Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 440 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη και υπεξαίρεση. Έννοια και στοιχεία των πράξεων. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή και επαρκής αιτιολογία παραπεμπτικού βουλεύματος. Απόρριψη αιτήματος αυτοπρόσωπης εμφάνισης. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 440/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1.Χ1 και 2 Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 348/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 9 Απριλίου 2008 δύο αυτοτελείς αιτήσεις τους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 689/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τις υπ'αριθμ. Α) 405/6-8-2008, Β) 405 Α/23-9-2008 και Γ) 405/27-11-2008 εισαγγελικές προτάσεις του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, στις οποίες αναφέρονται τα ακόλουθα: Α) Εισαγγελική πρόταση με αριθμό 405/6-8-2008.
Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας μετά της σχετικής δικογραφίας, κατ'άρθρ. 485§1 Κ.Π.Δ., 1) την υπ'αριθ. 63/9-4-2008 αίτησιν αναιρέσεως του Χ1 και 2) 64/9-4-2008 αίτησιν αναιρέσεως της Χ2 κατά του υπ'αριθ. 348/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και επάγομαι τα ακόλουθα:
Ι) Αι υπό κρίσιν αιτήσεις αναιρέσεως ησκήθησαν νομοτύπως και εμπροθέσμως από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου εις αναίρεσιν, σύμφωνα με τα άρθρα 473§1, 474 και 482§1 στοιχ.α' Κ.Π.Δ., με τις δηλώσεις των αναιρεσειόντων εις τον αρμόδιο γραμματέα του Εφετείου Αθηνών για τις οποίες συνετάχθησαν αι προδιαληφθείσαι εκθέσεις, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επεδόθη εις τούτους την 31-3-2008 και επομένως είναι τυπικά δεκτές. Με τα υπό κρίσιν ένδικα μέσα οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ως λόγους αναίρεσης τους εκ του αρθρ. 484§1 στοιχ.β' και δ', της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. II) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθ. 2276/2007 βούλευμα του, (όπως συνεπληρώθη με το υπ'αριθ. 2680/2007 βούλευμα του ιδίου Συμβουλίου), παρέπεμψε τους αναιρεσείονας ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων) για να δικασθούν ο μεν πρώτος για τις πράξεις: α)της απάτης κατ'εξακολούθησιν από την οποία η προκληθείσα συνολική ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, τελεσθείσης κατ'επάγγελμα και β)της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ και το είχαν εμπιστευθεί εις τον υπαίτιο λόγω της ιδιότητος του ως διαχειριστού ξένης περιουσίας, η δε δευτέρα επίσης για την πράξιν της απάτης κατ'εξακολούθησιν από την οποίαν η προκληθείσα συνολική ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, τελεσθείσης κατ'επάγγελμα (αρθρ. 45, 98, 386§§1, 3 στοιχ.α' 375§§1 εδ.β' Π.Κ., ως αντικ. δι'αρθρ. 14§4 και 14§3α ν. 2721/1999, αντιστοίχως. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ησκήθη έφεσις υπό των κατηγορουμένων επί των οποίων εξεδόθη το προσβαλλόμενον ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με αριθ. 348/2008 δια του οποίου απερρίφθησαν κατ'ουσίαν οι ως άνω εφέσεις και μετά από βελτίωση της κατηγορίας, ως προς τον πρώτον μεν κατηγορούμενον γι την πράξιν της υπεξαίρεσης, ως κατ'εξακολούθησιν τελεσθείσης υπ'αυτού, ως προς την δευτέραν δε για τηνπράξιν της απλής συνέργειας κατ'εξακολούθησιν, τελεσθείσης υπ'αυτής κατ'επάγγελμα, εις την υπό του πρώτου τελεσθείσαν ως άνω πράξιν της απάτης εις βαθμόν κακουργήματος, παρέπεμψε τούτους εις το ακροατήριον του ως άνω δικαστηρίου για να δικασθούν επί ταύταις.
Ill) Από τις διατάξεις του αρθρ. 386§§1, 3 Π.Κ., όπως η παρ.3 αντικατεστάθη με το αρθρ. 1 §11 του ν. 2408/96, προκύπτει ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς τον σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, εξ αιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία, ως άμεσο αποτέλεσμα, επέρχεται βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανώμενου ή τρίτου, ασχέτως αν επετεύχθη ο σκοπός του παράνομου περιουσιακού οφέλους και περαιτέρω, ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια, μετά δε την αντικατάσταση της παρ.3 από το αρθρ. 14 § 4 ν. 2721/99, απαιτείται επιπροσθέτως, το συνολικό όφελος που επεδίωξε ο δράστης ή η συνολική ζημία που επροξενήθη στον παθόντα, να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ). Το πρόσωπο που παρεπλανήθη, δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακώς βλάπτεται, αρκεί να μπορεί από τον νόμο ή από τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή, το δε περιουσιακό όφελος που επεδίωξε ο δράστης, πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτόμενου, στην διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε αυτό να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης. Πρέπει δηλαδή, ανάμεσα στην βλάβη της ξένης περιουσίας και στο όφελος που επιδιώκει ο δράστης, να υπάρχει υλική αντιστοιχία ή υλική ταυτότητα, από την οποία (υλική αντιστοιχία) προκύπτει φανερά ο χαρακτήρας του εγκλήματος της απάτης ως εγκλήματος περιουσιακής μεταθέσεως (μετατοπίσεως). Περαιτέρω, κατά την έννοιαν της διατάξεως του άρθρ. 47 παρ. 1 ΠΚ, εκείνος ο οποίος, εκτός της περιπτώσεως της αμέσου συνεργείας, σύμφωνα με το άρθρ. 46 παρ. 1β' Π.Κ., παρέσχε εκ προθέσεως εις τον πράξαντα οιανδήποτε συνδρομή, προ της τελέσεως ή κατά την τέλεσιν της υπό τούτου διαπραχθείσης αξιοποίνου πράξεως, θεωρείται απλούς συνεργός. 'Ετσι επί απλής συνεργείας εις απάτην ο δόλος του συνεργού συνίσταται εις την γνώσιν της παροχής ηθελημένης συνδρομής εις την εκτελουμένην υπό του υπαιτίου άδικον ταύτην πράξιν και δεν απαιτείται να επιδιώκεται υπό του συμμετόχου τούτου ίδιον περιουσιακό όφελος (Α.Π. 1281/85 Ποιν.Χρ. ΛΣΤ' σελ. 272, Α.Π. 2/1984 Ποιν.Χρ. ΛΔ' σελ. 682). Εξάλλου η επιβαρυντική περίσταση της κατ'επάγγελμα τέλεσης της πράξης, προσδιορίζεται ήδη σαφώς από την διάταξη του άρθρ. 13 εδ. στ' Π.Κ., όπως προσετ. δι'άρθρ. 1§1 ν. 2408/96. 'Ετσι από την εν λόγω διάταξη σαφώς συνάγεται ότι η κατ'επάγγελμα τέλεση της πράξης συντρέχει και όταν μία μόνο φορά ετελέσθη η πράξη όχι όμως ευκαιριακά αλλά βάσει οργανωμένου σχεδίου που καταδεικνύει ότι ο δράστης έχει διαμορφώσει υποδομή και οργανωμένη ετοιμότητα με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, παράλληλα δε προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθησιν, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής, χωρίς να προσαπαιτείται να υπάρχουν και προηγούμενες καταδίκες του δράστη. Περαιτέρω από το άρθρ. 98 Π.Κ. προκύπτει ότι κατ'εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. Ειδικότερα σε περίπτωση απάτης, κατά την οποία ο δράστης προέβη διαδοχικά σε απατηλές διαβεβαιώσεις, κάθε μία από τις οποίες οδήγησε και σε ιδιαίτερη περιουσιακή διάθεση από τον ίδιο παθόντα συντρέχουν περισσότερες πράξεις και ανακύπτει θέμα απάτης κατ'εξακολούθηση. Διαφορετική δε είναι η περίπτωση των συνεχών ψευδών παραστάσεων που επαναλαμβάνονται μέχρι ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατώμενο πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, οπότε πρόκειται για μία μοναδική πράξη απάτης (Α.Π. 1506/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ' σελ. 309, Α.Π. 17/2004 Ποιν.Χρ. ΝΔ' σελ. 594, Α.Π. 692/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ' σελ. 47, Α.Π. 822/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ" σελ. 135). Περαιτέρω από τις διατάξεις των αρθρ. 94§1 και 98§2 Π.Κ., όπως το τελευταίο συνεπληρώθη δι'αρθρ. 14§1 ν. 2721/1999, προκύπτει ότι για τον υπολογισμό της περιουσιακής βλάβης ή του περιουσιακού οφέλους που προκύπτουν από το κατ'εξακολούθησιν έγκλημα λαμβάνεται υπ'όψιν το σύνολο της αξίας των αντικειμένων των μερικότερων πράξεων και όχι το μεμονωμένο αντικείμενο κάθε μιας από αυτές, υπό την πρόσθετη όμως υποκειμενική προϋπόθεση ότι ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις σ'αυτό το συνολικό αποτέλεσμα, εν αντιθέσει προς την διάταξη του αρθρ. 16§2 ν.δ. 2576/1953, η οποία είχε εισαγάγει για πρώτη φορά (μέχρι την ψήφιση του ν. 2721/99) σύστημα αθροιστικού υπολογισμού του οφέλους ή της ζημίας, που προκύπτουν από τις μερικότερες πράξεις των κατ'εξακολούθησιν εγκλημάτων του αρθρ. 1 ν. 1608/50, όπου όμως δεν απαιτείται η παραπάνω πρόσθετη υποκειμενική προϋπόθεση (Α.Π. 1518/99 Ποιν.Χρ. ΜΘ' σελ. 933, ΑΠ. 1605/99 Ποιν.Χρ. Ν' σελ. 791). Έτσι ορθώς επισημαίνεται ότι ο εν λόγω "συνολικός σχεδιασμός" διαφέρει από τον απαιτούμενο για την στοιχειοθέτηση του κατ'εξακο-λούθηση εγκλήματος "δόλο εξακολούθησης" κατά το ότι για την εφαρμογή του αρθρ. 98 §2 Π.Κ., δεν αρκεί να διαπιστώνεται ότι η απόφαση για την τέλεση κάθε μεταγενέστερης πράξης εμφανίζεται ως συνέχεια των προηγούμενων αποφάσεων, αλλά απαιτείται επί πλέον να αποδεικνύεται ότι ο δράστης ήδη κατά την τέλεση της πρώτης επί μέρους πράξης απέβλεπε να αποκομίσει συνολικό περιουσιακό όφελος ανώτερον του ελαχίστου ορίου, που καθορίζεται κάθε φορά στο νόμο. Εκ τούτων σαφώς συνάγεται ότι με την νέα ρύθμιση του αρθρ. 98 §2 Π.Κ. διαμορφώνεται η μετάβαση από την βασική στην διακεκριμένη (κακουργηματική) μορφή του αυτού εγκλήματος με ποσοτικά κριτήρια, και δεν περιορίζεται πλέον εις τα εγκλήματα της πλαστογραφίας και ψευδούς βεβαιώσεως εις τα οποία αρχικώς εισήχθη με τον ν. 2408/96, αλλά έχει γενικευθεί μετά τον ν. 2721/99, σε όλα σχεδόν τα αδικήματα κατά της περιουσίας και ιδιοκτησίας (απιστίας περί την υπηρεσία, αρθρ. 256 περ.β' Π.Κ., υπεξαίρεσης στην υπηρεσία αρθρ. 256 περ.β' Π.Κ., υπεξαίρεσης αρθρ. 375§1β Π.Κ., απάτης, αρθρ. 386 στοιχ. α' Π.Κ. κ.λ.π.).
Περαιτέρω από την διάταξη του αρθρ. 375§1 Π.Κ. στην οποία ορίζεται ότι "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιείται αυτό παράνομα κατά τον χρόνο που βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεως του να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Κατά δε την παραγρ. 2 του ίδιου άρθρου, ως αντικατεστάθη δι'αρθρ. 1 § 9 ν. 2408/96, "αν πρόκειται για αντικείμενο (της υπεξαιρέσεως) ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί εις τον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητος του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από την τελευταία αυτή διάταξη, όπως ισχύει μετά τον ν. 2408/96, προκύπτει ότι η κακουργηματική μορφή της υπεξαιρέσεως προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενο της είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και επί πλέον ότι συντρέχει μια από τις ειδικά και περιοριστικά πλέον προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστοσύνης, όπως είναι και εκείνη του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, με δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού. Την εξουσία αυτή μπορεί να έλκει είτε από τον νόμο είτε από σύμβαση. Για να έχουμε δε κακουργηματική υπεξαίρεση, λόγω της ιδιότητος του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο απ'αυτόν παρανόμως πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητάς του αυτής (Α.Π. 1600/2004 Ποιν.Χρον. ΝΕ' σελ. 645, Α.Π. 2328/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ" σελ. 811).
Εξάλλου από τις διατάξεις των αρθρ. 375§1 και 386§1 Π.Κ. συνάγεται ότι εκάστη των αξιοποίνων πράξεων της υπεξαιρέσεως και απάτης, οι οποίες περιγράφονται σ'αυτές, απαρτίζεται από διάφορα συστατικά στοιχεία. Γι'αυτό, αν δράστης και των δύο αυτών εγκλημάτων είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, είναι δυνατή η πραγματική, κατ'άρθρ. 94 §1 Π.Κ., συρροή τους, υπό την προϋπόθεση ότι κάθε ένα τούτων στρέφεται κατά διαφόρου υλικού αντικειμένου (Α.Π. 1485/2003 Ποιν.Χρ. ΝΔ' σελ. 425). Αν όμως και τα δύο αυτά εγκλήματα στρέφεται κατά του ίδιου υλικού αντικειμένου, υφίσταται μεταξύ τούτων φαινόμενη πραγματική συρροή. Τούτο μπορεί να συμβεί: α)όταν ο δράστης υπεξαιρεί το ξένο κινητό πράγμα και εν συνεχεία επιχειρεί απατηλές πράξεις, προκειμένου να συγκαλύψει την υπεξαίρεση του ή να διατηρήσει την κατοχή του και β)όταν ο δράστης απέκτησε με απάτη το ιδιοποιούμενο ξένο κινητό πράγμα. Στην πρώτη περίπτωση, η περιουσιακή βλάβη του άλλου, η οποία αποτελεί συστατικό στοιχείο της απάτης, έχει ήδη επέλθει με την υπεξαίρεση του πράγματος και, επομένως, βρισκόμαστε προ φαινόμενης πραγματικής συρροής υπεξαιρέσεως, η οποία και μόνο πραγματώνεται και μη τιμωρητής υστέρας πράξεως απάτης, η οποία απορροφάται από την υπεξαίρεση. Επομένως, στην περίπτωση αυτή ο δράστης θα τιμωρηθεί μόνο για υπεξαίρεση και όχι και για απάτη. Στην δεύτερη περίπτωση, η υπεξαίρεση αποτελεί μη τιμωρητή υστέρα πράξη, η οποία απορροφάται από την απάτη και επομένως ο δράστης θα τιμωρηθεί μόνο για απάτη και όχι και για υπεξαίρεση (Α.Π. 1840/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ' σελ. 814, Α.Π. 512/1990 Ποιν.Χρον. Μ' σελ. 1158, Α.Π. 773/1989 Ποιν. Χρον. Μ' σελ. 159, Α.Π. 892/1985 ΝοΒ 33, σελ. 1246). Διάφορη αρμόζει λύση: α)όταν ο αποκτήσας με απατηλή συμπεριφορά την κατοχή του ξένου κινητού πράγματος, δεν το αποδίδει, εν συνεχεία εις εκείνον στον οποίον υποχρεούται να το αποδώσει, βάσει υφισταμένης εννόμου σχέσεως μ'αυτόν, ο οποίος είναι πρόσωπο διάφορο του απατηθέντος, αλλά το ιδιοποιείται, κατά παράβαση της ανωτέρω εννόμου σχέσεως και, συνεπώς, παρανόμως (περίπτωση στην οποία αναφέρεται η Ολ.Α.Π. 1093/1991 ΝοΒ 40, σελ. 132, Ελ.Δικ. 32/1169, Ποιν.Χρον. MB' σελ. 39), όπως, όταν ο αντιπρόσωπος, κατά παράβαση, και επομένως παρανόμως, της υφισταμένης εννόμου σχέσεως, από την οποία απορρέει η εξουσία του προς αντιπροσώπευση, δεν αποδίδει στον αντιπροσωπευόμενο, αλλά παρακρατεί για τον εαυτό του το ξένο κινητό πράγμα, το οποίο, με απατηλή, έναντι τρίτου, διαφόρου του αντιπροσωπευομένου, συμπεριφορά, έλαβε στην κατοχή του, για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου και β)όταν ο δράστης, αποσκοπών αποκλειστικώς στην χρήση του ξένου κινητού πράγματος, αποκτά στην κατοχή του με απατηλή συμπεριφορά, στην συνέχεια όμως, βάσει μεταγενέστερος αποφάσεως του, μη αρκούμενος πλέον στην χρήση του, το ιδιοποιείται, καθόσον στην περίπτωση αυτή (στην οποίαν αναφέρονται οι Α.Π. 955/1998 ΝοΒ 47, σελ. 98, Ποιν.Χρον. Μθ' σελ. 542, Α.Π. 465/95 Ποιν.Χρον. ΜΕ' σελ. 1233), η υπεξαίρεση διευρύνη την αρχική βλάβη, προσβάλλοντας το έννομο αγαθό της ιδιοκτησίας κατά τρόπο διάφορο της απάτης, εφόσον, εκτός από την απλή αποστέρηση της κατοχής, ως συνέπεια της απάτης ο ιδιοκτήτης, με την νέα πράξη, αποστερείται πλέον οποιασδήποτε εξουσίας επί του πράγματος, με συνέπεια η υπεξαίρεση να είναι αυτοτελής, έναντι της προηγουμένης πράξεως της απάτης. Εξάλλου από τις διατάξεις των αρθρ. 308§6 και 171 § 1 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι απόλυτη ακυρότητα, που ιδρύει τον από το αρθρ. 484§1 στοιχ. α' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, δημιουργείται όταν ο Ανακριτής πριν να διαβιβάσει την δικογραφία στον Εισαγγελέα δεν γνωστοποίησε στον κατηγορούμενο την περάτωση της ανακρίσεως για να ασκήσει ο τελευταίος τα από τα αρθρ. 101 Κ.Π.Δ. δικαιώματα του όχι δε και όταν η παράλειψη αυτής αναφέρεται στον πολιτικώς ενάγοντα.
Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίον επήλθε απόλυτος ακυρότης εκ του λόγου ότι ο Ανακριτής πριν να διαβιβάσει την δικογραφία στον Εισαγγελέα δεν γνωστοποίησε το πέρας της ανάκρισης στον πολιτικώς ενάγοντα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. (Α.Π. 76/99 Ποιν.Χρ. Μθ' σελ. 409).
Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από το αρθρ. 139 Κ.Π.Δ. και 93§3 του Συντάγματος ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγων αναιρέσεως από το αρθρ. 484§1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., όταν αναφέρονται σ'αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες εκρίθη ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για την πράξη για την οποία παρεπέμφθη. Εξάλλου, κατά το αρθρ. 484§1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., συνιστά λόγον αναιρέσεως η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφηρμόσθη στο βούλευμα. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει τον νόμο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοια του τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη ότι προέκυψαν από την ανάκριση, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, γιατί εις το πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό και ανάγεται εις τα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον ’ρειο Πάγο, για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης (Α.Π. 43/2000 Ποιν.Χρ. Ν' σελ. 127).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 348/2008 βούλευμά του, όπως αυτό προκύπτει, με επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, τις σκέψεις της οποίας συνολικά υιοθέτησε και ενσωμάτωσε στις αιτιολογίες του, αναφέροντας και τα αποδεικτικά μέσα, εδέχθη ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: οι εγκαλούσες Θ και Ζ, διατηρώντας πολυετή φιλική σχέση, διέμεναν μαζί σε διαμέρισμα επί της οδού ...., ιδιοκτησίας της πρώτης, στην οποία επιδόθηκε την 19-2-2002 η από 18-2-2002 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση-διαμαρτυρία των συγγενών εξ αίματος της δεύτερης ... (πρώτου εξαδέλφου της), .... (ανιψιού της) και .... (ανιψιά της), με την οποία της εδήλωσαν ότι είχαν την πρόθεση να υποβάλουν αίτηση για την δικαστική συμπαράσταση της συγγενούς τους δεύτερης εγκαλούσας, λόγω προφανούς έλλειψης πλήρους δικαιοπρακτικής ικανότητός της, καλούσαν δε την ίδια (πρώτη εγκαλούσα) να απέχει από πράξεις που ενείχαν διάθεση ή επιβάρυνση της περιουσίας της και να τους χορηγήσει διάφορα έγγραφα, σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία και την υγεία της συγγενούς τους, καθώς και αντίγραφα των πληρεξουσίων με βάση τα οποία ασκούσε αυτή τη διαχείριση της περιουσίας της. Μετά από αυτά, οι εγκαλούσες ζήτησαν την νομική συνδρομή του πρώτου εκκαλούντος κατηγορουμένου Χ1, δικηγόρου Αθηνών, στον οποίο απευθύνθηκαν μετά από σύσταση του φίλου τους ...., για να απαντήσει στην ανωτέρω Εξώδικη Δήλωση - Πρόσκληση -Διαμαρτυρία. Για το σκοπό δε αυτό η πρώτη εγκαλούσα Θ με την από 21-2-2002 εξουσιοδότηση της τον διόρισε πληρεξούσιο της, προκειμένου να αναλάβει την διευθέτηση της διένεξης, η οποία είχε προκύψει από την ανωτέρω εξώδικη δήωλση-πρόσκληση-διαμαρτυρία. Στην συνέχεια και συγκεκριμένα την 15-3-2002, αφού είχαν ήδη και οι δύο εκκαλούντες πραγματοποιήσει επισκέψεις στην οικία των εγκαλουσών, τις οποίες επανειλημμένως καθησύχαζαν, σχετικά με την ανωτέρω διένεξη, η πρώτη εγκαλούσα κατέβαλε στον πρώτο εκκαλούντα το ποσό των 1000 ευρώ, ως προκαταβολή για την απάντηση που ψευδώς δήλωσε σ'αυτήν και στην δεύτερη εγκαλούσα, ότι απέστειλε, διαβεβαιώνοντας τις επί πλέον ότι φρόντισε να μην τις ενοχλούν οι αντίδικοι τους και κάθε έγγραφο που θα τους κοινοποιούσαν, θα το παραλάμβανε ο ίδιος. Περαιτέρω, περί τα τέλη Απριλίου 2002 ανακοίνωσε ψευδώς στις εγκαλούσες ότι έλαβε απάντηση από τους αντιδίκους τους, γεγονός που επιβεβαίωσε η δεύτερη εκκαλούσα Χ2, πείθοντας έτσι την πρώτη εγκαλούσα να του καταβάλλει την 2-5-2002 το ποσό των 5.000 ευρώ, ως αμοιβή του για την ανταπάντηση που δήθεν θα έστελνε. Ακολούθως, την 20-5-2002 παρέστησε ψευδώς στις εγκαλούσες ότι πρέπει να μεταβεί στην .... για διαπραγματεύσεις με τους αντιδίκους τους, εφόσον ήταν συμφερότερος ένας φιλικός διακανονισμός, έλαβε δε από την πρώτη εγκαλούσα, ("και δια λογαριασμόν της Ζ", όπως σημειώθηκε στην χορηγηθείσα προς αυτόν απόδειξη), το ποσό των 5.000 ευρώ, ως προκαταβολή για δικηγορική αμοιβή και έξοδα. Περί τα τέλη δε Μαΐου 2002 επισκέφθηκε τις εγκαλούσες έχοντας επιστρέψει δήθεν από την .... και τους ανεκοίνωσε ότι οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν και οι αντίδικοι τους απευθύνθηκαν σε δικαστήρια στην ...., γεγονός που επιβεβαίωσε η παριστάμενη δεύτερη εκκαλούσα-κατηγορουμένη, με αποτέλεσμα την 17-6-2002 να λάβει από την πρώτη εγκαλούσα ("κα δια λογαριασμό της κ. Ζ", όπως και πάλι σημειώθηκε στην χορηγηθείσα από αυτόν απόδειξη), το ποσό των 10.000 ευρώ, ως προκαταβολή για δικηγορική αμοιβή και έξοδα, προς υποστήριξη της υπόθεσης που δήθεν εκκρεμούσε πλέον σε Δικαστήριο της Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια, ο πρώτος εκκαλών ανεκοίνωσε ψευδώς στις εγκαλούσες, η δε δεύτερη εκκαλούσα επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς του, ότι η εκδικασθείσα δήθεν υπόθεση δεν είχε δήθεν ευμενή γι'αυτές εξέλιξη. Περαιτέρω, με το από 22-11-2002 συνυποσχετικό μεταξύ της πρώτης εγκαλούσης και του πρώτου εκκαλούντος συμφωνήθηκε να της παραδώσει τον διαχειριστικό φάκελλο σχετικά με την παρακολούθηση, επιμέλεια και καταβολή μισθών, εξόδων κ.λ.π. των τελευταίων μηνών, που είχε αναλάβει σχετικά με την δεύτερη εγκαλούσα, να αναλάβει η πρώτη εγκαλούσα, όπως και στο παρελθόν, την εκπλήρωση των οποιασδήποτε φύσεως υποχρεώσεων προς την δεύτερη εγκαλούσα και να αναλάβει να προτείνει πρόσωπο ή πρόσωπα για την αντικατάσταση της οικιακής βοηθού ...., με σκοπό την ασφαλή και ευπρεπή διαβίωση της δεύτερης εγκαλούσας, ο δε πρώτος εκκαλών να συνεχίσει την νομική υποστήριξη της υπόθεσης έναντι των κληρονόμων ή τρίτων προσώπων, όπως και κατά το παρελθόν, που θα προέβαλλαν τυχόν διεκδικήσεις επί των περιουσιακών στοιχείων της δεύτερης εγκαλούσας ή άλλως (κατά της πρώτης εγκαλούσας). Στην συνέχεια, μετά την δήθεν δυσμενή για τις εγκαλούσες εξέλιξη της δήθεν δίκης και αφού ο πρώτος εκκαλών τους είχε ανακοινώσει ότι για την θέση τους, έναντι των αντιδίκων τους, ήταν σκόπιμο να αναλάβει ο ίδιος ως πληρεξούσιος δικηγόρος την διαχείριση και την φροντίδα της δεύτερης, να απεμπλακεί δε από αυτές η πρώτη, με το από 29-11-2002 εργολαβικό δίκης και εκχωρητήριο μεταξύ της πρώτης εγκαλούσας και του ιδίου, αφού δηλώθηκε με το έγγραφο αυτό ότι η πρώτη εγκαλούσα έχει στην διάθεση και εξουσία της ορισμένα κινητά περιουσιακά στοιχεία της δεύτερης εγκαλούσας και ιδίως χρηματικά ποσά σε κοινούς ή ατομικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, όπως ο υπ'αριθ. ..... σε τράπεζα DISCOUNT BANK AND TRUST COMPANY ΣΤΗΝ .... της ... και ο υπ'αριθ. ... στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ανέθεσε η πρώτη εγκαλούσα στον πρώτο εγκαλούμενο την ανάληψη εξ ολοκλήρου της εν λόγω υπόθεσης, την κατάθεση κάθε δικογράφου, την άσκηση κάθε ενδίκου μέσου, αίτησης, μηνυτήριας αναφοράς ή οποιασδήποτε άλλης ενέργειας, την οποία έκρινε αυτός αναγκαία για την επιτυχή διεκπεραίωση της υπόθεσης και την εξασφάλιση των δικαιωμάτων της πρώτης εγκαλούσας, καθώς και της δεύτερης, την οποία εκπροσωπούσε, ιδίως έναντι παντός συγγενούς ή άλλου τρίτου προσώπου (φυσικού ή νομικού) διεκδικούντος περιουσιακά δικαιώματα ή δικαιώματα επιμέλειας ή εγείροντος άλλες αξιώσεις κατά της πρώτης εγκαλούσας και αμέσως ή εμμέσως κατά της δεύτερης εγκαλούσας, γενικά δε, ανατέθηκε στον πρώτο εκκαλούντα η διεξαγωγή δικών οποιασδήποτε φύσης σχετικά με την υπόθεση κατά της "ως άνω" (προφανώς της πρώτης εγκαλούσας), καθώς και την εν γένει λήψη οποιουδήποτε πρόσφορου ή ενδίκου μέτρου ενώπιον παντός Δικαστηρίου και πάσης Αρχής στην Ελλάδα, την Ελβετία ή αλλού ή και έναντι οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου. Για τις ανωτέρω νομικές υπηρεσίες συμφωνήθηκε να του καταβάλει η πρώτη εγκαλούσα, ως αμοιβή, ποσοστό 17% επί της αξίας των προαναφερομένων κινητών περιουσιακών στοιχείων ή επί του τελικώς εισπραχθησομένου ποσού (σε είδος ή χρήματα), ιδίως μετά από δικαστικές διεκδικήσεις ή και χωρίς αυτές. Ειδικότερα δε, η πρώτη εγκαλούσα του εκχώρησε οριστικώς και ανεκκλήτως το αναλογούν ποσό στο ανωτέρω ποσοστό της αμοιβής του (17%), δυναμένου να εισπράξει το αναλογούν σ'αυτόν ποσό απ'ευθείας από αυτήν και από κάθε τρίτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ενώ συμφωνήθηκε ότι η ανωτέρω αμοιβή ήταν συνολικώς καταβλητέα με την περαίωση δικαστικώς, συμβατικώς ή συμβιβαστικώς της υπόθεσης, οπότε και θα μπορούσε ο ίδιος να υπογράψει τις σχετικές συμφωνίες και αποδείξεις, διαφορετικά και σε κάθε περίπτωση, με την εκ των πραγμάτων λήξιν του αντικειμένου της ανωτέρω εντολής και την εκ των πραγμάτων άρση της δυνατότητος άσκησης δικαιωμάτων και διεκδικήσεων από τυχόν τρίτους διεκδικητές, συγγενείς ή άλλους και, τέλος, συμφωνήθηκε ότι αυτός δεν θα εδικαιούτο αμοιβή σε περίπτωση αποτυχίας, δηλαδή σε περίπτωση που δεν θα παρέμενε ή δεν θα περιερχόταν στην πρώτη εγκαλούσα ή τους τυχόν διαδόχους της κανένα ποσό ή περιουσιακό στοιχείο. Κατά τις αρχές Μαρτίου 2003 ο πρώτος εκκαλών παρέστησε ψευδώς στις εγκαλούσες, με την επιβεβαίωση της δεύτερης εκκαλούσας, ότι εκδόθηκε από το Δικαστήριο η απόφαση και ήταν σε βάρος τους, αφού απαγόρευε στην πρώτη να διαχειρίζεται την περιουσία της δεύτερης και να την επιμελείται, μάλιστα δε, η δήθεν εκδοθείσα απόφαση αναγνώστηκε από την δεύτερη εκκαλούσα. Έτσι, παραπείσθηκε η πρώτη εγκαλούσα και, σε συνέχεια της από 21-2-2002 προαναφερόμενης εντολής της και του από 29-11-2002 ανωτέρω εργολαβικού δίκης και εκχωρητηρίου, υπέγραψε με τον πρώτο εκκαλούντα το από 12-3-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο συμφώνησε να αναλάβει αυτός ποσοστό 17% επί του ανωτέρω υπ'αριθ. .... λογαριασμού, που διατηρούσαν από κοινού οι εγκαλούσες στην Τράπεζα Discount Bank and Trust Company στην .... της ....., ενώ, περαιτέρω, με το επίσης από 12-3-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό η πρώτη εγκαλούσα του κατέβαλε τοις μετρητοίς το ποσό των 15.000 ευρώ, προς κάλυψη μέρους της αμοιβής του, κατά την από 21-2-2002 εντολή, το από 29-11-2002 εργολαβικό δίκης και "λοιπά συναφή έγγραφα", το ποσό δε αυτό ελήφθη από τον ανωτέρω υπ'αριθ. .... λογαριασμό της πρώτης εγκαλούσας στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, τα χρήματα του οποίου προέρχονταν από κεφάλαια της δεύτερης εγκαλούσας και επί του οποίου δηλώθηκε ότι ο πρώτος εκκαλών εδικαιούτο έναντι αμοιβής ποσοστό 17%, κατά τα ήδη συμφωνηθέντα. Ακολούθως, με το υπ'αριθ. 6604/28-3-2003 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ουρανίας Χριστοδουλίδου - Σπυριδάκη, η δεύτερη εγκαλούσα Ζ διόρισε τον πρώτο εκκαλούντα πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο της, προκειμένου να παρίσταται και να την εκπροσωπεί σε όλα τα Δικαστήρια της Ελλάδας και ης αλλοδαπής και ειδικότερα της ......, να διαχειρίζεται την κινητή και ακίνητη περιουσία της και να την εκπροσωπεί σε οποιαδήποτε συναλλαγή με οποιαδήποτε τράπεζα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, ειδικότερα δε να διαχειρίζεται τον υπ'αριθ. ..... λογαριασμό της τράπεζας CITIBANK (του καταστήματος της στο Κολωνάκι της Αθήνας) και τον υπ'αριθ. .... λογαριασμό της Τράπεζας Discount Bank and Trust Company στην ..... της ..... Μετά την σύναψη του ανωτέρω ειδικού πληρεξουσίου, εν όψει των εντολών και πληρεξουσιοτήτων τις οποίες είχε παράσχει η δεύτερη εγκαλούσα στην πρώτη με τα υπ'αριθ. 6061/1998, 8122/1998 και 8154/1998 πληρεξούσια, που είχαν συνταχθεί στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στην Γενεύη της Ελβετίας, συντάχθηκε το υπ'αριθ. 6607/29-3-2003 Ειδικό Πληρεξούσιο της ανωτέρω Συμβολαιογράφου, με το οποίο η δεύτερη εγκαλούσα διόρισε τον πρώτο εκκαλούντα πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο της, ώστε, ενεργώντας για λογαριασμό της, να ζητήσει από την πρώτη εγκαλούσα απόδοση λογαριασμού και πλήρη ενημέρωση σχετικά με όλες τις ενέργειες και συναλλαγές, στις οποίες είχε προβεί ως εντολοδόχος της δεύτερης εγκαλούσας, καθώς και πλήρη κατάλογο των κοσμημάτων, όλων των τιμαλφών, επίπλων και αντικειμένων αξίας της οικογένειας ..... Επί πλέον, με την υπ'αριθ. 6608/29-3-2003 ανάκληση πληρεξουσίου της ίδιας ανωτέρω Συμβολαιογράφου, η δεύτερη εγκαλούσα ανεκάλεσε κάθε εντολή και πληρεξουσιότητα, που είχε χορηγήσει στην πρώτη εγκαλούσα με το από 24-8-2001 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Γενεύης Thierry Bagnoud. Μετά από αυτά, ο πρώτος εκκαλών προέβη τμηματικά κατά το διάστημα από 2-5-2003 έως 20-6-2003 σε αναλήψεις συνολικού χρηματικού ποσού 86.895 ευρώ από τον ανωτέρω λογαριασμό που διατηρούσε δεύτερη εγκαλούσα στην Τράπεζα CITIBANK (5.000 την 2-5-2003, 10.000 την 5-5-2003, 9.900 την 9-5-2003, 750 την 16-5-2003, 25.000 την 22-5-2003, 2.100 την 30-5-2003, 25.000 την 9-6-2003 και 9.145 την 20-6-2003), το οποίο δεν χρησιμοποίησε στα πλαίσια των εντολών που είχε λάβει, αλλά ιδιοποιήθηκε παρανόμως, εφόσον, όπως προκύπτει από τις 31-10-2002, 6-12-2002 και 15-12-2002 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, είχε λάβει κατά τις ανωτέρω ημεροχρονολογίες τα ποσά των 15.000, 20.000 και 2.500 ευρώ, αντιστοίχως" για παροχή πάσης φύσεως υπηρεσιών (νομικών, διαχειριστικών κ.λ.π.) προς και δια λογαριασμόν της κ. Ζ", "για υπηρεσίες και δαπανάς διαχειρίσεως -επιμελείας υπέρ της κ. Ζ" και "για παροχή πάσης φύσεως υπηρεσιών (νομικών - διαχειριστικών κ.λ.π.) προς και δια λογαριασμόν της κ. Ζ", όπως αναφέρεται, αντιστοίχως, στις ανωτέρω αποδείξεις, ενώ, περαιτέρω, στην από 4-3-2003 απόδειξη αναφέρεται ότι έλαβε από την πρώτη εγκαλούσα την υπ'αριθ. .... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ποσού 10.000 ευρώ, σε εξόφληση δαπανών και εξόδων περιόδου από 6-12-2002 έως 15-3-2003 για λογαριασμό της δεύτερης εγκαλούσας και σχετικά με την επιμέλεια της, αναφέρεται δε επί πλέον στην απόδειξη αυτή ότι καλύπτονταν με το ανωτέρω ποσό των 10.000 ευρώ όλες οι εκκρεμείς οφειλές για το μέχρι 15-3-2003 χρονικό διάστημα. Στην συνέχεια, κατά το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου 2003 οι εγκαλούσες δέχθηκαν τηλεφώνημα από υπάλληλο της Τράπεζας Discount Bank and Trust Company της Γενεύης της Ελβετίας ο οποίος τις πληροφόρησε ότι ο πρώτος εκκαλών ζητούσε επανειλημμένως από την τράπεζα να κλείσει τον ανωτέρω υπ'αριθ. .... κοινό λογαριασμό τους και να σταλεί το υπόλοιπο των χρημάτων στην Ελλάδα, επειδή δήθεν αυτές ήσαν ασθενείς και βρίσκονταν στο νοσοκομείο. Με αφορμή αυτό το γεγονός οι εγκαλούσες άρχισαν, με την συνδρομή άλλου δικηγόρου, τον οποίον προσέλαβαν, να ερευνούν τι είχε συμβεί και διαπίστωσαν την προαναφερόμενη απατηλή συμπεριφορά των εκκαλούντων και την υπεξαίρεση από τον πρώτο του ανωτέρω χρηματικού ποσού. Κατόπιν αυτών, η δεύτερη εγκαλούσα με την υπ'αριθ. 3.057/23-6-2003 πράξη ανάκλησης πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Παρασκευής Ηλιοπούλου, ανακάλεσε κάθε δικαίωμα, ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα που είχε χορηγήσει στον πρώτο εκκαλούντα με το ανωτέρω υπ'αριθ. 6.604/2003 ειδικό πληρεξούσιο, η οποία επιδόθηκε προς αυτόν αυθημερόν, όπως προκύπτει από την υπ'αριθ. 267β/23-6-2003 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ...., ενώ με την από 24-6-2003 εξώδικη δήλωση - πρόσκληση και διαμαρτυρία της, η οποία του επιδόθηκε επίσης αυθημερόν, όπως προκύπτει από την υπ'αριθ. 275β/24-6-2003 έκθεση επίδοσης του ιδίου ανωτέρω δικαστικού επιμελητή, ζήτησε από αυτόν να της παραδώσει κάθε σχετικό έγγραφο, καθώς και αναλυτική κατάσταση της διαχείρισης των χρημάτων της. Παρά ταύτα, ο πρώτος εκκαλών την ίδια μέρα (24-6-2003), προέβη, με βάση την ανακληθείσα ανωτέρω πληρεξουσιότητα, σε ανάληψη επί πλέον ποσού 3.000 ευρώ από τον προαναφερόμενο υπ'αριθ. .... λογαριασμό της Τράπεζας CITIBANK, στην συνέχεια δε η δεύτερη εγκαλούσα με την από 8-9-2003 προς αυτόν εξώδικη δήλωση - πρόσκληση - απάντηση και διαμαρτυρία της, η οποία του επιδόθηκε αυθημερόν, όπως προκύπτει από την υπ'αριθ. 584-β/8-9-2003 έκθεση επίδοσης του προαναφερομένου δικαστικού επιμελητή, ζήτησε να της επιστρέψει το υπεξαιρεθέν ποσό των 90.000 ευρώ.
Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών εις το προσβαλλόμενο βούλευμα του, διέλαβε εις τούτο την, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Κ.Π.Δ. και του Συντάγματος, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία απεδείχθησαν από την ανάκρισιν, που συγκροτούν πράγματι την αντικειμενικήν και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων της απάτης κατ'εξακολούθησιν σε βαθμό κακουργήματος και υπεξαίρεσης κατ'εξακολούθησιν, ομοίως εις βαθμόν κακουργήματος, σε πραγματική συρροή καθώς και της απλής συνέργειας εις την πρώτην πράξιν υπό της δευτέρας των αναιρεσειόντων, για τα οποία απεφάνθη ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων εις το ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους νομικούς συλλογισμούς υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις παραπάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των αρθρ. 386 §§1^ στοιχ. α' και 375§1 εδ. β' Π.Κ. Ο ισχυρισμός (αιτίαση) των αναιρεσειοντων ότι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και εκ του ότι το βούλευμα αναφέρεται καθ'ολοκληρίαν στην πρόταση του Εισαγγελέως, χωρίς να παραθέτει δικές του σκέψεις και επί πλέον ότι δεν ελήφθησαν υπ'όψιν σχετικά υπομνήματα των αναιρεσειόντων, μετά την εισαγωγήν της υποθέσεως εις το Συμβούλιο και ιδίως το από 8-6-2007 εμπεριστατωμένον υπόμνημα του μετά των συνημμένων δώδεκα (12) εγγράφων, είναι αβάσιμος, καθόσον το Συμβούλιο, προκειμένου να καταλήξει στην παραπεμπτική του κρίση, έλαβε υπ'όψιν μεταξύ των άλλων και όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, και την απολογία των κατηγορουμένων εις την οποίαν συμπεριλαμβάνονται και τα μετ'αυτήν συμπληρωματικά υπομνήματα των, χωρίς να επιβάλλεται χωριστή αναφορά εις αυτά. Παρά ταύτα όμως, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του εκκα-λουμένου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, γίνεται ειδική αναφορά εις το από 8-6-2007 υπόμνημα μετά των συνημμένων εις τούτο 12 εγγράφων, τα οποία εκρίθησαν "ως μη ουσιώδη".
Ειδικότερον: α) ως προς το έγκλημα της απάτης κατ'εξακολούθησιν από τις προαναφερόμενες παραδοχές προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών περιέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται, για την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αυτού, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, καθόσον, κατ'ορθή ερμηνεία και εφαρμογήν του αρθρ. 98 Π.Κ., έκρινε τόσον ότι εκάστη των μερικότερων πράξεων της απάτης ήτο αυτοτελής, αφού κάθε επιζήμια για τις παθούσες πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης των εξαπατηθεισών, που προηγήθη, από χωριστή απατηλή συμπεριφορά των κατηγορουμένων, και παράλληλα προσδιορίζει με σαφήνεια και χωρίς καμιά αντίφαση την αξιόποινη συμπεριφορά των αναιρεσειόντων και αναφέρει τον τρόπο με τον οποίον εξαπατήθηκαν οι εγκαλούσες όσον και για την άθροιση των ποσών των μερικότερων πράξεων που όλες έχουν τελεσθεί μετά την ισχύ του ν. 2121/99 καθώς και για την κατ'επάγγελμα τέλεση του παραπάνω εγκλήματος που προκύπτει το μεν εκ της επανειλημμένης τελέσεως του το δε από το σχέδιο το οποίον ούτοι εφήρμοσαν με την καλλιέργεια ιδιαιτέρων φιλικών σχέσεων με τις εγκαλούσες και κλίματος εμπιστοσύνης μετ'αυτών, περιστατικά που μαρτυρούν τον σκοπό των για πορισμό εισοδήματος. Έτσι, σύμφωνα με τις παραδοχές ως προς την επιβαρυντικήν περίσταση της κατ'επάγγελμα τελέσεως, το συμβούλιο εδέχθη και τις δύο μορφές με επαρκή αιτιολογία, δηλαδή τόσο της "επανειλημμένης τέλεσης", εκ της κατ'εξακολούθησιν τελέσεως της ως άνω πράξεως, όσον και της "υποδομής" που διεμόρφωσαν οι αναιρεσείοντες. Δεδομένου δε ότι το συνολικό ποσό του επίδικου οφέλους και της αντίστοιχης ζημίας ανέρχεται σε 36.000 ευρώ, κατά τις παραδοχές του βουλεύματος, ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πράξεως θεμελιώνεται εις την παρ. 3 του αρθρ. 386 (σε συνδ. με την παρ.1). Από την τέλεση δε της πρώτης εκ των μερικότερων πράξεων της κατ'εξακολούθησιν απάτης οι αναιρεσείοντες απέβλεπον εις το συνολικό ως άνω περιουσιακό όφελος, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται το πρόσθετο ως άνω στοιχείο αφού παρατίθεται η διάταξη του άρθρου 98§2 Π.Κ. που προβλέπει την κατ'εξακολούθηση τέλεση των παραπάνω πράξεων. Β)Σύμφωνα με τις παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος, το όφελος που επεδίωξαν να προσπορίσουν οι αναιρεσείοντες (ο πρώτος ως αυτουργός της απάτης και η δεύτερη ως απλούς συνεργός του), προήρχετο από την περιουσία αμφοτέρων των εγκαλουσών και συγκεκριμένα από χρηματικά ποσά που διέθεταν κυρίως εις κοινούς λογαριασμούς στις προαναφερόμενες τράπεζες, αν και ορισμένα από αυτά, χωρίς να προκύπτει ότι εκταμιεύθησαν από τους παραπάνω λογαριασμούς, φέρεται ότι εδόθησαν εξ ιδίων της Θ. Κατά συνέπεια, ανεξαρτήτως του ότι οι ιδιότητες του εξαπατηθέντος και ζημιωθέντος, δεν είναι αναγκαίο να συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο και επίσης δεν είναι αναγκαίο να συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, οι ιδιότητες του εξαπατήσαντος και του ωφεληθέντος, η πράξη αυτή συνιστά το έγκλημα της απάτης σε βάρος των παραπάνω εγκαλουσών αφού, μεταξύ των άλλων, συντρέχει ο υπερχειλής δόλος (σκοπός περιποιήσεως παρανόμου περιουσιακού οφέλους, προερχομένου από την περιουσία του βλαπτομένου), ο οποίος απαιτείται για την ολοκλήρωση της υποκειμενικής θεμελιώσεως του εν λόγω εγκλήματος, γ) Περαιτέρω, με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ορθώς εφήρμοσε και ερμήνευσε τις διατάξεις των αρθρ. 98 και 375§1 εδ.β' Π.Κ., ως αντικατεστάθη δια του ν. 2721/99, χωρίς να παραβιάσει αυτάς ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερον, από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η προκειμένη υπεξαίρεση αφορά χρηματικό ποσό 86.895 ευρώ, το οποίον ο αναιρεσείων ανέλαβε μεν τμηματικώς από λογαριασμό που διατηρούσε στην CITIBANK η εγκαλούσα Ζ και κατείχε ως εντολοδόχος της, η οποία του το είχε εμπιστευθεί με την εν λόγω ιδιότητα του, αλλά το συνολικό ως άνω ποσό, που υπερβαίνει το τοιούτο των 73.000 ευρώ, ιδιοποιήθη ούτος παρανόμως, που έλαβε χώραν εντός του αναφερομένου εις το βούλευμα χρονικού διαστήματος και εις το οποίον απέβλεπε ο αναιρεσείων με την τέλεσιν της πρώτης μερικότερης πράξης. Σύμφωνα δε με τις παραπάνω παραδοχές του Εφετείου, τα περιστατικά που έγιναν δεκτά για την στοιχειοθέτηση κάθε μιας από τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις και συγκεκριμένα της απάτης κατ' εξακολούθησιν και της υπεξαίρεσης είναι εν πολλοίς ιδιαίτερα αφού αναφέρονται σε διαφορετικό υλικό αντικείμενο και συνεπώς οι πράξεις αυτές συρρέουν πραγματικά και δεν συντρέχει περίπτωσις απορρόφησης της υπεξαίρεσης από την απάτη. Επομένως οι από το αρθρ. 484§1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ. σχετικοί λόγοι αναιρέσεως των υπό κρίσιν αιτήσεων αναιρέσεως με τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και της ελλείψεως νομίμου βάσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, οι δε λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, που υπό την επίκληση των άνω λόγων, πλήττουν την ανεξέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Συμβουλίου Εφετών, είναι απαράδεκτες, αφού ο ’ρειος Πάγος ελέγχει την νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγον αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στην διάταξη του αρθρ. 484 Κ.Π.Δ., η εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Επίσης το αίτημα των αναιρεσειόντων για αυτοπρόσωπη, εμφάνισιν ενώπιον του Συμβουλίου είναι μεν νόμιμο, κατ'άρθρ. 309 § 2 Κ.Π.Δ., πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, δοθέντος ότι εις τις αιτήσεις αναιρέσεως αυτών που είναι πολυσέλιδες, εκθέτουν διεξοδικώς τις απόψεις των για την υπό κρίσιν υπόθεσιν.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ----------------------Προτείνω: Ι) Να απορριφθούν αι υπ'αριθ. 63/9-4-2008 και 64/9-4-2008 αιτήσεως αναιρέσεως των: α)Χ1και β)Χ2, αντιστοίχως, κατά του υπ'αριθ. 348/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
II) Να απορριφθεί το αίτημα των παραπάνω αναιρεσειόντων περί αυτοπρόσωπου εμφανίσεως των ενώπιον του Συμβουλίου σαςIII) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των αναιρεσειόντων.
Αθήναι τη 17η Ιουλίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Β) Εισαγγελική πρόταση με αριθμό 405 Α/23-9-2008.
Εν συνεχεία της υπ'αριθ. 405/6-8-2008 προτάσεώς μου προς το δικαστήριο σας επί των υπ'αριθ. 63/9-4-2008 και 64/9-4-2008 αιτήσεων αναιρέσεως των α) Χ1 και β) Χ2, αντιστοίχως, κατά του υπ'αριθ. 348/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εισάγω, συμπληρωματικώς, το από 5-9-2008 υπόμνημα του πρώτου εκ των αναιρεσειόντων, επάγομαι τα ακόλουθα:
Από το περιεχόμενον του ανωτέρω υπομνήματος προκύπτει ότι δι'αυτού πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίσις του Συμβουλίου Εφετών και ως εκ τούτου απαραδέκτως προβάλλονται. Παρά ταύτα πρέπει να σημειωθεί ότι επί του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί του ότι κατεβλήθη εκ του συνολικώς παρ'αυτού εισπραχθέντος ποσού, μέρος αυτού δια την κάλυψιν νοσηλείων της παθούσης, δεν αναιρεί ούτος (ισχυρισμός) την βασιμότητα της κατ'αυτού κατηγορίας, αλλ'ούτε καθιστά ελλιπή την αιτιολογίαν του βουλεύματος, τοσούτω μάλλον καθόσον αφ'ενός μεν η περιουσιακή ζημία που προεκλήθη εις βάρος της παθούσης, εκ της απατηλής συμπεριφοράς του, δεν έχει σχέσιν με τις φερόμενες ως υπ'αυτού παρασχεθείσες υπηρεσίες ιατρικής περιθάλψεως προς την παθούσα ενώ αβασίμως ισχυρίζεται, ούτος ότι το συνολικό ποσό που φέρεται ότι παρανόμως ιδιοποιήθη, και που ανελήφθη υπ'αυτού από τον λογαριασμό της παθούσης, καθ'όν τρόπον λεπτομερώς περιγράφεται εις το προσβαλλόμενο βούλευμα, διετέθη δια την προαναφερομένην αιτίαν αφού, όπως προκύπτει και εκ των συνημμένων εγγράφων, ουδέν ποσόν, πλην ελαχίστου, κατεβλήθη εις το ίδρυμα όπου ενοσηλεύετο η παθούσα. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν οι δια του προαναφερομένου υπομνήματος σχετικός ισχυρισμός του αναιρεσείοντος καθώς και το περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του αίτημα, όπως άλλωστε διαλαμβάνεται εις την προδιαληθφείσαν πρότασίν μας εις το περιεχόμενον της οποίας καθολοκληρίαν αναφερόμεθα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω: Τα εις την ως άνω υπ'αριθμ. 405/6-8-2008 πρότασίν μου εις το περιεχόμενον της οποίας αναφέρομαι. Αθήναι τη 22 Σεπτεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Γ) Εισαγγελική πρόταση με αριθμό 405 Β/27-11-2008.
Εν συνεχεία της υπ'αριθμ. 405/2008 προτάσεώς μου, επί της με αριθμ. 63/9-4-2008 αιτήσεως αναιρέσεως του Χ1 κατά του υπ'αριθμ. 348/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εισάγω την από 26-11-2008 αίτησιν του ως άνω αναιρεσείοντος περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως του ενώπιον του Συμβουλίου σας και επάγομαι τα ακόλουθα:
Ι) Επειδή από την διάταξη του άρθρου 309 § 2 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι το Συμβούλιο, κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων, υποχρεούται να διατάσσει την εμφάνιση αυτών ενώπιον του, παρόντος και του εισαγγελέως, προκειμένου να παράσχουν οιανδήποτε διασάφησιν. Δύναται δε να επιτρέψει εις τους συνηγόρους και την προφορική ανάπτυξιν της υποθέσεως, τότε μόνον μπορεί να απορρίψει την περί εμφανίσεως αίτησιν όταν συντρέχουν ωρισμένοι λόγοι ειδικώς αναφερόμενοι εις το βούλευμα και ακούσει ταυτοχρόνως και τους λοιπούς, εν συνδυασμώ με την διάταξιν του άρθρ. 485 § 1 Κ.Π.Δ., αναφερομένη στην συζήτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος και ορίζουσα την, κατ'αυτήν δυναμένη να εφαρμοσθεί ως άνω διάταξιν του άρθρ. 309 § 2 Κ.Π.Δ., προϋποθέτει αναγκαίως περίπτωση συνδρομής των όρων της τελευταίας ως άνω διατάξεως. ' Ετσι η εφαρμογή της διατάξεως αυτής, κατά την ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων διαδικασία αφορά σε αίτημα συγκεκριμένου διαδίκου να δώσει διευκρινίσεις επί των δικονομικών και ουσιαστικών ισχυρισμών του, είτε στο στάδιο της ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών διαδικασίας, είτε, με την ιδιότητα του εκκαλούντος στο στάδιο της ενώπιον του συμβουλίου εφετών διαδικασίας, κατά την ενώπιον δε του Αρείου Πάγου συζήτηση επί της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος, το τοιούτο περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης διαδίκου αίτημα υποβάλλεται μόνον εκ μέρους του αιτουμένου την αναίρεση βουλεύματος διαδίκου, αφού οι δυνάμενες να δοθούν, εν προκειμένω διευκρινίσεις, αφορούν ασφαλώς μόνον στους προβαλλόμενους υπό τούτου λόγους αναιρέσεως. Μόνο δε στην περίπτωση παραδοχής του αιτήματος τούτου θα κληθούν και θα ακουσθούν οι λοιποί στην αυτή υπόθεση διάδικοι. Αίτημα ετέρου, πλην του αιτουμένου την αναίρεση κατά βουλεύματος διαδίκου, είναι απαράδεκτο στην προκειμένη αναιρετική διαδικασία, κατά την οποία είναι και λογικώς αδιανόητη η "διευκρίνιση" των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως υπό ετέρου, πλην του αιτουμένου την αναίρεση βουλεύματος, διαδίκου. 'Ασχετη δε με την προκειμένη ενώπιον του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου διαδικασία, είναι η επίκληση στην αυτή αίτηση του κατηγορουμένου, της ανάγκης "υπερασπίσεως του" όπως απαιτεί το Σύνταγμα, η ποινική δικονομία και η "ΕΣΔΑ", αφού αντικείμενο αυτής είναι μόνον η συζήτηση της υπό κρίσιν αιτήσεως αναιρέσεως του (κατηγορουμένου). Εξάλλου η προδιαληφθείσα διάταξις του άρθρ. 309 § 2 Κ.Π.Δ. έχει ως προϋπόθεσιν εφαρμογής της, ότι η περί εμφανίσεως αίτησις του διαδίκου υπεβλήθη εις το Συμβούλιο, μέχρι το πολύ της ενώπιον του συζητήσεως της υποθέσεως, τουτέστι μέχρι της κατ'άρθρ. 306 και 138 Κ.Π.Δ., υπό του παρ'αυτώ εισαγγελέως προφορικής αναπτύξεως της προτάσεώς του, οπότε και μόνον υφίσταται, κατά τα εκτεθέντα, υποχρέωσις του συμβουλίου, όπως διατάξη την αιτηθείσαν εμφάνισιν (ΑΠ 307/2004 Ποιν. Χρ. ΝΕ' σελ. 60, ΑΠ 257/2001 Ποιν. Χρον. ΝΑ σελ. 930, ΑΠ 1813/1983 Ποιν. Χρ. ΛΔ' σελ. 603, Α.Π. 805/1976 Ποιν. Χρ. ΚΖ' σελ. 234). Περαιτέρω κατά το άρθ. 308 § 2 Κ.Π.Δ., οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο εισαγγελέας οφείλει εις αυτήν την περίπτωση να ειδοποιήσει τον διάδικο που ήσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο για να προσέλθει να λάβει γνώση της πρότασής του εντός είκοσι τεσσάρων ωρών. Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση η οικεία δικογραφία δεν εισάγεται εις το συμβούλιο, αλλά παραμένει στην γραμματεία της εισαγγελίας. Από την διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρ. 309 έως 313 και 316 έως 319 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρ. 308 § 2 Κ.Π.Δ., η οποία θεσπίζει την υποχρέωση του Εισαγγελέα προς ειδοποίηση του κατηγορουμένου που ζήτησε να λάβει γνώση του περιεχομένου της πρότασής του και παραμονής της οικείας δικογραφίας στην γραμματεία της εισαγγελίας επί δέκα ημέρες από την ειδοποίηση αυτού, έχει εφαρμογή μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο εισαγγελέας, μετά το τέλος της ανάκρισης ή προανάκρισης πρόκειται να υποβάλει στο συμβούλιο πλημμελειοδικών ή εφετών πρόταση επί της ουσίας της υπόθεσης, δηλαδή πρόταση για να παύσει προσωρινώς ή οριστικώς η ποινική δίωξις ή για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο ή για να μην απαγγελθεί κατηγορία εναντίον του ή για την κατ'ουσίαν παραδοχή ή την απόρριψη της ασκηθείσης εφέσεως ή αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου, όχι δε και στις περιπτώσεις επί υποβληθέντος παρεμπίπτοντος αιτήματος διαδίκου (ΑΠ 2011/2002 Ποιν. Χρ. ΝΓ'σελ. 740).

ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση, ασκηθείσης αναιρέσεως υπό του αιτούντος, κατά του υπ'αριθ. 348/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εξεδόθη η υπ'αριθμ. πιν. 689/2008 πρότασίς μας, του περιεχομένου της οποίας έλαβαν γνώσιν οι αναιρεσείοντες, σύμφωνα με την οποίαν προτείνεται η απόρριψις, ως αβασίμων, των λόγων αναιρέσεως κατά του προαναφερομένου βουλεύματος και παράλληλα του αιτήματος αυτού περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του, καθόσον δεν υφίστατο σχετικός λόγος. Στην συνέχεια αφού η δικογραφία παρέμεινε επί δεκαήμερον εις το αρμόδιον γραφείον, εισήχθη προς συζήτησιν κατά την δικάσιμον της 5-12-2008.
'Ηδη, δια της υπό κρίσιν αιτήσεως του, αιτείται την αυτοπρόσωπον εμφάνισίν του ενώπιον σας, για την παροχή διευκρινίσεων μόνον επί των λόγων αναιρέσεως του και ουχί επί της αποδοθείσης και εις αυτόν κατηγορίας, καθόσον η ανάπτυξη ουσιαστικών επιχειρημάτων επί της υποθέσεως, τούτο δεν αφορά την προκειμένη αναιρετική διαδικασία. Κατόπιν τούτου, εν'όψει των επικαλουμένων λόγων δια της υπό κρίσιν αιτήσεως του, φρονούμεν ότι συντρέχει λόγος όπως, δεκτού καθισταμένου του αιτήματός του, διαταχθεί η αυτοπρόσωπος εμφάνισίς του ενώπιον σας με ταυτόχρονο εμφάνιση και των λοιπών διαδίκων, χωρίς να υφίσταται περιορισμός από τις εκ του άρθρ. 166 Κ.Π.Δ. προθεσμίες (ΑΠ 145/59), ανακαλουμένης της υπ'αριθμ. 405Α/23-9-2008 προτάσεώς μας ως προς το εν λόγω αίτημα του αναιρεσείοντος, όσον αφορά δε το αίτημα του αναιρεσείοντος, περί της απαλλαγής του εκ της αποδιδομένης εις τούτον κατηγορίας, πρέπει να απορριφθεί, κατά τα εκτεθέντα, ως απαράδεκτο, ως και το τοιούτο να λάβει γνώσιν της προτάσεως μας καθόσον αυτή αφορά, ουχί την ουσίαν της υποθέσεως αλλά παρεμπίπτον ζήτημα περί της αυτοπρόσωπης εμφάνισίς του.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω: Ι) Να γίνει δεκτή η από 26-11-2008 αίτησις του αναιρεσείοντος Χ1 περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως του ενώπιον σας, για την προφορική ανάπτυξη και μόνον των λόγων αναιρέσεως του.
ΙΙ) Να απορριφθεί, ως απαράδεκτος η αίτησις του ως προς το σκέλος της απαλλαγής του της αποδιδομένης εις τούτον κατηγορίας και να λάβει γνώσιν της προτάσεως μας.
Αθήναι τη 27 Νοεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑντώνιος Μύτης

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.- Οι κρινόμενες με στοιχεία 63/9-4-2008 και 64/9-4-2008 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ1 και 2) Χ2, αντίστοιχα, στρεφόμενες κατά του υπ' αριθμ. 348/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο, κατά μεταρρύθμιση του πρωτόδικου υπ' αριθμ. 2276/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παραπέμπονται ο μεν πρώτος για κατ' εξακολούθηση κακουργηματική απάτη και υπεξαίρεση, η δε δεύτερη για κατ' εξακολούθηση απλή συνέργεια σε κακουργηματική απάτη, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπα που δικαιούνται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση.
Συνεπώς, πρέπει ως συναφείς να συνεκδικασθούν, να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν κατ' ουσίαν.

ΙΙ.α.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. όποιος, ΅ε σκοπό να αποκο΅ίσει ο ίδιος ή άλλος παράνο΅ο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιοuσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή ΅ε την εν γνώσει παράσταση ψεuδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέ΅ιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τι΅ωρείται ΅ε φυλάκιση τουλάχιστον τριών ΅ηνών και αν η ζη΅ιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα ΅εγάλη, ΅ε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλή΅ατος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνο΅ο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγ΅άτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέ΅ιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζή΅ια για τον ίδιο ή άλλον ενέργεια και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσ΅ο ΅ε τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζη΅ιωθέντος, και η οποία (βλάβη) υπάρχει και σε περίπτωση ΅ειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Κατά την παράγραφο δε 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου 386 ΠΚ, επιβάλλεται κάθειρξη ΅έχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Κατά το άρθρο 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, κατά συνήθεια δε τέλεση όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος.
ΙΙ.β.- Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2721/1999, "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια συμπληρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 εδ. β' του άνω ν. 1721/1999 "αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα είκοσι πέντε εκατομμύρια [25.000.000] δραχμές, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου. Απαιτείται η κατακράτηση του ξένου πράγματος και η άρνηση της αποδόσεως αυτού παρά τη γενόμενη προς τούτο όχληση του κυρίου, και ε) το αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, να συντρέχει δε επιπλέον στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας ή ανεξαρτήτως αυτών, η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Εξάλλου, φαινομένη συρροή ή απλή συρροή νόμων, επί της οποίας δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 94 του Π.Κ υπάρχει όταν οι πλείονες πράξεις οι οποίες διώκονται δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και αυτοτελώς κολάσιμοι, αλλά συγκροτούν την έννοια ενός και του αυτού εγκλήματος είτε διότι η μεν αποτελεί κατά νόμο συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης, είτε διότι χρησιμεύει κατά νόμο ως αναγκαίο μέσο για την τέλεση αυτής είτε τέλος διότι παρίσταται ως αναγκαία συνέπεια της προηγηθείσης από την οποία και απορροφάται. Ειδικώς, μεταξύ των εγκλημάτων της υπεξαιρέσεως και της απάτης υφίσταται φαινομένη συρροή υπό την εκτεθείσα έννοια α) όταν ο δράστης υπεξαιρεί ξένο κινητό πράγμα και στη συνέχεια επιχειρεί απατηλές πράξεις για τη συγκάλυψη της υπεξαιρέσεως ή τη διατήρηση του υπεξαιρεθέντος. Στην περίπτωση αυτή η περιουσιακή βλάβη η οποία αποτελεί στοιχείο της απάτης έχει συντελεσθεί ήδη με την υπεξαίρεση και επομένως η απάτη συνιστά μη τιμωρητή υστέρα πράξη και β) όταν ο δράστης απέκτησε με απάτη το ιδιοποιούμενο ξένο πράγμα οπότε η υπεξαίρεση είναι μη τιμωρητή υστέρα πράξη. Αντίθετα, επί των άνω αξιοποίνων πράξεων, κάθε μία των οποίων απαρτίζεται από διαφορετικά στοιχεία, εάν δράστης αυτών είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, είναι δυνατή η πραγματική συρροή των δύο εγκλημάτων, εφόσον καθένα από αυτά στρέφεται κατά διαφορετικού υλικού αντικειμένου. Τέλος, κατά το άρθρο 47 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β' του προηγούμενου άρθρου παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης, που διέπραξε ο τελευταίος, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή, υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, που παρέχεται στον αυτουργό πριν ή κατά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, και που δεν είναι άμεση, εν γνώσει αυτού, που την παρέχει, για την τέλεση από τον αυτουργό ορισμένου εγκλήματος. Η απλή συνέργεια δύναται να τελεσθεί και κατ' εξακολούθηση, επί της συνέργειας δε αυτής σε πράξη κακουργηματικής απάτης, ο σκοπός του πορισμού παρανόμου περιουσιακού οφέλους από τον φυσικό αυτουργό πρέπει υποκειμενικά να συντρέχει και στο πρόσωπο του απλού συνεργού.

ΙΙΙ- 'Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενης ειδικής αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκρινε το συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αρκεί η μνεία του είδους των αποδεικτικών μέσων, στην αξιολόγηση των οποίων στήριξε αυτό την παραπεμπτική κρίση του, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά από αυτά. Η κατά τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Η θεμελιούμενη με τον τρόπο αυτό αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιας δίκης που καθιερώνει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόμων (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το από το άρθρο 2 παρ. 1 του έβδομου πρωτοκόλλου της ίδιας πιο πάνω Σύμβασης, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 21-11-1984 και κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987, δικαίωμα αυτού που δικάζεται για εγκληματική ενέργεια να προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να κριθεί από εμπειρότερους δικαστές του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου, αφού στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, με την οποία αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση ή την προανάκριση. Εξάλλου, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συντρέχει όχι μόνον όταν το 'συμβούλιο δεν υπαγάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχεται στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις, ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
IV.-Στην προκει΅ένη περίπτωση, το Συ΅βούλιο Εφετών Αθηνών, ΅ε το προσβαλλό΅ενο υπ'αριθ. 348/2008 βούλευ΅ά του, με ίδιες νομικές σκέψεις και με ΅ε επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, τις σκέψεις της οποίας αναφορικά με την ουσία της υποθέσεως συνολικά υιοθέτησε και ενσω΅άτωσε στις αιτιολογίες του, αναφέροντας και τα αποδεικτικά ΅έσα τα οποία έλαβε υπόψη του για να καταλήξει σε παραπεμπτική κρίση, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγ΅ατικά περιστατικά: " ... οι εγκαλούσες Θ και Ζ, διατηρώντας πολυετή φιλική σχέση, διέ΅εναν ΅αζί σε δια΅έρισ΅α επί της οδού ...., ιδιοκτησίας της πρώτης, στην οποία επιδόθηκε την 19-2-2002 η από 18-2-2002 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση-δια΅αρτυρία των συγγενών εξ αί΅ατος της δεύτερης .... (πρώτου εξαδέλφου της), .... (ανιψιού της) και ..... (ανιψιά της), ΅ε την οποία της εδήλωσαν ότι είχαν την πρόθεση να υποβάλουν αίτηση για την δικαστική συ΅παράσταση της συγγενούς τους δεύτερης εγκαλούσας,λόγω προφανούς έλλειψης πλήρους δικαιοπρακτικής ικανότητός της, καλούσαν δε την ίδια (πρώτη εγκαλούσα) να απέχει από πράξεις που ενείχαν διάθεση ή επιβάρυνση της περιουσίας της και να τους χορηγήσει διάφορα έγγραφα, σχετικά ΅ε τα περιουσιακά στοιχεία και την υγεία της συγγενούς τους, καθώς και αντίγραφα των πληρεξουσίων ΅ε βάση τα οποία ασκούσε αυτή τη διαχείριση της περιουσίας της. Μετά από αυτά, οι εγκαλούσες ζήτησαν την νο΅ική συνδρο΅ή του πρώτου εκκαλούντος κατηγορου΅ένου Χ1, δικηγόρου Αθηνών, στον οποίο απευθύνθηκαν ΅ετά από σύσταση του φίλου τους ...., για να απαντήσει στην ανωτέρω εξώδικη Δήλωση - Πρόσκληση -Δια΅αρτυρία. Για το σκοπό δε αυτό η πρώτη εγκαλούσα Θ ΅ε την από 21-2-2002 εξουσιοδότηση της τον διόρισε πληρεξούσιο της, προκει΅ένου να αναλάβει την διευθέτηση της διένεξης, η οποία είχε προκύψει από την ανωτέρω εξώδικη δήλωση-πρόσκλησηδια΅αρτυρία. Στην συνέχεια και συγκεκρι΅ένα την 15-3-2002, αφού είχαν ήδη και οι δύο εκκαλούντες πραγ΅ατοποιήσει επισκέψεις στην οικία των εγκαλουσών, τις οποίες επανειλη΅΅ένως καθησύχαζαν, σχετικά ΅ε την ανωτέρω διένεξη, η πρώτη εγκαλούσα κατέβαλε στον πρώτο εκκαλούντα το ποσό των 1.000 ευρώ, ως προκαταβολή για την απάντηση που ψευδώς δήλωσε σ'αυτήν και στην δεύτερη εγκαλούσα, ότι απέστειλε, διαβεβαιώνοντας τις επί πλέον ότι φρόντισε να ΅η τις ενοχλούν οι αντίδικοι τους και κάθε έγγραφο που θα τους κοινοποιούσαν, θα το παραλά΅βανε ο ίδιος. Περαιτέρω, περί τα τέλη Απριλίου 2002 ανακοίνωσε ψευδώς στις εγκαλούσες ότι έλαβε απάντηση από τους αντιδίκους τους, γεγονός που επιβεβαίωσε η δεύτερη εκκαλούσα Χ2, πείθοντας έτσι την πρώτη εγκαλούσα να του καταβάλλει την 2-5-2002 το ποσό των 5.000 ευρώ, ως α΅οιβή του για την ανταπάντηση που δήθεν θα έστελνε. Ακολούθως, την 20-5-2002 παρέστησε ψευδώς στις εγκαλούσες ότι πρέπει να ΅εταβεί στην ..... για διαπραγ΅ατεύσεις ΅ε τους αντιδίκους τους, εφόσον ήταν συ΅φερότερος ένας φιλικός διακανονισ΅ός, έλαβε δε από την πρώτη εγκαλούσα, (και δια λογαριασ΅όν της Ζ, όπως ση΅ειώθηκε στην χορηγηθείσα προς αυτόν απόδειξη), το ποσό των 5.000 ευρώ, ως προκαταβολή για δικηγορική α΅οιβή και έξοδα. Περί τα τέλη δε Μαίου 2002 επισκέφθηκε τις εγκαλούσες έχοντας επιστρέψει δήθεν από την ..... και τους ανεκοίνωσε ότι οι διαπραγ΅ατεύσεις απέτυχαν και οι αντίδικοι τους απευθύνθηκαν σε δικαστήρια στην ...., γεγονός που επιβεβαίωσε η παριστά΅ενη δεύτερη εκκαλούσα-κατηγορου΅ένη, ΅ε αποτέλεσ΅α την 17-6-2002 να λάβει από την πρώτη εγκαλούσα (και δια λογαριασ΅ό της κ. Ζ, όπως και πάλι ση΅ειώθηκε στην χορηγηθείσα από αυτόν απόδειξη), το ποσό των 10.000 ευρώ, ως προκαταβολή για δικηγορική α΅οιβή και έξοδα, προς υποστήριξη της υπόθεσης που δήθεν εκκρε΅ούσε πλέον σε Δικαστήριο της Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια, ο πρώτος εκκαλών ανεκοίνωσε ψευδώς στις εγκαλούσες, η δε δεύτερη εκκαλούσα επιβεβαίωσε τους ισχυρισ΅ούς του, ότι η εκδικασθείσα δήθεν υπόθεση δεν είχε δήθεν ευ΅ενή γι 'αυτές εξέλιξη. Περαιτέρω, ΅ε το από 22-11-2002 συνυποσχετικό ΅εταξύ της πρώτης εγκαλούσης και του πρώτου εκκαλούντος συ΅φωνήθηκε να της παραδώσει τον διαχειριστικό φάκελλο σχετικά ΅ε την παρακολούθηση, επι΅έλεια και καταβολή ΅ισθών, εξόδων κ.λ.π των τελευταίων ΅ηνών, που είχε αναλάβει σχετικά ΅ε την δεύτερη εγκαλούσα, να αναλάβει η πρώτη εγκαλούσα, όπως και στο παρελθόν, την εκπλήρωση των οποιασδήποτε φύσεως υποχρεώσεων προς την δεύτερη εγκαλούσα και να αναλάβει να προτείνει πρόσωπο ή πρόσωπα για την αντικατάσταση της οικιακής βοηθού ...., ΅ε σκοπό την ασφαλή και ευπρεπή διαβίωση της δεύτερης εγκαλούσας, ο δε πρώτος εκκαλών να συνεχίσει την νο΅ική υποστήριξη της υπόθεσης έναντι των κληρονό΅ων ή τρίτων προσώπων, όπως και κατά το παρελθόν, που θα προέβαλλαν τυχόν διεκδικήσεις επί των περιουσιακών στοιχείων της δεύτερης εγκαλούσας ή άλλως (κατά της πρώτης εγκαλούσας). Στην συνέχεια, ΅ετά την δήθεν δυσ΅ενή για τις εγκαλούσες εξέλιξη της δήθεν δίκης και αφού ο πρώτος εκκαλών τους είχε ανακοινώσει ότι για την θέση τους, έναντι των αντιδίκων τους, ήταν σκόπι΅ο να αναλάβει ο ίδιος ως πληρεξούσιος δικηγόρος την διαχείριση και την φροντίδα της δεύτερης, να απε΅πλακεί δε από αυτές η πρώτη, ΅ε το από 29-11-2002 εργολαβικό δίκης και εκχωρητήριο ΅εταξύ της πρώτης εγκαλούσας και του ιδίου, αφού δηλώθηκε ΅ε το έγγραφο αυτό ότι η πρώτη εγκαλούσα έχει στην διάθεση και εξουσία της ορισ΅ένα κινητά περιουσιακά στοιχεία της δεύτερης εγκαλούσας και ιδίως χρη΅ατικά ποσά σε κοινούς ή ατο΅ικούς τραπεζικούς λογαριασ΅ούς, όπως ο υπ'αριθ. ... σε τράπεζα DISCOUNT ΒΑΝΚ ΑΝD TRUST COMPANY στη ... της ... και ο υπ'αριθ. .... στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ανέθεσε η πρώτη εγκαλούσα στον πρώτο εκκαλούντα την ανάληψη εξ ολοκλήρου της εν λόγω υπόθεσης, την κατάθεση κάθε δικογράφου, την άσκηση κάθε ενδίκου ΅έσου, αίτησης, ΅ηνυτήριας αναφοράς ή οποιασδήποτε άλλης ενέργειας, την οποία έκρινε αυτός αναγκαία για την επιτυχή διεκπεραίωση της υπόθεσης και την εξασφάλιση των δικαιω΅άτων της πρώτης εγκαλούσας, καθώς και της δεύτερης, την οποία εκπροσωπούσε, ιδίως έναντι παντός συγγενούς ή άλλου τρίτου προσώπου (φυσικού ή νο΅ικού) διεκδικούντος περιουσιακά δικαιώ΅ατα ή δικαιώ΅ατα επι΅έλειας ή εγείροντος άλλες αξιώσεις κατά της πρώτης εγκαλούσας και α΅έσως ή ε΅΅έσως κατά της δεύτερης εγκαλούσας, γενικά δε, ανατέθηκε στον πρώτο εκκαλούντα η διεξαγωγή δικών οποιασδήποτε φύσης σχετικά ΅ε την υπόθεση κατά της "ως άνω" (προφανώς της πρώτης εγκαλούσας), καθώς και την εν γένει λήψη οποιουδήποτε πρόσφορου ή ενδίκου ΅έτρου ενώπιον παντός Δικαστηρίου και πάσης Αρχής στην Ελλάδα, την Ελβετία ή αλλού ή και έναντι οποιουδήποτε φυσικού ή νο΅ικού προσώπου. Για τις ανωτέρω νο΅ικές υπηρεσίες συ΅φωνήθηκε να του καταβάλει η πρώτη εγκαλούσα, ως α΅οιβή, ποσοστό 17% επί της αξίας των προαναφερο΅ένων κινητών περιουσιακών στοιχείων ή επί του τελικώς εισπραχθησο΅ένου ποσού (σε είδος ή χρή΅ατα), ιδίως ΅ετά από δικαστικές διεκδικήσεις ή και χωρίς αυτές. Ειδικότερα δε, η πρώτη εγκαλούσα του εκχώρησε οριστικώς και ανεκκλήτως το αναλογούν ποσό στο ανωτέρω ποσοστό της α΅οιβής του (17%), δυνα΅ένου να εισπράξει το αναλογούν σ'αυτόν ποσό απ'ευθείας από αυτήν και από κάθε τρίτο φυσικό ή νο΅ικό πρόσωπο, ενώ συ΅φωνήθηκε ότι η ανωτέρω α΅οιβή ήταν συνολικώς καταβλητέα ΅ε την περαίωση δικαστικώς, συ΅βατικώς ή συ΅βιβαστικώς της υπόθεσης, οπότε και θα ΅πορούσε ο ίδιος να υπογράψει τις σχετικές συ΅φωνίες και αποδείξεις, διαφορετικά και σε κάθε περίπτωση, ΅ε την εκ των πραγ΅άτων λήξιν του αντικει΅ένου της ανωτέρω εντολής και την εκ των πραγ΅άτων άρση της δυνατότητος άσκησης δικαιω΅άτων και διεκδικήσεων από τυχόν τρίτους διεκδικητές, συγγενείς ή άλλους και, τέλος, συ΅φωνήθηκε ότι αυτός δεν θα εδικαιούτο α΅οιβής σε περίπτωση αποτυχίας, δηλαδή σε περίπτωση που δεν θα παρέ΅ενε ή δεν θα περιερχόταν στην πρώτη εγκαλούσα ή τους τυχόν διαδόχους της κανένα ποσό ή περιουσιακό στοιχείο. Κατά τις αρχές Μαρτίου 2003 ο πρώτος εκκαλών παρέστησε ψευδώς στις εγκαλούσες, ΅ε την επιβεβαίωση της δεύτερης εκκαλούσας, ότι εκδόθηκε από το Δικαστήριο η απόφαση και ήταν σε βάρος τους, αφού απαγόρευε στην πρώτη να διαχειρίζεται την περιουσία της δεύτερης και να την επι΅ελείται, ΅άλιστα δε, η δήθεν εκδοθείσα απόφαση αναγνώστηκε από την δεύτερη εκκαλούσα. Έτσι, παραπείσθηκε η πρώτη εγκαλούσα και, σε συνέχεια της από 21-2-2002 προαναφερό΅ενης εντολής της και του από 29-11-2002 ανωτέρω εργολαβικού δίκης και εκχωρητηρίου, υπέγραψε ΅ε τον πρώτο εκκαλούντα το από 12-3-2003 ιδιωτικό συ΅φωνητικό, ΅ε το οποίο συ΅φώνησε να αναλάβει αυτός ποσοστό 17% επί του ανωτέρω υπ' αριθ. .... λογαριασ΅ού, που διατηρούσαν από κοινού οι εγκαλούσες στην Τράπεζα Discount Bank and Trust Company στην Γενεύη της Ελβετίας, ενώ, περαιτέρω, ΅ε το επίσης από12-3-2003 ιδιωτικό συ΅φωνητικό η πρώτη εγκαλούσα του κατέβαλε τοις ΅ετρητοίς το ποσό των 15.000 ευρώ, προς κάλυψη ΅έρους της α΅οιβής του, κατά την από 21-2-2002 εντολή, το από 29-112002 εργολαβικό δίκης και "λοιπά συναφή έγγραφα", το ποσό δε αυτό ελήφθη από τον ανωτέρω υπ' αριθ. .... λογαριασ΅ό της πρώτης εγκαλούσας στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, τα χρή΅ατα του οποίου προέρχονταν από κεφάλαια της δεύτερης εγκαλούσας και επί του οποίου δηλώθηκε ότι ο πρώτος εκκαλών εδικαιούτο έναντι α΅οιβής ποσοστό 17%, κατά τα ήδη συ΅φωνηθέντα. Ακολούθως, ΅ε το υπ'αριθ. 6604/28-3-2003 ειδικό πληρεξούσιο της συ΅βολαιογράφου Αθηνών Ουρανίας Χριστοδουλίδου - Σπυριδάκη, η δεύτερη εγκαλούσα Ζ διόρισε τον πρώτο εκκαλούντα πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο της, προκει΅ένου να παρίσταται και να την εκπροσωπεί σε όλα τα Δικαστήρια της Ελλάδας και της αλλοδαπής και ειδικότερα της Ελβετίας, να διαχειρίζεται την κινητή και ακίνητη περιουσία της και να την εκπροσωπεί σε οποιαδήποτε συναλλαγή ΅ε οποιαδήποτε τράπεζα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, ειδικότερα δε να διαχειρίζεται τον υπ'αριθ. .... λογαριασ΅ό της τράπεζας CITIBANK (του καταστή΅ατος της στο Κολωνάκι της Αθήνας) και τον υπ'αριθ. .... λογαριασ΅ό της Τράπεζας Discount Bank and Trust Company στην Γενεύη της Ελβετίας. Μετά την σύναψη του ανωτέρω ειδικού πληρεξουσίου, εν όψει των εντολών και πληρεξουσιοτήτων τις οποίες είχε παράσχει η δεύτερη εγκαλούσα στην πρώτη ΅ε τα υπ'αριθ. 6061/1998, 8122/1998 και 8154/1998 πληρεξούσια, που είχαν συνταχθεί στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στην Γενεύη της Ελβετίας, συντάχθηκε το υπ'αριθ. 6607/29-3-2003 Ειδικό Πληρεξούσιο της ανωτέρω Συ΅βολαιογράφου, ΅ε το οποίο η δεύτερη εγκαλούσα διόρισε τον πρώτο εκκαλούντα πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο της, ώστε, ενεργώντας για λογαριασ΅ό της, να ζητήσει από την πρώτη εγκαλούσα απόδοση λογαριασ΅ού και πλήρη ενη΅έρωση σχετικά ΅ε όλες τις ενέργειες και συναλλαγές, στις οποίες είχε προβεί ως εντολοδόχος της δεύτερης εγκαλούσας, καθώς και πλήρη κατάλογο των κοσ΅η΅άτων, όλων των τι΅αλφών, επίπλων και αντικει΅ένων αξίας της οικογένειας ..... Επί πλέον, ΅ε την υπ'αριθ. 6608/29-3-2003 ανάκληση πληρεξουσίου της ίδιας ανωτέρω Συ΅βολαιογράφου, η δεύτερη εγκαλούσα ανεκάλεσε κάθε εντολή και πληρεξουσιότητα, που είχε χορηγήσει στην πρώτη εγκαλούσα ΅ε το από 24-8-2001 πληρεξούσιο του συ΅βολαιογράφου Γενεύης Thierry Bagnoud. Μετά από αυτά, ο πρώτος εκκαλών προέβη τ΅η΅ατικά κατά το διάστη΅α από 2-5-2003 έως 20-6-2003 σε αναλήψεις συνολικού χρη΅ατικού ποσού 86.895 ευρώ από τον ανωτέρω λογαριασ΅ό που διατηρούσε δεύτερη εγκαλούσα στην Τράπεζα CITIBANK (5.000 την 2-5-2003, 10.000 την 5-5-2003, 9.900 την 9-5-2003, 750 την 16-52003, 25.000 την 22-5-2003, 2.100 την 30-5-2003, 25.000 την 96-2003 και 9.145 την 20-6-2003), το οποίο δεν χρησι΅οποίησε στα πλαίσια των εντολών που είχε λάβει, αλλά ιδιοποιήθηκε παρανό΅ως, εφόσον, όπως προκύπτει από τις 31-10-2002,6-122002 και 15-12-2002 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, είχε λάβει κατά τις ανωτέρω η΅εροχρονολογίες τα ποσά των 15.000, 20.000 και 2.500 ευρώ, αντιστοίχως" για παροχή πάσης φύσεως υπηρεσιών (νο΅ικών, διαχειριστικών κ.λ.π.) προς και δια λογαριασ΅όν της κ. Ζ", "για υπηρεσίες και δαπανάς διαχειρίσεως -επι΅ελείας υπέρ της κ. Ζ" προς και "για παροχή πάσης φύσεως υπηρεσιών (νο΅ικών διαχειριστικών Κ.λ.Π.) προς και δια λογαριασ΅όν της κ. Ζ", όπως αναφέρεται, αντιστοίχως, στις ανωτέρω αποδείξεις, ενώ ,περαιτέρω, στην από 4-3-2003 απόδειξη αναφέρεται ότι έλαβε από την πρώτη εγκαλούσα την υπ' αριθ. .... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ποσού 10.000 ευρώ, σε εξόφληση δαπανών και εξόδων περιόδου από 6-12-2002 έως 15-3-2003 για λογαριασ΅ό της δεύτερης εγκαλούσας και σχετικά ΅ε την επι΅έλεια της, αναφέρεται δε επί πλέον στην απόδειξη αυτή ότι καλύπτονταν ΅ε το ανωτέρω ποσό των 10.000 ευρώ όλες οι εκκρε΅είς οφειλές για το ΅έχρι 15-3-2003 χρονικό διάστη΅α. Στην συνέχεια, κατά το πρώτο δεκαή΅ερο του lουνίου 2003 οι εγκαλούσες δέχθηκαν τηλεφώνη΅α από υπάλληλο της Τράπεζας Discount Bank and Trust Company της Γενεύης της Ελβετίας ο οποίος τις πληροφόρησε ότι ο πρώτος εκκαλών ζητούσε επανειλη΅΅ένως από την Τράπεζα να κλείσει τον ανωτέρω υπ'αριθ. 163919 κοινό λογαριασ΅ό τους και να σταλεί το υπόλοιπο των χρη΅άτων στην Ελλάδα, επειδή δήθεν αυτές ήσαν ασθενείς και βρίσκονταν στο νοσοκο΅είο. Με αφορ΅ή αυτό το γεγονός οι εγκαλούσες άρχισαν, ΅ε την συνδρο΅ή άλλου δικηγόρου, τον οποίον προσέλαβαν, να ερευνούν τι είχε συ΅βεί και διαπίστωσαν την προαναφερό΅ενη απατηλή συ΅περιφορά των εκκαλούντων και την υπεξαίρεση από τον πρώτο του ανωτέρω χρη΅ατικού ποσού. Κατόπιν αυτών, η δεύτερη εγκαλούσα ΅ε την υπ' αριθ. 3.057/23-6-2003 πράξη ανάκλησης πληρεξουσίου της Συ΅βολαιογράφου Αθηνών Παρασκευής Ηλιοπούλου, ανακάλεσε κάθε δικαίω΅α, ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα που είχε χορηγήσει στον πρώτο εκκαλούντα ΅ε το ανωτέρω υπ' αριθ. 6.604/2003 ειδικό πληρεξούσιο, η οποία επιδόθηκε προς αυτόν αυθη΅ερόν, όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. 267β/23-6-2003 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επι΅ελητή ...., ενώ ΅ε την από 24-6-2003 εξώδικη δήλωση πρόσκληση και δια΅αρτυρία της, η οποία του επιδόθηκε επίσης αυθη΅ερόν, όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. 275β/24-β-2003 έκθεση επίδοσης του ιδίου ανωτέρω δικαστικού επι΅ελητή, ζήτησε από αυτόν να της παραδώσει κάθε σχετικό έγγραφο, καθώς και αναλυτική κατάσταση της διαχείρισης των χρη΅άτων της. Παρά ταύτα, ο πρώτος εκκαλών την ίδια η΅έρα (24-6-2003), προέβη, ΅ε βάση την ανακληθείσα ανωτέρω πληρεξουσιότητα, σε ανάληψη επί πλέον ποσού 3.000 ευρώ από τον προαναφερό΅ενο υπ'αριθ. .... λογαριασ΅ό της Τράπεζας CITIBANK, στην συνέχεια δε η δεύτερη εγκαλούσα ΅ε την από 8-9-2003 προς αυτόν εξώδικη δήλωση - πρόσκληση - απάντηση και δια΅αρτυρία της, η οποία του επιδόθηκε αυθη΅ερόν, όπως προκύπτει από την υπ'αριθ. 584-β/8-9-2003 έκθεση επίδοσης του προαναφερο΅ένου δικαστικού επι΅ελητή, ζήτησε να της επιστρέψει το υπεξαιρεθέν ποσό των 90.000 ευρώ....". Συνεχίζοντας, δέχεται περαιτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι "... Από τα προεκτεθέντα όμως πραγματικά περιστατικά, σχετικά . με το διορισμό του πρώτου εκκαλούντος ως πληρεξoυσίoυ δικηγόρου των εγκαλουσών και την τμηματική λήψη από αυτόν με τη χρήση απατηλών μεθόδων συνολικού ποσού 36.000 ευρώ (1.000 ευρώ την 15-3-2002, 5.000 ευρώ την 2-5-2002, 5.000 ευρώ την 20-5-2-002, 10.000 ευρώ την 17-6-2002 και 15.000 ευρώ την 12-3-2003), συνάγεται σαφώς ότι δεν είναι δυνατή η συγκρότηση σε βάρος της δεύτερης εκκαλούσας της ανωτέρω αξιόποινης πpάξης, ως συναυτουργού τέλεσής της. Και τούτο διότι εν όψει της δικηγορικής ιδιότητας μόνο του εκκαλούντος συζύγου της, όχι δε και της ίδιας, ο ρόλος της ήταν εκ των πραγμάτων βοηθητικός των απατηλών μεθοδεύσεών του, περιοριζόμενος στην επιβεβαίωση των όσων εκείνος παριστούσε εν γνώσει του· ψευδώς στις εγκαλούσες, οι οποίες, κατά την κοινή πείρα και λογική βασίμως πρέπει να θεωρηθεί, ότι θα του ανέθεταν το χειρισμό της ανωτέρω υπόθεσης και θα τoυ κατέβαλλαν, πειθόμενες στις ψευδείς παραστάσεις του, τα χρηματικά ποσά που τελικά του κατέβαλαν, ακόμη και χωρίς την κατά τα ανωτέρω ανάμειξη της δεύτερης εκκαλούσας. Κρίνεται δηλαδή, ότι ο πρώτος εκκαλών θα διέπραττε την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του και διαμορφώνοντας το αναγκαίο "κλίμα", έστω και αν δεν εμπλεκόταν η δεύτερη εκκαλούσα, της οποίας, κατά συνέπεια, η προεκτεθείσα συμπεριφορά και δράση πρέπει να κριθεί, κατά τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που τη συγκροτούν, ως απλή συνέργεια (άρθρ. 47 § 1 Π.Κ) στην τελεσθείσα από τον πρώτο εκκαλούντα κακουργηματική απάτη (στην οποία πρέπει να μεταβληθεί επιτρεπτώς η αποδοθείσα σε βάρος της, πράξη της από κοινού τέλεσης της ανωτέρω κακουργηματικής απάτης), παρέχοντας σ' αυτόν συνδρομή υλική και ψυχική, όχι όμως θεμελιώδη και αναγκαία για την από αυτόν τέλεσή της. Περαιτέρω, είναι φανερό ότι και η τελεσθείσα από τη δεύτερη εκκαλούσα απλή συνέργεια στην κακουργηματική απάτη του πρώτου έχει κακουργηματικό χαρακτήρα, εφόσον προκύπτει ότι η επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τέλεσης συντρέχει και στο πρόσωπο της ίδιας, η οποία με την εκτεθείσα εξακολουθητική συμπεριφορά της συνετέλεσε στην τέλεση της συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης από τον πρώτο εκκαλούντα....". Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, κατά μεταρρύθμιση του πρωτοδίκου βουλεύματος, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων τον μεν Χ1 για τις πράξεις της κατ' εξακολούθηση κακουργηματικής απάτης και υπεξαιρέσεως την δε Χ2 για κακουργηματική απλή συνέργεια κατ' εξακολούθηση στην πράξη της απάτης του πρώτου. Με αυτά που δέχθηκε το Συ΅βούλιο Εφετών στο προσβαλλό΅ενο βούλευ΅ά του, διέλαβε την, από τις προαναφερό΅ενες διατάξεις του Κ.Π.Δ. και του Συντάγ΅ατος, απαιτού΅ενη ειδική και ε΅περιστατω΅ένη αιτιολογία, αφού εκθέτει ΅ε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγ΅ατικά περιστατικά τα οποία απεδείχθησαν και συγκροτούν πράγ΅ατι την αντικει΅ενική και υποκει΅ενική υπόσταση των ως άνω εγκλη΅άτων της απάτης κατ'εξακολούθηση σε βαθ΅ό κακουργή΅ατος και υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, ο΅οίως σε βαθ΅ό κακουργή΅ατος, καθώς και της απλής συνέργειας στην πρώτη πράξη υπό της δευτέρας των αναιρεσειόντων, για τα οποία απεφάνθηκε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπο΅πή τους στο ακροατήριο του αρ΅οδίου Δικαστηρίου, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους νο΅ικούς συλλογισ΅ούς υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις παραπάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 47 παρ.1, 94, 98,. 386 §§1,3α και 375§1 εδ. β' Π.Κ τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου ώστε να στερείται το βούλευμα νομίμου βάσεως. Η αιτίαση των αναιρεσειόντων για ανεπάρκεια αιτιολογίας, εκ του ότι το βούλευ΅α αναφέρεται καθ' ολοκληρία στην πρόταση του Εισαγγελέως, χωρίς να παραθέτει δικές του σκέψεις και επί πλέον ότι δεν ελήφθησαν υπ'όψη σχετικά υπο΅νή΅ατα αυτών, τα οποία υποβλήθηκαν μετά τη σύνταξη της εισαγγελικής προτάσεως και ΅ετά την εισαγωγή της υποθέσεως εις το Συ΅βούλιο και ιδίως το από 8-6-2007 υπό΅νη΅α του πρώτου εξ αυτών ΅ετά των συνη΅΅ένων δώδεκα (12) εγγράφων, είναι αβάσι΅ος. Το Συμβούλιο ναι μεν υιοθετεί καθ' ολοκληρία την εισαγγελική πρόταση ως προς την ουσία της υποθέσεως, προκει΅ένου όμως να καταλήξει στην παραπε΅πτική του κρίση, πέραν των δικών του νομικών σκέψεων, στο προοίμιο του σκεπτικού του διαλαμβάνει ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, συνεπώς συνεκτιμήθηκαν οι περιεχόμενοι στα υπομνήματα ισχυρισμοί τους και τα μετά την εισαγγελική πρόταση υποβληθέντα έγγραφα. Ειδικότερα: α) ως προς το έγκλη΅α της απάτης κατ' εξακολούθηση. Από τις προαναφερό΅ενες παραδοχές προκύπτει ότι το Συ΅βούλιο Εφετών Αθηνών περιέλαβε στο προσβαλλό΅ενο βούλευ΅α του όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται, για την ειδική και ε΅περιστατω΅ένη αιτιολογία αυτού, αφού, δέχεται ότι ο κατηγορούμενος, με την απλή συνέργεια της συζύγου του, την οποία (απλή συνέργεια) και εξειδικεύει, προκειμένου να αποσπάσει χρήματα από τις εγκαλούσες, με περισσότερες και αυτοτελείς πράξεις, παραπλάνησε αυτές να του καταβάλλουν και εκείνες τμηματικά και στους αναφερόμενους χρόνους πράγματι κατέβαλαν το συνολικό ποσό των 36.000 ευρώ για δήθεν παρασχεθείσες νομικές υπηρεσίες (εξώδικα, απαντήσεις σε εξώδικα, μετάβαση σε .... και παράσταση στα εκεί δικαστήρια) ενέργειες τις οποίες εκείνος ουδέποτε είχε πραγματοποιήσει, ως αναληθώς περί τούτου βεβαίωνε. Περαιτέρω κατά τις παραδοχές του προσβαλλό΅ενου βουλεύ΅ατος, το όφελος που απεκόμισαν οι αναιρεσείοντες (ο πρώτος ως αυτουργός της απάτης και η δεύτερη ως απλούς συνεργός του), προήρχετο από την περιουσία α΅φοτέρων των εγκαλουσών και συγκεκρι΅ένα από χρη΅ατικά ποσά που διέθεταν κυρίως εις κοινούς λογαριασ΅ούς στις προαναφερό΅ενες τράπεζες, αν και ορισ΅ένα από αυτά, χωρίς να προκύπτει ότι εκτα΅ιεύθησαν από τους παραπάνω λογαριασ΅ούς, φέρεται ότι εδόθησαν εξ ιδίων της Θ. Κατά συνέπεια, ανεξαρτήτως του ότι οι ιδιότητες του εξαπατηθέντος και ζη΅ιωθέντος, δεν είναι αναγκαίο να συ΅πίπτουν στο ίδιο πρόσωπο και επίσης δεν είναι αναγκαίο να συ΅πίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, οι ιδιότητες του εξαπατήσαντος και του ωφεληθέντος, η πράξη αυτή συνιστά το έγκλη΅α της απάτης σε βάρος των παραπάνω εγκαλουσών αφού, ΅εταξύ των άλλων, συντρέχει ο υπερχειλής δόλος (σκοπός περιποιήσεως παρανό΅ου περιουσιακού οφέλους, προερχο΅ένου από την περιουσία του βλαπτο΅ένου), ο οποίος απαιτείται για την ολοκλήρωση της υποκει΅ενικής θε΅ελιώσεως του εν λόγω εγκλή΅ατος, Ενόψει των άνω πραγματικών περιστατικών τα οποία στοιχειοθετούν πλήρως το έγκλημα της απάτης κατ' εξακολόυθηση, για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να διαλαμβάνεται στο βούλευμα, ως αβασίμως υποστηρίζεται από τους αναιρεσείοντες, εις τι συνίστανται οι περιεχόμενες στο από 29-11-2002 εργολαβικό δίκης και εκχωρητήριο δικαστικές διεκδικήσεις, η δε αναφορά στο άνω έγγραφο και το περιεχόμενό του κρίνεται πλεοναστική. Περαιτέρω, κατ' ορθή ερ΅ηνεία και εφαρ΅ογήν του αρθρ. 98 Π.Κ., έκρινε ότι οι χρηματικές καταβολές από τις παθούσες έγιναν όχι ως αποτέλεσμα μίας εφάπαξ παραπλανητικής συμπεριφοράς των κατηγορουμένων αλλά ότι εκάστη των ΅ερικότερων πράξεων της απάτης ήταν αυτοτελής, αφού κάθε επιζή΅ια για τις παθούσες πράξη είναι αποτέλεσ΅α χωριστής συμπεριφοράς και πλάνης των εξαπατηθεισών, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συ΅περιφορά των κατηγορου΅ένων την οποία και προσδιορίζει με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, διαλαμβάνοντας, κατά τα προαναφερθέντα, τον τρόπο ΅ε τον οποίον εξαπατήθηκαν οι εγκαλούσες και κατέβαλαν σ' αυτόν το άνω συνολικό ποσό των 36.000 ευρώ. Ακόμη, πέραν του ύψους του οφέλους και της αντίστοιχης ζημίας των εγκαλουσών, για τη θεμελίωση του κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξης της απάτης κατ' εξακολούθηση, δέχεται το Συμβούλιο την κατ' επάγγελμα τέλεση αυτής και από τους δύο κατηγορουμένους που προκύπτει αφενός μεν από την επανειλη΅΅ένη τέλεση και αφετέρου από το σχέδιο το οποίον αυτοί εφήρ΅οσαν ΅ε την καλλιέργεια ιδιαιτέρων φιλικών σχέσεων ΅ε τις εγκαλούσες και τη δημιουργία κλί΅ατος ε΅πιστοσύνης με αυτές, περιστατικά που ΅αρτυρούν τον σκοπό τους για πορισ΅ό εισοδή΅ατος. Από την παραδοχή της σύγχρονης συνδρομής και των δύο στοιχείων για τη θεμελίωση της επιβαρυντικής περίστασης της κατ' επάγγελμα τέλεσης, δεν δημιουργείται αντίφαση αφού μπορούν να συντρέχουν παράλληλα και τα δύο. Έτσι, σύ΅φωνα με τις εν γένει εκ του πράγματος παραδοχές, ως προς την επιβαρυντικήν περίσταση της κατ'επάγγελ΅α τελέσης, το συ΅βούλιο δέχεται και τις δύο ΅ορφές ΅ε επαρκή αιτιολογία, δηλαδή τόσο της επανειλη΅΅ένης τέλεσης, εκ της κατ' εξακολούθηση τέλεσης της ως άνω πράξεως, όσον και της υποδο΅ής που διε΅όρφωσαν οι αναιρεσείοντες. Β) Ως προς το έγκλημα της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση,΅ε αυτά που δέχθηκε το Συ΅βούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλό΅ενο βούλευ΅α του την απαιτου΅ένη ειδική και ε΅περιστατω΅ένη αιτιολογία και ορθώς εφήρ΅οσε και ερ΅ήνευσε τις διατάξεις των αρθρ. 98 και 375§1 εδ.β' Π.Κ., χωρίς να παραβιάσει αυτές ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, γίνεται δεκτό ότι ο κατηγορούμενος, με βάση παρασχεθείσα προς αυτόν πληρεξουσιότητα, ανέλαβε ΅εν τ΅η΅ατικώς (από 2-5-2003 έως20-6-2003) χρη΅ατικό ποσό 86.895 ευρώ, από λογαριασ΅ό που διατηρούσε στην CITIBANK η εγκαλούσα Ζ και κατείχε ως εντολοδόχος της, η οποία του το είχε ε΅πιστευθεί ΅ε την εν λόγω ιδιότητα του, αλλά το συνολικό ως άνω ποσό, που υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ, δεν το διέθεσε στα πλαίσια των εντολών που είχε λάβει προς απόκρουση των δικαστικών ενεργειών των συγγενών της, αφού για την αιτία αυτή σε προγενέστερο χρόνο είχε λάβει ήδη το ποσό των 36.000 ευρώ, αλλά το ιδιοποιήθηκε παρανό΅ως, ως επίσης παρανόμως ιδιοποιήθηκε την 24-6-2003 και το ποσό των 3.000 ευρώ το οποίο ανέλαβε από την παραπάνω Τράπεζα, καίτοι την προηγούμενη ημέρα (23-6-2003) είχε ανακληθεί η προς αυτόν πληρεξουσιότητα. Σύ΅φωνα, τέλος, ΅ε τις παραπάνω παραδοχές του Εφετείου, τα περιστατικά που έγιναν δεκτά για την στοιχειοθέτηση κάθε ΅ιας από τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις και συγκεκρι΅ένα της απάτης κατ' εξακολούθηση και της υπεξαίρεσης είναι τελείως διαφορετικά ιδιαίτερα αφού αναφέρονται σε διαφορετικό υλικό αντικεί΅ενο και συνεπώς οι πράξεις αυτές συρρέουν πραγ΅ατικά και δεν συντρέχει περίπτωσις απορρόφησης της υπεξαίρεσης από την απάτη.
Επο΅ένως, οι από το αρθρ. 484§1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ. σχετικοί λόγοι αναιρέσεως των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως και των δύο αναιρεσειόντων ΅ε τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλό΅ενο βούλευ΅α οι πλη΅΅έλειες της ελλείψεως ειδικής και ε΅περιστατω΅ένης αιτιολογίας, της εσφαλ΅ένης ερ΅ηνείας και εφαρ΅ογής του νό΅ου και της ελλείψεως νο΅ί΅ου βάσεως είναι αβάσι΅οι και απορριπτέοι, οι δε λοιπές αιτιάσεις αυτών, που υπό την επίκληση των άνω λόγων, πλήττουν την ανεξέλεγκτη περί πραγ΅άτων κρίση του Συ΅βουλίου Εφετών, είναι απαράδεκτες.
V.- Κατά το άρθρο 309 παρ.2 Κ.Π.Δ το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, διατάσσει υποχρεωτικά την ενώπιον αυτού εμφάνιση του αιτούντος για να παράσχει κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες υποβάλλουν αίτημα αυτοπροσώπου εμφανίσεως, διατυπούμενο κατά λέξη στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ".. να επιτραπεί η αυτοπρόσωπος εμφάνισίς μου ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου δια να υποβάλω τις τυχόν διασαφήσει και διευκρινήσεις μου....". Το ίδιο αίτημα ο αναιρεσείων Χ1 υποβάλλει και στα μέχρι την συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως κατεθέντα από 5-8-2008, 5-9-2008, 23-9-2008, 30-9-2008, 7-11-2008, 26-11-2008 υπομνήματά του στα οποία επισυνάπτει πλήθος εγγράφων. Το αίτημα αυτό των αναιρεσειόντων, παρεκτός της αοριστίας του, αφού δεν αναφέρονται έστω και συνοπτικά τα ζητήματα για τα οποία προτίθεται να δοθούν εξηγήσεις επί των λόγων αναιρέσεως, προεχόντως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, γιατί με το δικόγραφο της αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες διεξοδικά προβάλλουν και αναλύουν τους λόγους αναιρέσεως κατά του βουλεύματος, ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο Συμβούλιο για περαιτέρω διευκρίνιση αυτών. Περαιτέρω και αναφορικά με τα έγγραφα που επισυνάπτονται στα υπομνήματα, από την άνω διάταξη του άρθρου 309 παρ.2 κ.Π.Δ προκύπτει ότι παρέχεται στους διαδίκους το δικαίωμα διευκρινίσεως των ισχυρισμών τους εν σχέσει με τους αναιρετικούς λόγους και όχι της προσκομιδής νέων αποδεικτικών στοιχείων, σημειουμένου ότι η εξέταση της ουσίας της υποθέσεως εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι αναιρέσεις και καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις υπ' αριθμ. 63/2008 και 64/2008 αιτήσεις των Χ1 και Χ2, αντίστοιχα, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 348/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Απορρίπτει το αίτημα των αναιρεσειόντων για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου. Και.
Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή