Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1410 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.




Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για απάτη. Απόρριψη αβασίμου μοναδικού λόγου αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα λόγω μη λήψης υπόψη από το Συμβούλιο υπομνήματος με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ο διάδικος που κλήθηκε να γνωστοποιήσει αυτές επί προσκομισθέντων εγγράφων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του συμβουλίου κατά παράβαση του άρθρου 309 παρ. 2 του ΚΠΔ, εφόσον το υπόμνημα αυτό διαβιβάστηκε προς το Συμβούλιο μετά την σχετική πρόταση του Εισαγγελέως και δεν κατέστη δυνατή η έγκαιρη διαβίβασή του μαζί με την ασκούμενη εισαγγελική πρόταση.




Αριθμός 1410/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Απριλίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1479/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ....

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Οκτωβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1736/2008.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 557/03.12.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω κατ' αρθρ 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 170/17-10-2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του με αριθμ. 1479/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ ουσία η με αριθμ. 473/2007 έφεση του κατά του με αριθμ. 1881/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για πλαστογραφία με σκοπό το όφελος με βλάβη τρίτου κατ'εξακολούθηση κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 και απάτη κατ'εξακολούθηση κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και με συνολική ζημία άνω των 15.000 ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματικές πράξεις και περιέχει συγκεκριμένο λόγο της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης ( άρθρ. 484 & 1 Ε, ΚΠΔ).
Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Ο προβαλλόμενος λόγος όπως αναφέρεται στην αίτηση αναίρεσης είναι η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων με τις οποίες παραπέμφθηκε και κυρίως για τις διατάξεις που αναφέρονται στην κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση των πράξεων αυτών, για την οποία πλημμέλεια παραθέτει συγκεκριμένες αιτιάσεις.
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, όπως η διάταξη της τελευταίας παραγράφου ισχύει μετά το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν.2408/1996 παρ. 1 "όποιος καταρτίζει πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση.... παρ. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1 και 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών" και η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1472α του Ν 2721/99 κατά την οποία '' εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. ( 73.370 ευρώ) '' Με τις διατάξεις αυτές θεσμοθετείται το έγκλημα της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος χάριν της προστασίας των υπομνημάτων τα οποία αποτελούν διακινούμενα έγγραφα με ουσιώδες περιεχόμενο και από τα οποία πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται η κατάρτιση εξ υπαρχής εγγράφου από μη δικαιούμενο πρόσωπο ή νόθευση του περιεχομένου του καταρτισμένου ήδη γνησίου εγγράφου, υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος συνιστάμενος στη γνώση και θέληση παραγωγής των περιστατικών, τα οποία θεμελιώνουν την πράξη της πλαστογραφίας, συγχρόνως όμως και σκοπός του υπαιτίου όπως με τη χρήση του πλαστού εγγράφου ή του εγγράφου που νοθεύτηκε παραπλανηθεί άλλος για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες με στόχο να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον, με βλάβη τρίτου, περιουσιακό όφελος ή να βλάψει τρίτον, χωρίς να ασκεί επιρροή ή επέλευση του περιουσιακού οφέλους ή βλάβη του τρίτου. Ως έγγραφο δε κατά την έννοια του νόμου είναι κατ' άρθρο 13 εδ. γ' του Π.Κ κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία και κάθε σημείο που προορίζεται ν' αποδείξει τέτοιο γεγονός ( ΑΠ 858/2004 ΠΧ NE-322 AP 1505/2004 Π X NE 622 ΑΠ 814/2000, ΠΧ ΝΑ-130 ΑΠ 1167/2000 Πράξ.και Λόγος -2000). Κατά δε το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών." Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Ως γεγονότα δε νοούνται τα αναφερόμενα σε πραγματικά περιστατικά, παρελθόντα ή τουλάχιστον υπάρχοντα κατά το χρόνο της παράστασης από το δράστη αυτών ως αληθινών, όχι δε και τα δυνάμενα να συμβούν στο μέλλον, εκτός αν οι στο μέλλον αναφερόμενες διαβεβαιώσεις παρίστανται ως απλή συνέπεια μιας συγχρόνως παριστάμενης παρούσας ή παρελθούσας πραγματικής κατάστασης.
Εξάλλου κατά τις διατάξεις των άρθρων 216 &3 και 386 &3 ΠΚ για την στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής μορφής των παραπάνω πράξεων απαιτείται στην μεν πρώτην και πρόσθετος σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του η σε άλλο περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου ή να βλάψει άλλο εάν το ποσό υπερβαίνει το ποσό των 73,000 ευρώ ή να διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή ζημία άλλου να υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και για την δεύτερη να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών". Από τη διατύπωση των τελευταίων διατάξεων προκύπτει ότι για να είναι πλέον η πλαστογραφία και η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει πλαστογραφίες και απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών. Επί δε της κατ' εξακολούθηση απάτης και πλαστογραφίας για το χαρακτηρισμό τους ως κακουργημάτων με βάση το ποσό του οφέλους ή της βλάβης λαμβάνεται υπόψη, το συνολικό όφελος αυτού ή η συνολική ζημία των παθόντων αν ο δράστης με τις μερικότερες πράξεις απέβλεπε στο αποτέλεσμα αυτό. (ΑΠ,1913 /2000,ΑΠ 1820/ 2003, 1944/2003 ΑΠ 190/2005).
Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' Π.Κ., όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 24 Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' εδ. α' Π.Κ., προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίπτωσης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού δηλαδή τέλεση του εγκλήματος περισσότερες από μία φορές, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το έγκλημα αυτό. Στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα (Π.Κ. 98), το οποίο αποτελείται από περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις, ενυπάρχει το στοιχείο της επανειλημμένης τέλεσης ενός και του αυτού εγκλήματος. Εξάλλου κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. (ΑΠ 1277/1998 ΠΧ ΜΘ-113, Α Π 1799 ΑΠ 1603/1996 Π Χ ΜΖ-1019 ).
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα με αναφορά στην εισαγγελική πρόταση (ΑΠ Ολ. 1227/79, ΑΠ 1151/2006, ΑΠ 59/2005 ΑΠ1527/2000) η οποία μνημονεύει κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπ' όψη δέχθηκε ανέλεγκτα ότι προέκυψαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Τον Απρίλιο 2001 συστήθηκε νόμιμα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία '' ΑΣΕΠΤ Αμυντικά Συστήματα Εφαρμοσμένης Πληροφορικής και Τεχνολογίας Εμπορική Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης '' με διαχειριστή και νόμιμο εκπρόσωπο τον αναιρεσείοντα και οικονομικό διευθυντή τον μη ασκήσαντα αναίρεση συγκατηγορούμενο του. Στα πλαίσια της λειτουργίας και προς εξυπηρέτηση των σκοπών της η παραπάνω εταιρεία δια του αναιρεσείοντα συνήψε συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμούς με διάφορες τράπεζες με διάφορα πιστωτικά όρια και έτσι χρηματοδοτήθηκε από αυτές με διαφορα ποσά. Έναντι των συμβάσεων αυτών και για την λειτουργία της χρηματοδότησης ο αναιρεσείων ως διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας προσκόμιζε στις τράπεζες συναλλαγματικές ή επιταγές και το αντίτιμο τους πιστωνόταν στον αλληλόχρεο λογαριασμό από τον οποίο εξουσία για ανάληψη είχε μόνο ο αναιρεσείων. Κατά το έτος 2002 η εταιρεία άρχισε να παρουσιάζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα λόγω της κακής διαχείρισης του αναιρεσείοντα, με αποτέλεσμα η εταιρεία να κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης με την με αριθμ. 1301/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ο αναιρεσείων εν όψει τής κατάστασης που είχε δημιουργηθεί και για να υπάρχει εξακολούθηση στην χρηματοδότηση της εταιρείας μέσω των αλληλοχρέων λογαριασμών οι οποίοι έπρεπε να τροφοδοτούνται σύμφωνα με τις συμφωνίες που είχαν καταρτισθεί με τις διάφορες τράπεζες με επιταγές ή συναλλαγματικές κατασκεύασε και προσκόμισε για την εξυπηρέτηση της χρηματοδότησης της εταιρείας πλαστές συναλλαγματικές , τις οποίες συνομολογεί, και μεταξύ αυτών και τις συναλλαγματικές όπως αυτές λεπτομερώς αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα με αποδέκτη τον εγκαλούντα στις οποίες έθεσε κατ'απομίμηση την υπογραφή του και τις οποίες μεταβίβασε λόγω ενεχύρου στην Εurobank, στην Αlfa Bank, και στην Εμπορική και τ'βν οποίο το συνολικό ποσό ανέρχεται στο ύψος των 28.645,09 Ευρώ Περαιτέρω στο προσβαλλόμενο εκτίθεται ότι ο αναιρεσείων ενήργησε εξακολουθητικά κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια για να ποριστεί αυτός και η ΕΠΕ την διαχείριση της οποίας είχε παράνομο εισόδημα ενώ γνώριζε ότι η οικονομική κατάρρευση της ΕΠΕ ήταν ορατή από την κακή διαχείριση του και ότι η επανειλημμένη τέλεση των πράξεων αυτών συνιστά κατ'επάγγελμα τέλεση των πράξεων αυτών. Κατ'ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει ν'απορριφθεί λόγω του ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει πλήρη σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία τόσο κατά την αιτιολογία των κυρίων πράξεων όσο και των επιβαρυντικών περιπτώσεων.
Σχετικά με το αίτημα της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του αναιρεσείοντα, επειδή επαρκώς στα διάφορα στάδια της διαδικασίας με την απολογία του και τα διάφορα υπομνήματά του προέβαλλε και υποστήριξε τις απόψεις του το αίτημά του πρέπει να απορριφθεί.

Για τους λόγους αυτούς Προτείνω:
Α. Να απορριφθεί η με αριθμ. 170/17-10-2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του με αριθμ. 1479/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος.
Β. Να απορριφθεί το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση.
Αθήνα την 30 -11-2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ιωάννης Χρυσός"

Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 32 του ΚΠΔ, καμμία απόφαση του Ποινικού δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση ή σε συμβούλιο και καμμιά διάταξη του ανακριτή δεν έχουν κύρος αν δεν ακουσθεί προηγουμένως ο Εισαγγελέας με τη διάταξη δε του άρθρου 138 παρ. 2 εδ. α' του ίδιου Κώδικα ορίζεται αφ' ενός μεν ότι τα βουλεύματα του δικαστικού συμβουλίου και οι διατάξεις του ανακριτή εκδίδονται ύστερα από γραπτή πρόταση του Εισαγγελέα ο οποίος την αναπτύσσει και προφορικά, αφ' ετέρου ότι ο νόμος ορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να ακουσθούν οι διάδικοι πριν εκδοθεί το βούλευμα ή τη διάταξη του ανακριτή ενώ κατά την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου ρητά ορίζεται ότι η παραβίαση της παραγράφου 2 συνεπάγεται την ακυρότητα της απόφασης, του βουλεύματος ή της διάταξης. Περαιτέρω κατά το άρθρο 309 παρ. 2 εδ. τελευταίο Κ.Π.Δ., όπως προστέθηκε με το άρθρο 19 παρ. 2 ν.δ. 4090/1960, αν μετά το τέλος της ανακρίσεως και την υποβολή των εγγράφων στον Εισαγγελέα υποβλήθηκαν στο συμβούλιο από ένα διάδικο έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του συμβουλίου, αυτό οφείλει αυτεπαγγέλτως να καλέσει τους υπολοίπους διαδίκους ή τους αντικλήτους για να ενημερωθούν και να γνωστοποιήσουν τις παρατηρήσεις τους, εντός ευλόγου υπό του συμβουλίου τασσομένης προθεσμίας. Η παράβασις της διατάξεως αυτής, η οποία κατά το άρθρον 316 παρ. 2 Κ.Π.Δ. εφαρμόζεται και στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών, επάγεται για τον κατηγορούμενο απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ., διότι τον αποστερεί από υπερασπιστικό δικαίωμα που παρέχεται σ'αυτόν από το νόμο και ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως. Ειδικότερα, απόλυτη ακυρότητα συνιστά όχι μόνο η μη κλήτευση των υπολοίπων διαδίκων αλλά και η μη λήψη υπόψη από το Συμβούλιο του υπομνήματος με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ο διάδικος που κλήθηκε να γνωστοποιήσει αυτές επί προσκομισθέντων εγγράφων ή άλλων αποδεικτικών μέσων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του συμβουλίου, αφού τούτο συνεπάγεται αποστέρηση υπερασπιστικού του δικαιώματος που του παρέχεται ρητά από την παραπάνω διάταξη να ακουσθούν οι απόψεις του. Δεν δημιουργείται όμως απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος όταν το Συμβούλιο δεν λάβει υπόψη του υπόμνημα του κατηγορουμένου το οποίο υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα και διαβιβάσθηκε σ'αυτόν μετά την προς αυτό σχετική πρόταση του Εισαγγελέως και δεν κατέστη δυνατή η έγκαιρη διαβίβασή του μαζί με την απαιτούμενη εισαγγελική πρόταση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, επιτρεπτά επισκοπούμενα προς έλεγχο της βασιμότητας λόγου αναιρέσεως, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 749/2008 βούλευμα του ανέβαλε να αποφανθεί επί της ουσίας των εφέσεων του αναιρεσείοντος και του συγκατηγορουμένου του ...., προκειμένου να λάβουν γνώση οι υπόλοιποι διάδικοι και να γνωστοποιήσουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους, μέσα σε προθεσμία δέκα πέντε ημερών από την ενημέρωσή τους, της αμετάκλητης 220/9/29-3-2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών που προσκόμισε με την έφεση του ο τελευταίος, και με την οποία ο κατηγορούμενος αυτός αθωώθηκε για απάτη και πλαστογραφία όμοιας συναλλαγματικής με αυτή της ένδικης υπόθεσης. Ο αναιρεσείων, αν και έλαβε γνώση της παραπάνω αμετάκλητης απόφασης δια του αντικλήτου δικηγόρου του Γεωργίου Κουφογιάννη στις 9/6/2008, δεν γνωστοποίησε μέσα στην δεκαπενθήμερη προθεσμία τις παρατηρήσεις του επί της απόφασης αυτής. Την μη γνωστοποίηση των τυχόν παρατηρήσεων του επισημαίνει και ο Αντεισαγγελέας με την 1217/2008 πρότασή του. Στις 7-7-2008 και μετά την διαβίβαση στο Συμβούλιο της παραπάνω πρότασης του Αντεισαγγελέα διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο του Συμβουλίου το κατά την ίδια ημερομηνία κατατεθέν από 4/7/2008 υπόμνημα του αναιρεσείοντος. Στις 22 Ιουλίου 2008 συνεδρίασε το Συμβούλιο Εφετών και εξέδωσε το προσβαλλόμενο 1479/2008 βούλευμά του, με το οποίο επικυρώθηκε το 1881/2007 εκκαλούμενο πρωτόδικο βούλευμα κατά τη διάταξή του με την οποία παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί α) για κακουργηματική πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και β) για κακουργηματική απάτη κατ' εξακολούθηση. Εν όψει αυτών και δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι είχε καταστεί δυνατή η διαβίβαση του εν λόγω υπομνήματος μαζί με πρόταση επ'αυτού του Εισαγγελέως πριν από την κατά την 22 Ιουλίου 2008 προφορική ανάπτυξη του Αντεισαγγελέως Εφετών Αντωνίου Λιόγκα επί της ουσίας, το Συμβούλιο Εφετών το οποίο δεν έλαβε υπόψη του το ως άνω υπόμνημα, δεν παραβίασε την από 309 παρ. 2 ΚΠΔ υποχρέωσή του και συνεπώς δεν δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα υπέρ του κατηγορουμένου που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α λόγο αναίρεσης και πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17/10/2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του 1479/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2009.-

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή