Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1375 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Δωροδοκία.




Περίληψη:
Αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για παθητική δωροδοκία. Απορρίπτει.





Αριθμός 1375/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 , που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Ανδρουλάκη, για αναίρεση της με αριθμό 546/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών και εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνος Λαϊνάς. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 750/2007.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 235 του Π.Κ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο δεύτερο του ισχύοντος από 3-3-2000 ν. 2802/2000, στην οποία ορίζεται η έννοια της παθητικής δωροδοκίας, ''τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, ο υπάλληλος ο οποίος κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά''. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), απαιτείται, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α' και 263Α του Π.Κ., η από μέρους αυτού του ιδίου ή δια μέσου άλλου, απαίτηση ή αποδοχή ωφελημάτων που δεν δικαιούται ή αποδοχή υπόσχεσης προς παροχή αυτών (ωφελημάτων), για ενέργεια ή παράλειψή του που ανάγεται ή αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων του ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του. Είναι δε αδιάφορο αν η ενέργεια ή η παράλειψη του υπαλλήλου πραγματοποιήθηκε ή αν αυτός σκόπευε ειλικρινά να την πραγματώσει (Ολ. ΑΠ 6/1998, 1778/1993). Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του που ορίζονται στο νόμο, μπορούν να εναλλαχθούν, και σε περίπτωση συνδρομής περισσότερων τρόπων, πραγματώνεται ένα μόνον έγκλημα. Οι πλείονες δε τρόποι πραγματώσεως του εγκλήματος, είναι: α') η απαίτηση του ωφελήματος, β') η αποδοχή και γ') η αποδοχή υπόσχεσης για την παροχή του ωφελήματος. Από την άποψη αυτή, η πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, προϋποθέτει και αναφορά και διευκρίνιση του συγκεκριμένου τρόπου (ενός ή περισσότερων εκ των πλειόνων) με τον οποίο τελέσθηκε η πράξη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 44 παρ. 1 ΠΚ, η απόπειρα μένει ατιμώρητη, αν ο δράστης άρχισε την ενέργεια για την τέλεση του κακουργήματος ή πλημμελήματος, αλλά δεν την ολοκλήρωσε από δική του βούληση και όχι από εξωτερικά εμπόδια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, όταν η απόπειρα είναι μη πεπερασμένη, πράγμα το οποίο συμβαίνει, οσάκις η προς το εγκληματικό αποτέλεσμα κατευθυνόμενη ενέργεια του δράστη, ήρχισε μεν, αλλά δεν ολοκληρώθηκε, και ως εκ τούτου δεν επήλθε το αποτέλεσμα, αν ο δράστης με δική του θέληση και όχι από εμπόδια εξωτερικά απόσχει από την προς εκτέλεση του εγκλήματος απαιτούμενη περαιτέρω ενέργειά του, η απόπειρα είναι ατιμώρητη. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς. Αυτοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιον ισχυρισμό αποτελεί και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι απέσχε με δική του βούληση και όχι από εμπόδια εξωτερικά από την προς εκτέλεση του εγκλήματος απαιτούμενη περαιτέρω ενέργειά του (άρθρο 44 παρ. 1 ΠΚ), ο οποίος συνιστά προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή, υποχρεωτικό. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ. και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, εν σχέσει με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 546/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της δωροληψίας, σε ποινή φυλάκισης δέκα έξι (16) μηνών, η οποία ανεστάλη επί πενταετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρονται τα εξής: "Επειδή, από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται, στα πρακτικά, την απολογία της κατηγορούμενης και από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη τέλεσε την αξιόποινη πράξη της δωροδοκίας υπαλλήλου, για την οποία καταδικάσθηκε και πρωτόδικα. Ειδικότερα αποδείχθηκαν τα εξής: Η κατηγορουμένη υπηρετούσε ως υπάλληλος στη ΙΑ' ΔΟΥ Αθηνών, ήταν δε αρμόδια για την άσκηση ελέγχου σε φορολογουμένους. Ο μάρτυς Ζ1 είναι ιατρός-χειρουργός και διατηρεί ιατρείο σε πολυκατοικία, ευρισκόμενη επί της συμβολής των οδών .... και ........ Στις αρχές Φεβρουαρίου του 2002 έλαβε από την ΙΑ' ΔΟΥ ειδοποίηση, για την διενέργεια φορολογικού ελέγχου στα τηρούμενα από αυτόν βιβλία, τα σχετικά με την άσκηση του ως άνω επαγγέλματος του. Ο έλεγχος αυτός αφορούσε το χρονικό διάστημα μέχρι την 31-12-2000. Μετά τρεις ημέρες, περίπου, πήγε τα βιβλία του στην ως άνω ΔΟΥ και τα παρέδωσε στην κατηγορουμένη, η οποία τα παρέλαβε,καθόσον ήταν η αρμόδια προς τούτο υπάλληλος, του είπε δε ότι θα ελέγξει τα εν λόγω βιβλία και θα τον ειδοποιήσει μετά το πέρας του ελέγχου. Μετά πάροδο πέντε ημερών από την, κατά τα άνω, παράδοση των βιβλίων, ο μάρτυς Ζ1 δέχθηκε τηλεφώνημα από την κατηγορουμένη, η οποία του ανέφερε ότι "διαπιστώθηκε κάποιο πρόβλημα" με τα βιβλία του, χωρίς να προσδιορίσει ειδικότερα το πρόβλημα αυτό. Επίσης, του είπε ότι κάποια στιγμή θα περνούσε από το γραφείο του, για να του εξηγήσει, σχετικά, από κοντά. Του ανέφερε, επίσης, γενικά και αόριστα ότι "το κόστος είναι 1.800.000 δραχ.".Την επόμενη εβδομάδα η κατηγορουμένη πέρασε πράγματι από το ιατρείο του άνω μάρτυρα και του δήλωσε ότι στη ΔΟΥ θα έπρεπε να καταβάλει (ο μάρτυρας) το ποσό των 1.000 ευρώ, περίπου (340.000 δραχ.). Του ζήτησε, όμως, περαιτέρω και το ποσό του 1.500.000 δραχμών, το οποίο, θα εδίδετο, όπως του είπε, στον επόπτη (χωρίς να αναφέρει το όνομα του), για να μη "του ρίξει τα βιβλία". Δηλαδή η κατηγορουμένη ζήτησε από τον άνω μάρτυρα το ποσό αυτό, προκειμένου να αποφύγει σοβαρότερες φορολογικές συνέπειες και καταβολή προσθέτων φόρων, οι οποίοι θα του επιβάλλονταν, εάν γινόταν ο έλεγχος των βιβλίων, κατά τον επιβαλλόμενο τρόπο, όπως, τουλάχιστον, αυτή άφησε να εννοηθεί. Τα χρήματα αυτά, όπως αναφέρθηκε, η κατηγορουμένη τα ζήτησε "για τον επόπτη", όμως κάτι τέτοιο,ότι δηλαδή τα χρήματα δεν θα τα έπαιρνε η ίδια, αλλά κάποιος άλλος συνάδελφος της και δη αυτός που εκτελούσε καθήκοντα "επόπτη", δεν επιβεβαιώθηκε από την όλη αποδεικτική διαδικασία.
Συνεπώς, τα εν λόγω χρήματα τα ζήτησε για λογαριασμό δικό της και προκειμένου ο μάρτυς Ζ1 να έχει ευνοϊκή μεταχείριση, κατά τον ως άνω φορολογικό έλεγχο, από την κατηγορουμένη. Στη συνέχεια και μετά από διαπραγματεύσεις, η κατηγορουμένη δέχθηκε, τελικά, να της καταβάλει ο εν λόγω Ζ1 , για τον ως άνω σκοπό, το ποσό του 1.300.000 δραχμών, ήτοι, περίπου 3.800 ευρώ. Πράγματι, την 19-2-2002 και αφού είχε προηγηθεί συνεννόηση της κατηγορουμένης με τον άνω μάρτυρα, ο τελευταίος μετέβη στην ΙΑ' ΔΟΥ Αθηνών, που εδρεύει στην οδό Αλκιβιάδου, αριθ.Ι, στην Αθήνα και συνάντησε την κατηγορουμένη, προκειμένου, αφενός μεν να καταβάλει τον προσδιορισθέντα φόρο των 1000 ευρώ, στη ΔΟΥ, στη δε κατηγορουμένη το συμφωνηθέν ποσό των 3.800 ευρώ. Μάλιστα, επειδή αυτός (Γ1) είχε αργήσει να μεταβεί στο "ραντεβού", η κατηγορουμένη είχε μεριμνήσει, ώστε το ταμείο της άνω ΔΟΥ να παραμείνει ανοιχτό και πέραν του προβλεπομένου κατά νόμο ωραρίου λειτουργίας του, ήτοι και πέραν της 13.30' ώρας. Στη συνέχεια και αφού εκδόθηκε από τον αρμόδιο υπάλληλο το διπλότυπο, βάσει στοιχείων,που του είχε δώσει η κατηγορουμένη, ο μάρτυς μετέβη στο ταμείο και κατέβαλε το ποσό των 877 ευρώ, που του είχε, τελικά, επιβληθεί, με βάση τον πιο πάνω έλεγχο των επαγγελματικών βιβλίων του. Κατόπιν αυτός επέστρεψε στο γραφείο της κατηγορουμένης, προκειμένου, όπως του είχε πεί, "να τεθούν από τον επόπτη κάποιες υπογραφές και να παραλάβει τα βιβλία του". Όμως και επειδή ο επόπτης καθυστερούσε, ο δε μάρτυς ήταν βιαστικός, η κατηγορουμένη του είπε ότι θα μπορούσε να περάσει την άλλη ημέρα, να παραλάβει τα βιβλία και ότι τα "υπόλοιπα", που είχαν συμφωνήσει, θα τα διευθετούσε με αυτήν. Μετά από αυτά, του πρότεινε να τον ακολουθήσει. Εισήλθαν μαζί στον ανελκυστήρα και κατέβηκαν στο ισόγειο. Εκεί η κατηγορουμένη του ζήτησε "τα υπόλοιπα". Πράγματι ο εν λόγω μάρτυς έβγαλε από την τσάντα του έναν φάκελο, μέσα στον οποίο είχε τοποθετήσει 3.800 ευρώ και τα παρέδωσε στην κατηγορουμένη. Η τελευταία παρέλαβε τα χρήματα αυτά, τα οποία, όμως, ήταν προσημειωμένα από την Αστυνομία (Δ|νση Ασφαλείας Αττικής, Τμήμα Δίωξης Οικον. Εγκλήματος) και την οποία προηγουμένως είχε ενημερώσει ο μάρτυς και είχε δώσει σχετική, ένορκη κατάθεση. Μετά την παραλαβή των χρημάτων αυτών, που έγινε για τον ως άνω σκοπό, ήτοι, προκειμένου, όπως αναφέρθηκε, να αποφύγει ο μάρτυς αυτός, όπως η κατηγορουμένη του δήλωσε, ενδελεχέστερο έλεγχο των βιβλίων του και "προκειμένου ο επόπτης να μη του ρίξει τα βιβλία", επενέβησαν αστυνομικοί, οι οποίοι παρακολουθούσαν τις κινήσεις του μάρτυρα και της κατηγορουμένης και την συνέλαβαν (περί την 13.55' ώρα της 19-2-2002)στα χέρια της δε βρήκαν και τα 3.880 ευρώ, που, όπως αναφέρθηκε, είχαν προσημειωθεί από την Αστυνομία. Με βάση τα περιστατικά αυτά,στοιχειοθετείται το έγκλημα, που προβλέπεται από το άρθρο 235 Π.Κ. και τιμωρείται σύμφωνα με αυτό και όχι της απόπειρας τέλεσης αυτού, αφού η κατηγορουμένη, αφενός μεν απαίτησε (πράγμα το οποίο και αρκεί κατά νόμο για την θεμελίωση του εν λόγω αδικήματος), αλλά και έλαβε παράνομα ανταλλάγματα (εν προκειμένω χρήματα), προκειμένου, όπως αναφέρθηκε "να του κλείσει τα φορολογικά του βιβλία", χωρίς ο εν λόγω φορολογούμενος και ελεγχόμενος από την κατηγορουμένη, να καταβάλει υπέρογκο φόρο, αλλά μόνο το ποσό, τελικά, των 1.000 ευρώ, όπως του είχε πεί. Τα ανωτέρω, ήτοι ο έλεγχος των φορολογικών βιβλίων του μάρτυρα, με βάση τον οποίο, τελικά, θα διαμορφωνόταν το ποσό, που θα έπρεπε αυτός να πληρώσει ως φόρο, αναγόταν στα καθήκοντα, που της είχαν από την Υπηρεσία της ανατεθεί, το δε χρηματικό ποσό, που παράνομα απαίτησε από αυτόν, σχετιζόταν με την εκτέλεση των υπηρεσιακών της καθηκόντων και ειδικότερα με την παράλειψη εκτέλεσης αυτών, κατά τα ανωτέρω. Η κατηγορουμένη δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι βρέθηκαν στα χέρια της τα ως άνω προσημειωμένα χρήματα ούτε έδωσε κάποια πειστική εξήγηση, για το γεγονός αυτό. Εξάλλου, σαφής ήταν η κατάθεση του μάρτυρα Ζ1, σχετικά με τα ανωτέρω και δεν αντικρούσθηκε από άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Μετά από αυτά και αφού απορριφθούν οι ισχυρισμοί της κατηγορουμένης:α) ότι δεν στοιχειοθετείται το αποδιδόμενο σ' αυτήν έγκλημα, που προβλέπεται από το άρθρο 235 ΠΚ (ισχυρισμός, που, ουσιαστικά, αποτελεί άρνηση της κατηγορίας) και β) περί υπαναχωρήσεως της από την πράξη, γιατί, όπως ισχυρίζεται και αν ακόμη είχε απαιτήσει αρχικά από τον ανωτέρω ελεγχθέντα χρήματα, στη συνέχεια, αυτή ολοκλήρωσε τον έλεγχο, χωρίς να αξιώσει προηγουμένως ή να πάρει κάποιο δώρο, καθόσον, όπως αναφέρθηκε, αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη (και αν ακόμη γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ότι είναι δυνατή η απόπειρα επί του εγκλήματος του άρθρου 235 ΠΚ), αυτή όχι μόνο αποπειράθηκε να τελέσει το εν λόγω έγκλημα, αλλά και ολοκλήρωσε την τέλεση του, αφενός μεν με το να απαιτήσει το ως άνω αντάλλαγμα από τον μάρτυρα Ζ1, αφετέρου δε και να λάβει αυτό (αντάλλαγμα),κατά τα ανωτέρω. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη, κατά το διατακτικό, αφού, όμως, αναγνωρισθεί σ' αυτήν η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ, καθόσον μέχρι τη διάπραξη της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, έζησε έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και, γενικά, κοινωνική ζωή".
Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκόμενου εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), με τη μορφή της αξιώσεως του δώρου, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 235 του Π.Κ., την οποία εφάρμοσε ορθά, χωρίς να την παραβιάσει ούτε εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφασή του, από νόμιμη βάση. Ειδικότερα δε, αναφέρεται στην απόφαση, η ιδιότητα της κατηγορουμένης ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του νόμου, η μελλοντική ενέργεια αυτής , αντικείμενη στα καθήκοντά της , η φροντίδα της δηλαδή παρά τις φορολογικές παραβάσεις που διαπίστωσε στα φορολογικά βιβλία του Ζ1 να "κλείσει αυτά", καθώς και ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο τελέσθηκε η πράξη, η αξίωση δηλαδή του δώρου. Αναφέρονται επίσης τα αποδεικτικά μέσα, κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς να είναι αναγκαία και αναφορά του τί προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο. Οι ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι α) δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας διότι την 19-2-2002 που έλαβε το ποσό των 3.800 ευρώ η φορολογική υπόθεση του ανωτέρω Ζ1 είχε ήδη λήξει, β) κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως πρόκειται περί εκούσιας υπαναχώρησης από την απόπειρα της δωροληψίας και γ) δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο η κατ' αντιπαράσταση εξέταση μηνυτή και κατηγορουμένου είναι απορριπτέες η πρώτη διότι μόνο ότι η απαίτηση του δώρου έγινε πριν η αναιρεσείουσα "κλείσει" τα φορολογικά βιβλία του μηνυτή κατά τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αρκεί για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της δωροληψίας, η δεύτερη διότι πρόκειται περί τετελεσμένης δωροληψίας αφού η απαίτηση του δώρου από την αναιρεσείουσα ήταν επίμονη καθόσον στην αρχή ζήτησε ως δώρο το ποσό του 1.500.000 δραχμών και στη συνέχεια μετά από διαπραγματεύσεις με τον μηνυτή δέχθηκε να λάβει το ποσό του 1.300.000 δραχμών, όπως τούτο προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως και η τρίτη διότι για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση το δικαστήριο έλαβε υπόψη όπως αναφέρθηκε μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και την απολογία του κατηγορουμένου.....Από την τελευταία αυτή περικοπή, αναμφιβόλως προκύπτει, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και την κατ' αντιπαράσταση εξέταση του μηνυτή-μάρτυρα κατηγορίας και της κατηγορουμένης και δεν είναι αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να μνημονεύεται ειδικώς η κατ' αντιπαράσταση εξέταση τούτων που δεν αποτελεί άλλωστε ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο. Οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας που με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήτουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απαράδεκτες. Επομένως οι, εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της αναφερόμενης ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Μετά ταύτα αφού δεν υπάρχει άλλος προς έρευνα λόγος αναιρέσεως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10ης Απριλίου 2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 546/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ορίζεται σε διακόσια ενενήντα (290) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 23 Μαΐου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή