Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Αναιρέσεως παραδοχή, Αναιρέσεως πρόσθετοι λόγοι, Ηθική αυτουργία, Απιστία, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Πολιτική αγωγή.
Περίληψη:
1. Το ΤΑΑΣ έπρεπε να αποβληθεί από την ποινική διαδικασία, κατ' αυτεπάγγελτο έρευνα του δικαστηρίου, αδιάφορα της μη προβολής σχετικής ενστάσεως αποβολής εκ μέρους του κατηγορουμένου (ΑΠ 2409/2009), για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως και συνεπώς, λόγω της ως παραπάνω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, συνέτρεξε απόλυτη ακυρότητα της ποινικής διαδικασίας και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, προβαλλόμενος συναφής τέταρτος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως, είναι βάσιμος. 2. Η γενόμενη ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση της έγγραφης απολογίας του αναιρεσείοντος στον Ανακριτή, προσβάλλει το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης τούτου, παραβιάζει την αρχή της αμεσότητας της διαδικασίας που εξασφαλίζει η προφορική απολογία και επέφερεν απόλυτη ακυρότητα της ποινικής διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, ανεξάρτητα από τη μη προβολή αντιρρήσεων για την ανάγνωσή της εκ μέρους του κατηγορουμένου. Συνεπώς, και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ προβαλλόμενος συναφής πρόσθετος λόγος αναιρέσεως του άνω αναιρεσείοντος είναι βάσιμος.
ΑΡΙΘΜΟΣ 824/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Τακτικού Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Νικολάου Ζαΐρη),- Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Γεωργίου Αδαμόπουλου) και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαΐου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σταύρου Μαντακιοζίδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου,για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Κ. του Δ., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Παπαδημητρίου, περί αναιρέσεως της 977/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγον: ΤΑΜΕΙΟ ΑΡΩΓΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ, που εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Παπαϊωάννου.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Απριλίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 18 Δεκεμβρίου 2012 προσθέτους λόγους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 579/12.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 256 ΠΚ, ( απιστία σχετική με την υπηρεσία), ο υπάλληλος που κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή την διαχείριση φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων ή οποιονδήποτε εσόδων ελαττώνει εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, τη δημόσια, τη δημοτική ή την κοινοτική περιουσία, της οποίας η διαχείρισή του είναι εμπιστευμένη, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν η ελάττωση είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: αα) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και η ελάττωση της περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερη συνολικά των 15.000 ευρώ ή ββ) το αντικείμενο της πράξης έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των 30.000 ευρώ. (Το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, ενώ το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ με το άρ. 25 του ν. 4055/2012).
Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας περί την υπηρεσία απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικώς: αντικειμενικώς μεν η, με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας του εισπράττοντος ή διαχειριζόμενου την περιουσία του Δημοσίου υπαλλήλου, ελάττωση της δημόσιας κλπ περιουσίας, η διαχείριση της οποίας είναι εμπιστευμένη στον υπάλληλο, η ελάττωση να λαμβάνει χώρα κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή κατά τη διαχείριση των φόρων, των δασμών, των τελών ή άλλων φορολογημάτων ή των οιωνδήποτε εσόδων, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος του υπαλλήλου (εν γνώσει, άρθρ. 27 ΠΚ), που συνίσταται στη θέλησή του να ελαττώσει τη δημόσια κλπ περιουσία και τη γνώση του, ότι με την πράξη ή την παράλειψή του επέρχεται η ελάττωση, ως και σκοπός του να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, ανεξαρτήτως της πραγματοποιήσεώς του. Από την ίδια διάταξη, περαιτέρω, προκύπτει, ότι από τις τρεις αναφερόμενες σ' αυτήν δραστηριότητες του υπαλλήλου προηγείται ο προσδιορισμός, έπεται η είσπραξη και ακολουθεί η διαχείριση των εσόδων, που αφενός εναρμονίζονται μεταξύ τους αλλά και συνδέονται κατά χρονική ακολουθία. Έτσι, είναι προφανές ότι ο "προσδιορισμός" και η "είσπραξη" των εσόδων αναφέρονται στην εισροή αυτών στα δημόσια ταμία, οπότε από το χρόνο της εισροής τους αποτελούν το "δημόσιο χρήμα" και μέρος της δημόσιας υπηρεσίας, στην οποία ενσωματώθηκαν, η δε "διαχείρισή" τους, αναφέρεται λογικά στις διαχειριστικές πράξεις του υπαλλήλου, που λαμβάνουν χώρα μετά την εισροή των εσόδων στα δημόσια ταμεία και την ταυτόχρονη ενσωμάτωσή τους στη δημόσια περιουσία, η οποία (διαχείριση) διαρκεί εφεξής χρονικά μέχρι την εκπλήρωση του συγκεκριμένου κάθε φορά κρατικού σκοπού. Επομένως, η κατά το άρθρο τούτο "διαχείριση των εσόδων" αναφέρεται και καταλαμβάνει αναγκαίως τις διαχειριστικές πράξεις του υπαλλήλου, που έπονται της εισροής, αφού αυτή (εισροή) έχει ήδη επιτευχθεί και σκοπό έχουν (τα έσοδα) την ικανοποίηση των κρατικών αναγκών με διάθεση ή δαπάνη αυτών. Έτσι λοιπόν και, ενόψει του ότι ο σκοπός του Κράτους παραμένει στο διηνεκές ο ίδιος (είσπραξη των εσόδων - διάθεσή τους προς ικανοποίηση των αναγκών του), επιτυγχάνεται δε δια μέσου διαφορετικής κατηγορίας υπαλλήλων, άλλων κατά τον προσδιορισμό και άλλων κατά την είσπραξη, πρέπει να γίνει αναγκαίως δεκτό, ότι με τον όρο "διαχείριση των εσόδων" ο νόμος καταλαμβάνει και τις διαχειριστικές πράξεις των υπαλλήλων εκείνων, που διενεργούνται προς ολοκλήρωση του τελικού σκοπού του Κράτους, ο οποίος είναι, όπως προεκτέθηκε, η ικανοποίηση των αναγκών του, που επιτυγχάνεται με διάθεση ή δαπάνη των εσόδων του. Κατά την παραπάνω διάταξη, ως δημόσια περιουσία νοείται κάθε περιουσιακό στοιχείο του Δημοσίου, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα και το σκοπό που επιτελεί, ενώ η ελάττωση της περιουσίας του λαμβάνει χώρα κατά την υπό του υπαλλήλου διαχείριση αυτής, στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών και διακρίσεων που αναπτύσσει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του.
2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 258 ΠΚ, υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα, που έλαβε ή κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτά, τιμωρείται ... Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, που περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 ΠΚ με επαύξηση της ποινής, απαιτείται όπως το παράνομα ιδιοποιούμενο πράγμα είναι ξένο (εν όλω ή εν μέρει), το οποίο ο υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. Α' ΠΚ έλαβε ή κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα έστω κι αν είναι αναρμόδιος γι' αυτό, ιδιοποίηση δε αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου του δράστη ο οποίος συνίσταται στο ότι αυτός γνωρίζει ότι το πράγμα είναι ξένο (εν όλω ή εν μέρει) και ότι έλαβε ή κατέχει αυτό με την υπαλληλική του ιδιότητα και τη θέληση να ιδιοποιηθεί τούτο παράνομα χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Ιδιαίτερα τεχνάσματα θεωρούνται ενέργειες ή παραλείψεις που τείνουν στην εξαπάτηση της αρχής, όπως ψευδείς εγγραφές σε βιβλία, αλλοιώσεις αριθμών, έκδοση εικονικών εγγράφων, έκδοση ή χρήση ψευδών βεβαιώσεων, με τις οποίες επιδιώκεται να καταστεί δυσχερής ο έλεγχος ή να προκληθεί σύγχυση στους λογαριασμούς και γενικά ό,τι είναι κατά την κοινή πείρα επιτήδειο να εξαπατήσει ή να συγκαλύψει την παράνομη ενέργεια του υπαλλήλου.
3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 ΠΚ υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια δημόσια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης, το οποίο είναι γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα, απαιτείται αντικειμενικά, ο δράστης να είναι υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ α' και 263Α ΠΚ, αρμόδιος για τη σύνταξη ή την έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ γ' ΠΚ και βεβαίωση στο δημόσιο έγγραφο αυτό ψευδών περιστατικών, τα οποία μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες, υποκειμενικά δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του δράστη, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας) ότι ενεργεί υπό την ιδιότητα του υπαλλήλου και ότι τα βεβαιούμενα είναι ψευδή και στη θέληση ή αποδοχή αυτού, να βεβαιώσει τα ψευδή περιστατικά, που μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες. Για την κακουργηματική μορφή της ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται, κατά την παράγραφο 3, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 6 του Ν. 2721/1999, όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει άλλον παρανόμως, αλλά και το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη, να υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 € (έγινε ήδη 120.000 € με αρ. 25 παρ.1 ζ του ν. 4055/2012) .
4. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, όπως αντικ. με το άρθρο 4 παρ. 3 του ν. 1738/87, άρθρο 2 του ν. 1887/90, άρθρο 36 ν. 2172/93 και άρθρο 4 παρ. 3 εδ. α' του ν. 2408/96, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα του ΠΚ που αναφέρονται σ' αυτό, μεταξύ των οποίων και το άρθρο 258 ΠΚ (υπεξαίρεση στην υπηρεσία), εφόσον στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263 α του ΠΚ και το όφελος που πέτυχε ή επεδίωξε ο δράστης ή η ζημιά που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών, επιβάλλεται κάθειρξη, αν δε συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος, ή το αντικείμενο του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
5. Κατά τη διάταξη του άρθρου 16 παρ.2 του ν. δ. 2576/1953, οσάκις στις περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ.1 του ν. 1608/1950, το έγκλημα διαπράχθηκε κατ' εξακολούθηση δια πολλών μερικοτέρων πράξεων, δια τον κατά το αυτό άρθρο προσδιορισμό του επιτευχθέντος ή επιδιωχθέντος οφέλους του πράξαντος ή της προσγενομένης ή της οπωσδήποτε απειληθείσης ζημίας, ως επίσης δια τον προσδιορισμό του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψη το όλον περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων. Από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 242, 256 και 258 του ΠΚ, προκύπτει ότι οι θεσπιζόμενες με αυτές αξιόποινες πράξεις , διαφέρουν κατά τα συγκροτούντα την κάθε μία από αυτές στοιχεία και δύνανται να συρρέουν κατά την έννοια του άρθρου 94 του ΠΚ.
6. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθ. 977/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος αστυνομικός υπάλληλος κηρύχθηκε ένοχος, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 εδ. δ'του ΠΚ, α) υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση με ιδιαίτερα τεχνάσματα, σε βάρος του Δημοσίου, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε στο Δημόσιο είναι ιδιαίτερα μεγάλη και υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών ή 150.000 ευρώ, β) απιστίας στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, με ιδιαίτερα τεχνάσματα, σε βάρος του Δημοσίου, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε στο Δημόσιο είναι ιδιαίτερα μεγάλη και υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών ή 150.000 ευρώ και γ) ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση κατ' εξακολούθηση, σε βάρος του Δημοσίου, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε στο Δημόσιο είναι ιδιαίτερα μεγάλη και υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών ή 150.000 ευρώ, ήτοι για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 26, παρ.1 α, 27 παρ. 1, 46 παρ.1 α, 94, 98, 256 περ.γ, 258 περ.α,γ, 263 Α του ΠΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 1608/1950, όπως ισχύει, και καταδικάστηκε σε ποινή καθείρξεως πέντε ετών για καθεμία πράξη και σε συνολική ποινή καθείρξεως επτά ετών.
7. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη 977/2012 απόφασή του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που γενικώς κατ' είδος αναφέρει αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος από το έτος 1997 υπηρετεί στην Ελληνική Αστυνομία και έχει προαχθεί διαδοχικά μέχρι το άθυμο του Αστυνόμου Α'. Το έτος 1994 μετατέθηκε στο Τμήμα Αλλοδαπών Παλλήνης που άσκησε αρχικά και μέχρι το έτος 1997 καθήκοντα υποδιοικητή και στη συνέχεια μέχρι το έτος 1998 καθήκοντα διοικητή. Αμέσως μετά υπηρέτησε ως διοικητής στο Τμήμα Ασφαλείας Αμαρουσίου μέχρι τον Μάιο του 2000, οπότε μετατέθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα Ωρωπού Αττικής όπου άσκησε καθήκοντα διοικητή. Με αυτή του την ιδιότητα ως υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 13α του ΠΚ ήταν υπεύθυνος για την διαχείριση των ενσήμων του Ταμείου Αρωγής Αστυνομικών (ΤΑΑΣ) που είχαν χρεωθεί σ' αυτές τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και για την απόδοση των ποσών που εισέπραττε από τη μηνιαία ανάλωση του ενσήμου σε ειδικό λογαριασμό του ΤΑΑΣ στην Εθνική Τράπεζα. Ο κατηγορούμενος από τον Σεπτέμβριο 1997 άρχισε να μην αποδίδει στο ΤΑΑΣ το σύνολο των χρηματικών ποσών που εισέπραττε από τη διάθεση των ενσήμων του ΤΑΑΣ αλλά κρατούσε και ιδιοποιείτο παράνομα το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που εισέπραττε. Την παράνομη αυτή δραστηριότητά του συνέχισε έκτοτε επί μακρό χρόνο και μέχρι τις 29/9/2000 και έτσι ιδιοποιήθηκε το ποσό των 54.366.000 δραχμών βλάπτοντας ισόποσα την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου. Τα παραπάνω προέκυψαν μετά την έκτακτη οικονομική επιθεώρηση που ενήργησε ο αστυνομικός υποδιευθυντής Χ. Γ. σύμφωνα με τη διαταγή αριθμ. 8000/22159/19/13.11.2000 της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας. Ο άνω επιθεωρητής μετέβη στο Αστυνομικό Τμήμα Ωρωπού τον Νοέμβριο του 2000 και διαπίστωσε την ύπαρξη του άνω ελλείμματος στη διαχείριση ενσήμων του ΤΑΑΣ. Ειδικότερα σύμφωνα με τη συνταγείσα έκθεσή του με χρονολογία 27 Νοεμβρίου 2000 πριν από την ανάληψη της διοίκησης του Αστυνομικού Τμήματος Ωρωπού από τον πρώτο κατηγορούμενο και δη στις 30.4.2000 υπήρχαν στο Αστυνομικό Τμήμα ένσημα του ΤΑΑΣ συνολικής αξίας 194.000 δρχ. Στις 30.9.2000 έπρεπε να υπάρχουν ένσημα σύμφωνα με το βιβλίο διακίνησης ενσήμων, ένσημα του ΤΑΑΣ συνολικής αξίας 58.596.000 δραχμών και δη 15.700 τεμ. των 30 δρχ., 25.000 τεμάχια των 500 δρχ., 26.500 τεμ. των 100 δρχ., 6.950 τεμ. των 1000 δρχ. και 9.450 τεμ. των 5.000 δρχ. 'Εκτοτε και μέχρι την ολοκλήρωση του έργου δεν υπήρξε αγορά νέων ενσήμων του ΤΑΑΣ. Είχε δε σταλεί στο ΤΑΑΣ για ανάλωση ενσήμων του ΤΑΣΣ το ποσό των 4.230.000 δραχμών και έτσι έμενε υπόλοιπο 54.366.000 (58.596.000 - 4.230.000) δραχμών. Ο ενεργήσας την επιθεώρηση κάλεσε τον κατηγορούμενο να του δώσει για έλεγχο τα ένσημα του ΤΑΑΣ που είχε στα χέρια του και το χρηματικό ποσό που είχε εισπράξει από διάθεσή τους πλην όμως ο τελευταίος του απάντησε ότι "Δεν υπάρχει τίποτα ούτε ένσημα, ούτε χρήματα, χωρίς όμως περαιτέρω να αρνηθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο την παραλαβή και την διάθεση ενσήμων τέτοιου ποσού. Σαφής και κατηγορηματική εξ άλλου είναι η κατάθεση του παραπάνω μάρτυρος αστυνομικού ο οποίος τόσο στην κατάθεσή του στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσο και στη σημερινή αναφέρει μεταξύ άλλων ότι "βρήκα ότι πουλήθηκαν ένσημα 54.000.000 δρχ., δεν έδωσε καμία δικαιολογία, δεν είπε ότι δεν τα παρέλαβε αυτά, σε μένα δεν αρνήθηκε τίποτε, αυτά τα ένσημα τα είχε χρεωθεί, ήταν λογικό το ποσό των ενσήμων για ένα τέτοιο τμήμα, στις 31.8.2000 βρήκα τον πίνακα με 54 εκατομμύρια, τον ρώτησα δεν μου εξήγησε τίποτε, δεν αντέδρασε καθόλου, ο διοικητής ήταν υπεύθυνος για όλα, όφειλε να μου παραδώσει γι' αυτά που ήταν χρεωμένος". Τα παραπάνω ενισχύονται και από τις καταθέσεις των μαρτύρων Γ. Σ. και Α. Α. όπου ο μεν πρώτος ήταν διευθυντής του Ταμείου Αρωγής, ο δεύτερος υποδιευθυντής. Ο πρώτος μεταξύ των άλλων αναφέρει "το έλλειμμα ήταν πραγματικό, φαίνεται ότι παρέλαβε ο Κ. τα ένσημα, δεν ξέρω για εικονικές χρεώσεις, ποτέ καμία υπηρεσία δεν αμφισβήτησε τα ένσημα που έπαιρνε, ένσημα που δεν έχει στείλει το ταμείο δεν σου ζητάει χρήματα, στο Τμήμα Αλλοδαπών Παλλήνης που ήταν διοικητής ο κατηγορούμενος διαπιστώθηκε έλλειμμα 50.000.000 δρχ. και το ίδιο μεταφέρθηκε στο Α.Τ. Ωρωπού. Το έλλειμμα είναι πραγματικό δεν θα μπορούσε να είναι εικονικό, το αποκλείω, κατέληξα ότι αυτά τα χρήματα οφείλονται στο ταμείο κρίνοντας το Ταμείο, τον ισολογισμό. Ο δε δεύτερος μεταξύ άλλων αναφέρει " ο κατηγορούμενος ήταν διοικητής της υπηρεσίας και είχε αναλάβει τη διεύθυνση του ενσήμου, όταν έγινε ο έλεγχος ο Κ. επέστρεψε 5.900.000 δρχ. και έμειναν 54 εκατομμύρια. Έγιναν 27 καταθέσεις στην Τράπεζα. Έχει αποδώσει 45.000.000 δρχ., πιστεύω ότι τα παρέλαβε και αναλώθηκαν τα ένσημα γι' αυτό έκανε και τις καταβολές, δεν είναι εικονικές είναι παράτυπες. Μου προξένησε εντύπωση ότι ο κατηγορούμενος δεν διαμαρτυρήθηκε αφού με γνώριζε ... . Ο κατηγορούμενος από τη στιγμή που έγινε ο έλεγχος κατέθεσε υπέρ του Ταμείου διάφορα ποσά και εγώ (μάρτυρας) θα προτιμούσα να πάω στο Δικαστήριο, όχι να πληρώνω. Τα ένσημα τα διέθεσε ο κατηγορούμενος δηλαδή έγινε ανάλωση εισπράχθηκαν και δεν αποδόθηκαν. Το υπόλοιπο των 54.000.000 δρχ. είναι πραγματικό έλλειμμα". Για τη διάπραξη των πιο πάνω εγκλημάτων του ο κατηγορούμενος μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα. Ειδικότερα στις αρχές Ιανουαρίου 1999 το έλλειμμα που είχε προκύψει ήταν πολύ μεγάλο και υπήρχε κίνδυνος να αποκαλυφθεί. Γι' αυτό για να συνεχίσει την εγκληματική του δράση με πειθώ και φορτικότητα έπεισε τον Κ. Β. που ήταν πολιτικός υπάλληλος του Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως Αστυνομίας και υπηρετούσε στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας και με αυτή του την ιδιότητα ήταν αρμόδιος για την παρακολούθηση της κίνησης των ενσήμων του ΤΑΑΣ και ΜΤΣ και συνέταξε τους αναφερόμενους ειδικότερα στο διατακτικό πίνακες ενσήμων με ημερομηνία 9.1.1999, 11.2.1999, 17.5.1999, 19.6.1999, 13.7.1999, 9.8.1999, 17.9.1999, 9.10.1999, 13.11.1999, 15.12.1999, 1.1.2000, 13.2.2000, 16.3.2000, 21.4.2000, 26.5.2000, 20.6.2000, 3.7.2000, 10.8.2000, 13.8.2000, 19.9.2000 και 16.3.2000, 21.4.2000, 10.8.2000, 15.9.2000 και 13.10.2000 και το έγγραφο με αριθμ. πρωτ. 8015/3/284α/29.9.2000. Με τους εν λόγω είκοσι πέντε (25) πίνακες βεβαίωσε ψέματα ότι τα ένσημα του ΤΑΑΣ που αναφέρονται σ' αυτούς, τα οποία είχε διαθέσει ο κατηγορούμενος και είχε ιδιοποιηθεί το τίμημα που είχε εισπράξει από τη διάθεσή τους είχαν χρεωθεί στο ΑΤ Ηλιούπολης και το ΑΤ Αγίας Παρασκευής. Με το τελευταίο έγγραφο βεβαιώθηκε ψευδώς ότι τα ένσημα που αναφέρονται σ' αυτό συνολικής αξίας 51.275/000 δραχμών είχε δήθεν παραλάβει την ίδια ημέρα το Αστυνομικό Τμήμα Ωρωπού από το Αστυνομικό Τμήμα Ηλιούπολης λόγω αυξημένων αναγκών (αλλοδαποί κλπ), ενώ όλα τα ένσημα αυτά τα είχε διαθέσει ο κατηγορούμενος και είχε ιδιοποιηθεί παράνομα το ποσό που είχε εισπράξει από τη διάθεσή τους. Με τον τρόπο αυτό της παράπλευρης διακίνησης ενσήμων χρεώνοντας και υποχρεώνοντας το ένα Αστυνομικό τμήμα από το άλλο ο κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος προσθέτως και το γεγονός ότι δεν συντασσόταν διαβιβαστικό αποστολής ούτε έγγραφο παραλαβής ενσήμων όπως έπρεπε να τηρείται σύμφωνα με τους κανονισμούς της υπηρεσίας, απέβλεπε με τις παραπάνω εγγραφές στην συγκάλυψη της παράνομης δραστηριότητάς του και αποφυγής εντοπισμού του πραγματικού ελλείμματος από την διάθεση και είσπραξη του τιμήματος του ενσήμου για το οποίο είχε πράγματι χρεωθεί. Τούτο ενισχύεται και από την από 15.11.2000 απολογία του στον 2ο Ειδικό Ανακριτή που αναφέρει ότι ζήτησε από τον Κ.Βλάχο να τον βοηθήσει με κάποια λογιστική τακτοποίηση ώστε να μην φαίνεται το έλλειμμα στο Τμήμα Αλλοδαπών Παλλήνης όπου ήταν διαχειριστής. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στις 14 Ιουλίου 2000 κατάσχεσε ως διοικητής του Α.Τ. Ωρωπού τα ποσά των 700.000 δρχ. και 100 δολλαρίων ΗΠΑ που κατείχε ο κατηγορούμενος για πλαστογραφία αλλοδαπός Μ. S. και δεν τα κατέθεσε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων όπως είχε υποχρέωση αλλά τα ιδιοποιήθηκε παράνομα βλάπτοντας κατά τα ποσά αυτά το Ελληνικό Δημόσιο. Την παραπάνω παράνομη δραστηριότητά του άλλωστε την επιβεβαιώνει με την άνω ομολογία του στον Ανακριτή στην οποία αναφέρει μεταξύ των άλλων ότι βρέθηκε σε δύσκολη- απελπιστική οικονομική κατάσταση και ότι αφού εξάντλησε όλους τους δυνατούς τρόπους αντιμετώπισής της, του πέρασε από το μυαλό να χρησιμοποιήσει προσωρινά χρήματα από τα ένσημα που διαχειριζόταν για μικρό χρονικό διάστημα μέχρι την πώληση της επιχείρησης της συζύγου του και την πώληση του πατρικού του σπιτιού και ότι το ποσό που πήρε συνολικά από την ανάλυση των ενσήμων του ΤΑΑΣ είναι πολύ μικρότερο από αυτό που κατηγορείται δηλαδή σε 43.000.000 δραχμές. Την ύπαρξη οικογενειακού οικονομικού προβλήματος που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος από την επιχείρηση της συζύγου του ομολογεί και η τελευταία αφού στην από 22.11.2000 έκθεση ένορκης εξέτασης της ως μάρτυρος αναφέρει ότι ο σύζυγός της, της είπε ότι πήρε χρήματα από ένσημα που είχε δώσει για να αντιμετωπίσει τις ανάγκες και συγκεκριμένα 21.000.000 δρχ. από ένσημα Τμήματος Αλλοδαπών Παλλήνης και 17.000.000 δρχ. από το Πειραιά. Με την απολογία του ο κατηγορούμενος προσεπάθησε ανεπιτυχώς να ανατρέψει τα παραπάνω αρνούμενος την κατηγορία και ισχυριζόμενος ότι δεν υπήρχε πραγματικό έλλειμμα αλλά ότι τούτο οφείλεται σε εικονικές χρεώσεις που έκανε ο Κ.Β. στα Αστυνομικά Τμήματα που υπηρετούσε (κατηγορούμενος) ερχόμενος έτσι σε πλήρη αντίθεση με όσα ανωτέρω απεδείχθησαν και ομολόγησε ο κατηγορούμενος κατά την άνω απολογία του στον ανακριτή δηλώνοντας μάλιστα ενώπιόν του ότι έχει μετανιώσει για τις πράξεις του και ότι προτίθεται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να αποκαταστήσει πλήρως τη ζημιά βοηθούμενος από συγγενείς και φίλους όπως και έπραξε καταβάλλοντας το συνολικό ποσό των 27.000.000 δρχ. Κατόπιν όλων αυτών πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων που κατηγορείται.
8. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο και υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 ΚΠΔ ή όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής της κατά το άρθρο 68 ΚΠΔ.
Περαιτέρω, από τα άρθρα 63, 64, 82-84 και 87 ίδιου ΚΠΔ προκύπτει, ότι νομιμοποιείται ενεργητικώς να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων κατά την ποινική διαδικασία, εκείνος που κατά το αστικό δίκαιο δικαιούται ν' απαιτήσει αποζημίωση, ως παθών από το έγκλημα, ή χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, τέτοιος δε είναι, όπως συνάγεται από τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, εκείνος που ζημιώθηκε άμεσα από το διωκόμενο έγκλημα ή υπέστη άμεσα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από αυτό, συνεπεία υπαίτιας παρ' άλλου προσβολής δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντός του, προστατευόμενου από κανόνες δικαίου, όχι μόνον αστικής φύσεως, αλλά και διοικητικού ή ποινικού περιεχομένου, που τέθηκαν όμως όχι αποκλειστικά χάριν του γενικού συμφέροντος, αλλά και χάριν ιδιωτικών συμφερόντων. Έτσι δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής έχουν και το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν και που αφορά και έχει αντίκτυπο στην πίστη, τη φήμη και το κύρος του νομικού προσώπου και των υπηρεσιών του έναντι τρίτων. Το επιτρεπτό δε της παραστάσεως πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο, εξαρτάται και κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωση παραστάσεως και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως κρίνεται από την αποδεικτική διαδικασία. Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 του ν. 1481/1984, τα ένσημα ... και οι εισπράξεις τους θεωρούνται κατά τη διαχείρισή τους, ότι ανήκουν στο Δημόσιο και όσοι τα διαχειρίζονται είναι δημόσιοι υπόλογοι. Επίσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 52 του β.δ. της 15-5-1959 " Κανονισμού Οικονομικής Υπηρεσίας Χωροφυλακής", 16 του ν. 1481/1984 "Οργανισμού Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως" και 56 του ν. 2362/1955 " περί Δημοσίου Λογιστικού ελέγχου και δαπανών του κράτους ...", οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, καθώς και το λοιπό προσωπικό της ΕΛΑΣ στους οποίους έχει ανατεθεί μονίμως ή προσκαίρως η διαχείριση χρημάτων, αξιών ή υλικών του Δημοσίου, καθίστανται δημόσιοι υπόλογοι και ευθύνονται έναντι του Δημοσίου προς αναπλήρωση του ελλείμματος που δημιουργείται στη διαχείρισή τους από υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις τους ακόμα και αν οφείλονται σε ελαφρά αμέλεια.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης με αρ. 977/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που κατεδίκασε τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα για τις παραπάνω τρείς αξιόποινες κακουργηματικές πράξεις, στο ακροατήριο, το Ταμείο Αρωγής Αστυνομικών Υπαλλήλων (ΤΑΑΣ), δήλωσε παράσταση κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ως πολιτικών ενάγον, προς υποστήριξη και μόνον της κατηγορίας, όπως είχεν πράξει και πρωτοδίκως, και το δικαστήριο έκανε δεκτή την παράσταση αυτή και επέτρεψε την παράσταση του εν λόγω νομικού προσώπου καθόλη την ποινική διαδικασία δια του εξουσιοδοτηθέντος προς τούτο και εμφανισθέντος πληρεξουσίου δικηγόρου του Σπυρίδωνα Παπαϊωάννου, ενώ κατά το κατηγορητήριο, και οι τρεις αξιόποινες πράξεις που διώχθηκε και καταδικάστηκε ως παραπάνω ο κατηγορούμενος αστυνομικός υπάλληλος, ως διαχειριστής ενσήμων, αφορούν εγκλήματα στην υπηρεσία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, με ζημία και βλάβη αποκλειστικά σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, έναντι του οποίου είναι υπόλογοι κατά το νόμο, υπό τις περιστάσεις μάλιστα του άρθρου 1 του ν. 1608/1950. Ενόψει των προεκτεθέντων, το πολιτικώς ενάγον Ταμείο Αρωγής Αστυνομικών Υπαλλήλων(ΤΑΑΣ), δε νομιμοποιείτο ενεργητικά να παραστεί στο ποινικό δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγον, ούτε προς υποστήριξη της κατηγορίας, κατ' άρθρο 64 παρ.2 ΚΠΔ, όπως παράνομα έπραξε και έγινε δεκτό από το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού το Ταμείο τούτο(ΝΠΔΔ), είναι έμμεσα ζημιωθέν, ενώ άμεσα παθόν από τα τρία ως παραπάνω κακουργήματα στην υπηρεσία του κατηγορουμένου αστυνομικού υπαλλήλου, που στρέφονται κατά του Ελληνικού Δημοσίου και όχι και κατά του ΤΑΑΣ, και για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων ως διαχειριστής των ενσήμων, αφού κατά το προαναφερθέν άρθρο 16 του ν. 1481/1984, τα ένσημα ... και οι εισπράξεις τους θεωρούνται κατά τη διαχείρισή τους, ότι ανήκουν στο Δημόσιο και όσοι τα διαχειρίζονται είναι δημόσιοι υπόλογοι, είναι μόνον το Ελληνικό Δημόσιο που είναι δικαιούχος της χρηματικής αυτής ικανοποιήσεως ως φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί και το οποίο Δημόσιο υπέστη άμεσα και τη ζημία, το δε ΤΑΑΣ του οποίου ένσημα αφορά η απιστία και η υπεξαίρεση και η ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση του κατηγορουμένου αστυνομικού υπαλλήλου δεν ζημιώνεται, αφού τυχόν ζημία του για τα ένσημα αυτά καλύπτεται απολύτως κατά το νόμο από το Ελληνικό Δημόσιο και δεν έχει τούτο αστική αξίωση κατά του άνω υπαλλήλου, κατά του οποίου και πάλιν αστικά μπορεί να στραφεί μόνο το Ελληνικό Δημόσιο. Επομένως, το ΤΑΑΣ έπρεπε να αποβληθεί από την ποινική διαδικασία, κατ' αυτεπάγγελτο έρευνα του δικαστηρίου, αδιάφορα της μη προβολής σχετικής ενστάσεως αποβολής εκ μέρους του κατηγορουμένου (ΑΠ 2409/2009), για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως και συνεπώς, λόγω της ως παραπάνω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, συνέτρεξε απόλυτη ακυρότητα της ποινικής διαδικασίας και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, προβαλλόμενος συναφής τέταρτος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως, είναι βάσιμος.
9. Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠΔ, 6 της ΕΣΔΑ και 14 του ΔΣΑΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση ή διαμαρτυρία του κατηγορουμένου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 366 παρ.2 του ΚΠΔ, "αν όσα εκθέτει στην απολογία του ο κατηγορούμενος είναι στο σύνολό τους ή εν μέρει διαφορετικά από όσα ο ίδιος εξέθεσε στην προδικασία, είναι δυνατόν να του διαβαστούν αντίθετες περικοπές της απολογίας του κατά την ανάκριση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ανάγνωση των περικοπών και μόνον της έγγραφης απολογίας του κατηγορουμένου στην προδικασία, είναι επιτρεπτή μόνο στην περίπτωση που στο ακροατήριο απαντά ο κατηγορούμενος κάτι διαφορετικό από εκείνο που έχει καταθέσει στην προδικασία και όχι όταν απλώς αρνείται να απαντήσει σε κάποια ερώτηση, χάριν της πληρέστερης προστασίας του ως παραπάνω καθιερωμένου δικαιώματος σιωπής αυτού. Δυνατότητα ανάγνωσης της απολογίας προς υποβοήθηση της μνήμης του κατηγορουμένου δεν προβλέπεται από την παραπάνω διάταξη. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η ανάγνωση και ειδικότερα, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά έγγραφα, της κατά την προδικασία ληφθείσας απολογίας του κατηγορουμένου και μάλιστα ολόκληρης, ανεξάρτητα από την τυχόν προβολή ή μη αντιρρήσεων για την ανάγνωσή της εκ μέρους του κατηγορουμένου, διότι παραβιάζεται το δικαίωμα σιωπής και η αρχή της αμεσότητας που πρέπει να διέπει την ποινική διαδικασία. Ήτοι, η ανάγνωση, η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικά εκ μέρους του δικαστηρίου της απολογίας του κατηγορουμένου, η οποία δόθηκε στην προδικασία δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περ. δ', η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για "δίκαιη δίκη", που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και το δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 ΚΠΔ να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της σιωπής και μη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη και από το άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα, μεταξύ των άλλων, και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως( σελ. 15), αναγνώσθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου της ουσίας πριν την απολογία και χωρίς να ερωτηθεί ο κατηγορούμενος και λήφθηκε υπόψη από αυτό μαζί με τα λοιπά αναγνωσθέντα έγγραφα και η από 15-11-2010 έγγραφη απολογία του κατηγορουμένου που δόθηκε στην αρμόδια Ειδική Ανακρίτρια Αθηνών.
Έτσι, η γενόμενη ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση της έγγραφης απολογίας αυτής του αναιρεσείοντος, προσβάλλει το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης τούτου, παραβιάζει την αρχή της αμεσότητας της διαδικασίας που εξασφαλίζει η προφορική απολογία και επέφερεν απόλυτη ακυρότητα της ποινικής διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, ανεξάρτητα από τη μη προβολή αντιρρήσεων για την ανάγνωσή της εκ μέρους του κατηγορουμένου.
Συνεπώς, και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ προβαλλόμενος συναφής πρόσθετος λόγος αναιρέσεως του άνω αναιρεσείοντος είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, παρέλκουσας της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη από 9-4-2012 αίτηση αναιρέσεως μετά των από 18-12-2012 προσθέτων λόγων αυτής, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 977/2012 απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αρ. 977/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και.
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Μαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ