Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1543 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Ισχυρισμός αυτοτελής, Απόπειρα, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Συρροή εγκλημάτων, Βρασμός ψυχικής ορμής, Καταλογισμού ικανότητα.




Περίληψη:
Απόπειρα ανθρωποκτονία κατά συρροή από πρόθεση σε βρασμό ψυχής ορμής με ενδεχόμενο δόλο. Τι απαιτείται για την ύπαρξη του στοιχείου της ψυχικής ορμής. Ανάγνωση περικοπών καταθέσεων μαρτύρων στην προδικασία. Λόγοι αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα, διότι λήφθηκαν υπόψη έγγραφα που δεν αναγνώστηκαν (καταθέσεις μαρτύρων στην προδικασία) χωρίς να γίνεται μνεία στα πρακτικά. Ισχυρισμοί ότι στοιχειοθετείται το αδίκημα της συμπλοκής (άρθρ. 313 ΠΚ) ή των σωματικών βλαβών των άρθρων 309, 308 και 310 ΠΚ. Αιτιολογία αυτοτελών ισχυρισμών περί εφαρμογής του άρθρ. 34 του ΠΚ και του περί ελαφρυντικών του άρθρ. 84 παρ. 2 στοιχ. β, γ, δ και ε. Πρέπει να είναι ορισμένοι. Η έλλειψη των προϋποθέσεων του άρθρ. 34 ΠΚ δεν απαιτείται να αιτιολογείται αν δεν προβληθεί σχετικός ισχυρισμός. Λόγοι που αφορούν εκτίμηση αποδείξεων. Απόρριψη όλων των λόγων.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1543/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Απόστολο Καραγιάννη και Λάμπρο Μπρεάνο, περί αναιρέσεως της 593, 594, 595/2008 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.

Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Φεβρουαρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 306/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του ΠΚ όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και, κατά τη διάταξη του άρθρου 27 του ίδιου Κώδικα, με πρόθεση πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης και επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα αυτά περιστατικά και τα αποδέχεται. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση προϋποθέτει, αντικειμενικά μεν την αφαίρεση ζωής άλλου, με θετική ενέργεια ή και ακόμη με την παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο και υποκειμενικά δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο, που συνίσταται, ο μεν άμεσος, στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της θανάτωσης του άλλου, ο δε ενδεχόμενος, στην αποδοχή του ενδεχομένου αποτελέσματος της θανάτωσης του άλλου. Ειδικότερα επί ενδεχομένου δόλου, ο υπαίτιος δεν θέλει μεν ούτε επιδιώκει το εγκληματικό αποτέλεσμα, το προβλέπει όμως ως ενδεχόμενη συνέπεια της ενέργειας ή παραλείψεως του και το αποδέχεται. Απαιτείται δηλαδή πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος και αποδοχή του. Η αποδοχή ειδικότερα του εγκληματικού αποτελέσματος, αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πεποίθηση (πίστη) ή την ελπίδα ή την ευχή αποφυγής του (μη επελεύσεώς του), η οποία πεποίθηση, ελπίδα ή ευχή, αποτελεί, κατά το άρθρο 28 του ΠΚ, στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του ενδεχόμενου δόλου και ενσυνείδητης αμέλειας, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό και των δύο τούτων στοιχείο. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ. 1 και 299 του ΠΚ, προκύπτει ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, βρίσκεται σε απόπειρα, όταν εκείνος που το αποφάσισε, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του, τέτοια δε θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη ή παράλειψη οφειλόμενης ενεργείας αυτού (άρθρο 15 ΠΚ), η οποία σε περίπτωση επιτυχούς εκβάσεώς της οδηγεί στην πραγμάτωση της αντικειμενικής του υποστάσεως, επιφέρει δηλαδή τη θανάτωση του παθόντος, καθώς και εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια ή σε τέτοιο οργανικό σύνδεσμο με την ανωτέρω πράξη (ενέργεια ή παράλειψη), ώστε, κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα και συστατικό μέρος αυτής, ενόψει του όλου σχεδίου του δράστη. Επίσης από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του προαναφερόμενου άρθρου του ΠΚ, συνάγεται περαιτέρω ότι, για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη, είτε κατά την απόφαση, είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως, μολονότι αυτό δεν αναφέρεται ρητώς στη διάταξη, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της αποφάσεως και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας, γιατί, αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από αυτά τα στάδια, δεν συντρέχουν οι όροι της παραγράφου 2 του άρθρου 299 ΠΚ, για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλαδή την επιβολή πρόσκαιρης αντί ισόβιας κάθειρξης, θεωρείται ότι υπάρχει βρασμός ψυχικής ορμής, όταν λαμβάνει χώρα αιφνίδια υπερδιέγερση ενός συναισθήματος ή πάθους, όπως οργής, φόβου κλπ, η οποία εξελίχθηκε τέτοια ψυχική κατάσταση ώστε να αποκλείει από τον δράστη τη δυνατότητα να σταθμίσει τα αίτια που τον ωθούν στην τέλεση της πράξεως και εκείνα που τον συγκρατούν από αυτήν, χωρίς όμως να φθάσει μέχρι τη διατάραξη της συνειδήσεώς του, με συνέπεια την ανικανότητα ή μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό κατά τα άρθρα 34 και 36 του ΠΚ. Ο βρασμός ψυχικής ορμής είναι μια διατάραξη της συνείδησης, που περιορίζεται μόνο στην υπερένταση του συναισθήματος και του πάθους και δεν απαιτείται εντεύθεν η συναγωγή αξιολογικής κρίσης ότι συνεπεία τούτου επήλθε και ουσιαστική μείωση της ικανότητας του δράστη να αντιληφθεί το άδικο χαρακτήρα της πράξης ή να ενεργήσει σύμφωνα με τη συνείδησή του γι' αυτό. Επίσης από τη διάταξη του άρθρου 313 ΠΚ προκύπτει ότι στοιχεία του εγκλήματος της συμπλοκής είναι ο δόλος του δράστη που ενέχει τη γνώση αυτού ότι πρόκειται περί συμπλοκής πολλών (τουλάχιστον τριών) και τη θέληση αυτού να λάβει μέρος εις αυτή καθ' οιονδήποτε τρόπο. Μεταξύ του παραπάνω εγκλήματος της ανθρωποκτονίας και της συμπλοκής, αν κάποιος από τους συμπλακέντες ευθύνεται ειδικά για πράξη ανθρωποκτονίας, υπάρχει αληθινή συρροή, αφού πρόκειται για ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολάσιμες αξιόποινες πράξεις, συγκείμενες από ιδιαίτερα στοιχεια και κανένα απ' αυτά δεν απορροφάται από το άλλο, καθόσον δεν αποτελεί κανένα συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση του άλλου ή κατά νόμο αναγκαίο μέσο τελέσεως ή την αναγκαία συνέπεια αυτού. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 α του ΠΚ, όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, και κατά την όμοια του άρθρου 309 του ίδιου Κώδικα, αν η πράξη του άρθρου 308 τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική του βλάβη (άρθρ. 310 παρ. 2 ΠΚ) επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απλής σωματικής βλάβης ( άρ. 308) απαιτείται πρόκληση σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας άλλου και δόλος του δράστη κατευθυνόμενος στην παραγωγή αυτών των αποτελεσμάτων, ενώ η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης συνίσταται στην πρόκληση της κατά το άρθρο 308 παρ. 1 σωματικής βλάβης κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του παθόντα ή βαριά σωματική βλάβη αυτού, όπως αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 310 παρ. 2 του Π.Κ., ενώ για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού απαιτείται δόλος, δηλαδή γνώση της αφηρημένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση του υπαιτίου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι καταρχήν αναγκαίο να δικαιολογείται, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο δόλο και να αιτιολογείται ιδιαίτερα η ύπαρξή του και ειδικότερα τόσο το στοιχείο της πρόβλεψης του εγκληματικού αποτελέσματος, όσο και το στοιχείο της αποδοχής του.
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Aθηνών, με την την προσβαλλόμενη απόφασή του καταδίκασε τον αναιρεσείoντα για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση, σε βρασμό ψυχικής ορμής, με ενδεχόμενο δόλο, κατά συρροή, όπως δε προκύπτει από τα αλληλοσυμπληρούμενα σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, το Δικαστήριο δέχθηκε, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "... Ο ΑΑ, ξυλουργός είχε αναλάβει την εκτέλεση ξυλουργικών εργασιών σε υπό ανέγερση οικοδομή επί της οδού ..., στην ... και δη παραπλεύρως στον αριθμό ... όπου βρίσκεται η κατοικία του κατηγορουμένου. Το συνεργείο του ΑΑ αποτελούσαν οι, ο αδελφός του BB, ΓΓ, ΔΔ, ΕΕ και ΣΤ, γιος του αδελφού του. Στις 24/6/1999 ο BBστάθμευσε το ΑΡΑ 1391 ΙΧΕ αυτοκίνητο του, εργοστασίου κατασκευής LADA με το οποίο μετέβη στον τόπο της εργασίας του, μπροστά στην είσοδο του χώρου στάθμευσης (γκαράζ) της οικίας του κατηγορουμένου, σε τρόπο ώστε απέκλειε την είσοδο και έξοδο απ' αυτόν των αυτοκινήτων. Στις 11.30' της ίδιας ημέρας ο κατηγορούμενος προσπάθησε να εξέλθει με το αυτοκίνητο του από τον στεγασμένο χώρο σταθμεύσεως και διαπίστωσε την ύπαρξη στην είσοδο αυτού του σταθμευμένου ως άνω αυτοκινήτου και αμέσως άρχισε, με παρατεταμένο κορνάρισμα του αυτοκινήτου του, να ειδοποιεί τον ιδιοκτήτη του σταθμευμένου αυτοκινήτου να έλθει να το απομακρύνει. Σε λίγο εμφανίσθηκε ο BB και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο του για να το απομακρύνει. Μόλις τον είδε ο κατηγορούμενος άρχισε να βρίζει με τις φράσεις "αλήτες, πούστηδες, κωλόπαιδα, μου έχετε κάνει τη ζωή μαύρη", εννοώντας ότι κάποιοι από τους εργαζόμενους στην παρακείμενη οικοδομή, το τελευταίο διάστημα, απέκλειαν την είσοδο του χώρου σταθμεύσεως με τα αυτοκίνητα που στάθμευαν εκεί. Αμέσως δημιουργήθηκε φραστικό επεισόδιο με ανταλλαγή εκατέρωθεν ύβρεων σε έντονο ύφος, κατά τη διάρκεια του οποίου ο κατηγορούμενος εξήγαγε από την τσέπη του παντελονιού του ένα ημιαυτόματο πιστόλι, τύπου Ζastava γιουγκοσλαβικής κατασκευής με γεμιστήρα που περιείχε έξι φυσίγγια. Ακούγοντας τους διαπληκτισμούς ο ΑΑ, που εργάζονταν στην γειτονική κατά τα άνω οικοδομή προσέτρεξε σε βοήθεια του αδελφού του. Όπως καταθέτει, ο εν λόγω ΑΑ, παρά την διάθεση του να βοηθήσει τον κατηγορούμενο, όπως θα λεχθεί κατωτέρω, δεν κρατούσε κάτι στα χέρια του, ούτε τα ως άνω λοιπά μέλη του συνεργείου του, που μετ' ολίγο προσέτρεξαν στον τόπο του επεισοδίου, που λάμβανε χώρα, όπως θα λεχθεί, έξω από το γκαράζ, κρατούσαν στα χέρια τους διάφορα αντικείμενα ή εργαλεία με τα οποία θα μπορούσαν να επιτεθούν στον κατηγορούμενο, παρότι οι ίδιοι, για πρώτη φορά στο παρόν Δικαστήριο και με την αυτή διάθεση να βοηθήσουν, όπως θα λεχθεί και για τον λόγο που θα εκτεθεί, τον κατηγορούμενο, καταθέτουν ότι κρατούσαν κάποιο από τα εργαλεία τους. Ενώ πλησίαζαν οι ανωτέρω στην είσοδο του χώρου στάθμευσης ο BB, απομακρυνόμενος λόγω του φόβου που του προκάλεσε η θέα του όπλου, τους κατέστησε προσεκτικούς, λέγοντας "παιδιά έχει πιστόλι, προσέχετε". Πρώτος πλησίασε ο ΑΑ, ο οποίος με την γυναίκα του κατηγορουμένου που βρισκόταν εκεί τον παρακάλεσαν να βάλει το όπλο στην τσέπη, πράγμα το οποίο αυτός έκανε. Όταν είδε όμως να πλησιάζουν οι λοιποί εργαζόμενοι το έβγαλε εκ νέου από την τσέπη του παντελονιού του, λέγοντας "τώρα θα σας δείξω εγώ κωλόπαιδα που μου έχετε κάνει τη ζωή δύσκολη". Επακολούθησε έντονο φραστικό επεισόδιο μεταξύ τους, κατά το οποίο έγινε ανταλλαγή ύβρεων, το οποίο επέτεινε την οργή του κατηγορουμένου και αύξησε την ψυχική υπερένταση του, εξαιτίας του προηγηθέντος επεισοδίου με τον BB, όταν δε είδε να πλησιάζουν και οι λοιποί ως άνω εργατοτεχνίτες του συνεργείου, όπως δέχθηκε η πρωτόδικη απόφαση, χωρίς κατά το κεφάλαιο της αυτό να προσβληθεί με έφεση από τον Εισαγγελέα, λόγω και του φόβου του, περιήλθε σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής, με την εκτεθείσα στην υπό στοιχείο Ι έννοια και στην κατάσταση αυτή ευρισκόμενος, όταν ο ΑΑ, για να αποτρέψει την χρήση του όπλου και την πρόκληση θανάσιμων τραυματισμών, κινήθηκε προς το μέρος του, προκειμένου να του το αποσπάσει, άρχισε, ευρισκόμενος στην πόρτα του γκαράζ ή λίγο μέσα απ' αυτήν και οι λοιποί έξω απ' αυτό, στον υπάρχοντα ελεύθερο χώρο (βλ. φωτογραφίες του όλου χώρου) να πυροβολεί, με συνεχόμενες βολές εναντίον τους, έχοντας ανθρωποκτόνο πρόθεση, όπως τούτο συνάγεται εκ του ότι είχε εστραμμένο το όπλο προς την κατεύθυνση όλων των ανωτέρω και του ότι αυτοί βρισκόντουσαν σε πολύ κοντινή απόσταση που κυμαίνονταν από 1-5 μέτρα, οπότε ήταν ενδεχόμενο οι σφαίρες να τους πλήξουν σε ζωτικό σημείο του σώματος τους και να προκαλέσουν τον θανάσιμο τραυματισμό τους, ενδεχόμενο, το οποίο αποδέχθηκε και έτσι άρχισε να πυροβολεί και μάλιστα όχι μόνον μία φορά, αλλά περισσότερες, τελικά, όπως θα λεχθεί, πυροβόλησε 4 φορές, γεγονός που καταδεικνύει την ανθρωποκτόνο πρόθεση του. Όταν άρχισε να πυροβολεί οι λοιποί, πλην του ΑΑ, που βρισκόταν σε απόσταση 1,5-2 μέτρα, άρχισαν να απομακρύνονται για να σωθούν. Από τις τέσσερες συνολικά βολές που έριξε εναντίον τους οι σφαίρες έπληξαν τους ΑΑ, ΓΓ, ΔΔ και ΕΕ, από τους οποίους ενδιαφέρουν εν προκειμένω οι τρεις πρώτοι, αφού γι αυτούς καταδικάσθηκε πρωτοδίκως ο κατηγορούμενος. Από τους ανωτέρω τραυματίσθηκε σοβαρά στο αριστερό χέρι (διαμπερές τραύμα) και στον χώρο της κοιλίας (τυφλό τραύμα) ο ευρισκόμενος στην πολύ κοντινή ως άνω απόσταση ΑΑ. Ειδικότερα έφερε διαμπερές τραύμα αριστερού αντιβραχίου με πύλη εισόδου βλήματος κατά τη μεσότητα της εσωτερικής επιφανείας του αριστερού αντιβραχίου και πύλη εξόδου κατά το κάτω τριτημόριο της έξω επιφανείας, αντίστοιχα, επίσης έφερε τραύμα στην κοιλιακή χώρα, με πύλη εισόδου βλήματος 5 περίπου εκατοστά κάτω από την ξιφοειδή απόφυση, εξ αιτίας του οποίου υπέστη ρήξη του μεσεντερίου του ανιόντος κόλου, πλησίον της δεξιάς κολικής καμπής, τραύμα έλικος λεπτού εντέρου αφορών μόνον τον ορογόνο χιτώνα άνευ εισόδου στον αυλό του εντέρου, τραύμα επίσης ορογόνου χιτώνα σε δύο σημεία της δεξιάς κολικής καμπής παχέος εντέρου, άνευ εισόδου στον αυλό του εντέρου. Ο ιατροδικαστής αποφαίνεται περαιτέρω ότι " η τοπογραφική θέση των τραυμάτων ως και η πύλη εισόδου αυτών συνάδει με τη φορά πλήξεως, δια βολίδων όπλου μικρού διαμετρήματος, λοξώς εκ των άνω προς τα κάτω, δεδομένης της τρώσεως ενδοκοιλιακών σπλάχνων, μεσεντερίου, εντέρων (βλ. ... έκθεση ιατροδικαστού ... και ... πιστοποιητικό νοσηλείας Ασκληπείου Βούλας). Ο ΓΓ, που βρισκόταν σε απόσταση 3 μέτρων περίπου, υπέστη θλαστικά τραύματα μικρού δακτύλου αριστερού χεριού (βλ. 4990β/28-6-1999 πιστοποιητικό νοσηλείας Ασκληπείου Βούλας). Ο ΔΔ, που βρισκόταν σε απόσταση 4 μέτρων περίπου, διότι τη στιγμή που επλήγη απομακρυνόταν, έφερε διαμπερές τραύμα κάτω τριτημορίου αριστεράς κνήμης και συγκεκριμένα μικρό τραύμα της έξω επιφανείας κάτω τριτημορίου αριστεράς κνήμης και μικρό τραύμα πρόσθιας επιφανείας συστοίχου κνήμης λίγο πιο κάτω από το πρώτο, εκ των οποίων το πρώτο αποτελεί την πύλη εισόδου και το δεύτερο εξόδου της βολίδος (βλ. ... έκθεση του αυτού ιατροδικαστή και ... πιστοποιητικό νοσηλείας του αυτού ως άνω νοσηλευτικού ιδρύματος). Οι τραυματισθέντες μεταφέρθηκαν αμέσως από τους συναδέλφους τους στο Ασκληπείο Βούλας, όπου χάριν στην άμεση χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε ο πρώτος και την δέουσα περιποίηση των τραυμάτων αποφεύχθηκε ο άμεσος κίνδυνος κατά της ζωής τους και ειδικότερα του πρώτου. Ο μη θανάσιμος τραυματισμός των ιδίων, αλλά και άλλων από τα ανωτέρω ατόμων οφείλεται, πέραν των ανωτέρω και στο ότι οι βολίδες, συμπτωματικά, είτε δεν τους έπληξαν σε πλέον ζωτικά σημεία του σώματος τους (καρδιά, κεφάλι κλπ), είτε διότι ουδόλως τους έπληξαν. Έτσι, από λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους της θελήσεως του κατηγορουμένου, δεν επήλθε το γενόμενο αποδεκτό ως ενδεχόμενο από αυτόν, όταν αποφάσισε και επανειλημμένως πυροβόλησε, σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής, όπως δέχθηκε η πρωτόδικη απόφαση, αποτέλεσμα του θανάσιμου τραυματισμού των καθών ρίφθηκαν οι πυροβολισμοί εργαζομένων στην οικοδομή που αναφέρθηκε ατόμων. Μετά την ρίψη των πυροβολισμών ο κατηγορούμενος εισήλθε στην οικία του, αφού προηγουμένως πέταξε το πιστόλι στον προαύλιο χώρο αυτής, όπου μαζί με τον γεμιστήρα που έφερε δύο φυσίγγια, βρέθηκε αργότερα, κατόπιν υποδείξεως της συζύγου του κατηγορουμένου, από τον αστυνομικό της άμεσης δράσης μάρτυρα ... . Ο εν λόγω μάρτυρας περισυνέλεξε και τρεις κάλυκες (ο τέταρτος δεν βρέθηκε) των βολίδων που είχαν βληθεί με το εν λόγω όπλο (βλ. από 29-6-1999 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης). Όπως αναφέρεται στην από 24-6-1999 έκθεση αυτοψίας του ..., που αναγνώσθηκε, αλλά και κατέθεσε ο εν λόγω αστυνομικός οι τρεις κάλυκες ευρέθησαν στον εκτός του γκαράζ χώρο και δη ο ένας βρέθηκε επί του οδοστρώματος της οδού ... σε απόσταση 1 μέτρου από το ρείθρο του πεζοδρομίου και στο ενδιάμεσο της από 10-15 μέτρα αποστάσεως μεταξύ της οικίας και του γκαράζ, οι άλλοι δε δύο σε απόσταση 1 περίπου μέτρου έξω από την πόρτα του γκαράζ. Ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι ο χώρος έξω από το γκαράζ παρουσιάζει ελαφρά κλίση 10-15% (κατωφέρεια). Η ανωτέρω θέση ανευρέσεως των καλύκων καταδεικνύει την αβασιμότητα του ισχυρισμού του κατηγορουμένου, ότι βρισκόταν εντός του γκαράζ, όπου και δέχθηκε επίθεση από τα ανωτέρω μέλη του συνεργείου του ΑΑ και τον ίδιο, που έφεραν ξύλα και διάφορα εργαλεία, και για εκφοβισμό πυροβόλησε εντός του γκαράζ προς τα κάτω και εξωστακίσθηκαν οι βολίδες, ισχυρισμό τον οποίο επιβεβαιώνει ο μάρτυρας υπερασπίσεως ..., ο οποίος όμως δεν μπόρεσε να δώσει απάντηση στο εύλογο ρώτημα, γιατί, ενώ έβλεπε από κοντινή απόσταση να συμπλέκονται άτομα εντός του γκαράζ και αυτά επιχειρούσαν να κακοποιήσουν τον κατηγορούμενο, παρήλθε και δεν επενέβη μαζί με τον μεσίτη που ήταν μαζί του, τα στοιχεία του οποίου και δεν δίδει, για να περιορίσει την σοβαρότητα της επίθεσης ή να την αποτρέψει, σε κάθε δε περίπτωση, γιατί δεν ειδοποίησε με το κινητό του τις αστυνομικές αρχές, τόσο περισσότερο καθόσον, όπως ο ίδιος καταθέτει, αμέσως μετά άκουσε πυροβολισμούς, αλλά περιορίσθηκε να μεταβεί αυτοκλήτως στο ΑΤ Βούλας το βράδυ της ίδιας μέρας για να καταθέσει, όσα και στο ακροατήριο κατέθεσε, τα οποία δεν πείθουν το Δικαστήριο περί του (αν) έλαβε χώρα εντός του χώρου του γκαράζ επίθεση των ανωτέρω ατόμων, που έφεραν ξύλα και άλλα αντικείμενα, εναντίον του κατηγορουμένου. Ο ισχυρισμός αυτός βέβαια δεν επιβεβαιώθηκε από κάποιο αποδεικτικό μέσο, αφού ο ΑΑ, παρά το ότι, με διάθεση να βοηθήσει τον κατηγορούμενο, για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω, κατέθεσε κατηγορηματικά ότι όλοι οι προστρέξαντες στον χώρο του επεισοδίου και ο ίδιος βρισκόντουσαν εκτός του γκαράζ και δεν κρατούσαν κάτι στα χέρια τους, κατάθεση που συμπορεύεται και με τα πορίσματα της κοινής λογικής, αφού στο γκαράζ μόλις που χωρούσε το αυτοκίνητο και δεν εναπέμενε ελεύθερος χώρος για να στέκεται η σύζυγος του κατηγορουμένου και να συμπλέκεται αυτός με 5-6 άτομα, οι δε ανωτέρω προσέτρεξαν από περιέργεια στο επεισόδιο και δεν είχαν λόγο να φέρουν μαζί τους οποιαδήποτε αντικείμενα πρόσφορα για επίθεση, αφού στις προθέσεις τους δεν ήταν να επιτεθούν στον κατηγορούμενο, αλλά να πληροφορηθούν τι συνέβαινε. Βέβαια καταθέτοντας στο ακροατήριο για πρώτη φορά ισχυρίσθηκαν ότι κρατούσαν στα χέρια τους εργαλεία που χρησιμοποιούσαν τη στιγμή εκείνη, επίσης ισχυρίσθηκαν όλοι ότι, εκτός από την ανταλλαγή ύβρεων το φραστικό επεισόδιο, υπήρξε συμπλοκή και ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε σκοπό να τους σκοτώσει, αλλά να τους εκφοβίσει. Βέβαια τα εντελώς αντίθετα κατέθεσαν, τόσο στην αστυνομία, όσο και στην ανάκριση, όπου όλοι οι παθόντες δήλωσαν παράσταση πολιτικής αγωγής και καταλόγισαν στον κατηγορούμενο, αιτιολογημένα (κατεύθυνση του όπλου προς τα σώματα τους, ρίψη των πυροβολισμών από πολύ μικρή απόσταση κάτι το οποίο μπορούσε να επιφέρει τον θανάσιμο τραυματισμό τους και το ενδεχόμενο αυτό δεν απέτρεψε τον κατηγορούμενο να πυροβολήσει και μάλιστα περισσότερες φορές κλπ.), τουλάχιστον ενδεχόμενο δόλο ανθρωποκτονίας, προς κατάδειξη δε των αντιφάσεων αυτών αναγνώσθηκαν αποσπάσματα των οικείων καταθέσεων τους (357 παρ. 4 ΚΠΔ) και κλήθηκαν να δώσουν εξηγήσεις για τις αντιφάσεις αυτές. Όπως καταθέτουν έλαβαν από τον κατηγορούμενο, ως αποζημίωση, ο μεν ΑΑ 32.000 €, ο ΓΓ 3.000 € και ο ΔΔ 6.000 €, κατόπιν δε τούτου παραιτήθηκαν από την πολιτική αγωγή (βλ. δηλώσεις παραιτήσεως που αναγνώσθηκαν και ένορκη βεβαίωση ΑΑ), το γεγονός δε αυτό αιτιολογεί (το παραδέχονται άλλωστε εμμέσως πλην σαφώς) την διαφοροποίηση των καταθέσεων τους και την προσπάθεια ελαφρύνσεως της θέσεως του κατηγορουμένου, τους υπερασπιστικούς και αυτοτελείς ισχυρισμούς του οποίου και επιβεβαιώνουν, δηλώνοντας ότι τα γεγονότα έλαβαν χώρα όπως καταθέτουν στο ακροατήριο και ότι καθ' υπόδειξη των δικηγόρων τους διόγκωσαν τις αρχικές καταθέσεις τους για να τον εκδικηθούν και για να επιτύχουν την ικανοποίηση των αξιώσεων τους προς καταβολή αποζημιώσεως και ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε πρόθεση να τους σκοτώσει. Οι ισχυρισμοί τους αυτοί, οι οποίοι είναι το επακόλουθο συμφωνιών μετά του κατηγορουμένου, που κατέληξαν στην καταβολή των ανωτέρω σημαντικών ποσών αποζημιώσεως, δεν πείθουν, αφού έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τα αντικειμενικά ευρήματα (ανεύρεση των καλύκων εκτός του γκαράζ και σε απόσταση απ' αυτό, που καταδεικνύει ότι οι πυροβολισμοί ρίφθηκαν ενώ ο κατηγορούμενος βρισκόταν, αν όχι εκτός της θύρας του γκαράζ, οπωσδήποτε στο ύψος αυτής και λίγο μέσα απ' αυτήν, το αντίθετο δε πόρισμα της εκθέσεως του ... που αναγνώσθηκε ότι βρισκόταν σε βάθος 2,5 μέτρων απ αυτήν, προς το εσωτερικό του γκαράζ δεν ευσταθεί διότι σε τέτοια περίπτωση ήταν αδύνατον να εκτιναχθούν οι κάλυκες στο σημείο που βρέθηκαν), αλλά και πέραν του εν λόγω αντικειμενικού ευρήματος, καταρρίπτονται από τις καταθέσεις τους στην προανάκριση και ανάκριση, αποσπάσματα των οποίων και αναγνώσθηκαν, αλλά και από τα αναμφισβήτητα γεγονότα της ρίψεως περισσοτέρων του ενός πυροβολισμών προς την κατεύθυνση του σώματος όλων των μελών του συνεργείου, όπως τούτο καταδεικνύεται από τον τραυματισμό των δύο πρώτων στα ανωτέρω σημεία του σώματος των και όχι ενός μόνον και μάλιστα στον αέρα, που θα ήταν ο ενδεδειγμένος και αρκετός για εκφοβισμό. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι πυροβόλησε στο έδαφος για εκφοβισμό, με αποτέλεσμα να εξοστρακισθούν οι βολίδες και να τραυματισθούν οι παθόντες και δεν είχε ανθρωποκτόνο δόλο, δεν μπορεί σοβαρά να υποστηριχθεί και τυγχάνει αβάσιμος, αφού έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το προαναφερθέν πόρισμα της ιατροδικαστικής εκθέσεως του ΑΑ, κατά το οποίο η φορά της βολίδος που τον έπληξε στην κοιλιακή χώρα είναι εκ των άνω προς τα κάτω και όχι αντιθέτως όπως θα έπρεπε αν λάμβανε χώρα εξοστρακισμός της επί του εδάφους. Αβάσιμοι, ενόψει των προεκτεθέντων, και σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν στις υπό στοιχεία III και IV νομικές σκέψεις, τυγχάνουν περαιτέρω οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, το μεν ότι έλαβε χώρα συμπλοκή και πρέπει να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 313 ΠΚ, αφού όπως λέχθηκε κάτι τέτοιο δεν συνέβη και δεν συντρέχουν οι αναφερόμενες στην σκέψη III προς τούτο προϋποθέσεις, το δε ότι η πράξη του φέρει τον χαρακτήρα της πράξεως του άρθρου 309 σε συνδυασμό με 308 ΠΚ, άλλως δε του άρθρου 310 ΠΚ, αφού, κατά τα ανωτέρω δεκτά γενόμενα, εκ των αναλυθέντων στην σκέψη IV, προς στοιχειοθέτηση τους, στοιχείων ουδέν συντρέχει εν προκειμένω. Αβάσιμος επίσης τυγχάνει ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ενήργησε σε κατάσταση άμυνας, προεχόντως, διότι δεν υπήρξε επίθεση κατ' αυτού, κατά την εκτεθείσα ανωτέρω έννοια, ελλείψει δε του στοιχείου αυτού, σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη, δεν μπορεί να γίνει λόγος για άμυνα, ούτε περαιτέρω, κατά τα εκεί πάντοτε εκτεθέντα, για υπέρβαση των ορίων ανύπαρκτης άμυνας και των κατά την διάταξη του άρθρου 23 συνεπειών, ως προς την ποινική, κατά τις εκεί διακρίσεις, ευθύνη του δράστη. Ούτε περαιτέρω συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου οι προϋποθέσεις του άρθρου 34 ΠΚ,, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται, προεχόντως, διότι ούτε επικαλείται ορισμένως και συγκεκριμένως, ούτε αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά, που μπορούν να οδηγήσουν σε εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, αφού δεν αποδείχθηκε νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών, ή παροδική διατάραξη της συνειδήσεως ούτε περαιτέρω έλλειψη κατά τον χρόνο της πράξεως της ικανότητας του κατηγορουμένου να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψη του για το άδικο αυτό. Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων και όσων αναφέρονται στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη, η πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο φέρει τον χαρακτήρα της απόπειρας ανθρωποκτονίας, κατά συρροή που αποφασίσθηκε και εκτελέσθηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, όπως έγινε δεκτό και πρωτόδικα, αφού συντρέχουν όλα τα εκεί εκτιθέμενα προς στοιχειοθέτηση της, αντικειμενικώς και υποκειμενικώς, με τη μορφή του ενδεχομένου δόλου και πρέπει αφού απορριφθούν οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου που αναλύθηκαν ανωτέρω, ως αβάσιμοι, να κηρυχθεί ένοχος αυτής κατά το διατακτικό. Το αίτημα του κατηγορουμένου να του αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 β, γ, δ και ε ΠΚ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, διότι, για μεν την πρώτη και δεύτερη, δεν αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά θεμελιωτικά της συνδρομής των προϋποθέσεων που θέτουν οι εν λόγω διατάξεις, για δε την τρίτη υπό στοιχείο δ ελαφρυντική περίσταση, διότι δεν μετανόησε ειλικρινώς για την πράξη του, αφού και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αρνείται την τέλεση της, η δε καταβολή σε καθένα από τους παθόντες των προαναφερθέντων ποσών δεν έγινε από πραγματική επιθυμία να άρει τις συνέπειες της πράξεως του, αλλά για να επιτύχει τις επισημανθείσες ανωτέρω διαφοροποιήσεις επί το καλύτερο γι αυτόν των καταθέσεων τους, τις οποίες και μετέβαλαν άρδην, προκειμένου να επιτύχει την τροποποίηση επί το ηπιώτερο της κατηγορίας που τον βαρύνει ή την μεταβολή της σε πλημμέλημα και την εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής, ενόψει του χρόνου τελέσεως της. Τέλος για την τετάρτη, υπό στοιχείο ε' ελαφρυντική περίσταση πρέπει να λεχθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν συμπεριφέρθηκε καλώς για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της πράξεως, αφού μετέβη στον ... όπου και κατοικεί, η δε εκεί ζωή του και εν γένει συμπεριφορά του είναι άγνωστη, αλλά και μετά την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως, παρά το ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στο οποίο δεν παρέστη, αλλ' εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του, έκρινε ότι η έφεση του δεν έχει αναστέλλουσα δύναμη, δεν υπέβαλε εαυτόν σε εκτέλεση της ούτε άρχισε να εκτίει την επιβληθείσα ποινή, αλλά παρέμεινε στο εξωτερικό (...) και κατέστη φυγόποινος, ούτε εμφανίσθηκε στο παρόν Δικαστήριο, αλλ' εκπροσωπήθηκε και πάλι από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του".
ΙΙΙ. Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση, κατά συρροή, με ενδεχόμενο δόλο, σε βρασμό ψυχικής ορμής κατά των ΑΑ, ΓΓ και ΔΔ. Για τις πράξεις αυτές, που συνιστούν παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 26 παρ. 1α, 27, 42 παρ.1, 94, και 299 παρ. 2, 309 ΠΚ, επιβλήθηκε στον κατηγορουμένο συνολική ποινή καθείρξεως δέκα ετών. Με τις παραδοχές του αυτές, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα δε αναφέρονται στην αιτιολογία, οι συγκεκριμένες ενέργειες του αναιρεσείοντος - κατηγορούμενου, που συνιστούν αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος της κατά συρροή απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση, με ενδεχόμενο δόλο, σε βρασμό ψυχικής ορμής, η σκόπευση δηλαδή και οι επανειλημμένοι πυροβολισμοί με πυροβόλο όπλο και από μικρή απόσταση των τριών πιο πάνω παθόντων, η ανθρωποκτόνος πρόθεσή του, με τη μορφή ενδεχόμενου δόλου, η θέληση δηλαδή, σε βρασμό ψυχικής ορμής, του εγκληματικού αποτελέσματος, το οποίο δεν επήλθε από λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του. Αναφέρονται επίσης τα αποδεικτικά μέσα, κατά το είδος τους, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, δεν υπάρχει δε ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς του. IV. Ο αναιρεσείων στον πρώτο, από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα, διαλαμβάνει τις αιτιάσεις ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του έγγραφα που δεν αναγνώστηκαν, και συγκεκριμένα τις αναφερόμενες στην αίτησή του καταθέσεις μαρτύρων, όμως, όπως αναφέρει, "στα πρακτικά δεν γίνεται μνεία ότι οι καταθέσεις αναγνώσθηκαν ούτε περιλαμβάνονται στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων, αλλά αντιθέτως γίνεται απλή μνεία ότι ο πρόεδρος κατά την κατάθεση εκάστου μάρτυρος διάβαζε περικοπές από την κατάθεση τους που επιβεβαιώνει το γεγονός ότι δεν αναγνώσθηκε στο σύνολο τους" και έτσι, όπως ισχυρίζεται, στερήθηκε των κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιωμάτων του. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, αφού, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης και από όσα αναφέρονται στο πιο πάνω σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης το Δικαστήριο, ανέγνωσε, κατά την εξέταση των αναφερομένων στα πρακτικά μαρτύρων, περικοπές των κατά την προδικασία καταθέσεών τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ.357 παρ.4 του ΚΠΔ, τις οποίες και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, όπως ρητώς αναφέρεται (η ανάγνωση και η αξιολόγησή τους) στο αιτιολογικό της απόφασης. Ειδικότερα στο αιτιολογικό της απόφασης σαφώς αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι: "... προς κατάδειξη των αντιφάσεων αυτών αναγνώσθηκαν αποσπάσματα των οικείων καταθέσεων (357&4 ΚΠΔ)" και εν συνεχεία "...καταρρίπτονται από τις καταθέσεις τους στην προανάκριση και ανάκριση αποσπάσματα των οποίων και αναγνώσθηκαν.....", χωρίς να απαιτείται η επιπλέον αναφορά της αναγνώσεως των περικοπών αυτών, κατά την γενόμενη έκθεση στα πρακτικά, των εγγράφων που αναγνώστηκαν. Οι περαιτέρω διαλαμβανόμενες στον αυτό λόγο αναίρεσης αιτιάσεις ότι, οι αναφερόμενες στην αίτησή του καταθέσεις μαρτύρων, λήφθηκαν στο σύνολό τους υπόψη, χωρίς να αναφέρονται μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων, προκύπτει από το ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του γεγονότα που αναφέρονται πέραν των περικοπών που αναγνώσθηκαν, όπως αυτές που εκθέτει ο αναιρεσείων, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον πλήττουν την περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, με τις πιο πάνω παραδοχές του το Μικτό Ορκωτό Εφετείο με πληρότητα αιτιολογεί τον ενδεχόμενο δόλο του αναιρεσείοντος στην από πρόθεση τέλεση της πράξης της κατά συρροή απόπειρας ανθρωποκτονίας. Ουδεμία δε αντίφαση ή ασάφεια προκαλείται από το ότι το Δικαστήριο "αποφαίνεται πολλαπλώς για την ύπαρξη εκ μέρους του κατηγορουμένου ανθρωποκτόνου πρόθεσης αναφέροντας χαρακτηριστικά "...να πυροβολεί με συνεχόμενες βολές εναντίον τους έχοντας ανθρωποκτόνο πρόθεση ..." και ".. .πυροβόλησε 4 φορές-γεγονός που καταδεικνύει την ανθρωποκτόνο πρόθεση του ...", από το ότι τελικά με τις παραδοχές του ότι "... εκ του ότι είχε εστραμμένο το όπλο προς την κατεύθυνση όλων των ανωτέρω και του ότι αυτοί βρισκόντουσαν σε πολύ κοντινή απόσταση που κυμαίνονταν από 1-5 μέτρα οπότε ήταν ενδεχόμενο οι σφαίρες να τους πλήξουν σε ζωτικό σημείο τους σώματος τους και να προκαλέσουν τον θανάσιμο τραυματισμό τους ενδεχόμενο το οποίο αποδέχθηκε ...", δέχθηκε ότι ο δόλος του αναιρεσείοντος ήταν ενδεχόμενος. Ούτε το συμπέρασμα αυτό αναιρείται από την περαιτέρω παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος είχε "τουλάχιστον" ενδεχόμενο δόλο ανθρωποκτονίας. Άλλωστε, ο αναιρεσείων δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλλει την τελευταία αυτή παραδοχή, αφού το Δικαστήριο, παρά την έκθεση περιστατικών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην κρίση ότι αυτός ενήργησε με άμεσο δόλο, τελικά αξιολόγησε τα περιστατικά αυτά, και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα ως τελέσαντα τις πιο πάνω πράξεις με ενδεχόμενο δόλο, όπως σαφώς τούτο αναφέρεται, και στο διατακτικό της απόφασης. Επομένως οι συναφείς, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται, η ελλιπής αιτιολογία της απόφασης, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι. Τέλος, το Δικαστήριο με τις πιο πάνω παραδοχές του, κατά τις οποίες, οι συγκεκριμένες ενέργειες του αναιρεσείοντος - κατηγορούμενου, συνιστούσαν αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος της κατά συρροή απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση, με ενδεχόμενο δόλο, σε βρασμό ψυχικής ορμής, εκ των πραγμάτων απέρριψε τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος ότι οι πράξεις που τέλεσε στοιχειοθετούσαν το αδίκημα της συμπλοκής (313) ή των σωματικών βλαβών των άρθρων 309,308 και 310 του ΠΚ, αφού τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το Δικαστήριο καθώς και ο δόλος του κατηγορουμένου, καθιστούν αβασίμους τους ισχυρισμούς αυτούς. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, με όσα διαλαμβάνει στον τέταρτο (με στοιχ. Α και Β), από το άρθ. 510 παρ. 1 περ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης , κατά τον οποίο το Δικαστήριο απέρριψε χωρίς ειδική αιτιολογία τους ισχυρισμούς του περί εφαρμογής των πιο πάνω διατάξεων του ΠΚ, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
V. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και προκειμένου περί απορρίψεως ως αβασίμου αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου, ήτοι ισχυρισμού που οδηγεί στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, στην άρση ή μείωση του καταλογισμού του δράστη, ή την εξάλειψη του αξιόποινου ή στη μείωση της ποινής του, όπως είναι και οι από τα άρθρα 34 και 36 του ΠΚ ισχυρισμοί, για διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης του δράστη, ένεκα των οποίων δεν έχει αυτός την ικανότητα ή είχε σημαντικά μειωθεί η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς του, καθώς και ο περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Το ουσιαστικό, όμως, δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του αναιρεσείοντος, κατέθεσαν εγγράφως και ανέπτυξαν προφορικώς, πλην άλλων ισχυρισμούς περί εφαρμογής του άρ. 34 καθώς και του άρ. 84 § 2 β, γ, δ και ε του ΠΚ. Ειδικότερα, με τον πρώτο, από τη διάταξη του άρ. 34 ΠΚ ισχυρισμό, ο αναιρεσείων εξέθεσε, κατά λέξη, τα εξής: "... και εάν υποθέσουμε ότι η απόφαση (εν. η πρωτόδικη) μπορεί να εκληφθεί ως εν μέρει σωστή δεχθείσα τον βρασμό ψυχικής ορμής, εντούτοις δεν αιτιολογεί, δεν αναλύει και δεν εξειδικεύει γιατί ο βρασμός ψυχικής ορμής δεν έφθασε στο σημείο της άρσης του καταλογισμού δηλαδή την εφαρμογή του άρθρου 34 του ΠΚ το οποίο προβλέπει ... . Η εφαρμογή του άρθρου αυτού θα είχε ως συνέπεια τον μη καταλογισμό της πράξης στον κατηγορούμενο και το ατιμώρητο αυτού. Η έρευνα όμως είτε του βρασμού ψυχικής ορμής είτε του δόλου -πρόθεσης γίνεται από το Δικαστήριο αυτοτελώς και μεμονωμένα. Τέτοια έρευνα όμως ουδέποτε έγινε από το Δικαστήριο όπως προκύπτει από την απόφαση. Το γεγονός όμως ότι κατά την απόφαση αποκλείεται η ήρεμη σκέψη κατά την τέλεση και δέχεται την ύπαρξη βρασμού ψυχικής ορμής θα έπρεπε να αιτιολογήσει την ένταση του βρασμού αυτού.
Εν προκειμένω ο βρασμός ψυχικής ορμής ο οποίος προκλήθηκε από αμέσως προηγηθείσα υβριστική, βάναυση και ανάρμοστη συμπεριφορά των παθόντων και δη επίθεση πολλών ατόμων οπλισμένων με ξυλοδοκούς και μαχαίρια οι οποίοι με υπέρτερες μυϊκές δυνάμεις ενωμένες και οι οποίοι ενεργούσαν από κοινού εις βάρος της σωματικής ακεραιότητας του κατηγορουμένου αποκλείει το άδικο της πράξεως και τείνει στην άμυνα .Ούτε τον ισχυρισμό αυτό υιοθέτησε η απόφαση και στο σημείο αυτό ομοίως έσφαλλε". Ο ισχυρισμός αυτός, με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, είναι αόριστος, αφού δεν εκτίθενται περιστατικά που να τον στηρίζουν. Με τα όσα εξέθεσε πιο πάνω ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων , αποδίδει, ουσιαστικά στην πρωτόδικη απόφαση την πλημμέλεια ότι δεν ερεύνησε αυτεπαγγέλτως , αν ο βρασμός ψυχικής ορμής, που δέχθηκε, απέκλειε και τον καταλογισμό. Όμως το Δικαστήριο της ουσίας, ερευνά μεν αυτεπαγγέλτως αν προκύπτουν περιστατικά που αίρουν τον καταλογισμό του κατηγορουμένου, δεν έχει όμως υποχρέωση να εκθέσει αιτιολογία, ότι δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, εφόσον δε είχε προταθεί σαφής και ορισμένος σχετικός ισχυρισμός από τον κατηγορούμενο. Στην προκειμένη δε περίπτωση, από μεν τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δεν πρόβαλε ισχυρισμό από τη διάταξη του άρ.34 του ΠΚ ( πρόβαλε τον ισχυρισμό περί βρασμού ψυχικής ορμής , που έγινε δεκτός με την πρωτόδικη απόφαση), από δε τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει η προβολή του πιο πάνω ισχυρισμού, με την χωρίς έννομη σημασία για την παρούσα δίκη αιτίαση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αιτιολόγησε τα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν, χωρίς παραλλήλως να εκτίθενται περιστατικά που να θεμελιώνουν το από τη διάταξη του άρ. 34 του ΠΚ ισχυρισμό. Τα όσα δε ακολούθως εκθέτει στον ισχυρισμό αυτό ο αναιρεσείων, αναφέρονται στον ισχυρισμό αυτού περί άμυνας και περί υπερβάσεως των ορίων της (άρ. 22 και 23 του ΠΚ), ισχυρισμό, όμως, ως προς την απόρριψη του οποίου δεν προβάλλεται λόγος αναίρεσης. Το Μικτό Ορκωτό δε Δικαστήριο, αν και δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, λόγω της αοριστίας του στον ισχυρισμό αυτό, απάντησε, εκ περισσού, με την πιο πάνω εκτεθείσα αιτιολογία του, απορρίπτοντας αυτόν κυρίως, ως αόριστο. Σε σχέση με τον δεύτερο ισχυρισμό του, περί ελαφρυντικών του άρ. 84 &2 β και γ του ΠΚ, ο αναιρεσείων διέλαβε τα εξής: "Εν κατακλείδι οι συνθήκες τέλεσης των ανωτέρω πράξεων έγιναν υπό το πρίσμα της αμέσως προηγούμενης πράξης που τέλεσαν οι παθόντες εναντίον του ή ενώπιον του και που ήταν ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση και εν πάσει περιπτώσει φέρουν πλημμεληματικό και όχι κακουργηματικό χαρακτήρα. Άλλωστε κατά τα ανωτέρω, ωθήθηκε στην εν λόγω πράξη από την προγενέστερη ανάρμοστη συμπεριφορά των παθόντων αλλά και τελώντας υπό την επίδραση σοβαρότατης απειλής". Σε σχέση με τον περί ελαφρυντικών ισχυρισμό του άρ. 84 &2 δ και ε του ΠΚ, ο αναιρεσείων διέλαβε τα εξής: "Ο κατηγορούμενος μετά την τέλεση της πράξης ήρε πλήρως τις συνέπειες της πράξεως του και συγκεκριμένα αποκατέστησε τους παθόντες οι οποίοι χαίρουν σήμερα άκρας υγείας, με αποτέλεσμα το εν λόγω συμβάν να ανήκει στο παρελθόν, ουδείς δε εκ των παθόντων διατηρεί οιαδήποτε απαίτηση ή αξίωση κατά του κατηγορουμένου, ουδείς δε επιθυμεί την ποινική του δίωξη και τιμωρία. Ο κατηγορούμενος πολλάκις ήρθε σε επαφή, μετά το επίδικο συμβάν, και έδειξε προσωπικό ενδιαφέρον για την κατάσταση της υγείας έκαστου των παθόντων. Επιπλέον ο εν λόγω κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε υποδειγματικώς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μη δίνοντας αφορμή τα τελευταία εννέα έτη". Με το περιεχόμενο αυτό, οι από τη διάταξη του άρθρου 84 παρ.2 πρ. β και γ του ΠΚ ισχυρισμοί, όπου απλώς επαναλαμβάνεται η διατύπωση του νόμου, χωρίς να εκτίθενται πραγματικά περιστατικά, που να τους στοιχειοθετούν, είναι αόριστοι. Εξάλλου το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, με βάση τα περαστικά που δέχθηκε στο σκεπτικό της περί ενοχής απόφασης, από τα οποία σαφώς προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι υπήρξε προηγούμενη της πράξης του αναιρεσείοντος ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση συμπεριφορά των παθόντων, ούτε ότι αυτός ενήργησε υπό την επίδραση πραγματικής σοβαρότατης απειλής, αιτιολογημένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "δεν αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά θεμελιωτικά της συνδρομής των προϋποθέσεων που θέτουν οι εν λόγω διατάξεις", και συνεπώς, εκ περισσού αιτιολογημένα απέρριψε τον πιο πάνω αόριστο ισχυρισμό του αναιρεσείοντος. Περαιτέρω η επίκληση μόνο ότι ο αναιρεσείων έδειξε ενδιαφέρον για την κατάσταση της υγείας των παθόντων και αποκατέστησε αυτούς, με την προφανή έννοια ότι τους κατέβαλε την οφειλόμενη αποζημίωση, δεν αρκεί για να στηρίξει τον περί ειλικρινούς μεταμέλειας ισχυρισμό του, ενώ η αναφορά μόνο ότι κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε υποδειγματικώς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μη δίνοντας αφορμή τα τελευταία εννέα έτη, χωρίς να εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η καλή αυτού συμπεριφορά, δεν καθιστά και τον ισχυρισμό αυτόν ορισμένο. Το Δικαστήριο της ουσίας, εντούτοις, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, λόγω της αοριστίας των ισχυρισμών αυτών, απάντησε, απορρίπτοντας αυτούς, με την προαναφερόμενη πλήρη αιτιολογία του, δεχόμενο, πλην άλλων, ότι ο αναιρεσείων δεν μετανόησε ειλικρινώς για τις πράξεις του, αφού και ενώπιον του Δικαστηρίου αρνήθηκε την τέλεση τους, ενώ η καταβολή στους παθόντες χρηματικών ποσών έγινε προκειμένου να επιτύχει την ευνοϊκότερη γι' αυτόν μεταβολή των αρχικών τους καταθέσεων, ενώ έκρινε ότι αυτός δεν συμπεριφέρθηκε καλώς για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της πράξεως, αφού μετέβη στον ..., όπου και κατοικεί, και μετά την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως, χωρίς να υποβάλει εαυτόν σε εκτέλεσή της, παρά το ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, στο οποίο δεν παρέστη, αλλά εκπροσωπήθηκε, έκρινε ότι η έφεση του δεν έχει αναστέλλουσα δύναμη. Η αιτίαση δε του αναιρεσείοντος ότι δεν αποτελεί κακή συμπεριφορά η ενάσκηση δικαιώματος, δηλαδή να παραστεί δια πληρεξουσίου στην κατ' έφεση δίκη, χωρίς να υποβάλει εαυτόν σε εκτέλεση της πρωτοδίκης απόφασης, είναι αβάσιμη, καθόσον δεν αναιρείται η υποχρέωση του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο της σε βάρος τους εκδοθείσας εκτελεστής πρωτόδικης αποφάσεως, από το ότι είχε το δικονομικό δικαίωμα να ασκήσει έφεση και να παραστεί δια πληρεξουσίου στην κατ' έφεση δίκη. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως προς τους πιο πάνω αυτοτελείς ισχυρισμούς, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.
VI. Τα όσα αναφέρει ο αναιρεσείων, περαιτέρω, στον πέμπτο, επίσης από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα ανέλεγκτη εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ετσι, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι δεν αιτιολογείται η παραδοχή της απόφασης, γιατί η έκταση των προξενηθεισών σωματικών βλαβών προσδίδουν ανθρωποκτόνο πρόθεση ιδίως όταν οι αναφερθείσες σωματικές βλάβες που υπέστησαν δύο εξ αυτών χαρακτηρίζονται ως ελαφρές, αλυσιτελώς προβάλλονται, αφού η έκταση των προξενηθεισών σωματικών βλαβών δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόδειξη της ανθρωποκτόνου πρόθεσης, ενώ δεν συνιστά παραδεκτό λόγο αναίρεσης η αναιτιολόγητη, - κατά τον αναιρεσείοντα - αθώωση του τετάρτου κατηγορουμένου ΒΒ, από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ούτε το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την απαλλαγή αυτή, ούτε γιατί δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων είχε ανθρωποκτόνο πρόθεση για τους τρείς παθόντες, όταν οι εμπλεκόμενοι ήταν έξι και αυτός έρριξε μόνο τέσσερις πυροβολισμούς. Εξάλλου με πληρότητα το Δικαστήριο αιτιολόγησε γιατί τελικά ο κατηγορούμενος δεν πέτυχε τον ανθρωποκτόνο σκοπό του, καθώς και τις συνθήκες που προηγήθηκαν του εγκλήματος, χωρίς να είναι απαραίτητο ο κατηγορούμενος να γνώριζε από πριν τα θύματα, ώστε να δικαιολογείται η ανθρωποκτόνος πρόθεση αυτού, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, ενώ, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν ήταν απαραίτητο να αιτιολογήσει περαιτέρω το Δικαστήριο, αν βρασμός ψυχικής ορμής είχε επίδραση στην ικανότητα αυτού προς καταλογισμό.
VII. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 13-2-2009 αίτηση (δήλωση) αναίρεσης (με αρ. πρωτ. 1368/13-2-09) του X, κατοίκου ..., για αναίρεση της 593, 594 και 595/17.11.2008 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή