Θέμα
Τρομοκρατία, Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, Προσφυγή.
Περίληψη:
Τρομοκρατία. Απόφαση της «Β' Μονάδας της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας» δυνάμει της οποίας, ο προσφεύγων εντάχθηκε στον σχετικό κατάλογο προσώπων σχετιζομένων με την Τρομοκρατία. Αίτηση ανάκλησης της από τον αιτούντα. Απόρριψη της αίτησης από την παραπάνω Αρχή. Άσκηση Προσφυγής κατά της παραπάνω απόφασης, ενώπιον του Συμβουλίου του Α.Π. Η διαπίστωση της Αρχής, ότι ο αιτών λόγω «ακριβών πληροφοριών» προκύπτει να έχει σχέση με τρομοκρατία δεν κρίνεται αρκετή για να του προσδώσει την ιδιότητα του «σχετιζόμενου με την τρομοκρατία προσώπου», και την ένταξη του στον σχετικό κατάλογο, ενόψει του ότι έχει εκδοθεί αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, το οποίο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος του για συγκρότηση τρομοκρατικής οργάνωσης και συναφείς πράξεις. Γίνεται δεκτή η προσφυγή του αιτούντος.
ΑΡΙΘΜΟΣ 660/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την προσφυγή του αιτούντος - προσφεύγοντος Δ. Μ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρίλαο Λαδή, κατά της 1/10-1-2013 απόφασης της Β' Μονάδας της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης.
Η Β' Μονάδα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, με την ως άνω απόφασή της διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ασκεί τώρα την από 13 Φεβρουαρίου 2013 προσφυγή του κατά της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν και η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 209/2013.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, με αριθμό 46/21.2.2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι) Με την υπ' αριθμ. 20/2012 απόφαση της Β' μονάδας της "Αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ..." [άρθρο 7 ν. 3932/2011] αποφασίστηκε η ένταξη του Δ. Μ. "στον τηρούμενο κατάλογο προσώπων σχετιζομένων με την τρομοκρατία" διότι "με βάση πληροφορίες άλλα στοιχεία που υποβλήθηκαν στην Αρχή από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, και τις δικαστικές αρχές φαίνεται να σχετίζεται με εγκληματική δράση, η οποία εντάσσεται στην έννοια της προβλεπόμενης από το άρθρο 187/Α ΠΚ εγκληματικής συμπεριφοράς". Κατά της άνω αποφάσεως άσκησε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 49 Α § 8 ν. 3691/2008, -ο ανωτέρω- την από 10-1-2013 αίτηση, με την οποία ζητούσε την ανάκλησή της - διότι με το υπ' αριθμ. 209/2012 αμετάκλητο βούλευμα απηλλάγην της σε βάρος του κατηγορίας της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση, της συναφούς κατηγορίας της διακεκριμένης οπλοκατοχής και συνεπώς δεν μπορούσε να χωρήσει δέσμευση των αναφερομένων στην αίτηση περιουσιακών του στοιχείων. Το περιεχόμενο δηλ. της αίτησης ανάκλησης έγκειτο στο αναιτιολόγητο και αντισυνταγματικό της δέσμευσης των αναφερομένων περιουσιακών στοιχείων [ακινήτων - τραπεζικού λογαριασμού] - προφανώς κατ' αυτόν λόγω της ένταξής του στον τηρούμενο κατάλογο προσώπων σχετιζομένων με την τρομοκρατία. Την αίτηση αυτή η άνω αρχή με την 1/10-1-2013 απόφασή της απέρριψε διότι "Από τις ακριβείς πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν και από τα στοιχεία της σε βάρος του ποινικής δικογραφίας προκύπτει σχέση του με την τρομοκρατία. Ειδικότερα, στην κρινόμενη περίπτωση, εκτός των "ακριβών πληροφοριών", έχουν γίνει δεκτά και από το υπ' αριθμ. 209/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών σειρά γεγονότων, τα οποία καταδεικνύουν σαφώς την ύπαρξη σχέσεων του αιτούντα με τους λοιπούς κατηγορουμένους έστω και αν τα γεγονότα αυτά δεν στοιχειοθετούν αξιόποινη τρομοκρατική δράση. (βλ. το υπ' αριθμ. 209/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών σελίδες 59α, 63β, 73α, 74α)". Στην αυτή απόφαση ρητά αναφέρεται επίσης ότι "όσον αφορά το αίτημα για άρση της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων του αιτούντα, αλυσιτελώς προβάλλεται δεδομένου ότι τέτοια δέσμευση δεν έχει διαταχθεί με την ως άνω απόφασή μας, [δηλ. της άνω αρχής]. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε στον αιτούντα στις 17-1-2013 [βλ. το οικείο αποδεικτικό]. Κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης ο ρηθείς Δ. Μ. άσκησε στις 15-2-2013 δια πληρεξουσίου την από 13-2-2013 προσφυγή ενώπιον του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (σε συμβούλιο) προβάλλων ότι η αιτιολογία της αρχής που απέρριψε την αίτηση ανάκλησης της 20/2012 απόφασης της Β' μονάδας αυτής δεν είναι επαρκής [σε σχέση με την παραπομπή στο αναφερόμενο βούλευμα] αφ' ενός και αφετέρου δεν αρκούν οι "ακριβείς πληροφορίες" αφού είναι αόριστες. Με άλλες λέξεις μετά την απαλλαγή του με το 209/2012 βούλευμα του συμβουλίου Εφετών Αθηνών δεν είναι νόμιμη η ένταξη του στον κατάλογο των προσώπων που σχετίζονται με την τρομοκρατία. II) Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 7 Α § 2 εδ. δ του ν. 3691/2008 [-που προστέθηκε με το άρθρο 2 § 2 ν. 3932/2011, ΦΕΚ 49Α/10-3-2011] "... Η μονάδα [της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης ... που ιδρύθηκε με το άρθρο 2 του αυτού νόμου =2 ν. 3932/2011] είναι επίσης αρμόδια για τον προσδιορισμό των φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων που σχετίζονται με την τρομοκρατία και τη δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 49Α" - κατά δε το άρθρο 49 Α §§1, 3 του αυτού νόμου " Η Β μονάδα της αρχής προσδιορίζει τα σχετιζόμενα με την τρομοκρατία φυσικά και νομικά πρόσωπα ή οντότητες, βασιζόμενη σε ακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία που υποβάλλονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου προστασίας του πολίτη ή τις εισαγγελικές, δικαστικές ή άλλες διωκτικές αρχές. Οι πληροφορίες και τα στοιχεία αυτά αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα ή οντότητες που διαμένουν ή εδρεύουν ή κατέχουν περιουσία, σύμφωνα με την έννοια της παρ. 6 του άρθρου 187 Α ΠΚ, στην ημεδαπή και τα οποία διέπραξαν ή διαπράττουν ή αποπειρώνται να διαπράξουν ή συμμετέχουν ή με οποιονδήποτε τρόπο διευκολύνουν την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 187Α ΠΚ, όπως ισχύει ...". Από τις άνω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι η σχετική απόφαση της "Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης εσόδων ..." περί υπαγωγής τινός στον κατάλογο των προσώπων που σχετίζονται με την τρομοκρατία, δεν προϋποθέτει καταδίκη αυτού για πράξη που περιλαμβάνεται στο άρθρο 187Α § 1 ΠΚ, ούτε προϋποθέτει εκκρεμή ποινική δίωξη ή προκαταρκτική εξέταση για τέτοια πράξη, αφού δεν συνιστά μέτρο κατασταλτικής ποινικής φύσεως και δεν γίνεται στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας, αλλά συνιστά αυτοτελές μέτρο αποκλειστικά για προληπτικό ή κατασταλτικό της τρομοκρατίας που λαμβάνεται από ανεξάρτητη διοικητική αρχή στα πλαίσια της αρμοδιότητάς της ως τέτοιας και αρκεί κατά το νόμο η σχετική απόφαση να βασίζεται σε σχετικές και δη ακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία που υποβάλλονται από τις αναφερόμενες υπηρεσίες ή αρχές και αφορούν ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε τρομοκρατική πράξη, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 187Α ΠΚ -πρβλ και άρθρο 48 παρ. 5 ν. 3691/2008. Άλλωστε και αυτό τούτο το άρθρο 49Α ν. 3691/2008 κάνει λόγο "για επιβολή κυρώσεων κατά υπόπτων τρομοκρατίας" και για "σχετιζομένων με την τρομοκρατία φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων", [ενώ όπως είναι γνωστόν, νομικά πρόσωπα ή οντότητες δεν μπορούν να είναι κατηγορούμενοι για ποινικό αδίκημα] και για "ενδιαφερόμενο πρόσωπο" - "οποιουδήποτε προσώπου". Η άνω αρχή όθεν "δικάζει" - πολλώ μάλλον δεν "καταδικάζει". Έτσι και ο Άρειος Πάγος [βλ. ΑΠ 406/2012, ΑΠ 786/2012 κ.α] ρητά δέχεται ότι από "προαναφερόμενες διατάξεις του Ν. 3932/2011, με τις οποίες τροποποιήθηκε το άρθρο 49 του Ν. 3691/2008 και προστέθηκε το άρθρο 49Α, προκύπτει ότι η Β' Μονάδα της Αρχής, μετά την επεξεργασία των πληροφοριών που φθάνουν στην υπηρεσία της από τις αρμόδιες αρχές, εντάσσει τα προσδιοριζόμενα ως σχετιζόμενα με την τρομοκρατία πρόσωπα σε κατάλογο [και δεσμεύει τυχόν υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία]. Τα μέτρα αυτά εντάσσονται στο πλαίσιο της διαφύλαξης της κοινωνίας από πράξεις τρομοκρατίας, αποβλέπουν στην πρόληψη και καταστολή της τρομοκρατίας και της χρηματοδότησής της. Εξάλλου, για τον προσδιορισμό ενός προσώπου ως σχετιζόμενου με την τρομοκρατία δεν προϋποθέτει καταδίκη αυτού, ούτε είναι αναγκαίο να συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επιβολή μέτρων ή διοικητικών κυρώσεων (παρούσα εγκληματική ή άλλου είδους παράνομη δράση), αλλά αρκεί η ύπαρξη έλλογων υπονοιών, ενδείξεων ή πιθανολόγησης, που στηρίζονται σε πληροφορίες, τις οποίες η Β' Μονάδα της Αρχής κρίνει ως "ακριβείς", διότι μόνο έτσι τα παραπάνω μέτρα είναι δυνατόν να εκπληρώσουν τον προληπτικό και μερικές φορές προ-προληπτικό ρόλο τους στον τομέα της πρόληψης και καταστολής της τρομοκρατίας και της χρηματοδότησής της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 49Α του Ν. 3691/2008" και δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ποινή με τις εντεύθεν συνέπειες και δη δήθεν παράβαση άρθρου 1 ΠΚ, 7 Συντ. κλπ. Και αν μεν αυτά ισχύουν για την δέσμευση, ισχύουν κατά μείζονα λόγο για την ένταξη. Εν όψει συνεπώς του άνω σκοπού, αλλά και της φύσεως - συνθέσεως της άνω αρχής αυτή η ίδια εκτιμά τις "ακριβείς πληροφορίες" και δεν απαιτείται να αναφέρονται αυτές, αφού άλλως θα ματαιωνόταν ο άνω σκοπός. Εξ' άλλου κατά το άρθρο 49Α §14 του ν. 3691/2008 που προστέθηκε με το άρθρο 7 ν. 3932/3011, ΦΕΚ. 49Α/10-3-2011, "οι συνεδριάσεις της Μονάδας είναι μυστικές ...". Τέλος από τις διατάξεις των §§ 1, 46, 78, του αυτού νόμου σαφέστατα προκύπτει ότι υπάρχει σαφής διάκριση της ένταξης στον κατάλογο και της δέσμευσης περιουσίας. Εξ άλλου την έννοια της τρομοκρατικής πράξης ορίζει αυθεντικά πλέον το άρθρο 187 Α ΠΚ [που προστέθηκε με το άρθρο 40 §1 ν. 3251/2004, ΦΕΚ 127Α/9-7-2004], και την έννοια της εγκληματικής οργάνωσης το άρθρο 187ΠΚ [βλ. ΑΠ 1040/2011, ΑΠ 1375/2009 και τις Εισηγ. Εκθ. των ν. 3875/2010 και 3251/2004 [όπως αντικ. με το άρθρο 1 § 1 ν. 2928/2001 βλ. σχετ. ΑΠ 1413/2010]. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 49Α§8 του ν. 3691/2008 "Η μονάδα μπορεί να ανακαλέσει την απόφασή της για την ένταξη του ονόματος στο σχετικό κατάλογο [ή τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων] οποιουδήποτε προσώπου ... αν πεισθεί ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι που επέβαλαν τη λήψη της σχετικής απόφασης", κατά δε την §9 του άνω άρθρου "τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή οντότητες, των οποίων η ... αίτηση δεν έγινε δεκτή, μπορούν μέσα σε διάστημα τριάντα ημερών από την επίδοση της απορριπτικής απόφασης της μονάδας, να προσφύγουν ενώπιον του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου, που συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση ως συμβούλιο". Η άνω προσφυγή, φέρει το χαρακτήρα του ειδικού βοηθήματος ενώπιον του δικαστηρίου και σκοπεί ακριβώς αυτή τη δικαστική προστασία του θιγόμενου σύμφωνα με το άρθρο 20§1 Συντ. και 5, 6 Ευρ. ΣΔΑ.
III) Από τα παραπάνω συνάγεται σαφώς ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι το μεν απαράδεκτη διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και δη ότι έχει διαταχθεί δήμευση περιουσιακών στοιχείων του προσφεύγοντος [ενώ κάτι τέτοιο δεν έχει λάβει χώρα με την αρχική απόφαση της οποίας ζητήθηκε η ανάκληση και η οποία απερρίφθη με την καθ' ης η προσφυγή 1/2013 απόφαση της Β' Μονάδας της αρχής καταπολέμησης της Νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ...] το δε είναι αβάσιμη κατά το σκέλος που στρέφεται κατά της 1/2013 απόφασης της άνω αρχής που αναφέρεται στην ένταξη του προσφεύγοντος στον τηρούμενο κατάλογο προσώπων σχετιζομένων με την τρομοκρατία. Ειδικότερα η προσβαλλόμενη απόφαση ρητά αναφέρει αφ' ενός μεν την ύπαρξη "ακριβών πληροφοριών"- για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση εμπιστευτικότητας- αφετέρου την ύπαρξη γεγονότων, που αναφέρονται στο υπ' αριθμ. 209/2012 βούλευμα του συμβουλίου Εφετών Αθηνών και δη στις σελίδες 59α, 63β, 73α, 74α. Από το άνω βούλευμα σαφώς προκύπτει ότι και κατά του προσφεύγοντος ασκήθηκε ποινική δίωξη για 1) τρομοκρατική οργάνωση, 2) προμήθεια και κατοχή εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών βομβών με σκοπό να τις χρησιμοποιήσουν για να προξενήσουν κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα και κίνδυνο για άνθρωπο, 3) διακεκριμένη περίπτωση κατοχής όπλων από κοινού, 4) τρομοκρατικές πράξεις από κοινού κλπ και διενεργήθη κύρια ανάκριση κατά τη διάρκεια της οποίας αρχικά διετάχθη η προσωρινή του κράτηση και ύστερα αντικαταστάθηκε αυτή με περιοριστικούς όρους. Ρητά γίνεται αναφορά στο άνω βούλευμα περί της τρομοκρατικής οργάνωσης "ΣΥΝΟΜΩΣΙΑ ΠΥΡΗΝΩΝ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ" - όπου και λεπτομέρειες - στην οποία συμμετείχαν και οι Γ. Τ., Κ. Σ., Α. Μ., Γ. Κ. και οι οποίοι παραπέμφθησαν στο αρμόδιο δικαστήριο, ο δε προσφεύγων είχε σχέσεις - επαφές με τους Κ. Σ., Γ. Τ., στην κατοχή δε αυτού βρέθηκαν αρχεία κειμένου και ιστοσελίδων κλπ με περιεχόμενο που σχετίζεται με την επίσης τρομοκρατική οργάνωση "17 Νοέμβρη", επίσης περίστροφο εκτόξευσης φλογών, αερίων κλπ και ποσότητα ναρκωτικών. Και ναι μεν το άνω βούλευμα απεφάνθη να μην γίνει κατηγορία κατ' αυτού για τις α, β, γ, δ πράξεις πλην όμως τούτο διότι δεν προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις και δη "καθ' όλες τις υπάρχουσες ενδείξεις ανήκει μεν στον ευρύτερο αναρχικό - αντιεξουσιαστικό χώρο, αλλά δεν προκύπτει ενεργός συμμετοχή του στην οργάνωση, με παρουσία στους χώρους εναπόθεσης - φύλαξης όπλων και εκρηκτικών και δράση στους χώρους αυτούς ..." και παραπέμφθηκε για παράνομη κατοχή όπλου και προμήθεια - κατοχή ναρκωτικής ουσίας για δική του αποκλειστική χρήση. Όπως καθίσταται φανερόν τα άνω στοιχεία δικαιολογούν πλήρως την ένταξη του προσφεύγοντος στον κατάλογο των προσώπων που σχετίζονται με την τρομοκρατία [όπως η τελευταία ορίζεται στο άρθρο 187 Α ΠΚ] και συνεπώς ορθά έκρινε η άνω απόφαση της αρχής. Άλλο το ζήτημα της μη ύπαρξης αποχρωσών ενδείξεων ενοχής και άλλο η ένταξη στον ρηθέντα κατάλογο. Η μη ύπαρξη του πρώτου δεν αναιρεί την ύπαρξη του δεύτερου, αφού άλλες είναι οι προϋποθέσεις εκάστου των ζητημάτων αυτών και δη το δεύτερο είναι και ελάσσον του πρώτου. Να σημειωθεί δε ειδικά στο σημείο αυτό ότι δεν πρόκειται περί απλών σχέσεων - επαφών αλλά περί τοιούτων "στα πλαίσια του ευρύτερου αναρχικού χώρου", ήτοι περί τοιούτων εν γνώσει της δράσης εκάστου και εν όψει αυτής. Πρέπει επομένως να απορριφθεί η υπό κρίση προσφυγή.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω όπως απορριφθεί η από 13-2-2013 προσφυγή του Δ. Μ. κατά της 1/2013 απόφασης της Β' Μονάδας της αρχής καταπολέμησης της Νομιμοποίησης εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Αθήνα 21 Φεβρουαρίου 2013. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κονταξής."
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν. 3691/2008, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν 3932/2011, συνιστάται "Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης" (εφεξής "Αρχή"). Σκοπός της αρχής είναι η λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη και καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ' έως και ιε' της παρ. 1 του άρθρου 3213/2003. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7Α του ίδιου νόμου 3691/2008, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011 η Αρχή απαρτίζεται από τρεις αυτοτελείς Μονάδες, με διακριτές αρμοδιότητες, προσωπικό και υποδομές, υπό κοινό Πρόεδρο. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού (7Α) με τον τίτλο Β' Μονάδα Οικονομικών Κυρώσεων κατά Υπόπτων Τρομοκρατίας, η Β' Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και δύο μέλη, πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από επιστημονικό προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Το προσωπικό της Μονάδας συγκεντρώνει και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Αρχή από τις αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές ή περιέρχονται σε αυτήν με οποιονδήποτε τρόπο και αφορούν στην τέλεση πράξης από αυτές που περιγράφονται στο άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα. Ομοίως, από φορείς της αλλοδαπής, με τους οποίους και συνεργάζεται για την παροχή κάθε δυνατής συνδρομής. Η Μονάδα είναι επίσης αρμόδια για τον προσδιορισμό των φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων που σχετίζονται με την τρομοκρατία και τη δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 49Α. Τέλος, στο άρθρο 49Α του Ν 3691/2008, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 7 του Ν 3932/2011, ορίζονται τα εξής: "1. Η Β' Μονάδα της Αρχής προσδιορίζει τα σχετιζόμενα με την τρομοκρατία φυσικά και νομικά πρόσωπα ή οντότητες, βασιζόμενη σε ακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία που υποβάλλονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ή τις εισαγγελικές, δικαστικές ή άλλες διωκτικές αρχές. Οι πληροφορίες και τα στοιχεία αυτά αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα ή οντότητες που διαμένουν ή εδρεύουν ή κατέχουν περιουσία, σύμφωνα με την έννοια της παρ. 6 του άρθρου 187Α ΠΚ, στην ημεδαπή και τα οποία διέπραξαν ή αποπειρώνται να διαπράξουν ή συμμετέχουν ή με οποιονδήποτε τρόπο διευκολύνουν την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 187Α ΠΚ, όπως ισχύει. Ειδικότερα, στη Μονάδα υποβάλλονται τα εξής: α) τα αποδεικτικά στοιχεία ή οι πληροφορίες οποιουδήποτε είδους που προέκυψαν από τη διενέργεια ελέγχων σε βάρος νομικών προσώπων ή οντοτήτων που ανήκουν ή ελέγχονται από τρομοκράτες ή τρομοκρατικές οργανώσεις ή σε βάρος φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων που είτε βοηθούν ή παρέχουν οικονομική, υλική, τεχνολογική ή οποιαδήποτε άλλη υποστήριξη με σκοπό την υποβοήθηση τρομοκρατικών ενεργειών, είτε συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με τρομοκράτες ή τρομοκρατικές οργανώσεις, β) οι ασκηθείσες ποινικές διώξεις για τρομοκρατικές πράξεις ή χρηματοδότηση τρομοκρατών ή τρομοκρατικών οργανώσεων, γ) οι καταδικαστικές αποφάσεις για την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων και δ) οι καταδικαστικές αποφάσεις για τη χρηματοδότηση μεμονωμένων τρομοκρατών ή τρομοκρατικών οργανώσεων. Η Μονάδα συντάσσει και τηρεί κατάλογο που περιλαμβάνει τα ονόματα των προσδιοριζομένων ως σχετιζόμενων με την τρομοκρατία φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων, καταχωρίζοντας σε αυτόν επαρκή συμπληρωματικά στοιχεία που επιτρέπουν την αποτελεσματική διαπίστωση της ταυτότητάς τους, διευκολύνοντας έτσι την αποφυγή λήψης μέτρων κατά εκείνων που φέρουν το αυτό ή παρόμοιο όνομα, επωνυμία ή διακριτικό τίτλο. 2. Η μονάδα ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση όλα τα υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 5 και ζητεί επισταμένη έρευνα για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων πάσης φύσεως των αναφερόμενων φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων. Τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να παράσχουν αμελλητί τα απαιτούμενα στοιχεία. Σε διαφορετική περίπτωση, υπόκεινται στις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 52.
3. Με την επιφύλαξη τυχόν ενεργειών των αρμόδιων εισαγγελικών αρχών, η μονάδα με απόφασή της διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο, καθώς και των περιουσιακών στοιχείων που ελέγχουν μέσω παρένθετων προσώπων ή κατέχουν μαζί με άλλους, την απαγόρευση κίνησης λογαριασμών και ανοίγματος τραπεζικών θυρίδων, την απαγόρευση παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στα ανωτέρω πρόσωπα, υπό την έννοια του στοιχείου 3 του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου, όπως ισχύει, καθώς και τη λήψη κάθε άλλου αναγκαίου μέτρου αν συντρέχουν προς τούτο σοβαροί δικαιολογητικοί λόγοι. Η δέσμευση εκτείνεται και στις προσόδους των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων. Ως δέσμευση, υπό την έννοια του παρόντος νοείται η απαγόρευση οποιασδήποτε κίνησης, μεταβίβασης, μεταβολής, χρήσης ή διαπραγμάτευσης περιουσιακών στοιχείων, η οποία θα καθιστούσε δυνατή τη χρησιμοποίησή τους, περιλαμβανομένης και της διαχείρισης χαρτοφυλακίων ... 6. Η Μονάδα προβαίνει στην εξέταση των στοιχείων και πληροφοριών που της υποβάλλονται κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 ή των αιτημάτων της παραγράφου 4 και αποφασίζει χωρίς καθυστέρηση για την ένταξη στον κατάλογο ή τη δέσμευση περιουσίας. 7. Η επίδοση της απόφασης της Μονάδας στα φυσικά και νομικά πρόσωπα ή οντότητες γίνεται κατά το άρθρο 155 παρ. 1 εδάφιο α' ΚΠΔ, αμέσως μετά την ένταξη των ονομάτων τους στον κατάλογο ή τη δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων. 8. Η Μονάδα μπορεί να ανακαλέσει την απόφασή της για την ένταξη του ονόματος στο σχετικό κατάλογο ή τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου ή οντότητας, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από σχετική αίτηση του προσδιοριζόμενου στην απόφαση πραγματικού δικαιούχου ή οποιουδήποτε τρίτου έχει έννομο συμφέρον, επί της οποίας αποφαίνεται εντός δέκα ημερών, αν πεισθεί ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι που επέβαλαν τη λήψη της σχετικής απόφασης. 9. Τα φυσικά πρόσωπα ή οντότητες, των οποίων η ανωτέρω αίτηση δεν έγινε δεκτή, μπορούν σε διάστημα τριάντα ημερών από την επίδοση της απορριπτικής απόφασης της Μονάδας, να προσφύγουν ενώπιον του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου, που συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση ως συμβούλιο. 10. Το συμβούλιο του Αρείου Πάγου αποφαίνεται για την προσφυγή που ασκείται κατά την προηγούμενη παράγραφο ...".
Στην προκείμενη περίπτωση, η Β' Μονάδα της Αρχής, με την 20/13-9-2012 απόφασή της, αποφάσισε την ένταξη του Δ. Μ. του Ι., ..., στον τηρούμενο κατάλογο προσώπων σχετιζομένων με την τρομοκρατία. Η κρίση της αρχής στηρίχθηκε "στις πληροφορίες αλλά και στοιχεία που υποβλήθηκαν στην Αρχή από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και τις δικαστικές αρχές, από τις οποίες φαίνεται να σχετίζεται με εγκληματική δράση, η οποία εντάσσεται στην έννοια της προβλεπόμενης από το άρθρο 187Α Π.Κ. εγκληματικής συμπεριφοράς". Ο ανωτέρω, με την από 21-12-2012, αίτηση ενώπιον της Αρχής, ζήτησε την ανάκληση της απόφασης για την ένταξή του στον κατάλογο, και τη δέσμευση της περιουσίας του, (καίτοι δεν είχε διαταχθεί τέτοια δέσμευση) η οποία απορρίφθηκε με την 1/10-1-2013 απόφαση της Β' Μονάδας της Αρχής. Ο προσφεύγων, με την ένδικη από 13-2-2013, προσφυγή, που κατατέθηκε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 15-2-2013, επιδιώκει την ακύρωση της ανωτέρω 1/10-1-2013, αποφάσεως της Αρχής και τη διαγραφή του από τον κατάλογο των προσώπων που σχετίζονται με την τρομοκρατία για τους λόγους που αναφέρει σ' αυτή. Η προσφυγή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 49Α παρ. 9 του Ν 3691/2008, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 7 του Ν 3932/2011 και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
ΙΙ. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1/10-1-2013 απόφασης της Β' Μονάδας της Αρχής, προκύπτει ότι για την έκδοσή της λήφθηκαν υπόψη, αναλύθηκαν και αξιολογήθηκαν ως προς τα κρίσιμα σημεία τους: 1. Τα άρθρα 187 και 187Α ΠΚ όπως ισχύουν σήμερα, 2. Τα άρθρα 49 και 49Α του Ν 3691/2008, όπως τροποποιήθηκε με το Ν 3932/2011, 3. Ο Κανονισμός (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου, 4. Η από 10-01-2000 Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών που κυρώθηκε με το Ν 3034/2002, 5. Το υπ' αριθμό 209/2012 βούλευμα του Συμβουλίου εφετών Αθηνών. Η απόφαση περιέχει τις ακόλουθες αιτιολογίες "Από τη μελέτη και αξιολόγηση των παραπάνω στοιχείων η Μονάδα κατέληξε στα εξής συμπεράσματα: Α) για τη λήψη των ειδικών περιοριστικών μέτρων που προβλέπονται από τις προαναφερθείσες διατάξεις και κυρίως αυτών του προσδιορισμού προσώπου (φυσικού ή νομικού) ως σχετιζομένου με την τρομοκρατία και της ένταξής του στον προβλεπόμενο από τις παραπάνω διατάξεις κατάλογο δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη για τρομοκρατική πράξη ούτε παραπομπή, ούτε καν ποινική δίωξη για τέτοια πράξη και αρκεί η ύπαρξη " ακριβών πληροφοριών", οι οποίες στηρίζουν έλλογη και εύλογη κρίση της Β' Μονάδας για την ύπαρξη σχέσης του προσώπου αυτού με την εν γένει τρομοκρατική δράση. Άλλωστε, μόνο έτσι τα παραπάνω μέτρα είναι δυνατό να εκπληρώσουν τον προληπτικό και ενίοτε προ-προληπτικό ρόλο τους στον τομέα της πρόληψης και καταστολής της τρομοκρατίας και της χρηματοδότησής της, όπως ο ρόλος αυτός διαγράφεται και προσδιορίζεται από τις νομικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν, αλλά και από πλήθος άλλων σχετικών διατάξεων τις οποίες η χώρα μας έχει αναλάβει την υποχρέωση να εφαρμόζει. Β. Από τις ακριβείς πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν και από τα στοιχεία της, σε βάρος του αιτούντος Μ. Δ. του Ι., ποινικής δικογραφίας προκύπτει σχέση του με την τρομοκρατία. Ειδικότερα, στην κρινόμενη περίπτωση, εκτός των "ακριβών πληροφοριών", έχουν γίνει δεκτά και από το υπ' αριθ. 209/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών σειρά γεγονότων, τα οποία καταδεικνύουν σαφώς την ύπαρξη σχέσεων του αιτούντα με τους λοιπούς κατηγορούμενους, έστω, και αν τα γεγονότα αυτά δεν στοιχειοθετούν αξιόποινη τρομοκρατική δράση. (βλ. το υπ' αριθμ. 209/2012 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών σελίδες 59α, 63β, 73α, 74α). Κατά συνέπεια, η ένταξή του στο σχετικό κατάλογο είναι σύμφωνη με τα προβλεπόμενα από το νόμο και η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα. Όσον αφορά το αίτημα για άρση της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων του αιτούντα, αλυσιτελώς προβάλλεται, δεδομένου ότι τέτοια δέσμευση δεν έχει διαταχθεί με την ως άνω απόφασή μας".
ΙΙΙ. Καθόσον αφορά τον προσφεύγοντα προέκυψε ότι εις βάρος του ασκήθηκε ποινική δίωξη για τα αδικήματα α) της συγκρότησης τρομοκρατικής οργάνωσης (άρθρο 187 Α παρ.4 Π.Κ.), β) της τέλεσης τρομοκρατικών πράξεων προμήθειας κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών υλών - μηχανισμών - βομβών με σκοπό να τα χρησιμοποιήσει, για να προξενήσει κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα και κίνδυνο για άνθρωπο, από κοινού, (άρθρα 45, 187 Α παρ. Ια ι', 272 παρ.1 Π.Κ.) και γ) της τέλεσης τρομοκρατικών πράξεων διακεκριμένης κατοχής όπλων πυρομαχικών με σκοπό τον παράνομο εφοδιασμό ομάδων και οργανώσεων (άρθρα 187 Α § 1 περ. κα ' ΠΚ). Στα πλαίσια της παραπάνω δίωξης, απολογήθηκε αρχικά ενώπιον της Ανακρίτριας του 31ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών και συμπληρωματικά ενώπιον του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή Αθηνών, ο οποίος με την 3/2011 διάταξή του, του επέβαλε, ως περιοριστικό όρο, την καταβολή του ποσού των 2.000 Ευρώ, ως εγγύηση. Κατά τη διάρκεια της εις βάρος του τακτικής ανάκρισης, η οποία διενεργήθηκε από τον ως άνω, Ειδικό Εφέτη Ανακριτή, είχαν διερευνηθεί όλα τα περιουσιακά του στοιχεία, καθώς και οι κινήσεις του τραπεζικού λογαριασμού που βρίσκεται στο όνομα του, και δεν κρίθηκαν επιλήψιμα, για το λόγο αυτό και δε διατάχθηκε η δήμευση των περιουσιακών του στοιχείων. Τέτοια δήμευση δε διατάχθηκε ούτε από την παραπάνω αρχή. Στη συνέχεια, μετά το πέρας της παραπάνω ανάκρισης, με το υπ' αριθ. 209/2012, αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, παραπέμφθηκαν να δικαστούν δέκα (10) μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης " ΣΥΝΟΜΩΣΙΑ ΠΥΡΗΝΩΝ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ", για τα αδικήματα α) της συγκρότησης τρομοκρατικής οργάνωσης (άρθρο 187 Α παρ.4 Π.Κ.), β) της κατοχής εκρηκτικών υλών - μηχανισμών - βομβών με σκοπό να τα χρησιμοποιήσουν για να προξενήσουν κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα και κίνδυνο για άνθρωπο από κοινού, (άρθρα 45, 187 Απαρ. Ια ι', 272 παρ.1 Π.Κ.) κ.λ.π. αδικήματα, ενώ ο προσφεύγων απηλλάγη των εις βάρος του, ως άνω, κατηγοριών, α) της συγκρότησης τρομοκρατικής οργάνωσης (άρθρο 187 Α παρ.4 Π.Κ.), β) της τέλεσης τρομοκρατικών πράξεων προμήθειας κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών υλών - μηχανισμών - βομβών με σκοπό να τα χρησιμοποιήσει, για να προξενήσει κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα και κίνδυνο για άνθρωπο από κοινού, (άρθρα 45, 187 Α παρ. Ια ι', 272 παρ.1 Π.Κ.) γ) της τέλεσης τρομοκρατικών πράξεων διακεκριμένης κατοχής όπλων πυρομαχικών με σκοπό τη διάθεσή τους σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος και τον παράνομο εφοδιασμό ομάδων και οργανώσεων (άρθρα 187 Α § 1 περ. κα' ΠΚ), δ) της πλαστογραφίας με σκοπό την προπαρασκευή του εγκλήματος της παρ. 1 του άρθρου 187Α του ΠΚ και ε) της αντιποίησης αρχής (175 παρ.1 ΠΚ), ενώ παραπέμφθηκε να δικαστεί μόνο α) για παράνομη κατοχή όπλου και β) προμήθεια και κατοχή μικροποσότητας ινδικής κάνναβης, προς ιδία αποκλειστικά χρήση. Ήδη, το Γ' Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών στο οποίο παραπέμφθηκε η ως άνω υπόθεση της "ΣΥΝΟΜΩΣΙΑΣ ΠΥΡΗΝΩΝ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ", διέταξε το διαχωρισμό της πλημμεληματικού χαρακτήρα υπόθεσής του που προαναφέρθηκε, για παράνομη κατοχή όπλου και προμήθειας και κατοχής μικροποσότητας ινδικής κάνναβης, από την κύρια υπόθεση, παραπέμποντάς τον στο αρμόδιο Μονομελές Πλημ/κείο (βλ. απόσπασμα της υπ' αρ. 7031/2012 απόφασης του Γ' Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών). Στις σκέψεις της Εισαγγελικής πρότασης του ως άνω υπ' αριθμό 209/2012 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, τις οποίες υιοθέτησε και το Συμβούλιο, αναφέρεται κατά λέξη ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις πράξεις που τους αποδίδονται, "πλην των κατηγορουμένων Χ. Π. και Δ. Μ., oι οποίοι καθ' όλες τις υπάρχουσες ενδείξεις, ανήκουν μεν στον ευρύτερο αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο, αλλά δεν προκύπτει ενεργός συμμετοχή τους στην οργάνωση, με παρουσία τους στους χώρους εναπόθεσης-φύλαξης όπλων και εκρηκτικών και δράση στους χώρους αυτούς, πέραν της απλής γνωριμίας τους με ορισμένους εκ των κατηγορουμένων στα πλαίσια του ευρύτερου αναρχικού χώρου" (βλ. 132α φύλλο βουλεύματος). Και ναι μεν στις σελίδες 59α και 63β, του παραπάνω βουλεύματος, στις οποίες παραπέμπει η προσβαλλόμενη 1/10-1-2013 απόφαση της παραπάνω Αρχής, αναφέρονται οι σχέσεις του προσφεύγοντος με κάποιους εκ των συγκατηγορουμένων του, (στις σελίδες 73α και 74α, στις οποίες παραπέμπει η παραπάνω απόφαση της Αρχής, αναφέρονται μόνο η κατοχή του όπλου και της μικροποσότητας κάνναβης), όμως, οι σχέσεις ακριβώς αυτές χαρακτηρίστηκαν από το ίδιο βούλευμα, όπως προαναφέρθηκε, ως σχέσεις στα πλαίσια του ευρύτερου αναρχικού χώρου. Ενώ δηλαδή το βούλευμα αποφάνθηκε ότι αυτές οι γνωριμίες ήταν "απλές στα πλαίσια του ευρύτερου αναρχικού χώρου ...", η Αρχή με την προσβαλλομένη απόφασή της τις ανάγει σε επαρκείς για την ένταξή του προσφεύγοντα στον κατάλογο προσώπων σχετιζομένων με την τρομοκρατία. Με τον τρόπο αυτό τίθεται εκποδών το κατά τα άνω αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και κάμπτεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου που απορρέει από αυτό. Εξάλλου, η αναφορά σε μεμονωμένα σημεία του βουλεύματος δε μπορεί να οδηγήσει σε αγνόηση του συμπεράσματος, στο οποίο αυτό κατέληξε αποτιμώντας αυτά ακριβώς τα στοιχεία. Είναι γεγονός, ότι στο προαναφερθέν άρθρο 49Α του Ν. 3691/2008, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3932/2011 ορίζονται ότι η Β' Μονάδα της Αρχής προσδιορίζει τα σχετιζόμενα με την τρομοκρατία φυσικά και νομικά πρόσωπα ή οντότητες, βασιζόμενη σε "ακριβείς πληροφορίες" ή στοιχεία που υποβάλλονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ή τις εισαγγελικές, δικαστικές ή άλλες διωκτικές αρχές, οι πληροφορίες και τα στοιχεία αυτά αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα ή οντότητες που διαμένουν ή εδρεύουν ή κατέχουν περιουσία, σύμφωνα με την έννοια της παρ. 6 του άρθρου 187Α του ΠΚ, στην ημεδαπή και τα οποία διέπραξαν ή διαπράττουν ή αποπειρώνται να διαπράξουν ή συμμετέχουν ή με οποιονδήποτε τρόπο διευκολύνουν την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων. Όμως, είναι σαφές, ότι ο νόμος αρκείται στις "ακριβείς πληροφορίες", όταν ελλείπουν άλλα στοιχεία που υποβάλλονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ή τις εισαγγελικής, δικαστικές ή άλλες διωκτικές αρχές. Αυτό συμβαίνει προφανώς, προκειμένου να μην υπεκφεύγουν της σχετικής δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων και του ελέγχου αυτών και πρόσωπα, κατά των οποίων είτε δεν ασκήθηκε ακόμα ποινική δίωξη, είτε εκκρεμεί ακόμη η ποινική δίωξη, χωρίς να έχει καταστεί αμετάκλητη σχετική δικαστική απόφαση. Δεν είναι, όμως, στο πνεύμα του νόμου, να υπερισχύουν οι άγνωστες και αόριστες "ακριβείς πληροφορίες", ενός απαλλακτικού βουλεύματος, όπως εν προκειμένω συμβαίνει, υπό την κρίση του Συμβουλίου του οποίου, αναμφισβήτητα, τέθηκαν πλείονα στοιχεία, πέραν εκείνων που στήριξαν την κρίση της Αρχής. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η καταχώρηση του προσφεύγοντος στον κατάλογο των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων, δεν είναι δικαιολογημένη, μετά την έκδοση του παραπάνω βουλεύματος, και συνεπώς η προσβαλλόμενη, υπ' αριθ. πρωτ. 1/10-1-2013 απόφαση της Β' Μονάδας της Αρχής, η οποία έκρινε αντίθετα και απέρριψε την αίτηση του προσφεύγοντος για ανάκληση της 20/13-9-2012 απόφασής της, κατά το μέρος, που αφορά την ένταξή του στον κατάλογο των προσώπων των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία, δεν είναι δικαιολογημένη.
Συνεπώς, η προσφυγή που επιδιώκει τη διαγραφή του προσφεύγοντος από ως άνω κατάλογο, πρέπει να γίνει δεκτή και να εξαφανιστεί η υπ' αριθ. πρωτ. 1/10-1-2013 απόφαση της Β' Μονάδας της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, με την οποία απορρίφθηκε η από 21-12-2012 αίτηση του προσφεύγοντα για ανάκληση της υπ' αριθ. 20/13-9-2012 απόφαση της ίδιας Αρχής, δυνάμει της οποίας ο προσφεύγων εντάχθηκε στον τηρούμενο κατάλογο προσώπων σχετιζομένων με την τρομοκρατία.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται την από 13 Φεβρουαρίου 2013 προσφυγή του Δ. Μ. του Ι., κατοίκου ..., κατά της 1/10-1- 2013 αποφάσεως της Β' Μονάδας της "Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης".
Εξαφανίζει την παραπάνω 1/10-1-2013 απόφαση της Β' Μονάδας της παραπάνω Αρχής, με την οποία απορρίφθηκε η από 21-12-2012 αίτηση ανάκλησης της υπ' αριθμ. 20/13-9-2012 απόφασης της ίδιας Αρχής, δυνάμει της οποίας ο προσφεύγων εντάχθηκε στον τηρούμενο κατάλογο προσώπων σχετιζομένων με την τρομοκρατία. Και
Διατάσσει τη διαγραφή του προσφεύγοντος, από τον τηρούμενο, στην ως άνω Αρχή, κατάλογο προσώπων σχετιζομένων με την τρομοκρατία.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ