Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 69 / 2020    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 69/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Τζανακάκη, Αντώνιο Τσαλαπόρτα, Ελένη Φραγκάκη και Θεόδωρο Μαντούβαλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Μαρτίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Μ. Φ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευγενία Στάμου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ", 2) υπό ειδική εκκαθάριση τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ ΣΥΝ Π.Ε.", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΕ", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την ίδια και ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΝΕΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", 4) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα και 5) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ALPHA BANK", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την ίδια και ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", εκ των οποίων η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Σαραντόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, η 3η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Χονδρόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, η 4η εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παρασκευή Χαριάτη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώ οι 2η και 5η δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-9-2013 αίτηση του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Καρπάθου.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 292/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 19-1-2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Θεόδωρο Μαντούβαλο, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία αφορά αίτηση του οφειλέτη αναιρεσείοντος για ρύθμιση των χρεών του έναντι των πιστωτριών αυτού Τραπεζών (αναιρεσιβλήτων), κατά το Ν. 3869/ 2010 που εκδικάσθηκε κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας των άρθρ. 739 επ. ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 3869/2010, εκδόθηκε ερήμην της πρώτης, τέταρτης και πέμπτης των ήδη αναιρεσιβλήτων και αντιμωλία των λοιπών. Εφόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 14 του Ν. 3869/2010, δεν είναι δεκτική κατά νόμο ανακοπής ερημοδικίας είναι δεκτική ασκήσεως κατ' αυτής αιτήσεως αναιρέσεως (ΚΠολΔ 552, 553), η οποία, όπως εν προκειμένω, πρέπει να απευθύνεται κατά των άλλων στην πρωτόδικη δίκη διαδίκων (ΚΠολΔ 762, 769). Κατά τη διάταξη του άρθρου 576 § 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τον αναιρεσείοντα: α) υπ' αριθμ. .../10-1-2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Δωδεκανήσου Σ. Τ. και β) .../9-1-2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Σ. Τ., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην δεύτερη και πέμπτη των αναιρεσιβλήτων. Κατά συνέπεια, εφόσον, σύμφωνα με τα πρακτικά, αυτές δεν εμφανίστηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, ούτε κατέθεσαν δήλωση (ΚΠολΔ 242 § 2 και 573 § 1), πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία τους, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 576 § 2 ΚΠολΔ.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 85 § Α1 Ν. 3995/2011, "φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για να επιτευχθεί η ρύθμιση των οφειλών του υπερχρεωμένου οφειλέτη προς τους πιστωτές του και η απαλλαγή του, πρέπει αυτός να μη περιήλθε σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των χρηματικών οφειλών του με δόλιο τρόπο. Την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό της πιο πάνω διάταξης και αυτών των άρθρων 330 ΑΚ και 27 § 1 ΠΚ, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό (άμεσος και ενδεχόμενος δόλος). Ειδικότερα πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνο, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε άμεσα ή ενδεχόμενα κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από έντονη δική του υπαιτιότητα (δόλος υπό τις άνω διακρίσεις) βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, η συνεπεία του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανισθεί μετά την ανάληψη του χρέους, αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή αναλαμβάνοντας το χρέος γνωρίζει ότι ενόψει των εισοδημάτων του και των εν γένει αναγκών του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος όπως επίσης και η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου (ΑΠ 286/2017, ΑΠ 153/2017). Ο δόλος αποτελεί αόριστη νομική έννοια και άρα ελέγχεται αναιρετικά η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας για το αν τα περιστατικά που έγιναν ανελέγκτως δεκτά απ' αυτό υπάγονται ή όχι στη νομική έννοια του δόλου (ΑΠ 755/2018, 1299/2015), ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ (ή του άρθρου 560 αρ. 1 και 6 ιδ.κ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 560 αρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ, "κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών...". Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 § 1 ΚΠολΔ. Ενώ, κατά την έννοια του ίδιου άρθρου 560 αρ. 1 εδ. β' ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει λόγο αναίρεσης μόνο αν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, δηλαδή, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει εσφαλμένα να χρησιμοποιήσει διδάγματα κοινής πείρας, ήτοι τις αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την επαγγελματική ενασχόληση, για να βρει την έννοια κάποιου κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ' αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, όχι, όμως, και όταν χρησιμεύουν για την εξακρίβωση από το δικαστήριο της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν, γιατί, στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη κατ' άρθρ. 561 § 1 ΚΠολΔ. Πρέπει, συναφώς, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ποία συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας παραβιάστηκαν, ο κανόνας δικαίου, στην εξειδίκευση του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα και σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίαση. Επιπροσθέτως, πρέπει να αναφέρεται ο τρόπος, κατά τον οποίο παραβιάστηκαν τα διδάγματα αυτά, καθώς και η, κατά τον αναιρεσείοντα, ορθή έννοια του κανόνα δικαίου, ο οποίος προκύπτει απ' αυτά που το δικαστήριο, εσφαλμένα, χρησιμοποίησε (ΑΠ 515/2018, ΑΠ 704/2017).
Στην εξεταζόμενη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου που δίκασε ως Εφετείο, με την πληττόμενη 292/2017 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του (ΚΠολΔ 561 § 1), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά το μέρος που ενδιαφέρει στην προκείμενη δίκη: "...Εκ των ανωτέρω, προκύπτει ότι κατά τα τελευταία έτη ο αιτών-εκκαλών προέβη σε υπερβολικό και υπέρμετρο δανεισμό, αφού για το ως άνω αναφερόμενο περιουσιακό του στοιχείο, ήτοι το οικόπεδο μετά της επ' αυτού παλαιάς οικίας, εμβαδού μέτρων τετραγωνικών 100, εμβαδού του οικοπέδου 2.119,26 τ.μ., που βρίσκεται στο ... έχει δανεισθεί με επισκευαστικά και στεγαστικά δάνεια ποσό συνολικού ύψους 323.710,73 ευρώ, ποσό το οποίο είναι δυσανάλογο για το παραπάνω περιουσιακό στοιχείο. Ο ισχυρισμός του αιτούντος - εκκαλούντος ότι αναγκάστηκε να το επισκευάσει δύο φορές, λόγω της καταστροφής του, από τις πλημμύρες και τις εν γένει καιρικές συνθήκες δεν κρίνεται πειστικός και δεν αποδεικνύεται, διότι από την προσκομιζόμενη από τον αιτούντα τεχνική έκθεση και τις σχετικές φωτογραφίες του ακινήτου, διαπιστώνεται ότι βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση και χρήζει επισκευών και συντήρησης, ενώ σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και της κοινής πείρας, αν το ανωτέρω ποσό είχε δαπανηθεί για την εν λόγω οικία, αυτή θα ήταν πλήρως λειτουργική αν όχι πολυτελής σήμερα, και όχι στην κατάσταση που εμφαίνεται στις προσκομιζόμενες φωτογραφίες. Άλλωστε, το ποσό του δανεισμού του αιτούντος - εκκαλούντος δεν είναι σε συνάρτηση με την αντικειμενική αξία του ακινήτου, η οποία σήμερα δεν ξεπερνά τις 23.000 ευρώ. Ακολούθως, ο εκκαλών προέβη σε δανεισμό μέσω καρτών και καταναλωτικών δανείων ύψους 56.382,28 ευρώ τα οποία και δαπάνησε για τη διαβίωσή του πέραν του μισθού του, υπερβαίνοντας ούτω κατά πολύ την οικονομική δυνατότητα που προήρχετο μόνο από το μισθό του, ο οποίος καίτοι ήταν πολύ υψηλός μέχρι και το 2011, ενόψει του υπέρμετρου δανεισμού του εκ των προαναφερόμενων συμβάσεων δανείων (καταναλωτικών, στεγαστικών κλπ) εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να καλύψει το συνολικό ύψος του δανεισμού του που ανερχόταν σε 380.093,01 ευρώ. Η οικονομική αδυναμία του εκκαλούντος ήταν, μετά βεβαιότητας, επερχόμενη, αφού η σύζυγός του δεν είχε οιοδήποτε εισόδημα, ο ίδιος ήταν κοντά σε ηλικία συνταξιοδότησης, και για το λόγο αυτό οι συντάξιμες αποδοχές του θα μειώνονταν σε κάποιο βαθμό, γνώριζε ότι δεν θα έπαιρνε το εφάπαξ βοήθημα, ως υπάλληλος με καθεστώς ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, και κατά συνέπεια ο μισθός του τότε, αν και υψηλότερος, δεν θα επαρκούσε για την κάλυψη του συνόλου των δανειακών του υποχρεώσεων. Ως εκ τούτου, οι μειώσεις που επακολούθησαν απλώς επιδείνωσαν και το εις το παρελθόν μη διαχειρίσιμο χρέος του εκκαλούντος σύμφωνα με το μισθό του, δηλαδή το μοναδικό εισόδημά του. Έτι περαιτέρω, το ανωτέρω συμπέρασμα προκύπτει και από το πλήθος των δανειακών συμβάσεων που συνήψε με κάθε τραπεζική εταιρία ο εκκαλών, αλλά και το πλήθος των τραπεζικών εταιριών με τις οποίες συμβλήθηκε. Η μη ορθή διαχείριση των οικονομικών του τον οδήγησαν στη μη αποπληρωμή των χρεών του, αφού το ύψος του δανεισμού του είναι πολλαπλάσιο του ετησίου εισοδήματός του. Από τα παραπάνω, συνάγεται ότι ο εκκαλών για πολλά έτη προέβαινε συνεχώς σε υπέρμετρο δανεισμό για την επίτευξη επιπέδου διαβίωσης ανώτερου από τις οικονομικές του δυνατότητες. Ειδικότερα, προκύπτει ότι ο εκκαλών δεν επέδειξε συμπεριφορά συνετού καταναλωτή, ανεξάρτητα από το τρόπο προώθησης από την πλευρά των πιστωτικών ιδρυμάτων των προϊόντων τους, αφού παρά το ύψος της υποχρέωσης που ανέλαβε με τη λήψη στεγαστικού δανείου προς την τρίτη εφεσίβλητη τράπεζα, συνέχιζε να δανείζεται και να παρέχει εγγυήσεις για δάνεια τρίτων, παρότι διέβλεπε ως ενδεχόμενη την αδυναμία της αποπληρωμής των υποχρεώσεών του στο μέλλον, αποδεχόμενος το τελευταίο αυτό, καθόσον αναφορικά με τον ισχυρισμό της πρώτης και τρίτης των εφεσίβλητων πιστωτριών Τραπεζών περί δόλιας περιέλευσής του στην σημερινή κατάσταση της υπερχρέωσης, ο ίδιος δεν ανταπέδειξε ότι κατά την ανάληψη των επίδικων οφειλών του, ανέμενε ή ήλπιζε σε μεταγενέστερη βελτίωση των οικονομικών του, ώστε να υπάρχει δυνατότητα αποπληρωμής τους, ούτε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προέκυψε κατά τον ίδιο παραπάνω χρόνο αναμενόμενη βελτίωση των εισοδημάτων του αιτούντος -εκκαλούντος, ο οποίος δεν διαθέτει άλλους πόρους εισοδημάτων πέραν του επαγγέλματος του... Στην προκειμένη περίπτωση, υφίσταται ενδεχόμενος δόλος του εκκαλούντος για την περιέλευσή του σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, διότι συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών, και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, προβαίνοντας στη σύναψη των σχετικών δανειακών συμβάσεων, επειδή έκρινε ότι η σκοπούμενη γι' αυτόν ωφέλεια από την χρήση των δανειακών κεφαλαίων σαφώς υπερείχε των συνεπειών που επαπειλούνται από την επέλευση του κινδύνου... Η ανωτέρω καταναλωτική συμπεριφορά οδηγεί το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι ο εκκαλών, γνωρίζοντας ότι δεν ανέμενε αύξηση των εισοδημάτων του, προέβλεψε την αδυναμία του να αποκριθεί στην πληρωμή των χρεών του και παραταύτα αποδέχτηκε το ως άνω αποτέλεσμα, διογκώνοντας αλόγιστα το παθητικό της περιουσίας του, αψηφώντας τις συνέπειες. Περιήλθε λοιπόν, σε δόλια αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, καθώς προέβη σε ενέργειες που εν γνώσει του χειροτέρευσαν την οικονομική του κατάσταση...". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το παραπάνω δικαστήριο απέρριψε κατ' ουσίαν την από 23-6-2016 έφεση του αιτούντος - αναιρεσείοντος κατά της 5/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Καρπάθου, το οποίο δικάζον την από 9-9-2013 αίτηση του αναιρεσείοντος για ρύθμιση των οφειλών του κατά τις διατάξεις του Ν. 3869/2010, απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατ' αποδοχή της ένστασης των πιστωτριών τραπεζών περί δόλιας περιέλευσης του οφειλέτη σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών, κρίνοντας ότι αυτός δολίως περιήλθε σε κατάσταση αδυναμίας των ληξιπρόθεσμων πληρωμών του.
Ήδη, ο αναιρεσείων οφειλέτης, με το πρώτο λόγο αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος αυτού, προσάπτει στην πληττόμενη απόφαση πλημμέλεια, από τον αρ. 1 εδ. α' του άρθρου 560 ΚΠολΔ, που συνίσταται στο ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του δόλου και την υπαγωγή στην ορθή έννοια αυτού των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς, παραβίασε, μέσω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής, το άρθρο 1 § 1 του Ν. 3869/2010, καθώς και τη διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ, κατά την ορθή έννοια των οποίων απαιτείται, για τη δόλια περιέλευση του υπερχρεωμένου οφειλέτη σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών, άμεσος δόλος αυτού και, ειδικότερα, εξαπάτηση εκ μέρους του, ως δανειολήπτη, των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος από το οποίο δανειοδοτήθηκε με την προσκόμιση πλαστών στοιχείων ή απόκρυψη των υποχρεώσεών του, που δεν έχουν καταχωριστεί στις βάσεις δεδομένων που αξιοποιούν οι τράπεζες για την οικονομική συμπεριφορά των πελατών τους, αποκλείοντας ότι συντρέχει κάτι τέτοιο (δόλια περιέλευση σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών) σε περίπτωση ενδεχόμενου δόλου ή παράλειψης των υπαλλήλων των πιστωτικών ιδρυμάτων να ενεργήσουν έρευνα της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη πριν από τη χορήγηση της πίστωσης. Το ως Εφετείο δικάσαν Δικαστήριο, με το να οδηγηθεί στην προαναφερθείσα κρίση, κατά την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του δόλου και την υπαγωγή στην ορθή έννοια αυτού των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς, δεν παραβίασε, ευθέως τις ανωτέρω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου του ΑΚ και του Ν. 3869/2010, τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς. Ειδικότερα, όπως αναπτύχθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το στοιχείο του δόλου, δύναται να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη αυτής, ο δόλος μπορεί να είναι άμεσος ή ενδεχόμενος, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό, αξίωση δε πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος όπως επίσης και η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη δεν απαιτούνται ως μη ανταποκρινόμενα στο πνεύμα του νόμου. Εφόσον δε (το ως Εφετείο δικάσαν Δικαστήριο), με βάση την προπεριγραφείσα στην απόφασή του καταναλωτική συμπεριφορά του αναιρεσείοντος που δέχθηκε ανέλεγκτα ότι αποδείχθηκε, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αναιρεσείων, γνωρίζοντας ότι δεν ανέμενε αύξηση των εισοδημάτων του, προέβλεψε την αδυναμία του να αποκριθεί στην πληρωμή των χρεών του και παραταύτα αποδέχτηκε το ως άνω αποτέλεσμα, διογκώνοντας αλόγιστα το παθητικό της περιουσίας του, αψηφώντας τις συνέπειες και ούτω περιήλθε σε δόλια αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, καθώς προέβη σε ενέργειες που εν γνώσει του χειροτέρευσαν την οικονομική του κατάσταση, ορθά ερμήνευσε τη νομική έννοια του δόλου και υπήγαγε στην ορθή έννοια αυτού τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος αυτού πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ο ίδιος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του, από το άρθρο 560 αρ. 1 εδ. β' ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε και τα διδάγματα κοινής πείρας, είναι απορριπτέος πρωτίστως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ποια συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας παραβιάστηκαν. Ενώ, οι επικαλούμενες από τον αναιρεσείοντα στον ίδιο λόγο αναίρεσης πλημμέλειες εκ του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο ούτε από την επ' ακροατηρίω διαδικασία αποδείχθηκε δόλος στο πρόσωπό του ούτε κατά την ανάληψη της δανειακής του υποχρέωσης προς τις πιστώτριες, ούτε και κατά την περιέλευσή του σε μόνιμη και μη αναστρέψιμη αδυναμία πληρωμών είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον δεν αναφέρονται στην ερμηνεία κανόνα δικαίου ή την υπαγωγή σε αυτόν πραγματικών περιστατικών αλλά στην εκτίμηση των αποδείξεων.
Με τη διάταξη του αρ. 5 του άρθρου 560 ΚΠολΔ ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" θεωρούνται, οι ισχυρισμοί των διαδίκων που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν σε θεμελίωση ή κατάργηση δικαιώματος, δικονομικού ή ουσιαστικού, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο. Κατά την ανωτέρω έννοια, δεν είναι "πράγμα" η επίκληση των αποδεικτικών μέσων και του περιεχομένου αυτών (ΑΠ 625/2008, ΑΠ 10/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι το ως Εφετείο δικάσαν Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του υπέπεσε στην από το άρθρο 560 αρ. 5 ΚΠολΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια, γιατί παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη "πράγματα" που προτάθηκαν από τον αναιρεσείοντα και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα δεν έλαβε υπόψη τα αναφερόμενα αποδεικτικά έγγραφα που επικαλέστηκε και προσκόμισε (εκκαθαριστικά σημειώματα, έξοδα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κ.α), από τα οποία προέκυπταν τα πολύ υψηλά εισοδήματά του κατά το χρόνο του δανεισμού του και η μετέπειτα κατά πολύ αύξηση του κόστους ζωής του και τα οποία αν λάμβανε υπόψη, λόγω της μεγάλης αποδεικτικής τους αξίας θα έπρεπε να απορρίψει την περί δόλου ένσταση των αναιρεσιβλήτων και να δεχθεί την αίτησή του. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με τα παραπάνω, καθόσον η επίκληση των αποδεικτικών μέσων και του περιεχομένου αυτών δεν αποτελούν "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 560 αρ. 5 ΚΠολΔ.
Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων, στο δημόσιο ταμείο (ΚΠολΔ 495 § 3). Διάταξη περί δικαστικής δαπάνης δεν θα περιληφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 8 § 6 εδ. β' Ν. 3869/2010, κατά το οποίο "...Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται", που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-1-2018 και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης 1/9-2-2018 αίτηση για αναίρεση της 292/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου που δίκασε ως Εφετείο.
Και Διατάζει την εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων, στο δημόσιο ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Ιανουαρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



<< Επιστροφή