Αριθμός 1112/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Κοντό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Μαρία Βασδέκη, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου - Εισηγήτρια και Αικατερίνη Κρυσταλλίδου - Μωρέση, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 24 Φεβρουαρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Μ. του Δ., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόριο Ψαλτήρα.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Χ. Γ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και 2) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS A.E.", η οποία εδρεύει στην … λειτουργεί κατάστημα στα ... και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φώτιο Σαρρή.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-6-2011 ανακοπή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 156/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 238/2018 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27-7-2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της δεύτερης αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ' αριθ. .../20-11-2019 έκθεση επιδόσεως του αρμοδίου δικαστικού επιμελητού του Εφετείου Λάρισας με έδρα το Πρωτοδικείο Τρικάλων Ε. I. Π., προκύπτει, ότι επικυρωμένο αντίγραφο της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, με την επ' αυτής πράξη ορισμού δικασίμου για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο και κλήση προς συζήτηση, κατά την δικάσιμο αυτή, έχει επιδοθεί νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια της αναιρεσείουσας, προς τον πρώτο αναιρεσίβλητο. Επομένως, εφόσον ο τελευταίος δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε κατά την ανωτέρω δικάσιμο κατά την οποία η υπόθεση εξεφωνήθη νομίμως εκ της σειράς του πινακίου και επακολούθησε η προφορική επ'αυτής συζήτηση, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία του (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 553, 309 εδ. 1, 321, 495 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι σε αναίρεση υπόκειται η απόφαση που έχει καταστεί τελεσίδικη κατά το χρόνο ασκήσεως του εν λόγω ένδικου μέσου, δηλαδή κατά το χρόνο της καταθέσεως του οικείου δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, είναι δε τελεσίδικη η απόφαση, η οποία, απεκδύοντας το δικαστή από κάθε περαιτέρω εξουσία, περατώνει τη δίκη επί της αγωγής και δεν υπόκειται στα τακτικά ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της εφέσεως (ΑΠ 855/2015). Οι προθεσμίες δε της ανακοπής ερημοδικίας και της αναιρέσεως είναι διαδοχικές, δηλαδή η προθεσμία της αναιρέσεως κινείται μόλις εκπνεύσει η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας. Κατά το άρθρο όμως 937 παρ.1 περ.2 ΚΠολΔ, στις δίκες περί την εκτέλεση δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας για οποιοδήποτε γενικώς λόγο, τόσο στο πρωτοβάθμιο, όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, στις δίκες αυτές, οι ερήμην οριστικές αποφάσεις του Εφετείου, ως μη υποκείμενες σε ανακοπή ερημοδικίας, είναι τελεσίδικες για όλους τους διαδίκους και παραδεκτώς έκτοτε προσβάλλονται με αναίρεση (ΑΠ 686/2018, 770/2009, 1102/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση προσβάλλεται η ερήμην του πρώτου των αναιρεσιβλήτων και αντιμωλία της δευτέρας εξ αυτών εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθμ. 238/2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαρίσης η οποία απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθμ. 156/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, η οποία είχε απορρίψει την ανακοπή της ιδίας κατά της εναντίον της αναγκαστικής εκτελέσεως και της εκθέσεως αναγκαστικού πλειστηριασμού και περιλήψεως κατακυρωτικής εκθέσεως ακινήτου. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή, στρεφομένη κατά τελεσιδίκου, σύμφωνα με τα προλεχθέντα, αποφάσεως (άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρ.577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ., ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένως, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 4/2005 ΑΠ 7/2006). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως αιτιολογίες δε νοούνται τα από την απόφαση δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της, δηλαδή το αποδεικτικό πόρισμά της, στο οποίο στήριξε το συμπέρασμα Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνος δικαίου για την επέλευση της εννόμου συνεπείας, που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της αποφάσεως, ώστε στο πλαίσιο της διατάξεως του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναιρέσεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικώς τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υποθέσεως που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1113/2019, 2095/2009).
Περαιτέρω , με το άρθρο 999 παρ.3 εδ. β' και ε' του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο διενεργείας του πλειστηριασμού και προ της καταργήσεώς του με τον ν.4335/2015, ορίζονται μεταξύ άλλων ότι απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης δημοσιεύεται σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας, που εκδίδεται στο δήμο ή την κοινότητα που βρίσκεται ο τόπος του πλειστηριασμού και αν δεν εκδίδεται τέτοια εφημερίδα δημοσιεύεται σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας, που εκδίδεται στην πρωτεύουσα της επαρχίας όπου υπάγεται ο δήμος ή η κοινότητα, δέκα πέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Αν δεν εκδίδεται καθημερινή εφημερίδα, η περίληψη της έκθεσης ανακοινώνεται δημόσια: α) με τοιχοκόλληση, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό, στο γραφείο της κοινότητας ή του δήμου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο και β) με κήρυξη από κήρυκα στην έδρα του δήμου ή της κοινότητας, όπου ο τόπος του πλειστηριασμού, και στο συνηθισμένο για τους πλειστηριασμούς τόπο, την προηγούμενη του πλειστηριασμού Τετάρτη, από τις 12.00 το μεσημέρι έως τις 14.00 το απόγευμα. Κατά δε την παρ.4 του ίδιου άρθρου, ο πλειστηριασμός, με ποινή ακυρότητας, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις που ορίζονται στην παρ. 1 και στην παρ. 3 εδάφια πρώτο, δεύτερο τρίτο, πέμπτο και έκτο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο νομοθέτης επιδιώκει τη μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα του πλειστηριασμού ώστε να προσέλθουν περισσότεροι υποψήφιοι πλειοδότες και να επιτευχθεί μεγαλύτερο πλειστηρίασμα. Για το σκοπό αυτό προβλέπεται η δημοσίευση της κατασχετήριας έκθεσης σε καθημερινή εφημερίδα που εκδίδεται κατά πρώτο λόγο στο δήμο ή την κοινότητα, όπου βρίσκεται ο τόπος του πλειστηριασμού και κατά δεύτερο, εφόσον εκεί δεν εκδίδεται καθημερινή εφημερίδα, στην πρωτεύουσα της επαρχίας, όπου υπάγεται ο δήμος ή η κοινότητα του τόπου του πλειστηριασμού, οπότε αν δεν εκδίδεται και εκεί ημερήσια εφημερίδα, γίνεται δημόσια ανακοίνωση με τοιχοκόλληση στο γραφείο του δήμου ή της κοινότητας την προηγούμενη του πλειστηριασμού Τετάρτη. Ως έκδοση εφημερίδος, κατά την άνω διάταξη, νοείται, όχι απλώς η εκτύπωση, αλλά η κυκλοφορία της εφημερίδας σε ορισμένο τόπο. Ο όρος "επαρχία", μετά την κατάργησή της ως διοικητικής μονάδος διαιρέσεως της χώρας με το ν.2593/1997, αφορά την αντίστοιχη γεωγραφική περιφέρεια, ως πρωτεύουσα δε αυτής νοείται το εμπορικό, οικονομικό, συγκοινωνιακό, πολιτιστικό και ιστορικό κέντρο της περιοχής και όχι η διοικητική πρωτεύουσα του νομού. Με την θέσπιση δια της ανωτέρω διατάξεως της δημοσιεύσεως της κατασχετηρίου εκθέσεως σε καθημερινή εφημερίδα, επικουρικώς δε και σε περίπτωση μη εκδόσεως εφημερίδος, της τοιχοκολλήσεως στο γραφείο του δήμου ή της κοινότητος της περιφερείας του ακινήτου, επιδιώκεται η εξασφάλιση της μεγαλυτέρας δυνατής δημοσιότητος του πλειστηριασμού, ώστε να καταστεί δυνατή η προσέλευση περισσοτέρων πλειοδοτών και η επίτευξη υψηλού πλειστηριάσματος. Ο σκοπός της, ως άνω, διατάξεως ικανοποιείται πλήρως, σε περίπτωση μη εκδόσεως εφημερίδος στο δήμο ή στην πρωτεύουσα της επαρχίας του ακινήτου, δια της δημοσιεύσεως της κατασχετηρίου εκθέσεως σε ημερησία εφημερίδα εκδιδομένη στην πρωτεύουσα του νομού, της περιφερείας του ακινήτου, η οποία απευθύνεται στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό της περιοχής και εξασφαλίζει πολύ μεγαλύτερη δημοσιότητα. Στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της ανωτέρω απόψεως αποτελεί και επακολουθήσασα κατάργηση των εδαφίων ε' και στ' της παρ. 3 του άρθρου 999 ΚΠολΔ, με την παρ.2 του άρθρου 60 του ν.3994/2011 και η αντικατάσταση του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 999 ως ακολούθως: "Απόσπασμα της περίληψης αυτής, το οποίο πρέπει να περιέχει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ' ου η εκτέλεση, συνοπτική περιγραφή του ακινήτου κατά το είδος, τη θέση και την έκτασή του με τα συστατικά αυτού, μνεία του αριθμού των εγγεγραμμένων υποθηκών και προσημειώσεων, την τιμή της πρώτης προσφοράς, το όνομα και την ακριβή διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, καθώς και τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, δημοσιεύεται σε ιστοσελίδα Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων, καθώς και σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας που εκδίδεται στο δήμο όπου βρίσκεται ο τόπος του πλειστηριασμού και, αν δεν εκδίδεται τέτοια εφημερίδα, δημοσιεύεται σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας που εκδίδεται στο Δήμο όπου βρίσκεται ο τόπος του πλειστηριασμού και, αν δεν εκδίδεται τέτοια εφημερίδα, δημοσιεύεται σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας, που εκδίδεται στην περιφερειακή ενότητα, διαφορετικά στην έδρα της περιφέρειας, όπου υπάγεται ο Δήμος δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού (σχετ. ΑΠ 1499/2003, ΑΠ 1432/2003, ΑΠ 1775/1999). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχτηκε, κατά το μέρος, που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα ακόλουθα: Με το δεύτερο λόγο ανακοπής και αντίστοιχα δεύτερο λόγο έφεσης, η εκκαλούσα επικαλείται ακυρότητα του πλειστηριασμού των ακινήτων της, που διενεργήθηκε στην Κ. του νομού Τρικάλων στις 16-3-2011 δυνάμει της με αριθμό .../16-3-2011 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού ακίνητης περιουσίας της Συμβολαιογράφου Κ. Γ. Π.-Π., καθόσον δεν τηρήθηκε ο όρος της δημοσιότητας που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 999 παρ.3 εδ.β ' και ε' του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο του πλειστηριασμού και συγκεκριμένα δεν τοιχοκολλήθηκε απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό, στο γραφείο του Δήμου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο... πλην όμως από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα... αποδεικνύεται ότι δεν τηρήθηκε η παραπάνω διάταξη (τοιχοκόλληση στο δημοτικό κατάστημα του Δήμου Κ.ς), καθόσον είχε δημοσιευθεί ήδη σε τοπική εφημερίδα που εκδίδεται στην πόλη των Τρικάλων... (από) τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης σε εφημερίδα που κυκλοφορεί στο Νομό Τρικάλων, σε συνδυασμό με την τοπική σχέση των πόλεων των Τρικάλων και της Κ., αποδεικνύεται ότι τηρήθηκαν οι όροι ευρύτερης δημοσιότητας του πλειστηριασμού, αφού η παραπάνω δημοσίευση σε εφημερίδα πρωτεύουσας νομού που καλύπτει... τις προϋποθέσεις πρωτεύουσας επαρχίας, στην οποία υπάγεται η πόλη της Κ., υπερκάλυπτε τη μερικότερη δημοσιότητα της τοιχοκόλλησης στο δημοτικό κατάστημα...". Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο, έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε ως αβάσιμο το δεύτερο λόγο της ενδίκου ανακοπής περί ακυρότητος του προσβαλλομένου πλειστηριασμού, λόγω μη τηρήσεως του όρου δημοσιότητος που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 999 παρ.3 εδ. β και εΚΠολΔ, δεν έσφαλε και ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της εφέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Έτσι κρίνοντας το Εφετείο και απορρίπτοντας τον ανωτέρω λόγο της εφέσεως της αναιρεσείουσας, δεν παρεβίασε τις διατάξεις του άρθρου 999 παρ.3 εδ. β και ε ΚΠολΔ. Αντιθέτως, το Εφετείο ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ρηθείσες διατάξεις, καθόσον με βάση τα δεκτά γενόμενα, ως άνω, πραγματικά περιστατικά και δη με τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετηρίου εκθέσεως σε εφημερίδα που κυκλοφορούσε στο νομό Τρικάλων και με δεδομένη την τοπική σχέση των πόλεων Τρικάλων και Κ., τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις αυτές διατυπώσεις δημοσιότητος του διενεργηθέντος του ακινήτου της αναιρεσείουσας. Επομένως το αντιθέτως από την τελευταία υποστηριζόμενα με τον πρώτο (κατά το πρώτο μέρος του) λόγο του αναιρετηρίου, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ τυγχάνουν αβάσιμα. Επίσης με τον ίδιο ως άνω πρώτο (κατά το δεύτερο μέρος του) λόγο αναιρέσεως, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από το άρθρο 559 αριθμ. 19Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο με ανεπαρκείς, ασαφείς αλλά και αντιφατικές αιτιολογίες ήχθη στην απόρριψη του προδιαληφθέντος λόγου εφέσεως. Και ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος, καθόσον το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την απόφασή του νομίμου βάσεως, αλλά με σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, κατέληξε στο πόρισμα του, αξιολογώντας το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, χωρίς να είναι αναγκαίο να διαλάβει στην απόφασή του και άλλες αιτιολογίες προς θεμελίωση του πορίσματος του. Ειδικότερα, η κρίση της πληττομένης αποφάσεως θεμελιούται στις παραδοχές της ότι στην υπ' αριθμ. .../16-3-2011 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου περιουσίας της συμβολαιογράφου Γ. Π. - Π. αναγράφεται ως προς την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητος, ότι απόσπασμα της κατασχετηρίου εκθέσεως δημοσιεύθηκε στο με αριθμό .../26-2-2011 φύλλο της καθημερινής εφημερίδος "..." που εκδίδεται στην πόλη των Τρικάλων, καθώς και ότι έγινε κήρυξη με κήρυκα στην Κ., εφ' όσον στον τόπο του πλειστηριασμού, δηλαδή στο Δήμο Κ. δεν εκδίδεται καθημερινή εφημερίδα και έτσι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, εκπληρώθηκε ο σκοπός του νομοθέτη για τη μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα του πλειστηριασμού και την προσέλευση περισσότερων πλειοδοτών, με τη δημοσίευση σε καθημερινό φύλλο εφημερίδας που εκδίδεται στην έδρα της περιφέρειας (...) και που έχει ευρεία κυκλοφορία στο Δήμο όπου βρίσκεται το ακίνητο (Κ.), η οποία (δημοσιότητα) ολοκληρώθηκε και με την κήρυξη με κήρυκα στην Κ.. Τέλος, καθό μέρος υπό την επίκληση των εκ του άρθρου 559 αριθμ. 19 αιτιάσεων πλήττεται η εκτίμηση από το Εφετείο πραγματικών γεγονότων ο αυτός αναιρετικός λόγος είναι απαράδεκτος (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ.).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 περ.β' του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεων και όχι οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Πράγμα συνεπώς, υπό την έννοια αυτή, αποτελεί και ο λόγος της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται ακυρότητα της επιταγής προς εκτέλεση ή οποιασδήποτε άλλης πράξης της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και ο λόγος της εφέσεως που περιέχει παράπονο κατά της κρίσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ισχυρισμός του εκκαλούντος ή έγινε δεκτός ισχυρισμός του εφεσιβλήτου. Δεν αποτελούν πράγματα και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναιρέσεως αν δεν ληφθούν υπόψη, οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου δεν θεμελιώνεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων από αυτόν που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1/2019, ΑΠ 933/2018, ΑΠ 851/2015).
Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 999 παρ. 4 ΚΠολΔ. ορίζεται, πλην άλλων, ότι ο πλειστηριασμός ακινήτου, με ποινή ακυρότητος δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου περί καταρτίσεως περιλήψεως της κατασχετηρίου εκθέσεως, που περιέχει την ημέρα και ώρα του πλειστηριασμού, καθώς και στην παράγραφο 3 του αυτού άρθρου περί επιδόσεως της άνω περιλήψεως στον οφειλέτη μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την ημέρα της κατασχέσεως. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με τις διατάξεις των άρθρων 159, 160, 161 και 933 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι μόνο η ανυπαρξία ή το εκπρόθεσμο της επιδόσεως της ως άνω περιλήψεως στον οφειλέτη επάγεται την ακυρότητα του πλειστηριασμού, ενώ μόνη η άκυρη επίδοσή της, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που αυτή έλαβε μεν χώρα αλλά με τρόπο δικονομικώς άκυρο, παράγει τις συνέπειές της, σαν να ήταν έγκυρη, μέχρις ότου κηρυχθεί άκυρη με δικαστική απόφαση, ύστερα από προσβολή της με ανακοπή από το άρθρο 933 ΚΠολΔ. εντός της κατ' άρθρο 934 παρ. 1β' και 2 ιδίου Κώδικα προθεσμίας. Αν η ενδιάμεση αυτή ακυρότητα δεν ήθελε προσβληθεί εμπροθέσμως, δεν κωλύεται η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και η διενέργεια του πλειστηριασμού (ΑΠ 1538/2008, ΑΠ 1628/2011, ΑΠ 1232/2012). Αντιθέτως, αν ο πλειστηριασμός διενεργηθεί παρά την ανυπαρξία τελείως όλων ή μιας των τασσομένων με ποινή ακυρότητος διατυπώσεών του, είναι άκυρος ανεξαρτήτως βλάβης και η ακυρότητα αυτή αφορά την ίδια την τελευταία πράξη της εκτελέσεως, ώστε απαγγέλλεται κατόπιν ανακοπής που ασκείται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον εντός 90 ημερών από της μεταγραφής της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως επί πλειστηριασμού ακινήτων (Ολ.ΑΠ 3/2007, ΑΠ 281/2012). Επίσης η παράβαση των διατάξεων των άρθρων 126 και 128 ΚΠολΔ δεν επιφέρει ακυρότητα της επιδόσεως, αφού δεν ορίζεται σ' αυτές η με ποινή ακυρότητος τήρηση αυτών, παρά μόνο αν συντρέχει το στοιχείο της βλάβης. Επομένως, η διενέργεια της επιδόσεως κατά τρόπο αντίθετο προς το διαγραφόμενο στις εν λόγω διατάξεις δεν εξομοιώνεται με έλλειψη επιδόσεως, ώστε να μπορεί να προταθεί και μετά τον πλειστηριασμό μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠολΔ και τούτο, διότι η παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων, εφόσον την τήρησή τους ο νόμος δεν απαιτεί ρητώς επί ποινή ακυρότητος και δεν επιτρέπεται γι' αυτήν αναίρεση ή αναψηλάφηση, συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικαστικής πράξεως της επιδόσεως, μόνο στην περίπτωση, που κατά την κρίση του δικαστηρίου, προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη και προβάλλεται με ανακοπή μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 β ΚΠολΔ, δηλαδή μέχρι την έναρξη του πλειστηριασμού. (ΑΠ 916/2004, ΑΠ 279/2004 .Περαιτέρω ο νομοθέτης, θεσπίζοντας προϋποθέσεις προσφυγής στα δικαστήρια, καθορίζει και προθεσμία μέσα στην οποία θα λαμβάνει γνώση ο θιγόμενος για το βλαπτικό του οφειλέτη γεγονός, πράξη ή παράλειψη, γιατί χωρίς μια τέτοια γνώση δεν καθίσταται εφικτή η εκ μέρους του διεκδίκηση της παροχής εννόμου προστασίας. Η γνώση αυτή του θιγομένου δεν απαιτείται μεν αναγκαίως να διαπιστώνεται από την επίδοση της βλαπτικής πράξης στον ίδιο. Πρέπει όμως τουλάχιστον να συνάγεται κατά τρόπο ασφαλή, ότι ενόψει των συντρεχουσών, κατά περίπτωση, συνθηκών, μεταξύ των οποίων και ο χρόνος που μεσολάβησε, ο θιγόμενος, ως επιμελής άνθρωπος, έλαβε ή μπορούσε να έχει λάβει γνώση του βλαπτικού γι' αυτόν γεγονότος, ώστε να είναι σε θέση να επιδιώξει την παροχή έννομης προστασίας (ΑΕΔ 2/1999). 'Ετσι η εκ μέρους του καθού η εκτέλεση επίκληση άγνοιας ως προς το χρόνο διενέργειας του πλειστηριασμού, λόγω ακύρου επιδόσεως της περιλήψεως της κατασχετηρίου εκθέσεως, πρέπει κατά τις αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών του άρθρου 116 ΚΠολΔ., που ισχύουν αναλογικά και στην αναγκαστική εκτέλεση, να συνδυάζεται και με ισχυρισμό αυτού ότι δεν έλαβε ούτε μπορούσε να έχει λάβει γνώση της περιλήψεως της κατασχετηρίου εκθέσεως (ΟλΑΠ 3/2007, Α.Π.686/2018, 534/2015). Κατά το άρθρο 128 παρ.1 ΚΠολΔ αν ο παραλήπτης δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο παραδίδεται σε έναν από τους ενήλικους συγγενείς ή υπηρέτες που συνοικούν μαζί του Η παραλαβή επιδιδομένου εγγράφου αποτελεί μεν υλική πράξη, όμως λόγω των συνεπειών της προϋποθέτει και αυτή ικανότητα δικαστικής παραστάσεως (άρθρο 63 ΚΠολΔ), η οποία ρυθμίζεται στον ΚΠολΔ με βάση την ικανότητα προς δικαιοπραξία (άρθρα 127 - 137 ΑΚ). Επομένως με βάση και τα οριζόμενα στο άρθρο 131 του ΑΚ, ότι "η δήλωση της βούλησης είναι άκυρη αν, κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή πνευματική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του", πρέπει, για το κύρος της επιδόσεως, το πρόσωπο στο οποίο επιδίδεται έγγραφο, να έχει κατά το χρόνο της επιδόσεως συνείδηση των πράξεών του και να μην βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βουλήσεώς του. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ, η έκθεση επιδόσεως που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτήν, ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή ή ενώπιον του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της ως πλαστής. Τα περιστατικά, αντιθέτως, που βεβαιώνονται σ' αυτήν, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψή του, όπως είναι και η βεβαίωση στην έκθεση επιδόσεως ότι στη συγκεκριμένη διεύθυνση όπου έγινε η επίδοση του εγγράφου είναι η κατοικία του παραλήπτη ή αν αυτός που παραδόθηκε το έγγραφο ήταν ή όχι σύνοικος ή είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά την λειτουργία της βουλήσεώς του , είναι περιστατικά την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής και εντεύθεν αυτά επιδέχονται ανταπόδειξη χωρίς να προσβληθεί η έκθεση ως πλαστή (ΑΠ 375/2015, ΑΠ 1553/2008, ΑΠ 1679/95), το βάρος δε της ανταποδείξεως αυτής φέρει, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, εκείνος που αμφισβητεί την αλήθεια της σχετικής βεβαιώσεως στην έκθεση του επιμελητή (ΑΠ 1553/2008, ΑΠ 236/2006, ΑΠ 361/2004).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχτηκε, κατά το μέρος, που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: "Δυνάμει της με αριθμό 715/2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, ο πρώτος των εφεσιβλήτων επέσπευσε σε βάρος της εκκαλούσας αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση της σε βάρος της απαίτησής του, που προερχόταν από την έκδοση τραπεζικών επιταγών (που εξέδωσε η εκκαλούσα) και οι οποίες δεν πληρώθηκαν όταν εμφανίστηκαν για πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα. Όπως προκύπτει από τα φωτοαντίγραφα των επιταγών, η εκκαλούσα δήλωνε ότι διέμενε στην πόλη της Αθήνας, στην περιοχή ... και επί της οδού .... Την ίδια παραπάνω διεύθυνση ανέγραψε και στο δικόγραφο της από 7-12-2010 (αριθμ. εκθ. καταθ. 2262/2010) ανακοπής που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εναντίον του προαναφερόμενου επισπεύδοντα για ακύρωση της προαναφερόμενης (715/2010)διαταγής πληρωμής και η οποία επιδόθηκε στον τελευταίο στις 21-12- 2010. Έκτοτε δεν προέβη προς τον επισπεύδοντα σε γνωστοποίηση της επικαλούμενης αλλαγής της διεύθυνσης κατοικίας της και στις 7-1-2011 δυνάμει των με αριθμούς ... 77-1-201111 και ... 77-1-2011 εκθέσεων επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Κ. Κ., επιδόθηκαν στην εκκαλούσα και στην προαναφερόμενη διεύθυνση (περιοχή ... και οδός ...), η με αριθμό .../2010 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Τρικάλων Ε. Γ., καθώς και η με αριθμό .../2010 περίληψη κατασχετήριας έκθεσης ενυπόθηκης περιουσίας του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή. Όπως προκύπτει από το κείμενο των παραπάνω εκθέσεων επίδοσης, η εκκαλούσα δεν βρέθηκε στην οικία της και τα παραπάνω έγγραφα επιδόθηκαν στο σύνοικο υιό της, Σ. Δ., ο οποίος τα παρέλαβε. Επίσης, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι ο παραπάνω υιός της εκκαλούσας, εξαιτίας τροχαίου ατυχήματος εμφάνισε μείζονα κατάθλιψη και κατά το χρόνο των προαναφερόμενων επιδόσεων λάμβανε αντικαταθλιπτική και αντιψυχωτική φαρμακευτική αγωγή, ενώ είχε αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης (βλ. το από 6-7-2010 πιστοποιητικό του διευθυντή της ψυχιατρικής κλινικής του Ναυτικού Νοσοκομείου Αθηνών), ενώ το τελευταίο (αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης) δεν επαναλαμβάνεται στο από 6-5-2011 πιστοποιητικό του ίδιου ως άνω νοσοκομείου. Όμως τα παραπάνω δεν μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά από το δικαστικό επιμελητή που επέδωσε τις κατασχετήριες εκθέσεις και επιπλέον δεν αποδεικνύεται ότι κατά τον ανωτέρω χρόνο ο υιός της εκκαλούσας δεν είχε συνείδηση των πράξεων του ή ότι βρίσκονταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε τη λειτουργία της βούλησής του. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, ενόψει του ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο των επιδόσεων η εκκαλούσα διέμενε στη διεύθυνση όπου οι τελευταίες πραγματοποιήθηκαν, αφού δεν αποδείχθηκε προηγούμενη γνωστοποίηση στον επισπεύδοντα ούτε και γνώση του τελευταίου για αλλαγή της διεύθυνσης κατοικίας της εκκαλούσας και επιπλέον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 131 του ΑΚ στο πρόσωπο του παραλήπτη των επιδόσεων...". Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο απέρριψε ως αβασίμους τους πρώτο και τρίτο λόγους της εφέσεως, με τους οποίους η εκκαλούσα ήδη αναιρεσείουσα παρεπονείτο για την απόρρριψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως αβασίμων των αντιστοίχων πρώτου και τρίτου λόγων της ανακοπής της περί ακυρότητος του προσβαλλόμενου πλειστηριασμού, λόγω ακύρου επιδόσεως των εκθέσεων κατασχέσεως και αναγκαστικού πλειστηριασμού του ακινήτου αυτής. Ήδη, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση αναιρετικές πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 8 του Κ.Πολ.Δ., για το λόγο ότι δεν έλαβε υπόψη τον τέταρτο (4° ) λόγο της εφέσεώς της, με τον οποίο ισχυρίσθηκε ότι δεν είχε κλητευθεί νομίμως στη διεύθυνση που είχε δηλώσει, και έτσι απώλεσε το ακίνητο της, στερηθείσα της δυνατότητος προσφυγής στο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα να παραβιασθούν οι διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1 και 17 παρ.2 του Συντάγματος, 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως (ΕΣΔΑ) και 6 παρ.1 της Σύμβασης της Ρώμης. Ο ως άνω λόγος αναιρέσεως ως προς αμφότερες τις αιτιάσεις που αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση τυγχάνει αβάσιμος . Και ειδικότερα ως προς την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 8 Κ.Πολ.Δ., διότι από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει σαφώς ότι το Εφετείο, ερεύνησε όλους τους λόγους ανακοπής (που είχαν προβληθεί και ως λόγοι εφέσεως) απέρριψε δε τους προαναφερομένους υπό στοιχεία 1 και 3 και τον αντίστοιχο τέταρτο λόγο της εφέσεως ως κατ' ουσίαν αβασίμους και συνεπώς το Εφετείο δεν παρέλειψε παρά το νόμο να λάβει υπόψη πράγματα που προτάθηκαν από την αναιρεσείουσα και ασκούσαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως προς την πλημμέλεια δε από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ο αυτός αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος καθόσον η επίδοση της κατασχετηρίου εκθέσεως εχώρησε νομίμως στη δηλωθείσα από την αναιρεσείουσα διεύθυνση, η οποία ήταν η πραγματική και γνωστή στον επισπεύδοντα τον πλειστηριασμό κατοικία της, και εντεύθεν ουδεμία από τις προβαλλόμενες παραβιάσεις των συνταγματικών και λοιπών διατάξεων συνετελέσθη. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα τα οποία επικαλέστηκαν και προσεκόμισαν οι διάδικοι για την απόδειξη και ανταπόδειξη ισχυρισμού, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, ενώ μόνο το γεγονός ότι δεν έγινε ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάποιου αποδεικτικού μέσου δεν στοιχειοθετεί τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως, εφόσον από το περιεχόμενο της αποφάσεως συνάγεται, ότι έχει ληφθεί τούτο υπόψη από το δικαστήριο (ΑΠ 688/2016, ΑΠ 2261/2014). Όμως δεν αποτελούν έγγραφα, για την ίδρυση του ανωτέρω λόγου αναιρέσεως, τα διαδικαστικά έγγραφα της ίδιας δίκης, όπως η αγωγή, η έφεση και οι προτάσεις των διαδίκων (ΑΠ 1672/2013, ΑΠ 1007/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου559 αριθμ. 11 περ.γ' ΚΠολΔ και συγκεκριμένα, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του και δεν εκτίμησε τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων Ν. Μ. και Ε. Γ. καθώς και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων της ανακοπής. Ωστόσο, από την περιλαμβανομένη στην προσβαλλομένη απόφαση ρητή βεβαίωση του Εφετείου ότι στο αποδεικτικό του πόρισμα κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, αλλά και από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως δεν γεννάται αμφιβολία, ότι το Εφετείο, για την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τις καταθέσεις των προειρημένων μαρτύρων, χωρίς να είναι και αναγκαία η ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση εκάστης τούτων. Επομένως, ο προαναφερόμενος τρίτος, κατά το αντίστοιχο μέρος του, λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Ο αυτός δε λόγος αναιρέσεως, καθό μέρος αφορά το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων της ανακοπής, τυγχάνει απαράδεκτος, διότι το εν λόγω δικόγραφο συνιστά διαδικαστικό έγγραφο της υπό κρίση υποθέσεως και όχι αποδεικτικό μέσο ώστε να στοιχειοθετείται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. γ ΚΠολΔ..
Εξάλλου, ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση εγγράφου προϋποθέτει διαγνωστικό λάθος, την απόδοση δηλαδή από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε το δικαστήριο, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (Ολ.ΑΠ 2/2008). Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 12 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται "αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων". Αποδεικτική δύναμη των διαφόρων αποδεικτικών μέσων είναι η επίδραση που έχει ή μπορεί να έχει κάποιο αποδεικτικό μέσο στο σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως και ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα μεγαλύτερη ή μικρότερη δύναμη αποδείξεως από εκείνη που δεσμευτικώς καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και στην περίπτωση που το δικαστήριο, συνεκτιμώντας ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 Κ.Πολ.Δ., ιδίας αποδεικτικής δυνάμεως αποδεικτικά μέσα αποδίδει μικρότερη ή μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε κάποιο ή κάποια από αυτά, αφού τότε η εκτίμηση αφορά την ουσία των πραγμάτων και είναι συνεπώς κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. αναιρετικώς ανέλεγκτη (Α.Π. 353/2007, 1531/2010).Για να θεμελιωθεί ο λόγος αυτός αναιρέσεως απαιτείται να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο α) για την απόδειξη ποιου συγκεκριμένου ισχυρισμού προσκομίσθηκε το σχετικό αποδεικτικό μέσο, καθώς και ποιά επίδραση θα ασκούσε ο ισχυρισμός αυτός στην έκβαση της δίκης, β) ποια είναι η αποδεικτική δύναμη που αποδόθηκε σ' αυτό από το δικαστήριο της ουσίας, και γ) ποιο είναι ως προς το αποδεικτικό μέσο το σχετικό σφάλμα της προσβαλλομένης αποφάσεως . Αν λείπει έστω και ένα από τα στοιχεία αυτά ο λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αόριστος (Α.Π.1602/2008, 1597/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο, κατά τα αντίστοιχα μέρη του, λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από το άρθρο 559αριθμ. 20 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, στα εξής έγγραφα: "στη σύμβαση στεγαστικού δανείου, απόφαση ασφαλιστικών μέτρων περί εγγραφής προσημείωσης, σώματα τριών επιταγών εκδόσεως της αναιρεσείουσας ανακοπή της αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθ. 715/2010 διαταγής πληρωμής, σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας στα οποία, αναγράφεται ως κατοικία της η οδός ..., ... Αττική και τα οποία φέρουν ημερομηνίες πολύ χρονικά προγενέστερες της 7-01-2011, κατά την οποία επιδόθηκε η υπ' αριθμ. .../2011 περίληψη κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Τρικάλων Ε. Γ.". Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Εφετείο δεν έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, στα εν λόγω έγγραφα, αλλά απλώς έχει συνεκτιμήσει αυτά μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα χωρίς να εξάρει αυτά αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε. Από το γεγονός δε ότι το πόρισμα του Εφετείου είναι διαφορετικό από εκείνο που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό, δεν ιδρύεται, ως προελέχθη, ο από το άρθρο 559 αριθμ.20 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, αφού δεν πρόκειται για διαγνωστικό σφάλμα, αλλά για εκτιμητικό τοιούτο, αναγόμενο δηλαδή στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, το οποίο όμως εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΟλΑΠ 2/2008). Εξάλλου, με τον ίδιο ως άνω τρίτο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., συνισταμένη, κατά τα εκτιθέμενα στο αναιρετήριο, στο ότι το Εφετείο με την παραδοχή του ότι "... ο πρώτος των εφεσιβλήτων επέσπευσε σε βάρος της εκκαλούσας αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίησή της σε βάρος της απαίτησής του, που προερχόταν από την έκδοση τραπεζικών επιταγών (που εξέδωσε η εκκαλούσα) και οι οποίες δεν πληρώθηκαν όταν εμφανίστηκαν για πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα. Όπως προκύπτει από τις ημερομηνίες που ετέθησαν μεταχρονολογημένες επί των σωμάτων των με αριθμούς ... επιταγών, εκδόσεως της ανακόπτουσας και ήδη αναιρεσείουσας δήλωνε ότι διέμενε στην πόλη της Αθήνας, στην περιοχή ... και επί της οδού .... την ίδια παραπάνω διεύθυνση ανέγραφε και στο δικόγραφο της από 7-12-2010 (αριθμ. εκθ. καταθ.2262/2010) ανακοπής που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ενώπιον του προαναφερόμενου επισπεύδοντα για ακύρωση της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής και η οποία επιδόθηκε στον τελευταίο στις 21-12-2010", παρεβίασε τους ορισμούς του νόμου σε σχέση με την ισχύ των αποδεικτικών μέσων. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως τυγχάνει αόριστος, καθόσον στο αναιρετήριο δεν διαλαμβάνονται τα προδιαληφθέντα αναγκαία για την θεμελίωση του συγκεκριμένου αναιρετικού λόγου στοιχεία και δη ποία ήταν η αποδεικτική δύναμη των προαναφερομένων αποδεικτικών μέσων και ποία η αποδοθείσα σ' αυτά από το Εφετείο, με την απόφασή του και ποιο ήταν ειδικότερα το σχετικό σφάλμα της λόγω αποφάσεως.? Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση, που δεν περιέχει άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ). Επίσης, τα δικαστικά έξοδα της παρισταμένης δευτέρας αναιρεσιβλήτου, η οποία κατέθεσε προτάσεις, πρέπει, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημά της, να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της, (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, ενώ δεν θα περιληφθεί διάταξη περί δικαστικών εξόδων ως προς τον μη παραστάντα και μη υποβληθέντα σε δικαστικά έξοδα πρώτο αναιρεσίβλητο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27-7-2018 αίτηση της Ε. Μ. του Δ., για αναίρεση της υπ' αριθμ.238/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της παρισταμένης δευτέρας αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Ιουνίου 2020.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ