Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για κακουργηματική υπεξαίρεση. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα εκ της αναιτιολόγητης απόρριψης του αιτήματος αυτοπρόσωπης εμφάνισης της κατηγορουμένης στο Συμβούλιο Εφετών.
Αριθμός 344/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Βασίλειο Φράγγο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 653/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγον το Σωματείο με την επωνυμία "Ελληνική Εταιρεία Επιστημόνων Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και Πληροφορικής" που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Μαΐου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 772/2009.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη με αριθμό 313/30.09.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Ι. Eισάγω στο Συμβούλιό Σας, σύμφωνα με το άρθρ. 485 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., την 102/18-5-2009 αίτηση αναιρέσεως της Χ, κατοίκου ..., η οποία ασκήθηκε για λογαριασμό της από την δικηγόρο Αθηνών Μ. Μάρλα σύμφωνα με την από 15-5-2009 νομότυπη εξουσιοδότηση της προς αυτήν που προσκόμισε και προσαρτάται, κατά του 653/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω τα ακόλουθα:
ΙΙ. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 2283/2008 βούλευμά του παρέπεμψε την ήδη αναιρεσείουσα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση αντικειμένου άνω των 73.000 ευρώ. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του: α) δέχθηκε εν μέρει την έφεση και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για τις αναφερόμενες σ' αυτό μερικότερες πράξεις και β) απέρριψε την έφεση αυτής κατά τα λοιπά κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος ως αβάσιμη στην ουσία της. Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στην κατηγορούμενη στις 14-5-2009, όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό της επιμελήτριας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς ..., και αυτή στις 18-5-2009 εμπρόθεσμα, δηλ. εντός της προβλεπόμενης δεκαήμερης προθεσμίας από την επίδοση (αρθρ. 473 παρ. 1 του ΚΠΔ), άσκησε την παραπάνω αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών δια της πληρεξουσίου δικηγόρου της Μ. Μάρλα, σύμφωνα με την από 15-5-2009 νομότυπη εξουσιοδότησή της προς αυτήν που προσκόμισε και προσαρτάται. Η κατηγορουμένη με την παραπάνω αίτηση αναιρέσεώς της στρέφεται κατά του τελεσιδίκου αυτού βουλεύματος και ζητά την εξαφάνισή του για: α) απόλυτη ακυρότητα και β) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α' και ε' του ΚΠΔ). Επειδή η αίτηση αυτή αναιρέσεως είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και παραδεκτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί στην ουσία της.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 Π.Κ. όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντα ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της υπεξαιρέσεως πραγματώνεται, αντικειμενικώς μεν με την από τον δράστη παράνομη, δηλαδή χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ'αυτόν από το νόμο, ιδιοποίηση ξένου (ολικά ή εν μέρει) κινητού πράγματος, που περιήλθε και βρίσκεται με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του, υποκειμενικώς δε με τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο, δηλαδή δεν ανήκει στην κυριότητα του δράστη κατά την έννοια του Αστικού Κώδικα και τη θέληση αυτού να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Η υπεξαίρεση λαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα (παράγραφος 2) όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και επί πλέον συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικώς στο ανωτέρω άρθρο προβλεπόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο εντολοδόχος διαπράττει υπεξαίρεση, όταν αρνείται να αποδώσει στον εντολέα, κατ'άρθρο 719 ΑΚ, κάθε τι που έλαβε, καθώς και ό,τι, κατ'άρθρο 721 του ίδιου Κώδικα, προκαταβλήθηκε σε αυτόν από τον εντολέα προς εκτέλεση της εντολής και δεν διατέθηκε προς τούτο, δεδομένου ότι δεν καθίσταται κύριος των δοθέντων εις αυτόν προς εκτέλεση της εντολής (ΑΠ 1425/2002 Π.Χ. ΝΓ'510, ΑΠ 394/2003 ΠΧ ΝΔ 30, ΑΠ 115/2004 ΠΧ ΝΕ 32). Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (ΑΠ 1073/2006, ΑΠ 1560/2002 ΠΧ' 2003.536, ΑΠ 1011/2000 ΠΧ' 2001.244). Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 2253/2002 ΠΧ' 2003.795). Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (Ολ ΑΠ 1/2002 ΠΧ'2002.689, ΑΠ 510/2002 ΠΧ'2003.24, ΑΠ 1335/95 ΠΧ'1996.358).
ΙV. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων σε συνδυασμό με την απολογία της κατηγορουμένης και τα υπόλοιπα έγγραφα, προέκυψαν τα ακόλουθα ουσιώδη και κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Το σωματείο με την επωνυμία "Ελληνική Εταιρεία Επιστημόνων Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και Πληροφορικής" που έχει ως σκοπό τη διάδοση και προαγωγή της επιστήμης και τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών έχει την έδρα του επί της οδού ... αριθμός ... στην ... Νόμιμος εκπρόσωπός του παραπάνω σωματείου από το έτος 1998 έως το 2004 ήταν ο ΑΑ. Ταμίας του παραπάνω καταστήματος υπήρξε από το Μάρτιο του έτους 2002 έως τον Φεβρουάριο του έτους 2004 η ΒΒ. Η κατηγορούμενη εργαζόταν στο παραπάνω σωματείο ως γραμματέας από το έτος 1999 επίσημα όμως προσλήφθηκε φέρεται με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου από τις 10-1-2000. Στις 25 Φεβρουαρίου 2004 διενεργήθηκαν εκλογές και το νέο διοικητικό Συμβούλιο ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 8-3-2004. Ταμίας του νέου Δ.Σ. ορίστηκε ο ΓΓ. Όταν ο τελευταίος ανέλαβε τα καθήκοντά του, ζήτησε από την προηγούμενη διοίκηση να του γνωρίσει επίσημα ποιο είναι το υπόλοιπο του ταμείου που έπρεπε να παραλάβει. Κατά τη διαδικασία αυτή του δόθηκαν διαφορετικοί αριθμοί από την ταμία, τμήμα οικονομικού διευθυντή καθώς και από τις επίσημες καταστάσεις της Γενικής Συνελεύσεως. Όταν ζήτησε επίσης να παραλάβει το μπλοκ επιταγών του σωματείου βάσει των οποίων γίνονταν οι πληρωμές των προμηθευτών του σωματείου και των υπαλλήλων, διαπιστώθηκε ότι έλειπαν φύλλα επιταγών και στο πίσω μέρος του μπλοκ όπου τηρούνται στοιχεία για το όνομα του δικαιούχου, το ποσό και την ημερομηνία εξόφλησης, αυτό ήταν κενό. Αμέσως ανέθεσε σε λογιστή για να πραγματοποιήσει τον έλεγχο για τη διετία 2002-2003 και διαπιστώθηκε να έχουν γίνει από την κατηγορούμενη διάφορες παρατυπίες, δηλαδή είχαν γίνει εισπράξεις επιταγών χωρίς να αντιστοιχούν σε πραγματικές υποχρεώσεις του σωματείου. Όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των υπευθύνων του σωματείου η διαδικασία πληρωμής των επιταγών γινόταν ως εξής: "όταν από κάποιο μέλος του Δ.Σ, ή από τον γενικό διευθυντή ή από την κατηγορούμενη υποβαλλόταν αίτημα πληρωμής κάποιας δαπάνης, ακολουθούσε απόφαση του διοικητικού Συμβουλίου που ενέκρινε τη δαπάνη. Σημειωτέον ότι η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου δεν αφορούσε την πληρωμή των παγίων δαπανών - ενοίκιο - μισθούς υπαλλήλων κλπ. Για κάποιο διάστημα, συντασσόταν κατάσταση και σε αυτήν περιλαμβανόταν στο τέλος του πρακτικού. Μετά την έγκριση, με ευθύνη του οικονομικού διευθυντή του σωματείου, εκδιδόταν ένα ένταλμα πληρωμής για τη σχετική δαπάνη συνυπέγραφε ο γενικός διευθυντής, ο ταμίας και ο πρόεδρος και γινόταν καταχώρηση στο βιβλίο εσόδων εξόδων. Το μπλοκ των επιταγών το κρατούσε πάντα ο ταμίας και σε εξαιρετικές περιπτώσεις η κατηγορούμενη. Ο κανόνας ήταν την επιταγή, αφού πρώτα συμπλήρωνε τα στοιχεία η κατηγορουμένη ακολούθως την έδινε για υπογραφή στον πρόεδρο και τον ταμία. Ο οικονομικός διευθυντής παρακολουθούσε την πορεία γενικώς, καθώς και η εξελεγκτική Επιτροπή που εκλεγόταν από τις γενικές συνελεύσεις. Επίσης για τη μισθοδοσία της κατηγορουμένης τα μπόνους κι όταν αποδεικνύετο ότι ο δικαιούχος ήταν μακριά η επιταγή εκδίδετο στο όνομα της. Όταν ανέκυψε αρχικά το πρόβλημα με των παρατυπιών ο πρόεδρος του σωματείου ΑΑ επικοινώνησε με την κατηγορούμενη και αμέσως του είπε ότι έκανε λάθος και ζήτησε συγγνώμη. Επίσης και στον μάρτυρα ΓΓ όταν επικοινώνησε με την κατηγορούμενη αυτή του είπε ότι είχε δώσει κάποια χρήματα που εισέπραξε σε τρίτους τους οποίους όμως δεν κατονόμασε. Ο έλεγχος που πραγματοποιήθηκε από τον λογιστή ΔΔ απέδειξε ότι η πλειονότητα των επιταγών που είχαν εκδοθεί σε διαταγή τους είχαν εξοφληθεί από το συγκεκριμένο κατάστημα της Τράπεζας ΕFG EUROBANK ERGASIAS A.E. στον ... Ειδικότερα διαπιστώθηκε ότι όλα τα τιμολόγια είχαν εξοφληθεί δύο φορές. Από τα σώματα των επιταγών που προσκόμισαν, αφού έλαβαν φωτοτυπίες από την Τράπεζα, προέκυψε ότι η πρώτη επιταγή εξοφλούσε κανονικά το τιμολόγιο του προμηθευτή και η δεύτερη ήταν σε διαταγή της κατηγορουμένης, η οποία την είχε εισπράξει. Στο διάστημα των δύο ετών το ποσό των επιταγών ήταν περισσότερο από 80.000 ευρώ. Ο ίδιος ο λογιστής συνέστησε για να υπάρχει πλήρης εικόνα να απεικονιστούν τα οικονομικά στοιχεία της χρήσεως 2002-2003 και σε λογιστικά βιβλία τρίτης κατηγορίας ώστε να φαίνεται με λεπτομέρειες κάθε συναλλαγή. Ζητήθηκε επίσης και πραγματοποιήθηκε έλεγχος διαχειριστικός από το σώμα ορκωτών λογιστών σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έκθεσης του Ορκωτού λογιστή ΕΕ εκδόθηκαν παράτυπα σε διαταγή της κατηγορουμένης συνολικά τριάντα εννέα επιταγές πληρωτέες από την Τράπεζα ALPHA BANK συνολικής αξίας 36.758,20 ευρώ, 29 επιταγές πληρωτέες από την τράπεζα EURO BANK συνολικής αξίας 32.791,08 ευρώ και 25 επιταγές πληρωτέες από την τράπεζα Εργασίας συνολικού ποσού 17.374,07 ευρώ και συνολικού ύψους 86.923,35 ευρώ. Οι επιταγές αυτές δεν καλύπτουν ούτε μισθοδοσία, ούτε υποχρεώσεις προμηθευτών. Η κατηγορουμένη όταν κατείχε τα σώματα των επιταγών των τραπεζών συμπλήρωνε τα μη έντυπα στοιχεία αυτών εις διαταγή της, αναγράφοντας τόπο εκδόσεως το Μοσχάτο, τις ημερομηνίες έκδοσης αυτών και τα ποσά που έχουν γραφεί θέτοντας τη θέση του εκδότη τη σφραγίδα του σωματείου μετά δε την υπογραφή τους από τον πρόεδρο του σωματείου και σε ορισμένες από αυτές από την ταμία της εμφάνιζε προς πληρωμή εισπράττοντας τα αναγραφόμενα ποσά, τα οποία στο σύνολό τους υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Η κατηγορουμένη όταν κλήθηκε σε απολογία ενώπιον της Ανακρίτριας, αφού αρνήθηκε την κατηγορία και προέβαλε τους ισχυρισμούς με το υπόμνημά της ότι οι επιταγές αυτές είχαν εκδοθεί για νόμιμες αιτίες (πληρωμή μισθού της), έξοδα του σωματείου κλπ) δήλωσε ότι εάν γίνει ενδελεχής έλεγχος σε αυτά που ισχυρίζεται και δεν καλύπτεται κάποιο ποσό με τα αντίστοιχα παραστατικά για λόγους ηθικής τάξεως προσφέρεται να καλύψει το οποιοδήποτε αυτό ποσό. Σημειωτέον ότι όταν της ζητήθηκε να εμφανισθεί για να δώσει εξηγήσεις, αφού είχε ανατεθεί ο οικονομικός έλεγχος σε ορκωτούς λογιστές, ποτέ δεν εμφανίσθηκε. Το μοναδικό ποσό που παραδέχθηκε στους υπευθύνους όταν της γνωστοποίησαν τις παρατυπίες ήταν εκείνο των τριών (3) επιταγών που αναφέραμε πιο πάνω, συνολικού ύψους 9.427,37 ευρώ ήτοι την υπ' αριθμ. ... ποσού 3.012,78 ευρώ ALRHA BANK, υπ' αριθμ. ... της EUROBANK ποσού 3.396,28 ευρώ και η υπ' αριθμ. ... ποσού 3.088,21 ευρώ. Όταν κοινοποιήθηκε στην κατηγορουμένη η από 17-2-2006 αγωγή του σωματείου εναντίον της, απέστειλε την από 17-12-2007 επιστολή της με την οποία αφενός μεν ζήτησε να συναντηθεί με τους εκπροσώπους του σωματείου για να δώσει τις απαιτούμενες διευκρινήσεις, αφετέρου δε προσφέρθηκε, εφόσον δεν γίνουν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί της να προσφέρει το ποσό των 20.000 ευρώ και τελικά αποδέχθηκαν και οι δύο πλευρές με κάθε επιφύλαξη το ποσό των 10.000 ευρώ χωρίς όμως να γίνουν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί της, ούτε βέβαια και η ίδια αποποιήθηκε από το δικαίωμά της, αλλά εν όψει συζητήσεως της αγωγής εδόθησαν αυτές οι διευκρινήσεις. όσον αφορά το ποσό των (3) επιταγών φρονούμε ότι εκ παραδρομής έχουν περιληφθεί στην κατηγορία, διότι αυτό είχε επιστραφεί πριν την υποβολή της εγκλήσεως και δεν το αναιρούν οι εξετασθέντες μάρτυρες, συνεπώς μόνο γι' αυτό το ποσό δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος της κατηγορουμένης και εφόσον δεν αποτελούν οι μερικότερες αυτές πράξεις κακουργηματική μορφή του άνω εγκλήματος λόγω ποσού, θα πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη αφού έχει παρέλθει απλό τον χρόνο τελέσεως πενταετία. Για το υπόλοιπο ποσό, ανερχόμενο σε 77.425,58 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι έχει υπεξαιρέσει η κατηγορουμένη υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ προκύπτουν περισσότερο από αποχρώσες ενδείξεις ενοχής και θα πρέπει γι' αυτές να παραπεμφθεί στο ακροατήριο του αρμόδιου Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών για να δικασθεί η κατηγορουμένη. Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί για υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος. Το βούλευμα αυτό του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επειδή: α) δεν αναφέρει αν οι υπογραφές που είχαν οι επιταγές του Προέδρου και του Ταμία τέθηκαν από αυτούς μετά από σχετικό προηγούμενο έλεγχο ή μετά από απατηλή συμπεριφορά της αναιρεσείουσας, β) δεν αναφέρει αν οι ίδιες επιταγές μετά την υπογραφή τους δόθηκαν στην αναιρεσείουσα ως κάτοχο ή κυρία και, γ) δεν αναφέρει γιατί η αναιρεσείουσα ήταν κάτοχος των χρημάτων που ανέλαβε από τις τράπεζες ενώ είναι γνωστό ότι η κυριότητα των χρημάτων που είναι σε λογαριασμό τράπεζας ανήκει στην τράπεζα. Δηλαδή δεν προκύπτουν από το προσβαλλόμενο βούλευμα τα απαραίτητα κατά τον νόμο στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της υπεξαίρεσης αλλά αυτά αναφέρονται με ασάφειες. Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι η συμπεριφορά της αναιρεσείουσας έχει τα χαρακτηριστικά της απάτης (παραπλάνηση των οργάνων της παθούσας εταιρείας για το ότι οι υπό έκδοση επιταγές αφορούν πραγματικές υποχρεώσεις της εταιρείας) και η υπεξαίρεση των χρημάτων που εισπράχτηκαν, επειδή αφορούν το ίδιο αντικείμενο με την απάτη είναι μη τιμωρητή υστέρα πράξη έναντι της απάτης (ΑΠ 93/2006 ΠΧ'2006.784, ΑΠ 1840/2000 ΠΔ' 2001.452, ΑΠ 1916/84 ΠΧ'1985.589). Το κεφάλαιο όμως αυτό, που είναι επίσης κρίσιμο για τον αξιόποινο χαρακτήρα της υπεξαίρεσης, δεν έχει ερευνηθεί με το προσβαλλόμενο βούλευμα. Η παράλειψη αυτή, που έχει την μορφή της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (αρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ), πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Συμβούλιό Σας αυτεπάγγελτα (αρθρ. 484 παρ. 3 του ΚΠΔ) επειδή η αίτηση αναιρέσεως είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και παραδεκτή. Με βάση τα δεδομένα αυτά το προσβαλλόμενο βούλευμα: α) δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ) και β) έχει εσφαλμένα ερμηνεύσει και εφαρμόσει την διάταξη του αρθρ. 375 του ΠΚ (αρθρ. 484 παρ. στοιχ. β' του ΚΠΔ), γι' αυτό πρέπει η παραπάνω αίτηση αναιρέσεως να γίνει δεκτή στην ουσία της, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). Tέλος ο λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα (αρθρ. 171 παρ. 1δ και 484 παρ. 1α του ΚΠΔ) που προβάλλει η αναιρεσείουσα επειδή το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε αναιτιολόγητα το αίτημά της για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του κατά την συζήτηση της εφέσεώς της (αρθρ. 309 παρ. 2 του ΚΠΔ) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος επειδή το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε το αίτημα αυτό με πλήρη αιτιολογία αφού αναφέρει ότι αυτή έχει εκθέσει αναλυτικά τις απόψεις της με το απολογητικό της υπόμνημα, την έφεσή της και το υπόμνημα που την συνοδεύει (ΑΠ 430/2008).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να γίνει δεκτή η 102/18-5-2009 αίτηση αναιρέσεως της Χ, κατοίκου ..., κατά του 653/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
Β) Να αναιρεθεί αυτό και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που είχαν κρίνει προηγουμένως.
Αθήνα 16 Σεπτεμβρίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Αθανάσιος Κ. Κατσιρώδης"
Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 375 παρ.1 εδ. α' Π.Κ. "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτούνται: α) ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη αναφορικά με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος και δ) δολία προαίρεση του δράστη, που περιλαμβάνει τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθείς παράνομα που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού, με την οποία εξωτερικεύει την πρόθεση του αυτή. Κατά την παράγραφο δε 1 εδ. β' του ίδιου mo πάνω άρθρου 375 Π.Κ., που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του ν. 2721/1999, η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (ήδη 73.000 ευρώ). Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής και στην πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών που έχει ενσωματωθεί στο πρωτόδικο βούλευμα, στο οποίο συμπληρωματικά αναφέρεται, στην οποία (πρόταση) εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά, και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 653/2009 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά του στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στο άνω βούλευμα αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην εισαγγελική αυτή πρόταση, στην οποία εκτίθενται τα ακόλουθα: "Το σωματείο με την επωνυμία Ελληνική Εταιρεία Επιστημόνων Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και Πληροφορικής που έχει ως σκοπό τη διάδοση και προαγωγή της επιστήμης και τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών έχει την έδρα του επί της οδού ... αριθμός ... στην ... Νόμιμος εκπρόσωπός του παραπάνω σωματείου από το έτος 1998 έως το 2004 ήταν ο ΑΑ. Ταμίας του παραπάνω καταστήματος υπήρξε από το Μάρτιο του έτους 2002 έως τον Φεβρουάριο του έτους 2004 η ΒΒ. Η κατηγορουμένη εργαζόταν στο παραπάνω σωματείο ως γραμματέας από το έτος 1999 επίσημη όμως πρόσληψή της φέρεται με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου από τις 10-1-2000. Στις 25 Φεβρουαρίου 2004 διενεργήθηκαν εκλογές και το νέο διοικητικό Συμβούλιο ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 8-3-2004. Ταμίας του νέου Δ.Σ. ορίστηκε ο ΓΓ. Όταν ο τελευταίος ανέλαβε τα καθήκοντά του, ζήτησε από την προηγούμενη διοίκηση να του γνωρίσει επίσημα ποιο είναι το υπόλοιπο του ταμείου που έπρεπε να παραλάβει. Κατά τη διαδικασία αυτή του δόθηκαν διαφορετικοί αριθμοί από την ταμία τμήμα του οικονομικού διευθυντή καθώς και από τις επίσημες καταστάσεις της Γενικής Συνελεύσεως. Όταν ζήτησε επίσης να παραλάβει το μπλοκ επιταγών του σωματείου, βάσει των οποίων γίνοντο οι πληρωμές των προμηθευτών του σωματείου και των υπαλλήλων, διαπιστώθηκε ότι έλειπαν φύλλα επιταγών και στο πίσω μέρος του μπλοκ όπου τηρούνται στοιχεία για το όνομα του δικαιούχου, το ποσό και την ημερομηνία εξόφλησης, αυτό ήταν κενό. Αμέσως ανέθεσε σε λογιστή για να πραγματοποιήσει τον έλεγχο για τη διετία 2002-2003 και διαπιστώθηκε να έχουν γίνει από την κατηγορουμένη διάφορες παρατυπίες, δηλαδή είχαν γίνει εισπράξεις επιταγών χωρίς να αντιστοιχούν σε πραγματικές υποχρεώσεις του σωματείου. Όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των υπευθύνων του σωματείου η διαδικασία πληρωμής των επιταγών γινόταν ως εξής: όταν από κάποιο μέλος του Δ.Σ, ή από τον γενικό Διευθυντή ή από την κατηγορουμένη υποβαλλόταν αίτημα πληρωμής κάποιας δαπάνης, ακολουθούσε απόφαση του διοικητικού Συμβουλίου που ενέκρινε τη δαπάνη. Σημειωτέον ότι η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου δεν αφορούσε την πληρωμή των παγίων δαπανών - ενοίκιο - μισθούς υπαλλήλων κλπ. Για κάποιο διάστημα, συντασσόταν και κατάσταση και αυτή περιλαμβανόταν στο τέλος του πρακτικού. Μετά την έγκριση, με ευθύνη του οικονομικού Διευθυντή του σωματείου, εκδιδόταν ένα ένταλμα πληρωμής για τη σχετική δαπάνη συνυπέγραφε ο γενικός Διευθυντής, ο Ταμίας και ο Πρόεδρος και γινόταν καταχώρηση στο βιβλίο εσόδων - εξόδων. Το μπλοκ των επιταγών το κρατούσε πάντα ο ταμίας και σε εξαιρετικές περιπτώσεις η κατηγορουμένη. Ο κανόνας ήταν την επιταγή, αφού πρώτα συμπλήρωνε τα στοιχεία η κατηγορουμένη, ακολούθως την έδινε για υπογραφή στον πρόεδρο και τον ταμία. Ο οικονομικός διευθυντής παρακολουθούσε την πορεία γενικώς, καθώς και η εξελεγκτική Επιτροπή που εκλεγόταν από τις Γενικές Συνελεύσεις. Επίσης για τη μισθοδοσία της κατηγορουμένης τα μπόνους και όταν αποδεικνύετο ότι ο δικαιούχος ήταν μακριά, η επιταγή εκδίδετο στο όνομά της. Όταν ανέκυψε αρχικά το πρόβλημα των παρατυπιών ο πρόεδρος του Σωματείου ΑΑ επικοινώνησε με την κατηγορουμένη και αμέσως, του είπε ότι έκανε λάθος και ζήτησε συγγνώμη. Επίσης και στον μάρτυρα ΓΓ όταν επικοινώνησε με την κατηγορουμένη αυτή του είπε ότι είχε δώσει κάποια χρήματα που εισέπραξε σε τρίτους, τους οποίους όμως δεν κατονόμασε. Ο έλεγχος που πραγματοποιήθηκε από τον Λογιστή ΔΔ απέδειξε ότι η πλειονότητα των επιταγών που είχαν εκδοθεί σε διαταγή της είχαν εξοφληθεί από το συγκεκριμένο κατάστημα της Τράπεζας ΕFG EUROBANK ERGASIAS A.E. στον ... Ειδικότερα διαπιστώθηκε ότι πολλά τιμολόγια είχαν εξοφληθεί δύο φορές. Από τα σώματα των επιταγών που προσκόμισαν, αφού έλαβαν φωτοτυπίες από την Τράπεζα, προέκυψε ότι η πρώτη επιταγή εξοφλούσε κανονικά το τιμολόγιο του προμηθευτή και η δεύτερη ήταν σε διαταγή της κατηγορουμένης, η οποία την είχε εισπράξει. Στο διάστημα των δύο ετών το ποσό των επιταγών ήταν περισσότερο από 80.000 ευρώ. Ο ίδιος ο λογιστής συνέστησε, για να υπάρχει πλήρης εικόνα, να απεικονιστούν τα οικονομικά στοιχεία των χρήσεων 2002-2003 και σε λογιστικά βιβλία τρίτης κατηγορίας, ώστε να φαίνεται με λεπτομέρειες κάθε συναλλαγή. Ζητήθηκε επίσης και πραγματοποιήθηκε έλεγχος διαχειριστικός από το Σώμα ορκωτών λογιστών. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εκθέσεως του Ορκωτού Λογιστή ΕΕ, εκδόθηκαν παράτυπα σε διαταγή της κατηγορουμένης συνολικά 39 επιταγές πληρωτέες από την Τράπεζα ALPHA BANK συνολικής αξίας 36.758,20 ευρώ, 29 επιταγές πληρωτέες από την Τράπεζα EURO BANK συνολικής αξίας 32.791,08 ευρώ και 25 επιταγές πληρωτέες από την Τράπεζα Εργασίας συνολικού ποσού 17.374,07 ευρώ και συνολικού ύψους 86.923,35 ευρώ. Οι επιταγές αυτές δεν καλύπτουν ούτε μισθοδοσία, ούτε υποχρεώσεις προμηθευτών. Η κατηγορουμένη, όταν κατείχε τα σώματα των επιταγών των τραπεζών συμπλήρωνε τα μη έντυπα στοιχεία αυτών εις διαταγή της, αναγράφοντας τόπο εκδόσεως το ..., τις ημερομηνίες έκδοσης αυτών και τα ποσά που έχουν γραφεί, θέτοντας στη θέση του εκδότη τη σφραγίδα του Σωματείου μετά δε την υπογραφή τους από τον Πρόεδρο του Σωματείου και σε ορισμένες από αυτές από την ταμία, τις εμφάνιζε προς πληρωμή εισπράττοντας τα αναγραφόμενα ποσά, τα οποία στο σύνολό τους υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Η κατηγορουμένη όταν κλήθηκε σε απολογία ενώπιον της Ανακρίτριας, αφού αρνήθηκε την κατηγορία και προέβαλε τους ισχυρισμούς με το υπόμνημά της ότι οι επιταγές αυτές είχαν εκδοθεί για νόμιμες αιτίες (πληρωμή μισθού της), έξοδα του σωματείου κλπ) εδήλωσε ότι εάν γίνει ενδελεχής έλεγχος σε αυτά που ισχυρίζεται και δεν καλύπτεται κάποιο ποσό με τα αντίστοιχα παραστατικά, για λόγους ηθικής τάξεως προσφέρεται να καλύψει το οποιοδήποτε αυτό ποσό. Σημειωτέον ότι όταν της ζητήθηκε να εμφανισθεί, για να δώσει εξηγήσεις, αφού είχε ανατεθεί ο οικονομικός έλεγχος σε ορκωτούς λογιστές, ποτέ δεν εμφανίσθηκε. Το μοναδικό ποσό που παραδέχθηκε στους υπευθύνους όταν της γνωστοποίησαν τις παρατυπίες ήταν εκείνο των τριών (3) επιταγών που αναφέραμε πιο πάνω, συνολικού ύψους 9.497,37 ευρώ ήτοι την υπ' αριθμ. ... ποσού 3.012,78 ευρώ ALRHA BANK, υπ' αριθμ. ... της EUROBANK ποσού 3.396,28 ευρώ και η υπ' αριθμ. ... ποσού 3.088,21 ευρώ. Όταν κοινοποιήθηκε στην κατηγορουμένη η από 17-2-2006 αγωγή του σωματείου εναντίον της, απέστειλε την από 17-12-2007 επιστολή της με την οποία αφενός μεν ζήτησε να συναντηθεί με τους εκπροσώπους του σωματείου για να δώσει τις απαιτούμενες διευκρινήσεις, αφετέρου δε προσφέρθηκε, εφόσον δεν γίνουν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί της, να προσφέρει το ποσό των 20.000 ευρώ και τελικά αποδέχθηκαν και οι δύο πλευρές με κάθε επιφύλαξη το ποσό των 10.000 ευρώ χωρίς όμως να γίνουν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί της, ούτε βέβαια και η ίδια αποποιήθηκε από το δικαίωμά της, αλλά εν όψει συζητήσεως της αγωγής εδόθησαν αυτές οι διευκρινήσεις. Όσον αφορά το ποσό των (3) επιταγών φρονούμε ότι εκ παραδρομής έχουν περιληφθεί στην κατηγορία, διότι αυτό είχε επιστραφεί πριν την υποβολή της εγκλήσεως και δεν το αναιρούν οι εξετασθέντες μάρτυρες.
Συνεπώς μόνο γι' αυτό το ποσό δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος της κατηγορουμένης και εφόσον δεν αποτελούν οι μερικότερες αυτές πράξεις κακουργηματική μορφή του άνω εγκλήματος λόγω ποσού, θα πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη αφού έχει παρέλθει από τον χρόνο τελέσεως πενταετία. Για το υπόλοιπο ποσό, ανερχόμενο σε 77.425,58 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι έχει υπεξαιρέσει η κατηγορουμένη, υπερβαίνει δε αυτό το ποσό των 73.000 ευρώ προκύπτουν περισσότερο από αποχρώσες ενδείξεις ενοχής και θα πρέπει γι' αυτές να παραπεμφθεί στο ακροατήριο του αρμόδιου Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών για να δικασθεί η κατηγορουμένη". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, σύμφωνα με την ασκηθείσα ποινική δίωξη, μη έχων δικαιοδοσία να αποφανθεί για άλλη πράξη, απορρίπτοντας εν μέρει την, από την κατηγορουμένη ασκηθείσα, κατά του υπ' αριθ. 2293/2008 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, έφεσή της ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικυρώνοντας κατά τούτο το πρωτόδικο βούλευμα, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση και κυρία ανάκριση, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98 και 375 παρ. 1 εδ. α και β του Π.Κ., όπως προστέθηκε το τελευταίο εδάφιο με το άρθρο 14 παρ. 3α του ν. 2721/1999, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς έτσι να στερήσει το βούλευμα από νόμιμη βάση, κρίνοντας ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για τη παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία της κατηγορουμένης), τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την πιο πάνω κρίση του, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς του, εντεύθεν δε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας, χωρίς να προκύπτει ότι έγινε επιλεκτική αξιολόγηση κάποιου εκ τούτων ή η μη λήψη υπόψη και των εγγράφων που προσκόμισε η κατηγορουμένη. Ειδικότερα αναφέρονται λεπτομερώς οι επί μέρους πράξεις της αναιρεσείουσας που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, με αναφορά στις κατά νόμο περιστάσεις υπό τη μορφή που προεκτέθηκαν και συγκεκριμένα γίνεται αναφορά του τρόπου τελέσεως του εγκλήματος που της αποδίδεται, με την εμφάνιση και είσπραξη κατ' εντολήν του Σωματείου των αναγραφομένων σε κάθε μία από τις επιταγές αντίστοιχων ποσών από τις πληρώτριες τράπεζες και εν συνεχεία την παράνομη ιδιοποίηση των ποσών αυτών που ανέρχονται συνολικά σε 77.425,58 Ευρώ. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμες για τους εξής λόγους: Από την αναφορά στο σκεπτικό του βουλεύματος ότι το Συμβούλιο συνήγαγε την κρίση του από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα μεταξύ των οποίων και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και τα επισημαινόμενα από την αναιρεσείουσα έγγραφα ήτοι τους εγκριθέντες από την εξελεγκτική επιτροπή ισολογισμούς των ετών 1998-2003 που ήταν ισοσκελισμένοι, τα οποία δεν μπορεί να καταληφθεί αμφιβολία ότι δεν τα συνεκτίμησε το Συμβούλιο, από μόνο το λόγο ότι παρέλειψε να τα σχολιάσει. Ο περαιτέρω ισχυρισμός της αναιρεσείουσας περί αντιθέσεως αυτών των εγγράφων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα του βουλεύματος, καταλήγει σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως του Συμβουλίου. Η αιτίαση (κατ' εκτίμηση) ότι εσφαλμένα υπολογίζεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα το άθροισμα των φερομένων ως υπεξαιρεθέντων χρημάτων, επειδή δεν αφαιρέθηκαν δαπάνες που έγιναν αλλ' απλώς δεν εκδόθηκαν γι' αυτές σχετικά παραστατικά, δεν αποτελεί παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, διότι πλήττει την περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου. Εξάλλου, αφού δέχθηκε το Συμβούλιο ότι πρόκειται για υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση, οπότε, ως εκ του χρόνου που φέρονται τελεσθείσες οι μερικότερες πράξεις, (μετά τον Ν. 2721/1999), λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου των μερικοτέρων πράξεων (άρθρο 98 § 2 Π.Κ.), αναγκαίως δέχθηκε ενότητα δόλου του αναιρεσείοντος, η οποία περιλαμβάνει τη θέληση και αποδοχή να ιδιοποιηθεί το άθροισμα της αξίας των μερικοτέρων πράξεων έτσι ώστε δεν ήταν αναγκαίο να επαναλάβει το Συμβούλιο ότι ο αναιρεσείων απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο συνολικό αποτέλεσμα αυτών. Επομένως, ο αντίθετος προς τα ανωτέρω δεύτερος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, που πλήττει το προσβαλλόμενο βούλευμα κατά την παραπεμπτική του, για κακουργηματική υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση, διάταξη, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 484 παρ. 1 περ. α' και 171 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠΔ προκύπτει ότι δημιουργείται λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος για απόλυτη ακυρότητα, όταν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των προσηκόντων σ' αυτόν δικαιωμάτων στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιτάσσει ο νόμος. Εξάλλου το δικαίωμα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιον του συμβουλίου προκειμένου να αναπτύξει τις απόψεις του επί της κατηγορίας που τον βαρύνει, προβλέπεται από το άρθρο 309 παρ.2 του ΚΠΔ αλλά και από το άρθρο 20 του Συντάγματος και 6 παρ.3 της ΕΣΔΑ, η αποδοχή δε του αιτήματος αυτού αποτελεί τον κανόνα και η απόρριψη του την εξαίρεση, γι' αυτό η σιωπηρή ή αναιτιολόγητη απόρριψη του οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος για παράβαση του άρθρου 309 παρ.2 σε συνδυασμό με 171 παρ.1 δ' του ΚΠΔ και ιδρύει τον από το ως άνω άρθρο 484 παρ. 1 περ.α' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση η κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα με την από 10-9-2008 έφεσή της ζήτησε, πλην άλλων, την αυτοπρόσωπη εμφάνιση της ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών προκειμένου να παράσχει διευκρινίσεις για την αποδιδόμενη σ'αυτήν αξιόποινη πράξη. Το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του απέρριψε το άνω αίτημα με την αιτιολογία "το αίτημα της εκκαλούσας για αυτοπρόσωπη εμφάνιση της πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι αυτή έχει με πληρότητα παράσχει εξηγήσεις για τις κατηγορίες που την βαρύνουν τόσο με την ένδικη έφεση, όσο και με το απολογητικό υπόμνημα της, και ανέπτυξε διεξοδικά τις απόψεις της, οπότε η εμφάνιση της δεν είναι αναγκαία". Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του παραπάνω αιτήματος της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας. Ειδικότερα η αιτιολογία ότι "έχει με πληρότητα παράσχει εξηγήσεις ... και ανέπτυξε διεξοδικά τις απόψεις της" είναι ειδική, πλήρης και επαρκής. Γι' αυτό, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. α' ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει η αίτηση να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (583 § 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθ. 102/18 Μαΐου 2009 αίτηση της Χ περί αναιρέσεως του υπ' αριθ. 653/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Φεβρουαρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ