Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1212 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εισαγγελική Πρόταση.




Περίληψη:
Πράξη: απάτη κατ' εξακολούθηση με όφελος ή συνολική ζημία του εγκαλέσαντος πλέον των 73.000 €. Έννοια όρων. Λόγοι αναιρέσεως. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει τέτοια αιτιολογία και όταν γίνεται από το Συμβούλιο εξ' ολοκλήρου στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Απορρίπτει αναίρεση.




Αριθμός 1212/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Νοεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 463/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Απριλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 769/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 444/24.9.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, κατ'άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., με τη σχετική δικογραφία, την υπ'αριθμ. 75/21-4-2008 αίτηση αναίρεσης του ΘΧ, κατά του υπ'αρ. 463/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ'ουσία η υπ'αριθμ. 491/07 έφεση του ανωτέρω κατηγορουμένου κατά του υπ'αριθμ. 2246/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών να δικασθεί για απάτη κατ'εξακολούθηση, με συνολικό όφελος και συνολική προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ (άρθρ. 1, 14-18, 26 § 1, 27 § 1, 98, 386 § § 1-3β Π.Κ όπως ισχύει) και επικυρώθηκε το εκκαλούμενο βούλευμα. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομοτύπως, εμπροθέσμως (το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον ίδιο τον αναιρεσείοντα την 9/4/08) και παραδεκτώς από πρόσωπο δικαιούμενο προ τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση (αρ. 473 § 1, 474 και 482 § 1-3 Κ.Π.Δ.) με την ως άνω από 21/4/08, ημέρα Δευτέρα, δήλωση του πληρεξουσίου (δυνάμει της από 17/4/08 εξουσιοδοτήσεως) δικηγόρου του Χρήστου Κουτσογιάννη στην αρμόδια Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η υπ'αριθμ. 75/21-4-2008 έκθεση αναίρεσης και συνεπώς είναι τυπικά δεκτή. Ως λόγοι αναίρεσης προβάλλονται (α) η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλουν τα άρθρα 93 § 3 του Συντ. και 139 Κ.Π.Δ. και (β) η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 386 Π.Κ. που εφαρμόστηκε (άρθρ. 484 § § 1β'και δ' Κ.Π.Δ.). Επειδή ο 'Αρειος Πάγος δεν είναι τρίτου βαθμού ουσιαστικής δικαιοδοσίας δικαστήριο αλλά ακυρωτικό τοιούτο και γι'αυτό ελέγχει μόνο τη νομική ορθότητα του προσβαλλομένου βουλεύματος και με βάση τους λόγους αναίρεσης, μη δυνάμενος να εισέλθει στην εκτίμηση και διαπίστωση των πορισμάτων της ανάκρισης δηλ. πραγματικών περιστατικών περί των οποίων κρίνει κυριαρχικώς το Συμβούλιο (βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. Κ.Ποιν.Δικ. τομ.Β', σελ. 95 και ΑΠ 990/80, ΑΠ 88/82 κ.ά.).
Συνεπώς, δεν δύναται ο 'Αρειος Πάγος να ελέγξει αν το Συμβούλιο εκτίμησε ορθά ή όχι τα πράγματα, αν εκ της ανακρίσεως προέκυψαν και άλλα πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν δέχθηκε (ΑΠ 86/82, ΑΠ 1663/84 κ.ά.). Επειδή για την πληρότητα της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους (πχ μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα, ούτε από ποιο ή ποια από αυτά προέκυψαν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει και γιατί περισσότερο (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1304/2003, ΑΠ 1303/2002, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 1580/2002 κ.ά.).
Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και .139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε, οι αποδείξεις (τα αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες προέκυψαν τα-άνω πραγματικά περιστατικά και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής (βλ. ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 732/2006 κ.α.).
Εξ άλλου εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε συντρέχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από αυτή που έχει, και όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι απεδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 67/2006 κ.α). Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η ουσιαστική ποινική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, ήτοι όταν, στο πόρισμα του συμβουλίου - που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού-σκεπτικού και ανάγεται στα στοιχεία και ταυτότητα του οικείου εγκλήματος - έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος - ανέφικτος ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περί ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και έτσι το βούλευμα να μην έχει νόμιμη βάση (βλ. ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 93/2006, ΑΠ 252/2004, ΑΠ 1128/2004, ΑΠ 2445/2003, ΑΠ 9/2001 - Ολ. κ.ά.).
Επειδή η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων - έστω και εσφαλμένη- δεν. συνιστά λόγον αναιρέσεως (βλ. ΑΠ 591/2001, ΑΠ 145/2000, ΑΠ 1880/2005, ΑΠ 111/2004 κ.ά.).
Τέλος, η επιβαλλομένη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι 'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην υιοθετηθείσα υπ'αυτού πρωτόδικη εισαγγελική πρόταση, αφού στην περίπτωση αυτή η εισαγγελική πρόταση αποτελεί τμήμα του- βουλεύματος, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, συλλογισμών, αποδείξεων (βλ.ΑΠ 1381/2005, ΑΠ 1273/2005, ΑΠ 1109/2005, ΑΠ 1242/2005, ΑΠ 2382/2005, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 2078/2005 κ.ά.). Είναι δε χαρακτηριστικών ότι αυτός ο Άρειος Πάγος αναφέρεται -και ορθότατα- εξ ολοκλήρου στην εισαγγελική πρόταση (Ολ. ΑΠ 1494/2005, ΑΠ 176/2006 κ.α.), πράγμα που οφείλεται και στην ιδιότητα αυτού ως δικαστικού λειτουργού (αρ. 87 επ. Συντ.). Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 Π.Κ. προκύπτει, ότι προς· στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτείται: (α) σκοπός του δράστου να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και πραγματοποίηση του οφέλους· αυτού, (β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών, η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, εκ της οποίας παραπλανήθηκε άλλος και (γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις. Κατά την παρ. 3 εδ. α του αυτού άρθρου (386 ΠΚ) -όπως ίσχυε από της ενάρξεως ισχύος του ΠΚ και με την αντικ. αυτής με το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 2408/96 - "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια". Περαιτέρω κατά την παρ. 3 εδ. α' του ίδιου άρθρου 386, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, εάν ο δράστης διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δρχ.). Κατά το άρθρο 13 εδ. στ' Π.Κ., κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως, ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός αυτού προς πορισμόν εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερά ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστου. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. Εξ άλλου κατ'επάγγελμα τέλεση υπάρχει, και όταν η πράξη τελείται το πρώτον όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και της οργανωμένης ετοιμότητας του, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Η διάταξη του άρθρου 386 παρ. 3 εδ. α' Π.Κ. όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 ν. 2721/1999 είναι ηπιώτερη της προηγούμενης ρύθμισης και εφαρμόζεται και επί πράξεων που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του ν. 2721/1999, αφού ο νέος νόμος στο σύνολο του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι στην παλαιότερη ρύθμιση δεν προβλεπόταν ποσοτικά όρια. Εν όψει τούτου πράξεις απάτης, που τελέσθηκαν εξακολουθητικά πριν από την ισχύ του ν. 2721/1999 και έχουν συνολικό ή, κατά μείζονα λόγο, μερικό όφελος ανώτερο των 5.000.000 δρχ., διατηρούν και με το νέο νομοθετικό καθεστώς τον κακουργηματικό τους χαρακτήρα, και επομένως εφαρμοστέα είναι η διάταξη που ίσχυε κατά το χρόνο εκδίκασης (βλ. ΑΠ 172/2002, ΑΠ 149/2003, ΑΠ 1348/2003 κ.ά.), διότι αυτός απηχεί πλέον τις κατά τεκμήριον ορθότερον αντιλήψεις.
Επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή αναφορά στην υιοθετηθείσα υπ'αυτού εισαγγελική πρόταση και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και την υπ'αυτού υιοθετηθείσα εισαγγελική πρόταση, και των αναφερομένων κατ'είδος αποδεικτικών μέσων δέχθηκε ότι προέκυψαν τα εξής.
Στη προκειμένη περίπτωση για την υπόθεση αυτή διενεργήθηκε νόμιμα κυρία ανάκριση, από τις καταθέσεις δε όλων των μαρτύρων και του πολιτικώς ενάγοντος ..., όλα τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου προέκυψαν τα εξής: Ο πολιτικώς ενάγων συνταξιούχος ναυτικός μετά από 30 έτη υπηρεσίας είχε συγκεντρώσει από την εργασία του ένα μεγάλο χρηματικό ποσό που είχε καταθέσει σε συνάλλαγμα στο κατάστημα Παρισίων της Ε.Τ.Ε. Το γεγονός αυτό εγνώριζε ο εκκαλών με τον οποίο ήταν γείτονες και διατηρούσαν στενές φιλικές και οικογενειακές σχέσεις. 'Ετσι το καλοκαίρι του 2000 ο εκκαλών παρέδωσε στον πολιτικώς ενάγοντα ένα διαφημιστικό φυλλάδιο της εταιρίας με την επωνυμία "ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ- ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΕ", της οποίας αυτός ήταν Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, στο οποίο υπήρχε λεπτομερής αναφορά της επιχειρηματικής δραστηριότητάς της και του προφίλ του κατηγορουμένου και των μελών του Δ.Σ. όπου εμφάνιζε αυτή την εταιρεία ως την μεγαλύτερη βιομηχανία ζυμαρικών στην Ευρώπη, η οποία έχει διευρύνει τις υπηρεσίες και αγορές της με τη λειτουργία αποκλειστικών εμπορικών αντιπροσώπων στις ΗΠΑ και στην Ασία (Ιαπωνία), Αν. Ευρώπη (Ουκρανία), όπου λειτουργούν γραφεία για την προώθηση των πωλήσεων και επίτευξη συμφωνιών με τοπικούς χονδρέμπορους και αλυσίδες καταστημάτων για την πραγματοποίηση εξαγωγών καθώς και ότι το νέο επενδυτικό πρόγραμμα της εταιρίας βασιζόταν στην μετεγκατάσταση της παραγωγικής μονάδας από την .... στην ..., ότι το νέο εργοστάσιο είχε επεκταθεί και εκσυγχρονισθεί με την αγορά δύο νέων γραμμών παραγωγής ζυμαρικών, το συνολικό κόστος της νέας επένδυσης ανέρχεται σε 3,5 δις δραχμές και ότι στο ίδιο πρόγραμμα εντασσόταν και η ίδρυση και λειτουργία Μύλου στην .... ύψους 3 δις δραχμών ώστε να επιτευχθεί η καθετοποίηση της μονάδος. Την ανοδική πορεία που είχε η επιχειρηματική δραστηριότητα της ως άνω εταιρίας ο εκκαλών διαρκώς εκθείαζε προς τον πολιτικώς ενάγοντα και προς άλλους φίλους και γνωστούς του. 'Ετσι στις αρχές Ιουλίου του έτους 2000 ο ως άνω εκκαλών κατόρθωσε να πείσει τον πολιτικώς ενάγοντα ότι η επιχείρησή του είναι οικονομικά εύρωστη και έχει ανοδική επιχειρηματική δραστηριότητα και ευοίωνες προδιαγραφές για την περαιτέρω εξέλιξή της με αποτέλεσμα όταν του ζήτησε να τον διευκολύνει με έκδοση υπέρ της εταιρίας τους εγγυητικής επιστολής ποσού 300.000 δολ. Η.Π.Α. από τη Ε.Τ.Ε. (Κατάστημα Παρισίων) αναφέροντάς του ότι άμεσα θα προβούν στην εισαγωγή μεγάλης ποσότητας σιτηρών σε ευκαιριακή τιμή που υπάρχει κίνδυνος να χάσουν λόγω καθυστέρησης χρηματοδότησης της εταιρείας τους από τη Γενική Γραμματεία Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης, ποσού 717.407,116 δραχμών ο πολιτικώς ενάγων στις 18/7/00 έδωσε εντολή και εξεδόθη η μεν αρ. ... εγγυητική επιστολής του καταστήματος Παρισίων της ΕΤΕ υπέρ της Εμπορικής Τράπεζας Ελλάδος για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας ποσού 300.000 δολλαρίων Η.Π.Α. με χρέωση του λογαριασμού του πολιτικώς ενάγοντος στην ως άνω Τράπεζα. Συγχρόνως υπογράφηκε από αυτούς το από 18/7/00 ιδιωτικό συμφωνητικό στο οποίο ως χρόνος ισχύος της ως άνω εγγυητικής επιστολής ορίσθηκε το εξάμηνο από 18/7/00 έως 18/1/01, μετά το οποίο ο εκκαλών όφειλε να την αποδεσμεύσει. Παράλληλα με το ίδιο συμφωνητικό συμφωνήθηκε η προς τον πολιτικώς ενάγοντα παράδοση της υπ'αριθμ. ... επιταγής της Τράπεζας 'Αλφα Πίστεως της Ελλάδος ποσού 100.000.000 δρχ. που σε διαταγή του πολιτικώς ενάγοντος εξέδωσε ο εκκαλών προς εξασφάλισή του με ημερομηνία λήξης την 20/1/01 ενώ επιπλέον ορίσθηκε ότι ο εκκαλών προς μεγαλύτερη εξασφάλιση του πολιτικώς ενάγοντος παρείχε αμετάκλητα την εντολή, πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα προς αυτόν να εγγράψει προσημείωση υποθήκης στο υπό στοιχείο Ι-1 κατάστημα και την υπό στοιχ. Υ-1 αποθήκη καταστήματος στο .....
Μετά από λίγο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα αρχές Αυγούστου ο εκκαλών κάλεσε οικογενειακώς τον πολιτικώς ενάγοντα στην οικία του προκειμένου να τον ευχαριστήσει για την ως άνω οικονομική διευκόλυνση που του παρέσχε και παράλληλα τον ενημέρωσε ότι η εταιρία του ελέγχθηκε από το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α.) το οποίο διαπίστωσε ότι πληροί όλες τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για την εισαγωγή της σ'αυτό (Χ.Α.Α.) και τον διαβεβαίωσε ότι η εισαγωγή της εταιρίας του στο Χ.Α.Α. θα ελάμβανε χώρα εντός έξη μηνών και ότι τότε η αξία των μελών της που εκείνη τη στιγμή ήταν 6.000 δρχ. ανά μετοχή θα υπερδιπλασιαζόταν και του πρότεινε να αγοράσει μετοχές της εταιρείας του. Πεισθείς ο πολιτικώς ενάγων στις διαβεβαιώσεις του εκκαλούντος ότι επρόκειτο για μοναδική ευκαιρία επένδυσης των χρημάτων του συμφώνησε και αγόρασε 14.000 μετοχές με νούμερο 216.001 έως 230.000 της ως άνω εταιρίας του εκκαλούντος αντί 84.000.000 δραχμών, ποσό που ο πολιτικώς ενάγων κατέβαλε σ'αυτόν με την από 11/8/00 χρηματική εντολή της EUROBANK AE. Προς τούτο συνετάγη το από 8-8-00 ιδιωτικό συμφωνητικό στο οποίο ανεγράφη ότι η οριστική μεταβίβαση των ως άνω μετοχών θα γινόταν μετά ένα έτος και συγκεκριμένα την 8-8-01 υπό την προϋπόθεση ότι η ως άνω εταιρεία θα είχε εισαχθεί στο Χ.Α.Α. Προς εξασφάλιση του πολιτικώς ενάγοντος ο εκκαλών του παρέδωσε υπό μορφή ενεχύρου όλες τις παραπάνω μετοχές καθώς και την υπ'αριθμ. ... επιταγή έκδοσής του της Ιονικής Τράπεζας ποσού 100.000.000 δρχ. με ημερομηνία έκδοσης την 8-8-01, ενώ συμβολαιογραφικά έδωσε και συναίνεση για εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητό του. Ωστόσο παρότι η ταχθείσα προθεσμία παρήλθε η εταιρεία του εκκαλούντος δεν εισήλθε στο Χ.Α.Α. ούτε επρόκειτο να εισαχθεί διότι, καθώς μετά από έλεγχο του πολιτικώς ενάγοντα διαπιστώθηκε η εταιρία αυτή ήταν ήδη από του χρόνου που ο εκκαλών τον διαβεβαίωσε για την ανοδική πορεία και την φερεγγυότητα της εταιρίας του κατάχρεη και αναξιόπιστη, αφού σε ακίνητά της είχαν εγγραφεί από αιτίες δανείων τα παρακάτω βάρη:
Α) Στο ακίνητο της εταιρείας στη περιοχή ..... 1) στις 23/11/92 προσημείωση υποθήκης υπέρ της ΕΤΕ ποσού 200.000.000 δραχμών2) στις 26/5/93 υποθήκη υπέρ της Τράπεζας Ελλάδος ποσού 100.000.000 δραχμών3) στις 1/8/95 προσημείωση υπέρ της Τράπεζας Ελλάδος ποσού 150.000.000 δραχμών η οποία με την από 20/12/00 σύμβαση εκχωρήθηκε στην Τράπεζα Κύπρου4) στις 18/12/00 β' προσημείωση υποθήκης υπέρ της Τράπεζας Κύπρου ποσού 300.000.000 δραχμών5) στις 5/12/00 προσημείωση υποθήκης υπέρ ... ποσού 2.000.000 ευρώ, με αποτέλεσμα η ως άνω εταιρεία από τα δάνεια που είχε λάβει να οφείλει το ποσό των 1.531.500.000 δραχμών ή 4.484.497 ευρώ.
Β) Στο ακίνητο που βρισκόταν το εργοστάσιο της εταιρείας στην ....., ύστερα από μεταγενέστερο έλεγχο διαπιστώθηκε ότι είχαν εγγραφεί βάρη στο εργοστάσιο της ίδιας εταιρείας από 28/11/03 έως 7/4/04 για συνολικό όφελος της εταιρείας ποσού 8.488.232,60 ευρώ.
Εν όψει της ως άνω οικονομικής κατάστασης της εταιρείας, η τελευταία, κατόπιν αιτήσεώς της ετέθη από επίτροπο κατ'άρ. 45 Ν.1892/90, όπως αντικ. με αρ. 43 Ν.1947/91, εκδοθείσης της υπ'αριθμ. 612/03 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, η οποία εκτίμησε το κεφάλαιο της εταιρείας στο ποσό των 6.215.168,74 ευρώ και τη συνολική οφειλή της στο ποσό των 18.277.726,57 ευρώ, κι αυτός ήταν ο λόγος αναστολής της λειτουργίας της.
Αφού παρήλθε η ταχθείσα ως άνω προθεσμία για την εισαγωγή της εταιρείας στο Χ.Α.Α. και δεν έγινε αποδέσμευση της εγγυητικής επιστολής των 300.000 δολλαρίων ΗΠΑ ο εκκαλών ζήτησε και έλαβε παράταση της προθεσμίας για την εισαγωγή της εταιρίας στο Χ.Α.Α. και για την αποδέσμευση της παραπάνω εγγυητικής επιστολής. Με το από 8/8/01 ιδιωτικό συμφωνητικό έγινε παράταση της ισχύος του από 8/8/00 ιδιωτικού συμφωνητικού που αφορούσε την προαγορά των παραπάνω μετοχών της εταιρείας, στη συνέχεια ως τις 8/10/03 έγιναν κι άλλες παραστάσεις, οπότε ο πολιτικώς ενάγων κατήγγειλε τη σύμβαση προαγοράς μετοχών κάλεσε τον εκκαλούντα να τις αναλάβει και να του αποδώσει το ποσό των 84.000.000 δραχμών που παραπλανηθείς ως προς την οικονομική ευρωστία της εταιρίας του παρέδωσε στην εκκαλούντα. Ακολούθως στις 18/7/03 κατέπεσε η εκδοθείσα υπέρ της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος και για λογαριασμό της εταιρείας εγγυητικής επιστολής της ΕΤΕ με χρέωση του λογαριασμού, διότι ο εκκαλών και η εταιρία του δεν εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις της. 'Ετσι στη συνέχεια ο πολιτικώς ενάγων προέβη στη σφράγιση της υπ'αριθμ. ..... επιταγής της EurobanK AE και της υπ'αριθμ. .... επιταγής της ΑΤΕ ποσού 246.515 ευρώ και 346.000 ευρώ αντίστοιχα που εκδόθησαν από τον εκκαλούντα ως εκπρόσωπο της εταιρείας και παραδόθηκαν στον πολιτικώς ενάγοντα προς εξασφάλιση των απαιτήσεών του.
Οι παραπάνω προς τον πολιτικώς ενάγοντα παραστάσεις του εκκαλούντα σχετική με την οικονομική ευρωστία και τις προοπτικές της εταιρίας του συνεπεία αυτής ήταν ψευδείς, καθόσον, καθώς προαναφέρθηκε, η εταιρία κατά τον χρόνο της παραστήσεως της κατάστασής της ήταν ήδη χρηματική προς Τράπεζες και ιδιώτες κατά το ποσό των 18.000.000 ευρώ, τα ακίνητά τους ήταν βεβαρημένα για πολλά εκατομμύρια ευρώ, εξ αιτίας δανείων που έχουν συναφθή από την εταιρία και τους εκπροσώπους της, ενώ από τους ισολογισμούς της προκύπτει ότι τα χρέη της το 1998 ανήρχετο σε 1.818.000.000 δραχμές, το 1999 σε 1.703.000.000 δραχμές, το 2000 σε 2.744.000.000 δραχμές το έτος 2001 σε 3.657.000.000 δραχμές και το 2002 σε 18.222.842 ευρώ, ενώ το 20003 σε 18.122.841 ευρώ. Επίσης από τις σημειώσεις του ορκωτού λογιστή στους ως άνω ισολογισμούς προκύπτει ότι έχει γίνει παραποίηση των αποσβέσεων των μηχανημάτων της εταιρείας ώστε να εμφανίζεται ψευδώς μικρότερη ζημία και ότι τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας είναι αρνητικά και συνεπώς συντρέχουν οι όροι των άρθρων 47 και 48 του Κ.Ν. 2190/20 περί ανακλήσεως ή διαλύσεως της εταιρείας. Επιπλέον η εν λόγω εταιρία δεν έχει ελεγχθεί από τις φορολογικές αρχές για τις χρήσεις των ετών 1993 έως 2002 με αποτέλεσμα οι φορολογικές της υποχρεώσεις να μην έχουν καταστεί οριστικές.
Τέλος η ως άνω εταιρία δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που τάσσει το Π.Δ. 350/85 και οι συναφείς με αυτό αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την εισαγωγή μιας εταιρίας στο Χ.Α.Α. που είναι α) ελάχιστο ύψος κεφαλαίου 12.000.000 ευρώ, και όχι 6.000.000 που είχε η εν λόγω εταιρία β) ικανοποιητική περιουσιακή διάρθρωση σύμφωνα με τον τελευταίο ισολογισμό της και γ) να έχει ελεγχθεί φορολογικά για όλες τις χρήσεις για τις οποίες κατά τον χρόνο υποβολής τους έχουν δημοσιευθεί οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις. Αν ο πολιτικώς ενάγων εγνώριζε τα ως άνω αποκρυβέντα και δεν πειθόταν από τις ψευδείς παραστάσεις του ενάγοντος δεν θα προέβαινε στις παραπάνω παροχές προς τον εκκαλούντα εξαιτίας των οποίων υπέστη ζημιά ιδιαίτερη μεγάλη, άνω των 73.000 ευρώ και συγκεκριμένα (300.000 δολλαρίων ΗΠΑ + 246.515 ευρώ ή 84.000.000 δρχ.).
'Ηδη ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του αρνείται την κατηγορία που του απεδόθη ισχυριζόμενος ότι α) ο πολιτικώς ενάγων ήταν γνώστης κατά τον χρόνο που συνηλλάγησαν της προσωρινής αδυναμίας δανειοδοτήσεως της εταιρείας του εκκαλούντος από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, η οποία οφείλετο στην καθυστέρηση καταβολής της κρατικής επιχορηγήσεως από τον. Γεν. Γραμματέα της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης, β) η μεταξύ αυτού (εκκαλούντος) και πολιτικώς ενάγοντος συναλλαγή ήταν καθαρά δανειακή, και ότι ο πρώτος του παρέσχε ασφάλεια προς κατοχύρωση της απαιτήσεώς του, τα δε ακίνητά του με τα οποία ο πολιτικώς ενάγων μπορούσε να εξασφαλισθή ήταν ελεύθερα βαρών κατά το χρόνο της συναλλαγής γ) η αξία της μετοχής της εταιρίας του εκκαλούντος ήταν σύμφωνα με τον μάρτυρα τότε λογιστή της εταιρίας του .... 3πλάσια των 6.000 δρχ. που την αγόρασε ο πολιτικώς ενάγων ενώ κατά τον μάρτυρα .... η εταιρική αξία της μετοχής της εν λόγω εταιρείας ανερχόταν σε 9.000 δραχμές περίπου και η εταιρεία αυτή είχε τις ουσιαστικές προϋποθέσεις εισαγωγής στο Χ.Α.Α., δ) επικρατούσε ευοίωνο κλίμα την εποχή της ως άνω συναλλαγής στην εταιρεία καθώς τούτο προκύπτει από δημοσιεύματα οικονομικών και πολιτικών εφημερίδων εκείνης της εποχής. 'Ολοι όμως οι ως άνω ισχυρισμοί του εκκαλούντος διαψεύδονται από την αντιπαραβολή τους σε όσα παραπάνω εκτίθενται. 'Αλλωστε αν ο μηνυτής εγνώριζε, καθώς ο εκκαλών ισχυρίζεται την πραγματική κατάσταση της εταιρίας, όπως είναι λογικό δεν θα διακινδύνευε ένα τόσο μεγάλο ποσό, που για να το συγκεντρώσει εργάσθηκε επί 30 τουλάχιστον έτη. Υπό τα δεδομένα αυτά και τα διαλαμβανόμενα στο εκκαλούμενο βούλευμα με αναφορά στη πρόταση του εισαγγελέα, στο οποίο συμπληρωματικά και προς αποφυγή επαναλήψεων αναφερόμεθα οι αιτιάσεις του εκκαλούντα για εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών είναι αβάσιμες. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών ορθώς έκρινε ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος του εκκαλούντα και παρέπεμψε αυτόν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για την πράξη της απάτης με συνολικό περιουσιακό όφελος και συνολική προξενηθείσα ζημία άνω των 73.000 ευρώ κατ'εξακολούθηση (αρ. 26 § 1 και 27 § 1, 98, 386 § § 3β - 1 Π.Κ.).
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (άρ. 93 Συντ. και 139 Κ.Π.Δ.), αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις όλα χωρίς εξαίρεση τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ο αναιρεσείων παραπεμπτέος στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα τα οποία προσδιορίζονται κατ'είδος, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους ορθώς υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των αρθρ. 1,14, 26 § 1, 27 § 1, 98, 386 § 1-3β ΠΚ ως ισχύουν, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 484 § 1 β' και δ' Κ.Π.Δ., προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των αρθρ. 98 και 386 § 1-3β' Π.Κ. ως ισχύουν, και για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν, ο δε δεύτερος από αυτούς, κατά το μέρος, με το οποίο, με την επίκληση, κατ'επίφαση, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμηση τους, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί, συνακολούθως δε, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς εξέταση (αρ. 511 Κ.Π.Δ.), πρέπει η υπό κρίση αναίρεση να απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 § 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους Λόγους αυτούς-Προτείνω:
(Α) Να απορριφθεί η υπ αρ. 75/21-4-2008 αίτηση του Χ, για αναίρεση του υπ'αρ. 463/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και (Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 17 Ιουνίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, ορίζεται ότι όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά δε την παρ. 3 περ. β' του αυτού άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 1 παρ. 11 ν. 2408/1998 και έκτοτε ισχύει, ορίζεται ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης. Για τη στοιχειοθέτηση περαιτέρω της απάτης και για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, το ουσιώδες είναι η πρόκληση της παραπλανήσεως και δεν απαιτείται η παραπλανητική ενέργεια του δράστη να είναι η μοναδική αιτία της πλάvης. Γι' αυτό, είναι γενικά αδιάφορο αν ο απατώμενος μπορούσε, καταβάλλοντας τη συνήθη επιμέλεια και προσοχή, να αποφύγει την πλάνη. Η τυχόν συντρέχουσα αμέλεια τούτου δεν αίρει τον αιτιώδη σύνδεσμο και δεν επηρεάζει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης, αλλά μπορεί να συναξιολογηθεί στη δικαστική επιμέτρηση της ποινής. Εξάλλου, από το άρθρο 98 του ΠΚ προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. Έτσι επί απάτης, τότε μόνο θα υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ' εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προηγήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα, τελείται μία πράξη απάτης, όταν γίνονται ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, εξαιτίας δε της άπαξ επελθούσας πλάvns, ο εξαπατώμενος προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις.
Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ οδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που διώχθηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που προέκυψαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που προβλέπει και τιμωρεί το έγκλημα, για το οποίο έγινε η παραπομπή στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται μερικώς ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια κα πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β* Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων, του πολιτικώς ενάγοντος, απολογία κατηγορουμένου και λοιπών εγγράφων της δικογραφίας), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από την εισαγγελική πρόταση: Ο πολιτικώς ενάγων, συνταξιούχος ναυτικός, μετά από 30 έτη υπηρεσίας είχε συγκεντρώσει από την εργασία του ένα μεγάλο χρηματικό ποσό που είχε καταθέσει σε συνάλλαγμα στο κατάστημα Παρισίων της Ε.Τ.Ε. Το γεγονός αυτό εγνώριζε ο εκκαλών, με τον οποίο ήταν γείτονες και διατηρούσαν στενές φιλικές και οικογενειακές σχέσεις. 'Ετσι το καλοκαίρι του 2000, ο εκκαλών παρέδωσε στον πολιτικώς ενάγοντα ένα διαφημιστικό φυλλάδιο της εταιρίας με την επωνυμία "ΑΦΟΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΙ - ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ ΑΕ", της οποίας αυτός ήταν Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, στο οποίο υπήρχε λεπτομερής αναφορά της επιχειρηματικής δραστηριότητάς της και του προφίλ του κατηγορουμένου και των μελών του Δ.Σ., όπου εμφάνιζε αυτή την εταιρεία ως την μεγαλύτερη βιομηχανία ζυμαρικών στην Ευρώπη, η οποία έχει διευρύνει τις υπηρεσίες και αγορές της με τη λειτουργία αποκλειστικών εμπορικών αντιπροσώπων στις ΗΠΑ και στην Ασία (Ιαπωνία), Ανατ. Ευρώπη (Ουκρανία), όπου λειτουργούν γραφεία για την προώθηση των πωλήσεων και επίτευξη συμφωνιών με τοπικούς χονδρεμπόρους και αλυσίδες καταστημάτων για την πραγματοποίηση εξαγωγών, καθώς και ότι το νέο επενδυτικό πρόγραμμα της εταιρίας βασιζόταν στην μετεγκατάσταση της παραγωγικής μονάδας από την .... στην ...., ότι το νέο εργοστάσιο είχε επεκταθεί και εκσυγχρονισθεί με την αγορά δύο νέων γραμμών παραγωγής ζυμαρικών, το συνολικό κόστος της νέας επένδυσης ανέρχεται σε 3,5 δις δραχμές και ότι στο ίδιο πρόγραμμα εντασσόταν και η ίδρυση και λειτουργία Μύλου στην ... ύψους 3 δις δραχμών, ώστε να επιτευχθεί η καθετοποίηση της μονάδος. Την ανοδική πορεία που είχε η επιχειρηματική δραστηριότητα της ως άνω εταιρίας ο εκκαλών διαρκώς εκθείαζε προς τον πολιτικώς ενάγοντα και προς άλλους φίλους και γνωστούς του. 'Ετσι στις αρχές Ιουλίου του έτους 2000, ο ως άνω εκκαλών κατόρθωσε να πείσει τον πολιτικώς ενάγοντα ότι η επιχείρησή του είναι οικονομικά εύρωστη και έχει ανοδική επιχειρηματική δραστηριότητα και ευοίωνες προδιαγραφές για την περαιτέρω εξέλιξή της, με αποτέλεσμα όταν του ζήτησε να τον διευκολύνει με έκδοση υπέρ της εταιρίας τους εγγυητικής επιστολής ποσού 300.000 δολ. Η.Π.Α. από τη Ε.Τ.Ε. (Κατάστημα Παρισίων), αναφέροντάς του ότι άμεσα θα προβούν στην εισαγωγή μεγάλης ποσότητας σιτηρών σε ευκαιριακή τιμή που υπάρχει κίνδυνος να χάσουν λόγω καθυστέρησης χρηματοδότησης της εταιρείας τους από τη Γενική Γραμματεία Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης, ποσού 717.407,116 δραχμών, ο πολιτικώς ενάγων στις 18/7/00 έδωσε εντολή και εξεδόθη η με αρ. ....εγγυητική επιστολή του καταστήματος Παρισίων της ΕΤΕ υπέρ της Εμπορικής Τράπεζας Ελλάδος για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας, ποσού 300.000 δολλαρίων Η.Π.Α., με χρέωση του λογαριασμού του πολιτικώς ενάγοντος στην ως άνω Τράπεζα. Συγχρόνως υπογράφηκε από αυτούς το από 18/7/00 ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο ως χρόνος ισχύος της ως άνω εγγυητικής επιστολής ορίσθηκε το εξάμηνο από 18/7/00 έως 18/1/01, μετά το οποίο ο εκκαλών όφειλε να την αποδεσμεύσει. Παράλληλα, με το ίδιο συμφωνητικό συμφωνήθηκε η προς τον πολιτικώς ενάγοντα παράδοση της υπ' αριθμ. .... επιταγής της Τράπεζας 'Αλφα Πίστεως της Ελλάδος, ποσού 100.000.000 δρχ., που σε διαταγή του πολιτικώς ενάγοντος εξέδωσε ο εκκαλών προς εξασφάλισή του, με ημερομηνία λήξης την 20/1/01, ενώ επιπλέον ορίσθηκε ότι ο εκκαλών προς μεγαλύτερη εξασφάλιση του πολιτικώς ενάγοντος παρείχε αμετάκλητα την εντολή, πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα προς αυτόν να εγγράψει προσημείωση υποθήκης στο υπό στοιχείο Ι-1 κατάστημα και την υπό στοιχ. Υ-1 αποθήκη καταστήματος στο ....
Μετά από λίγο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα αρχές Αυγούστου, ο εκκαλών κάλεσε οικογενειακώς τον πολιτικώς ενάγοντα στην οικία του προκειμένου να τον ευχαριστήσει για την ως άνω οικονομική διευκόλυνση που του παρέσχε και παράλληλα τον ενημέρωσε ότι η εταιρία του ελέγχθηκε από το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α.), το οποίο διαπίστωσε ότι πληροί όλες τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για την εισαγωγή της σ' αυτό (Χ.Α.Α.), και τον διαβεβαίωσε ότι η εισαγωγή της εταιρίας του στο Χ.Α.Α. θα ελάμβανε χώρα εντός έξι μηνών και ότι τότε η αξία των μελών της, που εκείνη τη στιγμή ήταν 6.000 δρχ. ανά μετοχή, θα υπερδιπλασιαζόταν και του πρότεινε να αγοράσει μετοχές της εταιρείας του. Πεισθείς ο πολιτικώς ενάγων στις διαβεβαιώσεις του εκκαλούντος, ότι επρόκειτο για μοναδική ευκαιρία επένδυσης των χρημάτων του, συμφώνησε και αγόρασε 14.000 μετοχές με νούμερο 216.001 έως 230.000 της ως άνω εταιρίας του εκκαλούντος αντί 84.000.000 δραχμών, ποσό που ο πολιτικώς ενάγων κατέβαλε σ' αυτόν με την από 11/8/00 χρηματική εντολή της EUROBANK AE. Προς τούτο, συνετάγη το από 8-8-00 ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο ανεγράφη ότι η οριστική μεταβίβαση των ως άνω μετοχών θα γινόταν μετά ένα έτος και συγκεκριμένα την 8-8-01, υπό την προϋπόθεση ότι η ως άνω εταιρεία θα είχε εισαχθεί στο Χ.Α.Α. Προς εξασφάλιση του πολιτικώς ενάγοντος, ο εκκαλών του παρέδωσε υπό μορφή ενεχύρου όλες τις παραπάνω μετοχές καθώς και την υπ' αριθμ. .... επιταγή έκδοσής του της Ιονικής Τράπεζας, ποσού 100.000.000 δρχ., με ημερομηνία έκδοσης την 8-8-01, ενώ συμβολαιογραφικά έδωσε και συναίνεση για εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητό του. Ωστόσο, παρότι η ταχθείσα προθεσμία παρήλθε, η εταιρεία του εκκαλούντος δεν εισήλθε στο Χ.Α.Α. ούτε επρόκειτο να εισαχθεί διότι, καθώς μετά από έλεγχο του πολιτικώς ενάγοντα διαπιστώθηκε, η εταιρία αυτή ήταν ήδη από του χρόνου που ο εκκαλών τον διαβεβαίωσε για την ανοδική πορεία και την φερεγγυότητα της εταιρίας του κατάχρεη και αναξιόπιστη, αφού σε ακίνητά της είχαν εγγραφεί από αιτίες δανείων τα παρακάτω βάρη: Α) Στο ακίνητο της εταιρείας στη περιοχή ....: 1) στις 23/11/92 προσημείωση υποθήκης υπέρ της ΕΤΕ ποσού 200.000.000 δραχμών, 2) στις 26/5/93 υποθήκη υπέρ της Τράπεζας Ελλάδος ποσού 100.000.000 δραχμών, 3) στις 1/8/95 προσημείωση υπέρ της Τράπεζας Ελλάδος ποσού 150.000.000 δραχμών, η οποία με την από 20/12/00 σύμβαση εκχωρήθηκε στην Τράπεζα Κύπρου, 4) στις 18/12/00 β' προσημείωση υποθήκης υπέρ της Τράπεζας Κύπρου ποσού 300.000.000 δραχμών, 5) στις 5/12/00 προσημείωση υποθήκης υπέρ .... ποσού 2.000.000 ευρώ, με αποτέλεσμα η ως άνω εταιρεία από τα δάνεια που είχε λάβει να οφείλει το ποσό των 1.531.500.000 δραχμών ή 4.484.497 ευρώ. Β) Στο ακίνητο που βρισκόταν το εργοστάσιο της εταιρείας στην ...., ύστερα από μεταγενέστερο έλεγχο, διαπιστώθηκε ότι είχαν εγγραφεί βάρη στο εργοστάσιο της ίδιας εταιρείας από 28/11/03 έως 7/4/04 για συνολικό όφελος της εταιρείας ποσού 8.488.232,60 ευρώ. Εν όψει της ως άνω οικονομικής κατάστασης της εταιρείας, η τελευταία, κατόπιν αιτήσεώς της ετέθη από επίτροπο κατ' άρ. 45 Ν.1892/90, όπως αντικ. με αρ. 43 Ν.1947/91, εκδοθείσης της υπ' αριθμ. 612/03 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, η οποία εκτίμησε το κεφάλαιο της εταιρείας στο ποσό των 6.215.168,74 ευρώ και τη συνολική οφειλή της στο ποσό των 18.277.726,57 ευρώ, κι αυτός ήταν ο λόγος αναστολής της λειτουργίας της. Αφού παρήλθε η ταχθείσα ως άνω προθεσμία για την εισαγωγή της εταιρείας στο Χ.Α.Α. και δεν έγινε αποδέσμευση της εγγυητικής επιστολής των 300.000 δολλαρίων ΗΠΑ, ο εκκαλών ζήτησε και έλαβε παράταση της προθεσμίας για την εισαγωγή της εταιρίας στο Χ.Α.Α. και για την αποδέσμευση της παραπάνω εγγυητικής επιστολής. Με το από 8/8/01 ιδιωτικό συμφωνητικό έγινε παράταση της ισχύος του από 8/8/00 ιδιωτικού συμφωνητικού, που αφορούσε την προαγορά των παραπάνω μετοχών της εταιρείας, στη συνέχεια ως τις 8/10/03 έγιναν κι άλλες παραστάσεις, οπότε ο πολιτικώς ενάγων κατήγγειλε τη σύμβαση προαγοράς μετοχών, κάλεσε τον εκκαλούντα να τις αναλάβει και να του αποδώσει το ποσό των 84.000.000 δραχμών που, παραπλανηθείς ως προς την οικονομική ευρωστία της εταιρίας, του παρέδωσε στον εκκαλούντα. Ακολούθως στις 18/7/03, κατέπεσε η εκδοθείσα υπέρ της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος και για λογαριασμό της εταιρείας εγγυητικής επιστολής της ΕΤΕ με χρέωση του λογαριασμού, διότι ο εκκαλών και η εταιρία του δεν εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις της. 'Ετσι στη συνέχεια, ο πολιτικώς ενάγων προέβη στη σφράγιση της υπ' αριθμ. ..... επιταγής της EurobanK AE και της υπ' αριθμ. .... επιταγής της ΑΤΕ, ποσού 246.515 ευρώ και 346.000 ευρώ, αντίστοιχα, που εκδόθησαν από τον εκκαλούντα, ως εκπρόσωπο της εταιρείας, και παραδόθηκαν στον πολιτικώς ενάγοντα, προς εξασφάλιση των απαιτήσεών του. Οι παραπάνω προς τον πολιτικώς ενάγοντα παραστάσεις του εκκαλούντα σχετική με την οικονομική ευρωστία και τις προοπτικές της εταιρίας του συνεπεία αυτής ήταν ψευδείς, καθόσον, καθώς προαναφέρθηκε, η εταιρία κατά τον χρόνο της παραστήσεως της κατάστασής της ήταν ήδη χρηματική προς Τράπεζες και ιδιώτες κατά το ποσό των 18.000.000 ευρώ, τα ακίνητά τους ήταν βεβαρημένα για πολλά εκατομμύρια ευρώ, εξ αιτίας δανείων που έχουν συναφθεί από την εταιρία και τους εκπροσώπους της, ενώ από τους ισολογισμούς της προκύπτει ότι το χρέος της το 1998 ανήρχετο σε 1.818.000.000 δραχμές, το 1999 σε 1.703.000.000 δραχμές, το 2000 σε 2.744.000.000 δραχμές το έτος 2001 σε 3.657.000.000 δραχμές και το 2002 σε 18.222.842 ευρώ, ενώ το 20003 σε 18.122.841 ευρώ. Επίσης, από τις σημειώσεις του ορκωτού λογιστή στους ως άνω ισολογισμούς προκύπτει ότι έχει γίνει παραποίηση των αποσβέσεων των μηχανημάτων της εταιρείας ώστε να εμφανίζεται ψευδώς μικρότερη ζημία και ότι τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας είναι αρνητικά και συνεπώς συντρέχουν οι όροι των άρθρων 47 και 48 του Κ.Ν. 2190/20 περί ανακλήσεως ή διαλύσεως της εταιρείας. Επιπλέον, η εν λόγω εταιρία δεν έχει ελεγχθεί από τις φορολογικές αρχές για τις χρήσεις των ετών 1993 έως 2002, με αποτέλεσμα οι φορολογικές της υποχρεώσεις να μην έχουν καταστεί οριστικές. Τέλος, η ως άνω εταιρία δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που τάσσει το Π.Δ. 350/85 και οι συναφείς με αυτό αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την εισαγωγή μιας εταιρίας στο Χ.Α.Α. που είναι: α) ελάχιστο ύψος κεφαλαίου 12.000.000 ευρώ, και όχι 6.000.000 που είχε η εν λόγω εταιρία, β) ικανοποιητική περιουσιακή διάρθρωση σύμφωνα με τον τελευταίο ισολογισμό της και γ) να έχει ελεγχθεί φορολογικά για όλες τις χρήσεις, για τις οποίες κατά τον χρόνο υποβολής τους έχουν δημοσιευθεί οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις. Αν ο πολιτικώς ενάγων εγνώριζε τα ως άνω αποκρυβέντα και δεν πειθόταν από τις ψευδείς παραστάσεις του ενάγοντος, δεν θα προέβαινε στις παραπάνω παροχές προς τον εκκαλούντα, εξαιτίας των οποίων υπέστη ζημιά ιδιαίτερα μεγάλη, άνω των 73.000 ευρώ και συγκεκριμένα (300.000 δολλαρίων ΗΠΑ + 246.515 ευρώ ή 84.000.000 δρχ.). 'Ηδη ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του αρνείται την κατηγορία που του απεδόθη ισχυριζόμενος ότι: α) ο πολιτικώς ενάγων ήταν γνώστης κατά τον χρόνο που συνηλλάγησαν της προσωρινής αδυναμίας δανειοδοτήσεως της εταιρείας του εκκαλούντος από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, η οποία οφείλετο στην καθυστέρηση καταβολής της κρατικής επιχορηγήσεως από τον Γεν. Γραμματέα της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης, β) η μεταξύ αυτού (εκκαλούντος) και πολιτικώς ενάγοντος συναλλαγή ήταν καθαρά δανειακή, και ότι ο πρώτος του παρέσχε ασφάλεια προς κατοχύρωση της απαιτήσεώς του, τα δε ακίνητά του με τα οποία ο πολιτικώς ενάγων μπορούσε να εξασφαλισθεί ήταν ελεύθερα βαρών κατά το χρόνο της συναλλαγής, γ) η αξία της μετοχής της εταιρίας του εκκαλούντος ήταν, σύμφωνα με τον μάρτυρα τότε λογιστή της εταιρίας του ...., 3πλάσια των 6.000 δρχ. που την αγόρασε ο πολιτικώς ενάγων, ενώ κατά τον μάρτυρα .... η εταιρική αξία της μετοχής της εν λόγω εταιρείας ανερχόταν σε 9.000 δραχμές περίπου και η εταιρεία αυτή είχε τις ουσιαστικές προϋποθέσεις εισαγωγής στο Χ.Α.Α., δ) επικρατούσε ευοίωνο κλίμα την εποχή της ως άνω συναλλαγής στην εταιρεία, καθώς τούτο προκύπτει από δημοσιεύματα οικονομικών και πολιτικών εφημερίδων εκείνης της εποχής. 'Ολοι όμως οι ως άνω ισχυρισμοί του εκκαλούντος διαψεύδονται από την αντιπαραβολή τους σε όσα παραπάνω εκτίθενται. 'Αλλωστε, αν ο μηνυτής εγνώριζε, καθώς ο εκκαλών ισχυρίζεται, την πραγματική κατάσταση της εταιρίας, όπως είναι λογικό δεν θα διακινδύνευε ένα τόσο μεγάλο ποσό, που για να το συγκεντρώσει εργάσθηκε επί 30 τουλάχιστον έτη. Υπό τα δεδομένα αυτά και τα διαλαμβανόμενα στο εκκαλούμενο βούλευμα με αναφορά στη πρόταση του εισαγγελέα, στο οποίο συμπληρωματικά και προς αποφυγή επαναλήψεων αναφερόμεθα, οι αιτιάσεις του εκκαλούντα για εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών είναι αβάσιμες. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών ορθώς έκρινε ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος του εκκαλούντα και παρέπεμψε αυτόν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί για την πράξη της απάτης με συνολικό περιουσιακό όφελος και συνολική προξενηθείσα ζημία άνω των 73.000 ευρώ κατ' εξακολούθηση (άρθρα 26 § 1 και 27 § 1, 98, 386 § § 3β - 1 Π.Κ.). Ενόψει αυτών, έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση, με συνολικό όφελος ή συνολική ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 98, 386 παρ. 1-3β' ΠΚ (όπως ισχύει). Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, Χ και παρέπεμψε ενώπιον τον Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), για να δικαστεί για την κακουργηματική απάτη, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, ως προς όλες τις διατάξεις, διέλαβε σ' αυτό την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης, για την οποία παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος είχε σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, ότι εν γνώσει του παρέστησε ψευδή γεγονότα ως αληθινά στον εγκαλούντα, παρασιωπώντας αληθινά γεγονότα και ότι με τις παραπλανητικές αυτές ενέργειές του, όπως παραπάνω στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρονται, επέφερε βλάβη στην περιουσία του εγκαλούντος, που ανέρχεται στο ποσό των 84.000.000 δρχ., δηλαδή υπερβαίνουσα το ποσό των 73.000 ευρώ. Εξάλλου, υπάρχει ειδική αιτιολογία για την κατ' εξακολούθηση τέλεση από τον κατηγορούμενο, σε βάρος του εγκαλούντος, της εν λόγω αξιόποινης πράξεως της απάτης. Επίσης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης, κατά την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση αυτής και δεν επιχειρείται να στηριχθεί σε επινόηση του μηνυτή. Ότι η ζημία του πολιτικώς ενάγοντος και μηνυτή επήλθε κατά τον αναφερόμενο στο βούλευμα χρόνο και με τον τρόπο που περιγράφεται, χωρίς ως προς τα θέματα αυτά η αιτιολογία να μην είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως αβάσιμα ο αναιρεσείων ισχυρίζεται. Οι ισχυρισμοί του τελευταίου για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του ΠΚ 386, που στοιχειοθετεί τον κατ' άρθρο 484 παρ. 1β' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, για τον λόγο ότι οι αναφορές στο βούλευμα των οικονομικών της εταιρείας του, κατά το έτος 2003, δεν μπορούσαν να προβλεφθούν από αυτόν το έτος 2000, οπότε και συνήφθη η δανειακή σύμβαση με τον πολιτικώς ενάγοντα και ότι ο τελευταίος, σε κάθε ανανέωση των αναφερομένων στο βούλευμα συμφωνητικών, γνώριζε την ακριβή οικονομική θέση της εταιρείας, με συνέπεια εσφαλμένα να χαρακτηρίζεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ως απάτη η κατάρτιση της επίδικης, ζημιογόνας για τον πολιτικώς ενάγοντα, δανειακής συμβάσεως, ενόψει όσων παραπάνω έχουν εκτεθεί, ουδεμία εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των ΠΚ 98 και 386 παρ. 1 και 3 στο άνω βούλευμα γίνεται. Εξάλλου, ουδεμία αντίφαση στο προσβαλλόμενο βούλευμα υπάρχει σχετικά με το ποιός αποκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος, ώστε να υπάρχει έλλειψη στο βούλευμα της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που στηρίζει τον κατ' άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ' ΚΠδ λόγο αναιρέσεως, αφού αναφέρεται ο κατηγορούμενος ότι επιδίωξε τον πορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους σε βάρος του εγκαλούντος. Τέλος, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος, λόγω μη ορθής κοινοποιήσεώς του, αφού στο άνω βούλευμα, στο τέλος της πρώτης σελίδας του φύλλου 7 αυτού, η εισαγγελική πρόταση περατώνεται ως εξής: "....μετά τον έλεγχο του πολιτικώς ενάγοντος διαπιστώθηκε", χωρίς περαιτέρω να ολοκληρώνεται ο συλλογισμός της εισαγγελικής προτάσεως, προφανώς διότι ένα μέρος της προτάσεως αυτής δεν έχει ενσωματωθεί στο αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα, έτσι δε καθίσταται πρόδηλο ότι το βούλευμα πάσχει ως προς την αιτιολογία του, αφού ελλείπει ένα ολόκληρο τμήμα αυτού, με συνέπεια το βούλευμα να είναι προδήλως αναιτιολόγητο, ενόψει του ότι απουσιάζει ένα ολόκληρο τμήμα της εισαγγελικής προτάσεως, στην οποία αυτό εξ ολοκλήρου αναφέρεται. Όμως, με προσεκτική παρατήρηση του βουλεύματος, διαπιστώνεται κατάδηλα ότι τα παραπάνω οφείλονται σε καταφανές λάθος κατά τη φωτοτύπηση του βουλεύματος και την τοποθέτηση των σελίδων αυτού. Έτσι, το εν λόγω βούλευμα, από το τέλος του 3ου φύλλου, δεύτερη σελίδα αυτού. Συνεχίζει στο 7ο φύλλο, πρώτη σελίδα του και από το τέλος της σελίδας αυτής, συνεχίζει στο 4ο φύλλο, πρώτη σελίδα και από το τέλος της σελίδας αυτής, συνεχίζει στο ίδιο φύλλο, δεύτερη σελίδα, για να περατωθεί η εισαγγελική πρόταση στο τέλος του 6ου φύλλου, δεύτερη σελίδα του. Επίσης, το Συμβούλιο Εφετών ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί ο αναιρεσείων. Ούτε επίσης εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων. Κατόπιν αυτών, τα παράπονα που διατυπώνει ο αναιρεσείων ότι εσφαλμένα με το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έγινε με αυτό δεκτή η έφεσή του και του πρωτοδίκου βουλεύματος, είναι αβάσιμα. Ακολούθως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα, αλλά και ο από το αυτό άρθρο στοιχ. δ', για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 του αυτού Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Οι λοιπές δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση του άνω λόγου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21 Απριλίου 2008 αίτηση του Χ, για αναίρεση του υπ' αριθ. 463/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2009.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή