Αριθμός 1121/2006
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α΄ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές : Δημήτριο Σουλτανιά, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Βερέτσο, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Βασίλειο Ρήγα και Γεώργιο Καλαμίδα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2005, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει μεταξύ :
Των αναιρεσειόντων : 1)Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Βιομηχανία Μπισκότων Ειδών Διατροφής Ε.Ι. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται από το Διοικητικό της Συμβούλιο, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Απόστολο Γεωργιάδη και Φίλιππο Σπυρόπουλο, 2) X1, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Σημαντήρα και 3) X2, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητά του ως δικηγόρου.
Της αναιρεσίβλητης : ....., η οποία παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Αλέξανδρο Μεταλληνό, Χριστίνα Φαϊτάκη, Λάμπρο Σινανιώτη, Στέφανο Δεληκωστόπουλο και Λάμπρο Κοτσίρη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 24-4-2002 και 16-5-2002 αγωγές της ήδη αναιρεσίβλητης και την από 25-2-2003 πρόσθετη παρέμβαση των X1, .... και X2, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις : 5565/2003 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 7119/2004 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 14 Δεκεμβρίου 2004 αίτησή τους και τους από 10 Μαρτίου 2005 πρόσθετους λόγους αυτής. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Καλαμίδας ανέγνωσε την από 13 Απριλίου 2005 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την αναίρεση της προσβαλλόμενης, κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, του δεύτερου λόγου του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, του έκτου λόγου αναιρέσεως και του τρίτου λόγου του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως κατά το δεύτερο τμήμα του και την απόρριψη των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Οι πληρεξούσιοι των 1ης και 2ου αναιρεσειόντων και ο 3ος αναιρεσείων αυτοπροσώπως ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 35α παρ.1 και 2 του κωδ.Νόμου 2190/1920 «Περί Ανωνύμων Εταιριών» συνάγεται ότι οι αποφάσεις της γενικής συνελεύσεως ανωνύμου εταιρίας, σχηματιζόμενες από τις ψήφους των μετόχων της εταιρίας, είναι άκυρες, ως αποφάσεις του εταιρικού αυτού οργάνου, και όταν λήφθηκαν κατά παράβαση των περί συγκροτήσεως των γενικών συνελεύσεων ή των περί απαρτίας και πλειοψηφίας διατάξεων ή δια του περιεχομένου τους θίγουν διατάξεις του καταστατικού που έχουν τεθεί αποκλειστικά ή κυρίως προς προστασία των δανειστών της εταιρίας ,αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση ακυρότητας απορρέουσας από οποιονδήποτε λόγο και συνεπώς και στην περίπτωση ακυρότητας προκύπτουσας τόσο από τις διατάξεις του νόμου περί ανωνύμων εταιριών ,όσο και από τις κοινές διατάξεις, ήτοι σε κάθε περίπτωση αντιθέσεως αυτών προς απαγορευτική διάταξη του άνω νόμου ή προς αντίστοιχη απαγορευτική διάταξη του Α.Κ., όπως η τοιαύτη του άρθρου 281 του Α.Κ.,που απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η ακυρότητα δε αυτή επέρχεται αυτοδικαίως και καθένας που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή και να ζητήσει την αναγνώριση της ακυρότητας (Α.Π. 155/1985,832/1976).Κατ΄ ακολουθίαν, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, ως και ο πρώτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων, με τους οποίους προβάλλεται ότι η απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων ανωνύμου εταιρίας ,περί εκλογής ή αντικαταστάσεως του διοικητικού συμβουλίου αυτής ,δεν υπόκειται στον έλεγχο του άρθρου 281 Α.Κ. και η προσβαλλομένη, που δέχθηκε ότι η άνω απόφαση υπόκειται στον έλεγχο του άρθρου 281 Α.Κ. και είναι άκυρη ως καταχρηστική αν υπερβαίνει προφανώς τα από τη διάταξη αυτή επιβαλλόμενη όρια, παραβίασε τον ουσιαστικού δικαίου κανόνα του άρθρου αυτού, είναι αβάσιμοι.
Ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Επομένως, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολομ. ΑΠ 12/1991). Εξ άλλου, ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 11γ Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως, ιδρυόμενος αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν (ΑΠ 416/1999).
Εν προκειμένω, την παραδοχή της πρωτοδίκου αποφάσεως, όπως από αυτή προκύπτει, ότι η από 15-4-2002 απόφαση της γενικής συνελεύσεως της πρώτης αναιρεσίβλητης απετέλεσε μεθόδευση της General Biscyits και πλάγιο μέσο προκειμένου να αποδυναμωθεί η (ήδη) αναιρεσίβλητη, αντέκρουσαν οι αναιρεσείοντες (εκκαλούντες) με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς τους, με τον οποίο, όπως από το εφετήριο προκύπτει, ισχυρίσθηκαν ότι η κατά την τακτική γενική συνέλευση της 25-7-2001 εκλογή διοικητικού συμβουλίου αποτελούσε πράξη ανοχής και προσπάθεια διευκολύνσεως λύσεως στη διαφορά απόψεων που είχε εκδηλωθεί μεταξύ της ήδη αναιρεσίβλητης και της μετόχου πλειοψηφίας και ότι, μη εξευρεθείσης λύσεως, κρίθηκε αναγκαία η αντικατάσταση του Δ.Σ., που έλαβε χώρα στην έκτακτη γενική συνέλευση της 15-4-2002. Τον περιεχόμενο στον δεύτερο λόγο εφέσεως ως άνω ισχυρισμό, συνιστώντα «πράγμα» κατά το αρθρ. 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δικ., έλαβε υπόψη και τον απέρριψε η προσβαλλομένη, απορρίψασα το λόγο αυτό της εφέσεως ως αβάσιμο. Εντεύθεν ο αντίθετος τρίτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο τμήμα του, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, όπως από την προσβαλλομένη προκύπτει, αυτή, για να καταλήξει στο αποδεικτικό της πόρισμα, έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εξετασθέντων μαρτύρων των διαδίκων και τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη βεβαίωση αυτή σε συνδυασμό με τις αιτιολογίες της προκύπτει ότι η προσβαλλομένη έλαβε υπόψη και την νομίμως επικληθείσα από τους αναιρεσείοντες από΄25-7-2001 επιστολή της πλειοψηφούσης μετόχου της πρώτης αναιρεσείουσας, Γαλλικής Εταιρίας Generale Biscuits S.A., ως και την κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρος της αναιρεσίβλητης και ο αντίθετος τρίτος εκ του άρθρου 559 αρ. 11 γ Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο τμήμα του, είναι αβάσιμος. Από την επισκόπηση του δικογράφου της από 24-4-2002 αγωγής της ήδη αναιρεσίβλητης προκύπτει ότι σ΄ αυτή,ως λόγος για τον οποίο η από 15-4-2002 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης της πρώτης αναιρεσείουσας έπρεπε να κριθεί άκυρη ως ληφθείσα κατά κατάχρηση δικαιώματος προεβλήθη από την τότε ενάγουσα (αναιρεσίβλητη) και η αθέτηση της από 31-10-1995 συμφωνίας των μετόχων. Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως,κατά το πρώτο μέρος του, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρ.559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δικ., διότι έλαβε υπόψη τον μη προταθέντα ως άνω αγωγικό ισχυρισμό, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, από την επισκόπηση των ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και του Εφετείου υποβληθεισών προτάσεων της αναιρεσίβλητης προκύπτει ότι αυτή επικαλέσθηκε νόμιμα και προσκόμισε την από 31-10-1995 συμφωνία των μετόχων. Κατ ακολουθίαν,ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του, όπως εκτιμάται, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.11β Κ.Πολ.Δικ. (και όχι 559 αρ.8 πού αναφέρεται στο αναιρετήριο) διότι έλαβε υπόψη την άνω έγγραφη σύμβαση, πού δεν είχε προσκομισθεί και δεν είχε γίνει νόμιμη επίκλησή της με τις προτάσεις της αναιρεσίβλητης, είναι κατά το πρώτο τμήμα του απαράδεκτος (Ολ.ΑΠ 30/2002) και κατά το δεύτερο τμήμα του αβάσιμος. Τέλος, τον προταθέντα από τους ήδη αναιρεσείοντες ισχυρισμό ότι η άνω συμφωνία των μετόχων, είναι ενοχική, ισχύουσα μεταξύ των συμβαλλομένων, έλαβε υπόψη η προσβαλλομένη, όπως από αυτή προκύπτει και ο αντίθετος τέταρτος λόγος αναιρέσεως κατά το τρίτο μέρος του, από το άρθρο 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ.είναι αβάσιμος.
Kατά το άρθρο 559 αριθ.19 Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ανεπαρκείς ή αντιφατικές σε ζήτημα πού ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Το ουσιώδες στοιχείο αυτού του λόγου αποτελεί η έλλειψη νόμιμης βάσης σε «ζήτημα»,ήτοι ισχυρισμό πού έχει αυτοτελή ύπαρξη ,δηλαδή πού τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση δικαιώματος πού ασκήθηκε ως επιθετικό ή αμυντικό μέσο, το οποίο «ζήτημα» ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Α.Π. 1486/1997).
Εν προκειμένω, οι αναιρεσείοντες, με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως προβάλλουν ότι η προσβαλλομένη δεν έχει αιτιολογία, άλλως έχει ανεπαρκή ή αντιφατική αιτιολογία όσον άφορά την παραδοχή της ότι η συνεργασία της πρώτης αναιρεσείουσας με την εταιρία «Ε.Β.Η. Α.Ε.»,οφειλόμενη σε πρωτοβουλία της αναιρεσίβλητης,έχουσας την ευθύνη των σχετικών χειρισμών,υπήρξε άστοχη επιχειρηματικά και προκάλεσε ζημία στην πρώτη αναιρεσείουσα ύψους 850.000.000 δραχμών. Η αιτιολογία αυτή της προσβαλλόμενης δεν αφορά σε «ζήτημα» υπό την εκτεθείσα έννοια, ήτοι ισχυρισμό που έχει αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή πού τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση δικαιώματος πού ασκήθηκε από τους τότε εναγομένους(ήδη αναιρεσείοντες) ως αμυντικό μέσο (ένσταση καταλυτική της αγωγής της ήδη αναιρεσίβλητης). Η άνω αιτιολογία της προσβαλλόμενης διατυπώθηκε σε σχέση με τον συνιστώντα άρνηση της άνω αγωγής, ισχυρισμό των τότε εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων ότι η από 15-4-2002 απόφαση της γενικής συνέλευσης της πρώτης τούτων δεν ήταν καταχρηστική, αφού λήφθηκε ενόψει της άνω άστοχης επιχειρηματικά συνεργασίας και της εντεύθεν ζημίας της πρώτης αναιρεσείουσας και της υποχρεώσεως της γενικής συνέλευσης, μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων μεταξύ της αναιρεσίβλητης και της μετόχου πλειοψηφίας περί του αποτελεσματικού τρόπου διοικήσεως της εταιρίας, όπως λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προς προστασία των συμφερόντων της πρώτης αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρίας. Κατ΄ακολουθίαν, ο εκ του άρθρου 559 αρ.19 Κ.Πολ.Δικ. πέμπτος λόγος αναιρέσεως, είναι απαράδεκτος. Από τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ.1,2 και 22 παρ.1,3 του κωδ.νόμου 2190/1920 προκύπτει ότι η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από το διοικητικό συμβούλιο, το οποίο ενεργεί συλλογικά, αλλά το καταστατικό μπορεί να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη τοι διοικητικού συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρία γενικά ή σε ορισμένου είδους πράξεις. Τα πρόσωπα αυτά είναι υποκατάστατα του διοικητικού συμβουλίου και ενεργούν, όπως και το διοικητικό συμβούλιο, ως όργανα εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρίας, εκφράζοντας πρωτογενώς τη βούλησή της και αντλώντας την εξουσία τους από το νόμο και το καταστατικό. Διαφορετικές εντελώς είναι οι προβλεπόμενες από τα άρθρα 211 επ. και 713 του Α.Κ. σχέσεις της πληρεξουσιότητας και της εντολής, διότι ο πληρεξούσιος και ο εντολοδόχος που διορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο της ανωνύμου εταιρίας για την ενέργεια δικαιοπραξιών ή για τη διεξαγωγή υποθέσεων της εταιρίας, δεν αποτελούν καταστατικά όργανα διοίκησης, αλλά ενεργούν, ως απλοί αντιπρόσωποι πράξεις που αποφασίσθηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή το υποκατάστατο όργανο ,των οποίων η εκτέλεση ανατέθηκε σ αυτούς (Α.Π.1193/2001,1685/2000,1215/2000, 1204/2000, 877/1999). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, που την εξέδωσε, δέχθηκε ότι το διοικητικό συμβούλιο της πρώτης αναιρεσείουσας συνήλθε στις 8-5-2002 και αποφάσισε με πλειοψηφία 4/7 των μελών του τα εξής 1)χορήγησε πληρεξουσιότητα στους .... και ....,που δεν αποτελούν μέλη του, ώστε να εκδίδουν επιταγές ανεξαρτήτως ποσού προς καταβολή φόρων-εισφορών σε οργανισμούς κύριας ή επικουρικής ασφαλίσεως, να εξοφλούν λογαριασμούς οργανισμών κοινής ωφέλειας, να καταβάλλουν αποδοχές προσωπικού και να υποβάλλουν δηλώσεις στις αρμόδιες φορολογικές αρχές. Επίσης να οπισθογραφούν επιταγές αποκλειστικά προς κατάθεση στις τράπεζες, να εκδίδουν επιταγές, υποσχετικές επιστολές και να αποστέλλουν τραπεζικά εμβάσματα προς εκπλήρωση υποχρεώσεων της εταιρίας για υφιστάμενες συμβατικές της υποχρεώσεις, μέχρι του ποσού των 30.000,00 ευρώ και 2) χορήγησε πληρεξουσιότητα στον .... ώστε να υπογράφει τις καταστάσεις των εργαζομένων που υποβάλλονται στις αρμόδιες υπηρεσίες. Περαιτέρω, δέχθηκε το Εφετείο, ότι με την εν λόγω απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης αναιρεσείουσας εκχωρήθηκε καταστατική εξουσία στα άνω πρόσωπα, τα οποία μάλιστα δεν είναι μέλη του, ώστε αυτά (ως υποκατάστατα του διοικητικού συμβουλίου) να ενεργούν διαχειριστικές αρμοδιότητες κατά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 15 παρ.3,17 παρ.4, 18 παρ.3 και 19 παρ.1 του καταστατικού, δυνάμει των οποίων το διοικητικό συμβούλιο διορίζει, με απόφαση που λαμβάνει υποχρεωτικά με πλειοψηφία 6/7 των μελών του, ένα διευθύνοντα σύμβουλο από τα μέλη του, στον οποίο αναθέτει την άσκηση όλων των εξουσιών του και ο οποίος αναλαμβάνει εγκύρως υποχρεώσεις που δεσμεύουν την εταιρία. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, τους αναφερόμενους στη μείζονα σκέψη της παρούσης κανόνες ουσιαστικού δικαίου και οι αντίθετοι εκ του άρθρου 559 αριθ.1 και 19 του Κ.Πολ.Δ. έκτος λόγος αναιρέσεως και τρίτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων, κατά το δεύτερο μέρος του, είναι αβάσιμοι.
Το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη προκύπτει, δέχθηκε ότι «το διοικητικό συμβούλιο διορίζει……….ένα Διευθύνοντα σύμβουλο, από τα μέλη του, στον οποίο αναθέτει την άσκηση όλων των εξουσιών του και ο οποίος, μόνος αυτός, αναλαμβάνει υποχρεώσεις πού δεσμεύουν την εταιρία». ΄Ητοι, δέχθηκε το Εφετείο ότι το διοικητικό συμβούλιο διορίζει ένα διευθύνοντα σύμβουλο, ο οποίος αναλαμβάνει υποχρεώσεις πού δεσμεύουν την εταιρία, στα άνω δε γενόμενα δεκτά δεν περιλαμβάνεται η παραδοχή ότι ο διοριζόμενος διευθύνων σύμβουλος αποστερεί το Δ.Σ. από τις εξουσίες του. Επομένως, ο εκ του άρθρου 559 αριθ.1 Κ.Πολ.Δικ. έβδομος λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο το Εφετείο, με την άνω παραδοχή του, υπέλαβε ότι ο διορισμός διευθύνοντος συμβούλου αποστερεί το Δ.Σ από τις κατά το νόμο και το καταστατικό εξουσίες του και εσφαλμένα ερμήνευσε τα άρθρα 18 και 22 παρ.3 του Ν. 2190/1920,είναι απορριπτέος προεχόντως γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το Εφετείο, με την παραδοχή αυτή, υπέλαβε τα αμέσως ανωτέρω εκτεθέντα.
Η προσβαλλομένη, όπως από αυτή προκύπτει, δέχθηκε ότι η ενάγουσα, επιδιώκοντας με τις ένδικες δύο αγωγές της την αναγνώριση της ακυρότητας των παραπάνω αποφάσεων της έκτακτης γενικής συνελεύσεως και του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης ανωνύμου εταιρίας, άσκησε νόμιμο δικαίωμά της, προς προάσπιση των καλώς νοουμένων συμφερόντων της ίδιας αλλά και της εναγομένης ανωνύμου εταιρίας , στηριζόμενη σε τυπικά και ουσιαστικά έγκυρες και δεσμευτικές εταιρικές και εξωεταιρικές συμφωνίες των μετόχων, ουδόλως δε υπερέβη τα κατ άρθρο 281 Α.Κ. διαγραφόμενα όρια εντός των οποίων πρέπει καλοπίστως και με τήρηση των χρηστών συναλλακτικών ηθών να ασκείται το δικαίωμα. Με την κρίση της αυτή η προσβαλλόμενη διέλαβε επαρκή αιτιολογία όσον αφορά την απόρριψη του σχετικού λόγου εφέσεως των ήδη αναιρεσειόντων, με τον οποίο αυτοί ισχυρίσθηκαν ότι η άσκηση των διά των άνω αγωγών ασκηθέντων δικαιωμάτων της ενάγουσας έγινε από αυτή κατά κατάχρηση δικαιώματος. Εντεύθεν, ο όγδοος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, με τον οποίο προβάλλουν οι αναιρεσείοντες ότι η άνω αιτιολογία της προσβαλλόμενης είναι ανεπαρκής, είναι αβάσιμος. Η από 31-10-1995 σύμβαση μετόχων προσκομίσθηκε από την ενάγουσα με νόμιμη επίκληση και λαβούσα αυτήν υπόψη της η προσβαλλόμενη δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.11β (και όχι 559 αρ.8 πού αναφέρεται στο αναιρετήριο) Κ.Πολ.Δικ. και ο αντίθετος όγδοος λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του, είναι αβάσιμος. Τέλος, την από 25-7-2001 επιστολή της μετόχου πλειοψηφίας έλαβε υπόψη η προσβαλλομένη και την συνεκτίμησε για την συναγωγή του αποδεικτικού της πορίσματος και ο ίδιος (όγδοος) λόγος, κατά το τρίτο μέρος του, με τον οποίο προβάλλουν οι αναιρεσείοντες ότι η προσβαλλόμενη δεν έλαβε υπόψη την άνω παραληφθείσα και γενόμενη δεκτή από την αναιρεσίβλητη επιστολή κατ΄ορθή εκτίμηση, υποπεσούσα στην πλημμέλεια του άρθρ.559 αρ.11γ Κ.Πολ.Δικ, είναι αβάσιμος.
Το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφασή του προκύπτει, δέχθηκε ότι από τις αναφερόμενες στην προσβαλλομένη διατάξεις του καταστατικού της πρώτης αναιρεσείουσας προκύπτει ότι ο διορισμός διευθύνοντος συμβούλου με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης αναιρεσείουσας είναι υποχρεωτικός, ήτοι ότι ο διορισμός διευθύνοντος συμβούλου γίνεται υποχρεωτικά με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης αναιρεσείουσας. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε το άρθρο 22 παρ.3 του Ν. 2190/1920 και ο εκ του άρθρου 559 αριθ.1 του Κ.Πολ.Δ. αντίθετος ένατος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
Οι αναιρεσείοντες, με τον τρίτο (τελευταίο)λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, κατά το τρίτο μέρος του, προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη έχει αντιφατικές αιτιολογίες, αφορώσες τις δύο ως ανω συνεκδικασθείσες αγωγές, γιατί δέχθηκε ότι η από 15-4-2002 απόφαση της γενικής συνέλευσης της πρώτης αναιρεσείουσας περί εκλογής νέου διοικητικού συμβουλίου είναι άκυρη ως καταχρηστική, όπως (είναι άκυρη) και η εκλογή των μελών του νέου διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης(πρώτης αναιρεσείουσας), συγχρόνως, όμως, δέχθηκε ότι το διοικητικό συμβούλιο της πρώτης αναιρεσείουσας εγκύρως συγκροτήθηκε σε σώμα και, συνελθόν στις 8-5-2002,έλαβε την αναφερθείσα απόφαση, την οποία αναγνώρισε ως άκυρη, γιατί, κατά τα γενόμενα δεκτά, με αυτή παραβιάσθηκαν οι αναφερόμενες στην προσβαλλόμενη διατάξεις του καταστατικού της πρώτης αναιρεσείουσας. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί η αντίφαση μεταξύ αιτιολογιών διαφόρων κεφαλαίων της αποφάσεως (ως εν προκειμένω) δεν ιδρύει τον εκ του άρθρου 559 αριθ.19 Κ.Πολ.Δικ. λόγο αναιρέσεως.
Σύμφωνα με αυτά, όλοι οι ως άνω λόγοι της αναίρεσης (του κυρίου δικογράφου και του δικογράφου των προσθέτων) πρέπει να απορριφθούν.
Το Εφετείο, όπως από την προσβαλλομένη προκύπτει, δέχθηκε ανελέγκτως ότι η εναγομένη (πρώτη αναιρεσείουσα) ανώνυμη εταιρία έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την παραγωγή και εμπορία μπισκότων, ειδών αρτοποιίας, ζαχαροπλαστικής και σοκολατοποιίας, αλλά και ειδών διατροφής εν γένει, το δε μετοχικό της κεφάλαιο ανέρχεται σε 10.000.000 ευρώ, διαιρούμενο σε 500.000 μετοχές, ονομαστικής αξίας εκάστης 20,00 ευρώ. Ότι η ενάγουσα (ηδη αναιρεσίβλητη) είναι κυρία και κάτοχος 200.000 μετοχών πού αντιπροσωπεύουν ποσοστό 40% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας αυτής, ενώ η Γαλλική εταιρία «General Biscuit S.A.» είναι κυρία και κάτοχος 300.000 μετοχών, πού αντιπροσωπεύουν ποσοστό 60% του μετοχικού κεφαλαίου της ίδιας εταιρίας. Ότι, κατά το καταστατικό της (άρθρο 13 παρ.1),την εταιρία αυτή διοικεί επταμελές διοικητικό συμβούλιο, εκλεγόμενο από την γενική συνέλευση με πενταετή θητεία, ενώ, κατ΄ άρθρο 15 παρ.3 του καταστατικού, έχει ανατεθεί σε ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου ,ως διευθύνοντα σύμβουλο, η άσκηση όλων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του, εκτός από εκείνες που απαιτούν συλλογική ενέργεια. Ότι, κατ΄ άρθρο 15 παρ.4 του καταστατικού, η ήδη αναιρεσίβλητη μπορεί να διορίζει τρία μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ανεξαρτήτως ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου που εκάστοτε κατέχει, η άσκηση δε του δικαιώματος αυτού πρέπει να γίνεται πριν από την εκλογή του διοικητικού συμβουλίου από τη γενική συνέλευση, η οποία έτσι περιορίζεται στην εκλογή των υπολοίπων (τεσσάρων) συμβούλων. Ότι οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου για τον διορισμό ή την ανάκληση του διευθύνοντος συμβούλου, καθώς και για την ανάθεση ή την ανάκληση των εξουσιών του, λαμβάνονται με πλειοψηφία 6/7 του συνόλου των μελών του, η δε σχετική ρήτρα του καταστατικού είναι έγκυρη κατ άρθρο 17 παρ.4 του κωδ.νόμου 2190/1920. Ότι, ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ.3 του καταστατικού, ορίζεται ότι ο διευθύνων σύμβουλος ασκεί όλες τις ανατεθειμένες σ αυτόν υπό του διοικητικού συμβουλίου εξουσίες, που αφορούν στη διεύθυνση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, εκτελεί τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου και εκπροσωπεί την εταιρία ενώπιον τρίτων και κάθε Αρχής. Ότι δύναται ο διευθύνων σύμβουλος, κατόπιν εγκρίσεως του διοικητικού συμβουλίου, να παρέχει σε άλλα μέλη τούτου ή σε υπαλλήλους της εταιρίας ή σε τρίτα πρόσωπα πληρεξουσιότητα για ορισμένες πράξεις ή για κάποια μεμονωμένη ειδική πράξη. Ότι η παραπάνω μέτοχος της πρώτης αναιρεσείουσας γαλλική εταιρία απέκτησε την πλειοψηφία σε ποσοστό 60% του μετοχικού κεφαλαίου αυτής, όταν αγόρασε στις 31-10-1995 ποσοστό 10% των μετοχών της από την αναιρεσίβλητη. Ότι στη σχετική από 31-10-1995 σύμβαση αγοράς εμπεριέχεται και πρόσθετη σύμβαση μεταξύ των συμβαλλομένων, η οποία προβλέπει την δυνατότητα της αναιρεσίβλητης να διορίζει τρία από τα επτά μέλη του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης αναιρεσείουσας, ώστε η πλειοψηφούσα γαλλική εταιρία να εκπροσωπείται σ αυτό με τέσσερα μέλη και η αναιρεσίβλητη με τρία. Ότι στην άνω σύμβαση προβλέπεται επίσης η συμβατική υποχρέωση της γαλλικής εταιρίας ως πλειοψηφούσας μετόχου, να εξασφαλίσει τον διορισμό τής αναιρεσίβλητης στη θέση της προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και της διευθύνουσας συμβούλου, χωρίς δικαίωμα ανακλήσεώς της, ώστε η τελευταία να παραμένει στη θέση αυτή για όσο διάστημα επιθυμεί, ενώ δυνατότητα παύσεώς της προβλέφθηκε μόνο στην περίπτωση της ιατρικά βεβαιωμένης νοητικής αδυναμίας της να ασκήσει τα καθήκοντά της και στην περίπτωση της ηθελημένης καταστρατηγήσεως των εγκεκριμένων από το διοικητικό συμβούλιο επιχειρηματικών σχεδίων της εταιρίας. Ότι οι άνω ουσιώδεις όροι απετέλεσαν το δικαιοπρακτικό θεμέλιο για την άνω πώληση μετοχών, πού είχε ως συνέπεια την απόκτηση από την γαλλική εταιρία της ιδιότητας της πλειοψηφούσας μετόχου στην πρώτη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρία. Ότι υπό το προαναφερθέν καταστατικό πλαίσιο λειτούργησε η τελευταία κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1995 έως 2001 με ιδιαιτέρως κερδοφόρα αποτελέσματα. Ότι στο ίδιο χρονικό διάστημα υπήρξε μια επιχειρηματικά άστοχη συνεργασία της πρώτης αναιρεσείουσας με την εταιρία «Ε.Β.Η. Α.Ε.»,η οποία προκάλεσε ζημία στην πρώτη ύψους 850.000.000 δραχμών, η οποία, όμως, δεν επηρέασε τα θετικά οικονομικά της αποτελέσματα και την περαιτέρω βελτίωση της οικονομικής της θέσεως. Ότι από του έτους 2001 η άνω γαλλική εταιρία, ως πλειοψηφούσα μέτοχος της πρώτης αναιρεσείουσας άρχισε να δημιουργεί κλίμα αμφισβητήσεως των διευθυντικών ικανοτήτων της αναιρεσίβλητης .Ότι με πρωτοβουλία της ίδιας πλειοψηφούσας μετόχου και ενώ ήδη είχε εκλεγεί στις 25-7-2001 διοικητικό συμβούλιο της πρώτης αναιρεσείουσας με πενταετή θητεία, συγκλήθηκε στις 15-4-2002 έκτακτη γενική συνέλευση με θέμα την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου και πράγματι εκλέχθηκε νέο διοικητικό συμβούλιο με επανεκλογή όλων των μελών του προηγούμενου πλήν ενός, πού αντικαταστάθηκε με την ψήφο της πλειοψηφούσας μετόχου από τον X1. Ότι το νέο διοικητικό συμβούλιο συγκροτήθηκε σε σώμα μετά δύο ημέρες (17-4-2002) και έλαβε απόφαση, με πλειοψηφία τεσσάρων ψήφων έναντι τριών, με την οποία η αναιρεσίβλητη παρέμεινε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, περαιτέρω, όμως χορήγησε καταστατική εξουσία προς δέσμευση της εταιρίας με την υπογραφή του, εκτός από την αναιρεσίβλητη και στο μέλος του διοικητικού συμβουλίου X1, αλλά και στον .... που δεν ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Ότι με την απόφαση αυτή πρόκειται κατ ουσία περί δημιουργίας περισσοτέρων διευθυνόντων συμβούλων και αυτή (απόφαση) είναι αντίθετη με το καταστατικό, αφού δι αυτής χορηγήθηκε αποφασιστική αρμοδιότητα σε τρία πρόσωπα αντί του προβλεπομένου ενός διευθύνοντος συμβούλου ,επί πλέον δε λήφθηκε με πλειοψηφία 4/7 αντί της προβλεπόμενης από το καταστατικό πλειοψηφίας των 6/7,δεδομένου ότι αυτή επέφερε τροποποιήσεις στις αρμοδιότητες του διευθύνοντος συμβούλου. Ότι όλα αυτά οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι με την σύγκληση της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της πρώτης αναιρεσείουσας στις 15-4-2002 προς εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου ,αν και μόλις πριν από επτά μήνες είχε εκλεγεί διοικητικό συμβούλιο με πενταετή θητεία, πού λειτουργούσε κανονικά, η πλειοψηφούσα μέτοχος ,που ανέλαβε τη σχετική πρωτοβουλία, είχε ως στόχο να αποδυναμώσει τις εξουσίες της ενάγουσας και να την παύσει από μοναδική διευθύνουσα σύμβουλο. Ότι το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το ότι η πλειοψηφούσα μέτοχος δεν είχε την δυνατότητα να ανακαλέσει την αναιρεσίβλητη από μέλος του Δ.Σ. ή από διευθύνουσα σύμβουλο, αφού αυτή είχε δικαίωμα απ ευθείας διορισμού της στο Δ.Σ.,ενώ η ανάκλησή της ούτε με απόφαση του Δ.Σ. μπορούσε να επιτευχθεί ,διότι απαιτούνταν προς τούτο πλειοψηφία 6/7 των μελών. Ότι, έτσι, μεθοδεύτηκε η εκλογή νέου Δ.Σ. διά της συγκλήσεως έκτακτης γενικής συνελεύσεως, χωρίς να υφίσταται κάποιος αποχρών και σπουδαίος προς τούτο λόγος, ώστε, αμέσως μετά, στα πλαίσια συγκροτήσεώς του σε σώμα, αλλά και διορισμού διευθύνοντος συμβούλου, να επιχειρηθεί η περικοπή των εξουσιών της αναιρεσίβλητης κατά τά εκτεθέντα. Και ότι η απόφαση της γενικής συνέλευσης της 15-4-2002 περί εκλογής νέου Δ.Σ. της πρώτης αναιρεσείουσας συνδυάζεται κατά λογική ακολουθία με την απόφαση του νέου Δ.Σ. και αναδεικνύει τον σκοπό της πλειοψηφούσας μετόχου να επιχειρήσει την αποδυνάμωση της αναιρεσίβλητης και την παύση της από μοναδική διευθύνουσα συμβούλου, κατά παραβίαση της αναφερθείσας από 31-10-1995 συμφωνίας των μετόχων. Με βάση τα γενόμενα ως άνω δεκτά περιστατικά, η προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι η από 15-4-2002 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης της εναγομένης(πρώτης αναιρεσείουσας) περί εκλογής νέου διοικητικού συμβουλίου υπερβαίνει τα κατ άρθρο 281 Α.Κ. ακραία αξιολογικά όρια πού διαγράφονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και από τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος της πλειοψηφούσας μετόχου και είναι καταχρηστική και εντεύθεν άκυρη, επικυρώσασα, με απόρριψη της έφεσης των ήδη αναιρεσειόντων, την πρωτόδικη απόφαση πού είχε δεχθεί τα ίδια. Κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο τούτο γνώμη, έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή, το άρθρο 281 του Α.Κ., διότι, υπό τα άνω γενόμενα από την προσβαλλομένη δεκτά περιστατικά, η από 15-4-2002 απόφαση της έκτακτης γενικής συνελεύσεως της πρώτης αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρίας, η οποία συνεκλήθη νομίμως κατ άρθρο 39 του κωδ.νόμου 2190/1920,με (μόνο) θέμα την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου, το οποίο και εξέλεξε, δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια του άρθρου 281 Α.Κ. και δεν είναι καταχρηστική, εν όψει του ότι η κατά την μεταγενέστερη συνεδρίαση της 17-4-2002 ως άνω απόφαση του εκλεγέντος νέου διοικητικού συμβουλίου της πρώτης αναιρεσείουσας, ληφθείσα, σύμφωνα με τις παραδοχές, κατά παραβίαση του καταστατικού (προβλέποντος ένα διευθύνοντα σύμβουλο) και της ενοχικής και εξωεταιρικής από 31-10-1995 συμφωνίας των μετόχων, η οποία ισχύει μεταξύ των σ αυτή συμβληθέντων,μη έχουσα συνέπειες εταιρικού δικαίου και μη δεσμεύουσα την μη συμβληθείσα σ αυτή πρώτη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρία, έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της αποφάσεως αυτής (17-4-2002),ως ληφθείσης κατά παραβίαση του άρθρου 15 παρ.3 του καταστατικού και, ενδεχομένως, συντρεχουσών των νομίμων προϋποθέσεων, την γέννηση αξιώσεως αποζημιώσεως της αναιρεσίβλητης, λόγω παραβιάσεως της άνω συμφωνίας των μετόχων και εντεύθεν αποδυναμώσεώς της, αφού έπαυσε αυτή να είναι μοναδική διευθύνουσα σύμβουλος, δεν μπορεί, όμως, να στοιχειοθετήσει καταχρηστικότητα της προγενέστερης από 15-4-2002 απόφασης της έκτακτης γενικής συνέλευσης της πρώτης αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρίας περί εκλογής νέου διοικητικού συμβουλίου αυτής, έστω και αν αυτή, κατά τις παραδοχές, συγκλήθηκε για να εκλέξει νέο Δ.Σ. προς επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού της αποδυναμώσεως της αναιρεσίβλητης, δεδομένου ότι η με την από 17-4-2002 απόφαση του Δ.Σ. επίτευξη του σκοπού αυτού επάγεται τις αναφερθείσες συνέπειες και όχι την καταχρηστικότητα της προγενέστερης απόφασης της έκτακτης γενικής συνέλευσης περί εκλογής νέου διοικητικού συμβουλίου. Κατ΄ ακολουθίαν,οι εκ του άρθρου 559 αριθ.1 του Κ.Πολ.Δ. λόγοι αναιρέσεως, δεύτερος του κυρίου δικογράφου, όπως εκτιμάται, και δεύτερος του δικογράφου των προσθέτων ,με τους οποίους προβάλλουν οι αναιρεσείοντες ότι το Εφετείο που έκρινε ότι, υπό τα γενόμενα από την προσβαλλομένη ως άνω δεκτά περιστατικά,η από 15-4-2002 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης της πρώτης αναιρεσείουσας περί εκλογής νέου διοικητικού συμβουλίου υπερβαίνει τα όρια του άρθρου 281 του Α.Κ. και είναι καταχρηστική και εντεύθεν άκυρη, παραβίασε το άρθρο αυτό, αφού το εφάρμοσε εσφαλμένα, είναι βάσιμοι. Κατά τη γνώμη, όμως δύο μελών του Δικαστηρίου τούτου, ήτοι των Αρεοπαγιτών Ιωάννη Βερέτσου και Βασιλείου Ρήγα, οι ανωτέρω λόγοι της αιτήσεως (δεύτερος του κυρίου δικογράφου και δεύτερος του δικογράφου των προσθέτων), προσάπτοντες στο Εφετείο, την κατ' άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια της παραβιάσεως του άρθρου 281 ΑΚ, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι, διότι υπό τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά γεγονότα, η ληφθείσα στις 15-4-2002 απόφαση της έκτακτης γενικής συνελεύσεως της πρώτης των αναιρεσειόντων, περί εκλογής νέου διοικητικού συμβουλίου αυτής προς αποδυνάμωση της αναιρεσίβλητης, είναι άκυρη, ως καταχρηστική, καθ' ό εξερχομένη προφανώς των ακραίων αξιολογικών ορίων της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών, η υπέρβαση των οποίων καθιστά, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, αθέμιτη την άσκηση του δικαιώματος, δεδομένου ότι, κατά τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, α) η ανωτέρω απόφαση ελήφθη από γενική συνέλευση, εκφράσασα τη βούληση της πλειοψηφούσης μετόχου της πρώτης των αναιρεσειόντων, περιβεβλημένης το ένδυμα εταιρικού οργάνου, ώστε να επέρχεται ταύτιση πλειοψηφούσης μετόχου και εταιρικού οργάνου και β)η πλειοψηφούσα μέτοχος, υπό το καλυπτήριο της βουλήσεώς της σχήμα της αποφάσεως εταιρικού οργάνου, επέτυχε τη φαλκίδευση του δικαιώματος της ετέρας ελάσσονος μετόχου, που είχε θεμελιωθεί επί της συμβάσεως αυτών (των δύο μόνων μετόχων, ως εκπροσωπουσών δηλονότι το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου) και το εκείθεν απαγορευμένο αποτέλεσμα του περιορισμού των εξουσιών της τελευταίας μετόχου, εν αναφορά προς τη διοίκηση και εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρίας. Εξάλλου, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως και του επελθόντος αθεμίτου αποτελέσματος δεν διακόπτεται εκ της παρεμβολής της αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου της 17-4-2002, με την οποία περιορίσθησαν οι αρμοδιότητες της αναιρεσίβλητης, αφού κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά, η γενική συνέλευση της 15-4-2002 εξέλεξε το εν λόγω διοικητικό συμβούλιο, προκειμένου τούτο να πραγματοποιήσει το σκοπό της, ήτοι την αποδυνάμωση της αναιρεσίβλητης, επί τη βάσει του κανόνα του άρθρου 926 εδ. α' περ. 1η του ΑΚ περί κοινής αιτιότητας, κατά τον οποίο όταν η ζημία επήλθε συνεπεία της ενεργείας δύο ή περισσοτέρων, συνεργαζομένων ή μη, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αν έλειπε η ενέργεια του ενός δεν θα επήρχετο το αποτέλεσμα, ευθύνονται πάντες εις ολόκληρον. Τέλος, προς ταύτιση της διαγνωσθείσης ένδικης περιπτώσεως, κατά τα ατομικά και ιδιαίτερα γνωρίσματα αυτής, προς την εξειδικευμένη (ως αόριστη νομική) έννοια του κανόνα της απαγορεύσεως της καταχρήσεως δικαιώματος, η μη κρατήσασα γνώμη έλαβε υπόψη ως ενδιάμεσα οντολογικά και δεοντολογικά νοήματα, καθ' ό πρόσφορα μέσα προσδιορισμού του πλάτους και βάθους των εννοιών καλή πίστη, χρηστά ήθη και προφανής υπέρβαση αυτών, τα διδάγματα της κοινή ς πείρας, αλλά και τα ακόλουθα: α)η προστασία της μειοψηφίας έχει ήδη κατοχυρωθεί και νομοθετικώς, αναγνωριζομένης της εξουσίας και σε ένα μόνο μέτοχο να διορίζει, σύμφωνα με τις προβλέψεις του καταστατικού, μέλη του διοικητικού συμβουλίου (άρθρο 18 παρ. 3 ν. 2190/1920, ως ισχύει), β)η γινομένη δεκτή δυνατότητα άρσεως της αυτοτελείας του νομικού προσώπου, όταν τούτο επιβάλλεται εκ της καλής πίστεως, πρέπει να επιτρέπει την ταύτισή του προς τον πλειοψηφούντα μέτοχο και όταν αυτός ενεργεί, υπό τον μανδύα εταιρικού οργάνου, αντιθέτως προς τη συμφωνία του με το (μόνο) συνεταίρο του και γ) η συμφωνία του συνόλου των μετόχων ανώνυμης εταιρίας, που σχετίζεται με την οργάνωσή της, δεν πρέπει να είναι αδιάφορη για τα όργανα αυτής, όταν συγκροτούνται από τους ιδίους, ατομικώς δεσμευθέντες έναντι αλλήλων, εταίρους. Ομοφώνως κρίνει το Δικαστήριο ότι ο συναφής εκ του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ. τρίτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων κατά το τρίτο μέρος του για έλλειψη νόμιμης βάσης της αναιρεσιβαλλομένης ένεκα υπάρξεως ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών κατά την εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή η απόφαση επί των δεύτερου του κυρίου δικογράφου και δεύτερου του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως λαμβάνεται με πλειοψηφία μιας ψήφου, το δικαστήριο αυτό είναι υποχρεωμένο να παραπέμψει την εκδίκαση της υπόθεσης στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (άρθρο 563 παρ.2 εδ.β του Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παραπέμπει την εκδίκαση των κατά το σκεπτικό λόγων της από 14-12-2004 αιτήσεως και των από 10-3-2005 προσθέτων λόγων αναιρέσεως της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Βιομηχανία Μπισκότων Ειδών Διατροφής Ε.Ι.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Α.Ε.» και των X1 και Χ2 κατά της 7119/2004 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, στην Τακτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Κρίθηκε αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2006 και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, ακροατήριο του στις 5 Ιουνίου 2006.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ