Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1501 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ψευδής ανώμοτη κατάθεση, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Ψευδορκία μάρτυρα. Ψευδής ανωμοτί κατάθεση. Έννοια όρων. Δεν αποτελεί υπέρβαση εξουσίας, διότι το δικαστήριο καταδίκασε την αναιρεσείουσα για ψευδή ανωμοτί κατάθεση, επικαλούμενη ότι δεν είχε καταμηνυθεί για την πράξη αυτή, καθόσον η εν λόγω πράξη διώκεται αυτεπαγγέλτως και ο ασκήσας την ποινική δίωξη εισαγγελέας, είχε τα προς τούτο στοιχεία. Δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την απόρριψη του αιτήματος για χορήγηση ελαφρυντικών προτέρου έντιμου βίου και καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, καθόσον το Δικαστήριο προέβη στην απορριπτική του διάταξη διότι ο κατηγορούμενος είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση πλέον των έξι (6) μηνών. Επίσης, ορθός ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές άνω διατάξεις. Απορρίπτει λόγους αιτήσεων.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1501/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Χριστόφορο Κοσμίδη και Κυριακούλα Γεροστάθη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και την Γραμματέα Πελαγία Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεοφάνη Μπούνα, περί αναιρέσεως της 837/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαρτίου 2010 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 378/2010.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την 837/2010 απόφασή του καταδίκασε την αναιρεσείουσα σε συνολική ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία (3) χρόνια, για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως κατ' εξακολούθηση, της ψευδορ-κίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημίσεως κατ' εξα-κολούθηση. Κατά της αποφάσεως αυτής η αναιρεσείουσα άσκησε νομοτύπως και εμπροθέσμως την υπ' αριθ. 1594/2-3-2010 αίτηση αναιρέσεως, στην οποία περιλαμβάνονται παρα-δεκτοί λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπερι-στατωμένης αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα της διαδικα-σίας, οι οποίοι και πρέπει να ερευνηθούν κατ' ουσίαν.
Υπαίτιος των πράξεων που προβλέπονται από τα άρθρα 229 παρ. 1, 224 παρ.2 και 362-363 του ΠΚ, δηλαδή της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημίσεως, είναι, στην πρώτη περίπτωση, εκείνος που εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν, στη δεύτερη περίπτωση της ψευδορκίας μάρτυρα, εκείνος που, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει καταθέτει εν γνώσει ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια και στην τρίτη της συκοφαντικής δυσφημίσεως εκείνος που εν γνώσει της αναλήθειας ισχυρίζεται ή διαδίδει ενώπιον τρίτου ψευδές γεγονός εν γνώσει ότι τούτο δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Έτσι, για τη θεμελίωση και των τριών αυτών εγκλημάτων απαιτείται εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής στην περίπτωση του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ, ότι τα ενόρκως κατατιθέμενα είναι επίσης ψευδή στην περίπτωση του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ και ότι το δυνάμενο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου γεγονός είναι επίσης ψευδές, στην περίπτωση του άρθρου 362-363 ΠΚ. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ. Τέλος, είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού της απόφασης με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική για την αναιρεσείουσα κρίση του δέχθηκε ότι : Από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία της κατηγορουμένης και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: η κατηγορουμένη στις 1-3-2002 υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα πλημ/κών Αθηνών κατά του εγκαλούντος τις από 1-3-2002 μηνύσεις (ΑΒΜ ΙΔ2002/4559, ΙΔ2002/4560, ΙΔ 2002/4561), με τις οποίες ισχυριζόταν ότι ο εγκαλών τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις της παράβασης καθήκοντος και της εξύβρισης σε βάρος της και ειδικότερα ότι ο εγκαλών με την ιδιότητα του δασοφύλακα που υπηρετούσε στο Δασαρχείο ..., συστηματικά παραβίαζε τα καθήκοντά του με το να μην υποβάλει μηνύσεις, αν και διαπίστωνε σοβαρές δασικές παραβάσεις στην περιοχή ευθύνης του, ενώ με την τελευταία ότι εξύβρισε την κατηγορουμένη με τις φράσεις "Είσαι μεγάλη πουτάνα στην ψυχή. Δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο". Κατόπιν των ανωτέρω μηνύσεων της κατηγορουμένης ασκήθηκε σε βάρος του εγκαλούντος ποινική δίωξη για παράβαση καθήκοντος κατ' εξακολούθηση και εξύβριση και διενεργήθηκε προανάκριση από τον Πταισμα-τοδίκη .... Στα πλαίσια της προανάκρισης η κατηγορουμένη, εξεταζομένη ενόρκως ως μάρτυρας στις 110402992 ενώπιον της ως άνω προανακριτικής Αρχής, κατέθεσε μεταξύ άλλων ότι ο εγκαλών δασοφύλακας δεν είχε υποβάλει μηνύσεις αν και είχε διαπιστώσει καταπατήσεις σε δασικές εκτάσεις και ότι συστηματικά κάλυπτε τους καταπατητές δημόσιας δασικής έκτασης. Ο ήδη εγκαλών, παραπέμφθηκε για να δικαστεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, το οποίο με την 13019/2004 απόφασή του αθώωσε αυτόν (εγκαλούντα). Η εν λόγω απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (βλ. την από 16-1-2006 βεβαίωση του Πρωτοδικείου Αθηνών και το υπ' αριθμ. ... πιστοποιητικό του Αρείου Πάγου). Με βάση το σκεπτικό της ως άνω απόφασης, σε συνδυασμό με όσα προέκυψαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, προέκυψε ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στις από 1-3-2002 μηνύσεις της κατηγορουμένης κατά του εγκαλούντος και στην από 11-4-2002 κατάθεση της κατηγορουμένης , όπως αναλυτικά εκτίθενται στο διατακτικό της παρούσας, είναι ψευδή. Επίσης, αποδέχθηκε ότι η κατηγορουμένη γνώριζε ότι τα γεγονότα αυτά ήταν ψευδή και εν τούτοις τα επικαλέστηκε εν γνώσει της αναληθείας τους με σκοπό να προκαλέσει την ποινική του δίωξη. Η πρόθεση της κατηγορουμένης να καταμηνύσει ψευδώς τον εγκαλούντα προκύπτει σαφώς από την ενώπιον του Δικαστηρίου κατάθεση του τελευταίου, αλλά συνάγεται και από το γεγονός ότι μεταξύ αυτών είχαν δημιουργηθεί έντονες υπηρεσιακές διαμάχες. Εξάλλου τα γεγονότα αυτά των οποίων έλαβαν γνώση ο αρμόδιος Εισαγγελέας, ο Γραμματέας, η Πταισματοδίκης, οι συνήγοροι και όσοι άλλοι έλαβαν γνώση των μηνύσεων και της κατάθεσης, μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντα, ως πολίτη και υπαλλήλου δασαρχείου. Κατ' ακολουθίαν τούτων η κατηγορουμένη τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης κατ' εξακολούθηση, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση σε βάρος του εγκαλούντος. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί ένοχη, να της αναγνωρισθεί όμως το ελαφρυντικό του άρθρου 54 § 2α ΠΚ καθόσον προέκυψε ότι η κατηγορουμένη έζησε εις τον χρόνο που έγιναν τα ως άνω εγκλήματα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή". Περαιτέρω, το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης έχει το ακόλουθο περιεχόμενο: "
Κηρύσσει την κατηγορουμένη ένοχη του ότι στην Αθήνα: Α. Την 1η-3-2002, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος (ψευδής καταμήνυση) εν γνώσει κατεμήνυσε άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν. Ειδικότερα, κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, τις από 1-3-2002 εγκλήσεις (με Α.Β.Μ. ΙΔ2002/4559, ΙΔ2002/4560 και ΙΔ2002/4561) στις οποίες ψευδώς ανάφερε μεταξύ άλλων για τον εγκαλούντα Θ τα ακόλουθα: 1) Στην με Α.Β.Μ. 2002/5461: "...Σε απόσταση ενός μέτρου από τον κεντρικό δρόμο, έχει γίνει συστηματική ρίψη χωμάτων πολλών κυβικών σε αναδασωτέα έκταση, για την οποία ο δασοφύλακας κ. Θ δεν υπέβαλλε μήνυση και δεν έχει γίνει ουδεμία ενέργεια παρά το γεγονός ότι είναι στην αρμοδιότητά του και στην περιοχή ευθύνης του..." 2) Στην με Α.Β.Μ. 2002/4559: "...Προϊόντως του χρόνου διαπίστωσα ευθύνη του ... Κινήθηκα πεζή στην περιοχή ευθύνης του Δασοφύλακα Θ και βεβαίωσα 3 παραβάσεις για ρίψη μπάζων σε δασική έκταση πράγμα που γνωστοποίησα στο Δασοφύλακα Θ ... Αναφέρω επίσης ότι παρά τις συστάσεις μου, ο Δασοφύλακας Θ απέφευγε συστηματικά την αυτόφωρη διαδικασία στις διάφορες δασικές παραβάσεις και δεν είχε οδηγήσει κανέναν στο αυτόφωρο ... Σημειωτέον ότι εκλάπησαν από την περιοχή ευθύνης του Δασονομείου εκατοντάδες τόνοι έτοιμα καυσόξυλα τα οποία είχε υλοτομήσει η υπηρεσία αυτεπιστασίας πληρώνοντας μεγάλα χρηματικά ποσά και ο συγκεκριμένος Δασοφύλακας δεν είχε βεβαιώσει καμία παράβαση..." 3) Στην Α.Β.Μ. 2002/4560: "... Τότε ο Δασοφύλακας μου είπε επί λέξει: "Είσαι μεγάλη πουτάνα στην ψυχή. Δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο. Και δανεικά δεν ζητήσαμε από την κυρία Χ για την αγορά του καινούριου αυτοκινήτου"". Πλην όμως τα ανωτέρω ήσαν ψευδή και η κατηγορουμένη τελούσε εν γνώσει της αναληθείας των, καθόσον ο εγκαλών ουδέποτε υπέπεσε σε παράβαση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και ουδέποτε εξύβρισε την κατηγορουμένη Χ. Η κατηγορουμένη όμως κατεμήνυσε εν γνώσει της ψευδώς αυτόν προκειμένου να επιτύχει την καταδίωξή του για τις πράξεις της παράβασης καθήκοντος και της εξύβρισης. Β. Στις 11-4-2002 εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, εν γνώσει της κατέθεσε ψέματα. Συγκεκριμένα, εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον της Πταισματοδίκου ..., ενεργούσης προανάκριση, κατέθεσε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα ψευδή: "...Διαπίστωσα ότι ο Δασοφύλακας Θ, δεν είχε βεβαιώσει καταπατήσεις σε δασικές εκτάσεις οι οποίες είναι αναδασωτέες και δεν είχε υποβάλλει μηνύσεις. Αναγκάστηκα εγώ να υποβάλω μηνύσεις...Δέχτηκα ανώνυμο τηλεφώνημα το οποίο με πληροφόρησε ότι από το Δασονομείο ... χορηγήθηκε άδεια υλοτομίας ενός πευκόδενδρου εντός δημοσίου δάσους στη θέση ... που βρίσκεται στην περιφέρεια κοινότητας ... στον Δ, ο οποίος έχει καταπατήσει δημόσια δασική έκταση. Ο κ.Δ επισκέφθηκε το γραφείο του Δασονομείου και έκλεισε συνάντηση εκτός υπηρεσιακού γραφείου με τον Θ. Ο δε κ. Θ είπε επί λέξει στον Δ: "Στη δώσαμε την έγκριση υλοτομίας που ζήτησες"... Οι ενέργειες του δασοφύλακα Θ ο οποίος εκ συστήματος καλύπτει τους καταπατητές θα πρέπει να ελεγχθούν ποινικώς και πειθαρχικώς γιατί νομίζει ότι είναι ασύδοτος και μπορεί να κάνει ό,τι θέλει...". Η αλήθεια όμως την οποία η κατηγορουμένη γνώριζε αλλά απέκρυψε ήταν ότι ο εγκαλών Θ ουδέποτε παρέβη τα υπηρεσιακά του καθήκοντα.
Γ. Στις 1-3-2002 και στις 11-4-2002, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος (συκοφαντική δυσφήμηση) ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων για τον ανωτέρω εγκαλούντα ψευδή γεγονότα δυνάμενα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη αυτού και συγκεκριμένα με τις προπεριγραφείσες υπό στοιχείο (Α) του παρόντος μηνύσεις της και την υπό στοιχείο (Β) ένορκη κατάθεση ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων προσώπων (του Εισαγγελέα, του Γραμματέα, του Πταισματοδίκη, των συνηγόρων και όσων άλλων έλαβαν γνώση των μηνύσεων και της καταθέσεως τα προαναφερόμενα στα υπό στοιχεία (Α), (Β) του παρόντος ψευδή γεγονότα σε βάρος του ανωτέρω εγκαλούντα, καίτοι γνώριζε η κατηγορουμένη, ότι τα γεγονότα αυτά ήταν ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εν λόγω εγκαλούντα. Αναγνωρίζει ότι η κατηγορουμένη έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (αρ. 84 § 2α ΠΚ). Με τις παραδοχές αυτές, με την αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελεί ενιαίο όλο περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός από τα τυπικά στοιχεία, πλήρως τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφα-ση αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο της αναιρεσείουσας, τόσο ως προς τη διάπραξη των αδικημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα, όσο και της συκοφαντικής δυσφημίσεως, της γνώσης δηλαδή της αναιρεσείουσας ότι οι από 1-3-2002 τρεις (3) μηνύσεις της, τις οποίες υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών εναντίον του δασοφύλακα Θ, ήταν ψευδείς και ότι τις υπέβαλε με σκοπό να επιτύχει την ποινική καταδίωξη του ως άνω δασοφύλακα, παραθέτοντας τα περιστατικά που δικαιολογούν τη γνώση της αυτή και εξειδικεύοντας τον απαιτούμενο για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος αυτού υπερχειλή δόλο. Αλλά και τη γνώση ότι τα όσα κατέθεσε ενόρκως εξεταζόμενη στις 11-4-2002 ενώπιον της Πταισμα-τοδίκου ... για τον παραπάνω εγκαλούντα δασοφύλακα που αφορούσαν παράβαση των υπηρεσιακών καθηκόντων του ήσαν ψευδή παραθέτοντας τα περιστατικά που δικαιολογούν τη γνώση της αυτή. Περαιτέρω, αναφέρονται στην απόφαση τα περιστατικά που δικαιολογούν τη γνώση της αναλήθειας των καταγγελθέντων ενώπιον του Εισαγγελέα και των κατατεθέντων ενώπιον της Πταισματοδίκου και ότι με τα ψευδή αυτά γεγονότα προσβάλλεται η τιμή και η υπόληψη του εγκαλούντος. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστα-τωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και ιδίως σε σχέση με το στοιχείο του δόλου των παραπάνω εγκλημάτων, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠΔ σαφώς προκύπτει ότι, εάν το Δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της κρίσης περί της ενοχής του κατηγορουμένου έλαβε υπόψη έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση στο ακροατήριο, δημιουργείται, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ', απόλυτη ακυρότητα ιδρύουσα τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως γιατί παραβιάζεται η άσκηση του παρεχόμενου από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματος εκείνου να προβεί σε δηλώσεις και επεξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αναγνώσθηκαν, μεταξύ των άλλων και η υπ' αριθμ. 86057/2009 πρωτόδικη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καθώς και τα πρακτικά αυτής στα οποία όμως περιλαμβάνεται και η υπ' αριθμ. 13019/2004 απόφαση, η οποία και αναγνώσθηκε.
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο η αναιρεσείουσα παραπονείται για απόλυτη ακυρότητα διότι το Δικαστήριο έκρινε περί της ενοχής της στηριζόμενο στο παραπάνω έγγραφο το οποίο δεν αναγνώσθηκε, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Εξάλλου, αυτή (αναιρεσείουσα) ήταν παρούσα κατά την εκδίκαση της υποθέσεως και της παρασχέθηκε η δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το περιεχόμενο του παραπάνω εγγράφου. Κατ' ακολουθία, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέ-σεως να απορριφθεί και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 1594/2-3-2010 αίτηση της Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της 837/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Σεπτεμβρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή