Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1369 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δωροδοκία.




Περίληψη:
Παθητική δωροδοκία. Έννοια και στοιχεία του εγκλήματος. Συνιστά ενέργεια συναφή προς το υπαλληλικό καθήκον εφοριακού υπαλλήλου, η απ’ αυτόν αξίωση καταβολής δώρου προκειμένου, ενώπιον ποινικού δικαστηρίου, να διαφοροποιήσει επωφελώς την κατάθεσή του για τον κατηγορούμενο ο οποίος δικάζεται για φορολογική παράβαση. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και επαρκής αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως. Απορρίπτει.





Αριθμός 1369/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο- Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, περί αναιρέσεως της 986/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1082/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του Κ.Π.Δ., σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη ή μη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του εν σχέσει με την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορούμενου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, γιατί αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να κάμει παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποίο έγγραφο αναγνώσθηκε. Τα στοιχεία δε αυτά, δεν συμπίπτουν πάντοτε, με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του. Ο προσδιορισμός δηλαδή της ταυτότητας του εγγράφου, είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο, να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, ως προς το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται με επάρκεια, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Α' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, διατείνεται ο αναιρεσείων, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα εις τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφερόμενα υπό τους αύξοντες αριθμούς 2, 3, 4, 5, και υπό τους αριθμούς 9 έως και 25 έγγραφα, που φέρονται μεν ως αναγνωσθέντα, των οποίων όμως η ταυτότητα δεν προσδιορίζεται με επάρκεια στην απόφαση και επήλθε έτσι απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Από την επισκόπηση των πρακτικών της αποφάσεως προκύπτει ότι το πλείστον των εγγράφων αυτών αφορά σε εκθέσεις εγχειρίσεως εγγράφων, εκθέσεις ερεύνης, κατασχέσεως και αποδόσεως, πρωτόκολλα παράδοσης και παραλαβής, τα οποία επαρκώς προσδιορίζονται από την ημερομηνία συντάξεως χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρεται ο συντάκτης των εγγράφων αυτών και τα συμπράττοντα πρόσωπα ούτε το περιεχόμενο αυτών. Το ίδιο ισχύει και για τις αναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις, βουλεύματα, διατάξεις του Εισαγγελέα Εφετών, εκθέσεις του ΣΔΟΕ και λοιπά έγγραφα ο προσδιορισμός της ταυτότητας των οποίων είναι επαρκής, ώστε να μη καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία για την ταυτότητά τους. Επομένως, τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον ως άνω, εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ. Α' του Κ.Π.Δ., πρώτο λόγο αναιρέσεως, είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 235 του Π.Κ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο δεύτερο του ισχύοντος από 3-3-2000 ν. 2802/2000, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, ο υπάλληλος ο οποίος κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτον, ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά'. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), απαιτείται, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α' και 263Α του Π.Κ., η από μέρους αυτού του ιδίου ή δια μέσου άλλου, απαίτηση ή αποδοχή ωφελημάτων που δεν δικαιούται ή αποδοχή υπόσχεσης προς παροχή αυτών (ωφελημάτων), για ενέργεια ή παράλειψή του που ανάγεται ή αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων του ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του ή άμεσα συναρτώνται προς αυτήν. Είναι δε αδιάφορο αν η ενέργεια ή η παράλειψη του υπαλλήλου πραγματοποιήθηκε ή αν αυτός σκόπευε ειλικρινά να την πραγματώσει (Ολ. ΑΠ 6/1998). Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του που ορίζονται στο νόμο, μπορούν να εναλλαχθούν, και σε περίπτωση συνδρομής περισσότερων τρόπων, πραγματώνεται ένα μόνον έγκλημα. Οι πλείονες δε τρόποι πραγματώσεως του εγκλήματος, είναι: α') η απαίτηση του ωφελήματος, β') η αποδοχή και γ') η αποδοχή υπόσχεσης για την παροχή του ωφελήματος. Από την άποψη αυτή, η πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, προϋποθέτει και αναφορά και διευκρίνιση του συγκεκριμένου τρόπου (ενός ή περισσότερων εκ των πλειόνων) με τον οποίο τελέσθηκε η πράξη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ. και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, εν σχέσει με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 986/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσ-σαλονίκης, καταδικάσθηκε, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της δωροληψίας, σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: "...Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, τις απολογίες των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: 0 Γ1 δραστηριοποιήθηκε ως έμπορος ειδών υγιεινής από το έτος 1993 έως την 10-4-2003. Τον Φεβρουάριο 1999 ίδρυσε την εταιρία με την επωνυμία "ΒΙΕΚΑ ΑΕ" και το διακριτικό τίτλο "FIORE DI BAGNO" επί της οδού Συνδίκα αριθ. 87 της Θεσσσαλονίκης. Το 2001 ο γιος του ........ ίδρυσε ατομική επιχείρηση στον ίδιο χώρο με την εταιρία και με την ίδια επωνυμία και η εταιρία του μεταβίβασε, τα περιουσιακά της στοιχεία. Αρχές του 2002 υπάλληλοι του ΣΔΟΕ Θεσσαλονίκης διενήργησαν έλεγχο στην εταιρία "ΒΙΕΚΑ ΑΕ" και στην ως άνω ατομική επιχείρηση. Κατά τον έλεγχο οι εν λόγω υπάλληλοι διαπίστωσαν διάφορες παραβάσεις, για τις οποίες υποβλήθηκαν πρόστιμα και υποβλήθηκαν σχετικές εκθέσεις στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Βάσει των εκθέσεων των υπαλλήλων ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του Γ1 και των γιων του, οι οποίοι καταδικάσθηκαν σε πολυετείς φυλακίσεις για έκδοση εικονικών τιμολογίων με τις υπ' αριθ. 5796/3-2-2005 και 19932/5-4-2005-αποφάσεις του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Κατά των αποφάσεων αυτών ασκήθηκαν από τους καταδικασθέντες εφέσεις, μία από τις οποίες [εφέσεις] ορίσθηκε να εκδικαστεί την 13-7-2005 ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Κατόπιν αυτού ο Γ1 επεδίωξε και πέτυχε να έλθει σε επικοινωνία με τους υπαλλήλους του ΣΔΟΕ Ζ1 και ...... και στη συνέχεια με τους κατηγορουμένους, προκειμένου να τον βοηθήσουν με τις καταθέσεις τους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και να τύχουν καλύτερης ποινικής μεταχειρίσεως αυτός και τα τέκνα του. Σε μία συνάντηση του με τον πρώτο κατηγορούμενο χ1 σε καφετέρια της ...... Θεσσαλονίκης, ο κατηγορούμενος του ζήτησε 50.000 ευρώ και μάλιστα ανά 15.000 ευρώ για τον ίδιο, τον δεύτερο κατηγορούμενο χ2 και τον Ζ2 και 5000 ευρώ για τον Ζ1 "για να κλείσουμε το θέμα". Κατόπιν αυτού στις ο Γ1 προσήλθε στην Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Βόρειας Ελλάδας της Ελληνικής Αστυνομίας και ανέφερε τις μέχρι τότε συναντήσεις του με τους κατηγορουμένους και τους άλλους υπαλλήλους. Συγκεκριμένα, κατ έθεσε ενόρκως, μεταξύ άλλων, ότι στις αρχές Μαΐου 2005 συναντήθηκε με τον υπάλληλο του ΣΔΟΕ Ζ1, ο οποίος του γνώρισε τον συνάδελφο του Ζ2, προκειμένου να τον βοηθήσουν στα ποινικά δικαστήρια που εκκρεμούσαν σε βάρος του ίδιου και των γιων του, έναντι χρηματικής αμοιβής. Η εν λόγω υπηρεσία, μετά την κατάθεση του Γ1, ζήτησε την άρση του απορρήτου της τηλεφωνικής ανταπόκρισης και της επικοινωνίας των εμπλεκομένων ατόμων και την καταγραφή των μεταξύ των τηλεφωνικών και κατ' ιδίαν συνομιλιών, που θα πραγματοποιούνταν μετά την έκδοση του υπ'αριθμ.607/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, το οποίο επικύρωσε την υπ' αριθμ.123/2005 διάταξη του εποπτεύοντος την υπηρεσία Αντεισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης. Κατόπιν μεσολαβήσεων ο Γ1 συναντήθηκε την 14-6-2005 με τους κατηγορουμένους χ1 και χ2. Κατά τη συνάντηση ο πρώτος κατηγορούμενος χ1 έδωσε στον Γ1 τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου, ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος χ2 τον προέτρεψε να μεταβεί στο γραφείο του, προκειμένου να συζητήσουν για την υπόθεση του. Κανένας από τους κατηγορουμένους δεν είπε στον Γ1 ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος ήταν μάρτυρας στις εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις του. Τούτο, άλλωστε, προέκυπτε και από την σχετική κλήση, η οποία είχε κοινοποιηθεί στον Γ1 μαζί με τον κατάλογο μαρτύρων κατηγορίας. Την 28-6-2005, σε συνάντηση του Γ1 με τον πρώτο κατηγορούμενο χ1, ο πρώτος πρότεινε στον δεύτερο να του δώσει το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) Ευρώ για κάθε μάρτυρα, που θα τον βοηθούσε στις δίκες. Σε τηλεφωνικές συνομιλίες που επακολούθησαν ο πρώτος κατηγορούμενος διαβεβαίωσε τον Γ1 ότι μίλησε με τον χ2, ο οποίος δέχθηκε να τον βοηθήσει. Την 4-7-2005 ο Γ1 επικοινώνησε με τον πρώτο κατηγορούμενο και συμφώνησαν να συναντηθούν την επόμενη ημέρα, 5-7-2005 και ώρα 20.00-20.30 περίπου στην καφετερία "......" στην νέα παραλία Θεσσαλονίκης. Μετά την επιβεβαίωση της συνάντησης το πρωί της 5-7-2005, ο Γ1 παρέλαβε από την Αστυνομία το ποσό των πενήντα χιλιάδων [50.000] ευρώ σε προσημειωμένα χαρτονομίσματα των εκατό [100] ευρώ, για να τα δώσει στους ανωτέρω υπαλλήλους. Περί ώρα 20.40 της 5-7-2005 ο Γ1 συναντήθηκε στην καφετερία "......" με τον πρώτο κατηγορούμενο χ1. Περί ώρα 21.05 κατ έφθασε και ο δεύτερος κατηγορούμενος, τον οποίο είχε προσκαλέσει ο πρώτος κατηγορούμενος, προκειμένου να συζητήσουν τον τρόπο με τον οποίο μπορούσε να περαιώσει τις υποθέσεις του ο Γ1. Αφού συζήτησαν για λίγο για την υπόθεση, ο πρώτος κατηγορούμενος και ο Γ1 κατευθύνθηκαν στο εσωτερικό του καταστήματος και ο Γ1 έδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο δύο φακέλους, που περιείχαν δέκα πέντε χιλιάδες [15.000] ευρώ ο καθένας με προσημειωμένα χαρτονομίσματα, τους οποίους ο κατηγορούμενος τοποθέτησε στην πίσω τσέπη του παντελονιού του και στην κοιλιακή χώρα, μέσα από την μπλούζα που φορούσε. Κατά την έξοδο των ανωτέρω [Γ1 και πρώτου κατηγορουμένου] από το κατάστημα και μόλις οι κατηγορούμενοι άρχισαν να αποχωρούν από την καφετερία "....", οι αστυνομικοί, που επιτηρούσαν την συνάντηση, ακινητοποίησαν τους κατηγορουμένους και στην κατοχή του πρώτου κατηγορουμένου βρήκαν τους δύο φακέλους με τα προσημειωμένα χρήματα, τα οποία και κατέσχεσαν. Σε σχετική ερώτηση των αστυνομικών "τι έχετε εκεί μέσα", ο πρώτος κατηγορούμενος απάντησε "ξέρετε εσείς τι έχω μέσα" [βλ. απολογία πρώτου κατηγορουμένου]. 0 δεύτερος κατηγορούμενος "σχεδόν λιποθύμησε" και "σοκαρίστηκε" [βλ. κατάθεση αστυνομικού .......". 0 πρώτος κατηγορούμενος ομολόγησε τις συναντήσεις του με τον Γ1, την ανακοίνωση του αριθμού του κινητού του τηλεφώνου προς αυτόν, την πρόταση του τελευταίου να του δώσει 15.000 ευρώ για την υπόθεση και την αρχική άρνηση του, την μετάβαση μαζί του στο εσωτερικό της καφετερίας "......". Ισχυρίζεται όμως ότι δεν ζήτησε χρήματα, τους φακέλους τοποθέτησε στο σώμα του ο Γ1, προκειμένου να τον δωροδοκήσει, λέγοντας "Τότε αυτός μου βάζει έναν φάκελο μέσα στη μπλούζα και έναν φάκελο στην τσέπη του παντελονιού μου. Γι αυτό, όταν με ρώτησαν οι αστυνομικοί" "τι έχετε εκεί μέσα", εγώ τους είπα "ξέρετε εσείς τι έχω μέσα", αφού αυτοί τα έβαλαν". Περαιτέρω, δήλωσε ότι μετάνιωσε για την πράξη του και ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος δεν είχε καμία συμμετοχή στην πράξη αυτή. Συγκεκριμένα κατέθεσε "Μετάνιωσα που μπλέχτηκα σ' αυτή την ιστορία. Ήταν λάθος μου, γιατί, παρόλο που γνώριζα τι σημαίνει Γ1, εγώ δέχτηκα να συναντηθώ μαζί του. Εγώ κάλεσα τον χ2 στην καφετερία ".....", προκειμένου να αναλύσουμε και να του εξηγήσουμε το νόμο της περαίωσης. Ο χ2 δεν είχε καμία ανάμειξη και κακώς μπλέχτηκε". Όλες οι ενέργειες του Γ1 αποσκοπούσαν να αλλάξουν οι κατηγορούμενοι τις καταθέσεις τους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ώστε να έχουν καλύτερη ποινική μεταχείριση αυτός και τα τέκνα του κατά την εκδίκαση των υποθέσεων του, και δεν επεδίωκε να τιμωρηθούν οι κατηγορούμενοι για παθητική δωροδοκία, προκειμένου αυτός του τύχει των ευεργετημάτων του άρθρου 50. του Ν. 2065/1992. Αλλωστε, εκ των πραγμάτων δεν ήταν δυνατή η απαλλαγή τους από κάθε ποινική δίωξη και τις οικονομικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των φορολογικών νόμων, αφού αυτή είχε προηγηθεί. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε, ότι ο πρώτος κατηγορούμενος απαίτηση και δέχθηκε το προαναφερόμενο προσημειωθέν ποσό των 15.000 ευρώ [δώρο] που δεν εδικαιούτο, για μελλοντικές και αντίθετες στα καθήκοντα του ενέργειες και συγκεκριμένα προκειμένου να καταθέσει ευνοϊκά για τον Γ1 και τους γιους του κατά την επικείμενη εκδίκαση υποθέσεων τους-ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, στις οποίες αυτός ήταν μάρτυρας κατηγορίας, αλλάζοντας-τις αρχικές του καταθέσεις προς όφελος των ανωτέρω, οι οποίοι ήταν κατηγορούμενοι στις υποθέσεις αυτές. Οι μέλλουσες ενέργειες του κατηγορουμένου, για τις οποίες έλαβε το προσημειωθέν ποσό, περιλαμβάνονται στα υπηρεσιακά του καθήκοντα, ως συναρτώμενες με την φύση της υπηρεσίας του, αφού η υποστήριξη ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης των πρωτόδικων καταθέσεών του, τις οποίες προφανώς θα διαφοροποιούσε ευνοϊκά για τον Γ1 και τους γιους του σε αναγκαστική συνέχεια των πρωτόδικων καταθέσεων του, ήταν συνάδουσες με την εκτέλεση των υπηρεσιακών του, ως υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομικών [ΣΔΟΕ], υποχρεώσεων [ ΑΠ 1666/04, ΑΠ 2059/04 ΠοινΛογ 2004. 2172, 2557]. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου αυτοτελείς ισχυρισμοί του πρώτου κατηγορουμένου...".
Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά, κατέληξε το δικαστήριο, σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση και του επέβαλε την αναφερόμενη ποινή φυλάκισης.
Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκόμενου εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), με τη μορφή της αξιώσεως και αποδοχής του δώρου, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 235 του Π.Κ., την οποία εφάρμοσε ορθά, χωρίς να την παραβιάσει ούτε εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφασή του, από νόμιμη βάση. Ειδικότερα δε, αναφέρεται στην απόφαση, η ιδιότητα του κατηγορούμενου ως υπαλλήλου του ΣΔΟΕ Θεσσαλονίκης, προσδιορίζεται η αντικείμενη προς τα υπηρεσιακά υπαλληλικά του καθήκοντα μελλοντική ενέργεια αυτού, δηλαδή η, ως προϊόν συναλλαγής με τον Γ1, θέλησή του να διαφοροποιήσει ενώπιον του ποινικού εφετείου που δίκαζε την 13-7-2005, επωφελώς δε για τον άνω κατηγορούμενο και τους υιούς του, την μαρτυρική του κατάθεση, η οποία ως ενέργεια, πέραν του γενικού καθήκοντος μαρτυρίας, απολύτως και αμέσως συναρτάται στα υπηρεσιακά του καθήκοντα, αφού αυτός ως υπάλληλος του ΣΔΟΕ γνώριζε την φορολογική παράβαση για την οποία κατηγορούντο οι ανωτέρω και την γνώση του αυτή εκαλείτο να εισφέρει στο δικαστήριο κατά την εκδίκαση της κατ' αυτών κατηγορίας. Περαιτέρω, προσδιορίζεται στην απόφαση και ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο τελέσθηκε η πράξη, η αξίωση δηλαδή και αποδοχή του δώρου, οι οποίοι δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, ακόμη δε προσδιορίζεται, αν και δεν ήταν αναγκαίο για την επάρκεια της αιτιολογίας, το δικαστήριο και ο χρόνος κατά τον οποίο ο κατηγορούμενος εκαλείτο να καταθέσει ως μάρτυρας. Ενόψει του σαφώς στην αρχή του σκεπτικού της αποφάσεως διαλαμβανομένου ότι ο κατηγορούμενος, κατά την πρώτη συνάντηση που είχε με τον Γ1 τον μήνα Μάιο 2005, αξίωσε την καταβολή από τον τελευταίο του χρηματικού ποσού των 15.000 ευρώ, δεν δημιουργεί αντίφαση η εν συνεχεία στο σκεπτικό της αποφάσεως αναφορά ότι την 28-6-2005 ο Γ1του πρότεινε να του δώσει το άνω χρηματικό ποσό, αφού η αναφορά αυτή γίνεται με την πρόδηλη έννοια της συγκατάνευσης του ανωτέρω στην καταβολή του δώρου που αξίωσε ο κατηγορούμενος. Επομένως οι δεύτερος και τρίτος, εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης και εκ πλαγίου παραβίαση της αναφερόμενης ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18 Μαϊου 2007 αίτηση του χ1 , για αναίρεση της υπ' αριθμ. 986/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι ( 220 ) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Μαΐου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή