Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό.
Περίληψη:
Αιτιολογία βουλεύματος για παραπομπή αναιρεσείοντος για κακουργηματική. Απορρίπτει αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 459/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Βασίλειο Λυκούδη και Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1344/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Οκτωβρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1734/2008.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 562/9-12-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: ι) Το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 1344/2008 βούλευμά του απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την υπ'αριθμ. 653/2007 έφεση του Χ, κατά του υπ'αριθμ. 3186/2007 βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών Αθηνών. Το τελευταίο είχε παραπέμψει αυτόν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί ως υπαίτιος τελέσεως πλαστογραφίας (νοθεύσεως) εγγράφων κατεξακολούθηση με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ. 216 παρ. 3β-1 ΠΚ, 14 παρ. 2 β ν. 2721/99 -Το άνω βούλευμα του συμβουλίου Εφετών επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 20-10-2008 (βλ. άρθρο 155 παρ. 2 εδ. τελ. ΚΠοινΔ) και κατ'αυτού άσκησε ο ίδιος στις 27-10-2008 ενώπιον του γραμματέα του τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών την υπ'αριθμ. 175/2008 αίτηση αναίρεσης, στην οποία προβάλλει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι αυτά που δέχθηκε έχουν ανατραπεί από πλήθος αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε και επικαλέστηκε, η κρίση του συμβουλίου και οι διάφορες αποδοχές του είναι αναιτιολόγητες και εσφαλμένες και δεν στηρίζονται σε αποδεικτικά στοιχεία δεν προκύπτουν από τα στοιχεία της δικογραφίας, αντικρούονται δε από τους ισχυρισμούς του και έρχονται σε πλήρη αντίθεση με αυτούς που είναι βάσιμοι.
Συγκεκριμένα το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχθηκε ότι "από τις καταθέσεις του μηνυτή (πολιτικώς ενάγοντος και των μαρτύρων, όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, την απολογία του κατηγορουμένου μετά των υπομνημάτων του, προέκυψαν τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος Χ, από το έτος 1998, υπήρξε οικονομικός διευθυντής της εταιρείας με την επωνυμία "Ι-ΤΕΧ Α.Ε.", της οποίας αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ήταν ο μηνυτής Ψ. Στις 18-1-2002, το Διοικητικό Συμβούλιο της πιο πάνω εταιρείας αποφάσισε ομόφωνα, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμό ..... πρακτικό του, να δίνονται λευκές υπογεγραμμένες επιταγές της εταιρείας στον κατηγορούμενο προς συμπλήρωση των ελλειπόντων στοιχείων (ημερομηνία, λήπτη, ποσό κλπ) μέχρι, όμως, το ποσό των 15.000 ευρώ και να διαχειρίζεται αυτές αποκλειστικά για την εκπλήρωση υποχρεώσεων της εταιρείας, που προκύπτουν από τα επίσημα βιβλία και στοιχεία της και συγχρόνως να δοθεί σ' αυτόν γραπτή εξουσιοδότηση με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του διευθύνοντος συμβούλου, Ψ, που να επιβεβαιώνει τα ανωτέρω. Σε εκτέλεση της εν λόγω απόφασης του Δ. Σ. της άνω εταιρείας, ο μηνυτής, με την ανωτέρω ιδιότητα του, χορήγησε στον κατηγορούμενο την από 24-1-2002 εξουσιοδότηση, με θεωρημένο το γνήσιο το γνήσιο της υπογραφής του, αυθημερόν από τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης, με την οποία τον εξουσιοδοτούσε να συμπληρώνει, για λογαριασμό της εταιρείας μέχρι το ποσό των 15.000 ευρώ, υπογεγραμμένες απ' αυτόν επιταγές, συρόμενες από τους τραπεζικούς λογαριασμούς της άνω εταιρείας και να τις διαχειρίζεται για την κάλυψη των υποχρεώσεων της. Όμως, ο κατηγορούμενος, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, συμπλήρωσε τις υπ' αριθμό ....., ..... και ..... λευκές επιταγές, που του είχε παραδώσει ο μηνυτής και οι οποίες έφεραν την υπογραφή του και τη σφραγίδα της εκπροσωπούμενης απ' αυτόν άνω εταιρείας, με ποσά μεγαλύτερα των 15.000 ευρώ, και με σκοπό, όχι να καλύψει υποχρεώσεις της εταιρείας προς τους δανειστές της, αλλά για να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας την περιουσία της εταιρείας αυτής. Πιο συγκεκριμένα, το χρονικό διάστημα από 23-12-2003 έως 27-4-2004, κατά κατάχρηση της εν λευκώ υπογραφής του νομίμου εκπροσώπου της άνω εταιρείας, συμπλήρωσε τις προαναφερόμενες επιταγές κατά τα υπόλοιπα στοιχεία τους, με περιεχόμενο διάφορο του συμφωνηθέντος, και ειδικότερα α) στην υπ' αριθμό ..... λευκή επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς, ανέγραψε ως τόπο έκδοσης την Αθήνα, ως χρόνο έκδοσης την 23-12-2003, και το ποσό των 282.000 ευρώ, ενώ στη θέση "σε διαταγή" ανέγραψε το ονοματεπώνυμο του, και β) στις υπ' αριθμό ..... και ..... λευκές επιταγές της Τράπεζας EFG Eurobank Ergasias Α.Ε. -στις οποίες ο μηνυτής είχε θέσει την υπογραφή του και τη σφραγίδα της εταιρείας στη θέση του εκδότη και πρώτου οπισθογράφου- ανέγραψε τόπο έκδοσης την Αθήνα, ημερομηνία έκδοσης την 26-4-2004 και ποσό 71.900 ευρώ, στην καθεμία εξ αυτών, έθεσε δε την υπογραφή του στη θέση της δεύτερης οπισθογράφησης, ώστε να φαίνεται ως νόμιμος κομιστής των επιταγών. Στη συνέχεια, εμφάνισε τις επιταγές αυτές στις πληρώτριες τράπεζες και δη την πρώτη στις 29-12-2003, τη δε δεύτερη και τρίτη στις 27-4-2004, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους των τραπεζών αυτών περί του αναληθούς και έχοντος έννομες συνέπειες γεγονότος πως το περιεχόμενο των επίμαχων επιταγών ταυτίζεται με τη βούληση του εκδότη και μηνυτή, ώστε να πετύχει την πληρωμή τους. Με τον τρόπο αυτό σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, συνολικού ύψους 425.000 ευρώ, συνιστάμενο στην αξία των επιταγών, βλάπτοντας κατά το ίδιο ποσό την περιουσία της άνω εταιρείας.
Τελικά, οι επιταγές αυτές δεν πληρώθηκαν, επειδή η πρώτη είχε ανακληθεί με την από 25-7-2002 έγγραφη εντολή του εκδότη, χωρίς υπόλοιπο, και οι λοιπές λόγω κλειστού λογαριασμού. Την πράξη αυτή, ο κατηγορούμενος τέλεσε κατ' επάγγελμα, γεγονός που προκύπτει από την επανειλημμένη τέλεση αυτής, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, αλλά και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της προκύπτει σταθερή ροπή του κατηγορουμένου προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της πλαστογραφίας, ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Ο κατηγορούμενος αρνείται την αποδιδόμενη σ' αυτόν κατηγορία και ισχυρίζεται ότι το μήνα Ιούνιο του έτους 2003 συμπλήρωσε τις επίδικες επιταγές παρουσία του μηνυτή, ο οποίος, έχοντας γνώση του περιεχομένου τους, τις υπέγραψε προκείμενου η εκπροσωπούμενη απ' αυτόν άνω εταιρεία με τις υπ' αριθμό ..... και ..... επιταγές να εξοφλήσει τις οφειλόμενες προς αυτόν (κατηγορούμενο) αποδοχές, και με την υπ' αριθμό ..... επιταγή να εξοφληθούν οι δανειστές της εταιρείας, οι οποίοι, κατόπιν δικής του μεσολάβησης, είχαν δανείσει, δι' αυτού, την εταιρεία με διάφορα ποσά για την ταμειακή διευκόλυνση της. Ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου δεν κρίνεται βάσιμος, αφού από κανένα στοιχείο της δικογραφίας -και δη από τα βιβλία της εταιρείας, για την τήρηση των οποίων εκείνος ήταν αρμόδιος- δεν προκύπτει, κατά τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο, πως αυτός είχε τοιαύτη απαίτηση, και μάλιστα του πιο πάνω ύψους, κατά της εταιρείας. Επιπρόσθετα, επισημαίνεται η αντίφαση του ισχυρισμού τούτου - που περιέχεται και στην από 31-8-2006 αγωγή του κατά του μηνυτή Ψ (όσον αφορά τις ..... και ..... επιταγές), με την οποία ζητεί να του επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση- 50.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη από τη μη πληρωμή των δύο αυτών επιταγών - με εκείνον στις από 22-3-2004 και 7-7-2004 μηνύσεις, που υπέβαλε κατά του μηνυτή για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, όπου αναφέρει ότι και οι τρεις επίδικες επιταγές (δηλαδή και οι άνω δύο) του εδόθησαν ως εγγύηση πληρωμής της ισόποσης πίστωσης, που είχε χορηγήσει στην άνω εταιρεία. Το περιεχόμενο της προσκομιζόμενης από τον κατηγορούμενο βεβαίωσης, με ημερομηνία 23-7-2003, σύμφωνα με το οποίο ο μηνυτής φέρεται να βεβαιώνει πως οφείλονται (στον κατηγορούμενο) 100.280 ευρώ, από μισθούς, δώρα και επιδόματα της χρονικής περιόδου 1-2-2002 έως 23-7-2003, εκτός του ότι δεν επιβεβαιώνεται από τα βιβλία της εταιρείας, δεν συνάδει και με το είδος της εργασίας ανεξάρτητων υπηρεσιών, που παρείχε ο κατηγορούμενος στην άνω εταιρεία, δοθέντος του ότι ο ίδιος δέχεται πως για τις αμοιβές, που ελάμβανε από την εταιρεία, εξέδιδε τιμολόγιο-απόδειξη παροχής υπηρεσιών. Περαιτέρω, δεν προκύπτει από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία ότι ο κατηγορούμενος και οι γνωστοί του, Α, Β, Γ και Δ, δάνεισαν στην ανωτέρω εταιρεία τα ποσά των 42.500, 29.347, 44.493, 136.041 και 29.673 ευρώ, αντίστοιχα και πως αυτά διατέθηκαν για την αντιμετώπιση οικονομικών αναγκών της εταιρείας. Στις φερόμενες ως συμβάσεις δανείου έχει συμβληθεί ατομικά ο ίδιος ο κατηγορούμενος, και οι άνω φερόμενοι δανειστές ουδεμία εγγύηση έχουν λάβει από την εταιρεία και τους εκπροσώπους της για την απόδοση των χρημάτων τους, αλλά και ούτε προέβησαν αυτοί σε δικαστική ή εξώδικη διεκδίκηση τούτων, παρότι ο χρόνος απόδοσης των δανείων, κατά τις εν λόγω συμβάσεις (2001 και 2002), έχει παρέλθει προ πολλού. Επίσης, από τις προσκομιζόμενες από τον φερόμενο ως δανειστή της εταιρείας, Γ, επιταγές της Τράπεζας Πειραιώς με αριθμούς ..... και ....., ποσού 50.000 και 18.000 ευρώ, και έκδοσης 25-6-2002 και 21-5-2002, αντίστοιχα, που, κατά όπως ισχυρίζεται, έλαβε ως εγγύηση για τη χορήγηση δανείου στην άνω εταιρεία, ουδόλως προκύπτει ότι πράγματι αυτός χορήγησε τέτοιο δάνειο στην προκειμένη εταιρεία, αφού οι επιταγές αυτές φέρονται να έχουν εκδοθεί από τις εταιρείες "ECO-FOAM Α.Ε." και "ISOLINK A.E.", αντίστοιχα, σε διαταγή των ιδίων και όχι του Γ, ο οποίος, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί κομιστής εξ οπισθογραφήσεως, ουδέποτε τις εμφάνισε για πληρωμή. Άλλωστε, αν ο μηνυτής είχε λάβει γνώση του περιεχομένου των επιδίκων επιταγών και συμφωνούσε με αυτό, θα είχε χορηγήσει στον κατηγορούμενο άλλα έντυπα επιταγών, με διαφορετική αρίθμηση, αφού, ένα χρόνο περίπου πριν από την έκδοση και συμπλήρωση επιταγών-που, κατά τον κατηγορούμενο, έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2003- είχε αλλάξει ο λογαριασμός εκ του οποίου σύρονταν οι άνω δύο επίμαχες επιταγές με αριθμούς ..... και ....., στις δε 24-7-2002 ο μηνυτής είχε ζητήσει με επιστολή του προς την Τράπεζα Πειραιώς να ακυρωθεί η επίδικη επιταγή μ' αριθμό ....., λόγω καταστροφής της, καθόσον (όπως ισχυρίζεται ο μηνυτής) ο κατηγορούμενος τον είχε ενημερώσει ότι η επιταγή αυτή, που φέρεται να είχε δώσει στην εταιρεία "Ελληνική Επιστημονική Α.Ε." για την εξόφληση απαίτηση της, ύψους 7.250 ευρώ, δεν θα πληρωνόταν, διότι είχε καταστραφεί το σώμα της. Εξάλλου, η μη γνώση του περιεχομένου των επιταγών από το μηνυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος στις δύο επιταγές ..... και ..... είχε θέσει ιδιοχείρως το νέο αριθμό του λογαριασμού χρέωσης και είχε ζητήσει να δοθεί ειδική αρίθμηση σ' αυτές, ήτοι οι αριθμοί ..... και ....., οι οποίοι, επίσης, τέθηκαν ιδιοχείρως, ενώ, αν πραγματικά ο μηνυτής γνώριζε το περιεχόμενο τους και συμφωνούσε μ' αυτό, μπορούσε κάλλιστα να τις ανταλλάξει με άλλες επιταγές, οι οποίες θα έφεραν τυπωμένο το νέο λογαριασμό χρέωσης. Προσέτι, η άνευ δικαιώματος συμπλήρωση των επιταγών επιβεβαιώνεται και από την τηλεομοιοτυπία-FAX (και όχι ηλεκτρονική επιστολή για την οποία αντιλέγει ο κατηγορούμενος), που απέστειλε ο τελευταίος στο μέλος του Δ. Σ. της εταιρείας "Ι-ΤΕΧ Α.Ε.", Ε, στις 8-3-2002, όπου αναφέρει πως οι επίδικες επιταγές ..... και ....., με διαφορετική ημερομηνία έκδοσης "6-3-2002" και διαφορετικό ποσό "500" και "1.580" ευρώ, αντίστοιχα, χρησιμοποιήθηκαν, δήθεν, για το "ταμείο" της εταιρείας η πρώτη και για "κατάθεση στην Τράπεζα Πειραιώς" η δεύτερη, ενώ, παράλληλα, με την ίδια επιστολή ζητούσε από τον ανωτέρω αποδέκτη της να υπενθυμίσει στο μηνυτή ότι χρειαζόταν να του υπογράψει, πριν φύγει για τη ....., και τις άλλες κενές επιταγές, που του είχε αφήσει. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος αμφισβητεί τη γνησιότητα του αναφερομένου στην αρχή υπ' αριθμό ..... πρακτικού συνεδρίασης του Δ. Σ. της προκειμένης εταιρείας "Ι-ΤΕΧ Α.Ε.". Προς απόδειξη του ισχυρισμού του προσκομίζει στον παρόντα βαθμό την από 22-2-2008 δήλωση του ΣΤ, ο οποίος, σε αντίθεση με όσα κατέθεσε προανακριτικώς στις 19-1-2005, δηλώνει τώρα πως στο πρακτικό τούτο έχει πλαστογραφηθεί η υπογραφή του στη θέση όπου βεβαιώνεται απ' αυτόν ως Πρόεδρο του Δ. Σ. στις 20-1-2002 το "ακριβές αντίγραφο από το βιβλίο Πρακτικών Διοικητικού Συμβουλίου". Όμως, σύμφωνα με την από 15-5-2008 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της δικαστικής γραφολόγου Ζ, που συντάχθηκε κατόπιν εντολής του μηνυτή (και έλαβε γνώση ο κατηγορούμενος κατ'άρθρο 309 παρ.2 ΚΠΔ), οι υπογραφές του ανωτέρω ΣΤεπί δύο -και όχι μόνο ενός- φωτοαντιγράφων του επίμαχου πρακτικού ..... είναι γνήσιες, τεθείσες με το χέρι του φερομένου ως επικυρούντος τα αντίγραφα αυτά ΣΤ. Για το γεγονός της σύνταξης και υπογραφής του ιδίου πρακτικού καταθέτουν -εκτός του μηνυτή ως αντιπροέδρου και διευθύνοντος συμβούλου- οι, από τα τρία μέλη του Δ.Σ., Ε και Η (βλ. και την από 22-5-2008 υπεύθυνη δήλωση του τελευταίου, για την οποία επίσης εφαρμόστηκε το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠΔ). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν προέκυψε κατά τα προεκτεθέντα, πως η πιο πάνω συμπλήρωση των επιδίκων επιταγών έγινε ενώπιον του μηνυτή. Και ούτε αναιρούνται αυτά από το γεγονός ότι ο μηνυτής, ως διευθύνων σύμβουλος της άνω εταιρείας "Ι-ΤΕΧ Α.Ε.", συμφερόντων του ομίλου ....., αναγγέλθηκε στηv πτώχευση του Θ και επαλήθευσε τις απαιτήσεις του στη σχετική διαδικασία και για τις απορρέουσες από τις επίδικες επιταγές υποχρεώσεις του, αφού τότε (Μάρτιος 2005), αλλά και ακόμη, φέρεται να βαρύνεται από αυτές. Με βάση, λοιπόν, όλα τα ανωτέρω, υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για να στηρίξουν κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου-εκκαλούντος για την άνω κακουργηματική πράξη, και συνεπώς το εκκαλούμενο βούλευμα, που παρέπεμψε τον κατηγορούμενο-εκκαλούντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για την αξιόποινη αυτή πράξη, δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται στην έφεση του ο κατηγορούμενος. Κατόπιν τούτων πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσία η υπό κρίση έφεση, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ στον εκκαλούντα (ΚΠΔ 583 παρ.1)."
ΙΙ) Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα περιέχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν αναφέρονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για την αξιόποινη πράξη που κατηγορείται - βλ. ΑΠ 18/2008, ΑΠ 1698/2007, ΑΠ 1668/2007 κ.α.
Δεν συνιστά όμως λόγον αναιρέσεως η φερόμενη εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων - βλ. ΑΠ 1573/2007, ΑΠ 1668/2007, ΑΠ 276/2007, ΑΠ 540/2006 κ.ά. και δη εγγράφων ή μαρτυρικών καταθέσεων, αφού πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Δεν ελέγχεται δηλ. αναιρετικά η περί τα πράγματα κρίση του συμβουλίου, ο δε 'Αρειος Πάγος δέχεται ότι τα δεκτά γενόμενα από το προσβαλλόμενο βούλευμα όντως προκύπτουν από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα.
'Ετσι η διαφορετική εκτίμηση από τον αναιρεσείοντα των αποδεικτικών μέσων - πρβλ ΑΠ 735/2007, ΑΠ 1615/2005 ή ότι η κρίση του συμβουλίου δεν ερείδεται στο αποδεικτικό υλικό - πρβλ ΑΠ 1542/2006, ΑΠ 380/2006 η τυχόν αντίθεση αυτής (κρίσης) σε συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο - πρβλ. ΑΠ 101/2007, η επισήμανση των αντίθετων παραδοχών από τα επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα - πρβλ. ΑΠ 942/2005, ότι από τα αποδεικτικά μέσα προκύπτουν τα ακριβώς αντίθετα - πρβλ ΑΠ 2148/2005 κ.ά. - και γενικά η υπό το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας έρευνα της ουσίας της υποθέσεως - πρβλ ΑΠ 2203/2006 κ.ά.
Ενόψει των ανωτέρω ναι μεν η υπό κρίση αναίρεση έχει ασκηθεί τυπικά, νομότυπα, πλην όμως ο φερόμενος λόγος της είναι απαράδεκτος αφού αναφέρεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και μόνο, με άλλες λέξεις αναφέρεται σε έλεγχο της ουσιαστικής κρίσης του συμβουλίου. 'Αλλωστε και πράγματι το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει την κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 175/2008 αίτηση αναίρεσης του Χ κατά του υπ'αριθμ. 1344/2008 βουλεύματος του συμβουλίου εφετών Αθηνών, να καταδικαστεί δε αυτός στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 17 Νοεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Αθανάσιος Κ. Κονταξής
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 και 3 του Π.Κ., όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.2α του ν.2721/1999, προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της κακουργηματικής πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν η εξαρχής κατάρτιση εγγράφου πλαστού ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικά δε δόλος του δράστη, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση των περιστατικών, που θεμελιώνουν την πράξη και συνάμα σκοπός αυτού, όπως με τη χρήση του πλαστού εγγράφου παραπλανηθεί άλλος για γεγονός δυνάμενο να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση εννόμως προστατευμένου δικαιώματος, με την πρόσθετη επιδίωξη του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, εφόσον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός αν επιτεύχθηκε τελικώς η παραπλάνηση και το περιουσιακό όφελος ή η βλάβη ή αν ο υπαίτιος διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Στην περίπτωση δε τελέσεως πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με το ύψος του οφέλους ή της ζημίας και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 98 ΠΚ, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου της πράξεως, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Η περαιτέρω χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από το δράστη θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Περαιτέρω κατάρτιση πλαστού εγγράφου συνιστά η εξαρχής από το δράστη σύνθεση εγγράφου που δεν υπήρχε πριν και το οποίο εμφανίζεται ότι προέρχεται από άλλο πρόσωπο, ενώ νόθευση γνησίου εγγράφου αποτελεί η μεταγενέστερη της καταρτίσεως αυτού αλλοίωση του περιεχομένου του, ώστε να εμφανίζεται η εξαρχής δήλωση του εκδότη του εγγράφου Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 περ. στ' του Π.Κ. "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος". Από τις εν λόγω διατάξεις, σε συνδυασμό προς αυτή του άρθρου 216 του Π.Κ., προκύπτει ότι για την "κατ' επάγγελμα" τέλεση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν είτε επανειλημμένη τέλεση της πράξεως, χωρίς απαραίτητα να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, είτε πρώτη φορά τέλεση της πράξεως, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά με διαμορφωμένη οργανωτική υποδομή για επανάληψη του εγκλήματος στο μέλλον, υποκειμενικά δε απαιτείται σκοπός του υπαιτίου να ποριστεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση πράξεων πλαστογραφίας. Τέλος, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ 1 στοιχ. δ' του ιδίου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους κατέληξε το συμβούλιο στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας 1) αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, 2) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με δικές του σκέψεις, δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι. "από τις καταθέσεις του μηνυτή (πολιτικώς ενάγοντος και των μαρτύρων, όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, την απολογία του κατηγορουμένου μετά των υπομνημάτων του, προέκυψαν τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος Χ, από το έτος 1998, υπήρξε οικονομικός διευθυντής της εταιρείας με την επωνυμία "Ι-ΤΕΧ Α.Ε.", της οποίας αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ήταν ο μηνυτής Ψ. Στις 18-1-2002, το Διοικητικό Συμβούλιο της πιο πάνω εταιρείας αποφάσισε ομόφωνα, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμό ..... πρακτικό του, να δίνονται λευκές υπογεγραμμένες επιταγές της εταιρείας στον κατηγορούμενο προς συμπλήρωση των ελλειπόντων στοιχείων (ημερομηνία, λήπτη, ποσό κλπ) μέχρι, όμως, το ποσό των 15.000 ευρώ και να διαχειρίζεται αυτές αποκλειστικά για την εκπλήρωση υποχρεώσεων της εταιρείας, που προκύπτουν από τα επίσημα βιβλία και στοιχεία της και συγχρόνως να δοθεί σ' αυτόν γραπτή εξουσιοδότηση με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του διευθύνοντος συμβούλου, Ψ, που να επιβεβαιώνει τα ανωτέρω. Σε εκτέλεση της εν λόγω απόφασης του Δ. Σ. της άνω εταιρείας, ο μηνυτής, με την ανωτέρω ιδιότητα του, χορήγησε στον κατηγορούμενο την από 24-1-2002 εξουσιοδότηση, με θεωρημένο το γνήσιο το γνήσιο της υπογραφής του, αυθημερόν από τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης, με την οποία τον εξουσιοδοτούσε να συμπληρώνει, για λογαριασμό της εταιρείας μέχρι το ποσό των 15.000 ευρώ, υπογεγραμμένες απ' αυτόν επιταγές, συρόμενες από τους τραπεζικούς λογαριασμούς της άνω εταιρείας και να τις διαχειρίζεται για την κάλυψη των υποχρεώσεων της. Όμως, ο κατηγορούμενος, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, συμπλήρωσε τις υπ' αριθμό ....., ..... και ..... λευκές επιταγές, που του είχε παραδώσει ο μηνυτής και οι οποίες έφεραν την υπογραφή του και τη σφραγίδα της εκπροσωπούμενης απ' αυτόν άνω εταιρείας, με ποσά μεγαλύτερα των 15.000 ευρώ, και με σκοπό, όχι να καλύψει υποχρεώσεις της εταιρείας προς τους δανειστές της, αλλά για να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας την περιουσία της εταιρείας αυτής. Πιο συγκεκριμένα, το χρονικό διάστημα από 23-12-2003 έως 27-4-2004, κατά κατάχρηση της εν λευκώ υπογραφής του νομίμου εκπροσώπου της άνω εταιρείας, συμπλήρωσε τις προαναφερόμενες επιταγές κατά τα υπόλοιπα στοιχεία τους, με περιεχόμενο διάφορο του συμφωνηθέντος, και ειδικότερα α) στην υπ' αριθμό ..... λευκή επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς, ανέγραψε ως τόπο έκδοσης την Αθήνα, ως χρόνο έκδοσης την 23-12-2003, και το ποσό των 282.000 ευρώ, ενώ στη θέση "σε διαταγή" ανέγραψε το ονοματεπώνυμο του, και β) στις υπ'αριθμό ..... και ..... λευκές επιταγές της Τράπεζας EFG Eurobank Ergasias A.Ε. -στις οποίες ο μηνυτής είχε θέσει την υπογραφή του και τη σφραγίδα της εταιρείας στη θέση του εκδότη και πρώτου οπισθογράφου- ανέγραψε τόπο έκδοσης την Αθήνα, ημερομηνία έκδοσης την 26-4-2004 και ποσό 71.900 ευρώ, στην καθεμία εξ αυτών, έθεσε δε την υπογραφή του στη θέση της δεύτερης οπισθογράφησης, ώστε να φαίνεται ως νόμιμος κομιστής των επιταγών. Στη συνέχεια, εμφάνισε τις επιταγές αυτές στις πληρώτριες τράπεζες και δη την πρώτη στις 29-12-2003, τη δε δεύτερη και τρίτη στις 27-4-2004, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους των τραπεζών αυτών περί του αναληθούς και έχοντος έννομες συνέπειες γεγονότος πως το περιεχόμενο των επίμαχων επιταγών ταυτίζεται με τη βούληση του εκδότη και μηνυτή, ώστε να πετύχει την πληρωμή τους. Με τον τρόπο αυτό σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, συνολικού ύψους 425.000 ευρώ, συνιστάμενο στην αξία των επιταγών, βλάπτοντας κατά το ίδιο ποσό την περιουσία της άνω εταιρείας. Τελικά, οι επιταγές αυτές δεν πληρώθηκαν, επειδή η πρώτη είχε ανακληθεί με την από 25-7-2002 έγγραφη εντολή του εκδότη, χωρίς υπόλοιπο, και οι λοιπές λόγω κλειστού λογαριασμού. Την πράξη αυτή, ο κατηγορούμενος τέλεσε κατ' επάγγελμα, γεγονός που προκύπτει από την επανειλημμένη τέλεση αυτής, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, αλλά και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της προκύπτει σταθερή ροπή του κατηγορουμένου προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της πλαστογραφίας, ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Ο κατηγορούμενος αρνείται την αποδιδόμενη σ' αυτόν κατηγορία και ισχυρίζεται ότι το μήνα Ιούνιο του έτους 2003 συμπλήρωσε τις επίδικες επιταγές παρουσία του μηνυτή, ο οποίος, έχοντας γνώση του περιεχομένου τους, τις υπέγραψε προκειμένου η εκπροσωπούμενη απ' αυτόν άνω εταιρεία με τις υπ' αριθμό ..... και ..... επιταγές να εξοφλήσει τις οφειλόμενες προς αυτόν (κατηγορούμενο) αποδοχές, και με την υπ' αριθμό ..... επιταγή να εξοφληθούν οι δανειστές της εταιρείας, οι οποίοι, κατόπιν δικής του μεσολάβησης, είχαν δανείσει, δι' αυτού, την εταιρεία με διάφορα ποσά για την ταμειακή διευκόλυνση της. Ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου δεν κρίνεται βάσιμος, αφού από κανένα στοιχείο της δικογραφίας -και δη από τα βιβλία της εταιρείας, για την τήρηση των οποίων εκείνος ήταν αρμόδιος- δεν προκύπτει, κατά τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο, πως αυτός είχε τοιαύτη απαίτηση, και μάλιστα του πιο πάνω ύψους, κατά της εταιρείας. Επιπρόσθετα, επισημαίνεται η αντίφαση του ισχυρισμού τούτου - που περιέχεται και στην από 31-8-2006 αγωγή του κατά του μηνυτή Ψ (όσον αφορά τις ..... και ..... επιταγές), με την οποία ζητεί να του επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση- 50:000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη από τη μη πληρωμή των δύο αυτών επιταγών - με εκείνον στις από 22-3-2004 και 7-7-2004 μηνύσεις, που υπέβαλε κατά του μηνυτή για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, όπου αναφέρει ότι και οι τρεις επίδικες επιταγές (δηλαδή και οι άνω δύο) του εδόθησαν ως εγγύηση πληρωμής της ισόποσης πίστωσης, που είχε χορηγήσει στην άνω εταιρεία. Το περιεχόμενο της προσκομιζόμενης από τον κατηγορούμενο βεβαίωσης, με ημερομηνία 23-7-2003, σύμφωνα με το οποίο ο μηνυτής φέρεται να βεβαιώνει πως οφείλονται (στον κατηγορούμενο) 100.280 ευρώ, από μισθούς, δώρα και επιδόματα της χρονικής περιόδου 1-2-2002 έως 23-7-2003, εκτός του ότι δεν επιβεβαιώνεται από τα βιβλία της εταιρείας, δεν συνάδει και με το είδος της εργασίας ανεξάρτητων υπηρεσιών, που παρείχε ο κατηγορούμενος στην άνω εταιρεία, δοθέντος του ότι ο ίδιος δέχεται πως για τις αμοιβές, που ελάμβανε από την εταιρεία, εξέδιδε τιμολόγιο-απόδειξη παροχής υπηρεσιών. Περαιτέρω, δεν προκύπτει από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία ότι ο κατηγορούμενος και οι γνωστοί του, Α, Β, Γ και Δ, δάνεισαν στην ανωτέρω εταιρεία τα ποσά των 42.500, 29.347, 44.493, 136.041 και 29.673 ευρώ, αντίστοιχα και πως αυτά διατέθηκαν για την αντιμετώπιση οικονομικών αναγκών της εταιρείας. Στις φερόμενες ως συμβάσεις δανείου έχει συμβληθεί ατομικά ο ίδιος ο κατηγορούμενος, και οι άνω φερόμενοι δανειστές ουδεμία εγγύηση έχουν λάβει από την εταιρεία και τους εκπροσώπους της για την απόδοση των χρημάτων τους, αλλά και ούτε προέβησαν αυτοί σε δικαστική ή εξώδικη διεκδίκηση τούτων, παρότι ο χρόνος απόδοσης των δανείων, κατά τις εν λόγω συμβάσεις (2001 και 2002), έχει παρέλθει προ πολλού. Επίσης, από τις προσκομιζόμενες από τον φερόμενο ως δανειστή της εταιρείας, Γ, επιταγές της Τράπεζας Πειραιώς με αριθμούς ..... και ....., ποσού 50.000 και 18.000 ευρώ, και έκδοσης 25-6-2002 και 21-5-2002, αντίστοιχα, που, κατά όπως ισχυρίζεται, έλαβε ως εγγύηση για τη χορήγηση δανείου στην άνω εταιρεία, ουδόλως προκύπτει ότι πράγματι αυτός χορήγησε τέτοιο δάνειο στην προκειμένη εταιρεία, αφού οι επιταγές αυτές φέρονται να έχουν εκδοθεί από τις εταιρείες "ECO -FOAM Α.Ε." και "ISOLINK Α.Ε.", αντίστοιχα, σε διαταγή των ιδίων και όχι του Γ, ο οποίος, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί κομιστής εξ οπισθογραφήσεως, ουδέποτε τις εμφάνισε για πληρωμή. Άλλωστε, αν ο μηνυτής είχε λάβει γνώση του περιεχομένου των επιδίκων επιταγών και συμφωνούσε με αυτό, θα είχε χορηγήσει στον κατηγορούμενο άλλα έντυπα επιταγών, με διαφορετική αρίθμηση, αφού, ένα χρόνο περίπου πριν από την έκδοση και συμπλήρωση επιταγών -που, κατά τον κατηγορούμενο, έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2003- είχε αλλάξει ο λογαριασμός εκ του οποίου σύρονταν οι άνω δύο επίμαχες επιταγές με αριθμούς ..... και ....., στις δε 24-7-2002 ο μηνυτής είχε ζητήσει με επιστολή του προς την Τράπεζα Πειραιώς να ακυρωθεί η επίδικη επιταγή μ' αριθμό ....., λόγω καταστροφής της, καθόσον (όπως ισχυρίζεται ο μηνυτής) ο κατηγορούμενος τον είχε ενημερώσει ότι η επιταγή αυτή, που φέρεται να είχε δώσει στην εταιρεία "Ελληνική Επιστημονική Α.Ε." για την εξόφληση απαίτηση της, ύψους 7.250 ευρώ, δεν θα πληρωνόταν, διότι είχε καταστραφεί το σώμα της. Εξάλλου, η μη γνώση του περιεχομένου των επιταγών από το μηνυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος στις δύο επιταγές ..... και ..... είχε θέσει ιδιοχείρως το νέο αριθμό του λογαριασμού χρέωσης και είχε ζητήσει να δοθεί ειδική αρίθμηση σ' αυτές, ήτοι οι αριθμοί ..... και ....., οι οποίοι, επίσης, τέθηκαν ιδιοχείρως, ενώ, αν πραγματικά ο μηνυτής γνώριζε το περιεχόμενο τους και συμφωνούσε μ' αυτό, μπορούσε κάλλιστα να τις ανταλλάξει με άλλες επιταγές, οι οποίες θα έφεραν τυπωμένο το νέο λογαριασμό χρέωσης. Προσέτι, η άνευ δικαιώματος συμπλήρωση των επιταγών επιβεβαιώνεται και από την τηλεομοιοτυπία-FΑΧ (και όχι ηλεκτρονική επιστολή για την οποία αντιλέγει ο κατηγορούμενος), που απέστειλε ο τελευταίος στο μέλος του Δ. Σ. της εταιρείας "Ι-ΤΕΧ Α.Ε.", Ε, στις 8-3-2002, όπου αναφέρει πως οι επίδικες επιταγές ..... και ....., με διαφορετική ημερομηνία έκδοσης "6-3-2002" και διαφορετικό ποσό "500" και "1.580" ευρώ, αντίστοιχα, χρησιμοποιήθηκαν, δήθεν, για το "ταμείο" της εταιρείας η πρώτη και για "κατάθεση στην Τράπεζα Πειραιώς" η δεύτερη, ενώ, παράλληλα, με την ίδια επιστολή ζητούσε από τον ανωτέρω αποδέκτη της να υπενθυμίσει στο μηνυτή ότι χρειαζόταν να του υπογράψει, πριν φύγει για τη ....., και τις άλλες κενές επιταγές, που του είχε αφήσει. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος αμφισβητεί τη γνησιότητα του αναφερομένου στην αρχή υπ' αριθμό ..... πρακτικού συνεδρίασης του Δ. Σ. της προκειμένης εταιρείας "Ι-ΤΕΧ Α.Ε.". Προς απόδειξη του ισχυρισμού του προσκομίζει στον παρόντα βαθμό την από 22- 2-2008 δήλωση του ΣΤ, ο οποίος, σε αντίθεση με όσα κατέθεσε προανακριτικώς στις 19-1-2005, δηλώνει τώρα πως στο πρακτικό τούτο έχει πλαστογραφηθεί η υπογραφή του στη θέση όπου βεβαιώνεται απ' αυτόν ως Πρόεδρο του Δ. Σ. στις 20-1- 2002 το "ακριβές αντίγραφο από το βιβλίο Πρακτικών Διοικητικού Συμβουλίου". Όμως, σύμφωνα με την από 15-5-2008 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της δικαστικής γραφολόγου Ζ, που συντάχθηκε κατόπιν εντολής του μηνυτή (και έλαβε γνώση ο κατηγορούμενος κατ'άρθρο 309 παρ.2 ΚΠΔ), οι υπογραφές του ανωτέρω ΣΤ επί δύο -και όχι μόνο ενός- φωτοαντιγράφων του επίμαχου πρακτικού ..... είναι γνήσιες, τεθείσες με το χέρι του φερομένου ως επικυρούντος τα αντίγραφα αυτά ΣΤ. Για το γεγονός της σύνταξης και υπογραφής του ιδίου πρακτικού καταθέτουν - εκτός του μηνυτή ως αντιπροέδρου και διευθύνοντος συμβούλου- οι, από τα τρία μέλη του Δ.Σ., Ε και Η (βλ. και την από 22-5-2008 υπεύθυνη δήλωση του τελευταίου, για την οποία επίσης εφαρμόστηκε το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠΔ). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν προέκυψε κατά τα προεκτεθέντα, πως η πιο πάνω συμπλήρωση των επιδίκων επιταγών έγινε ενώπιον του μηνυτή. Και ούτε αναιρούνται αυτά από το γεγονός ότι ο μηνυτής, ως διευθύνων σύμβουλος της άνω εταιρείας "Ι-ΤΕΧ Α.Ε.", συμφερόντων του ομίλου ....., αναγγέλθηκε στην πτώχευση του Θ και επαλήθευσε τις απαιτήσεις του στη σχετική διαδικασία και για τις απορρέουσες από τις επίδικες επιταγές υποχρεώσεις του, αφού τότε (Μάρτιος 2005), αλλά και ακόμη, φέρεται να βαρύνεται από αυτές. Με βάση, λοιπόν, όλα τα ανωτέρω, υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για να στηρίξουν κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου-εκκαλούντος για την άνω κακουργηματική πράξη, και συνεπώς το εκκαλούμενο βούλευμα, που παρέπεμψε τον κατηγορουμενο-εκκαλουντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για την αξιόποινη αυτή πράξη, δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται στην έφεση του ο κατηγορούμενος. Κατόπιν τούτων πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσία η υπό κρίση έφεση, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ στον εκκαλούντα (ΚΠΔ 583 παρ.1)".
.Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν τις αποδιδόμενες στον αναιρεσείοντα ως άνω αξιόποινη πράξη, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις, για την παραπομπή του κατηγορουμένου -αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς επίσης και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στ,26 παρ. 1α,27 παρ.1, 98 παρ.2, 216 παρ.1,3 εδαφ.β' Π.Κ.,. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που υπό την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας των ως άνω διατάξεων πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Συμβουλίου Εφετών είναι απαράδεκτες, εφόσον ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στη διάταξη του άρθρου 484 ΚΠΔ, η εσφαλμένη εκτίμηση πραγματικών περιστατικών. Επομένως, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' λόγος της αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 175/27.10 .2008 αίτηση του Χ για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1344/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στα διακόσια είκοσι (220) ευρώ .
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ