ή παράλειψη στην οποία ήχθη η εγκαλούσα εταιρεία συνεπεία της πλάνης, (που οφείλεται στις άνω ψευδείς παραστάσεις) με την οποία συνδέεται αιτιωδώς η ζημία στην περιουσία της εγκαλούσα (πρ.βλ. ΑΠ 211/2008 Ποιν. Λ. σελ. 161, ΑΠ 73/2008 Ποιν. Λ. σελ. 89), την οποία δεν συνιστά η λήψη της άνω επιταγής. Είναι λοιπόν βάσιμος ο σχετικός λόγος αναίρεσης (ββ2, γγ περίπτωση β). Οι λοιποί λόγοι αναίρεσης και δη οι αα, ββ1, γγ (σε σχέση με την αιτιολογία και τη μη λήψη εγγράφων) είναι αβάσιμοι -όπως και τυχόν άλλος που τυχόν εμπεριέχεται αμέσως ή εμμέσως στην άνω έκθεση αναίρεσης διότι το γεγονός ότι αμφότερα τα συμβούλια δέχονται ότι προέκυψαν τα αυτά πραγματικά περιστατικά είναι λογικό αφού όντως αυτά προκύπτουν (πρβλ ΑΠ 719/2006, ΑΠ 380/2006 κ.α.), δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία επί επιχειρημάτων που προβάλλει ο κατηγορούμενος, τα οποία απορρίπτονται από τις αντίθετες παραδοχές του βουλεύματος (πρ βλ ΑΠ 1187/88, ΑΠ 1284/87 κ.α.), ουδέ υπάρχει η φερόμενη αντίθεση στους κανόνες της κοινής πείρας ή λογικής -αφού δεν γίνονται δεκτά πραγματικά περιστατικά που είναι αντίθετα σ'αυτές (πρβλ ΑΠ 1164/81, ΑΠ 577/80 κ.α), η φερόμενη παράσταση όντως αναφέρονται σε παρόν γεγονός "είναι φερέγγυα....." (πρ βλ. ad hoc - περίπου- ΑΠ 1032/85 ΠΧρ ΛΣΤ 75, ΑΠ 1307/96 ΠΧΡ ΜΖ 994, ΑΠ 1883/83 Π Χρ ΛΔ 664 κ.α.), έλαβε υπόψη όλα τα έγγραφα- μάρτυρες, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται ονομαστικά και συγκεκριμένα αυτά και, τέλος, διότι δεν απαιτείται να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ενέργειες του κάθε συναυτουργού (βλ. ΑΠ 945/2006, ΑΠ 1944/2003, ΑΠ 1693/2001, ΑΠ 1609/99 κ.α.). Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή στην ουσία της η υπό κρίση αναίρεση, επειδή δε ο δεκτός γενόμενος λόγος αυτής δεν προσιδιάζει αποκλειστικά στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας να επεκταθεί και στον συναυτουργό Ζ, και να παραπεμφθεί η υπόθεση -σε σχέση βέβαια μόνο με το έγκλημα της απάτης- στο αυτό συμβούλιο που θα απαρτιστεί από άλλους δικαστές από αυτούς που έκριναν το προσβαλλόμενο -αναιρούμενο βούλευμα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω να γίνει δεκτή η υπ'αριθμ. 144/2008 αίτηση αναίρεσης της, Χ κατά του υπ'αριθμ. 1312/2008 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, να αναιρεθεί τούτο σε σχέση με την πράξη της απάτης για αμφότερους τους κατηγορουμένους και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο αυτό συμβούλιο (Εφετών Αθηνών) που θα απαρτισθεί από άλλους δικαστές από αυτούς που έκριναν το αναιρούμενο βούλευμα. Αθήνα 6 Οκτωβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑθανάσιος Κ. Κονταξής
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ "Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον παθόντα συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 386 παράγραφος 1 του ΠΚ, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης.
Για την κακουργηματική μορφή της απάτης απαιτείται, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παράγραφος 4 του ν. 2721/1999, ο υπαίτιος είτε να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. (ήδη 15.000 ευρώ) είτε χωρίς την συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στον παθόντα να υπερβαίνει συνολικό το ποσό των 2.5000.000 δρχ. (73.000 ευρώ). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 45 ΠΚ συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος, το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο τους, δηλαδή με συναπόφασή τους την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεσή της, ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεσή της και γνωρίζει ότι και ο άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξης και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον αυτόν τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος (Ολ. ΑΠ 50/1990). Καθένας δε των συμμετόχων τιμωρείται ως αυτουργός της αξιόποινης πράξης που τέλεσαν.
Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παράγραφος 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος, υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης κατ' άρθρο 484 παράγραφος 1 στοιχ. β του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά γεγονότα ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 1312/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την υπ' αριθ. 188/18.4.2008 έφεση της αναιρεσείουσας Χ κατά του υπ' αριθ. 875/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο έχει παραπεμφθεί αυτή στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτια τέλεσης του εγκλήματος της απάτης κατά συναυτουργία με τον Ζ, σε βαθμό κακουργήματος, ήτοι για πράξη που φέρεται ότι τελέσθηκε απ' αυτούς στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από τα μέσα του έτους 2001 έως και την 30.3.2004, σε βάρος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "UNISYSTEMS Συστήματα Πληροφορικής ΑΕΕ". Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δέχθηκε, με καθολική αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, ότι "από τις καταθέσεις των μαρτύρων, εκτιμώμενες κατ' εαυτές και στο σύνολό τους, σε συνδυασμό με τα έγγραφα (συμπεριλαμβανομένης και της "τυπικής" εκθέσεως εφέσεως) και τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα: Στο με αριθμό 3016/25.4.2002 ΦΕΚ (Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) δημοσιεύθηκε ανακοίνωση της Νομαρχίας Αθηνών περί της καταχώρησης στο ΜΑΕ του με αριθμό 108/20.3.2002 πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "COMPULINK NETWORK AE", με το οποίο το συμβούλιο αυτό συγκροτήθηκε σε σώμα και απαρτίσθηκε από τον πρώτο κατηγορούμενο Ζ ως Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο, την εκκαλούσα Χ ως Αντιπρόεδρο και τους ..., ....., ...., .... και .... ως απλά μέλη. Με το ανωτέρω πρακτικό η εκπροσώπηση της εταιρείας ανατέθηκε στον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος ορίσθηκε ότι δεσμεύει την εταιρεία με μόνη την υπογραφή του κάτω από την εταιρική επωνυμία. Οι κατηγορούμενοι Ζ και Χ, με τις προαναφερόμενες ιδιότητες (του Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου ο πρώτος και της Αντιπροέδρου του ΔΣ της εταιρεία "COMPULINK NETWORK AE" η δεύτερη) περί τα μέσα του έτους 2001 ήλθαν σε επαφή με τους αρμοδίους επί των πωλήσεων υπαλλήλους και το νόμιμο εκπρόσωπο της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία "UNISYSTEMS Συστήματα Πληροφορικής ΑΕΕ", .... και τους γνωστοποίησαν ότι η εταιρεία "COMPULINK NETWORK AE" προτίθεται να αγοράσει από την εγκαλούσα (εταιρεία) μηχανολογικό εξοπλισμό για την δημιουργία κέντρου INTERNET. Από τον ως άνω χρόνο, δηλαδή τα μέσα του έτους 2001 έως και την 30.3.2004 οι προαναφερόμενοι κατηγορούμενοι παρέστησαν ψευδώς στο νόμιμο εκπρόσωπο της εγκαλούσας εταιρείας και τους αρμοδίους για τις πωλήσεις υπαλλήλους της ότι η εταιρία "COMPULINK ΑΕ" είναι φερέγγυα και ότι σε τραπεζικό λογαριασμό που σύρονταν οι επιταγές της διαθέτει χρηματικά κεφάλαια ικανά να καλύψουν το τίμημα πωλήσεως και έτσι πείσθηκε ο ως άνω νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας εταιρείας να πωλήσει και παραδώσει στην εταιρεία τους, εντός του έτους 2001, εμπορεύματα (ηλεκτρονικούς υπολογιστές και σχετικά υπολογιστικά συστήματα) συνολικής αξίας 264.386,78 ευρώ και να δεχθεί να παραλάβει χάριν εξοφλήσεως του τιμήματος πωλήσεως αντί μετρητών την μεταχρονολογημένη ..., ποσού 264.386,78 ευρώ, που εξέδωσε ο Α' κατηγορούμενος Ζ υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της αγοράστριας εταιρείας "COMPULINΚ ΑΕ.", με ημερομηνία έκδοσης την 30-3-2004 σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας, πληρωτέα επί της EUROBANK ERGASIAS ΑΕ, σε χρέωση του τηρούμενου στην παραπάνω τράπεζα λογαριασμού της προαναφερόμενης εκδότριας εταιρείας, με αριθμό ...., η οποία δόθηκε μετά από διαδοχικές αντικαταστάσεις επιταγών σε αντικατάσταση της ισόποσης μεταχρονολογημένης με αριθμό ....επιταγής, που ο Α' κατηγορούμενος είχε εκδώσει υπό την παραπάνω ιδιότητά του, με ημερομηνία έκδοσης την 2/9/2002, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρείας, πληρωτέας στην ίδια τράπεζα και είχε παραλάβει ο νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας στις 31/7/2002, πειθόμενος στις ως άνω ψευδείς παραστάσεις και παραπλανηθείς ως προς την φερεγγυότητα της εκδούσας την επιταγή εταιρίας και την δυνατότητά της για πληρωμή της επίδικης επιταγής. 'Όμως, οι παραστάσεις αυτές ήταν ψευδείς, διότι στην πραγματικότητα η εταιρία "COMPULINK AE" σε όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα δεν ήταν φερέγγυα, βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση και αδυνατούσε να ασκήσει εμπορία και δεν διέθετε χρηματικό αντίκρισμα στον τραπεζικό λογαριασμό που σύρθηκε η παραπάνω με αριθμό .... επιταγή, η οποία μολονότι εμφανίστηκε την 2-4-2004 νομότυπα και εμπρόθεσμα για πληρωμή, δεν εξοφλήθηκε ελλείψει διαθεσίμου υπολοίπου. Με τον τρόπο αυτό πέτυχε η εκκαλούσα Χ και ο φυγόδικος συγκατηγορούμενός της Ζ τον σκοπό που επεδίωκαν, να αποκομίσει δηλαδή η εταιρεία "COMPULINK AE" παράνομο περιουσιακό όφελος, ύψους 264.386,78 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία της εγκαλούσας εταιρείας. Η εκκαλούσα Χ κατά την απολογία της ενώπιον του Ανακριτή αρνήθηκε ότι διαβεβαίωσε τον νόμιμο εκπρόσωπο της εγκαλούσας εταιρείας ότι θα εισπράξει τα χρήματα που αντιπροσώπευαν την αξία των πωληθέντων εμπορευμάτων, ισχυρίσθηκε δε περαιτέρω ότι όλη η Ελλάδα γνώριζε ότι υπήρχαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα στην εταιρία "COMPULINK AE". Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει ανεπέρειστος και ελέγχεται ως αναληθής, διότι είναι προφανές ότι εάν ο νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας εταιρίας γνώριζε ότι η "COMPULINK AE" βρισκόταν σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, αδυνατώντας να ανταποκριθεί στις οικονομικές υποχρεώσεις της προς τρίτους συναλλασσομένους με αυτήν τότε ασφαλώς και δεν θα προέβαινε στην πώληση των εμπορευμάτων που προαναφέρθηκαν, παραλαμβάνοντας χάριν εξόφλησης του τιμήματος της πώλησης μεταχρονολογημένες επιταγές αντί μετρητών. Με τις παραδοχές αυτές υπάρχουν οι απαιτούμενες στο παρόν διαδικαστικό στάδιο σοβαρές ενδείξεις ενοχής της εκκαλούσας - κατηγορουμένης για την αποδιδομένη σ' αυτήν πράξη της απάτης με περιουσιακό όφελος άνω των 73.000 ευρώ για βλάβης τρίτου, κατά συναυτουργία". Με τις ως άνω παραδοχές, όμως, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχει την απαιτουμένη πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία, διότι, ενώ δέχεται σαφώς και ρητώς ότι "στο με αριθμό 3016/25.4.2002 ΦΕΚ δημοσιεύθηκε ανακοίνωση της Νομαρχίας Αθηνών περί της καταχώρησης στο ΜΑΕ του με αριθμό 108/20.3.2002 πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "COMPULINK NETWORK AE", με το οποίο το συμβούλιο αυτό συγκροτήθηκε σε σώμα και απαρτίστηκε από τον ......... την εκκαλούσα Χ, ως Αντιπρόεδρο ......." στη συνέχεια δέχεται ότι "οι κατηγορούμενοι ........ και Χ με τις προαναφερόμενες ιδιότητες (....... Και της Αντιπροέδρου του ΔΣ της εταιρείας ........) περί τα μέσα του έτους 2001 ήλθαν σε επαφή με τους αρμόδιους επί των πωλήσεων υπαλλήλους ..... της εγκαλούσας ...... και τους γνωστοποίησαν ότι η εταιρεία "COMPULINK NETWORK AE" προτίθεται να αγοράσει από την εγκαλούσα εταιρεία μηχανολογικό εξοπλισμό ....... Από τον ως άνω χρόνο, δηλαδή από τα μέσα του έτους 2001 έως και την 30.3.2004 οι προαναφερόμενοι κατηγορούμενοι παρέστησαν ψευδώς ......", δηλονότι, ενώ δέχεται ότι η κατηγορουμένη (και ο συναυτουργός) απέκτησαν την ιδιότητα της Αντιπροέδρου (και του Προέδρου αντίστοιχα) της προαναφερόμενης αγοράστριας εταιρείας το 2002, συγχρόνως δέχεται, κατ' αντιφατικό τρόπο, ότι ενήργησαν με την ως άνω ιδιότητα το 2001, δηλαδή σε χρόνο που δεν είχαν την ως άνω ιδιότητα, που θα δικαιολογείτο με την παραδοχή ότι είχαν ενεργό ανάμειξη και κατ' ουσίαν εκπροσωπούσαν από τα μέσα του έτους 2001 την ως άνω αγοράστρια των εμπορευμάτων της εγκαλούσας, πράγμα το οποίο, όμως, εν προκειμένω δεν αναφέρεται. Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται ρητά ότι η πώληση έλαβε χώρα "εντός του έτους 2001". Προς τούτοις, δεν προσδιορίζονται καθ' οιονδήποτε τρόπο τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της αποδιδόμενης στους δύο προαναφερόμενης αξιόποινης πράξης της κακουργηματικής απάτης κατά συναυτουργία, δηλονότι στοιχεία του κοινού τους δόλου και της σύμπραξής τους στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως (αν καθένας αυτών πραγμάτωσε την όλη αντικειμενική υπόσταση του προαναφερομένου εγκλήματος ή ότι το έγκλημα αυτό πραγματώθηκε με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις τους, ταυτόχρονες ή διαδοχικές). Υπάρχει, συνεπώς, αντίφαση και ασάφεια ως προς την έκθεση των περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση για τη θεμελίωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της πράξης για την οποία παραπέμπεται η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη (και ο συναυτουργός της) και για τον λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς το αν εφαρμόστηκαν ορθώς τα άρθρα 45, 386 παρ. 1 και 3 του ΠΚ. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 484 παράγραφος 1 στοιχ. β και δ του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμοι και πρέπει κατά παραδοχή αυτών - ενώ παρέλκει μετά ταύτα η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως - να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ. Το αποτέλεσμα δε τούτο πρέπει, ενόψει του ότι οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως δεν προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας, να επεκταθεί και στον συναυτουργό Ζ, που δεν άσκησε αναίρεση κατά του προσβαλλομένη βουλεύματος. Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, αναφορικά μόνο με το έγκλημα της απάτης, για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που έχουν αποφανθεί προηγουμένως (άρθρα 485 παράγραφος 1 και 519 παράγραφος 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθ. 1312/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ως προς το μέρος που αφορά την αναιρεσείουσα Χ.

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω μέρος της, για νέα κρίση στο αυτό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που αποφάνθηκαν προηγουμένως. Και Επεκτείνει το αποτέλεσμα τούτο και ως προς τον κατηγορούμενο συναυτουργό Ζ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 2009.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή